Ετικέτες

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Η ζωή μου ένα ψέμα "Η παγίδα"

Μπελα

Προσπαθούσα να πάρω με κόπο ανάσα απο τα γέλια


«ο....ο.. τι... θα.... μπο...ρούσα.... να... να...τρο... τρομα...ξω...ε..ε..ε...να...βρικόλακα» κατάφερα με κόπο να πω ακόμη γελώντας

«ε δεν το περίμενα ποτέ μου» είπα και προσπάθησα να ηρεμήσω

Άφησε ήρεμα την αναπνοή του χαμογέλασε και μου έκανε νεύμα να κάτσω δίπλα του.

«έλα εδώ βρε πειραχτήρι»

Έτρεξα στην αγκαλιά του και κούρνιασα στο στήθος του ακόμα προσπαθώντας να ελέγξω τον εαυτό μου.

«συγνώμη, αλλά πραγματικά νόμιζα ότι το κατάλαβες και με δούλευες, δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσα να σε ξαφνιάσω»

«οκ σε συγχωρώ» είπε κάνοντας τον θυμωμένο


«καλά» είπα και τον φίλησα στον λαιμό, εκείνος αμέσως με αγκάλιασε άρχισε να γελά ήσυχα και μου χάιδευε τα μαλλιά



«που ήταν το μυαλό σου καρδιά μου που σε έκανε να ξεχαστείς τόσο πολύ?»


«σε σένα, τι άλλο μπορώ να σκεφτώ, μου έχεις πάρει το μυαλό»

«κύριε Κάλεν, τις υποκριτικές σας ικανότητες να της αφήσετε για την σχολή σας, εδώ μόνο αλήθειες θα πέφτουνε εντάξει?» είπα κοιτώντας τον και καλά θυμωμένη με τα χέρια στην μέση

Γέλασε με το ύφος μου και με πήρε πάλι αγκαλιά


«μα την αλήθεια σου λέω καρδιά μου γιατί δεν με πιστεύεις»


«άντε επειδή σήμερα είμαι καλή, θα κάνω πως σε πιστεύω. Mόνος σου γλεντάς?» του είπα και με την ματιά μου του έδειξα το ποτίρι με το κρασί

«θες να σου βάλω και σένα λίγο?»

«μχμμμ»

«πάω να σου φέρω» είπε και μου έδωσε ένα φιλί στην μύτη και σηκώθηκε, εγώ διψούσα τόσο πολύ που δεν άντεξα να περιμένω και σήκωσα το δικό του ποτήρι και την στιγμή που το έβαλα στο στόμα μου άκουσα τον Έντουαρτ να φωνάζει

«όχι μη» στο μη κατάλαβα τι συνέβη. Κράτησα την γουλιά στο στόμα και έτρεξα να το φτύσω στον νεροχύτη, άνοιξα την βρύση και με μανία άρχισα να ξεπλένω και να φτύνω την αηδία που είχα μόλις πιεί.

«συγνώμη, συγνώμη, εγώ φταίω» έλεγε απολογητικά ο Έντουαρτ κρατώντας τα μαλλιά μου για να με βοηθήσει. Αφού ένιωσα ότι είχα ξεβγάλει το στόμα μου καλά, όχι ότι είχε φύγει τελείως η γεύση γύρισα και τον αντίκρισα στα μάτια που ήταν απολογητικά και γεμάτα πόνο.

«συγνώμη» μου είπε άλλη μια φορά και χαμήλωσε τα μάτια.

«όχι εντάξει είμαι, μπορείς να μου δώσεις λίγο το κρασί να αλλάξω την γεύση μου?»

«ναι πάρε» μου είπε αποφεύγοντας και πάλι την ματιά μου

«Εντουαρτ, ηρέμησε, είσαι ότι είσαι αυτό δεν αλλάζει μην ζητάς συγνώμη γι αυτό, απλός δεν περίμενα ότι είχε αίμα το ποτήρι, εντάξει για το δικό μου μυαλό είναι λίγο τραβηγμένο, αλλά αυτό είναι μέρος της ζωής σου μην απολογίσε, απλά καλό είναι να με προειδοποιείς για κάτι τέτοιο να αποφεύγουμε τα ατυχήματα, εντάξει?» του είπα και πήγα κοντά του χαϊδεύοντας τον στην πλάτη για να τον παρηγορήσω.

«συγνώμη» είπε άλλη μια φορά και με πήρε στην αγκαλιά του.

«έλα πάει πέρασε τώρα, πάμε να το γιορτάσουμε ναι?» σήκωσε την ματιά του στην δική μου και γέλασε

«μάλλον είναι καλό να πάμε πρώτα να αλλάξουμε»

«γιατί?» είπα και κοίταξα προς τα κάτω, το μπουρνούζι είχε ανοίξει και από την τρομάρα μου δεν είχα καταλάβει ότι έριξα το αίμα πάνω μου.

«μάλλον καταλαβαίνεις τώρα το γιατί»

«μμμμ μάλλον, αλλά υπάρχει και διαφορετικός τρόπος νομίζω για να καθαριστεί» είπα τολμηρά, γέλασε και κούνησε το κεφάλι.

«δεν νομίζω ότι είναι καλό να παίζεις με την φωτιά»

«αν ήταν να σε επηρεάζει τόσο θα είχες ήδη ορμίσει απάνω μου δεν νομίζεις» του είπα παιχνιδιάρικα και γέλασε και πάλι

«και εσύ με ποιον τρόπο προτείνεις να το καθαρίσουμε?»

«δεν ξέρω εσύ είσαι ο δάσκαλος μου, εσύ θα με μάθεις»

«μμμμ» είπε μόνο και με κράτησε απο την μέση και με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω πάνω στον πάγκο της κουζίνας.

Έριξε πίσω το μπουρνούζι μου να πέσει και εγώ τον κοίταζα στα μάτια και έβαλα τα χέρια μου στα μαλλιά του και σιγά σιγά άρχισα να τον φέρνω κοντά μου, τότε άρχισε να με φιλάει και να μου γλύφει τον λαιμό καθαρίζοντας με από το αίμα που είχε πέσει απάνω μου, το κορμί του είχε εξτασιαστεί, τύλιξα τα πόδια μου γύρο του και τον έσφιξα πιο κοντά μου και όταν ένιωσα τον ερεθισμό του πήρα μια βαθιά τρεμάμενη αναπνοή και έριξα το σώμα μου προς τα πίσω για να συνεχίσει τα φιλιά του και πιο χαμηλά.

Τα χέρια του είχαν πάρει φωτιά, όπως και τα φιλιά του, μου χάιδευε όλο μου το σώμα τόσο αισθησιακά που το μυαλό μου θολώσει και παραδόθηκα σε εκείνον.

Όταν έφτασε κάτω απο το στήθος μου, μετά χέρια του μου άνοιξε τα πόδια και άρχισε να κατεβαίνει πιο χαμηλά, ανατρίχιασα και στηρίχτικα καλύτερα πάνω στον πάγκο και αφέθηκα στα χέρια του, εκείνος είχε φτάσει στην φλόγα μου και την γευόταν με τέτοιο πάθος που με έκανε να βγάλω μια κραυγή απο την ηδονή, μόλις ένιωσε την καυτή μου υγρασία, ένιωσα την ανατριχίλα του και τότε άρχισε να με γεύεται με περισσότερο πάθος.

Ξαφνικά χωρίς να καταλάβω το πως με είχε στα χέρια του και πριν προλάβω να πάρω ανάσα με ακούμπησε στα μαξιλάρια του κρεβατιού, μου έφυγε ένα γελάκι

«συγνώμη αλλά με έχεις τρελάνει» είπε και άρχισε να με φιλάει με πάθος, εγώ έβαλα τα χέρια μου πάνω στην ζώνη του και άρχισα να την ξεκουμπώνω, με βοήθησε και αφέρεσαι τα ρούχα του και ήρθε απο πάνω μου και με πήρε στην αγκαλιά του και με γύρισε στο πλάι για να ακουμπάνε τα κορμιά μας απόλυτα, έβαλα το πόδι μου στην μέση του και εκείνος άρχισε να μου το χαϊδεύει και να με φιλάει στον λαιμό, βυθίζοντας τον ερεθισμό του μέσα μου, η θερμοκρασία του ήταν αρκετά πιο κρύα απο τον δική μου και αυτό με έκανε να ανατριχιάσω και έριξα το σώμα μου προς τα πίσω και εκείνος άρχισε να με φιλάει με πάθος στο στήθος και επιτάχυνε τον ρυθμό του.

Ήταν ότι καλύτερο μου είχε συμβεί ποτέ στην ζωή μου, ζούσα σε ένα όνειρο που δεν ήθελα με τίποτα να τελειώσει, ήταν τόσο τρυφερός τόσο αισθησιακός που ξύπναγε όλες μου τις αισθήσεις και με έστελνε στον παράδεισο.

Μόλις φτάσαμε στην κορύφωση, με φυλάκισε στην αγκαλιά του και μου φίλαγε τα μαλλιά λέγοντας μου ξανά και ξανά σ’ αγαπώ, έβαλα τα χέρια μου γύρο απο τον λαιμό του, του είπα σ’ αγαπώ και έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα.

Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουν στην αγκαλιά του. Μόλις είδε να ανοίγω τα μάτια μου, με έσφιξε ακόμα περισσότερο απάνω του και έβαλε το χέρι του στον αυχένα μου και μου έδωσε ένα γλυκό και τρυφερό φιλί στο μέτωπο μου παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«καλημέρα αγάπη μου»

«καλημέρα» είπα και εγώ και του χάρισα ένα μεγάλο χαμόγελο και άρχισα να τον φιλάω

Εκείνος αμέσως ανταποκρίθηκε και με έφερε πιο κοντά του. Χτύπησε το κινητό μου και έκανε την κίνηση να το πιάσει για να μου το δώσει

«όχι, άστο.......... είπα και τον τράβηξα για να τον σταματήσω....... άστο να χτυπάει» είπα και συνέχισα να τον φιλάω, γέλασε και μου έδωσε ένα φιλί στην μύτη και γύρισε να το πιάσει

«μπορεί να είναι κάτι σοβαρό» είπε καθώς μου το έδινε

Κοίταξα την οθόνη και πάγωσα, έβαλα το δείκτη μου στο στόμα μου, κάνοντας του νόημα να μην μιλήσει, κούνησε το κεφάλι του και άνοιξα το καπάκι για να απαντήσω στην κλίση

«μαμά?» είπα με μια απορία

«Μπέλα, Μπέλα που είσαι?» απέτησε η μαμά μου με έξαλλη φωνή

«μαμά τι εννοείς που είμαι? Αφού ξέρεις που είμαι?»

«αλήθεια ξέρω?» είπε ειρωνικά


«μαμά εσύ που είσαι?»


«όχι μικρή μου δεν θα παίζεις μαζί μου, κάτι συμβαίνει και απαιτώ να μου πεις αμέσως»

«ηρέμησε μαμά, είμαι σε μια φίλη μου» αποφάσισα να της πω γιατί κάτι μου έλεγε ότι κάτι δεν πάει καλά και αν όντως είχα δίκιο, αν όντως με κάποιο τρόπο ξέρει ότι δεν είμαι σπίτι τότε ήξερα τι με περίμενε.

«ώστε φίλη εεεε, που τα πουλάς αυτά??? Γύρνα τώρα στο σπίτι και θα τα πούμε»

«στο σπίτι? Θα τα πούμε?» το ένστικτό μου δεν είχε πέσει έξω «μαμά εσύ που είσαι ακριβός?»

«στο σπίτι σου φυσικά, ήρθα πριν λίγο»

«και μπορώ να μάθω τι κάνεις στο σπίτι μου και πως ακριβός μπήκες σε αυτό?»

«πας να βγεις και απο πάνω???? Έλα αμέσως εδώ και θα τα πούμε» είπε έξαλλη και έκλεισε την γραμμή εντελώς εκνευρισμένη

Είχα μείνει να κοιτάω το κινητό και άρχισα να προσπαθώ να επανέλθω απο το σοκ που μόλις έπαθα.

«αγάπη μου τι συμβαίνει? Είσαι καλά?» μου είπε καθώς με έπαιρνε στην αγκαλιά του και μου έτριβε τον ώμο για να με ηρεμήσει

Γύρισα και τον κοίταξα με δάκρυα στα μάτια, άλλα ακόμα δεν μπορούσα να βρω την φωνή μου για να του εξηγήσω


«σε παρακαλώ Μπέλα μου μη μου κλαις, ηρέμησε και εξήγησε μου, τι έγινε?»


«η... η μαμά μου» είπα ακόμα σοκαρισμένη

«η μαμά σου τι?»

«η μαμά μου είναι εδώ» είπα ξεψυχισμένα καθώς το συνειδητοποιούσα


«και είναι κακό αυτό?» ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει γιατί αυτό με σόκαρε τόσο


«κακό? Κακό?» τον ρωτούσα έξαλλη πια αφού άρχισα να βγαίνω στην επιφάνεια


«Εντουαρτ αυτό είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί» είπα και ξέσπασα σε κλάματα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Αμέσως με έσφιξε κοντά του και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά για να με ηρεμήσει


«δεν καταλαβαίνω»

«Έντουαρτ................ προσπάθησα να βρω το κουράγιο για να του εξηγήσω............... Έντουαρτ αυτό σημαίνει ότι δεν θα ξαναιδωθούμε................ και συνέχισα να ξεσπάω σε κλάματα.................... μέχρι τουλάχιστον να φύγει»

«αν και δεν καταλαβαίνω το γιατί, μη μου κάνεις έτσι, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, μόλις φύγει θα μπορούμε να ήμαστε και πάλι μαζί, έτσι δε είναι?»

«το τέλος του κόσμου? Μόλις φύγει?......................... άρχισα να ξεσπάω.................. Έντουαρτ ξέρει, δεν ξέρω πως άλλα το ξέρει»

«μην βασανίζεις καρδιά μου το μυαλουδάκι σου, μπορεί να υποψιάζεται άλλα να ξέρει? Πως μπορεί να ξέρει»

«άκουσα την φωνή της, είναι σίγουρη, δεν ξέρει ποιος είσαι σίγουρα γιατί τότε πίστεψε με θα ήταν ήδη εδώ, άλλα ξέρει ότι της είπα ψέματα και τώρα με περιμένει να με στίσει στον τοίχο για να τις δώσω εξηγήσεις και απο την στιγμή που ξέρει, δεν θα φύγει αν δεν με πάρει μαζί της» είπα και ξέσπασα πάλι σε κλάματα

«αγάπη μου είσαι σίγουρη? πραγματικά δεν καταλαβαίνω το γιατί να τα κάνει όλα αυτά»

«γιατί είναι πουριτανή και πάντα με έπρηζε για την πρώτη μου φορά, να είναι έλεγε όταν θα παντρευτώ και άλλες τέτοιες αηδίες, έπρεπε να είμαι αγνή γιατί είναι ότι πιο πολύτιμο έχω και καταλαβαίνεις τέλος πάντων τι θέλω να πω. Πάντα το ήξερε πάντα το καταλάβαινε, όταν κάποιος με πλησίαζε, λες και ήταν σε μια γωνία και με έβλεπε, όταν γύριζα σπίτι μου, γινόταν ομηρικοί καβγάδες και με γέμιζε με ενοχές σαν να έκανα την μεγαλύτερη αμαρτία του κόσμου και με όρκιζε να μην χάσω τα πιστεύω μου δηλαδή τα δικά της και να μην αφήσω ποτέ τον εαυτό μου να εκτεθεί και ένα σωρό άλλες βλακείες.........Είχα αρχίσει να καταρρέω............... τι θα της πω? Τι θα κάνω τώρα» είπα απελπισμένη και γύρισα να τον κοιτάξω στα μάτια για να βρω παρηγοριά

«μα καρδιά μου αυτή δεν ήταν η πρώτη σου φορά»

«και νομίζεις ότι έχει διαφορά για εκείνη? Μετά απο εκείνη την βραδιά, άρχισε να μου λέει ότι λυπόταν γι αυτό που μου συνέβη και ότι τώρα απο ποτέ θα έπρεπε να κρατήσω τον εαυτό μου για μένα μόνο για τον κατάλληλο για να το ζήσω σωστά απο την αρχή»

«νομίζω οτί αυτό δεν έγινε εχθές?» είπε προσπαθώντας μάταια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα

«Έντουαρτ όταν εννοεί τον κατάλληλο, εννοεί αυτό που θα παντρευτώ και φυσικά αυτόν που εκείνη θα επιλέξει για μένα»

«αυτό είναι εξωφρενικό, γιατί να κάνει κάτι τέτοιο?»

«δεν ξέρω Έντουαρτ ποτέ δεν την κατάλαβα, ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί ήταν τόσο απόλυτη σε αυτά τα θέματα, όταν μίλαγα με της φίλες μου στο σχολείο και μου λέγανε πως είναι για εκείνες τα πράγματα σήμερα, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιει απο την ντροπή μου γιατί με έκαναν να νιώθω ότι εγώ είμαι απο άλλον πλανήτη, όταν τις τα έλεγα γινόταν έξαλη και στο τέλος μου επέβαλε να μην μιλάω μαζί τους, μέχρι που στο τέλος κανείς δεν μου μίλαγε, είχε φροντίσει εκείνη και γι αυτό»

«δεν ξέρω τι να πω, πραγματικά όλα αυτά είναι τόσο τραβηγμένα»

«τραβηγμένα? Απλός τραβηγμένα?»

«ηρέμησε ματάκια μου και θα βρούμε την λύση μόνο σε παρακαλώ ηρέμησε εντάξει?»

«τι θα κάνω Έντουαρτ θα με τρελάνει και το χειρότερο δεν θα φύγει»

«μην της δώσεις να καταλάβει τίποτα, ότι και να σου λέει εσύ να επιμένεις ότι ήσουν με την Άλις και μάλιστα σκέφτομαι να την πάρουμε τηλέφωνο να σε γυρίσει εκείνη σπίτι και να την δει για να πειστεί»

«δεν ακούγετε άσχημο»

«θα δεις όλα θα πάνε καλά και επειδή δεν έχεις και το καλύτερο υποκριτικό ταλέντο» γέλασε πειραχτικά για να με κάνει να γελάσω

«είδες που με ρώταγες πως θα με βοηθήσει η υποκριτική στην καθημερινότητα μου? Ε τώρα καταλαβαίνεις»

«ναι όντως, αν τα ήξερα όλα αυτά θα είχαμε κάνει περισσότερο ιδιαίτερα» Γελάσαμε και οι δύο

«ναι αλλά τώρα δεν βλέπω να προλαβαίνουμε και πρέπει να μου κάνεις το τέλειο μάθημα, αν θέλεις να μην είναι αυτή η τελευταία φορά που με βλέπεις»

«μμμμ, έχεις δίκιο, λοιπόν άκου τι θα κάνεις. Θα γυρίσεις στο σπίτι με την Άλις, θα της πούμε να σε πάει μέχρι την πόρτα για να την δει, όταν θα μείνετε μόνοι σας και σου ζητήσει εξηγήσεις πες την την αλήθεια»

«την αλήθεια? Είσαι τρελός??»

«άσε με να ολοκληρώσω»

«εντάξει σε ακούω»

«πες της ότι συνέβη εχθες και ότι σε μεταφέραν στο νοσοκομείο και η Άλις σε πήρε σπίτι για να μην μείνεις μόνη σου»

«ααααα αυτό εννοείς? Και πάλι δεν μπορώ να της πως για την σχολή θα γίνει έξαλλη αν το μάθει»

«πες της ότι είχατε βγει βόλτα»

«μμμμμ νομίζω ότι έχεις δίκιο, τα καλύτερα ψέματα βγαίνουν μέσα απο την αλήθεια»

«ακριβός, έλα σήκω τώρα να ετοιμαστείς και εγώ θα κατέβω κάτω να πάρω την Άλις και να την ενημερώσω για το τι έχει συμβεί και τι πρέπει να κάνει, εντάξει?» μου είπε καθώς μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στην μύτη. Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά αναπνοή.

«εντάξει, αα τα ρούχα μου?»

«θα σου φέρω καινούργια για να αλλάξεις»

«πως και έχεις τόσα γυναίκεια ρούχα εδώ?»

«τα κορίτσια έχουν δικιά τους ντουλάπα για όταν έρχονται»

«τα κορίτσια?»

«η Εσμη, η Άλις και η Ρόζαλη»

«αααα» είπα και δάγκωσα το κάτω χείλος μου και κοκκίνισα γιατί κατάλαβα ότι έκανα γκάφα

Γέλασε με την έκφραση μου και μου χάιδεψε το μάγουλο μου και μου έδωσε άλλο ένα φιλί.

Μετά απο λίγο φτάσαμε με την Άλις στο σπίτι, εγώ έτρεμα ολόκληρη. Τι στο καλό θέλει εδώ και πως στο καλό θα συγκρατηθώ ώστε να τα πω όλα αυτά ψύχραιμα ώστε να μην με καταλάβει?

«ηρέμησε καλό μου όλα θα πάνε καλά»

«ναι το λες γιατί δεν την ξέρεις»

«θα της μιλήσω εγώ, σε παρακαλώ ηρέμησε τώρα εντάξει?»

«σου δείνω τον λόγο μου»

Ανοίξαμε τις πόρτες και βγήκαμε έξω, πήγα κοντά στην Άλις και τις έπιασα το χέρι και το έσφιξα, εκείνη μου το χάιδεψε απαλά και με παρακίνησε να προχωρήσουμε προς την πόρτα, πριν προλάβουμε να φτάσουμε, η μαμά άνοιξε την πόρτα και αφού σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, με αυστηρό ύφος μας είπε

«καιρός ήταν, τόσο μακριά μένει η φιλενάδα σου απο εδώ?»

«καλημέρα και σε σένα μαμά» της είπα ειρωνικά, πως καταφέρνει πάντα αυτή η γυναίκα να με φέρνει στα όρια μου

«μπες μέσα εσύ και θα τα πούμε αργότερα, με σένα έχω δυο κουβεντούλες να πούμε πριν φύγεις»

Γύρισα κοίταξα την Αλις στα μάτια, μου ένευσε ενθαρρυντικά και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο μου. Μετά απο λίγο ήρθε και η μαμά μου ακριβός με το ίδιο ύφος, εγώ είχα αλλάξει τα ρούχα μου και καθόμουν απάνω στο κρεβάτι παίρνοντας ανάσες για να ηρεμήσω τον εαυτό μου.

«λοιπόν?»

«τι λοιπόν δεν σου είπε η Αλις?»

«περιμένω να τα ακούσω απο εσένα την ίδια και όχι απο την δικηγόρο σου»

«δεν έχω να σου πω τίποτα άλλο και στο κάτω κάτω μπορείς να μου εξηγήσεις τι δουλειά έχεις εδώ?»

«αυτό δεν σε αφορά»

«όχι μανούλα μου με αφορά και πολύ μάλιστα, πριν φύγω νομίζω ότι ήμουν πολύ ξεκάθαρη, θέλω να μείνω μόνη μου και να κάνω ένα νέο ξεκίνημα»

Αυτό την έκανε να ξεσπάσει σε ντρανταχτα γέλια. Ήθελα να της πετάξω στα μούτρα την αλήθεια, άλλα η αντίδραση της με σόκαρε και έτσι την άφησα να πιστεύει ότι νόμιζα ότι ακόμα είμαι καταδικασμένη.

«μπορείς να φύγεις τώρα να ετοιμαστώ για την σχολή?»

«δεν έχεις να πας πουθενά»

«και ποιος το λέει αυτό?»

«εγώ»

«όχι μαμάκα μου δεν θα σου περάσει, αυτό είναι δικό μου σπίτι και κάνω εγώ ότι θέλω και τώρα θα φύγω για την σχολή θες δεν θες»

Σηκώθηκα απο το κρεβάτι και πήρα την δεύτερη τσάντα μου, άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα τα δεύτερα κλειδιά του σπιτιού και ξεκίνησα να φύγω. Την ώρα που έφτασα στην πόρτα με κράτησε δυνατά απο το χέρι και ούρλιαξα απο τον πόνο.

«άφησε με τώρα» φώναξα

«δεν θα σου περάσει τόσο εύκολα, θα βρω ποιος κρύβετε πίσω από όλα αυτά και θα μου το πληρώσει ακριβά, ελπίζω να μην έκανες ακόμα καμία βλακεία μαζί του γιατί»

«ότι πεις» της είπα και τράβηξα το χέρι μου βίαια απο το δικό της και έφυγα τρέχοντας πριν με σταματήσει ξανά.

Στην σχολή δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω ούτε ένα μάθημα, πήρα τον Έντουαρτ τηλέφωνο και του είπα να μην έρθει γιατί φοβόμουν ότι μπορεί να μας παρακολουθεί και έκατσα με την Αλις σε ένα παγκάκι και συζητήσαμε για όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ και όσα έγιναν με την μαμά μου εξηγώντας της τις αντιλήψεις της. Εκείνη είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα και δεν ήξερε τι να πει. Με παρηγορούσε και με κράταγε στην αγκαλιά της αφήνοντας με να ξεσπάσω όλον τον θυμό μου και την αδικία που ένιωθα μέσα μου. Αυτό που με πλήγωσε περισσότερο όμως απο όλα ήταν η αντίδραση της μαμάς μου πριν λίγο, αυτό δεν θα της το συγχωρέσω ποτέ.

Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ο Έντουαρτ και μου είπε να πάω να τον βρω στην καφετέρια που ήταν κοντά στην σχολή, του είπα να μην κουνηθεί απο την θέση του αν δεν βεβαιωθώ πρώτα ότι κάποιος μας παρακολουθεί και όταν θα έβλεπα ότι ήταν όλα οκ θα πήγαινα εγώ κοντά του, αποχαιρέτησα την Αλις και πήγα να τον βρω.

Μπαίνοντας μέσα στην καφετέρια χτύπησε το κινητό μου και την ώρα που το έβγαλα απο την τσάντα μου, κάποιος έπεσε με δύναμη απάνω μου και μου έριξε το κινητό και έγινε χίλια κομμάτια.

«συγνώμη συγνώμη εγώ φταίω» είπε απολογητικά ο νέος και γύρισα να τον κοιτάξω, ήταν τόσο ψιλός που τα έχασα.

«εε δεν πειράζει συμβαίνουν αυτά» είπα σαστισμένη απο την πρόσκρουση

«σε παρακαλώ άσε με να σε αποζημιώσω» είπε παρακλητικά

«όχι δεν χρειάζεται όπως είπα συμβαίνουν αυτά, έτσι κι αλλιώς είχα σκοπό να το αλλάξω» εκείνη την στιγμή άκουσα την φωνή της μαμάς μου απο πίσω μου και μου πάγωσε το αίμα.

«τι συμβαίνει εδώ?» είπε αυστηρά


«μαμάαα» είπα πιο δυνατά ελπίζοντας ο Έντουαρτ που δεν είχα προλάβει ακόμα να δω που είναι να το ακούσει και να μην κουνηθεί απο την θέση του.


«με συγχωρήτε αγαπητή μου κυρία, εγώ έπεσα απάνω στην κόρη σας και της έριξα το κινητό της και έγινε κομμάτια» είπε ο νεαρός γεμάτος ευγένεια στην μαμά μου.

«οοο δεν πειράζει νεαρέ μου συμβαίνουν αυτά» είπε η μαμά μου κολακευμένη απο την αντίδραση του νεαρού, τι περίεργη γυναίκα.

«πως σε λένε νεαρέ?»

«Τζεηκοπ, Τζεηκοπ Μπλακ» της αποκρίθηκε εκείνος και της έτεινε το χέρι

«χάρηκα πάρα πολύ Τζεηκοπ εγώ είμαι η μαμά της Μπέλας, η Τανια»

«η χαρά είναι όλη δική μου κυρία μου......... της είπε και της φίλησε το χέρι, γιαικ αηδία............ και σας παρακαλώ λέγετε με Τζεηκ.............. γύρισε μετά σε μένα.......... εσύ είσαι η Μπέλα?» με ρώτησε και μου έδωσε το χέρι του


«ναι και ελπίζω να μην κάνεις καμία βλακεία και με φιλήσεις και μένα» του είπα αηδιασμένη με όλη την σκηνή και του έδωσα το χέρι παγερά


«Μπέλααα τι τρόπος είναι αυτός? Ο Τζεηκ είναι ευγενέστατος και εσύ του φέρεσαι με τόσο απαίσιο τρόπο?»

«αυτόν τον τρόπο διαθέτω και αν σας αρέσει, τώρα καλύτερα να πάρω τα κομμάτια που απέμειναν και να πηγαίνω»

«εγώ νόμιζα ότι ήρθες για να πιεις καφέ, τώρα τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη» είπε γεμάτη ειρωνεία ανασηκώνοντας το φρύδι λες και είχε πιάσει κρυφό ραντεβουδάκι

«το ότι μου κόψατε την όρεξη» της πέταξα ξερά

«μην την παρεξηγείς αγαπητέ μου Τζεηκ έχει πολλά νεύρα τελευταία, βλέπεις είναι καινούργια εδώ και δεν έχει με κανέναν να μιλήσει»

«θα ήταν μεγάλη μου χαρά αν μου δίνατε την άδεια να την συντροφέψω και να της δείξω την πόλη για να μην νιώθει μόνη» είπε ο Τζεηκ με ένα γλυκό χαμόγελο και η μαμά μου αμέσως έλιωσε, γιάηκ τι αηδία θεέ μου.

«οοο και φυσικά αυτό θα ήταν ότι έπρεπε για την Μπέλα μου, χρειάζεται έναν καλό φίλο για να ξεφύγει απο τις κακίες παρέες που προσπαθούν να την μπλέξουν» παρακαλώ, τι είπε??? Πάει καλά????

«μαμά τι λες? Εμένα με ρώτησες»

«όχου Μπέλα αρκετά, έλα πάμε να κάτσουμε να πιούμε ένα καφεδάκι, νομίζω ότι αν μιλήσουμε και γνωριστούμε καλύτερα όλοι θα ήμαστε πιο καλά, θα μας κάνεις παρέα Τζεηκ?» είπε και με τράβηξε απο το χέρι και με ανάγκασε να πάω σε ένα τραπέζι στην μέσα αίθουσα, με την άκρη του ματιού μου είδα τον Έντουαρτ που καθόταν δύο τραπέζια μακριά μας και ήθελα τόσο πολύ να φύγω απο το σφιχτό της κράτημα και να τρέξω στην αγκαλιά του για να με σώσει απο όλο αυτό το μαρτύριο, άλλα ήξερα πολύ καλά τι θα επακολουθούσε όποτε έσκυψα το κεφάλι για να μην με προδώσει η ματιά μου και την ακολούθησα.

«ναι φυσικά, με μεγάλη μου ευχαρίστηση»

Κάτσαμε όλοι μαζί και εκείνοι άρχισαν να μιλάνε με μεγάλη μανία λες και γνωρίζονταν και απο εχθές, εγώ καθόμουν ακίνητη κρατώντας τον καφέ μου στα χέρια μου χαμένη μέσα στις δικές μου σκέψεις, προσπαθώντας με κόπο να καταπιώ τα δάκρυα μου που ήταν σε απόσταση αναπνοής να ξεχειλίσουν.

«εσύ τι λες Μπέλα?»

«εεε συγνώμη για πιο πράγμα?» είπα εγώ καθώς δεν είχα ακούσει λέξη απο όσα είπαν

«έλεγα στον Τζεηκ να έρθει το βραδάκι να φάει μαζί μας για να τον γνωρίσουμε καλύτερα, εσύ τι λες?»

«νόμιζα ότι αυτό κάναμε τόση ώρα, δεν είναι αρκετά για μία μέρα?»

«Μπέλα μην με κάνεις να γίνομαι αγενείς μπροστά σε αυτόν το ευγενέστατο νέο. Μην της δίνεις σημασία αγόρι μου, μέχρι το βράδυ θα της περάσει και θα δείτε ότι θα τα πάτε καλύτερα» πλάκα μου κάνει??? Το πρωί μου έκανε κήρυγμα γιατί νόμιζε ότι έχω αγόρι και τώρα μου πασάρει κάποιον που έτυχε να πέσει απάνω μου. Τι ακριβός σκέφτεται αυτό το κεφάλι δεν έχω ιδέα.

«δεν μπορώ το βράδυ»

«δεν θυμάμαι να έχουμε κανονίσει κάτι άλλο» μου είπε κοιτώντας με επιβλητικά στα μάτια

«μαζί όχι, άλλα εγώ με την Αλις θα πάμε στα μαγαζιά το απόγευμα και μετά θα κάνουμε βόλτα και θα αργήσω να γυρίσω»

«δεν νομίζω γιατί θα έρθεις μαζί μου να με βοηθήσεις στα ψώνια του δείπνου και μετά θα με βοηθήσεις στο μαγείρεμα, οπότε να το ξεχάσεις»

«ότι πεις πάω τουαλέτα και μετά θα πάω σπίτι, από ότι βλέπω εσείς τα βρήκατε μεταξύ σας οπότε εμένα δεν με χρειάζεστε άλλο» είπα και σηκώθηκα πριν αντιδράσει. Έπρεπε να κλειστό κάπου να αφήσω τα δάκρυα μου ελεύθερα να ξεχειλίσουν δεν άντεχα άλλο.

Όταν μπήκα στον διάδρομο βρήκα τον Έντουαρτ να με περιμένει εκεί, δεν είχα δει καν ότι είχε φύγει. Χωρίς να το σκεφτώ έπεσα απάνω του και ξέσπασα σε κλάματα, εκείνος με παρηγορούσε λέγοντας μου ότι όλα θα πάνε καλά και να μην την αφήνω να με πανικοβάλει, άλλα εγώ δεν άντεχα, ήθελα να το πάρω απο το χέρι και να εξαφανιστώ. Μόνο αυτό και τίποτα άλλο. Κάποια στιγμή μου είπε ότι η μαμά μου έρχεται, με έβαλε μέσα στις γυναικείες τουαλέτες για να πλύνω λίγο το πρόσωπο μου και εξαφανίστηκε. Ένιωσα τόσο πόνο που τον είδα να φεύγει άλλα τώρα έπρεπε να συνέλθω.

«τι κάνεις εσύ ακόμα εδώ?»

«απο ότι βλέπεις προσπαθώ να συνέλθω απο τα κλάματα μου, θες κάτι άλλο?» τις είπα με τον ίδιο τόνο και την παραμέρισα και σηκώθηκα και έφυγα και την ώρα που έφτασα στην πόρτα της τουαλέτας άκουσα απο πίσω μου να λέει.

«καλααα θα τα πούμε μικρή, μην νομίζεις ότι θα περάσει έτσι αυτό»

Έφτασα στο σπίτι και κλείστηκα στο δωμάτιο μου κλειδώνοντας το. Γιατί μου το κάνει αυτό γιατί με βασανίζει έτσι. Είπα και ξάπλωσα ξεσπώντας.

«Μπέλα άνοιξε την πόρτα σου θέλω να σου μιλήσω............... δεν της απαντούσα........ άνοιξε την τώρα πριν να είναι αργά................... μην με φέρνεις στα όρια μου γιατί θα γίνει χαμός................ άνοιξε την πόρτα σου τώρα» είπε και με μια δυνατή μπουνιά την άνοιξε και με κοίταξε με έξαλλο ύφος στα μάτια. Εγώ τα έχασα την κοίταζα σαν χαζή πως το είχε κάνει αυτό?

«και τώρα για να τελειώνουμε με όλα αυτά τα παιχνίδια θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και τίποτα άλλο. Το κατάλαβες???» είπε φωνάζοντας και τότε εγώ ξέσπασα

«πως τολμάςςςςςςςς να σηκωθείς να φύγεις, αυτό είναι σπίτι μου και όχι το δικό σου και εδώ μέσα θα κάνω ότι θέλω εγώ το κατάλαβες» κατευθείαν ήρθε και με βούτηξε απο τα μαλλιά και ούρλιαξα απο τον πόνο

«άκου να σου πω, δεν έφαγα την ζωή μου να σε νταντεύω για να πας να μου σαλιαρίζεις μεεε» και έκοψε άγρια την φωνή της, τι εννοεί, χριστέ μου τι ξέρει? Όχι πως είναι δυνατόν να ξέρει. Μπέλα παραλογίζεσαι ηρέμησε.

«με?» την ρώτησα

«δεν έχουν σημασία αυτά τώρα μαζέψου και φόρεσε κάτι όμορφο γιατί σε λίγο θα έρθει ο Τζεηκ και θέλω να τον εντυπωσιάσεις»

«πας καλά??? 20 χρόνια τώρα μου πιπιλίζεις το μυαλό να μην κάνω τίποτα με κανέναν και τώρα με πασάρεις σε έναν που βρέθηκε στο δρόμο μου μόνο και μόνο γιατί σου φίλησε το χέρι?» μου τράβηξε με απότομη κίνηση τα μαλλιά και ούρλιαξα πάλι στον πόνο.

«κοίτα να τον εντυπωσιάσεις και να είσαι έξυπνη να τον ρίξεις γρήγορα στο κρεβάτι, δεν είσαι καμία παρθένα πια» είπε σκληρά και με έριξε με δύναμη στο κρεβάτι, εγώ είχα πάθει σοκ. Τι είπε???? Αλλά πριν προλάβω να πω τίποτα άλλο έκλεισε την πόρτα με δύναμη και έφυγε.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω όλο αυτό, σίγουρα κάποιος μου έκανε πλάκα, δεν εξηγήτε αλλιώς. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και άρχισαν ξανά να έρχονται όλα στην μνήμη μου απο την αρχή όλα όσα είχαν συμβεί. Το πως έπεσε απάνω μου, το σπασμένο κινητό, ο τρόπος που της μιλούσε, ο τρόπος που την κοιτούσε στα μάτια, γνωρίζονται, γνωρίζονται απο παλιά αυτό είναι σίγουρο. Όλα ήταν προσχεδιασμένα και μελετημένα γι αυτό το δείπνο, μα γιατί? Γιατί έκανε κάτι τέτοιο? Και γιατί θέλει να του δοθώ? Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

ESCAPE POLH FANTASMA