Έμεινα μέσα στην σκιά να βλέπω τον κόσμο που φεύγει, πιο παγωμένος απο ποτέ, περιμένοντας να την δω για άλλη μια φόρα.
Το θέατρο άδειασε και εκείνη πουθενά. Πως μπορεί να έφυγε χωρίς να την δω?
Μπορεί μια καρδιά να γίνει πιο άδεια απο όσο είναι? Ένιωθα πως η δικιά μου μπορούσε.
Τώρα περισσότερο απο ποτέ, πίστευα ότι ήταν ένας άγγελος, που ήρθε σε αυτήν την σκηνή για να πει το τραγούδι των αγγέλων, μόνο και μόνο για να μαγέψει την ψυχή μου.
Τώρα περισσότερο απο ποτέ, πίστευα ότι ήταν ένας άγγελος, που ήρθε σε αυτήν την σκηνή για να πει το τραγούδι των αγγέλων, μόνο και μόνο για να μαγέψει την ψυχή μου.
Προχωρούσαμέσα στην σκια, τα πόδια μου τσαλαβουτούσαν τα νερά που είχαν σχηματίσεις λίμνες απο την βροχή και το νερό με πάγωνε περισσότερο.
Ώσπου την είδα. Ήταν εκεί με την κάπα της να περπατάει μόνη της μέσα στην ερημιά. Τα ρούχα της είχαν γεμίσει λάσπες και εκείνη περπάταγε με έναν αέρα και μια χαρούμενη κίνηση, που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει.
Στάθηκε για ένα λεπτό στην μέση του δρόμου, με ένα αργό και ρευστό τρόπο κάθισε κάτω και πήρε στα χέρια της ένα φύλλο απο το έδαφος. Τα ρούχα της γίνανε περισσότερο μούσκεμα άλλα δεν έδειξε αυτό να την ενοχλεί.
Το έβαλε στην χούφτα της, το μύρισε και με ένα απαλό φύσημα το άφησε να πετάξει, απλώνοντας ένα γλυκό και ζεστό χαμόγελο στο πρόσωπο της.
«ξέρετε δεν είναι σωστό να ακολουθείτε μια δεσποινίς μέσα από τις σκιες, εκτός......» άκουσα την γλυκιά της φωνή να μου λέει, καθώς κάρφωσε την ματιά της στο σημείο ακριβός που ήμουν εγώ.
«εκτός?» την ρώτησα με την ζεστή και βαθιά μου φωνή, βγαίνοντας από την σκια για να με δει.
Με κοίταξε στα μάτια και η ανάσα της έγινε κοφτή, η καρδιά της άρχισε να καλπάζει, μα το χαμόγελο της απλώθηκε περισσότερο στο πρόσωπο της και τα μάτια της έλαμψαν.
Θα μπορούσε ποτέ αυτός ο άγγελος να γίνει πιο γλυκός? Ένιωθα πως μπορούσε
«εκτός και αν ο λόγος που με ακολουθείτε έχει πονηρό σκοπό» είπε και γέλασε απαλά
«εσείς τι πιστεύετε?»
«ότι δεν νομίζω να έχετε κακό σκοπό»
«δεν είναι σωστό μια δεσποινίς να τριγυρίζει τόσο απροστάτευτη και μόνη της μέσα στην νύχτα, γι αυτό ένιωσα την ανάγκη να σας ακολουθήσω στην περίπτωση που χρειαστείτε την βοήθεια μου»
«το πρέπων είναι να συνοδεύετε μια δεσποινίς για να την προστατέψετε και όχι να την ακολουθείτε μέσα στην σκια»
«μου επιτρέπετε τότε να σας συνοδεύσω?» κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας και γύρισε την ματιά της προς τον δρόμο, ξεκινώντας πάλι την πορεία της.
«είδα ότι σας άρεσε το τραγούδι μου» συνέχισε καθώς άρχισε πάλι να προχωράει
«πως ξέρετε ότι ήμουν εγώ» γέλασε απαλά
«απλός ένιωσα ότι ήσασταν εσείς»
«δεν θα μπορούσα να πω ότι μου άρεσε, περισσότερο θα έλεγα ότι με μάγεψε. Όπως μάγεψε όλη την αίθουσα»
«για κάποιο λόγο πιστεύω ότι εσάς σας μάγεψε περισσότερο»
«από που το διαπιστώσατε αυτό?»
«γιατί αν είχε μαγέψει και την υπόλοιπη αίθουσα το ίδιο, τότε θα ήταν μαζί σας μέσα στην σκιά» είπε χαμογελώντας περισσότερο
Ώσπου την είδα. Ήταν εκεί με την κάπα της να περπατάει μόνη της μέσα στην ερημιά. Τα ρούχα της είχαν γεμίσει λάσπες και εκείνη περπάταγε με έναν αέρα και μια χαρούμενη κίνηση, που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει.
Στάθηκε για ένα λεπτό στην μέση του δρόμου, με ένα αργό και ρευστό τρόπο κάθισε κάτω και πήρε στα χέρια της ένα φύλλο απο το έδαφος. Τα ρούχα της γίνανε περισσότερο μούσκεμα άλλα δεν έδειξε αυτό να την ενοχλεί.
Το έβαλε στην χούφτα της, το μύρισε και με ένα απαλό φύσημα το άφησε να πετάξει, απλώνοντας ένα γλυκό και ζεστό χαμόγελο στο πρόσωπο της.
«ξέρετε δεν είναι σωστό να ακολουθείτε μια δεσποινίς μέσα από τις σκιες, εκτός......» άκουσα την γλυκιά της φωνή να μου λέει, καθώς κάρφωσε την ματιά της στο σημείο ακριβός που ήμουν εγώ.
«εκτός?» την ρώτησα με την ζεστή και βαθιά μου φωνή, βγαίνοντας από την σκια για να με δει.
Με κοίταξε στα μάτια και η ανάσα της έγινε κοφτή, η καρδιά της άρχισε να καλπάζει, μα το χαμόγελο της απλώθηκε περισσότερο στο πρόσωπο της και τα μάτια της έλαμψαν.
Θα μπορούσε ποτέ αυτός ο άγγελος να γίνει πιο γλυκός? Ένιωθα πως μπορούσε
«εκτός και αν ο λόγος που με ακολουθείτε έχει πονηρό σκοπό» είπε και γέλασε απαλά
«εσείς τι πιστεύετε?»
«ότι δεν νομίζω να έχετε κακό σκοπό»
«δεν είναι σωστό μια δεσποινίς να τριγυρίζει τόσο απροστάτευτη και μόνη της μέσα στην νύχτα, γι αυτό ένιωσα την ανάγκη να σας ακολουθήσω στην περίπτωση που χρειαστείτε την βοήθεια μου»
«το πρέπων είναι να συνοδεύετε μια δεσποινίς για να την προστατέψετε και όχι να την ακολουθείτε μέσα στην σκια»
«μου επιτρέπετε τότε να σας συνοδεύσω?» κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας και γύρισε την ματιά της προς τον δρόμο, ξεκινώντας πάλι την πορεία της.
«είδα ότι σας άρεσε το τραγούδι μου» συνέχισε καθώς άρχισε πάλι να προχωράει
«πως ξέρετε ότι ήμουν εγώ» γέλασε απαλά
«απλός ένιωσα ότι ήσασταν εσείς»
«δεν θα μπορούσα να πω ότι μου άρεσε, περισσότερο θα έλεγα ότι με μάγεψε. Όπως μάγεψε όλη την αίθουσα»
«για κάποιο λόγο πιστεύω ότι εσάς σας μάγεψε περισσότερο»
«από που το διαπιστώσατε αυτό?»
«γιατί αν είχε μαγέψει και την υπόλοιπη αίθουσα το ίδιο, τότε θα ήταν μαζί σας μέσα στην σκιά» είπε χαμογελώντας περισσότερο
«παίζετε πολλά χρόνια πιάνο?»
«απο τριών χρονών. Η μαμά μου πάντα έλεγε ότι μόλις περπάτησα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω κοντά στο πιάνο...... γέλασε ζεστά...... μόλις μπόρεσα να ανέβω στο σκαμπό, έβαλα τα δάχτυλα μου απάνω στα πλήκτρα και τα πάτησα ένα ένα ξεχωριστά για να ακούσω τον ήχο τους, αφού αποστήθισα όλα τα πλήκτρα το πρώτο κομμάτι που έπαιξα ήταν το νανούρισμα μου» είπε και γύρισε να δει την ματιά μου. Είχα χαθεί μέσα στο βλέμμα της χωρίς να καταφέρω να πω κάτι. Με είχε μαγέψει, με κάθε της λέξη. Ο ήχος της φωνής της με έκαναν να θέλω να μηδενίσω την απόσταση και να την πάρω αγκαλιά, να νιώσω την ζεστασιά της. Της χαμογέλασα και συνεχίσαμε να περπατάμε, άλλα άρχισε πάλι να βρέχει.
«θα βραχούμε περισσότερο»
«και είναι κακό αυτό?»
«δεν σας ενοχλεί?» γέλασε και με τα χέρια της έδειξε τα ρούχα της που ήταν ήδη μούσκεμα
«ο βρεγμένος φοβάται την βροχή?» είπε πειράχτηκα
«μάλλον όχι» της απάντησα χαμογελώντας
«άλλωστε φτάσαμε» είπε και με την ματιά της έδειξε προς το σπίτι της και πάγωσα. Το ήξερα αυτό το σπίτι. Ήταν του Τραπεζίτη Σουαν, τον πιο ισχυρό και αδίστακτο κακοποιό της πόλης.
Είναι δυνατών αυτός ο άγγελος να είναι γόνος ενός τέτοιου ανθρώπου? Και όμως μπορεί.
«λοιπόν δεσποινίς Σουαν θα μπορέσω να σας ξαναδώ?»
«βλέπω ξέρετε ποια είμαι»
«όλοι στην πόλη ξέρουν το πατέρα σας»
«μμμμ, ναι το ξέρω» είπε με ένα θλιμμένο ύφος
«λοιπόν θα σας ξαναδώ?»
«θα το ήθελα πολύ άλλα δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει αυτό»
«μπορώ να ρωτήσω τον λόγο?»
«βλέπετε αύριο θα φέρει ο πατέρας μου τον υποψήφιο σύζυγο μου. Οπότε καταλαβαίνετε ότι αν θέλετε να με ξαναδείτε, τότε πρώτα θα πρέπει να με διεκδικήσετε» είπε και με ένα χαμόγελο μπήκε στην πύλη και με άφησε πίσω της.
Την κοίταζα να απομακρύνετε από κοντά μου και ένιωθα να παίρνει μαζί της την ψυχή μου. Για άλλη μια φορά έμεινα μόνος μου, πιο μόνος από ποτέ. Το κενό που άφησε πίσω της, έκανε την καρδιά μου να πονάει.
Μπορούσε μια νεκρή, παγωμένη καρδιά να σπάσει? Ένιωθα πως η δικιά μου μπορούσε
Άρχισα να ψάχνω για θηράματα, μέσα στης παλιές γέφυρες, μέσα στα καταγώγια. Εκεί που μόνο εγκληματίες και άρρωστοι μαζεύονταν για να κρύψουν την ντροπή τους.
Ήμουν το χειρότερο τέρας όλων, το τέρας των τεράτων που απειλούσε αυτήν την πόλη και όμως ακόμα και αυτό δεν έφτανε για να με κάνει να νιώσω καλύτερα γι αυτό που έκανα, πάντα στο τέλος της ημέρα η αφαίρεση μιας ψυχής με έκανε να νιώθω χειρότερα.
Σήμερα ήταν η πιο δύσκολη μου μέρα, γύρισα στο σπίτι και ένιωσα να πνίγομαι. Αντί το αίμα να με κάνει να ζεστάνω το κορμί μου, ήμουν πιο παγωμένος από κάθε άλλη φορά.
Έκατσα στο κρεβάτι μου και έκλεισα τα μάτια μου με την εικόνα της να πλημμυρίζει το μυαλό μου. Την έβλεπα να παίζει στο πιάνο και να τραγουδά. Όλο της το σώμα φεγγοβολούσε.
Άγγελος τον αγγέλων, άγγελος της ψυχής μου.
Μου ζήτησε να την κατακτήσω, θέλει να με ξαναδεί, άλλα για να γίνει αυτό πρέπει να την διεκδικήσω. Πως μπορεί αυτός ο άγγελος να μπορέσει να αγαπήσει ένα τέρας σαν και εμένα.
Όχι αυτό δεν πρέπει να γίνει ποτέ. Σε έναν τέτοιο άγγελο μόνο ευτυχία αξίζει. Να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
«λοιπόν δεσποινίς Σουαν θα μπορέσω να σας ξαναδώ?»
«βλέπω ξέρετε ποια είμαι»
«όλοι στην πόλη ξέρουν το πατέρα σας»
«μμμμ, ναι το ξέρω» είπε με ένα θλιμμένο ύφος
«λοιπόν θα σας ξαναδώ?»
«θα το ήθελα πολύ άλλα δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει αυτό»
«μπορώ να ρωτήσω τον λόγο?»
«βλέπετε αύριο θα φέρει ο πατέρας μου τον υποψήφιο σύζυγο μου. Οπότε καταλαβαίνετε ότι αν θέλετε να με ξαναδείτε, τότε πρώτα θα πρέπει να με διεκδικήσετε» είπε και με ένα χαμόγελο μπήκε στην πύλη και με άφησε πίσω της.
Την κοίταζα να απομακρύνετε από κοντά μου και ένιωθα να παίρνει μαζί της την ψυχή μου. Για άλλη μια φορά έμεινα μόνος μου, πιο μόνος από ποτέ. Το κενό που άφησε πίσω της, έκανε την καρδιά μου να πονάει.
Μπορούσε μια νεκρή, παγωμένη καρδιά να σπάσει? Ένιωθα πως η δικιά μου μπορούσε
Άρχισα να ψάχνω για θηράματα, μέσα στης παλιές γέφυρες, μέσα στα καταγώγια. Εκεί που μόνο εγκληματίες και άρρωστοι μαζεύονταν για να κρύψουν την ντροπή τους.
Ήμουν το χειρότερο τέρας όλων, το τέρας των τεράτων που απειλούσε αυτήν την πόλη και όμως ακόμα και αυτό δεν έφτανε για να με κάνει να νιώσω καλύτερα γι αυτό που έκανα, πάντα στο τέλος της ημέρα η αφαίρεση μιας ψυχής με έκανε να νιώθω χειρότερα.
Σήμερα ήταν η πιο δύσκολη μου μέρα, γύρισα στο σπίτι και ένιωσα να πνίγομαι. Αντί το αίμα να με κάνει να ζεστάνω το κορμί μου, ήμουν πιο παγωμένος από κάθε άλλη φορά.
Έκατσα στο κρεβάτι μου και έκλεισα τα μάτια μου με την εικόνα της να πλημμυρίζει το μυαλό μου. Την έβλεπα να παίζει στο πιάνο και να τραγουδά. Όλο της το σώμα φεγγοβολούσε.
Άγγελος τον αγγέλων, άγγελος της ψυχής μου.
Μου ζήτησε να την κατακτήσω, θέλει να με ξαναδεί, άλλα για να γίνει αυτό πρέπει να την διεκδικήσω. Πως μπορεί αυτός ο άγγελος να μπορέσει να αγαπήσει ένα τέρας σαν και εμένα.
Όχι αυτό δεν πρέπει να γίνει ποτέ. Σε έναν τέτοιο άγγελο μόνο ευτυχία αξίζει. Να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Όχι δεν πρέπει ποτέ να την ξαναδώ. Μόνο έτσι θα μπορέσει να έχει την ευκαιρία να γίνει ευτυχισμένη.
Περπατούσα στα στενά της πόλης, χωρίς σκοπό. Θα μπορούσα να κάνω ότι και κάθε μέρα άλλα σήμερα ήθελα μόνο να περπατώ. Έχοντας την ελπίδα ότι και εκείνη θα κάνει το ίδιο με μένα. Ήθελα να την ξαναδώ.
ΟΧΙ ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ ΕΝΤΟΥΑΡΤ ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ. Φώναξα στον εαυτό μου.
Άρχισα να πηγαίνω στην τράπεζα του πατέρα της, θα ρευστοποιούσα όλες τις μετοχές και θα έφευγα μακριά.
Μπήκα μέσα και κοίταξα ψηλά. Απέναντι από την είσοδο στον ημιώροφο ήταν το γραφείο του. Τον κοίταζα διακριτικά που ήταν χωμένος μέσα στα χαρτιά του, με το πιο αυστηρό βλέμμα ελέγχοντας ακόμα και έτσι την κάθε κίνηση των υπαλλήλων του. Δεν του ξέφευγε ποτέ τίποτα.
Πήγα στο γραφείο του υπεύθυνου και του ζήτησα να μου δώσει να συμπληρώσω την αίτηση για να ρευστοποιήσω της μετοχές μου, για να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εδώ.
Αν θέλεις την ευτυχία της πρέπει να φύγεις. Μου επιβεβαίωσε η φωνή μέσα μου. Πρέπει να φύγεις σήμερα κιόλας.
Έκατσα στο γραφείο που μου υπέδειξαν και άρχισα να συμπληρώνω τα στοιχεία μου πάνω στο χαρτί άλλα κάτι με σταμάτησε. Δίπλα απο το σημείο που είχε να συμπληρώσω το όνομα μου, ζήταγε το όνομα της συζύγου μου.
Το χέρι μου πάγωσε και η εικόνα της ήρθε πάλι στην μνήμη μου. Για άλλη μια φορά το φόρεμα της ήταν άσπρο και ολόκληρη ακτινοβολούσε απο ευτυχία. Αν τα μάτια μου μπορούσαν να δακρύσουν τώρα το μάγουλο μου θα είχε σίγουρα μουσκέψει.
Κούνησα το κεφάλι μου και άρχισα να συμπληρώνω την αίτηση με μανία. Όχι πρέπει να φύγω τώρα πριν είναι πολύ αργά. Δεν της αξίζει ένα τέρας σαν εμένα. Της αξίζουν πολλά περισσότερα απο αυτό.
«στην θέση σας εγώ δεν θα το έκανα αυτό» άκουσα την γλυκιά μελωδική φωνή της πίσω μου και πάγωσα στην θέση μου. Δεν μπόρεσα να κρύψω το χαμόγελο μου. Γύρισα και αντίκρισα την ματιά της. Τα μάγουλα της ήταν ένα απαλό ροζ από το κρύο και τα μάτια της ήταν πιο λαμπερά από εχθές.
«θα μπορούσα να μάθω τον λόγο?» την ρώτησα κοιτώντας την μέσα στα μάτια. Χαμογέλασε και χαμογέλασε όλος μου ο κόσμος
«θα μπορούσα?» μου έδειξε την καρέκλα
«φυσικά» της αποκρίθηκα και σηκώθηκα να της κρατήσω την καρέκλα για να κάτσει, αλλά πριν προλάβει να κάνει κάποια κίνηση
«δεσποινίς Σουαν με συγχωρείτε για την παρέμβαση»
«Άλεν παρακαλώ» του είπε και του χάρισε το πιο ευγενικό της χαμόγελο
«ο πατέρας σας, ζητά να πάτε στο γραφείο του»
«σου είναι εύκολο να τον ειδοποιήσεις ότι θα πάω κοντά σου σε ένα λεπτό?»
«φυσικά και θα μπορούσα, αλλά μου ζήτησε να σας πω να πάτε τώρα αμέσως» γύρισε την ματιά της σε μένα
«μάλλον δεν θα καταφέρω να σας πω τον λόγο, αλλά ελπίζω να με εμπιστευτείτε και να πάρετε την σωστή απόφαση» μου χαμογέλασε άλλη μια φορά και έβγαλε το γάντι της αργά, με έναν ευλαβικό τρόπο λες και ήταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο που είχε απάνω της. Μου έτεινε το χέρι και αμέσως το πήρα απαλά στο δικό μου φέρνοντας κοντά στο στόμα μου για να το φιλήσω.
Οι χτύποι τις καρδιά στης, άρχισα να χτυπούν γρήγορα, ήταν σαν μελωδία στα αυτιά μου, ένα τραγούδι γραμμένο μόνο για μένα. Φίλησα απαλά το χέρι της κοιτώντας την πάντα στα μάτια. Το χαμόγελο της έγινε πιο γλυκό και τα μάτια της γυάλισαν, σαν να ήταν έτοιμα να δακρύσουν, αλλά κανένα δάκρυ δεν κύλισε.
«τότε μια άλλη φορά» της απάντησα και χαμήλωσε το κεφάλι της κάνοντας υπόκλιση.
Την έβλεπα για άλλη μια φορά να φεύγει μακριά μου και ένιωσα και τα δικά μου μάτια να δακρύζουν χωρίς δάκρυ.
Περπατούσα στα στενά της πόλης, χωρίς σκοπό. Θα μπορούσα να κάνω ότι και κάθε μέρα άλλα σήμερα ήθελα μόνο να περπατώ. Έχοντας την ελπίδα ότι και εκείνη θα κάνει το ίδιο με μένα. Ήθελα να την ξαναδώ.
ΟΧΙ ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ ΕΝΤΟΥΑΡΤ ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ. Φώναξα στον εαυτό μου.
Άρχισα να πηγαίνω στην τράπεζα του πατέρα της, θα ρευστοποιούσα όλες τις μετοχές και θα έφευγα μακριά.
Μπήκα μέσα και κοίταξα ψηλά. Απέναντι από την είσοδο στον ημιώροφο ήταν το γραφείο του. Τον κοίταζα διακριτικά που ήταν χωμένος μέσα στα χαρτιά του, με το πιο αυστηρό βλέμμα ελέγχοντας ακόμα και έτσι την κάθε κίνηση των υπαλλήλων του. Δεν του ξέφευγε ποτέ τίποτα.
Πήγα στο γραφείο του υπεύθυνου και του ζήτησα να μου δώσει να συμπληρώσω την αίτηση για να ρευστοποιήσω της μετοχές μου, για να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εδώ.
Αν θέλεις την ευτυχία της πρέπει να φύγεις. Μου επιβεβαίωσε η φωνή μέσα μου. Πρέπει να φύγεις σήμερα κιόλας.
Έκατσα στο γραφείο που μου υπέδειξαν και άρχισα να συμπληρώνω τα στοιχεία μου πάνω στο χαρτί άλλα κάτι με σταμάτησε. Δίπλα απο το σημείο που είχε να συμπληρώσω το όνομα μου, ζήταγε το όνομα της συζύγου μου.
Το χέρι μου πάγωσε και η εικόνα της ήρθε πάλι στην μνήμη μου. Για άλλη μια φορά το φόρεμα της ήταν άσπρο και ολόκληρη ακτινοβολούσε απο ευτυχία. Αν τα μάτια μου μπορούσαν να δακρύσουν τώρα το μάγουλο μου θα είχε σίγουρα μουσκέψει.
Κούνησα το κεφάλι μου και άρχισα να συμπληρώνω την αίτηση με μανία. Όχι πρέπει να φύγω τώρα πριν είναι πολύ αργά. Δεν της αξίζει ένα τέρας σαν εμένα. Της αξίζουν πολλά περισσότερα απο αυτό.
«στην θέση σας εγώ δεν θα το έκανα αυτό» άκουσα την γλυκιά μελωδική φωνή της πίσω μου και πάγωσα στην θέση μου. Δεν μπόρεσα να κρύψω το χαμόγελο μου. Γύρισα και αντίκρισα την ματιά της. Τα μάγουλα της ήταν ένα απαλό ροζ από το κρύο και τα μάτια της ήταν πιο λαμπερά από εχθές.
«θα μπορούσα να μάθω τον λόγο?» την ρώτησα κοιτώντας την μέσα στα μάτια. Χαμογέλασε και χαμογέλασε όλος μου ο κόσμος
«θα μπορούσα?» μου έδειξε την καρέκλα
«φυσικά» της αποκρίθηκα και σηκώθηκα να της κρατήσω την καρέκλα για να κάτσει, αλλά πριν προλάβει να κάνει κάποια κίνηση
«δεσποινίς Σουαν με συγχωρείτε για την παρέμβαση»
«Άλεν παρακαλώ» του είπε και του χάρισε το πιο ευγενικό της χαμόγελο
«ο πατέρας σας, ζητά να πάτε στο γραφείο του»
«σου είναι εύκολο να τον ειδοποιήσεις ότι θα πάω κοντά σου σε ένα λεπτό?»
«φυσικά και θα μπορούσα, αλλά μου ζήτησε να σας πω να πάτε τώρα αμέσως» γύρισε την ματιά της σε μένα
«μάλλον δεν θα καταφέρω να σας πω τον λόγο, αλλά ελπίζω να με εμπιστευτείτε και να πάρετε την σωστή απόφαση» μου χαμογέλασε άλλη μια φορά και έβγαλε το γάντι της αργά, με έναν ευλαβικό τρόπο λες και ήταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο που είχε απάνω της. Μου έτεινε το χέρι και αμέσως το πήρα απαλά στο δικό μου φέρνοντας κοντά στο στόμα μου για να το φιλήσω.
Οι χτύποι τις καρδιά στης, άρχισα να χτυπούν γρήγορα, ήταν σαν μελωδία στα αυτιά μου, ένα τραγούδι γραμμένο μόνο για μένα. Φίλησα απαλά το χέρι της κοιτώντας την πάντα στα μάτια. Το χαμόγελο της έγινε πιο γλυκό και τα μάτια της γυάλισαν, σαν να ήταν έτοιμα να δακρύσουν, αλλά κανένα δάκρυ δεν κύλισε.
«τότε μια άλλη φορά» της απάντησα και χαμήλωσε το κεφάλι της κάνοντας υπόκλιση.
Την έβλεπα για άλλη μια φορά να φεύγει μακριά μου και ένιωσα και τα δικά μου μάτια να δακρύζουν χωρίς δάκρυ.
Ακριβός στο σημείο που ήταν η καρέκλα μου είδα ότι της είχε πέσει το γάντι που φορούσε. Έκατσα στην καρέκλα και έλεγξα αν με κοιτούσε κανείς, το πήρα από το πάτωμα και το έβαλα γρήγορα στην τσέπη μου. Σήκωσα την ματιά μου στο γραφείο του πατέρα της και την είδα που με κοίταζε ακόμα με το ίδιο χαμόγελο.
Πήρα τις σελίδες στα χέρια μου, τις έσκισα και έφυγα.
Μόλις έφτασα στο διαμέρισμα μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ? Φώναξε η φωνή μέσα μου. ΔΕΝ ΞΕΡΩ. Της απάντησα.
Έβγαλα το γάντι από την τσέπη μου και το ακούμπησα στο μάγουλο μου, αφήνοντας την μυρωδιά της να πλημμυρίσει τις αισθήσεις μου. Τότε κατάλαβα ότι μέσα στο γάντι υπήρχε ένα χαρτί. Ένα γράμμα από εκείνη.
Πήρα τις σελίδες στα χέρια μου, τις έσκισα και έφυγα.
Μόλις έφτασα στο διαμέρισμα μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ? Φώναξε η φωνή μέσα μου. ΔΕΝ ΞΕΡΩ. Της απάντησα.
Έβγαλα το γάντι από την τσέπη μου και το ακούμπησα στο μάγουλο μου, αφήνοντας την μυρωδιά της να πλημμυρίσει τις αισθήσεις μου. Τότε κατάλαβα ότι μέσα στο γάντι υπήρχε ένα χαρτί. Ένα γράμμα από εκείνη.
Αγαπητέ κρυφέ θαυμαστή, χωρίς όνομα
Θα σας περιμένω στις 4 το απόγευμα για να σας ξαναδώ.
Ελπίζω να μην με απογοητεύσετε.
Ιζαμπέλα
Μπορούσε μια νεκρή, παγωμένη καρδιά να ξαναχτυπήσει? Ένιωθα πως η δικά μου μπορούσε
Έμεινα εκεί να το διαβάζω ξανά και ξανά, χωρίς να ξέρω τι έπρεπε να κάνω.
Έβαλα το γάντι μέσα στην τσέπη μου και βγήκα πάλι στους δρόμους. Έτρεχα μακριά απο όλα, έπρεπε να φύγω, να φύγω απο κοντά της. Της άξιζε μια καλύτερη ζωή, δεν της άξιζα εγώ.
Κάποια στιγμή σήκωσα την ματιά μου για να δω που βρίσκομαι. Τα μάτια μου κοίταζαν μόνο το πρόσωπο της και ταξίδευα μέσα στα δέντρα σαν τον άνεμο χωρίς να κοιτάω που πηγαίνω. Όταν σήκωσα την ματιά μου ήμουν και πάλι στην ίδια σκια που ήμουν και εχθές. Τα πόδια μου απο δική τους πρωτοβουλία με οδήγησαν πίσω στο μέρος που εμφανίστηκα μπροστά της. Όπου και να πήγαινα, όσο μακριά και να έτρεχα, το σώμα μου με γύριζε σε εκείνη.
Πήρα μια βαθιά αναπνοή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να ετοιμάζομαι για να την συναντήσω. Δεν μπορώ να μείνω μακριά της, άρα η μόνη μου λύση είναι να την διεκδικήσω.
Έφτασα μπροστά στην πύλη και αποφασιστικά χτύπησα το κουδούνι.
«παρακαλώ πως θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω» ρώτησε ευγενικά ο νεαρός φύλακας
«θα ήθελα να δω την δεσποινίδα Ιζαμπέλα»
«σας περιμένει?»
«το ελπίζω» απάντησα με ένα ήρεμο χαμόγελο μην θέλοντας να την προδώσω
«περάστε» είπε και άνοιξε την πύλη
Πλησίασα στην πόρτα και πριν χτυπήσω, βγήκε μια υπηρέτρια λαχανιασμένη και ξέπνοα κοιτώντας γύρο της μου είπε γρήγορα
«η δεσποινίς Μπέλα είναι στον κήπο και σας περιμένει, μόλις κατεβείτε τα σκαλιά πάρτε το δεξί μονοπάτι και θα σας οδηγήσει στον λαβύρινθο, ελπίζω να μην σας πάρει πολύ ώρα να την βρείτε, σας περιμένει στο κιόσκι που είναι στην μέση..... με έπιασε απο το χέρι και με παρακλητικά μάτια συνέχισε........... σας παρακαλώ κάντε το καλύτερο για εκείνη» είπε και πριν προλάβω να πω τίποτα εξαφανίστηκε πίσω απο την πόρτα.
Δεν έχασα χρόνο και πήγα κοντά της, φυσικά δεν μου ήταν δύσκολο να την βρω, η γλυκιά της μυρωδιά ήταν σαν μια κορδέλα που είχε τυλιχτή γύρο μου και με τραβούσε προς το μέρος που ήταν εκείνη.
Την βρήκα σε ένα κιόσκι με αναρριχώμενα αγριολούλουδα, που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί, αλλά ακόμα και αυτό ωχριούσε μπροστά στην εκτυφλωτική της ομορφιά. Όπως εχθές έτσι και σήμερα φόραγε ένα άσπρο φόρεμα, αγνή από την ψυχή μέχρι το σώμα και η αύρα της ακτινοβολούσε γύρος της. Ένας αγνός άγγελος με φωτοστέφανο.
Καθόταν σε ένα παγκάκι με ένα βιβλίο στο χέρι και μόλις ένιωσε την παρουσία μου χαμογέλασε έκλεισε το βιβλίο και γύρισε την ματιά της προς τα εμένα.
Με αργή κίνηση πήγα κοντά της, της χαμογέλασα και της πρόσφερα τα κρινάκια που είχα διαλέξει για εκείνη. Τα πήρε στην αγκαλιά της, τα μύρισε με κλειστά τα μάτια και τα άφησε δίπλα της.
«θα θέλατε να καθίσετε μαζί μου?» είπε με την γλυκιά της φωνή βάζοντας το χέρι της πάνω στο παγκάκι, για να μου δώσει να καταλάβω ότι ήθελε να κάτσω δίπλα της.
«φυσικά» της αποκρίθηκα και αμέσως έκατσα δίπλα της άλλα πάντα κρατώντας την απαραίτητη απόσταση που απαιτούσε η ευγένεια μου.
Μόλις ένιωσα την αύρα της και την μυρωδιά της να με αγκαλιάζουν, όλο μου το κορμί συγκλονίστηκε.
«σας κάλεσα εδώ, γιατί ήθελα να σας μιλήσω πριν έρθει ο πατέρας μου, ελπίζω να μην σας ενοχλεί αυτό»
«φυσικά και δεν με ενοχλεί» της απάντησα με το πιο ευγενικό μου χαμόγελο, για να της δώσω το θάρρος να συνεχίσει
«αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τόλμη και το θάρρος να έρθετε στην οικία μας, εφόσον γνωρίζετε τον πατέρα μου, θα πρέπει να εξοπλιστήκατε με πολύ κουράγιο για να τον αντιμετωπίσετε, ίδιος σήμερα που έχει σκοπό να με παραδώσει στον μέλλοντα σύζυγο μου........... πήρε μια βαθιά ανάσα άλλα την άφησα να συνεχίσει χωρίς να την διακόψω........... δεν θα ήθελα να νομίζετε ότι είμαι σαν και εκείνον. Κύριε Κάλεν σας διαβεβαιώ ότι δεν είμαι από της γυναίκες που παίζουν με τους άντρες προκειμένου να εκπληρώσουν κάποιο σκοπό. Ο λόγος που σας κάλεσα εδώ είναι για να σας παρακαλέσω να με βοηθήσετε. Όταν σας είδα εχθές να κρύβεστε πίσω από την σκια για να μου εκδηλώσετε τον θαυμασμό σας, μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου ότι εσείς μπορείτε με απαλλάξετε από αυτήν την φυλακή που μου ετοιμάζει ο πατέρας μου, μόνο και μόνο για την εξουσία και τα λεφτά. Σας παρακαλώ, σας εκλιπαρώ σώστε με από αυτήν την κατάσταση και εγώ σας ορκίζομαι ότι οποιαδήποτε στιγμή θελήσετε να φύγετε από δίπλα μου, εγώ η ίδια θα διαλύσει αυτήν την υπόσχεση για να σας απελευθερώσω από αυτά τα δεσμά και θα πάρω όλη την ευθύνη απάνω μου προκειμένου να είσαστε ασφαλής από εκείνον» με κοίταζε μέσα στα μάτια με αγωνία περιμένοντας την αντίδραση μου, με έναν πόνο στα μάτια της.
Δεν είπα τίποτα. Έβαλα το χέρι μου απάνω στο μάγουλο της και το άγγιξα απαλά, ένιωσα ένα ρεύμα να περνάει σε όλο μου το κορμί. Έσκυψα πολύ αργά και ακούμπησα τα χείλια μου απαλά στα δικά της δίνοντας της χρόνο να συνειδητοποιήσει την κίνηση μου, χωρίς να απαιτήσω το φιλί της.
Στην αρχή πάγωσε, αλλά όταν κατάλαβε ότι δεν το απαιτούσα άλλα το παρακαλούσα, έβαλε τα χέρια της δειλά γύρο από τον λαιμό μου και ανταποκρίθηκε.
Τα ζεστά της χείλια έκαψαν τα δικά μου, η γεύση της, η μυρωδιά της με θάμπωσαν και μέσα από αυτό το φιλί της έδειξα όλα όσα τα λόγια δεν μπορούσαν να εκφράσουν, αυτά που ένιωθα για εκείνην.
Πήρε μια κοφτή ανάσα και έπεσε στην αγκαλιά μου, έβαλες το πηγούνι της στον ώμο μου και έκλαιγε χωρίς δάκρυα στα μάτια, χωρίς λυγμούς. Ήταν ακίνητη, χάιδευε απαλά τα μαλλιά μου και όμως εγώ ένιωθα το σιγανό, βουβό της κλάμα.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρο της και την έφερα πιο κοντά μου για να νιώσω κάθε σπιθαμή του κορμιού της να με ακουμπά. Η ζεστασιά της έκανε το δικό μου κορμί να νιώσει και πάλι ζωή, η μυρωδιά της έκανε όλες μου της αισθήσεις να ξυπνήσουν και η αύρα της έκανε την καρδιά μου να σιγοτραγουδάει «you know what I’ m in love with you».
Μείναμε στην ίδια θέση, χωρίς λόγια. Είχαμε και οι δύο την ανάγκη να μιλήσουν οι ψυχές μας, τα λόγια θα ωχριούσαν μπροστά στις λέξεις που εξέφραζε η γλώσσα του σώματος μας. Κανείς απο τους δύο μας δεν ήθελε να σπάσει αυτήν την σιωπή, μια σιωπή με χίλιες λέξεις, λέξεις αγάπης και στοργής.
«δεσποινίς Μπέλα?» ακούσαμε ξαφνικά μια φωνή πίσω μας.
Η Μπέλα πετάχτηκε από την αγκαλιά μου και έκατσε στην αρχική της θέση, στρώνοντας το φόρεμα της, ελέγχοντας το πρόσωπο της για δάκρυα που δεν είχαν χυθεί ποτέ και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε σιγά σιγά να βγει από μέσα της, μίλησε ψιθυριστά όπως και εκείνη
«Μπρέντα?»
«συγνώμη δεσποινίς Μπέλα άλλα ο πατέρα σας μόλις μπήκε στο σπίτι»
«τι του είπες?»
«ότι κοιμόσασταν και τώρα ετοιμάζεστε για να κατεβείτε όπως είχαμε συμφωνήσει. Ο φύλακας τον ενημέρωσε για την άφιξη του κύριου και εγώ του είπα ότι θεώρησε σωστό να βγει στον κήπο για να τον περιμένει μέχρι να γυρίσει και εγώ τώρα ήρθα να τον ψάξω για να τον ενημερώσω για την άφιξη του»
«σε ευχαριστώ πολύ καλή μου Μπρέντα.........γύρισε προς τα μένα..... θα πάω μέσα για να μην καταλάβει την απουσία μου, οποιαδήποτε στιγμή αλλάξετε γνώμη σας παρακαλώ να μην διστάσετε να φύγετε, δεν θα ήθελα ποτέ να σας φέρω σε δύσκολη θέση» είπε και σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας πριν προλάβω να της απαντήσω.
Η Μπρέντα καθόταν στην ίδια θέση δαγκώνοντας τα χείλι της. Το έβλεπα ότι ήθελε να πει πολλά άλλα δεν τολμούσε να πει τίποτα
«Μπρέντα είναι το όνομα σου?» την ρώτησα για να της δώσω το θάρρος να μιλήσει
«μάλιστα κύριε» είπε κοιτώντας ακόμα κάτω
«μην φοβάσαι όλα θα πάνε καλά» σήκωσε την ματιά της και με κοίταξε δείχνοντας μου την ευγνωμοσύνη της.
«δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω» ξεκίνησε να λέει άλλα την σταμάτησα
«μην με ευχαριστείς ακόμα......... της είπα χαμογελώντας........... μπορώ να σε ρωτήσω κάτι?»
«φυσικά ότι θέλετε»
«η μητέρα της?» κατευθείαν έριξε το κεφάλι της κάτω, αλλά πρόλαβα να δω το δάκρυ που πρόλαβε να συγκρατήσει
«δυστυχώς την χάσαμε πριν έναν χρόνο» είπε με έναν πόνο στην φωνή της
«αυτό μπορώ να διακρίνω, ότι σας προκάλεσε μεγάλο πόνο»
«δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο. Ήταν η ποιο υπέροχη, η πιο συμπονετική και η πιο ευγενική, γεμάτο αγάπη γυναίκα που έχω γνωρίσει σε όλη μου την ζωή»
«μετά την δεσποινίδα Μπέλα» συμπλήρωσα την φράση της. Γέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπο της
«ναι φυσικά η δεσποινίδα Μπέλα είναι ακριβός σαν και εκείνη, άλλα η δεσποινίς Μπέλα είναι πολλά παραπάνω. Γι αυτό σας παρακαλώ, σας εκλιπαρώ βοηθήστε την, δεν θα μπορέσει να ζήσει σε αυτήν την φυλακή που της ετοιμάζει ο πατέρας της»
«όπως σου είπα και πριν όλα θα πάνε καλά, να μου έχεις εμπιστοσύνη» της είπα και την κοίταξα με ειλικρίνεια στα μάτια
«τότε καλύτερα να πηγαίνουμε» της χάρισα το πιο ζεστό μου χαμόγελο, πήρα στα χέρια μου τα λουλούδια και την ακολούθησα.
Θα σας περιμένω στις 4 το απόγευμα για να σας ξαναδώ.
Ελπίζω να μην με απογοητεύσετε.
Ιζαμπέλα
Μπορούσε μια νεκρή, παγωμένη καρδιά να ξαναχτυπήσει? Ένιωθα πως η δικά μου μπορούσε
Έμεινα εκεί να το διαβάζω ξανά και ξανά, χωρίς να ξέρω τι έπρεπε να κάνω.
Έβαλα το γάντι μέσα στην τσέπη μου και βγήκα πάλι στους δρόμους. Έτρεχα μακριά απο όλα, έπρεπε να φύγω, να φύγω απο κοντά της. Της άξιζε μια καλύτερη ζωή, δεν της άξιζα εγώ.
Κάποια στιγμή σήκωσα την ματιά μου για να δω που βρίσκομαι. Τα μάτια μου κοίταζαν μόνο το πρόσωπο της και ταξίδευα μέσα στα δέντρα σαν τον άνεμο χωρίς να κοιτάω που πηγαίνω. Όταν σήκωσα την ματιά μου ήμουν και πάλι στην ίδια σκια που ήμουν και εχθές. Τα πόδια μου απο δική τους πρωτοβουλία με οδήγησαν πίσω στο μέρος που εμφανίστηκα μπροστά της. Όπου και να πήγαινα, όσο μακριά και να έτρεχα, το σώμα μου με γύριζε σε εκείνη.
Πήρα μια βαθιά αναπνοή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να ετοιμάζομαι για να την συναντήσω. Δεν μπορώ να μείνω μακριά της, άρα η μόνη μου λύση είναι να την διεκδικήσω.
Έφτασα μπροστά στην πύλη και αποφασιστικά χτύπησα το κουδούνι.
«παρακαλώ πως θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω» ρώτησε ευγενικά ο νεαρός φύλακας
«θα ήθελα να δω την δεσποινίδα Ιζαμπέλα»
«σας περιμένει?»
«το ελπίζω» απάντησα με ένα ήρεμο χαμόγελο μην θέλοντας να την προδώσω
«περάστε» είπε και άνοιξε την πύλη
Πλησίασα στην πόρτα και πριν χτυπήσω, βγήκε μια υπηρέτρια λαχανιασμένη και ξέπνοα κοιτώντας γύρο της μου είπε γρήγορα
«η δεσποινίς Μπέλα είναι στον κήπο και σας περιμένει, μόλις κατεβείτε τα σκαλιά πάρτε το δεξί μονοπάτι και θα σας οδηγήσει στον λαβύρινθο, ελπίζω να μην σας πάρει πολύ ώρα να την βρείτε, σας περιμένει στο κιόσκι που είναι στην μέση..... με έπιασε απο το χέρι και με παρακλητικά μάτια συνέχισε........... σας παρακαλώ κάντε το καλύτερο για εκείνη» είπε και πριν προλάβω να πω τίποτα εξαφανίστηκε πίσω απο την πόρτα.
Δεν έχασα χρόνο και πήγα κοντά της, φυσικά δεν μου ήταν δύσκολο να την βρω, η γλυκιά της μυρωδιά ήταν σαν μια κορδέλα που είχε τυλιχτή γύρο μου και με τραβούσε προς το μέρος που ήταν εκείνη.
Την βρήκα σε ένα κιόσκι με αναρριχώμενα αγριολούλουδα, που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί, αλλά ακόμα και αυτό ωχριούσε μπροστά στην εκτυφλωτική της ομορφιά. Όπως εχθές έτσι και σήμερα φόραγε ένα άσπρο φόρεμα, αγνή από την ψυχή μέχρι το σώμα και η αύρα της ακτινοβολούσε γύρος της. Ένας αγνός άγγελος με φωτοστέφανο.
Καθόταν σε ένα παγκάκι με ένα βιβλίο στο χέρι και μόλις ένιωσε την παρουσία μου χαμογέλασε έκλεισε το βιβλίο και γύρισε την ματιά της προς τα εμένα.
Με αργή κίνηση πήγα κοντά της, της χαμογέλασα και της πρόσφερα τα κρινάκια που είχα διαλέξει για εκείνη. Τα πήρε στην αγκαλιά της, τα μύρισε με κλειστά τα μάτια και τα άφησε δίπλα της.
«θα θέλατε να καθίσετε μαζί μου?» είπε με την γλυκιά της φωνή βάζοντας το χέρι της πάνω στο παγκάκι, για να μου δώσει να καταλάβω ότι ήθελε να κάτσω δίπλα της.
«φυσικά» της αποκρίθηκα και αμέσως έκατσα δίπλα της άλλα πάντα κρατώντας την απαραίτητη απόσταση που απαιτούσε η ευγένεια μου.
Μόλις ένιωσα την αύρα της και την μυρωδιά της να με αγκαλιάζουν, όλο μου το κορμί συγκλονίστηκε.
«σας κάλεσα εδώ, γιατί ήθελα να σας μιλήσω πριν έρθει ο πατέρας μου, ελπίζω να μην σας ενοχλεί αυτό»
«φυσικά και δεν με ενοχλεί» της απάντησα με το πιο ευγενικό μου χαμόγελο, για να της δώσω το θάρρος να συνεχίσει
«αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τόλμη και το θάρρος να έρθετε στην οικία μας, εφόσον γνωρίζετε τον πατέρα μου, θα πρέπει να εξοπλιστήκατε με πολύ κουράγιο για να τον αντιμετωπίσετε, ίδιος σήμερα που έχει σκοπό να με παραδώσει στον μέλλοντα σύζυγο μου........... πήρε μια βαθιά ανάσα άλλα την άφησα να συνεχίσει χωρίς να την διακόψω........... δεν θα ήθελα να νομίζετε ότι είμαι σαν και εκείνον. Κύριε Κάλεν σας διαβεβαιώ ότι δεν είμαι από της γυναίκες που παίζουν με τους άντρες προκειμένου να εκπληρώσουν κάποιο σκοπό. Ο λόγος που σας κάλεσα εδώ είναι για να σας παρακαλέσω να με βοηθήσετε. Όταν σας είδα εχθές να κρύβεστε πίσω από την σκια για να μου εκδηλώσετε τον θαυμασμό σας, μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου ότι εσείς μπορείτε με απαλλάξετε από αυτήν την φυλακή που μου ετοιμάζει ο πατέρας μου, μόνο και μόνο για την εξουσία και τα λεφτά. Σας παρακαλώ, σας εκλιπαρώ σώστε με από αυτήν την κατάσταση και εγώ σας ορκίζομαι ότι οποιαδήποτε στιγμή θελήσετε να φύγετε από δίπλα μου, εγώ η ίδια θα διαλύσει αυτήν την υπόσχεση για να σας απελευθερώσω από αυτά τα δεσμά και θα πάρω όλη την ευθύνη απάνω μου προκειμένου να είσαστε ασφαλής από εκείνον» με κοίταζε μέσα στα μάτια με αγωνία περιμένοντας την αντίδραση μου, με έναν πόνο στα μάτια της.
Δεν είπα τίποτα. Έβαλα το χέρι μου απάνω στο μάγουλο της και το άγγιξα απαλά, ένιωσα ένα ρεύμα να περνάει σε όλο μου το κορμί. Έσκυψα πολύ αργά και ακούμπησα τα χείλια μου απαλά στα δικά της δίνοντας της χρόνο να συνειδητοποιήσει την κίνηση μου, χωρίς να απαιτήσω το φιλί της.
Στην αρχή πάγωσε, αλλά όταν κατάλαβε ότι δεν το απαιτούσα άλλα το παρακαλούσα, έβαλε τα χέρια της δειλά γύρο από τον λαιμό μου και ανταποκρίθηκε.
Τα ζεστά της χείλια έκαψαν τα δικά μου, η γεύση της, η μυρωδιά της με θάμπωσαν και μέσα από αυτό το φιλί της έδειξα όλα όσα τα λόγια δεν μπορούσαν να εκφράσουν, αυτά που ένιωθα για εκείνην.
Πήρε μια κοφτή ανάσα και έπεσε στην αγκαλιά μου, έβαλες το πηγούνι της στον ώμο μου και έκλαιγε χωρίς δάκρυα στα μάτια, χωρίς λυγμούς. Ήταν ακίνητη, χάιδευε απαλά τα μαλλιά μου και όμως εγώ ένιωθα το σιγανό, βουβό της κλάμα.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρο της και την έφερα πιο κοντά μου για να νιώσω κάθε σπιθαμή του κορμιού της να με ακουμπά. Η ζεστασιά της έκανε το δικό μου κορμί να νιώσει και πάλι ζωή, η μυρωδιά της έκανε όλες μου της αισθήσεις να ξυπνήσουν και η αύρα της έκανε την καρδιά μου να σιγοτραγουδάει «you know what I’ m in love with you».
Μείναμε στην ίδια θέση, χωρίς λόγια. Είχαμε και οι δύο την ανάγκη να μιλήσουν οι ψυχές μας, τα λόγια θα ωχριούσαν μπροστά στις λέξεις που εξέφραζε η γλώσσα του σώματος μας. Κανείς απο τους δύο μας δεν ήθελε να σπάσει αυτήν την σιωπή, μια σιωπή με χίλιες λέξεις, λέξεις αγάπης και στοργής.
«δεσποινίς Μπέλα?» ακούσαμε ξαφνικά μια φωνή πίσω μας.
Η Μπέλα πετάχτηκε από την αγκαλιά μου και έκατσε στην αρχική της θέση, στρώνοντας το φόρεμα της, ελέγχοντας το πρόσωπο της για δάκρυα που δεν είχαν χυθεί ποτέ και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε σιγά σιγά να βγει από μέσα της, μίλησε ψιθυριστά όπως και εκείνη
«Μπρέντα?»
«συγνώμη δεσποινίς Μπέλα άλλα ο πατέρα σας μόλις μπήκε στο σπίτι»
«τι του είπες?»
«ότι κοιμόσασταν και τώρα ετοιμάζεστε για να κατεβείτε όπως είχαμε συμφωνήσει. Ο φύλακας τον ενημέρωσε για την άφιξη του κύριου και εγώ του είπα ότι θεώρησε σωστό να βγει στον κήπο για να τον περιμένει μέχρι να γυρίσει και εγώ τώρα ήρθα να τον ψάξω για να τον ενημερώσω για την άφιξη του»
«σε ευχαριστώ πολύ καλή μου Μπρέντα.........γύρισε προς τα μένα..... θα πάω μέσα για να μην καταλάβει την απουσία μου, οποιαδήποτε στιγμή αλλάξετε γνώμη σας παρακαλώ να μην διστάσετε να φύγετε, δεν θα ήθελα ποτέ να σας φέρω σε δύσκολη θέση» είπε και σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας πριν προλάβω να της απαντήσω.
Η Μπρέντα καθόταν στην ίδια θέση δαγκώνοντας τα χείλι της. Το έβλεπα ότι ήθελε να πει πολλά άλλα δεν τολμούσε να πει τίποτα
«Μπρέντα είναι το όνομα σου?» την ρώτησα για να της δώσω το θάρρος να μιλήσει
«μάλιστα κύριε» είπε κοιτώντας ακόμα κάτω
«μην φοβάσαι όλα θα πάνε καλά» σήκωσε την ματιά της και με κοίταξε δείχνοντας μου την ευγνωμοσύνη της.
«δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω» ξεκίνησε να λέει άλλα την σταμάτησα
«μην με ευχαριστείς ακόμα......... της είπα χαμογελώντας........... μπορώ να σε ρωτήσω κάτι?»
«φυσικά ότι θέλετε»
«η μητέρα της?» κατευθείαν έριξε το κεφάλι της κάτω, αλλά πρόλαβα να δω το δάκρυ που πρόλαβε να συγκρατήσει
«δυστυχώς την χάσαμε πριν έναν χρόνο» είπε με έναν πόνο στην φωνή της
«αυτό μπορώ να διακρίνω, ότι σας προκάλεσε μεγάλο πόνο»
«δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο. Ήταν η ποιο υπέροχη, η πιο συμπονετική και η πιο ευγενική, γεμάτο αγάπη γυναίκα που έχω γνωρίσει σε όλη μου την ζωή»
«μετά την δεσποινίδα Μπέλα» συμπλήρωσα την φράση της. Γέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπο της
«ναι φυσικά η δεσποινίδα Μπέλα είναι ακριβός σαν και εκείνη, άλλα η δεσποινίς Μπέλα είναι πολλά παραπάνω. Γι αυτό σας παρακαλώ, σας εκλιπαρώ βοηθήστε την, δεν θα μπορέσει να ζήσει σε αυτήν την φυλακή που της ετοιμάζει ο πατέρας της»
«όπως σου είπα και πριν όλα θα πάνε καλά, να μου έχεις εμπιστοσύνη» της είπα και την κοίταξα με ειλικρίνεια στα μάτια
«τότε καλύτερα να πηγαίνουμε» της χάρισα το πιο ζεστό μου χαμόγελο, πήρα στα χέρια μου τα λουλούδια και την ακολούθησα.