Ετικέτες

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Όταν είσαι εδώ "2. I Feel Immortal"







Το σώμα της Ολίβιας, άρχισε να τρέμει πριν καν προλάβουν ακόμα να φτάσουν στην εξώπορτα. Κρύο ιδρώτας την είχε περιλούσει και δεν έφταιγε γι αυτό ούτε τα πολλά ρούχα που φορούσε, ούτε ο σκούφος με το κασκόλ και τα χοντρά γάντια, αλλά… ο φόβος. Ο ωμός φόβος του άγνωστου που την είχε καταβάλει.

Που την πήγαινε; Όλα αυτά που στο παρελθόν ο Έζιο της είχε πει ήταν αλήθεια; Και αν ήταν αυτό τι σήμαινε τώρα για εκείνη;

Η τεράστια δίφυλλη πόρτα του εστιατορίου ανοίγει διάπλατα και ο εφιάλτης ξεκινά…

Τα πόδια της δεν την βαστούσαν άλλο, η ανάσα της σχημάτιζε δαχτυλίδια καπνού από το κρύο, το σώμα της πια έτρεμε ανεξέλεγκτα αλλά ο τύπος με την μπαντάνα και το δερμάτινο μπουφάν δεν έδειχνε να το απασχολεί τίποτα από όλα αυτά. Σέρνοντας την κυριολεκτικά μέχρι την “Harley-Davidson” μηχανή του, φτάνοντας δίπλα της, την ανάγκασε με το ζόρι να ανέβει πάνω σε αυτήν.

«Δεν θέλω χαζομάρες» ήταν τα μοναδικά του λόγια στα αγγλικά βλέποντας την να προβάλει σθεναρή αντίσταση παρόλο τις μειωμένες της αντοχές. 

«Που με πας;» ήταν το μόνο που κατάφερε να τραυλίζει με τα δόντια της να χτυπάνε σε τέτοιο βαθμό που άρχισε να φοβάται πως αν συνέχιζαν έτσι θα έσπαγαν.

Αντί για απάντηση, έβαλε τα χέρια του πάνω στο κασκόλ της και αφού το ανέβασε αρκετά ώστε να της καλύψει το πρόσωπο μέχρι κάτω από τα μάτια, το ασφάλισε κουμπώνοντας το χοντρό της παλτό μέχρι επάνω.

«Τουλάχιστον είσαι αρκετά καλά ντυμένη γι αυτό το ταξίδι» σχολίασε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα.

«Κρατήσου καλά… δεν θέλω να σε μαζεύω από τον δρόμο σε κομμάτια» συνέχισε καθώς ανέβαινε στην μηχανή του και χωρίς τίποτα άλλο απλά ξεκίνησε.

Η Ολίβια, δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα ότι πράγματι συνέβαιναν όλα αυτά. Με τα χέρια της να κρατάνε το βιβλίο της σφιχτά στην αγκαλιά της σαν φυλακτό και με γερμένο το κεφάλι της πάνω στον ώμο του, σφράγισε τα μάτια της και πάλεψε πολύ σκληρά να βρει από κάπου να πιαστεί. Ένα ατελείωτο σκοτάδι ένιωθε να την πλησιάζει με απίστευτο ταχύ ρυθμό. Που είχε μπλέξει;

Χωρίς την άδεια της, το μυαλό της περιπλανήθηκε σε απαγορευμένα μονοπάτια… μνήμες του χθες έκανε την καρδιά της να αυξήσει τους παλμούς της σε επικίνδυνο βαθμό. Εικόνες κατέκλεισαν τα σφραγισμένα της βλέφαρα. Ήχοι ξεθωριασμένοι από τα χρόνια έκαναν τα τύμπανά της να πονάνε.

Σάρκα και αίμα… αίμα που κοχλάζει στα ερωτικά παιχνίδια του άντρα που την κοιτούσε σαν να είσαι το μοναδικό πλάσμα σε ολόκληρο τον κόσμο του.

Αίμα και δάκρυ… δάκρυ για τον πληγωμένο της εγωισμό καθώς ο άντρας που αγαπούσε της έδινε τελεσίγραφο. ‘Ή παρατάς τα πάντα και έρχεσαι μαζί μου, ή δεν θα με ξαναδείς στην ζωή σου’.

Δάκρυ και δίλλημα… πώς να αφήσεις όσα ξέρεις για το άγνωστο; Όμως ένα άγνωστο και αβέβαιο μέλλον με τον Έζιο (τότε) ήταν χίλιες φορές καλύτερο από ένα μέλλον χωρίς εκείνον.

Δίλλημα και απόγνωση… και οι γονείς της; Πώς θα μπορούσε να τους παρατήσει και να φύγει για πάντα όταν εκείνοι είχαν δώσει όλη τους την ζωή για την ίδια;

Απόγνωση και αδιέξοδο… ένα αδιέξοδο που έφερε το τέλος… το δικό της τέλος…

«Σταμάτα» ούρλιαξε με όλη την δύναμη της ψυχής της ξυπνώντας μέσα από τον εφιάλτη. «Σταμάταα» συνέχισε ενώ με το βιβλίο άρχισε να τον βαράει όπου έβρισκε -  στο κεφάλι, στους ώμους, στην πλάτη. «Δεν με ακούς;» η απόγνωση που ένιωθε μέσα της την έφερε στο ίδιο ακριβώς αδιέξοδο όπως και τότε.

Κάνοντας έναν ελιγμό, αφού πρώτα ελάττωσε ταχύτητα, έκανε τελικά στην άκρη και σταματώντας την μηχανή, γύρισε προς την μεριά της έξαλλος.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» την ρώτησε εξαγριωμένος.

«Δεν θα έρθω μαζί σου» του δήλωσε ενώ προσπάθησε να κατέβει από την μηχανή.

«Δεν σου τα είπανε καλά, γλυκιά μου» την σταμάτησε ενώ τα χέρια του έκλεισαν σαν μέγγενη γύρω από το πόδι της για να την ακινητοποιήσει.

«Εσένα δεν σου τα είπανε καλά, φιλαράκο. Νεκρή σας είμαι άχρηστη. Με θέλετε ζωντανή» του γύρισε με τέτοιο θάρρος καθώς θυμήθηκε τα τελευταία λόγια του Έζιο την στιγμή που έπεφτε στον γκρεμό μαζί με την μητέρα της.

‘Αν πεθάνεις, είμαι νεκρός’… αυτό τον είχε ακούσει να ουρλιάζει συντετριμμένος τότε. Και ήξερε ότι τουλάχιστον αυτό δεν ήταν ένα ακόμα ψέμα του. Το εννοούσε, ίσως ήταν το μοναδικό πράγμα που εννοούσε όσο ήταν μαζί.

«Και τι ακριβώς έχεις σκοπό να κάνεις να δεν σε εμποδίσω να φύγεις αυτήν την στιγμή;» την προκάλεσε με αμέριστο ενδιαφέρον δηλώνοντας ανοιχτά πόσο το διασκέδαζε όλο αυτό.

«Ε! Μάρβεϊ, όλα καλά εκεί;» ρώτησε ένας μιγάς Ιαπωνικής καταγωγής που είχε σταματήσει την μηχανή του πιο μπροστά και είχε τρέξει προς το μέρος τους.

«Εσείς συνεχίστε» του έδωσε απότομα εντολή και το βήμα του συντρόφου του σταμάτησε. Η ματιά του γύρισε προς το μέρος της για μια στιγμή.

«Θα σε περιμένουμε στο ξενοδοχείο» του απάντησε μόνο και χωρίς να περιμένει απάντηση του, γύρισε πίσω στην δική του μηχανή και συνέχισε τον δρόμο του.

«Μάρβεϊ;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Ολίβια κοιτώντας τον στα μάτια. «Δεν είσαι ο ‘Taiyō’ *(Ήλιος);» τώρα και αν είχε μπερδευτεί περισσότερο.

«Δεν μου απάντησες στην ερώτηση μου» επανέλαβε σαν να μην είχε ακούσει λέξη από όσα του είχε πει.

«Δεν έχω ζωή. Δεν έχω τίποτα να χάσω» του απάντησε με θάρρος, εννοώντας το. Το ήξερε και εκείνος, το είδε στο βλέμμα της, αλλά αντί αυτό να τον προβληματίσει, αντίθετα, τον έκανε να την κοιτάξει με περισσότερο ενδιαφέρον.

«Έχεις μια ώρα μέχρι να φτάσουμε. Αν καταφέρεις να βρεις τρόπο να πεθάνεις μέχρι τότε, τότε θα είσαι ελεύθερη από μένα» αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια, πριν γυρίσει μπροστά και ξεκινήσει για το άγνωστο, για την Ολίβια, ταξίδι του.

«Μια τελευταία ερώτηση μόνο» παρακάλεσε και ο Μάρβεϊ κούνησε το κεφάλι του παροτρύνοντας την να συνεχίσει.

«Ο Ακίρα μου είπε ότι ο Έζιο, ήταν προστάτης μου. Από τι ακριβώς με προστάτευε;» τον ρώτησε φωνάζοντας δυνατά για να την ακούσει καθώς ο αέρας και ο βόμβος της μηχανής έκανε την επικοινωνία τους δύσκολη.

«Ο Ακίρα έχει μεγάλο στόμα. Κάτι πρέπει να κάνω γι αυτό» ήταν η απάντηση του.

«Υποσχέθηκες» ούρλιαξε βαρώντας τον στην πλάτη με το βιβλίο της. «Από τι ή ποιον, με προστάτευε;»

«Από το να μην πάθεις κανένα κακό πριν γνωρίσεις το πεπρωμένο σου» της εξήγησε και η Ολίβια ήξερε ότι της έλεγε την αλήθεια.

«Τον ‘Τάιγιο’ τον ‘Ήλιο’» συμπλήρωσε τα λόγια του ενώ κούναγε το κεφάλι της απηυδισμένα αρνητικά. «Μου πούλαγε έρωτα για να με κάνει να παρατήσω τα πάντα (τους γονείς μου, τους φίλους μου, την ζωή μου την ίδια) για να τον ακολουθήσω ώστε να με πουλήσει σε έναν τρελό, σε έναν ανώμαλο, σε έναν δεν ξέρω και εγώ τι άλλο, που πιστεύει ότι είμαι το πεπρωμένο του» διαπίστωσε σοκαρισμένη.

«Δεν το πιστεύει…» φώναξε για να τον ακούσει. «Δυστυχώς για εκείνον, είσαι» την διαβεβαίωσε ο Μάρβεϊ ότι δεν είχε πέσει έξω.

«Δυστυχώς για εκείνον;» αυτό για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει, την έκανε να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Δεν ήταν από εκείνα τα γέλια που προκαλούσαν χαρά, ήταν ένα νευρικό γέλιο, ένα γέλιο που ξέσπαγε όλο τον πόνο που ένιωθε μέσα της, ένα γέλιο που έφερε στα μάτια της τόσα δάκρυα που δεν μπορούσε πια να δει τίποτα πια μπροστά της. Παρά μόνο δυστυχία.

Όποιος θα την έβλεπε σίγουρα θα την πέρναγε για τρελή. Αλλά δεν την ένοιαζε. Δεν την ένοιαζε τίποτα πια. Όλη της η ζωή ήταν μια καλοστημένη παγίδα. Ένα ψέμα. Μια εικονική πραγματικότητα που εκείνη την πίστεψε… πίστεψε ότι ήταν πραγματική.  

Πόσα από αυτά που γνώριζε ήταν τελικά αλήθεια και πόσα ψέματα;

«Μην ξεχνάς… έχεις μόλις σαράντα πέντε λεπτά για να καταφέρεις να δραπετεύσεις. Αν δεν τα καταφέρεις…»

«Θα πρέπει να αποδεχτώ την μοίρα μου» συμπλήρωσε για εκείνον κόβοντας το νευρικό της γέλιο ακαριαία.

Μόνο σαράντα πέντε λεπτά… σκέφτηκε και πριν προλάβει να αντιδράσει στα λόγια του εκείνος πάτησε το γκάζι και η μηχανή ανέπτυξε μεγαλύτερη ταχύτητα.

Τι θα μπορούσε να κάνει μέσα σε σαράντα πέντε λεπτά;… αναρωτήθηκε ενώ χαμήλωνε την ματιά της προς την λευκή άσφαλτο.

Το κρύο ήταν αβάσταχτο. Με την ταχύτητα που έτρεχε ο Μάρβεϊ αν γλιστρούσε από το κάθισμα σίγουρα τα ρούχα δεν θα την προστάτευαν. Ο δρόμος από την άλλη ήταν στενός και τα αυτοκίνητα που περνούσαν από δίπλα της είχαν μεγάλη συχνότητα.

Κοίταξε στο πλάι, κοίταξε πίσω της, αλλά για να κοιτάξει μπροστά έπρεπε να σηκωθεί όρθια γιατί η πλάτες του κάλυπταν την ορατότητα της. Εκείνη την στιγμή δεν είχε καμία αίσθηση του κινδύνου. Έπρεπε να δει τι επιλογές είχε, έτσι δεν το σκέφτηκε.

Βάζοντας τα χέρια της στους ώμους του, έβαλε δύναμη στα πόδια της και σηκώθηκε όρθια. Το κεφάλι του Μάρβεϊ γύρισε νευρικά προς τον καθρέφτη του, αλλά μόλις πρόσεξε ότι η κίνηση της ήταν απλά για να μπορέσει να έχει καλύτερη οπτική γύρω της, χαλάρωσε τους μύες της πλάτης του και έκανε κάτι που η Ολίβια δεν θα περίμενε να κάνει.

Άρχισε να κάνει ελιγμούς… έντονους ελιγμούς αριστερά και δεξιά πλαγιάζοντας το σώμα του και την μηχανή ταυτόχρονα. Για να την τρομάξει ή να την δοκιμάσει; Δεν ήξερε, όμως όποιο και να ήταν το κίνητρο του το μόνο που κατάφερε ήταν να την κάνει να νιώσει κάτι που είχε καιρό να βιώσει. Ένιωσε να γίνεται ένα με τον άνεμο… ένιωσε σαν να πετάει… σαν να ήταν ξανά ελεύθερη να ανασάνει.

«Μην σταματάς» του φώναξε και τον είδε να κουνάει το κεφάλι του ανεπαίσθητα αρνητικά.

«Αν σταματήσεις θα σε βαρέσω» του ούρλιαξε απειλητικά και ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόκληση, εκείνος της έκανε το χατίρι.

Δεν σταμάτησε. Ο Ολίβια δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η αίσθηση του αέρα στο πρόσωπο της, οι ελιγμοί που έκαναν τον σώμα της να αψηφά την βαρύτητα… όλα όσα για εκείνη κάποτε ήταν η ίδια της η ζωή, τώρα της έδιναν ξανά ζωή. Έστω και για μια στιγμή.

Πριν το καταλάβει, με μάτια κλειστά, ένα χαμόγελο που έκανε το δέρμα της να τεντώνεται και να πονά, άφησε τα χέρια της από τους ώμους του και τα άνοιξε διάπλατα. Δεν υπολόγισε σωστά την κίνηση της αυτή και όταν πέρασε ξυστά το χέρι της από μια νταλίκα που τους προσπερνούσε από το αντίθετο ρεύμα κορνάροντας, το βιβλίο της γλίστρησε από το χέρι και έφυγε μακριά.

«Όχι» ούρλιαξε κοιτώντας πίσω της. Δεν μπορούσε να διακρίνει που πήγε και ο Μάρβεϊ δεν σταματούσε. «Σταμάτα, σταμάτα, σταμάτααα» του ζήτησε επιτακτικά, ενώ τον ταρακουνούσε τόσο έντονα που αν δεν ήταν τόσο καλός οδηγός τώρα σίγουρα θα είχαν σκοτωθεί.

Την αγριοκοίταξε μέσα από τον καθρέφτη ελπίζοντας αυτό να είναι αρκετό ώστε να την σταματήσει. Αλλά δεν ήταν.

«Αν με θες ζωντανή, σταμάτα τώρα» τα λόγια αυτά έφτασαν για να τον κάνουν να σταματήσει. Και οι δύο ήταν σίγουροι ότι το εννοούσε. Δεν ήταν μια απλή απειλή.

«Και όλα αυτά για ένα βιβλίο» ήταν τα μοναδικά του λόγια ενώ έβαζε το σταντ και κατέβαινε από την μηχανή του.

«Μην κουνηθείς σπιθαμή μέχρι να γυρίσω. Είχες την ευκαιρία σου να δραπετεύσεις. Τώρα απλά αποδέξου την μοίρα σου» δεν της είπε τίποτα άλλο. Άλλωστε η Ολίβια ήξερε ότι δεν είχε νόημα να ειπωθεί τίποτα παραπάνω. Γνωρίζοντας τον Έζιο και την ζωή που έκανε, ήξερε ότι αυτοί οι τύποι, όταν θέλουν κάτι, απλά το παίρνουν χωρίς να υπολογίσουν τίποτα. Οπότε ποιο το νόημα για εξηγήσεις. Άσε που αμφέβαλε αν θα άκουγε ποτέ την αλήθεια.   

~*~*~*~

Μέχρι ο Μάρβεϊ να γυρίσει η Ολίβια είχε καταβληθεί στο πιο έσχατο βαθμό. Και ψυχικά και σωματικά. Ο Μάρβεϊ την κοίταζε από μακριά και απορούσε πως κατάφερνε ακόμα να στέκεται στην σέλα της μηχανής του. Το σώμα της έτρεμε ολόκληρο, το κεφάλι της είχε γύρει μπροστά, ενώ τα χέρια της που ακουμπούσαν πάνω στην σέλα για να την συγκρατούνε τρεμούλιαζαν αισθητά.

Οι μεταβολές της ψυχικής της διάθεσης άλλαζαν μέσα σε δευτερόλεπτα αλλά δεν τον απασχολούσε τόσο αυτό, όσο το σωματικό της κομμάτι. Όποιος και να την κοίταζε θα απορούσε από πού πήγαζε όλη αυτή της η δύναμη. Έμοιαζε να είχε παρατήσει τον εαυτό της καιρό τώρα αν όχι χρόνια ολόκληρα.

Πριν την φτάσει σταμάτησε κάτω από την λάμπα του δρόμου. Κοίταξε το εξώφυλλο του δερματόδετου βιβλίου που κρατούσε και με την περιέργεια του να εκτοξεύεται στα ύψη το άνοιξε. Στο πρώτο φύλλο υπήρχε ένα όνομα ‘Νέλι Όντρεϊ’ το όνομα μιας Αμερικανίδας βοτανολόγου που είχε αφιερώσει όλη της την ζωή να μελετάει την Ασιατική κουλτούρα. Την μητέρας της. Γυρίζοντας σελίδα διάβασε τον τίτλο του συγκεκριμένου βιβλίου. ‘Bonsai’. Το ήξερε πολύ καλά αυτό το βιβλίο, το είχε διαβάσει και ο ίδιος, υπήρχαν μέσα του τόσα μυστικά που ακόμα και οι ίδιοι οι Ιάπωνες αγνοούσαν μέχρι που εκείνοι τους άνοιξε τα μάτια. Ήταν εκπληκτική γυναίκα, αλλά περισσότερο, η αγάπη της για τον λαό του την έκανε ακόμα πιο ξεχωριστή. Την σεβόταν και την εκτιμούσε βαθιά. Ωστόσο ο ίδιος δεν είχε την τύχη να την γνωρίσει. Από τα βιβλία της είχε μάθει πάρα πολλά και να κρατάει τώρα ένα χειρόγραφο της, ήταν κάτι ανεκτίμητο.

Κλείνοντας το βιβλίο έριξε μια ακόμα ματιά στην Ολίβια πριν πάρει την απόφαση να την πλησιάσει. Δεν ήταν φτιαγμένη για την ζωή που την προόριζαν. Ήταν τόσο εύθραυστη που θα έσπαγε στην πρώτη δυσκολία. Όμως αυτό που είχε κάνει πριν λίγο…

«Αυτό που έκανες πριν…» της είπε φτάνοντας κοντά της και τον κοίταξε με περιέργεια. «Δεν το έκανε για πρώτη φορά» διαπίστωσε.

Για απάντησε άφησε την ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της και κλείνοντας τα μάτια της κούνησε το κεφάλι της αρνητικά ενώ πάλεψε πολύ σκληρά για να ισιώσει το κορμί της.

«Ο πατέρας μου με έβαζε από μικρή να το κάνω για να μάθω ισορροπία. Πρώτα σε βάρκα, μετά σε τεντωμένο σχοινί, αργότερα σε μηχανές (αρχικά σε μικρότερου κυβισμού και όσο πέρναγαν τα χρόνια όλο και σε πιο μεγαλύτερου)» εξήγησε αργά με μεγάλο κόπο ενώ τον κοίταζε απολογητικά σαν να είχε κάνει κάποιο παράπτωμα. Σαν να του ζητούσε συγγνώμη που τον είχε κοροϊδέψει για κάτι.

«Μόνο αυτό σου έμαθε;» θέλησε να μάθει περισσότερα.

Παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά ενώ με ένα τρεμάμενο χέρι έτριβε το μέτωπο της σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την ένταση που ένιωθε ανάμεσα στα φρύδια της.

«Πριν γνωρίσει την μητέρα μου ήταν μαχητής μοναχός ‘Σαολίν’. Προσπάθησε να μου μάθει όσα γνώριζε…» προσπάθησε να εξηγήσει.

«Και γιατί δεν προσπάθησες να ξεφύγεις πριν; Με τις γνώσεις που πιθανολογώ ότι έχεις, θα μπορούσες να μας είχες…» δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του. Το αρνητικό κούνημα του κεφαλιού της έκοψε την φράση του στην μέση.

Χωρίς να τον κοιτάει στα μάτια, χαμήλωσε την ματιά της στο χέρι της, έβγαλε το γάντι που φορούσε και τραβώντας το μανική της πιο ψιλά, το έτεινε προς το μέρος του.

Ο Μάρβεϊ ήξερε τι να περιμένει. Γνώριζε ήδη την κατάσταση της υγείας της αλλά αυτό που αντίκρισε και πάλι τον έκανε να βλαστημήσει χαμηλόφωνα. Ένα κατάλευκο δέρμα ίσα που κάλυπτε τα λεπτά της κόκαλα. Αλλά τα σημάδια που άφησε πίσω τους η νευρική ανορεξία ήταν το λιγότερο μπροστά στα σημάδια που αντίκριζε μπροστά του.

«Πόσες φορές αποπειράθηκες να αυτοκτονήσεις;» ρώτησε κοιτώντας τις γραμμές πάνω στον καρπό της.

«Αρκετές» παραδέχτηκε.

«Και πόσες από αυτές είχαν αποτέλεσμα;» θέλησε να μάθει. Ήταν το μοναδικό κομμάτι για το οποίο δεν ήταν ενημερωμένος.

«Τρεις… αλλά πάντα καταφέρνουν να βρουν τον τρόπο να με γυρίσουν πίσω» ο πόνος στην φωνή της τον εκνεύρισε μέχρι θανάτου. Δεν μπορεί κάποιος να θέλει τόσο απελπισμένα να τερματίσει την ζωή του όσο άσχημη και να είναι αυτή.

«Να φανταστώ ότι ούτε η νευρική ανορεξία είχε το αποτέλεσμα που θα ήθελες» ειρωνεύτηκε με κακία. Τον κοίταξε στα μάτια.

«Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ότι θέλω να πεθάνω» του γύρισε πίσω με την ίδια κακία, εκφράζοντας στην ματιά της όλη την οργή που έβραζε μέσα της.

«Αλλά;» την παρότρυνε να συνεχίσει.

«Ο Έζιο, είχε πει ότι με ήθελε όμορφη, καλοντυμένη, με λίγο περισσότερο λίπος από όσο πραγματικά χρειάζομαι…» του επέτρεψε να συνεχίσει εκείνος το σκεπτικό της.

«Και πίστευες ότι αν σε δει έτσι… δεν θα σε ξανά ενοχλούσε» διαπίστωσε και αφήνοντας την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά κοίταξε για λίγο τον δρόμο που απλωνότανε μπροστά του σε μια προσπάθεια να συγκεντρώσει τις σκέψεις του.

«Τα φαρμακευτική αγωγή που σου δίνουν την παίρνεις;» ήταν η τελευταία του ερώτηση.

«Ο πατέρας μου είναι της παλαιάς σχολής, δεν τους άφησε να μου καταστρέψουν το μυαλό με ψυχοφάρμακα. Πιστεύει ότι με ατέλειωτες ώρες Tai chi, διαλογισμού και τα βότανα του, θα καταφέρει να με κάνει να φανώ ξανά πιο φυσιολογική. Δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι».

«Δεν είσαι τρελή» της φώναξε με μια παράλογη, για την Ολίβια, έκρηξη οργής.

«Και όλα διορθώνονται» συνέχυσε πιο ήρεμα τώρα μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη. «Με τον καιρό» κατέληξε λέγοντας ακριβώς τα ίδια λόγια που της είχε πει και ο Έζιο όταν την είχε βρει.

«Αρκεί να υπάρχει θέληση» συμπλήρωσε εκείνη ενώ εκδήλωνε ότι αυτό ήταν το κομμάτι που δεν διέθετε.

«Ακόμα ΚΑΙ αυτό διορθώνετε» της αντέκρουσε τα λόγια της και χωρίς να περιμένει κάτι άλλο, της έδωσε το βιβλίο της και ανέβηκε  ξανά την μηχανή του.

«Όχι άλλες τρέλες μέχρι να φτάσουμε» την διέταξε επιτακτικά και λίγο κουρασμένα.

«Και να ήθελα…» τον διαβεβαίωσε με τον τρόπο της ότι ήταν υπερβολικά εξαντλημένη για να του έφερνε άλλα προβλήματα ενώ την στιγμή που εκείνος ξεκίνησε ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στην πλάτη του και αφέθηκε να περιμένει να αντικρίσει το άγνωστο μέλλον που κάποιοι άλλοι είχαν προδιαγράψει για εκείνη εντελώς ηττημένη πια.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA