Κάποια στιγμή ένιωθα μόνη, άνοιξα τα ματιά άλλα δεν τον είδα πουθενά, τρόμαξα, τρομοκρατήθηκα, άρπαξα το μπουρνούζι που ήταν πάνω στο κρεβάτι και με πολύ απαλές κινήσεις βγήκα απο το δωμάτιο, την στιγμή που έφτασα στην πόρτα θυμήθηκα το πόδι μου, περίεργο δεν πονάει καθόλου, πως γίνετε αυτό, αναρωτήθηκα, άλλα δεν έκατσα να ασχοληθώ με αυτό, ήθελα τόσο πολύ να τον βρω, με τρομοκρατούσε η ιδέα να τον χάσω πάλι. Δεν ξέρω γιατί αλλά φοβόμουν να τον φωνάξω, φοβόμουν ότι αν τον φωνάξω δεν θα έπαιρνα καμία απάντηση και τότε θα κατέρρεα, έτσι στης μύτες των ποδιών μου πήγα μέχρι την σκάλα και τον είδα εκεί, με ένα ποτήρι κρασί να κοιτάει την φωτιά βυθισμένο στις σκέψης του. Περίμενα ότι θα με άκουγε ότι θα καταλάβαινε ότι ήμουν εκεί και ότι θα γύριζε να με κοιτάξει, αλλά δεν το έκανε.
Ακούμπησα το χέρια μου στην κουπαστή και έβαλα το κεφάλι μου πάνω στα χέρια μου και τον χάζευα.
Εντουαρτν
Την είχα στην αγκαλιά μου, την έβλεπα να κοιματε γαλήνια για πρώτη φορά μετά απο τόσο καιρό, για πρώτη φορά κοιμότανε με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλι, βυθισμένη σε ένα ύπνο γλυκό χωρίς όνειρα και ενιωθα εφορία.
Την άφησα απαλά, της έδωσα ένα γλυκό φιλί στα μαλλιά και σηκώθηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα για να μην την ξυπνήσω και κατέβηκα κάτω.
Είχα την ανάγκη να ηρεμήσω, πριν ξυπνήσει ο άγγελος μου.
Πήρα το ποτήρι μου και το ξαναγέμισα. Έκατσα στον καναπέ κοιτώντας την φωτιά, πήρα μια μεγάλη αναπνοή κλείνοντας τα μάτια και αφήνοντας τις αναμνήσεις να με παρασύρουν.
«συγνώμη, συγνώμη» μου έλεγε το κορίτσι με δάκρυα στα μάτια που μόλις είχε πέσει απάνω μου χωρίς να με κοιτάει.
«δεσποινίς, δεσποινίς» της φώναζα αλλά δεν με άκουγε έτρεχε μακριά, ένιωθα ότι πρέπει να τρέξω πίσω της να δω αν είναι καλά, άλλα για πρώτη φορά στην ζωή μου είχα παγώσει έμεινα εκεί να την κοιτάω να φεύγει τρέχοντας, κλαίγοντας και εγώ είχα παγώσει.
Όταν χάθηκε απο τα μάτια μου, γύρισα να πάω στον Καρλάη, για να μου δώσει το σημερινό μου πρόγραμμα. Δοκιμαστικά είχα ξεκινήσει να κάνω άσκηση στο νοσοκομείο, σαν βοηθός του Καρλάη, η δουλειά του με μάγευε, είχα τελειώσει τις σπουδές μου άλλα δεν έπαιρνα απόφαση για το ποια ειδικότητα να ακολουθήσω, δεν ήμουν ακόμα σίγουρος αν θα κατάφερνα να ακολουθήσω τα βήματα του, εκείνος ήταν ο πιο δυνατός απο όλους μας, άλλα τον άφησα να με πείσει ότι αν δεν δοκιμάσω, δεν θα μάθω την δύναμη μου.
Πήγα στο γραφείο του άλλα δεν ήταν εκεί, έβαλα την άσπρη μου μπλούζα και βγήκα να πάω στα τακτικά ιατρεία. Εκεί βρήκα την Μπρεντα, ηταν τα πάντα για την μονάδα αυτή, ήξερε όλα όσα συνέβαιναν, τον καθε ασθενή ξεχωριστά, σαν να ήταν μοναδικος.
Αν ήθελες να μάθεις τι είχε ένας ασθενής, ήταν η ιδική για να σου πει.
«Καλημέρα Μπρέντα πως είναι η μέρα σου?» την ρώτησα χαμογελώντας αν και το χαμόγελο είχε παγώσει μετά απο την συνάντηση μου με εκείνο το κορίτσι
«ο καλημέρα Εντουαρτ, έτσι κι έτσι» μου είπε με μια υποψία πόνου στο πρόσωπο της
«γιατί? Έγινε κάτι που σε αναστάτωσε?» την ρώτησα, είχαν δει τόσα πολλά τα μάτια της τα τελευταία 15 χρόνια που δούλευε εδώ που ήταν σπάνιο κάτι να την ταράξει τόσο πολύ, πάντα συμπονούσε τους ασθενής άλλα σπάνια τα πέρναγε μέσα της γιατί την διέλυε αν έκανε κάτι τέτοιο. Και όμως σήμερα φαινόταν συντετριμμένη.
«ήταν μια κοπέλα πριν λίγο εδώ που πήρε τις εξετάσεις της και με πόνεσε πάρα πολύ, πραγματικά με τσάκισε ο πόνος της»
«μια κοπέλα? Με καστανά μαλλιά και μικροκαμωμένη?» την ρώτησα χωρίς να το πιστεύω
«ναι έφυγε πριν 5 λεπτά κλαίγοντας και ουρλιάζοντας απο τον πόνο. Αχ Εντουαρτ πραγματικά δεν έχεις ιδέα πως κρατήθηκα μην τα παρατήσω όλα να τρέξω πίσω της για να την παρηγορήσω, αλλά δεν ήξερα το πως, για πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωσα τόσο αβοήθητη.»
Δεν πίστευα στα αυτιά μου, μα τι? Γιατί? Τι ήταν αυτό που έπαθε εκείνο το κορίτσι που έκανε ακόμα και την Μπρέντα τα χάσει. Έπρεπε να μάθω.
«μα τι έπαθε? Τι τις συμβαίνει?»
«έχει καλπάζουσα μορφής καρκίνου Εντουάρτ, είναι μόνο 19 χρονών και τις απομένουν μόνο 6 μήνες και το χειρότερο από όλα είναι ότι ακριβός 1 χρόνο πριν με τον ίδιο τρόπο έχασε τον πατέρα της. Ξέρει ακριβός τι την περιμένει και ξέρει πως όχι μόνο τις απομένει τόσο λίγος χρόνος, αλλά ο χρόνος αυτός, αυτοί οι 6 μήνες θα είναι οι πιο βασανιστικοί και οι πιο χειρότεροι μήνες της ζωής της»
«απίστευτο» είπα χωρίς να το καταλάβω, δεν είναι δυνατόν, μα πως είναι δυνατών.
Ήμουν σε αυτήν την θέση ακριβός γιατί είχα την ικανότητα να καταλαβαίνω απο την μυρωδιά του αίματος των ασθενών αν έχουν κάποιο πρόβλημα και να εντοπίζουμε το πρόβλημα τους πιο γρήγορα. Όμως είχα μυρίσει το δικό της αίμα, το πιο γλυκό, το πιο υπέροχο αίμα που είχα μιρήσει ποτέ μου και ήξερα καλά ότι ήταν μια χαρά, ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να έχει αυτό που μου έλεγε η Μπρέντα και ποτέ δεν είχα κάνει λάθος μέχρι τώρα.
Έφυγα σαν σίφουνας να βρω τον Καρλάη έπρεπε να κάνω κάτι, έπρεπε να την πείσουμε να γυρίσει να ξανακάνει τις εξετάσεις απο την αρχή, σίγουρα είχε γίνει κάποιο λάθος και σύγουρα δεν έπρεπε να την αφήσω να πιστεύει ότι η ζωή της αντι να αρχίζει, σε 6 μήνες θα έσβηνε.
Βρήκα τον Καρλάη στο γραφείο του και του εξήγησα τι είχε συμβεί.
Έκανε ότι μπορούσε να πείσει την οικογένεια της για να ξανακάνουν έλεγχο ή να πάρουν μια δεύτερη γνώμη για καλό και για κακό, χωρίς να αποκαλύπτει τον λόγο.
Η μητέρα της όμως όπως και η κοπέλα ήταν ανένδοτες.
Είχε περάσει μια βδομάδα και τίποτα. Περίμενα έλπιζα ότι θα γυρίσει ότι θα ξανακάνει τις εξετάσεις άλλα τίποτα.
Ένα βράδυ δεν άντεξα και πήγα απο το σπίτι της προκειμένου να την ακούσω, να ακούσω τις σκέψης της να δω πως είναι.
Καθόμουν στο στενό διάδρομο που είχε στο πλάι του σπιτιού της, ακούγοντας όλες τις φωνές που υπήρχαν στο σπίτι. Ήταν μόνο εκείνη και η μητέρα της, κανείς άλλος.
«παράταμεεεε σου λέω» την άκουγα να λέει ουρλιάζοντας και κλαίγοντας «παράταμε, για τελευταία φορά δεν πάω πουθενά, δεν πρόκειται να περάσω τους υπόλοιπους μήνες της ζωής μου σε ένα νοσοκομείο μακουυυυυςςςςςςς» ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και την είδα να βγαίνει κλαίγοντας και να σταματάει ένα ταξί
«Μπέλααααα» φώναζε η μητέρα της άλλα η Μπέλα δεν γύρισε
Μπήκα στο αυτοκίνητο μου και τους ακολούθησα, σταμάτησε στην δημοτική βιβλιοθήκη.
Τότε βγήκε απο το ταξί αρκετά πιο ήρεμη και μπήκε μέσα.
Πάρκαρα το αμάξι μου και την ακολούθησα όσο μπορούσα διακριτικά, δεν ήθελα να με δει, αν και δεν πίστευα ότι θα με αναγνώριζε, για κάποιο λόγο δεν ήθελα να με δει, δεν ήθελα να ξέρει ότι υπάρχω.
Την παρακολουθούσα απο μακριά να κάθετε στην πιο απομονωμένη στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της αίθουσας με ένα βιβλίο στο χέρι να κοιτάει το κενό.
Ανέκφραστη και σκεφτική.
Προσπάθησα να διαβάσω τις σκέψης της άλλα τίποτα.
Μα πως είναι δυνατόν, μήπως μου συμβαίνει κάτι?
Άρχισα να διαβάζω τις σκέψεις όσων ήταν κοντά της και της άκουγα μια χαρά, τις δικές τις όμως όχι. Αυτό με τάραξε, πως θα μάθω τώρα τι σκεφτόταν, πως θα μπορέσω να την βοηθήσω, τι έπρεπε να κάνω, να την πλησιάσω? Να της συστηθώ? Όχι δεν πρέπει να με γνωρίσει, όχι δεν πρέπει να μάθει ότι υπάρχω.
Καθότανε στο ίδιο σημείο ακίνητη για πολύ ώρα. Την κοίταγα μαγεμένος, ήταν το πιο όμορφο το πιο γλυκό και το πιο παράξενα σιωπηλό κορίτσι που είχα γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου. Ξαφνικά σηκώθηκε αποφασιστικά έβαλε το βιβλίο στην θέση του και έφυγε.
Έφυγα και εγώ και την ακολούθησα.
Έφτασε σπίτι της και ανέβηκε κατευθείαν στο δωμάτιο της, χωρίς να δίνει σημασία σε αυτά που της έλεγε η μητέρα της.
Έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε. Η απόλυτη σιωπή.
Είχαν περάσει δύο ώρες, επι δύο ώρες το μόνο που άκουγα ήταν την ρυθμική της αναπνοή και τίποτα άλλο. Οι σκέψεις της μητέρας της ήταν αλλού, έβλεπε τηλεόραση και προσπαθούσε πάση θυσία να βρει έναν τρόπο να την πείσει να πάει στο νοσοκομείο.
Όταν άκουσα μετά απο αρκετή ώρα την μητέρα της να κοιμάται πήρα την απόφαση και σκαρφάλωσα στο δωμάτιο της, άνοιξα δειλά το παράθυρο και μπήκα μέσα. Κοιμότανε, κοιμότανε βαριά άλλα το πρόσωπο της ήταν ανήσυχο.
Την κοίταζα απο μακριά και ήθελα όσο τίποτα να πάω κοντά της και να της χαϊδέψω τα μαλλιά, να την φιλήσω και να την παρηγορήσω. Δεν καταλάβαινα το γιατί, δεν μπορούσα να καταλάβω την μανία που με είχε πιάσει να προστατέψω και κάνω αυτό το κορίτσι να δει την αλήθεια.
Ξαφνικά άρχισε να γυρίζει πάνω στο κρεβάτι της, εφιάλτης στοίχειωνε τα όνειρα της. Δεν ξέρω πως κρατήθηκα για να μην την αγκαλιάσω, δεν ξέρω πως βρήκα την δύναμη να πάρω την απόφαση να φύγω εκείνη την στιγμή, άλλη ήξερα ότι έπρεπε να φύγω, απο λεπτό σε λεπτό θα ξυπνούσε, θα ξυπνούσε κλαίγοντας και ουρλιάζοντας και εγώ ήθελα να είμαι εκεί, ήθελα να είμαι εκεί να την αγκαλιάσω και να την παρηγορήσω, όμως έφυγα.
Έφυγα μακριά πριν ξυπνήσει, μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα μακριά, πριν προλάβω να ακούσω την φωνή της, έτρεχα μακριά γιατί ήξερα ότι αν την άκουγα να φωνάζει αν την έβλεπα να κλαίει τότε δεν θα μπορούσα να συγκρατηθώ και θα γύριζα πίσω. ΟΧΙ δεν πρέπει να με δει, δεν πρέπει να με γνωρίσει, δεν πρέπει να μάθει ποτέ ότι υπάρχω.
Γύρισα στο σπίτι και έβαλα να πιω, κάθισα μπροστά στο τζάκι να κοιτάω την φωτιά και να την σκέφτομαι, τι ήταν αυτό που με έκανε να θέλω τόσο πολύ να είμαι κοντά της? Σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν όλη την ώρα. Γιατί θέλω τόσο πολύ να την προστατέψω, να την βοηθήσω να δει την αλήθεια? Γιατί?
Η πρώτη ή η τελευταία ασθενής ήταν που είχα αντιμετωπίσει? Την λυπάμαι? Από λύπηση τα κάνω όλα αυτά?
Κοίταζα το ποτήρι που είχε αδειάσει και το μυαλό μου ήταν στο κενό. Είχε περάσει μία ώρα που είχα φύγει απο το σπίτι της και ένιωθα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Η άψυχη καρδιά μου είχε να χτυπήσει πάνω απο 80 χρόνια και όμως αυτήν την στιγμή την ένιωθα πιο άδεια και πιο σιωπηλή απο ποτέ. Κοίταγα το ποτήρι μου και δεν κουνιόμουν. Σκέφτηκα να πάω μια βόλτα απο τους δικούς μου ίσως να μου κάνει καλό, αν τους δω, αν τους μιλήσω, μπορεί να ξεχνιόμουν ή και όχι.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και άρχισα να οδηγώ έχοντας την εικόνα της Μπέλας στο μυαλό μου, ένα αυτοκίνητο που έκανε προσπέραση απο την αντίθετη μεριά μου απέσπασε την προσοχή και έκανα στην άκρη για να μην πέσει απάνω μου και τότε είδα που ήμουν. Είχα γυρίσει στο σπίτι της, αντί να πάω στο σπίτι της οικογένειας μου είχα πάει στο δικό της.
Έσβησα την μηχανή και ακούμπησα το κεφάλι μου στο τιμόνι.
Μα τι κάνω? τι μου συμβαίνει? Έλεγα και ξανά έλεγα μέσα μου. Δεν μπορούσα να με καταλάβω.
Έμεινα εκεί μέχρι το ξημέρωμα χωρίς να κουνηθώ, επέβαλα στον εαυτό μου να μην πάω στο δωμάτιο της και τότε την είδα. Βγήκε απο το σπίτι, στα μάτια της διαγραφόταν το πόσο δύσκολη ήταν η βραδιά της. Σταμάτησα να αναπνέω, δεν κουνιόμουν καν, μόνο την κοίταζα να φεύγει.
Για άλλη μια φορά την ακολούθησα, πήγαινε στο σχολείο της.
Στο προαύλιο πολλοί ήταν αυτοί που την χαιρετούσαν άλλα εκείνη ή δεν τους έδινε σημασία ή απλός κούναγε το κεφάλι και τους προσπερνούσε
Δεν μίλαγε ποτέ, ήθελα να ακούσω τόσο την φωνή της, αλλά εκείνη δεν μίλαγε ποτέ.
Την παρακολουθούσα μια βδομάδα τώρα, πήγαινε σχολείο, γύριζε, κλεινόταν στο δωμάτιο της και έβγαινε μόνο όταν η μητέρα της την φώναζε για φαγητό και μετά πάλι κλειδωνόταν στο δωμάτιο της μέχρι την άλλη μέρα. Κάθε μέρα το ίδιο, και κάθε μέρα χωρίς μιλιά.
Ήθελα να φωνάξω, ήθελα να ουρλιάξω. Την έβλεπα να κλείνετε στο εαυτό της και πόναγα να την βλέπω έτσι.
Έπρεπε να κάνω κάτι, έπρεπε άλλα τι?
Εκείνο το απόγευμα πήγε στην βιβλιοθήκη και την ακολούθησα και εγώ.
Πάλι στο ίδιο σημείο πάλι ακίνητη και βουβή να κοιτάει το κενό.
Κάποια στιγμή κάποιος που περνούσε χωρίς να με κοιτάει πήγε να πέσει απάνω μου, για να τον αποφύγω κινήθηκα χωρίς να το σκεφτώ και τράνταξα την βιβλιοθήκη, τότε τα περισσότερα βιβλία που ήταν πίσω απο την πλάτη μου άρχισαν να πέφτουν. Κοίταξα το παιδί που κόντεψε να παίσει απάνω μου και εκείνος με κοίταξε αρκετά εκνευρισμένος.
«κοίτα τι έκανες τώρα, πως να τα τακτοποιήσω όλα αυτά?» είπε αρκετά νευριασμένος
«μην ανησυχείς θα σε βοηθήσω» του είπα και αρχίσαμε να τα τακτοποιούμε.
Στην αρχή δεν το κατάλαβα ότι είχε φύγει. Γύρισα να την κοιτάξω άλλα εκείνη δεν ήταν πουθενά.
«συγνώμη» είπα και έφυγα να την βρω
Βγήκα έξω και δεν ήταν πουθενά
Πήγα στο αυτοκίνητο άλλα η μυρωδιά της που ερχόταν απο την αντίθετη μεριά με ξάφνιασε.
Άρχησα να την ακολουθώ και τότε άκουσα την κραυγή της.
Τα έχασα έτρεχα σαν μανιακός να φτάσω κοντά της άλλα όταν βρέθηκα κοντά μπήκα σε μεγάλο δίλημμα. Τι έπρεπε να κάνω. Πως να την σώσω χωρίς να την τρομάξω. Πως θα καταφέρω να συγκρατηθώ απο την στιγμή που αιμορραγούσε?
Έκανα κύκλους γύρο τους για να καταλάβουν ότι κάτι συμβαίνει και να την αφήσουν, μέχρι να πάρω την απόφαση μου, για τον τρόπο διάσωσης της. Η μόνη λύση ήταν μπροστά μου, χωρίς να το σκεφτώ τράβηξα απότομα τον βιαστή της και ταυτόχρονα άρχισα να ρουφάω το αίμα του, για να μου ξεθολώσει το μυαλό ώστε να μπορέσω να αντισταθώ στο δικό της αίμα.
Είχα να πιω ανθρώπινο αίμα πάνω απο 40 χρόνια και αντί να με κάνει να νιώσω όπως τότε που έπινα ανθρώπινο αίμα, ένιωθα σκέτη αηδία.
Αηδία για τον εαυτό μου που το επέτρεψε αυτό, αηδία για το αίμα του που στο μυαλό μου φάνταζε δηλητήριο, μιας και αυτός ήταν ένα χειρότερο τέρας απο μένα και τέλος αηδία για τον ίδιο μου τον εαυτό γιατί εκείνη ήταν μπροστά μου και κοίταζε.
Με κοίταζε μέσα στα μάτια, έβλεπε το ένα τέρας να ρουφάει το αίμα του τέρατος που μόλις την κακοποιούσε και έμενε σιωπηλή, ακίνητη και τρομερά ψύχραιμη.
Με κοίταζε μέσα στα μάτια και μου έδειχνε ευγνωμοσύνη, μου έδειχνε εμπιστοσύνη και κάτι άλλο που δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω.
Τα έχασα, για πρώτη φορά στην ζωή μου τα έχασα, μηχανικά συνέχιζα να πίνω το αίμα του πάντα κοιτώντας την στα μάτια χωρίς να μπορώ να κουνηθώ.
Η ματιά της με μάγευε, έπρεπε να τον αρπάξω και να φύγω, άλλα έμενα εκεί και την κοίταζα όπως με κοίταζε και εκείνη.
Μα γιατί δεν αντιδρά, γιατί δεν ουρλιάζει, γιατί μου δείχνει τόση εμπιστοσύνη?
Η φωνή της Αλις με απέσπασε, ο άλλος εγκληματίας είχε μήνη και εκείνος ακίνητος όλη αυτήν την ώρα, απο φόβο και απο σοκ.
Μόλις τα μάτια μου άλλαξαν πορεία ξαφνικά συνειδητοποίησε τι συμβαίνει και άρχισε να τρέχει. Η φωνή της Αλις έφτασε πάλι στ αυτιά μου.
«Εντουάρτ τι κάνεις?? Έχεις τρελαθεί τελείως??» Είπε ψιθυριστά ώστε να την ακούω μόνο εγώ
Άφησα κάτω το άψυχο πλέον πτώμα και έκανα την κίνηση να φύγω, άλλα δεν μπορούσα να τρέξω, ένιωθα την ανάγκη να μείνω δίπλα της.
«Εντουαρττττττ», φώναξε τώρα η Αλις
Τότε πήρα το βλέμμα μου απο τα μάτια της και έκανα να φύγω, αλλά το αδύναμο χέρι της με σταμάτησε
«Όχι μη μην με αφήνεις μηηηηηηηη σε παρακαλώ», με παρακαλούσε? Είναι δυνατόν? Είδε ότι είδε και με παρακαλούσε να μείνω? Η υπομονή της Αλις όμως ήταν πλέων στα όρια της
«Εντουαρττττ κουνήσου τώρα»
«Θα γυρίσω, της είπα, μην φοβάσαι, θα γυρίσω για σένα»
«γύρνα πίσω σε παρακαλώωωωω όχιιιιιιιιιι», με παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια καθώς με κοίταζε να φεύγω
έφτασα στην Άλις και την πήρα απο το μπράτσο και αρχίσαμε να τρέχουμε ακολουθώντας τον δεύτερο εγκληματία και ταυτόχρονα της εξηγούσα τι είχε συμβεί.
Όταν τον φτάσαμε και τον αποτελείωσα προσέχοντας να μην χύσω και το δικό του αίμα, ώστε να μην με δελεάσει να το πιω – ένα δηλητήριο έφτανε για μια μέρα, δεν ήθελα και δεύτερο – η Αλις μου είπε να γυρίσω κοντά της και εκείνη θα έφερνε το αυτοκίνητο για να την πάμε στον Καρλάη.
Γύρισα πίσω διστακτικά ήρεμα, φοβούμενος μην την τρομάξω περισσότερο.
Δεν είναι δυνατών να μην είχε τρομάξει και όμως δεν είχε κουνηθεί σπιθαμή, παρέμενε στην ίδια θέση ακούνητη και αμίλητη, με δάκρυα στα μάτια χωρίς λυγμούς.
Έφτασα κοντά της και άρχισα να της μιλάω αποφεύγοντας να την κοιτάζω, μιλώντας της στο αφτί.
«είσαι καλά???» σιωπή
«δεν θα σε πειράξω δεν θέλω να με φοβάσαι» τίποτα
Αγχώθηκα τόσο πολύ ότι είχε πάθει μεγάλο σοκ και έτσι πήρα το πρόσωπο της στα χέρια μου και την ρώτησα χωρίς να προσέχω τον τόνο της φωνής μου.
«με ακούς τι σου λέω?» την ρώτησα με μεγάλη ένταση.
Και πάλι δεν μίλησε.
«πως σε λένε?» την ρώτησα ήρεμα για να μην προδοθώ ότι την ξέρω. Πάλι τίποτα.
«μην με φοβάσαι δεν θα σε πειράξω» της είπα και τότε ξέσπασε
«ΓΙΑΤΙΙΙΙΙ ΓΙΑΤΙΙΙΙΙΙ» έλεγε ξανά και ξανά μέσα απο τα δάκρυα της
Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα, πως είναι δυνατόν, αντί να είναι τρομοκρατημένη, αντί να μου ζητάει να μην την πειράξω, όπως θα έκανε ένας φυσιολογικός άνθρωπος που θα βρισκόταν σε αυτήν την θέση εκείνη με ρώταγε γιατί??
«γιατί τι» την ρώτησα γεμάτος περιέργεια και την κοίταξα βαθιά στα μάτια,
«σε παρακαλώ αποτελείωσε με» είπε και με σόκαρε
Όχι όχι δεν το πιστεύω όχι όχι δεν είναι δυνατόν
«σου αξίζει κάτι καλύτερο απο αυτό, σου αξίζουν πολλά περισσότερα»της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα
«ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ σε παρακαλώ» έλεγε μέσα απο τα δάκρυα της
«πως σε λένε» την ρώτησα πάλι για να της αποσπάσω την προσοχή
«Μπέλα?» ρώτησε, σίγουρα είχε πάθει μεγάλο σοκ
«Μπέλα άκουσε με, πρέπει να ζήσεις δεν πρέπει να αφήσεις αυτήν την βραδιά να σου χαλάσει την ζωή σου» την παρακάλεσα
«δεν έχω ζωή» και έμεινα άφωνος καθώς άρχιζα να συνδυάζω τα λόγια της με την πραγματικότητα, ήθελε τον θάνατο, τον επιδίωκε τον επιθυμούσε, ΟΧΙΙΙΙΙΙΙ, ούρλιαξα μέσα μου
«Μπέλα πρέπει να ζήσεις» της ξανά είπα απελπισμένος και τρομερά τρομοκρατημένος πια για το τι είχε στο μυαλό της και το τι είχε σκοπό να κάνει όταν θα ξανά πήγαινε στο σπίτι της. Έπρεπε κάτι να κάνω και έπρεπε να το κάνω τώρα.
«γιατί? Γιατί πρέπει?»
«κάντο για μένα σε παρακαλώ»
«όχι»
«σε παρακαλώ Μπέλα σε παρακαλώ»
«με παρακαλάς γιατί?»
«υποσχέσου μου Μπέλα σε παρακαλώ»
«να σου υποσχεθώ τι?»
«ότι θα ζήσεις Μπέλα ότι θα προχωρήσεις μπροστά και θα αλλάξεις το μέλλον σου και θα κάνεις μια νέα αρχή, σε παρακαλώ Μπέλα υποσχέσου μου»
Έμεινε να με κοιτάζει χωρίς να μιλάει
«σε παρακαλώ» είπα άλλη μια φορά αρχίζοντας να την σαγηνεύω, γιατί έβλεπα ότι δεν είχα πια άλλη λύση
«σε παρακαλώ υποσχέσου μου και εγώ για αντάλλαγμα θα σε κάνω να ξεχάσεις ότι σε πονά και θα σου πάρω τον πόνο που νιώθεις τώρα, σε παρακαλώ»
ένευσε μια φορά και τότε την σαγήνεψα για να θυμάται ότι ήθελα να θυμάται μόνο και αφού επιβεβαίωσα ότι τα είχε ξεχάσει, της επέβαλα να κοιμηθή.
Δεν ήθελα να το κάνω άλλα δεν είχα άλλη επιλογή.
Μόλις έκλεισε τα μάτια της, την πήγα με την Αλις στο νοσοκομείο όπου την ανάλαβε ο Καρλάη που είχε ήδη ενημερωθεί απο την Αλις για ότι είχε συμβεί.
«γιατί με άφησες μόνη μου?» άκουσα μια ψιθυριστή φωνή πίσω μου και κοκάλωσα στην θέση μου.
Γύρισα αργά και την κοίταξα
Και τότε άρχισε να γελά χωρίς σταματημό.
«δεν είναι αστείο» είπα νευρικά και τότε ξέσπασε σε μεγαλύτερα γέλια