Ετικέτες

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Ραντεβού με την ταχύτητα "Εφαρμογή σχεδίου"

Εντουαρτ

Βγήκα από το αμάξι έξαλλος από τον θυμό μου, μόνο και μόνο για να μην την πλακώσω στις γρήγορες.


Μπήκα στο λόμπι και με χαιρέτησε ο ρεσεψιονήστ.

«καλησπέρα κύριες Κάλεν»

«καλησπέρα Αλεν, η κυρία Άντερσον είναι επάνω?»

«εεε, ξέρετε η κυρία Άντερσον έφυγε το πρωί λίγο μετά απο εσάς και μου άφησε αυτό το γράμμα για σας»

«περίεργο, καλός σε ευχαριστώ»

Πήγα στο ανσανσερ και το κάλεσα για να ανέβω στον όροφο του δοματίου μου. Μόλις είχα πάρει μετάθεση και αποφασήσαμε να μείνουμε μαζί με την Τάνια σε αυτό το ξενοδοχείο μέχρι να βρούμε ένα δικό μας σπίτι για να φωλιάσουμε την αγάπη μας.

Είχαμε έρθει εδώ για να κάνουμε μια νέα αρχή, στην αρχή δεν της πολύ άρεσε αυτή η αλλαγή άλλα πίστευα ότι με το καιρό θα ενθουσιαζόταν και θα άλλαζε γνώμη και θα βρίσκαμε το σπιτάκι των ονείρων μας και θα κανονίζαμε τον γάμο μας για να ολοκληρωθεί η αγάπη μας.

Μετά όμως από τα σημερινά, δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερα τι να κάνω.

Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή και σίγουρα δεν μπορώ να την παραβλέψω, η Μπέλα μπορεί να είναι τρελή άλλα λόγο της φύσης της δουλειάς μου ξέρω πολύ καλά ότι έχει δίκιο, όμως εγώ δεν θα αφήσω αυτήν την γυναίκα να μου καταστρέψει την ζωή μου και τα όνειρα μου.

Όταν δέχτηκα να πάω μαζί τους, το ένστικτο μου έλεγε ότι σίγουρα κάτι κακό θα συμβεί απο την ένταση και τον τσακωμό που είχα δει μπροστά στα μάτια μου να διαδραματίζετε, άλλα απο ανοησία δέχτηκα και τώρα..........

Όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και πάγωσα. Όλα τα πράγματα μου ήταν στο πάτωμα και παντού ήταν σπασμένα όλα τα γυαλικά που διακοσμούσαν τον χώρο.

Τι συμβαίνει εδώ? Αναρωτήθηκα, έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα και εκεί τα ίδια και χειρότερα, όλα μου τα ρούχα ήταν διασκορπισμένα ενώ τα ρούχα της Τάνιας πουθενά.

Κάλεσα αμέσως την ρεσεψιόν


«παρακαλώ κύριε Κάλεν πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω»


«μπήκε κανένας στο δωμάτιο μου όσο έλειπα?»

«όχι κύριε Κάλεν φυσικά και όχι»

«εδώ μέσα είναι βομβαρδισμένο τοπίο, είσαι σίγουρος?»

«εεε ξέρετε»

«τι που να πάρει, τι πρέπει να ξέρω»

«λίγο μετά που φύγατε είδα την κυρία Άντερσον να φεύγει νευριασμένη και με μια βαλίτσα στο χέρι βρίζοντας»

«τι? Γιατί?»

«συγνώμη κύριε Κάλεν αλλά αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, δεν σας εξηγεί στο γράμμα της?»

Το γράμμα σωστά, σκέφτηκα, αυτό το είχα ξεχάσει.

«οκ Αλεν σε ευχαριστώ»

«τίποτα κύριε Κάλεν και λυπάμαι»

«οκ οκ» είπα και έκλεισα το ακουστικό με δύναμη

Τι άλλο θα μου συμβεί σήμερα, σκέφτηκα και έβγαλα το γράμμα απο την τσέπη μου και το άνοιξα



{Εντουαρτ σε μισώ, σε μισώ με όλη μου την ψυχή, με ξερίζωσες απο τον τόπο που τόσο αγαπούσα και τώρα ο άντρας τον ονείρων μου παντρεύεται άλλη, δεν θα σου το συγχωρέσω ποτέ, ποτέ αυτό που μου έκανες, εύχομαι να καείς στην κόλαση. Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ ξανά στην ζωή μου}




Τι????? Πως????


Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό? Εγώ την αγάπησα με όλη μου την καρδιά, ζούσα για εκείνη και μόνο και τώρα αυτό? Όλες ίδιες, όλες ψεύτρες αδίστακτες σκύλες. Δείνεις όλο σου το είναι και αυτές τρέχουν στον πρώτο τυχόντα σαν να μην πέρασες ποτέ απο την ζωή τους, σαν να μην της άγγιξες ποτέ.

Έπεσα στο κρεβάτι και έθαψα το πρόσωπο μου στο μαξιλάρι, ήθελα να ουρλιάξω, ήθελα να φωνάξω, ήθελα να πνίξω την πρώτη σκύλα που θα έβρισκα μπροστά μου.

Δεν της αντέχω άλλο, όλες το ίδιο, αδίστακτες, κυνικές, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς μέσα τους.

Καθόμουν εκεί για πολύ ώρα χωρίς συναισθήματα άδειος, άλλα ορκίστηκα ότι δεν θα κλάψω για καμία τους. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο

«κύριε Κάλεν σας ζητάει μια κυρία»

«δεν είμαι εδώ για κανέναν» είπα και έκλεισα το ακουστικό

Αυτή μου έλειπε τώρα. Είπα και γύρισα στο μαξιλάρι μου.

Τοκ τοκ τοκ

«φύγε όποιος και να είσαι δεν είμαι εδώ»

«Εντουαρτ, άνοιξε σε παρακαλώ η Μπελα είμαι»

«φύγε»

«όχι δεν φεύγω αν δεν μιλήσουμε»

«αν θες την ζωή σου φύγε» γέλια έξω απο την πόρτα

Χρτσχρτσχρτς, τι στο καλό?

«πως μπήκες?»

«εύκολα» είπε και μου έδειξε μια πλαστική κάρτα

«είσαι αδίστακτη»

«εγώ ξέρω τι είμαι, εσύ τι έπαθες εδώ?»

«να μην σε νοιάζει, σήκω φύγε»

«όχι τόσο εύκολα, πρώτα θα έρθεις μαζί μου»

«ξέχνα το, καλύτερα να με βρεις σε κανένα χαντάκι, παρά να έρθω μαζί σου»

«καλά καλά ότι πεις δικό σου είναι το κεφάλι, τουλάχιστον ειδοποίησες την κοπελια σου για να μην την πάρεις και αυτήν στο λεμό σου?»

Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε. Έτρεξα επάνω της και την άρπαξα απο το λαιμό


«τι θες απο την ζωή μου μου λες?»


Με μια κίνηση γύρισε το χέρι μου και με έριξε κάτω με άρπαξε απο τα μαλλιά και σήκωσε το κεφάλι μου για να την κοιτάω

«για άκου να σου πω κύριε Κάλεν, είμαι εδώ για να σου σώσω την ζωή ή μάλλον για να σου φτιάξω μια καινούργια καλύτερη ζωή και εσύ μου το ξεπληρώνεις έτσι?»

«και ποιος σου είπε ότι θέλω να μου σώσεις την ζωή, ποιος σου είπε ότι θέλω ένα καλύτερο μέλλον»

«απο όσο μπορώ να δω, τώρα απο ποτέ μάλλον το έχεις ανάγκη, γι αυτό συνετίσου μάζεψε τα πράγματα σου και πάμε να φύγουμε πριν έρθουν τα τσιράκια του Τζεηκ να σου σπάσουν τα μούτρα για προειδοποίηση» είπε και με άφησε με δύναμη να πέσω στο πάτωμα

Σηκώθηκα αργά και την κοίταξα στα μάτια

«ας έρθουν»

«εσύ θα με σκάσεις, σου λέω ότι απο λεπτό σε λεπτό θα μετράς τα κοκαλάκια σου και μου μου λες ας έρθουν?»

«δεν με νοιάζει πια»

«για άκου να σου πω, δεν σου επιτρέπω να τα παρατάς τόσο εύκολα, οκ σε παράτησε και??» την κοίταξα βλοσυρά


«τι είπες?»


«τι νομίζεις ότι δεν θα το μάθαινα? Αγάπ.... εμ συγνώμη εννοώ Έντουαρτ εμένα δεν μπορεί να μου ξεφύγει τίποτα. Τώρα μαζέψου και πάμε να φύγουμε πριν να είναι αργά»

«είσαι πάντα τόσο αυταρχική?»

«και δεν έχεις δει τίποτα ακόμα, τελείωνε προχώρα»

«δεν πάω πουθενά, ειδικά μαζί σου»

«δυστυχώς δεν έχεις άλλη επιλογή» είπε και κίνησε να πάει στο δωμάτιο μου για να μαζέψει τα πράγματα μου

«καλέ τι χαμός είναι αυτός, δεν προλαβαίνουμε να τα μαζέψουμε τώρα, πάμε να φύγουμε και θα σου πάρω καινούργια»

«δεν θέλω τίποτα απο εσένα, σήκω φύγε» στο άκουσμα των λέξεων μου με άρπαξε απο τον γιακά και με κόλλησε στον τοίχο

«δικιά σου είναι η ζωή κάνε την ότι θες, αλλά τώρα θα με ακολουθήσεις θες δεν θες το κατάλαβες?» άρχισα να γελάω

«δεν παίζεσαι» είπε και μου άστραψε ένα χαστούκι για να με συνεφέρει, τότε μου γύρισε το μάτι ανάποδα και χίμηξα επάνω της, παλεύαμε αρκετά άλλα πάντα έβρισκε τον τρόπο να αποφεύγει τις μπουνιές μου, ώσπου με έριξε κάτω και έπεσε απάνω μου ακινητοποιώντας με.

«αν νομίζεις ότι μπορείς να τα βάλεις μαζί μου είσαι γελασμένος» μου πέταξε μέσα στα μούτρα.

Εγώ έξαλλος απο τον θυμό άρχισα να την βρίζω και εκείνη ξαφνικά άρχισε να με φιλάει για να το βουλώσω.

Στην αρχή έβαλε μόνο τα χείλια της πάνω στα δικά μου για να με ακινητοποιήσει με δύναμη, άλλα αμέσως άλλαξε και έγινε πιο χαλαρό, εγώ δεν ανταποκρίθηκα αμέσως και τότε το έκανε πιο ερωτικό, πιο βαθύ και με συνεπήρε, άνοιξα τα χείλι μου για να την δεχτώ και εκείνη με φίλησε με τέτοιο πάθος που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ στην ζωή μου.

Η Τάνια ήταν ο έρωτας της ζωής μου, την αγαπούσα πολύ, άλλα ακόμα και με εκείνη ποτέ δεν είχα νιώσει όσα ένιωσα με αυτό το φιλί.

Άρχισα να ανταποκρίνομαι, βύθισα την γλώσσα μου μέσα στην δική της και εκείνη πήρε φωτιά, αναστέναξε και άρχισε πάλι να με φιλάει με περισσότερο πάθος, οι γλώσσες μας άρχισαν να χορεύουν και τα χείλια μας κινιόντουσαν παράλληλα με τον ίδιο ριθμο λες και όλη μας η ζωή εξαρτίοταν απο αυτό το φιλί. Τότε ένιωσα το φίλο μου να πέρνει φωτιά, το ένιωσε και εκείνη ήμουν σίγουρος γι αυτό.

Μόλις μείναμε απο αναπνοή σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια χωρίς να με αφήνει να κουνηθώ.

«τελείωσες? Ή μάλλον να πω ότι μόλις άρχισες?» με ρώτησε με ένα περίεργο βλέμμα που δεν μπορούσα να το αποκρυπτογραφήσω.

Σηκώθηκε απο πάνω μου και άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα της, ενώ εγώ καθόμουν στην ίδια θέση χωρίς να μπορώ να πάρω μια απόφαση για το τι θέλω να κάνω.

«σήκω δεν έχουμε καιρό απο στιγμή σε στιγμή θα μπούν μέσα τα τσιράκια του Τζεηκ και τότε δεν θα μπορώ να μας σώσω και τους δύο»

Υπάκουσα στην εντολή της και την ακολούθησα μηχανικά ακόμα χαμένος μέσα στο φιλί που μου είχε δώσει.

Κατεβήκαμε κάτω και μόλις φτάσαμε στο λόμπι

«Αλεν μουυυ, σε παρακαλώ μπορείς να στείλεις κάποιον στο δωμάτιο του κυρίου Κάλεν να μαζέψει τα πράγματα του?» είπε με νάζι, ήταν δαίμονας, ήξερε πως να κάνει έναν άντρα να χάσει την ανάσα του.

«εεε φυσικά φυσικά» είπε ο Αλεν σαστισμένος

«και τι να τα κάνουμε?»

«τα ρούχα δώστα όπου θες ότι προσωπικά αντικείμενα βρεις κράτα τα και θα στείλω εγώ αύριο την Μάργκαρετ, να τα πάρει, αλλά ξέρεις εσύ, δεν πρέπει να μάθει κανείς γι αυτό οκ?»

Τα προσωπικά μου αντικείμενα?

«μια στιγμή πρέπει να πάω να πάρω κάτι» φώναξα και έτρεξα προς το ανσανσερ

«Έντουαρτ δεν έχουμε καιρό» φώναξε η Μπέλα πίσω μου αλλά εγώ είχα ήδη μπει στο ανσανσερ πριν προλάβει να με σταματήσει και πάτησα το κουμπί για να ανέβω στον όροφο μου

Μόλις έφτασα έτρεξα κατευθείαν στην ντουλάπα μου άλλα δεν το βρήκα εκεί, έψαξα παντού κάτω απο τα ρούχα άλλα πουθενά,

«η @#$%^& το έκλεψε? Άτοιμες γυναίκεςςςςςς» ούρλιαζα

«παιδάκι μου τι έπαθες έχεις τρελαθεί τελείως σε λίγο θα είναι εδώ και εσύ κάθεσαι και ψάχνεις τα πράγματα σου?»

«μου το έκλεψε η $%^&*»

«πάμε να φύγουμε τώρα και την βρίζεις στον δρόμο με την ησυχία σου άλλα πάμε τώρα να φύγουμε σε παρακαλώ»

«μισό λεπτό» είπα και άρχισα πάλι να ψάχνω σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια άλλα τίποτα, τότε με έπιασε απο το χέρι και άρχισε να με σέρνει

«άφησε με»

«άκουσε με για τελευταία φορά, αν μας βρούνε εδώ δεν ξέρω σε τι κατάσταση θα καταφέρουμε να βγούμε από εδώ μέσα και σίγουρα με φορείο, άστους να περάσουν να κάνουν την δουλειά τους και αύριο θα στείλω κάποιον να πάρει τα πράγματα σου απο τον Αλεν εντάξει?»

Τελικά υπέκυψα και την ακολούθησα

Μόλις βγήκαμε στον δρόμο έπαθα πλάκα, εκείνη δεν σταμάτησε να περπατάει, πέρασε τον δρόμο σαν να μην υπήρχαν αυτοκίνητα με έναν αέρα και έφτασε μπροστά σε μία μηχανή Ducati



Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό και την κοίταζα

«άντε παιδάκι μου τι περιμένεις? Τρέχα σου λέω οι άλλοι είναι πίσω μας»

Με αυτήν την δήλωση έβγαλα φτερά στα πόδια μου άλλα μόλις αντιλήφθηκα ότι ερχόταν ένα αυτοκίνητο καταπάνω μου κοκάλωσα και με το που με προσπέρασε έπεσα κάτω. Η Μπέλα βλέποντας την σκηνή κοίταξε ψιλά στον ουρανό απηυδισμένη, έβαλε ταχήτητα και έκανε τον κύκλο σταματόντας τα αυτοκίνητα για να μην με χτυπήσουν, φρέναρε σε απόσταση αναπνωής απο μένα και μου έτινε το χέρι της.

«ήθελα να ήξερα τις σόι εκπαίδευση σας κάνουν» είπε εκνευρισμένη και με την βοήθεια της ανέβηκα απάνω ντροπιασμένος. Και πριν προλάβω να κρατηθώ άρχισε να τρέχει σαν μανιακή.

«κρατήσου» είπε επιτακτικά και το έκανα αμέσως γιατί αλλιώς θα έπεφτα κάτω.

Έτρεχε σαν τον άνεμο πέρναγε απο τα αυτοκίνητα σε απόσταση αναπνοής αλλά με τέτοιο αέρα που δεν είχα ξαναδεί. Είχα εξτασιαστεί, πάντα μου άρεσε η ταχύτητα και πάντα νόμιζα ότι η δική μου οδήγηση ήταν τρελή, αλλά αυτή γυναίκα ήταν ο δαίμονας της ταχύτητας και της αδρεναλίνης


«προσπάθησε να ισορροπήσεις τις κινήσεις σου με τις δικές μου γιατί αλλιώς θα μας παρασύρεις σε καμιά στροφή» είπε δυνατά και εγώ αμέσως ένωσα το κορμί μου με το δικό της και έγινα ένα μαζί της, οι κινήσεις μας σινγχρονιστίκανε και ήταν σαν να οδηγούσα εγώ την μηχανή, η αίσθηση αυτή πραγματικά δεν περιγράφετε. Έπερνε τις στροφες γέρνοντας όλο της το κορμί και εγώ στην αρχή νόμιζα ότι τα γόνατα μας θα ακουμπήσουν στην άσφαλτο, άλλα το επανέφερε αμέσως και συνέχιζε να τρέχει σαν τον άνεμο. Ήταν ένα απερίγραπτο συναίσθημα, ένιωθα τα κορμιά μας σαν να βρισκόντουσαν σε έναν μαγηκό χορό, ένα ερωτικό χορό που η αδρεναλήνη μας παρέσερνε.


Κάποια στιγμή αφού είχα με περάσει την πόλη, έστριψε σε ένα δασάκι που το μονοπάτι ήταν τόσο μικρό που αν έκανα μια κίνηση σίγουρα θα με χτυπούσαν τα φιλόματα, λίγο πριν φτάσουμε σε έναν τοίχο, πάτησε ένα κουμπί και ο τοίχος άνοιξε τόσο όσο ήταν η μυχανή, πέρασε σε αυτό το μικρό κενό που ίσα που χωράγαμε χωρίς να κόβει ταχήτητα και με μια άνεση απίστευτη. Ξαναπάτισε το κουμπί ενώ ταυτόχρονα σταμάτησε την μηχανή με απότομη κίνηση που γυρίσαμε στην ακριβός αντίθετη κατεύθυνση απο αυτήν που ήμασταν, έβαλε το πόδι της κάτω και το ακινητοποίησε. Εγώ είχα μείνει κάγκελο.

«μπορείς να κατέβεις φτάσαμε» είπε ήρεμα

Δεν κουνήθηκα δεν ήξερα αν μπορούσα

«τι περιμένεις?»

«δεν νομίζω ότι μπορώ» δήλωσα δειλά


Γέλασε απαλά και απελευθέρωσε τα χέρια μου απο το σφιχτό μου κράτημα, έβαλε το σταντ και κρατώντας το ένα μου χέρι, κατέβηκε πρώτη, ελευθέρωσε το ένα μου πόδι και έβαλε το χέρι της στην μέση μου.


«έλα πρέπει να με βοηθήσεις»

Έβαλα δύναμη στο άλλο μου πόδι και κατάφερα να κατέβω άλλα δεν ήμουν σίγουρος για την ισορροπία μου.

«πρώτη σου φορά?» ρώτησε χαμογελώντας


«με μια μανιακή σαν και εσένα? Ναι» της ανταπέδωσα και γέλασε πιο δυνατά


«όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας, εμένα τυχαίνει να είναι η αδρεναλίνη»

«ναι το έπιασα αυτό» και γελάσαμε και οι δύο

«έλα ένα ζεστό μπάνιο θα σε συνεφέρει»

Καθώς φεύγαμε παρατηρούσα τον χώρο, ήταν αρκετά εβρίχορος και ήταν γεμμάτος με πολιτελή αμάξια και μηχανές μεγάλου κιβισμού.

Ανέβηκα με σε μια σκάλα και βρεθήκαμε σε έναν χώρο υποδοχής φαντάστηκα.

«εδώ θα είσαι ασφαλείς δεν θα τολμήσει κανείς να μπει και να βγει χωρίς την άδεια μου»

«που είμαστε?»

«στο σπίτι μου»

«και ο Τζεηκ?»

«μην ανησυχείς γι αυτόν, όπως είπα και πριν κανείς δεν τολμάει να μπει ή να βγει χωρίς την άδεια μου»

«το φαντάζομαι, ποιος τολμάει να πάει κόντρα σε σένα?»

«εσύ» είπε και γέλασε και γέλασα και εγώ

Αφού με οδήγησε σε ένα ανσανσερ ανεβήκαμε στον 2ο όροφο και βγήκαμε σε έναν διάδρομο, ήταν τόσο ζεστός και ευχάριστος με πολύ γούστο διακοσμημένος. Με οδήγησε στο τέλος του διαδρόμου άνοιξε μια πόρτα και με έβαλε μέσα σε ένα δωμάτιο που όμοιο του δεν είχα ξανά δει.

«ουαουυυ» είπα

«σου αρέσει?»

«ναι»

«χαίρομαι, το μπάνιο είναι εκείνη η πόρτα απέναντι, ρούχα θα βρεις στην ντουλάπα, δεν έχει πολλά και ελπίζω να σου κάνουν, η Μάργκαρετ θα έρθει σε λίγο για να πάρει τα ρούχα σου και θα πάει να σου πάρει μια αλλαξιά για σήμερα και αύριο μπορείτε να πάτε μαζί για να πάρετε ότι θέλετε, δεν θέλω να νιώθεις ότι σου επιβάλω και το ντύσιμο» είπε πειραχτικά


«εδώ μου έχεις επιβάλει ολόκληρη ζωή στο ντύσιμο κολλάς?» αυτή η γυναίκα με βγάζει απο τα ρούχα μου κάθε τι που λέει είναι σαν να πατάει ένα νεύρο και δεν μπορώ να αντισταθώ να μην της αντιγυρίσω τα λόγια της. Πως το κάνει αυτό εγώ ήμουν πάντα ευγενικός και τζέντλεμαν με της γυναίκες άλλα με αυτήν όχι, αυτήν μα τον θεώ θέλω να την ξεμαλιάσω.


Γέλασε και κούνησε το κεφάλι της

«σε δύο ώρες θα είναι έτοιμο το τραπέζι κατέβα στον πρώτο όροφο, και θα βρεις εύκολα την τραπεζαρία, α και ξεκουράσου σε παρακαλώ όσο μπορείς γιατί στις 11 θα φύγουμε και δεν θέλω να κοιμηθείς στον δρόμο, πρέπει να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά σε όλη την διαδρομή και να καταγράφεις στο μυαλό σου ότι σου δείχνω, το κατάλαβες?»

«μάλιστα κυρία» κούνησε πάλι το κεφάλι της χαμογελώντας και έφυγε

Έμεινα μόνος και άρχισα να γδύνομαι, πραγματικά είχα ανάγκη ένα μπάνιο, όλο αυτό το στρεσάρισμα με είχε αποδιοργανώσει. Άραγε πάντα έτσι είναι η ζωή της? Αναρωτήθηκα. Και τι σε νοιάζει εσένα πως είναι ζωή της.... άκουσα μια φωνή μέσα μου. Πήρα μια ανάσα και πήγα στο μπάνιο. 


σχόλια για το Fanfiction μπορείτε να αφήνετε εδώ   
Κεφάλαιο 1< > Κεφάλαιο 3

ESCAPE POLH FANTASMA