Μόλις η πόρτα έκλεισε
πίσω του, η Ολίβια, έμεινε να κοιτάει το κενό με ένα τεράστιο ερωτηματικό να
την τυραννάει. Το άγγιγμα του την είχε αναστατώσει έτσι όπως δεν την είχε
αναστατώσει τίποτα άλλο στην ζωή της. Στο σημείο όπου τα τατουάζ ήταν χαραγμένα
πάνω στο κορμί της, ένιωθε ότι είχαν πάρει φωτιά. Θυμόταν παλιότερα τις
θεραπείες που της έκανε ο πατέρας της. Εκείνη η ίδια φωτιά που θεράπευε τις
πληγές της, η ίδια φωτιά τώρα, θεράπευε ένα άλλο κομμάτι του εαυτού της που είχε
για πολύ καιρό μείνει ατημέλητο.
Ήταν η ψυχή της.
Εκείνο το κομμάτι της ψυχής που αιμορραγούσε. Εκείνο το αίμα που είχε γίνει μια
πηχτή μάζα και την έπνιγε βαθιά μέσα της.
Το κεφάλι της γύρισε
προς την κλειστεί πόρτα. Τα μάτια της υγρά πάλευαν να ξεσπάσουν όσα η φωτιά
κατέστρεφε και έχτιζε από την αρχή ότι την πλήγωνε μέχρι σήμερα.
‘Δεν μπορείς να χτίσεις κάτι, πριν καταστρέψεις αυτό που ήδη υπάρχει’…
τα λόγια του πατέρα της ήρθαν να την αποτελειώσουν.
Δεν μπορούσε να μην
καταστρέψει όσα είχε χτίσει μόνο για ένα άγγιγμα. Στην τελική… πολύ σύντομα θα
ήταν η ‘Γυναίκα του Ήλιου’ του ‘Taiyō’.
Τα πόδια της - χωρίς
την άδεια της - την οδήγησαν μπρος στην πόρτα του. Τα χέρια της, έπιασαν το λεπτοκαμωμένο
ξύλινο πλαίσιο και την έσυραν απαλά στο πλάι. Τα μάτια της, κοίταξαν τα υγρά
του μαλλιά. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Τα χαρακτηριστικά του ήρεμα, σαν να
κοιμόταν. Υπήρχε τόση ηρεμία και γαλήνη γύρω του που την έκανε να νιώσει στιγμιαία
να τον ζηλεύει.
Τα πάντα γύρω του την
καλούσαν.
Δεν μπορούσε να του
αντισταθεί.
Είχε σχεδόν ξεχάσει
ότι ήταν τελείως γυμνή, όταν έφτασε όμως κοντά του, δεν την ένοιαξε.
Γονατίζοντας δίπλα του, άπλωσε το χέρι της μπροστά και τον άγγιξε απαλά στο
χέρι που εκείνος είχε εναποθέσει πάνω στο πλαίσιο της μαρμάρινη μπανιέρας.
Τα μάτια του άνοιξαν.
Κοίταξαν βαθιά μέσα στα δικά της. Δεν υπήρχε φόβος, ούτε έκπληξη μέσα τους.
Έμοιαζαν απλά σαν να την περίμενε.
Εκείνη η αδιόρατη
λευκή αύρα άρχισε ξανά να τους πλαισιώνει. Ο χώρος και ο χρόνος έμοιαζε να
σταματά. Η ατμόσφαιρα γέμισε με έναν περίεργο ηλεκτρισμό που έκανε τα τατουάζ
της να αναζωπυρωθούν και να την κάψουν ολοσχερώς.
«Τι κάνουμε;» τον
ρώτησε απελπισμένη, σε μια προσπάθεια να της επιβεβαιώσει ότι όλα αυτά, δεν
είναι μέσα στο μυαλό της· ότι όλα αυτά δεν είναι της φαντασίας της· ότι όλα
αυτά, τα ζει αυτή την στιγμή πραγματικά όχι μόνο εκείνη αλλά και εκείνος.
Το ελεύθερο του χέρι
σηκώθηκε και με αργή κίνηση κάλυψε το κενό που τους χώριζε. Τα δάχτυλα του
άγγιξαν την λεπτή επιδερμίδα του προσώπου της. Τα βλέφαρα της έκλεισαν ενστικτωδώς,
τα χείλια της άνοιξαν ελάχιστα για να αφήσουν την καυτή της ανάσα που πνιγότανε
μέσα της να δραπετεύσει. Το σώμα της τρεμούλιασε από τον ηλεκτρισμό που την
διαπέρασε. Η ανάσα της άρχισε σιγά-σιγά να επιταχύνετε. Το περίεργο πνίξιμο που
ένιωθε πριν, έγινε εντονότερο.
Τα μάτια του
δάκρυσαν. Δεν το έβλεπε αλλά με κάποιον περίεργο τρόπο το ήξερε και μόλις
άνοιξε τα μάτια της, είδε ότι πράγματι συνέβαινε.
«Σου είπα ότι δεν
θέλω να σε βλέπω να τριγυρνάς γυμνή εδώ μέσα. Πήγαινε να ξαπλώσει» ήταν τα
μοναδικά λόγια που της είπε και αυτόματα τράβηξε τα χέρια του μακριά της,
κόβοντας αυτήν την μικρή αλλά μοναδική στιγμή, τόσο απότομα που την έκανε
σχεδόν να ουρλιάξει από τον πόνο που ένιωσε.
«Σε αηδιάζω» εξέφρασε
πονεμένα βλέποντας τα μάτια του ξανά κλειστά, τα χαρακτηριστικά του ανέκφραστα.
«Δεν μου αρέσει να
επαναλαμβάνομαι» ο τόνος του σκληρός, αμετάκλητος.
Δεν είχε τίποτα άλλο
να πει. Όσα ήθελε να μάθει ήταν χαραγμένα στο πρόσωπο του. Για εκείνον, η
Ολίβια, ήταν απλά η ‘Γυναίκα του Ήλιου’ μια υποχρέωση που έπρεπε να υπομένει,
μέχρι να την παραδώσει σε εκείνον.
~*~*~*~
Το στρώμα ήταν μαλακό
αλλά εκείνη, τελείως γυμνή και με ένα μεταξένιο πάπλωμα πάνω στο σώμα της
ένιωθε τόσο άβολα. Όλα για εκείνη ήταν ξένα. Έμοιαζαν σαν να ξεπήδησαν μέσα από
ένα όνειρο που είχε κάνει πριν πολύ καιρό. Εκείνο τον καιρό που ήταν ακόμα
αθώα. Που όλα έμοιαζαν να έχουν ζωή. Όχι τον θάνατο που βίωνε ξανά και ξανά
κάθε μέρα. Με την ελπίδα να έρθει ο φυσικός πια θάνατος να την λυτρώσει. Τα
χρώματα, τα αρώματα, η ζεστασιά του δωματίου, θα μπορούσαν να την κάνουν να
χαλαρώσει αλλά εκείνη δεν χαλάρωνε ούτε για μια στιγμή.
Η συρόμενη πόρτα
άνοιξε και στο άνοιγμα της εμφανίστηκε εκείνος. Με μια πετσέτα περασμένη γύρω
από τους γοφούς του να αποκαλύπτουν ένα γυμνασμένο σώμα που σε κάθε του κίνηση
οι μύες του πάλλονταν σαν να ήταν έτοιμοι για πόλεμο. Έναν πόλεμο με τον εχθρό.
Αυτό ήταν για εκείνον
η Ολίβια; Ο εχθρός;
«Σκεφτόμουν…»
προσπάθησε να του πει αλλά δεν πρόλαβε. Εκείνος την διέκοψε.
«Πρέπει να φας» της
δήλωσε αυστηρά ενώ χωρίς να την κοιτάξει εξαφανίστηκε πίσω από το παραβάν που
διαχώριζε την κρεβατοκάμαρα με το μικρό σαλόνι που υπήρχε στην είσοδο.
Όταν εμφανίστηκε ξανά
στα χέρια του κρατούσε ένα δίσκο. Χωρίς να την κοιτάει ακόμα, τον έφερε κοντά
και ανοίγοντας τα πόδια του δίσκου που είχε κρυφά από κάτω, τον εναπόθεσε πάνω
στο σώμα της.
«Όλο» της είπε
αυστηρά ανοίγοντας τα καπάκια αποκαλύπτοντας ένα πλούσιο γεύμα που θα χόρταιναν
δύο άτομα.
«Το μισό;» του ζήτησε
παρακλητικά.
«Δεν κάνω
διαπραγματεύσεις» της αγρίεψε.
«Εγώ όμως κάνω» του
απάντησε με αδιαφορία στην αγριάδα του. Ήξερε ότι δεν το εννοούσε. Ήθελε απλά
να βεβαιωθεί ότι θα φάει όσο περισσότερο μπορεί.
Δεν της απάντησε,
πήγε ξανά πίσω από το παραβάν για άλλη μια φορά και γύρισε με ένα συρόμενο
τραπέζι που επάνω είχε το ίδιο ακριβώς γεύμα και για εκείνον.
Όταν η μυρωδιά από το
φαγητό άγγιξε την μύτη της Ολίβιας το στομάχι της την καλοδέχτηκε. Το χέρι της
άρπαξε με απαλές κινήσεις το πιρούνι και δοκίμασε το φαγητό που δεν γνώριζε
μέχρι εκείνη την στιγμή τι θα μπορούσε να ήταν.
«Νόστιμο φαίνεται…»
είπε με ειλικρίνεια πριν εκείνος κάτσει ακριβώς δίπλα της για να ξεκινήσει να
τρώει. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε με περιέργεια αλλά δεν αναφερόταν πλέον στο
φαγητό αλλά στο σημάδι που αποκαλύφθηκε στην πλάτη του την στιγμή που έκατσε πάνω
στο στρώμα και ήταν πάνω από το σημείο που η πετσέτα αγκάλιαζε το σώμα του.
«Πάπια Πεκίνου με
πορτοκάλι» της απάντησε εκείνος.
«Δεν εννοούσα το
φαγητό» του είπε με σοκαρισμένη φωνή ενώ τα ακροδάχτυλα της άγγιζαν το σημάδι
τρεμάμενα.
«Είναι εκ γενετής
σημάδι;» συνέχισε βλέποντας τον εκείνον να παγώνει από το άγγιγμα της.
«Μπορείς να το πεις
και έτσι» απάντησε βγάζοντας την ανάσα του αργά από μέσα του ξεψυχισμένα, ενώ
χωρίς να γυρίζει να την κοιτάξει, άρπαζε το πιρούνι του για να ξεκινήσει να
τρώει το δικό του γεύμα.
«Τι εννοείς;»
προσπάθησε η Ολίβια να τον κάνει να συνεχίσει αλλά εκείνος δεν έδειχνε να θέλει
να πει κάτι άλλο πάνω σε αυτό το θέμα.
«Θα μου πεις;» η παράκληση
στην φωνή της έκανε το σώμα του να ανατριχιάσει. Δεν γύρισε ούτε τώρα να την κοιτάξει.
«Αν σκεφτείς ότι
έγινε την στιγμή που γεννήθηκα… τότε ναι, μπορείς να το πεις και εκ γενετής
σημάδι».
Η Ολίβια σοκαρίστηκε.
Έχασε την μιλιά της. Δεν ήξερε τι να πει πάνω σε αυτό.
«Υποσχέθηκες να το
φας όλο» η χιουμοριστική του διάθεση δεν έφτασε για να την κάνει να ξεπεράσει
το σοκ που μόλις είχε υποστεί.
«Ποιος θα μπορούσε να
δώσει μια μαχαιριά σε ένα μωρό που μόλις ήρθε στον κόσμο;» δεν μπορούσε να
κρατήσει την σκέψη της για τον εαυτό της.
«Ο πατέρας μου».
Η σιωπή που απλώθηκε
έκανε τις ανάσες τους να δημιουργήσουν έναν πένθιμο ρυθμό.
Τα μάτια του γύρισαν
αργά προς το μέρος της. Τα δικά της ήταν δακρυσμένα. Δήλωναν το πόσο λυπότανε
γι’ αυτό.
«Υποσχέθηκες» την
παρακάλεσε ενώ της έδειξε στιγμιαία το φαγητό της με την ματιά του. Πως
μπορούσε να φάει μετά από μία τέτοια δήλωση.
«Θέλω να με κάνεις
δυνατή» του είπε με αυτοπεποίθηση. «Θέλω να με κάνεις έτοιμη…»
«Έτοιμη για ποιο
πράγμα;» έμοιαζε μπερδεμένος.
«Για να μπορώ να τον
σκοτώσω την μέρα που θα τον ξαναδώ» τα χέρια του έγιναν γροθιές. Ήξερες ότι
εννοούσε τον Έζιο.
«Είναι ήδη νεκρός» η
δήλωση του της πάγωσε το αίμα. Ήταν μια εκδίκηση που ήθελε εκείνη να πάρει.
«Τον σκοτώσατε;» η
φωνή της σχεδόν δεν έβγαινε από τα χείλια της αλλά εκείνος άκουσε τι τον είχε
ρωτήσει.
«Όχι ακόμα» αλλά
σίγουρα πολύ σύντομα θα ήταν νεκρός, ήταν αυτό που τα χείλια του δεν είπαν αλλά
τα μάτια του δήλωσαν ξεκάθαρα.
«Από μένα» τον
πρόλαβε πριν το δηλώσει εκείνος.
«Η γυναίκα του Ήλιου
πρέπει να είναι αγνή» είπε σαν να έλειπε κάτι στην δήλωση του που η Ολίβια δεν
μπορούσε να καταλάβει ακόμα.
«Δεν είμαι παρθένα»
γέλασε χαιρέκακα.
«Αγνή στην ψυχή» της διευκρίνισε.
«Αυτό δεν μπορεί να
αλλάξει πλέον…» είπε με την ανάσα της να πνίγετε μέσα της παρόλο που εκείνη την
στιγμή ένιωθε ότι αυτό θα ήταν ένα χρήσιμο χαρτί για την απελευθέρωση της,
ωστόσο την ενοχλούσε και την ίδια.
«Αν τον σκοτώσεις…
όχι, δεν θα αλλάξει. Αν δεν το κάνεις…» η ματιά της έκανε την φράση του να
κοπεί στην μέση.
«Εξαιτίας του…»
«Είσαι εδώ…»
συμπλήρωσε με παρακλητικό ύφος σαν να την παρακαλούσε να δει το μέλλον της σαν
την μόνη της ελπίδα για να βγει επιτέλους από το σκοτάδι που την πνίγει και να
αντικρίσει ξανά το φως που εκείνη δεν πίστευε πλέον ότι υπήρχε.
«Μπορείς να κάνεις
μια νέα αρχή» προσπάθησε με περισσότερη πειθώ.
«Με έναν άγνωστο
άντρα που εκείνος πιστεύει ότι…»
«ΕΙΣΑΙ η γυναίκα του
Ήλιου» δήλωσε με ένα πείσμα που την εξέπληξε.
«Τουλάχιστον πες μου
ότι είναι νέος» του ζήτησε παρακλητικά. Η μόνη απάντηση ήταν το λαμπερό του
χαμόγελο.
«Αν θέλεις να σε κάνω
δυνατή… πρέπει να αρχίσεις να τρως».
Μετά από αυτό
κλείστηκε μέσα στον μικρόκοσμο του και δεν ξαναμίλησε. Ούτε και η Ολίβια. Τι
περισσότερο άλλωστε θα μπορούσε να πει.
Όσο εκείνη έτρωγε, τα
μάτια της κοίταζαν το κενό. Τα δικά του το ίδιο. Κλεισμένοι μέσα στην σιωπή το
μόνο που ακουγόταν ήταν τα πιρούνια τους. Το δικό του πιο γρήγορο εξαφάνιζε ότι
ακουμπούσε. Το δικό της… δεν έλεγε να συνεργαστεί.
«Είναι αρκετό;» τον
ρώτησε με παρακλητικό ύφος. Δεν μπορούσε να χαλαρώσει, πόσο μάλλον να κάνει τον
κόμπο στο στομάχι της να φύγει. Ήταν νωρίς ακόμα και το ήξερε και ο ίδιος.
«Προσπάθησε να
κοιμηθείς. Αύριο ξημερώνει μια νέα μέρα» συμφώνησε με την παράκληση της απαλά
ενώ έπαιρνε τον δίσκο από τα πόδια της.
Να κοιμηθεί… μια
κουβέντα ήταν. Μέσα σε ένα άγνωστο περιβάλλον μην έχοντας καμία ιδέα τι την
ξημέρωνε αύριο. Όμως δεν του χάλασε το χατίρι. Ανεβάζοντας το πάπλωμα πιο πάνω
γύρισε στο πλάι και έμεινε να τον κοιτάει να εξαφανίζεται για άλλη μια φορά
πίσω από το παραβάν. Δεν κατάλαβε ποια στιγμή είχε επιστρέψει παρά μόνο όταν το
γυμνό του κορμί άγγιξε το δικό της.
«Κοιμήσου» η φωνή του
ένας ψίθυρος μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
Δεν πρόλαβε να βγάλει
άχνα. Τα χέρια του σαν μέγγενη την εγκλώβισαν μέσα στην ζεστή του αγκαλιά. Η
ανάσα του καυτή σαν μελωδία μέσα στ’ αυτί της την νανούριζε. Για μια στιγμή
σκέφτηκε… αυτή την στιγμή δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά άλλου. Και την άλλη…
ότι αυτή θα είναι ίσως η μοναδική στιγμή που έχει να βρίσκετε μέσα στην αγκαλιά
του γιατί από αύριο θα ήταν για πάντα… η γυναίκα του ‘Taiyō’.
Η Ολίβια μόλις
ξύπνησε από έναν ανάστατο ύπνο… το όνειρο την είχε καθηλώσει. Τα μάτια της αν
και ανοιχτά ακόμα ήταν εστιασμένα στις εικόνες του ονείρου. Καθισμένη μπροστά
από ένα Guzheng με το κόκκινο κιμονό που της είχε δώσει ο πατέρας της, (το
νυφικό κιμονό της γιαγιάς της) κάποιος της έδωσε ένα στιλέτο που είχε για
τελείωμα τα δύο πίσω πόδια και την ουρά ενός δράκου. Εκείνη μόλις το κράτησε
στα χέρια της, το έβαλε στο ζωνάρι του κιμονού και άρχισε να παίζει. Όλα τα στοιχεία
της φύσης άρχισαν να οργιάζουν. Λουλούδια που ξεκολλούσαν από τα κλαδιά των
δέντρων αναμειγνύονταν με το νερό της βροχής και το χιόνι. Τα σύννεφα πάλευαν
να καλύψουν τον ήλιο, αλλά εκείνος πιο δυνατός, έστελνε τις ακτίνες του πάνω
στο μαλλί της. Εκείνο ανέμιζε γύρω από τους ώμους της και η Ολίβια, συνέχιζε να
παίζει με πάθος… το τραγούδι που τώρα ερχόταν στ’ αυτιά της. Μια γκέισα με
μελωδική φωνή χρησιμοποιώντας το φωνήεντο ‘Α’ συνόδευε την μουσική έχοντας την
πλάτη της γυρισμένη ενώ τα χέρια της, σαν να έκανα κάποιου είδους ιεροτελεστία ανέβαιναν
και κατέβαιναν ρυθμικά σαν να χτένιζαν τα μαλλιά κάποιου που το κορμί της τον
κάλυπτε.
Οι εικόνες άρχισαν να
σιγοσβήνουν… τα μάτια της εστίασαν καλύτερα στον χώρο. Το διάχυτο φως έκανε τα
βλέφαρα της να πεταρίσουν. Η γκέισα, έκανε στο πλάι με μια υπόκλιση δίνοντας
την θέση της σε μια δεύτερη γκέισα, που την περίμενε υπομονετικά να τελειώσει
κρατώντας στα χέρια της μια χρυσή κάπα. Εκείνη, με παλμό πλησίασε τον άντρα που
ήταν καθισμένος σε ένα χρυσό σκαμνί. Μόλις έφτασε πίσω από την πλάτη του,
σηκώθηκε όρθιος. Οι πλάτες του καλυμμένες με ένα λευκό μεταξωτό, γέμισαν τον
χώρο. Το μαλλί του σκούρο μαζεμένο ψιλά, είχε σκεπαστεί με ένα χρυσό δάχτυλο
που τελείωνε σε σχήμα στέμματος χωρίς όμως να είναι. Τα χέρια του άνοιξαν στο
πλάι. Η γκέισα του πέρασε την χρυσή κάπα και κάνοντας τον γύρω του κορμιού του
τον βοήθησε να την κλίσει.
Ο χρυσοκέντητος ήλιος
που στόλιζε το μεγαλύτερο μέρος της πλάτης του ήταν το μόνο που η Ολίβια
μπορούσε να κοιτάξει την συγκεκριμένη στιγμή καθώς ήξερε… είχε πλέον καταλάβει…
«Taiyō;» ρώτησε με αδύναμη φωνή χωρίς να είναι
ακόμα σίγουρη αν βρίσκετε ακόμα στο όνειρο ή αυτό είναι η πραγματικότητα. Η
δική της πραγματικότητα που ήρθε η ώρα να αποδεχτεί.
«Taiyō…» μια φωνούλα
που προερχόταν από την πιο μικρή γκέισα που υπήρχε στο χώρο και καθόταν οκλαδόν
παρακολουθώντας τις κινήσεις της γκέισας που τακτοποιούσε τώρα τα πέτα του. «Μην
ξεχνάς ότι δεν αρέσει στον αυτοκράτορα μας να περιμένει» του είπε αυστηρά την
στιγμή που εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.
Η Ολίβια κρατώντας το
πάπλωμα σφιχτά, έκανε την κίνηση να ανασηκωθεί με την ελπίδα να καταφέρει να
δει το πρόσωπο του αλλά η μικρή γκέισα δεν της έδωσε το περιθώριο να το κάνει. Σηκώνοντας
το χέρι της μπροστά την κοίταξε επιβλητικά και την αφόπλισε.
«Δεν θα αργήσει η ώρα
που θα σμίξεις με τον άρχοντα σου, άφησε τον να εκπληρώσει τα καθήκοντα του» η
φωνή της επιβλητική δεν άρμοζε σε καμία περίπτωση με την ηλικία της στην γλώσσα
των Αϊνού.
«Δ…» προσπάθησε ο Taiyō
να την υπερασπιστεί αλλά η μικρή γκέισα ήταν ανένδοτη.
«Αργότερα….» του
τόνισε ενώ με την ματιά της τον κοίταξε έντονα σαν να του πέρναγε και κάποιο
άλλο μήνυμα που η Ολίβια ήταν πολύ μπερδεμένη για να ερμηνεύσει.
Όταν είδε τον άρχοντα
Taiyō να διασχίζει το δωμάτιο και να βγαίνει από αυτό χωρίς να της δώσει την
ευκαιρία να δει το πρόσωπο του κόντεψε να εκραγεί αλλά δεν πρόλαβε. Μόλις η
πόρτα έκλεισε πίσω του, η μικρή γκέισα, με ένα σάλτο, εκτοξεύτηκε επάνω σαν
ελατήριο, έτρεξε προς το κρεβάτι και έπεσε με δύναμη στην αγκαλιά της.
«Επιτέλους!!! Επιτέλους
σε γνωρίζω!!!» φώναζε εκστασιασμένη ενώ την αγκάλιαζε και την ζούλαγε σαν να το
πιο σημαντικό άτομο για εκείνην σε ολόκληρο τον πλανήτη.
«Ήθελες να φύγει»
παρατήρησε σοκαρισμένη η Ολίβια.
«Εκείνον θα τον τρως
στην μάπα όλη την ζωή σου… εγώ δεν έχω πολύ χρόνο να σε χορτάσω» το παράπονο
στο προσωπάκι και την φωνή της έκανε την Ολίβια να λυγήσει. Ήταν τόσο όμορφη, τόσο
γλυκιά, που μόλις την κοιτούσες στα μάτια το μοναδικό πράγμα που ήθελες να
κάνεις είναι να την κρατήσεις αγκαλιά και να μην την αφήσεις ποτέ ξανά.
«Πως σε λένε;» την
ρώτησε η Ολίβια χαϊδεύοντας τρυφερά το κατάλευκο μακιγιαρισμένο προσωπάκι της.
Πριν της συστηθεί,
έφυγε από την αγκαλιά της, κατέβηκε από το κρεβάτι, έστρωσε το ατσαλάκωτο κιμονό
της και αφού πήρε το σοβαρό της ύφος, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και είπε:
«Josei-bi –Γυναίκα του ‘Ήλιου’- το όνομα μου είναι Aϊκο. Είναι τιμή
μου και καμάρι μου να είμαι εγώ η καθοδηγήτρια – οδηγός – εκπαιδεύτρια –
προσωπική σου θεραπεύτρια και άλλα πολλά που βαριέμαι να απαριθμήσω γιατί σαν
αδελφή ψυχή σου…»
«Όπα, όπα… δεν
καταλαβαίνω λέξη από όσα λες. Τι ακριβώς είσαι;» η Αϊκο με ένα σκανδαλιάρικο
χαμόγελο την κοίταξε… όχι και τόσο υπομονετικά.
«Και φαντάσου ότι
μιλάω στην δική σου γλώσσα κάτι που μου απαγορεύεται».
«Συγνώμη» απολογήθηκε
η Ολίβια και εκείνη ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Σε πειράζω» της είπε
μέσα από τα γέλια της. «Όμως πραγματικά απαγορεύεται να μιλάω σε οποιαδήποτε
άλλη γλώσσα πέρα την γλώσσα των Αϊνού» ο τρόπος με τον οποίο εξέφρασε αυτό το
παράπονο, έκανε την Ολίβια να νιώσει την ανάγκη να την αγκαλιάσει και πάλι,
μόλις όμως θυμήθηκε ότι είναι τελείως γυμνή σταμάτησε τον εαυτό της αμέσως.
Η Αϊκο για λίγο την
κοίταξε παραξενευμένα αλλά αμέσως μετά άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και άρχισε
να τρέχει μέσα στο δωμάτιο σαν πεταλουδίτσα εκτοξεύοντας διαταγές στην μοναδική
γλώσσα που της επιτρεπόταν να μιλάει. Η Ολίβια δεν είχε ιδέα τι να πει. Αλλά δεν
είχε και το περιθώριο να εκφράσει οποιαδήποτε απορία. Η Αϊκο δεν της έδωσε το
περιθώριο αυτό.
Από την μια στιγμή
στην άλλη, βρέθηκε ξαφνικά να είναι ντυμένη με ένα λευκόχρυσο κιμονό που
πραγματικά το λάτρεψε επάνω της. Ήταν σαν να είχε ραφτεί μόνο για εκείνη, και ο
τρόπος με το οποίο είχαν μαζέψει τα μαλλιά της έκαναν το σύνολο, τελείως
εντυπωσιακό.
«Λίγα κιλά να πάρεις
μόνο και θα είσαι θεά» εξέφρασε ικανοποιημένη η Αϊκο με το αποτέλεσμα στην δική
της γλώσσα.
«Γνωρίζεις την γλώσσα
που μιλάω» απευθύνθηκε προς την Ολίβια και καθώς της το επιβεβαίωσε κουνώντας
θετικά το κεφάλι της εκείνη συνέχισε. «Όσο είμαστε μόνες εσύ μπορείς να μιλάς
σε όποια γλώσσα το επιθυμείς… όμως όταν είναι άλλοι μπροστά…» έκανε μια παύση
και κοίταξε τις γκέισες που περιμένανε υπομονετικά τις διαταγές τους. «Εκτός
από την δική τους παρουσία εννοώ… θα πρέπει να μιλάμε στην δική μου γλώσσα».
«Θα προσέχω να μην σε
εκθέσω» της έδωσε τον λόγο της η Ολίβια με απόλυτη σοβαρότητα εννοώντας.
«Ωραία!» έκφρασε με
θαυμασμό επιτηρώντας για άλλη μια φορά εξονυχιστικά το φόρεμα, τα μαλλιά και το
μακιγιάζ που είχαν κάνει οι γκέισες στην Ολίβια. «Αψεγάδιαστο!!!» θαύμασε και
γύρισε την ματιά της προς τις γκέισες για να της αποδεσμεύσει.
«Τιμή μας» είπαν όλες
μαζί σαν χορωδία και αφού υποκλίθηκαν γύρισαν για να φύγουν.
«Τι λες… είσαι έτοιμη
να γνωρίσεις τον αυτοκράτορα και τον άρχοντα που θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή
σου πλάι του;» η ανάσα της Ολίβια κόπηκε στην μέση… ήταν;
«Έχω άλλη επιλογή;»
ρώτησε τρεμάμενα χωρίς να κρύβει το πόσο τρομοκρατημένη ένιωθε μέσα της.
«Όχι» η απάντηση της μικρής
Αϊκο ήταν κατηγορηματική.
«Ε τότε… μάλλον ναι» της
απάντησε η Ολίβια με μισή καρδιά και εκεί που περίμενε η μικρή να της υποδείξει
τον δρόμο, αντίθετα η Αϊκο ήρθε, στάθηκε μπροστά της, της κράτησε τα χέρια και
την κοίταξε μέσα στα μάτια με τόσο θέρμη που η Ολίβια ένιωσε τα μάτια της να
βουρκώνουν.
«Έχε μου λιγάκι
εμπιστοσύνη» παρακάλεσε. «Όταν καταλάβεις ποιος είναι ο προορισμός σου, θα με ευγνωμονείς
που σε έφερα εδώ» το σοκ που ένιωσε να την διαπερνά, έκανε τα μάτια της να
ανοίξουν διάπλατα.
«Είσαι η πέμπτη επιλαχούσα
Ολίβια… αν νιώσεις ότι είναι πολύ αυτό για σένα μπορείς να τα παρατήσεις και να
φύγεις. Όμως δεν θέλω να το κάνεις, θέλω να πολεμήσεις. Για μένα. Όταν καταλάβεις
το γιατί θα με ευγνωμονείς όλη σου την ζωή» επέμενε με ένα πείσμα που έβγαζε
όλη την παιδική της αθωότητα προς τα έξω.
«Η πέμπτη; Και οι
υπόλοιπες;»
«Δεν ξέρουν καν την
ύπαρξη μας… εσύ εκπαιδεύτηκες όλη σου την ζωή γι αυτήν την στιγμή».
Η Ολίβια τα έχασε. Δεν
ήξερε τι να πει. Τι να σκεφτεί. Ποιος μπορεί να έπαιξε ένα τέτοιο παιχνίδι
εναντίων της και μάλιστα από την αρχή της ζωής της και όχι απλά τώρα.
«Με τον άρχοντα Taiyō
έχετε περισσότερα κοινά από όσο πιστεύεις. Γι’ αυτό σε επέλεξα. Γι’ αυτό
επέλεξα εσένα και έκρυψα την ύπαρξη τους. Και εκείνες έχουν το αίμα σας αλλά
μόνο εσύ έχεις αυτό που θα κάνει τον άρχοντα Taiyō ‘Άρχοντα’» της είπε με
νόημα. Η Ολίβια έμεινε σοκαρισμένη να την κοιτά.
«Ότι και αν συμβεί,
θα μπορώ να φύγω» ήθελε να το επιβεβαιώσει.
«Ότι και αν συμβεί,
οποιαδήποτε στιγμή… η ασφάλεια σου είναι πρώτη και πάνω από όλα» τα λόγια της έμοιαζαν
σαν να σφράγιζαν κάποιο συμβόλαιο. Δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει. Αλλά γιατί
της το έλεγε τώρα;
«Γιατί θέλω να ξέρεις
ότι είσαι εδώ με την θέληση σου…» απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση που δεν
έκφρασε ποτέ ανοιχτά. «Γιατί θέλω να είσαι
εδώ μόνο με την θέληση σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου