Σχετίζεται με την ευτυχία, τη χαρά,
την ευφυΐα και την ενέργεια!
Ήταν πραγματικά
το πιο γρήγορο μπάνιο στα χρονικά που με έκανε να ελπίζω να μην είχα αφήσει
κανένα χρώμα απάνω μου. Πιάνοντας μια πετσέτα που κρεμόταν άρχισα να σκουπίζω
βιαστικά πρώτα τα μαλλιά μου και έπειτα το κορμί. Όταν ένιωσα ότι είχα
καθαριστεί τελείως την πέρασα γύρω από τους γοφούς μου και επιτέλους βγήκα από
το αχνιστό μπάνιο με τους υδρατμούς να με ακολουθούν.
Με το που με
είδε η ανάσα της σκάλωσε, τα μάτια της άρχισαν να με ρουφούν με όλη της την
ενέργεια τραβώντας με κοντά της αλλά εγώ είχα ήδη πάρει τις αποφάσεις μου και
δεν θα την άφηνα να με παρασύρει έτσι απλά.
«Όλα καλά;»
ρώτησα με ενδιαφέρον κοιτώντας προς το κινητό της με νόημα που ήταν πάνω στο
τραπέζι της κουζίνας όπου καθόταν περιμένοντας με. Ακολούθησε την ματιά μου.
«Α! Ναι» με διαβεβαίωσε
ενώ κούναγε το κεφάλι της προκειμένου να καθαρίσεις τις σκέψεις της αφήνοντας
την ανάσα που κρατούσε όλη αυτήν την ώρα να βγει από μέσα της αργά. «Θα πέσει
λίγη γκρίνια όταν γυρίσω αλλά δεν βαριέσαι» συνέχισε περισσότερο στον εαυτό της
παρά σε μένα.
«Αν υπάρχει
πρόβλημα...» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά κόβοντας την φράση μου στην μέση.
«Μεγάλο παιδί
είμαι. Μπορώ να κάνω ότι θέλω» με διαβεβαίωσε και χαμογέλασα.
«Αλήθεια δεν
θυμάμαι να μου έχεις πει πόσο» της πέταξα εγώ μεταξύ σοβαρού και αστείου ενώ
γύριζα προς την ντουλάπα μου για να αλλάξω.
«Δεν ρωτάνε τις
κοπέλες την ηλικία τους» μου γύρισε το πείραγμα και καθώς άνοιξα την ντουλάπα
γύρισα και την κοίταξα δύσπιστα.
«Μην μου πεις
να έχεις πατήσει τα πρώτα -ίντα και να το κρύβεις καλά πίσω από κάποια
μεταμόσχευση προσώπου για να με ξεγελάσεις;» της ανταπέδωσα και καλά
σοκαρισμένος και άρχισε να γελά κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.
Δεν ξέρω τι
είχε μεσολαβήσει όσο ήμουν στο μπάνιο αλλά ότι και να ήταν αυτό έδειχνε να την
έκανε και πάλι να είναι πιο ήρεμη και δεκτική.
«Και
μεταμόσχευση κορμιού, να είσαι σίγουρος. Ξέρεις βυζιά, κώλο, αφαίρεση λίπους
κλπ κλπ» μου ανταπέδωσε και έκρυψα το χαμόγελο μου καθώς έγειρα μέσα στην
ντουλάπα για να ξεκρεμάσω ένα μπλουτζιν.
«Τότε γιατί τα
κρύβεις;» ρώτησα χωρίς να την κοιτάζω σοβαρός και την άκουσα να ξεφυσά.
«Δεν τα κρύβω»
αντέδρασε και γύρισα κοιτώντας την δύσπιστα. «Οκ, οκ...» αναστέναξε παραδομένη.
«Την ημέρα που γνωριστήκαμε έκλεισα τα είκοσι δύο» είπε τελικά και έμεινα για
λίγο να την κοιτώ ενώ αυτόματα μου ήρθε άλλη μια ιδέα.
«Αυτό σίγουρα
πρέπει να το γιορτάσουμε» δήλωσα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση ενώ άρπαζα μια
πλεκτή γκρι μπλούζα ζιβάγκο πριν κλείσω την ντουλάπα μου.
«Έχεις καμία
καλή ιδέα;» ρώτησε πονηρά την στιγμή που πέρναγα την μπλούζα πάνω από το κεφάλι
μου και μόλις κάλυψα το γυμνό μου στήθος της ανταπέδωσα το ίδιο πονηρό βλέμμα.
«Την καλύτερη! Έλα!»
της απάντησα ενώ έπιανα το μπουφάν μου από το καβαλέτο που το είχα κρεμάσει και
με κοίταξε με απορία.
«Τι δεν θα το
κάνουμε εδώ;» ρώτησε αιφνιδιασμένη και μόλις κατάλαβε τι λόγια είχε
χρησιμοποιήσει δάγκωσε το κάτω της χείλος ενώ τα μάγουλα της άρχισαν να
ροδίζουν.
Αυτός ο
συνδυασμός αγριόγατας με ναζιάρικη γατούλα που εξέπεμπε με εξίταρε τόσο πολύ
που με απογείωνε τελείως αλλά δεν ήθελα να τα χάσω σήμερα. Έπρεπε να συγκρατήσω
τις ορμές μου για πολύ μετά, όταν πραγματικά θα την είχα πια όλη δικιά μου.
«Όχι» δήλωσα
σοβαρός εννοώντας το. «Σήμερα θέλω απλά να σε εξερευνήσω».
«Να με
εξερευνήσεις!» επανέλαβε με έκπληξη χωρίς να κάνει καμία κίνηση να σηκωθεί από
την καρέκλα της.
«Ναι να σε
εξερευνήσω. Ξέρεις... πως περπατάς, πως μιλάς, πως τρως τέτοια» της απάντησα
ενώ την πλησίαζα και με κοίταξε με μεγαλύτερη έκπληξη χωρίς να ξέρει τι να πει
γι’ αυτό. «Τρως έτσι δεν είναι;» συνέχισα εγώ ενώ της έτεινα το χέρι μου για να
την παροτρύνω να σηκωθεί και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
«Φυσικά και
τρώω» αντέδρασε κάπως πιο έντονα από όσο σκόπευε και καταλαβαίνοντας το έσπευσε
να το σώσει. «Αλλά προσέχω και την σιλουέτα μου. Κακό είναι αυτό;» ρώτησε ενώ
δεχόμενη την προσφορά μου, έπιασε το χέρι μου και σηκωνόταν όρθια.
«Φυσικά και
όχι» της ανταπέδωσα εγώ και βάζοντας το χέρι μου πίσω από την πλάτη της άρχισα
να την παρασέρνω προς την πόρτα.
Την στιγμή που
πάτησα το κουμπί για να καλέσω το ασανσέρ εκείνη φόρεσε το μπουφάν της και την
μιμήθηκα και εγώ.
«Δεν μου είπες»
γυρίζοντας για να την κοιτάξω εκείνη συνέχισε. «Που θα πάμε;» ρώτησε και
χαμογέλασα πονηρά.
«Θα δεις»...
~*~*~*~
Κρατώντας την
από το χέρι, τρέξαμε μέσα στην βροχή χωρίς ομπρέλες, μέχρι την στάση του
λεωφορείου που εκείνη την ώρα έκλεινε τις πόρτες του. Για καλή μας τύχη ο
οδηγός μας λυπήθηκε και μας άνοιξε ξανά. Μπαίνοντας μέσα δεν υπήρχε πουθενά να
κάτσουμε και έτσι στριμωγμένοι πάνω στον στύλο μείναμε να κοιτάμε γύρω μας
γελώντας με τα ταρακουνήματα του λεωφορείου που έκανε τα σώματα μας να
ενώνονται τακτικά.
Έδειχνε τόσο
ξένοιαστη και δεν ήθελα τίποτα άλλο. Όμως μπαίνοντας στο μετρό μόλις κάτσαμε η
νευρικότητα της γύρισε. Την ένιωθα να είναι τόσο έξω από τα νερά της που δεν
ήξερα τι να υποθέσω. Έμοιαζε σαν να έμπαινε για πρώτη φορά ή σαν να πρόσεχε
κάθε γωνιά μην ξεπεταχτεί κάποιος και απειλήσει την ζωή της.
«Μην φοβάσαι
δεν πρόκειται να τους αφήσω να σε πειράξουν» της ψιθύρισα στο αυτί της και
καθώς μου χάρισε ένα από τα πιο εκτυφλωτικά της χαμόγελα, έγειρε στον ώμο μου
και απλά αφέθηκε.
Φτάνοντας στο
Σέντραλ Παρκ άρχισε να το κοιτά σαν να ήταν η πρώτη φορά που το επισκεπτόταν. Μα
ήταν δυνατόν; Δεν υπήρχε άνθρωπος που έμενε σε αυτήν την πόλη και να μην το
είχε κάνει έστω και μία φορά στην ζωή του. Ή ίσως όχι.
«Είναι η πρώτη
φορά που έρχεσαι εδώ;» τόλμησα να ρωτήσω και αμέσως κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά.
«Όχι, αλλά πάνε
χρόνια από τότε που ήρθα για τελευταία φορά. Έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από
εδώ» με ενημέρωσε πρόθυμα και χάρηκα που ένιωσα να είναι τόσο ανοιχτή μαζί μου.
Φτάνοντας σε
ένα υπαίθριο πωλητή σταμάτησα και με κοίταξε παραξενευμένη.
«Είπες ότι
τρως» της υπενθύμισα και μαγκώθηκε.
«Χοτ-Ντογκ;»
ρώτησε με ένα παιδιάστικο μουτράκι.
«Γιατί όχι;»
της ανταπέδωσα εγώ και μόλις κράτησα τα Χοτ-Ντογκ στο χέρι, εκείνη πήρε τα
αναψυκτικά από τον πωλητή και με ακολούθησε στο πρώτο παγκάκι που βρήκαμε κοντά
μας.
Της πρόσφερα το
ένα μόλις άφησε τα αναψυκτικά δίπλα της και μόλις το πήρε στο χέρι της άφησε
την ανάσα της να βγει βαριά τσιμπώντας μια μικρή μπουκίτσα πολύ διστακτικά. Την
κοίταζα χωρίς να μιλώ και μόλις είδα να γουρλώνει τα μάτια της από ευχαρίστηση
δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου και γέλασε μαζί μου βάζοντας το χέρι της
με την χαρτοπετσέτα μπροστά στο στόμα της.
«Είχα ξεχάσει
πόσο καλό ήταν» παραδέχτηκε και ευχαριστημένος από την αντίδραση της άρχισα να
τρώω και εγώ το δικό μου.
Η ώρα πέρναγε
τόσο ευχάριστα και ξένοιαστα που είχαμε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Με
εκείνη να μου λέει όλα όσα την ευχαριστούσαν, την διασκέδαζαν και την
απασχολούσαν στον ελεύθερο της χρόνο σιγά σιγά άρχισα να μπαίνω στον καμβά του
εσωτερικού της κόσμου αλλά δεν ήταν αρκετό. Ο καμβάς ήταν τόσο φτωχός από τα
χρώματα που την αντιπροσώπευαν πραγματικά που ήθελα περισσότερα.
«Πάνω κάτω αυτά
είναι όλα» είπε μετά από μια στιγμή. «Πιστεύω ότι αυτά θα είναι αρκετά να
δημιουργήσεις το κάδρο της ζωής μου» συμπλήρωσε και συναίνεσα.
«Όπως το είπες…
το κάδρο, το περίβλημα αλλά εμένα ενδιαφέρει το εσωτερικό και δεν έχω σκοπό να
σε αφήσω να φύγεις μέχρι να το ανακαλύψω» δήλωσα αυστηρά και εκείνη μαγκώθηκε.
«Πως;» ρώτησε
σχεδόν τρομοκρατημένη και μόλις με είδε να σηκώνομαι και να πετώ τα απομεινάρια
του Χοτ-Ντοκ μου στον κάδο που υπήρχε δίπλα μου το ύφος της άλλαξε.
«Έλα» την
παρότρυνα να έρθει κοντά μου και αφού με μιμήθηκε και πέταξε το υπόλοιπο
Χοτ-Ντοκ της στον κάδο δέχτηκε το χέρι μου.
Τοποθετώντας
την στην μέση του χαλικόστρωτου δρομάκου, πήγα πίσω από την πλάτη της και καθώς
τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί της ψιθύρισα μέσα στο αυτί της.
«Σκέψου ότι
είναι καθημερινή και βαριέσαι. Είσαι μόνη και απλά περιπλανιέσαι στο πάρκο
παρατηρώντας τον κόσμο».
«Δεν είμαι καλή
ηθοποιός» με ενημέρωσε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
«Δεν θέλω να
είσαι» την διαβεβαίωσα και μόλις την άφησα και άρχισα να απομακρύνομαι εκείνη
γύρισε και με κοίταξε με απορία.
Μόλις με είδε
να στέκομαι κάτω από μια ακακία και να την παρατηρώ, άφησε την ανάσα της να
βγει βαριά και γύρισε ξανά προς την άλλη μεριά σαν να ετοιμαζόταν να δώσει
κάποια παράσταση. Όμως δεν ήταν έτσι. Δεν ήταν αυτό που ήθελα και απλά περίμενα
μέχρι να χαλαρώσει.
Στην αρχή
ένιωθα να χάνετε, να απελπίζεται, να απορεί. Οι σκέψεις της σίγουρα γύριζαν
γύρω από διάφορα ερωτηματικά που την έβγαζαν σε αδιέξοδο. Τι ήθελα και ήρθα; Γιατί τον έπεισα να το κάνω αυτό; Όμως μόλις οι
πρώτες στάλες της βροχής έκαναν ξαφνικά την εμφάνιση τους τότε πάγωσε.
Κοίταξε προς
τον ουρανό και ανοίγοντας τα χέρια της διάπλατα έκλεισε τα μάτια και άφησε τις
στάλες να κατασταλάξουν πάνω στο πρόσωπο της, να ξεπλύνουν όλες τις μαύρες της
σκέψεις αλλά μόλις η βροχή δυνάμωσε κοκάλωσε. Στην αρχή άρχισε να τρέχει για να
προφυλαχτεί αλλά μετά απλά αποφάσισε ότι δεν την νοιάζει. Έψαξε να με βρει αλλά
τα μάτια της την εμπόδιζαν να με κοιτάξουν. Η αγωνία που την κατέκλισε με έκανε
να βγω από την κρυψώνα μου και μόλις η ματιά της συνάντησε την δική μου έτρεξε
κοντά μου.
«Τι κάνεις
κρυμμένος εδώ;» με ρώτησε με το πιο παιδιάστικο χαμόγελο που είχα δει ποτέ στο
πρόσωπο της. «Έλα» με παρότρυνε με το χέρι της απλωμένος προς το μέρος μου. «Χάνεις
όλη την διασκέδαση έτσι» συνέχισε και έτσι απλά με έβαλε μέσα στον κόσμο της.
Πως μπορούσα να
της το αρνηθώ;
~*~*~*~
Μπέλλα
~*~*~*~
Ξαπλωμένη πάνω
στο κρεβάτι κοίταζα το χειροποίητο τριαντάφυλλο που μου είχε φτιάξει από το
ασημόχαρτο του πακέτου των τσιγάρων του και το χαμόγελο μου είχε κολλήσει πάνω
στο πρόσωπο μου λες και κάποιος το είχε τσιμεντάρει εκεί. Ήταν τόσο
απρόβλεπτος, τόσο αυθεντικός, τόσο γνήσιος τζέντλεμαν που η καρδιά μου
αδυνατούσε να του αντισταθεί.
Είχαν περάσει
μόλις μερικές ώρες που είχαμε χωρίσει και που να με πάρει μου έλειπε τόσο πολύ…
Μου έλειπε το εκτυφλωτικό του χαμόγελο, το καυτό του φιλί, τα απαλά του χάδια,
το να είναι μέσα μου να με γεμίζει ολόκληρη από άκρη σε άκρη και μου ερχόταν να
τσιρίξω από αγανάκτηση.
Ήθελα όσο
τίποτα άλλο να σηκωθώ αυτή την στιγμή και να τρέξω ξανά στην αγκαλιά του, να
χωθώ κάτω από τα δικά του σκεπάσματα και να μείνω όλη νύχτα κουρνιασμένη πάνω
στο στήθος του. Να ακούω την καρδιά του να χτυπά μόνο για μένα όμως ήξερα ότι
δεν γινόταν και αυτό με έφτανε στα όρια της τρέλας.
Με το κινητό
στο χέρι μου, κοίταζα το νούμερο του κινητού του και το χέρι μου με έτρωγε να
πατήσω το κουμπί της κλήσης για να ακούσω την φωνή του έστω για ένα ακόμα
λεπτό, όμως δεν ήθελα και να φανώ στα μάτια του απελπισμένη. Είχα και μια
αξιοπρέπεια.
Πετώντας τα
σκεπάσματα από πάνω μου άφησα τα πόδια μου να ακουμπήσουν πάνω στο αφράτο χαλί
και το σκέφτηκα καλύτερα. Τι επιλογές έχω;
Κάλεσα την
Άλις…
«Ναι;» άκουσα
την αγουροξυπνημένη της φωνή από την άλλη μεριά της γραμμής και καθώς μάζεψα
όσο περισσότερο κουράγιο μπορούσα της απάντησα.
«Άλις, θέλω ένα
σχέδιο διαφυγής. Πρέπει να με βοηθήσεις» την ικέτεψα και μόλις την άκουσα να
ξεφυσά ήξερα ότι είχε ήδη ένα σχέδιο για μένα.
«Το πορτοκαλί είναι το
χρώμα των κοινωνικών επικοινωνιών και της αισιοδοξίας. Ως αρνητική σημασία είναι
το χρώμα της απαισιοδοξίας και της επιπολαιότητας.»
Δεν είχα ιδέα πόση
ώρα είχε περάσει από την στιγμή που είχε φύγει. Το κενό που ένιωθα μέσα μου δεν
έλεγε να κατασταλάξει. Την ήξερα μόλις δύο μέρες και όμως ο πόνος ήταν
αβάσταχτος. Λογικά, μπορούσα να καταλάβω το γιατί έφυγε, είμαι σχεδόν σίγουρος
ότι και εγώ αν οι όροι είχαν αντιστραφεί θα είχα κάνει το ίδιο, λογικά. Αλλά
παράλογα ο πόνος και η προδοσία που ένιωθα κατέτρωγαν τη ψυχή μου. Ήταν ένα
άπιαστο όνειρο και το ήξερα από την πρώτη στιγμή αλλά δεν ήθελα να το
παραδεχτώ. Ειλικρινά τι σκεφτόμουν όταν της πρότεινα να έρθει μαζί μου;
Με έναν βαρύ
αναστεναγμό γύρισα στο διαμέρισμα μου αλλά μόλις έφτασα εκεί και είδα ένα
γράμμα να με περιμένει στον πάγκο της κουζίνας που δεν ήταν εκεί όταν έφυγα και
ένιωσα την καρδία μου να σφίγγετε. Βγάζοντας το μπουφάν μου έπιασα το σεντόνι
που ήταν πάνω στο κρεβάτι και σκουπίζοντας τα νερά που έτρεχαν πάνω στο πρόσωπο
μου το έπιασα στα χέρια μου.
‘Έντουαρτ,’
Έγραφε και η
τελευταία μου ελπίδα, ακόμα και με αυτήν την λέξη, ένιωθα να γκρεμίζεται.
‘Δεν έχω λόγια να
εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για όσα έκανες για μένα αλλά δεν μπορώ να σε
βοηθήσω όσο και να το θέλω. Η αλήθεια είναι ότι τα έχω κάνει σκατά και τώρα
πρέπει να βρω τον τρόπο να τα διορθώσω γι αυτό και σου ζητώ συγνώμη που δεν
μπορώ να σου το ανταποδώσω έστω και στο ελάχιστο. Σου εύχομαι μέσα από την
καρδιά μου να διαπρέψεις όπως σου αξίζει.
Με απέραντη
ευγνωμοσύνη
Μπέλλα
ΥΓ. Σε παρακαλώ μην
προσπαθήσεις να με βρεις. Σου το ζητώ σαν χάρη.’
Άκουγα το ασανσέρ να
ανεβαίνει αλλά δεν έδωσα σημασία. Χαμένος μέσα στις σκέψεις μου τσαλάκωσα το
χαρτί μέσα στο χέρι μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κοίταξα το κενό. Πάλεψα
σκληρά να καταλαγιάσω όλα όσα μέσα μου φώναζαν να την αφήσω να φύγει αλλά δεν
τα κατάφερνα. Το ένα μέρος του μυαλού μου μού φώναζε να την αφήσω να φύγει, ότι
ήταν μια άγνωστη που πέρασε από το κρεβάτι μου σαν τόσες άλλες αλλά το υπόλοιπο
αηδίαζε και μόνο συγκρίνοντας της με τις άλλες, γιατί μπορούσε να νιώσει τη
σύνδεση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα μας αν και σε τόσο σύντομο χρονικό
διάστημα. Αυτό το μέρος που ήταν και το κυρίαρχο μου ούρλιαζε να την κυνηγήσω
μέχρι να την βρω. Δεν ήξερα τίποτα για εκείνην αλλά δεν μπορούσα να πιστέψω ότι
την είχα χάσει έτσι απλά. Κάποιος τρόπος θα υπήρχε να την βρω. Στο μπαρ ίσως να
γνώριζαν κάτι για εκείνη, σκέφτηκα και με αυτήν την σκέψη το σώμα μου είχε
πάρει ήδη την απόφαση για μένα. Πριν καν το σκεφτώ είχα κιόλας σηκωθεί όρθιος
και όδευα προς την πόρτα του ασανσέρ. Όταν κατάλαβα ότι το ασανσέρ σταμάτησε
στον όροφο μου από το ξάφνιασμα η καρδιά μου πάγωσε. Θα μπορούσε να είναι
εκείνη;
«Έντουαρτ;
Είσαι μέσα;» άκουσα την φωνή της αγχωμένη πριν προλάβω να τελειώσω την σκέψη
μου και δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ.
Ανοίγοντας
γρήγορα την πόρτα που οδηγούσε στο ασανσέρ, η καρδιά μου αμέσως αντέδρασε.
Χτύπησε τόσο δυνατά που για μια στιγμή πίστεψα ότι θα ήταν ικανή να την ακούσει
μέχρι και εκείνη.
«Ισχύει
ακόμα η προσφορά σου;» ρώτησε γρήγορα πριν προλάβω ακόμα βρω την ανάσα μου ξανά
και γέλασα με δυσπιστία.
Έμεινα
για λίγο ανέκφραστος κοιτώντας την χωρίς καν να βλεφαρίζω, αλλά όταν ο
εγκέφαλος μου συνειδητοποίησε τη γίνονταν άνοιξα το στόμα μου για να μιλήσω.
«Ήμουν σίγουρος ότι
θα γύριζες! Πάντα γυρίζετε για περισσότερο!» δεν μπορούσα να μην μπω στον
πειρασμό να μην την πειράξω έστω και λίγο. Οι αντιδράσεις της όταν τσίμπαγε στα
πειράγματα μου ήταν τόσο αξιολάτρευτες.
«Ισχύει
ακόμα ή όχι;» ρώτησε παλεύοντας με μανία να κρύψει τον εκνευρισμό της.
«Ποιος
κρατά το ασανσέρ;» ακούστηκε από κάτω μια εκνευρισμένη αντρική φωνή
και προκειμένου να μας χαλάσει αυτήν την στιγμή, πέρασα το χέρι μου από την
μέση της και την τράβηξα κοντά μου για να κλείσω την πόρτα.
«Δεν
μπορώ να μείνω...» συνέχισε γρήγορα με αγωνία και την κοίταξα μπερδεμένος.
Εννοούσε τώρα ή γενικότερα;. «αλλά μπορώ να σε βοηθήσω. Αν φυσικά ισχύει ακόμα
η προσφορά σου» συμπλήρωσε περιμένοντας να δει τις αντιδράσεις μου με κομμένη
την ανάσα.
«Σε
αυτήν την περίπτωση, τότε θα χρειαστώ μια – δύο μέρες για να κλείσω τις
εκκρεμότητες μου» της ανταποκρίθηκα ανίκανος να κρύψω όλη την χαρά που ένιωσα
μέσα μου.
«Έχεις
ένα στυλό;» ρώτησε ενώ ακόμα πάλευε να πάρει μια φυσιολογική ανάσα. Το άγχος που
την είχε καταβάλει δεν κατάφερε να καταλαγιάσει από την διαβεβαίωση μου.
Κοιτώντας
προς το καβαλέτο μου, αφού βρήκα με την ματιά μου το στυλό που είχα αφήσει
εκεί, την άφησα από την αγκαλιά μου και πήγα να τον πιάσω. Εκείνη δεν περίμενε.
Ακλουθώντας με, μόλις τον κράτησα στο χέρι μου για να της το δώσω, εκείνη το
πήρε γρήγορα και κρατώντας το χέρι μου μέσα στο δικό της άρχισε να γράφει ένα
νούμερο.
«Αυτό
είναι το κινητό μου. Κάνε μου αναπάντητη και θα σε πάρω εγώ πίσω για να μην χρεώνεσαι»
τα λόγια της έβγαιναν γρήγορα, αγχωμένα τόσο τρεμάμενα που είχε αρχίσει
πραγματικά να με ανησυχεί. Τι φοβόταν, μην το μετανιώσει; «Ελπίζω να είναι
σύντομα» σιγομουρμούρισε ενώ μου έτεινε ξανά τον στυλό με τα μάγουλα της να
φλογίζονται τόσο πολύ που με έκανε αμέσως να τρελαθώ από επιθυμία.
«Δώσε
μου δύο μέρες» επανέλαβα σοβαρός και καθώς κατένευσε έκανε την κίνηση να φύγει.
«Ε! που πας;» ρώτησα ενώ την έπιανα από το μπράτσο της για να την σταματήσω.
«Η
φίλη μου...» δεν την άφησα να συνεχίσει.
«Δεν
ορίσαμε ακόμα τους όρους» της είπα σοβαρός και αυτό την τάραξε περισσότερο.
«Έχει
και όρους;» ρώτησε τρεμάμενα έτοιμη να το μετανιώσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να
την άφηνα να το κάνει.
«Δεν
θα δεχτώ την συνεργασία μας αν δεν πάρεις τον πίνακα μαζί σου» της είπα μισό
αστεία μισό σοβαρά ενώ το μόνο που ήθελα ήταν απλά να την φιλήσω όμως δεν ήθελα
και να το παρακάνω. Ιδίως όταν έβλεπα ότι ήταν ήδη με το ένα πόδι έξω από το
διαμέρισμα μου.
«Έλα
ρε Έντουαρτ» ξέσπασε νομίζοντας ότι της έκανα πλάκα. «Σταμάτα να με πειράζεις.
Πραγματικά πρέπει να φύγω πριν ο σίφουνας Άλις γυρίσει πιο απειλητικά» εξήγησε
απολογητικά.
«Ποιος
είπε ότι αστειεύομαι;» ρώτησα σοβαρά παίρνοντας ξανά τα πάνω μου. Αφήνοντας την
ανάσα της να βγει βαριά κοίταξε για λίγο προς το πίνακα και το σκέφτηκε για μια
στιγμή.
«Οκ
θα τον πάρω αλλά μόνο αν με αφήσεις να σου τον πληρώσω» μου γύρισε αμετάκλητα
και γέλασα.
«Δεν
δέχομαι λεφτά από σένα» αρνήθηκα και αυτόματα δάγκωσε το κάτω της χείλος ενώ η
ματιά της πήρε αμέσως φωτιά.
Αυτό ήταν σίγουρα το κορίτσι μου!
«Σε
είδος;» ρώτησε με μια τόσο πονηρή ματιά που δεν είχα ιδέα πως συγκρατήθηκα και
αντί να την κλείσω στην αγκαλιά μου της έτεινα το χέρι μου για να σφραγίσουμε
την συμφωνία μας.
«Έκλεισε.
Ο πίνακας πουλήθηκε για το κορμί σου» της δήλωσα απειλητικά και γέλασε
κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της χωρίς να είναι ικανή να το πιστέψει.
«Είσαι
πολύ δύσκολος στα παζάρια» μου γύρισε το πείραγμα και προς μεγάλη μου έκπληξη,
αντί να απλώσει και το δικό της χέρι για να σφραγίσουμε την συμφωνία μας,
κάλυψε την απόσταση που μας χώριζε. Άπλωσε τα χέρια της ψηλά για να τα τυλίξει
γύρω από τον λαιμό μου και αφού σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κάλυψε τα
χείλια μου με τα δικά της σε ένα απαλό, σύντομο αλλά τόσο παθιασμένο φιλί.
«Αυτό
φτάνει για προκαταβολή;» ρώτησε χωρίς να κάνει την κίνηση να φύγει από την
αγκαλιά μου.
«Ούτε
κατά διάνοια» κούνησα το κεφάλι μου κατηγορηματικά αρνητικά και σφίγγοντας την
απάνω μου ένωσα τα χείλη μας για άλλη μια φορά αλλά δεν πρόλαβα να την γευτώ.
Μόλις τα χειλάκια της
άνοιξαν για να δεχτούν την γλώσσα μου που έπαιζε στο κάτω χείλος της, το κινητό
της άρχισε να χτυπά. Βγάζοντας έναν αναστεναγμό σήκωσε το κεφάλι και με
κοιτάξει απολογητικά.
«Ο σίφουνας Άλις
ξαναχτυπά» σχολίασε ενώ έκανε ένα βήμα πιο πίσω απρόθυμα.
«Θα σε πάρω αύριο να
σου πω το πρόγραμμα μου» την διαβεβαίωσα και καθώς κατένευσε ξεκίνησε να πάει
προς την πόρτα αλλά δεν την άφησα να φύγει. «Ε! Τον πίνακα» της θύμισα αλλά
εκείνη δεν σταμάτησε αυτήν την φορά. Κρατώντας την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή
γύρισε να με κοιτάξει.
«Μπορείς να τον
κρατήσεις μέχρι να μετακομίσω στο καινούργιο μου διαμέρισμα;» ρώτησε με ελπίδα.
«Φυσικά» την
διαβεβαίωσα και αφού μου χάρισε το πιο ζεστό της χαμόγελο άνοιξε την πόρτα και
έφυγε.
~ Μπέλλα ~
«Πήγαινε με στο
γραφείο του μπαμπά» είπα αποφασιστικά στην Άλις την στιγμή που μπήκα ξανά στο
αμάξι της και με κοίταξε με περιέργεια.
«Τι σχεδιάζεις πάλι;»
ρώτησε πονηρεμένη.
«Πρέπει να του μιλήσω
πριν γυρίσει σπίτι» της απάντησα χωρίς να χάνω την αποφασιστικότητα μου.
«Μπέλλα...»
προσπάθησε να προλάβει τα χειρότερα.
«Πρέπει Άλις»
παρακάλεσα και τα παράτησε.
Αφήνοντας την ανάσα
της, κοίταξε τον δρόμο και απλά υπάκουσε στην παράκληση μου χωρίς να πει τίποτα
άλλο.
Φτάνοντας έξω από το
κτίριο που στεγάζονταν τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας του πατέρα μου, πάρκαρε
απ’ έξω αλλά δεν έσβησε την μηχανή.
«Θες να σε περιμένω;»
ρώτησε. Το ενδιαφέρον της και όλη της η υποστήριξη πάντα με σκλάβωνε. Δεν
ένιωθα να το αξίζω.
«Όχι πήγαινε να
ξεκουραστείς. Θα βρω τρόπο να γυρίσω».
«Θα περιμένω
τηλεφώνημα σου» απείλησε και της χαμογέλασα θλιμμένα.
«Ξέρεις πόσο σ’
αγαπώ» ήταν δήλωση όχι ερώτηση. Άφησε την ανάσα της να βγει βαριά και με
έκλεισε στην αγκαλιά της.
«Μην τον αφήσεις να
σε λυγίσει» ψιθύρισε και καθώς κατένευσα άνοιξα την πόρτα και βγήκα πριν χάσω
όλο το κουράγιο που είχα μαζέψει.
‘Ή
όλα ή τίποτα’ έλεγα μέσα μου ξανά και ξανά ανταποδίδοντας τους
χαιρετισμούς των υπαλλήλων της εταιρίας που πέρναγαν από δίπλα μου μηχανικά
χωρίς πράγματι να τους κοιτάζω.
Μέχρι να ανέβω στον όροφο του πατέρα μου όλη μου η αποφασιστικότητα είχε
εξανεμιστεί. Γνώριζα ότι ακόμα και τώρα ο πατέρας μου έκανε τα πάντα για να με
απαλλάξει από αυτό το χρέος αλλά αν έβλεπα και πάλι το πρόσωπο του δεν είχα
ιδέα πως θα αντιδρούσα. Δεν έπρεπε να λυγίσω αλλά όταν τον αντικρίσω ξανά δεν
ξέρω κατά πόσο θα το καταφέρω.
«Δεσποινίς Σουάν» με
χαιρέτισε η Μύριαμ, η γραμματέας του πατέρα μου, και της ανταπέδωσα τον
χαιρετισμό με ένα κούνημα του κεφαλιού μου.
«Είναι μέσα;» ρώτησα
αν και ήξερα την απάντηση.
«Έχει ένα σημαντικό
τηλεφώνημα» με ενημέρωσε και το σκέφτηκα για λίγο.
«Δεν θα τον ενοχλήσω»
της απάντησα εγώ και κίνησα προς την πόρτα του.
«Θα θέλατε να σας
φέρω κάτι να πιείτε;» ρώτησε και κατένευσα.
«Ναι, ένα καφεδάκι
είναι ότι πρέπει τώρα. Σε ευχαριστώ» της ανταποκρίθηκα ζεστά και χάθηκα μέσα
στο γραφείο.
Μπαίνοντας μέσα ο
πατέρας μου μού χάρισε ένα κουρασμένο χαμόγελο και εγώ ανταποδίδοντας το, τον
πλησίασα και έκατσα στην μια από τις δύο καρέκλες που ήταν μπροστά από το
γραφείο του.
Από όσο μπορούσα να
καταλάβω από τα λεγόμενα του άλλη μια συνεργασία έφτανε στο τέλος της και αυτό
έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί περισσότερο. Μέχρι να τελειώσει το τηλεφώνημα
του, δεν τον ενόχλησα αλλά μόλις εκείνος κατέβασε το ακουστικό, δεν κατάφερα να
συγκρατηθώ άλλο.
«Κι άλλη ακύρωση;»
ρώτησα με πόνο και αφήνοντας την ανάσα του βαριά έκλεισε το ρυτιδιασμένο του
πρόσωπο μέσα στα δύο του χέρια καταβεβλημένα.
Τα άλλοτε χρυσαφένια
του μαλλιά που τώρα είχανε γκριζάρει, σχεδόν κάλυψαν τα ροζιασμένα του
κοκαλιάρικα χέρια του. Ο χρόνος δεν τον είχε λυπηθεί. Είχε πάρει μαζί του όλη
του την νιότη και την ζωντάνια. Είχε πάρει μαζί του και όλο του το κουράγιο.
«Δεν ξέρω τι άλλο να
κάνω Μπέλλα μου. Σου το ορκίζομαι ότι προσπαθώ αλλά...» το χέρι μου που κάλυψε
το δικό του έκανε την φράση του να κοπεί στην μέση.
«Κάτι θα υπάρχει να
κάνουμε μπαμπά» είπα περισσότερο για να το πιστέψω εγώ παρά ότι το πίστευα
ακόμα. Ανοίγοντας τα χέρια του κάλυψε το δικό μου και με τα δύο δικά του και με
κοίταξε με πόνο. «Δεν μπορεί να μην υπάρχει» παρακάλεσα και άφησε την ανάσα του
να βγει βαριά από μέσα του.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο
μισώ τον εαυτό μου γι αυτό αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος, όχι τουλάχιστον αν
δεν θέλουμε να βρεθούμε στον δρόμο».
Η ανάσα μου κόπηκε.
Τα μάτια μου βούρκωσαν, τον κοίταξαν ικετευτικά. Ήξερε πως ένιωθα γι αυτό. Μου
φίλησε το χέρι απαλά και κατάφερε να συμπληρώσει με μεγάλο κόπο.
«Λυπάμαι».
~ Έντουαρτ ~
Οι δύο μέρες που
πέρασαν ήταν η απόλυτη καταστροφή. Όχι ότι μου έκανε εντύπωση, δεν περίμενα
κάτι καλύτερο από μένα. Αλλά οι αναπάντεχες εξελίξεις με είχαν κάνει να χάσω
κάθε αίσθηση με την πραγματικότητα που όταν έφτασα στην είσοδο της
πολυκατοικίας και την είδα να είναι ήδη εκεί ένιωσα τύψεις. Πως κατάφερα πάλι
να ξεχαστώ; Φυσικά και δεν είχα ξεχάσει το ραντεβού μας αλλά η αλήθεια είναι
ότι δεν είχα και ιδέα τι ώρα είχε πάει.
Εκείνη δεν με είχε
πάρει ακόμα είδηση. Με γυρισμένη την πλάτη και σκυμμένο το κεφάλι περπάταγε
τόσο αργά αλλά και τόσο νευρικά που έκανε την καρδιά μου αμέσως να σφιχτεί.
Όλες οι αλυσίδες και τα βαρίδια που έβλεπα πάνω της την ημέρα που την είχα
γνωρίσει είχαν επιστρέψει. Έκαναν το σώμα της να λυγίζει περισσότερο, την ανάσα
την να βγαίνει με μεγάλη δυσκολία, την ίδια να ψάχνει να βρει ένα διέξοδο.
Άραγε θα μπορούσα να την βοηθήσω σε αυτό που έδειχνε να της τρώει την ζωή σαν
σαράκι σιγά σιγά ή θα με απέκοβε από όλα όσα την βασάνιζαν όπως έκανε και την
προηγούμενη φορά;
Από την άλλη η ροζ
φόρμα που φόραγε κάτω από το φουσκωτό της σκούρο μπλε μπουφάν σε συνδυασμό με
τα μαύρα κατά ταλαιπωρημένα αθλητικά της με έκαναν να παραξενεύομαι ακόμα
περισσότερο. Αν έκρινα από την πρώτη της εμφάνιση, πραγματικά θα έπαιρνα όρκο
ότι το φύσαγε το παραδάκι. Όταν μου είπε ότι δούλευε σε ένα σπίτι πλουσίων,
πίστεψα ότι μάλλον κάποια θα μπορούσε να της τα είχε χαρίσει αλλά και πάλι...
Όταν ήρθε εκείνη η φίλη της, μπορεί να της έφερε ένα απλό τζιν και ένα
μπλουζάκι, με μπότες που δεν φαινόντουσαν πανάκριβα αλλά σίγουρα δεν ήταν και
από δεύτερο χέρι όπως ήταν τα δικά μου. Αντίθετα αυτή η φόρμα και ιδίως αυτά τα
παπούτσια, μοιάζουν να είναι τελείως ξένα απάνω της.
Δεν μπορούσα να βγάλω
ένα σωστό συμπέρασμα σε όλα αυτά οπότε το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να τα
ανακαλύψω μέσα από την ίδια.
«Συγνώμη δεν τα πάω
καλά με τον χρόνο. Περίμενες πολύ;» ρώτησα και για να απολογηθώ αλλά και για να
δηλώσω την παρουσία μου.
Στο άκουσμα της φωνής
μου γύρισε τόσο ξαφνιασμένα προς το μέρος μου που με έκανε αμέσως να καταλάβω
ότι την είχα διακόψει από τις σκέψεις της. Το ξάφνιασμα στα χαρακτηριστικά της
δεν κράτησε πολύ. Αμέσως μετατράπηκαν σε έντονη απορία κάνοντας τα λεπτά της
φριδάκια να σμίξουν.
«Έντουαρτ;» ρώτησε
ξέπνοα με έκπληξη σαν να μην πίστευε ότι ήμουν εγώ πράγματι μπροστά της. Σαν να
είχε ξεχάσει το πρόσωπο μου και τώρα προσπαθούσε να το ξαναθυμηθεί.
«Πρέπει να δείχνω
πολύ γελοίως με όλα αυτά τα χρώματα επάνω μου» σκέφτηκα φωναχτά ενώ κοίταζα τις
μπογιές που είχαν ποτίσει το δέρμα μου και τα ρούχα μου.
«Τουλάχιστον δεν
μοιάζεις με ερημίτης» ανταπέδωσε πειραχτικά και τότε κατάλαβα γιατί έκανε τόσο
σκληρά θα θυμηθεί το πρόσωπο μου. Φυσικά...
«Το μούσι» μουρμούρισα
εξωτερικεύοντας την σκέψη μου ενώ έτριβα στο σαγόνι μου μηχανικά χαμογελώντας.
Μα πως περίμενα να με
αναγνωρίσει χωρίς αυτό. Εδώ εγώ και τρόμαξα να με γνωρίσω όταν κατάφερα να το
ξεφορτωθώ – πως θα μπορούσα άλλωστε όταν τα τελευταία τρία χρόνια είχαν γίνει
ένα με την εικόνα του προσώπου μου που είχε χαραχτεί στην μνήμη μου - πόσο
μάλλον εκείνη που δεν με είχε δει και ποτέ χωρίς αυτό.
«Σκέφτηκα ότι ήταν
καιρός να γίνω ξανά άνθρωπος» παραδέχτηκα ενώ έσβηνα την απόσταση που μα
χώριζε. «Είχα σκοπό να κόψω και τα μαλλιά αλλά τελικά δεν πρόλαβα» κούνησε το
κεφάλι της με ένταση αρνητικά.
«Δεν μπορώ να σε
φανταστώ με πιο κοντό» προσπαθεί να μου κάνει κομπλιμέντο;
Άφησα να μου ξεφύγει
ένα ικανοποιητικό χαμόγελο και βλέποντας τον τοίχο που είχε υψώσει υποσυνείδητα
ανάμεσα μας, χωρίς να κάνω την κίνηση να την πλησιάσω περισσότερο, άρχισα να
πηγαίνω προς το ασανσέρ. Καταλαβαίνοντας ότι εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση να
με ακολουθήσει, πατώντας το κουμπί για να το καλέσω, γύρισα με απορία προς το
μέρος της.
«Έρχεσαι;» ρώτησα με
περιέργεια και αντίδραση της με έκανε να αγχωθώ ακόμα περισσότερο.
«Εεε...» είπε νευρικά
ενώ κοίταξε πρώτα την πόρτα και μετά το ρολόι της τρεμάμενα. «Ναι φυσικά»
μουρμούρισε χωρίς να με κοιτά ενώ ερχόταν προς το μέρος μου με βαριά και
απρόθυμα βήματα με όλα τα βαρίδια που έβλεπα επάνω της να σέρνονται πίσω της
βαραίνοντας ακόμα περισσότερο το βήμα της.
Όλοι μου οι φόβοι
αυτόματα ήρθαν ξανά στην επιφάνεια. Αυτές τις δύο μέρες έτρεμα και μόνο στην
ιδέα ότι θα το μετάνιωνε. Το να την βλέπω τώρα να μου το επιβεβαιώνει με έκανε
θα θέλω να ουρλιάξω.
‘Αυτό σκεφτόταν όσο
με περίμενε;’ αναλογιστικά. ‘Να
βρει έναν τρόπο να μου το πει;’ σε καμία περίπτωση δεν θα το άφησα
αυτό να με επηρεάσει.
Γυρίζοντας την ματιά
μου ξανά προς την κλειστή πόρτα του ντενεκέ που αγκομαχούσε στην προσπάθεια να
καταφέρει να έρθει στον προορισμό του, άρχισα ξανά να σιγομουρμουρίζω τον σκοπό
που μου είχε κολλήσει σε όλη την διαδρομή του γυρισμού και ένιωσα να της τραβώ
την προσοχή.
«Είσαι πολύ
ευδιάθετος σήμερα» παρατήρησε και γέλασα πιο πλατιά καθώς γύριζα την ματιά μου
προς το μέρος της.
«Πράγματι»
παραδέχτηκα και είδα ότι η διάθεση μου άρχισε να την επηρεάζει θετικά.
Τα χείλη της που
τρεμούλιασαν ένα βεβιασμένο χαμόγελο, τα μάτια της που με κοίταξαν με τόση
προσμονή, με έκαναν αμέσως να καταλάβω το πόσο είχε ανάγκη να ακούσει και το
γιατί. Έμοιαζε ότι είχε τόσο ανάγκη από ένα καλό νέο ώστε να την αποσπάσει για
λίγο από τις σκέψεις της αλλά δεν θα της έκανα την χάρη. Αν πράγματι ήθελε να
το ακούσει, δεν είχε παρά να το ζητήσει.
«Θα μοιραστείς μαζί
μου το γιατί;» παρακάλεσε με ελπίδα και δάγκωσα στα χείλη μου προκειμένου να
σταματήσω τον εαυτό μου ώστε να μην γελάσω δυνατά. Πραγματικά ήταν ανοιχτό
βιβλίο. Το περίεργο ήταν, γιατί εγώ την διάβαζα πάντα ή σχεδόν πάντα λάθος;
Ήθελα σίγουρα λίγο περισσότερο χρόνο μαζί της για να την
μάθω.
«Έγινε κάτι
αναπάντεχο που ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω» παραδέχτηκα την αλήθεια.
«Όπως;» ρώτησε τώρα
πιο ανυπόμονα.
«Θυμάσαι που σου είπα
ότι είχα να κλείσω κάτι εκκρεμότητες;» ξεκίνησα και κούνησε το κεφάλι της
καταφατικά για απάντηση. «Ε! Εκεί που ήμουν έτοιμος να τελειώσω για να παραδώσω
με έπιασε η μανία μου και κατέστρεψα τελείως ότι είχα κάνει μέχρι εκείνη την
στιγμή» γέλασα, χωρίς να είμαι ικανός να το συγκρατήσω, με τον εαυτό μου
έντονα. Από την έκπληξη που ένιωσε με κοίταξε αγχωμένα ελέγχοντας αν είχα ακόμα
σώας τα φρένα μου. Βλέποντας το μουτράκι της δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο
από το να ξεσπάσω σε πιο τρανταχτά γέλια.
«Που είναι το
αστείο;» ρώτησε προσπαθώντας σκληρά να καταλάβει τι με έκανε να αντιδρώ έτσι.
«Το ότι ήρθε
αναπάντεχα ο ιδιοκτήτης και έπαθε ανακοπή» συνέχισα εγώ χωρίς να σταματώ στιγμή
να γελάω.
«Λογικό το βρίσκω»
αντέδρασε στριφογυρίζοντας τα μάτια της απηυδισμένα αλλά μόλις είδε να κουνάω
το κεφάλι μου αρνητικά μπερδεύτηκε περισσότερο.
Ακούγοντας το ασανσέρ
να σταματάει άνοιξα την πόρτα και παραμέρισα για να περάσει πρώτη ενώ της
απαντούσα.
«Δεν κατάλαβες, δεν
το χάλασα με την κακή έννοια και το αποτέλεσμα που βγήκε ξετρέλανε τον
ιδιοκτήτη τόσο πολύ που μου πρότεινε... όχι!» διόρθωσα με ένταση ενώ πάταγα το
κουμπί του ορόφου μου. «Απαίτησε, είναι η σωστή λέξη, να δεχτώ να ανακαινίσω
όλη την αλυσίδα ξενοδοχείων που έχει».
«Δεν μου κάνει
εντύπωση!» είπε με καμάρι. «Αλλά η έκθεση;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον.
«Εκεί ήταν το πιο
περίεργο από όλα» γέλασα και πάλι δύσπιστα.
«Δεν καταλαβαίνω»
είπε παραπονιάρικα.
«Όχι μόνο δεν μου
έβαλε χρονικό όριο αλλά δεν ήθελε καν να ακούσει το θέμα της αμοιβής μου. Το
άφησε όλο απάνω μου, το πιστεύεις;» κατέληξα χωρίς πράγματι να πιστεύω ακόμα
ότι πράγματι συνέβαινε όλο αυτό.
«Φυσικά και το
πιστεύω. Είσαι πραγματικά ταλαντούχος» απάντησε με τόση βεβαιότητα που με έκανε
να χαμογελάσω νευρικά. Φυσικά και το ήξερα αλλά το να το ακούω από εκείνη και
μάλιστα με τόσο θαυμασμό ήταν κάτι διαφορετικό. «Τι δουλειά κάνεις;» ρώτησε
μπερδεμένα πριν προλάβω να ανταποκριθώ είτε θετικά είτε αρνητικά στα
προηγούμενα της λόγια. «Εννοώ εκτός το προφανές» διευκρίνισε δείχνοντας με χέρι
της προς το διαμέρισμα μου.
«Κυρίως τοιχογραφίες
αλλά είναι τόσο βαρετό...» ξεφύσησα κουρασμένα και στο επικριτικό βλέμμα που
μου έριξε ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ. «Οι άνθρωποι έχουν χάσει πια την
αίσθηση του καλαίσθητου. Όλο κάτι λουλούδια θέλουν και άλλα τέτοια βαρετά»
εξήγησα το γιατί.
«Θα μπορούσες να τους
προτείνεις εσύ κάτι διαφορετικό πριν ξεκινήσεις την δουλειά» πρότεινε
ανασηκώνοντας τους ώμους της.
«Νομίζεις ότι
υπάρχουν πολλοί ανοιχτόμυαλοι; Άσε έχω απηυδήσει μαζί τους» καθώς το ασανσέρ
σταμάτησε στον όροφο μου γύρισα να ανοίξω την πόρτα και ένιωσα να παγώνει πίσω
μου.
«Εεε... Έντουαρτ
ξέρεις εγώ...» δεν κατάφερε να τελειώσει την φράση της.
Την στιγμή που άνοιξα
την πόρτα και η ματιά της έπεσε στο διαμέρισμα μου έμεινε στην θέση της να το
κοιτά χωρίς ανάσα άφωνη.
«Πρέπει να κλείσω την
πόρτα πριν χρειαστεί κάποιος το ασανσέρ» της είπα απολογητικά απλώνοντας το
χέρι μου προς το μέρος της για να την ξεπαγώσω.
Τα είχε χάσει
τελείως. Αγνοώντας το χέρι μου πέρασε από την πόρτα και άρχισε να προχωράει μέσα
στο διαμέρισμα μου τελείως μηχανικά. Δεν ήξερε πραγματικά τι να σκεφτεί ή τι να
πει.
«Όλα αυτά τα έκανες
για μένα;» ρώτησε ξέπνοα κοιτώντας πρώτα προς τους τακτοποιημένους σε σειρά
πίνακες μου στο πάτωμα και σε αυτούς που είχα κρεμάσει στους τοίχους. Έπειτα
την άψογα καθαρισμένη και απολυμασμένη κουζίνα μου με τις καινούργιες κουρτίνες
και το λευκό τραπεζομάντιλο με το κηροπήγιο πάνω στο τραπέζι. Και τέλος προς το
στρώμα που είχα για κρεβάτι με τα κόκκινα σατέν σεντόνια, τα άσπρα ροδοπέταλα
που ήταν απλωμένα παντού για να κάνουν αντίθεση και τα χιλιάδες κεριά τριγύρω
στο πάτωμα έτοιμα να ανάψουν για να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
«Το ήξερα ότι το
παράκανα αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ. Με έχεις εμπνεύσει απίστευτα» κούνησε το
κεφάλι της αρνητικά με ένταση αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχε αντίθετη
άποψη ή αν το έκανε γιατί ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Ακόμα δεν μπορώ να
πιστέψω ότι όλα αυτά τα έκανες μόνο για μένα» συνέχισε περισσότερο στον εαυτό
της παρά σε μένα. «Εννοώ...» συνέχισε γυρίζοντας προς το μέρος μου μόλις
κατάλαβε ότι εξωτερίκευσε την σκέψη της. «δεν ήταν ανάγκη να κάνεις όλα αυτά τα
έξοδα» συμπλήρωσε και γέλασα.
«Μην ανησυχείς και
δεν ξόδεψα τίποτα» στην απορημένη ματιά που μου έριξε εγώ συνέχισα. «Είναι από
τα σπίτια που δουλεύω. Με αφήνουν να παίρνω ότι θέλω από αυτά που πετάνε στην
ανακαίνιση» εξήγησα ανασηκώνοντας τους ώμους μου αδιάφορα και εκείνη δάγκωσε το
κάτω της χείλος ενώ απέστρεφε την ματιά της κοιτώντας ξανά γύρω της για να
αποφύγει την δική μου σαν να μην ήθελε να διαβάσω τις σκέψεις της. «Ξέρω ότι
δεν είναι και το καλύτερο...» δεν με άφησε να συνεχίσω. Κουνώντας το κεφάλι της
αρνητικά γύρισε το πρόσωπο της ξανά προς το μέρος μου.
«Σε ευχαριστώ» είπε
απότομα για να μου κόψει την φόρα με τα μάτια της βουρκωμένα. Η καρδιά μου για
λίγο σταμάτησε να χτυπά. Δεν ήθελα να την βλέπω έτσι. «Είναι πραγματικά πολύ
όμορφα» συμπλήρωσε συγκρατώντας με νύχια και με δόντια τα δάκρυα της να μην
ξεχειλίσουν και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά.
«Όταν ανάψω όλα τα κεριά
μαζί σίγουρα θα αλλάξεις γνώμη» προσπάθησα να σπάσω λίγο την ένταση αλλά όταν
είδα ότι δεν κατάφερα και πολλά συνέχισα. «Δώσε μου λίγα λεπτά να κάνω ένα
μπάνιο και να αλλάξω και ξεκινάμε οκ;» ρώτησα απαλά θέλοντας να αλλάξω κουβέντα
αλλά ταυτόχρονα και για να της δώσω και την ευκαιρία να βρει ξανά τον εαυτό της
πριν με αντιμετωπίσει ξανά. Εκπλήσσοντας με, αντί να το δεχτεί με πλησίασε τόσο
διστακτικά που με έκανε να μην ξέρω πως να αντιδράσω σε αυτό.
«Είσαι τόσο
χαριτωμένος με όλα αυτά τα χρώματα απάνω σου» είπε σηκώνοντας το χέρι της για
να πιάσει μια λαχανί τούφα από τα μαλλιά μου και αυτόματα ακινητοποιήθηκα.
Η ανάσα μου πάγωσε, η
καρδιά μου αυτόματα επιταχύνθηκε και ενώ ήθελα τόσο να την αρπάξω στην αγκαλιά
μου και να σφαλίσω τα χείλη της με τα δικά μου έμεινα ακίνητος να κοιτώ τις
δικές της προθέσεις. Η ματιά της γεμάτη πάθος έκαιγε την δική μου. Τα ξεραμένα
της χειλάκια που μισάνοιγαν για να αφήσουν την γλωσσίτσα της να βγει για να τα
υγράνει έστελνε ρίγη σε όλο μου το σώμα. Η καυτή της ανάσα που μου έκλεβε την
λογική με έκανε να την θέλω τόσο πολύ όμως ακόμα και αυτό δεν έφτασε να με
κάνει να νιώσω ότι ο τοίχος που είχε υψώσει όλη αυτήν την ώρα είχε πέσει.
«Δεν θα αργήσω»
σιγομουρμούρισα ενώ με την αναστροφή του χεριού μου πέρναγα ανεπαίσθητα το χέρι
μου από το μάγουλο της κατηφορίζοντας το προς τα κάτω.
Την στιγμή που το
χέρι μου απομάκρυνε μια τούφα των μαλλιών της και την πήγαιναν προς τα πίσω
ακουμπώντας απαλά το δέρμα της τα μάτια της έκλεισαν ενώ η ανάσα της κόπηκε
στην μέση. Ήξερα ότι με ήθελε οσο και εγώ. Ότι καιγόταν να νιώσει ακόμα μια
φορά το σώμα μου να ακουμπάει απάνω στο δικό της. Να νιώσει την απόλυτη
ολοκλήρωση για μια τελευταία φορά αλλά εγώ δεν το ήθελα έτσι. Όμως όσο και να
προσπαθούσα ακόμα και τώρα να συγκρατηθώ απλά μου ήταν αδύνατων να μείνω άλλο
μακριά της.
Τυλίγοντας τα δάχτυλα
μου γύρω από τον λαιμό της, η καυτή της επιδερμίδα μου έκαψε το χέρι. Η
παλλόμενη φλέβα στην βάση του λαιμού της που χτύπαγε σε ξέφρενους ρυθμούς μου
έκλεβε και το τελευταίο λιθαράκι της λογικής μου. Το τρέμουλο του κορμιού της
με τράβαγε περισσότερο κοντά της και χωρίς να έχω άλλες αντοχές έγειρα προς το
μέρος της. Πλάγιασα το κεφάλι μου στο πλάι και άφησα τα χείλια μου απαλά να
αγγίξουν τα δικά της χείλη. Εκείνα αυτόματα άνοιξαν. Προσπάθησα να πάρουν μια
ανάσα μέσα από την δική μου ανάσα να πιεστούν περισσότερο πάνω στα δικά μου, να
τριφτούν διψασμένα αλλά δεν τα άφησα. Αν ξεκινούσαμε τώρα έστω και με ένα φιλί
τότε δεν υπήρχε περίπτωση να σταματούσαμε πριν τα κορμιά μας νιώσουν την
απόλυτη ολοκλήρωση.
Απομακρύνοντας το
πρόσωπο μου από το δικό της εκείνη άνοιξε τα μάτια της έκπληκτη. Δεν την άφησα
να πει κάτι. Αφήνοντας ένα ακόμα πεταχτό αλλά απαλό φιλί πάνω στα χείλια της
χάιδεψα τρυφερά το μάγουλο της και άρχισα να πηγαίνω προς την τουαλέτα χωρίς να
πω κάτι άλλο.
Η ματιά της έκαιγε
την πλάτη μου αλλά δεν μπορούσα να την αντικρίσω ακόμα. Αν το έκανα θα έχανα
κάθε ίχνος αυτοσυγκράτησης και δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Όχι τώρα. Έπρεπε να
κρατήσω την λογική μου, να της δείξω ότι αν ήθελε να μείνει δεν θα ήταν μόνο γι
αυτό. ‘Που να με πάρει δεν την θέλω μόνο γι αυτό’, έλεγα μέσα
προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι κάνει το σωστό και ξαφνικά όλη η αγωνία
που είχα πριν γύρισε ξανά πιο απειλητικά. Η σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε να
φύγει όσο έκανα μπάνιο και μάλιστα αφήνοντας μου πάλι κάποιο γράμμα αντί να με
αντιμετωπίσει στα ίσια με έκανε να πάω μέχρι την πόρτα και να την ανοίξω ενώ
ακόμα ήμουν καλυμμένος ολόκληρος με τους αφρούς.
Ανοίγοντας την πόρτα
τόσο όσο να καλύπτει το μισό μου σώμα την είδα να είναι γονατισμένη πάνω στο
στρώμα και να περιεργάζεται ένα ροδοπέταλο με τόσο πόνο στα χαρακτηριστικά της
που έκανε την καρδιά μου αμέσως να σφιχτεί. Έπρεπε να της αλλάξω γνώμη. Το να
την έχω έστω και λίγο παραπάνω κοντά μου είχε γίνει πλέον επιτακτική ανάγκη.
Όχι για την ηλίθια έκθεση αλλά για μένα. Μπορεί να ήμουν πολύ εγωιστής αλλά μου
είχε λείψει τόσο να έχω δίπλα μου κάποιον αλλά περισσότερο κάποιαν να με
ακούει, να με κοιτάζει, να γελάει με τα αστεία μου, να περπατάει δίπλα μου που
σχεδόν είχα ξεχάσει πως ήταν. Πριν την γνωρίσω νόμιζα ότι μπορώ να ζήσω και
χωρίς αυτό αλλά από την πρώτη στιγμή που μπήκε στην ζωή μου με έκανε να
καταλάβω το πόσο λάθος είχα κάνει και τώρα δεν ήθελα να το χάσω με
τίποτα.
«Πιστεύω να έχουμε
χρόνο» ρώτησα με ελπίδα και από την έκπληξη γύρισε απότομα προς το μέρος με
κομμένη την ανάσα.
«Εεε...
βασικά εγώ...» δεν μπόρεσα να κρύψω την απογοήτευση μου. Ο πόνος που
διαπέρασε το στερνό μου έκανε αδύνατον να καταφέρω να κρατήσω έστω και στο
ελάχιστο την άνετη μάσκα που είχα φορέσει πριν. Εκείνη βλέποντας το
κατσούφιασμα μου έκοψε την φράση της στην μέση και ξεφύσησε βαριά. «Μάλλον θα
το ακυρώσω τελικά» μουρμούρισε σχεδόν από μέσα της και στην απορία που
δημιουργήθηκε στο πρόσωπο μου έβγαλε το κινητό της από την τσέπη της και μου το
έδειξε. «Θα σε περιμένω να τελειώσεις» με διαβεβαίωσε και παίρνοντας μια ανάσα
της χαμογέλασα ξανά.
«Τέλεια» της απάντησα
χωρίς να είμαι ικανός να κρύψω την χαρά μου και κλείνοντας ξανά την πόρτα πίσω
μου μπήκα στην ντουζιέρα για να τελειώσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Είχα καταφέρει να ξεκλέψω
λίγο χρόνο από τον δικό της. Τώρα έπρεπε να το οργανώσω σωστά ώστε να καταφέρω
να κερδίσω λίγο περισσότερο ώστε να της αποδείξω πόσο και η ίδια το είχε
ανάγκη. Γιατί ήμουν σίγουρος ότι το είχε αλλά κάτι την εμπόδιζε να το
παραδεχτεί. Ίσως όχι στην ίδια αλλά σε όλους τους υπόλοιπους που φαινόταν να
μπαίνουν εμπόδιο σε αυτήν της την απόφαση.
Να ήταν άραγε η φίλη
της αυτή που είχε αντιρρήσεις; Μπααααα το απέκλεια. Μάλλον οι δικοί της αλλά τι
στο καλό, ήταν σίγουρα πια ανήλικη, δεν μπορούσε να ορίσει τι είναι καλό για
εκείνην και τι όχι χωρίς την δική τους συγκατάθεση; Ίσως μια μέρα να
μάθαινα, ίσως πάλι και όχι, ποιος ξέρει.