Music Playlist at MixPod.com
Μπέλα
Όλος αυτός ο μήνας ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου, με τον Έντουαρτ ταιριάζαμε πάρα πολύ και όλη του η αγάπη για μένα με έκανε να νιώθω μοναδική. Είχαμε καταφέρεις να εξιστορήσουμε πολλά πράγματα για την ζωή μας ο ένας στον άλλο, αλλά πάντα το θέμα για το τι προκαλεί τους εφιάλτες του έμενε αναπάντητο. Προσπάθησα πάρα πολλές φορές να τον κάνω να μου ανοιχτεί άλλα πάντα έβρισκε μια δικαιολογία για να αλλάζει θέμα και αυτό με πλήγωνε.
Απο την πρώτη μέρα η Λεάνα κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε μεταξύ μας και μόλις βρήκε την ευκαιρία να με βρει μόνη μου με πήρε αμέσως στην αγκαλιά της και με ευχαρίστησε που τον έκανα τόσο ευτυχισμένο. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ποτέ στην ζωή της δεν τον είχε δει τόσο ανάλαφρο και χαρούμενο. Πάντα την έτρωγε το γεγονός ότι με την ζωή που έχει επιλέξει δεν θα κατάφερνε ποτέ να βρει την ευτυχία που του άξιζε και την βασάνιζε πάντα αυτό.
Το υπόλοιπο προσωπικό ήταν διακριτικό αλλά και εμείς δεν δίναμε ποτέ δικαιώματα ιδίως μπροστά στην Νες γιατί δεν θέλαμε να την πληγώσουμε στην περίπτωση που θα το έβλεπε στραβά. Απο την άλλη η Νες ήταν πιο χαρούμενη και ευτυχισμένη απο ποτέ, το όλο κλήμα στο σπίτι ήταν τόσο ήρεμο και εκείνη είχε καταφέρει να βρει τις ισορροπίες που τόσο της λείπανε για να μπορέσει να τα βρει με τον εαυτό της.
Μέσα απο τις συζητήσεις που κάναμε με τον Έντουαρτ είχα καταλάβει ότι η Νες για την μητέρα της ήταν ένα μέσο για την μεγάλη ζωή που πάντα ονειρευόταν και τίποτα παραπάνω και αυτό με στεναχωρούσε πάρα πολύ γιατί η Νες παρόλο που το ένιωθε, έκανε τα πάντα για να της αποσπάσει την προσοχή και να κερδίσει την αγάπη της που τόσο λαχταρούσε να πάρει απο εκείνη, χωρίς ανταπόκριση.
Οι μέρες περνούσαν και εγώ και ο Έντουαρτ προσπαθούσαμε να απολαύσουμε αυτήν την ευτυχία όσο περισσότερο μπορούσαμε. Οι εφιάλτες του είχαν μειωθεί αρκετά αλλά δεν είχαν φύγει τελείως και με άφηναν αρκετά βράδια ξάγρυπνη να τον παρηγορώ. Από την άλλη η Νες, η σχολή, το διάβασμα και οι στιγμές που περνάγαμε μαζί, είχαν αρχίσει να με εξαντλούν, τα μόνα βράδια που κοιμόμουν κανονικά, ήταν μόνο της ημέρες που είχε βάρδια στο νοσοκομείο ή κάποιο έκτακτο χειρουργείο, όμως ποτέ δεν είπα τίποτα γιατί δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα λεπτό ανεκμετάλλευτο, ιδίως αφού ήξερα ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ.
Ένα βράδυ με έπιασε βήχας και σηκώθηκε να μου φέρει νερό, την στιγμή που γύρισε με βρήκε να κοιμάμαι και τότε το κατάλαβε και εκείνος. Με φίλησε τρυφερά παίρνοντας με στην αγκαλιά του και εγώ τρόμαξα και ξύπνησα.
«ωχ με πήρε ο ύπνος» είπα απολογητικά άλλα πολύ αδύναμα
«γιατί δεν μου είπες ότι είσαι τόσο κουρασμένη?»
«συγνώμη» είπα με παράπονο
«καρδιά μου γιατί μου ζητάς συγνώμη είναι λογικό να έχεις εξαντληθεί με όλο αυτό το φορτωμένο πρόγραμμα. Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη που παρασύρθηκα απο την ανάγκη μου για σένα που δεν σε σκέφτηκα καθόλου»
«σ’ αγαπάω» του είπα κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια
«και εγώ ζωή μου» είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά του δίνοντας μου ένα φιλί στο μέτωπο τρυφερά αφήνοντας με να κοιμηθώ.
Απο την επόμενη μέρα με φρόντιζε και με πρόσεχε τόσο πολύ σε σημείο να νιώθω τόσο περίεργα. Δεν είχα συνηθίσει να με φροντίζουν και τώρα που το έκανε εκείνος για μένα μου φαινόταν εξωπραγματικό αλλά μου άρεσε.
Ένα βράδυ στον ύπνο του καταλάθος με χτύπησε παρασυρόμενος απο το όνειρο του χωρίς να το καταλάβει. Όταν τον ξύπνησα και είδε το σημάδι τρελάθηκε και άρχισε να μου ζητάει συγνώμη.
«σε παρακαλώ δεν έγινε τίποτα, δεν το έκανες επίτηδες» προσπαθούσα μάταια να τον παρηγορήσω χωρίς αποτέλεσμα, δεν τον είχα ξαναδεί έτσι και αυτό με στεναχωρούσε περισσότερο.
Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι ίσως τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή να επαναφέρω το θέμα για να τον κάνω να ανοιχτεί.
«συγνώμη καρδιά μου πραγματικά νιώθω τόσο άσχημα που το έκανα αυτό» είπε με πόνο στην φωνή του
«Έντουαρτ μήπως είναι η ώρα να το συζητήσουμε?»
«σε παρακαλώ μην μου το κάνεις αυτό» είπε ενώ σηκώθηκε αυτόματα πιάνοντας το κεφάλι του
«γιατί δεν μου έχεις εμπιστοσύνη?»
«Μπέλα δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης ξέρεις πόσο σε αγαπάω και πως δεν θέλω να κρύβω τίποτα απο σένα αλλά δεν είμαι έτοιμος γι αυτό» πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα αφήνοντας να ακουμπήσει το πρόσωπο μου στην πλάτη του
«δεν θα σε κρίνω» του είπα απαλά
«το ξέρω αλλά δεν μπορώ Μπέλα σε παρακαλώ» πήρα μια βαθιά ανάσα και για άλλη μια φορά τα παράτησα, δεν μπορούσα να τον βλέπω να υποφέρει τόσο πολύ.
Το τελευταίο μας βράδυ κατάφερα να κάνω άλλη μια προσπάθεια και αν δεν είχε έρθει απο το πουθενά η Τάνια να μας πιάσει στα πράσα σίγουρα θα το είχα καταφέρει.
Με είχε στην αγκαλιά του όπως κάθε βράδυ και με φιλούσε τρυφερά χαϊδεύοντας το σώμα μου τόσο απαλά που ανατρίχιαζα ολόκληρη. Βάθυνα το φιλί μου για να του δείξω πόσο όμορφα ένιωθα και με γύρισε να ακουμπήσω στο κρεβάτι συνεχίζοντας τα φιλιά του κατεβαίνοντας προς το στήθος μου.
Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα ότι έπρεπε κάπως να τον κάνω να ανοιχτεί, φυσικά ήξερα ότι αυτό μπορεί να κατέστρεφε την βραδιά μας άλλα ένιωθα την ανάγκη τώρα περισσότερο απο κάθε άλλη φορά να τον κάνω να απαλλαγεί απο τα βάσανα του.
«Έντουαρτ?»
«μμμμμ» είπε χωρίς να σταματάει τα φιλιά του
«μήπως το παρακινδυνεύσουμε που δεν παίρνουμε προφυλάξεις?» αμέσως τον ένιωσα να παγώνει άλλα μόνο για μια στιγμή και μετά άρχισε να γελάει
«ωραίος γιατρός είμαι συμβουλεύω τους άλλους να προσέχουν και εγώ ο ίδιος κάνω ακριβός το αντίθετο» είπε για να θολώσει τα νερά και σηκώθηκε να πάρει ένα προφυλακτικό απο την τσάντα του.
Γύρισε κοντά μου το έβαλε στο κομοδίνο για να το χρησιμοποιήσει όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή και άρχισε πάλι να με φιλάει πιο απαιτητικά απο πριν, η καρδιά μου σφύχτηκε αλλά σήμερα δεν θα τα παρατούσα.
«ελπίζω να μην είναι πολύ αργά»
«για πιο πράγμα?»
«εννοώ να μην έχω μείνει ήδη έγκυος ...........πάγωσε στην θέση του και άφησε το κεφάλι του να πέσει απαλά πάνω στο στήθος μου αφήνοντας την αναπνοή του να βγει βίαια απο το στόμα του κοιτώντας απο την άλλη μεριά. Άρχισα να του χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά και όσο πιο ήρεμα μπορούσα συνέχισα ................. Έντουαρτ? ............ δεν αντέδρασε ............. τι συμβαίνει? Είπα κάτι που σε στεναχώρησε? .... Γύρισε την ματιά του σε μένα με πόνο και ήρθε κοντά μου φυλακίζοντας με σφιχτά στην αγκαλιά του χωρίς να μιλάει ............ πες μου» είπα πιο απαλά
«τι θες να σου πω?»
«τι σκέφτεσαι»
«σε παρακαλώ Μπέλα»
«έχει να κάνει με τους εφιάλτες σου» είπα περισσότερο σαν διαπίστωση παρά σαν ερώτηση, κατευθείαν έχωσε το κεφάλι του μέσα στα μαλλιά μου και πήρε μια βαθιά αναπνοή
«ναι» παραδέχτηκε τελικά
«θα μου πεις?»
«δεν μπορώ Μπέλα»
«γιατί?»
«ντρέπομαι τόσο πολύ γι αυτό» άρχισα να τον χαϊδεύω για να τον παρηγορήσω και την στιγμή που είχε χαλαρώσει και ήταν έτοιμος να μου ανοιχτεί άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Τάνια με αυτάρεσκο ύφος και άρχισε να μας κατσαδιάζει.
«ώστε δεν ήταν αυτό που φανταζόμουν ε?»
«Τάνια βγαις έξω τώρα, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να επεμβαίνεις στην ζωή μου» της πέταξε έξαλλος ο Έντουαρτ και πήγε να σηκωθεί για να της επιτεθεί άλλα τελευταία στιγμή τον κράτησα για να μην κάνει καμία βλακεία που θα μετάνιωνε για όλη του την ζωή.
«δεν έχω ε???» συνέχισε εκείνη απτόητη και έφυγε χωρίς να κλείσει την πόρτα
Κατευθείαν σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να ντυνόμαστε, αλλά πριν προλάβουμε να κάνουμε τίποτα μπήκε ξανά η Τάνια με την μικρή στην αγκαλιά της
«να δες ποιος είναι ο πατέρας σου και πως μου φέρεται» της είπε άγρια και το παιδί σοκαρίστηκε
Κοιταχτήκαμε με τον Έντουαρτ στα μάτια και εκείνος έτρεξε κατευθείαν κοντά της
«Νες μου σε παρακαλώ μην βγάλεις βιαστικά συμπεράσματα απο αυτό, δώσε μου την ευκαιρία να σου εξηγήσω» η Νες λίγο απο τον ύπνο λίγο απο το σοκ που μας είδε έτσι μαζί είχε σαστίσει και δεν ήξερε πως να αντιδράσει ή τι να πει, τότε άρπαξε η Τάνια την ευκαιρία που ζητούσε και έφερε την κατάσταση στα μέτρα της.
«εσύ θα σηκωθείς και θα φύγεις απο το σπίτι μου βρώμα όσο για σένα δεν έχω λόγια θα τα πούμε στον δικηγόρο και φυσικά να ξεχάσεις την μικρή»
«Τάνια σύνελθε δεν ξέρεις τι λες»
«μπαμπααααα» άρχισε τότε η μικρή να τσιρίζει και ο Έντουαρτ προσπάθησε να την πάρει απο την αγκαλιά της Τάνια χωρίς αποτέλεσμα
Η Τάνια την έσφιξε κοντά της και βγήκε απο το δωμάτιο παίρνοντας την μαζί της, ο Έντουαρτ έτρεξε πίσω τους αλλά εκείνη κατάφερε να μπει μέσα στο δωμάτιο της κλειδώνοντας την πόρτα και τότε άρχισε να την βρίζει και να της φωνάζει άσχημα.
Έτρεξε κοντά του και τον πήρα στην αγκαλιά μου για να τον σταματήσω.
«σκέψου την μικρή» του είπα μόνο και τότε πάγωσε κοιτώντας με στα μάτια με πόνο και με άφησε να τον οδηγήσω πάλι στο δωμάτιο του.
Τον άφησα να ξεσπάσει για αρκετή ώρα στην αγκαλιά μου μέχρι που απο την εξάντληση τον πήρε ο ύπνος. Όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι, οι εφιάλτες είχαν γυρίσει για τα καλά και τρανταζόταν ολόκληρος φωνάζοντας και βρίζοντας πολύ άσχημα. Προσπάθησα με μεγάλο κόπο να τον ξυπνήσω και η ματιά του με τρόμαξε τόσο πολύ που δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην βάλω τις φωνές όμως δεν τα έχασα, τον πήρα πάλι στην αγκαλιά μου και άρχισα να τον παρηγορώ μέχρι που κάποια στιγμή ξημέρωσε και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα μπάνιο να ηρεμήσουμε και να κατέβουμε κάτω για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση.
Πήγα στο δωμάτιο μου και τον άφησα για να ετοιμαστώ και εγώ. Όταν κατεβήκαμε κάτω η Τάνια με την μικρή ήταν ήδη εκεί. Η Τάνια φαινόταν καθαρά ότι είχε ήδη καταφέρει να σπείρει διχόνοια στις σκέψεις της μικρής και αυτό φαινόταν πιο πολύ γιατί η μικρή για πρώτη φορά αντί να κάτσει στην συνηθισμένη θέση που καθόταν πάντα, αυτήν την φορά είχε επιλέξει να κάτσει δίπλα της. Μόλις μπήκαμε στην τραπεζαρία γυρίσαμε και ανταλλάξαμε ματιές και ο Έντουαρτ πήγε να κάτσει στην συνηθισμένη του θέση αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα πήγα κοντά στην μικρή και έκατσα στην διπλανή της θέση για να της μιλήσω.
«Νες μου? ........... η μικρή αυτόματα γύρισε την ματιά της αλλού τρομερά εκνευρισμένη ........... θέλω να με συγχωρέσεις που πρόδωσα την εμπιστοσύνη σου»
«δεν το περίμενα ποτέ απο εσένα» είπε χωρίς να με κοιτάει
«αν μου δώσεις την ευκαιρία να σου μιλήσω θα καταλάβεις ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά»
«οι υπηρεσίες σου εδώ έχουν τελειώσει δεν έχεις πλέον δικαίωμα να μιλάς με την κόρη μου για κανένα θέμα»
«Τάνια» της φώναξε ο Έντουαρτ τρομερά εκνευρισμένος άλλα τον σταμάτησα με το χέρι μου
«Νες μου αν εσύ πιστεύεις ότι είναι καλύτερα για όλους μας να φύγω απο κοντά σου τότε θα το κάνω. Το μόνο που με νοιάζει είναι εσύ πως νιώθεις για όλα αυτά»
«θέλω να φύγεις» είπε δυνατά
«τότε θα φύγω ............... της είπα απαλά και σηκώθηκα της άφησα ένα φιλί στο κεφάλι και γύρισα να πάω στο δωμάτιο μου για να μαζέψω τα πράγματα μου. Στην σκάλα με πρόλαβε ο Έντουαρτ και με πήρε στην αγκαλιά του. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα την Λεάνα να με κοιτάει με τρομοκρατημένο ύφος κουνώντας το κεφάλι της θέλοντας να μου δείξει βουβά να μην τον αφήσω ........... έλα μαζί μου» του είπα και του έδωσα το χέρι μου για να με ακολουθήσει.
Όταν φτάσαμε στο δωμάτιο μου τον άφησα να κάτσει στο κρεβάτι και έκατσα στα πόδια του παίρνοντας τον στην αγκαλιά μου.
«το ξέραμε ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα γινότανε»
«Μπέλα δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»
«δεν σου ζητάω να χωρίσουμε Έντουαρτ αλλά πρέπει να με αφήσεις να φύγω, η προτεραιότητα σου πρέπει να είναι η ψυχική ηρεμία και οι σωστές ισορροπίες της Νες, όταν θα μπορούμε θα βρισκόμαστε»
«δεν είναι το ίδιο»
«είναι όμως κάτι και αυτό»
«Μπέλα»
«σσσς πήγαινε στην κόρη σου που σε έχει ανάγκη και άσε με να ετοιμαστώ»
«που θα πας?»
«δεν ξέρω θα δω»
«άσε με να σε βοηθήσω»
«Έντουαρτ όχι σε παρακαλώ μην με κάνεις να αισθάνομαι πιο άσχημα θα τα καταφέρω»
«σε παρακαλώ»
«όχι» είπα απότομα και σηκώθηκα απο την αγκαλιά του πηγαίνοντας στην ντουλάπα μου για να βγάλω τα πράγματα μου. Ήρθε απο πίσω μου και με πήρε στην αγκαλιά του
«σ’ αγαπώ» είπε και γύρισα να τον αντικρίσω
«και εγώ σ’ αγαπώ αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ» μου έδωσε ένα απελπισμένο φιλί και με άφησε να κατέβει κάτω. Μάζεψα τα πράγματα μου και έφυγα χωρίς να χαιρετίσω κανέναν.
Ο επόμενος ενάμισης μήνας ήταν σκέτο μαρτύριο για όλους μας, εγώ απο την μια η μόνη δουλειά που βρήκα ήταν σερβιτόρα σε ένα 24ώρο καφέ εστιατόριο και αναγκάστηκα να παρατήσω την σχολή μέχρι να γυρίσω τα μαθήματα πρωινά γιατί δούλευα πάντα το απόγευμα, ο Έντουαρτ έγινε έξαλλος άλλα δεν του έδωσα τα περιθώρια για να κάνει κάτι άλλο, δεν θα δεχόμουν ποτέ να με σπιτώσει, αν και ήξερα ότι ποτέ δεν ήταν αυτή η πρόθεση του ωστόσο δεν μπορούσα και πάλι να το δεχτώ. Στην αρχή έμενα με μια συμφοιτήτρια μου αλλά πολύ γρήγορα βρήκα ένα μικρό διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία κοντά στην δουλειά που μπορούσα με τον μισθό μου να το συντηρήσω και έτσι μπορέσαμε να είμαστε και πάλι μαζί.
Ο Έντουαρτ απο την άλλη είχε γίνει χίλια κομμάτια, απο την μια το νοσοκομείο, απο την άλλη το σπίτι και τα βράδια μαζί μου, τον είχαν κάνει ερείπιο απο την εξάντληση και την κούραση αλλά δεν έλεγε ποτέ τίποτα. Προκειμένου να είμαστε έστω και για τόσο λίγο μαζί και ταυτόχρονα να μην χάσει την επαφή του με την μικρή, υπέμενε τα πάντα και έκανε πίσω σε όλες τις απαιτήσεις της Τάνια.
Απο την άλλη η Νες τώρα που είδε ότι έστω και με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε επιτέλους να αποσπάσει την προσοχή της μητέρας της, άφηνε την Τάνια να την καθοδηγεί και να κάνει τα θελήματα της για να καταφέρει να κερδίσει την αγάπη της και αυτό έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Ένα πρωινό πριν φύγει για την δουλειά, μου ζήτησε τα κλειδιά μου για να μου κάνει μια έκπληξη και εγώ του τα έδωσα. Πήγα στην δουλειά και πριν φύγω τον είδα που ερχόταν να με πάρει με ένα πλατύ χαμόγελο. Η καρδιά μου αμέσως άρχισε να χτυπάει τρελά, είχα τόσο καιρό να τον δω τόσο χαρούμενο που δεν με ένοιαζε τι ήταν αυτό που είχε ετοιμάσει, μου αρκούσε μόνο που τον έβλεπα και πάλι χαμογελαστό.
Έκατσε στην συνηθισμένη του θέση και με περίμενε, του πήγα καφέ μέχρι να μαζέψω τα τραπέζια και εκείνος δεν μπορούσε να κρύψει την χαρά του χαϊδεύοντας μου το χέρι διακριτικά. Του έκανα νόημα με τα μάτια να σταματήσει γιατί δεν ήθελα να δίνω δικαιώματα, του χαμογέλασα και έφυγα να κάνω τις τελευταίες προετοιμασίες για να σχολάσω.
Όταν σχόλασα βγήκα έξω και πήγα στο πάρκινγκ να τον περιμένω όπως πάντα, ξαφνικά ήρθε απο πίσω μου και με πήρε στην αγκαλιά του κάνοντας με σβούρες στο αέρα.
«σταμάτα θα μας δούνε» του είπα γελώντας
«θέλω να μάθει όλος ο κόσμος πόσο σε αγαπώ και ότι είσαι μόνο δικιά μου» είπε τσιρίζοντας και του έκλεισα το στόμα χαχανίζοντας
«τρελέ» του είπα και με έβαλε στο αυτοκίνητο για να γυρίσουμε στο σπίτι.
Όταν φτάσαμε στην πόρτα, μου έκλεισε τα μάτια με τα χέρια του και με οδήγησε μέσα
«μην κλέβεις» είπε και γέλασα
«θα μείνω πολύ ώρα έτσι?» τον ρώτησα εγώ γεμάτη ανυπομονησία
«όσο χρειάζεται μόνο» είπε και με οδήγησε προς το κέντρο του σαλονιού και ένιωσα αμέσως την ζεστασιά απο το μικρό τζάκι που είχε και χαμογέλασα.
Με άφησε απαλά να κάτσω και μου άνοιξε τα μάτια. Κοίταζα γύρο μου με γουρλωμένα μάτια. Είχε φτιάξει μια τόσο ζεστή ατμόσφαιρα μπροστά στο τζάκι που δάκρυσα απο χαρά. Τα χρώματα και η μουσική ήταν τόσο υπέροχα που με έκαναν να ξεχάσω ακόμα και το όνομα μου. Είχε γεμίσει τον χώρο με κεριά και μπροστά απο το τζάκι είναι στρώσει μια χοντρή κουβέρτα με μαξιλάρια παντού, πάνω στο τραπεζάκι είχε μια τούρτα και μια σαμπάνια με δύο ποτήρια. Τον κοίταξα στα μάτια με απορία.
«μην μου πεις ότι ξέχασες ότι σήμερα είναι τα γενέθλια σου» με ρώτησε γελώντας
«ωχ δίκιο έχεις όντως το είχα ξεχάσει τελείως»
«δεν σε πιστεύω πλάκα μου κάνεις»
«όχι πραγματικά τα ξέχασα» γέλασε και κούνησε το κεφάλι του απηυδισμένος και άναψε τα κεριά
«τώρα κάνε μια ευχή και σβήστα ...... είπε γλυκά κρατώντας με στην αγκαλιά του. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και ευχήθηκα να μην χάσουμε ποτέ αυτήν την αγάπη ότι και να μας συμβεί και τα έσβησα με ένα χαμόγελο ................ τι ευχήθηκες?» με ρώτησε πονηρά
«αν σου πω δεν θα πιάσει»
«καλά τότε .......... είπε γελώντας και άνοιξε την σαμπάνια, αφού έβαλε στα ποτήρια μου έδωσε το δικό μου και πήρε και το δικό του στα χέρια για να τσουγκρίσουμε ...... χρόνια σου πολλά αγάπη μου» είπε κοιτώντας με με λατρεία στα μάτια
«σε ευχαριστώ» του απάντησα και αφού ήπια μια γουλιά άφησα το ποτήρι μου και έπεσα στην αγκαλιά του αρχίζοντας να τον φιλάω τρυφερά, για να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου για όλα όσα έκανε για να με ευχαριστήσει.
«εεε έχουμε και φαΐ να φάμε μην είσαι ανυπόμονη» είπε χωρίς να κρύψει ότι και εκείνος το ήθελε όσο και εγώ
«δεν πεινάω» είπε πάνω στο στόμα του και συνέχισα να τον φιλάω πιο βαθιά. Με ξάπλωσε πάνω στα μαξιλάρια και με πήρε στην αγκαλιά του
«είσαι ο λόγος που αναπνέω μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό» είπε πολύ σοβαρά κοιτώντας με μέσα στα μάτια και του χάιδεψα το πρόσωπο απαλά
«είσαι όλη μου η ζωή» του απάντησα και άρχισε πάλι να με φιλάει τρυφερά.
Με κράτησε απο την μέση και με γύρισε για να είμαι εγώ απο πάνω σηκώνοντας την φούστα μου για να κάτσω πιο άνετα. Μόλις ένιωσα τον ερεθισμό του να είναι έτοιμος μου ξέφυγε ένα μικρό γελάκι και γέλασε και εκείνος.
Άρχισα να του ξεκουμπώνω τα κουμπιά απο το πουκάμισο και εκείνος συνέχισε να με χαϊδεύει και να με φιλά. Όταν άνοιξα το πουκάμισο τελείως ανασηκώθηκα και τον χάιδεψα απαλά σε όλο του το κορμί, αναρίγησε και τεντώθηκε για να μου δείξει την ευχαρίστηση που ένιωθε στο άγγιγμα μου. Ξαφνικά μια ιδέα μου πέρασε απο το μυαλό και σκέφτηκα να το τολμήσω. Πήρα με το δάχτυλο μου αρκετή ποσότητα απο την τούρτα και έκανα μια γραμμή πάνω στο σώμα του απο την βάση του λαιμού του μέχρι το σημείο που άρχιζε το παντελόνι του και εκείνος με κοίταζε ξαφνιασμένος.
«σκέφτηκα ότι μια τέτοια τούρτα είναι κρίμα να μην την δοκιμάσω» του είπα ανασηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα καθώς έσκυβα να την γλύψω απο το κορμί του και εκείνος γέλασε κουνώντας το κεφάλι.
Ήμασταν μαζί δυόμιση μήνες και παρόλο που είχα αρχίσει να ξεπερνάω της ντροπές και τις ανασφάλειες μου ποτέ δεν είχα καταφέρει μέχρι τώρα να αφήσω τον εαυτό μου να απελευθερωθεί για να πάρω μια παρόμοια πρωτοβουλία και αυτό τον ξάφνιασε. Ο Έντουαρτ πάντα σεβόταν τις αναστολές μου πάνω σε αυτό το θέμα και πάντα μου έκανε έρωτα με τρυφερότητα και αγάπη.
Άρχισα να γλύφω την τούρτα απο την κοιλιά του προς τα πάνω και τον ένιωσα να ανατριχιάζει με κλειστά τα μάτια παίρνοντας γρήγορες αναπνοές πνίγοντας τα βογκητά του και αυτό με έκανε να νιώσω πιο όμορφα και να πάρω το θάρρος να συνεχίσω.
Όταν έφτασα στον λαιμό του με άρπαξε απο τον σβέρκο και με έφερε κοντά του, με φίλησε πιο παθιασμένα και εγώ άρχισα να του ξεκουμπώνω το παντελόνι του. Τα χέρια του με εξερευνούσαν, με ανασήκωσε και μου έβγαλε το πουκάμισο και το σουτιέν ενώ με τα χείλια του με φίλαγε τρυφερά σε όλα τα σημεία που ήταν εκτεθειμένα, μόλις έφτασε στο στήθος μου έβγαλα μια κραυγή και άρχισα να ανασαίνω πιο γρήγορα, όμως τώρα που κατάφερα να κάνω το πρώτο βήμα ήθελα να εξερευνήσω και εγώ το σώμα του και έτσι τον έριξα απαλά πάλι κάτω και άρχισα πάλι να τον φιλάω κατεβαίνοντας προς την κοιλιά του.
Όταν έφτασα στο παντελόνι του σηκώθηκα και του το έβγαλα μαζί με το εσώρουχο του, πήρα λίγη απο την τούρτα και συνέχισα να κάνω γραμμές και στο υπόλοιπο κορμί του, απολαμβάνοντας αυτήν την μοναδική γεύση. Την στιγμή όμως που έφτασα στο φύλο του κοντοστάθηκα, ήθελα να του χαρίσω απόλαυση όπως έκανε εκείνος σε μένα αλλά δεν ήξερα το πως. Καταλαβαίνοντας τον δισταγμό μου ανασηκώθηκε και με τράβηξε κοντά του για να μην με φέρει σε δύσκολη θέση και με γύρισε για να είμαι τώρα εγώ απο κάτω.
«δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό για να με ευχαριστήσεις» μου είπε τρυφερά πάνω στο στόμα μου για να με κάνει να νιώσω καλά
«δεν είναι ότι δεν ήθελα να το κάνω αλλά δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω» είπα νευρικά κοιτώντας τον στα μάτια κοκκινίζοντας
Κράτησε τα μάγουλα μου και μου χαμογέλασε γλυκά και άρχισε πάλι να με φυλάει τρυφερά λέγοντας συνέχεια πόσο με αγαπά.
«θες να σου δείξω? ........ είπε και αμέσως με έπιασε νευρικότητα, εκείνος το κατάλαβε και προσπάθησε να με καθησυχάσει .......... μην αγχώνεσαι ξέρεις πολύ καλά ότι ποτέ δεν θα σε αναγκάσω να κάνεις κάτι» κούνησα το κεφάλι και εκείνος ανασηκώθηκε και πήρε με το δάχτυλο του λίγη τούρτα, την έφερε κοντά στα χείλια μου και άφησε λίγη ποσότητα πάνω τους, έσκυψε απαλά να γεύεται την τούρτα με τα χείλια του παίρνοντας ταυτόχρονα και την γλώσσα του από πάνω.
Η αίσθηση αυτή με διέγειρε και ασυναίσθητα άνοιξα τα χείλια μου για να πάρω μια αναπνοή και μου έβαλε το δάχτυλο του αργά μέσα στο στόμα. Στην αρχή άρχισα να το γλύφω και να γεύομαι την τούρτα και σιγά σιγά άρχισε να το βγάζει και να το βάζει αργά μέσα στο στόμα μου. Αυτή η κίνηση δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε άλλα με συνδυασμό με την γεύση της τούρτα για κάποιο λόγο μου προκάλεσε αναγούλα και γύρισα το κεφάλι μου βάζοντας το χέρι μου στο στόμα για να μπορέσω να αποφύγω τον εμετό. Ο Έντουαρτ αμέσως ανασηκώθηκε και σήκωσε και μένα στην αγκαλιά του για να ηρεμήσω.
«τι έπαθες είσαι καλά?» με ρώτησε με αγωνία χαϊδεύοντας απαλά την πλάτη μου
«δεν ξέρω μάλλον με μπούκωσε η τούρτα»
«Μπέλα ήταν σίγουρα η τούρτα?»
«τι εννοείς?» γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια με απορία
«Μπέλα τον τελευταίο καιρό είσαι πολύ πρησμένη ιδίως στο στήθος»
«λογικό είναι αφού περιμένω περίοδο»
«απο πότε την περιμένεις Μπέλα?» γύρισα το κεφάλι μου απο την άλλη και άφησα έναν αναστεναγμό
«μην αρχίζει πάλι»
«να φανταστώ ότι δεν πήρες ποτέ την αγωγή που σου έδωσα σωστά?»
«εσύ δεν είπες ότι η καλύτερη αγωγή ήταν να έχω ολοκληρωμένες επαφές? Ε φαντάστηκα ότι εφόσον πλέων έχω δεν χρειάζεται να τα πάρω»
«Μπέλα ......... είπε και κούνησε το κεφάλι του απελπισμένα ............. δεν εννοούσα ότι έπρεπε να τα σταματήσεις όταν θα έκανες έρωτα»
«δεν το κατάλαβα αυτό»
«καταλαβαίνεις ότι τώρα θα πρέπει να ξανακάνουμε τις εξετάσεις απο την αρχή»
«δεν υπάρχει περίπτωση» είπα απότομα τρομοκρατημένη
«Μπέλα μην κάνεις σαν μωρό»
«και εσύ σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν γιατρός» γέλασε με αυτό και εγώ νευρίασα περισσότερο και σηκώθηκα και κλειδώθηκα στο μπάνιο για να καταφέρω να ηρεμήσω
«Μπέλα άνοιξε την πόρτα σε παρακαλώ ........... δεν του απαντούσα, έκατσα κάτω και προσπαθούσα να ελέγξω το ξέσπασμα μου ......... σε παρακαλώ Μπέλα» είπε πάλι άλλα δεν του απαντούσα.
Μετά απο αρκετή ώρα αφού είδα ότι δεν περνούσαν τα νεύρα μου, αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο για να χαλαρώσω. Όταν τελείωσα το μπάνιο έβαλα μια πετσέτα στα μαλλιά και τύλιξα το σώμα μου με ένα μπουρνούζι. Άνοιξα την πόρτα και τον βρήκα να κάθετε στο πάτωμα περιμένοντας με.
«συγνώμη» είπα μετανιωμένη ενώ έκατσα στα γόνατα, ακουμπώντας το χέρι μου απαλά στο δικό του. Κατέβασε τα πόδια του και με έβαλε να κάτσω απάνω τους παίρνοντας με αγκαλιά
«ας το ξεχάσουμε για σήμερα εντάξει? .............. είπε απαλά και κούνησα το κεφάλι μου, μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλια και εγώ έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο του ................ έλα να πάμε να κάτσουμε κοντά στο τζάκι πριν κρυώσεις»
Σηκωθήκαμε απο το πάτωμα και όταν φτάσαμε στο σαλόνι με έβαλε να κάτσω ενώ εκείνος δυνάμωσε την φωτιά βάζοντας κι άλλα ξύλα, πήγε έπλυνε τα χέρια του και ήρθε να με πάρει αγκαλιά, έβγαλα την πετσέτα απο τα μαλλιά μου και ξάπλωσα πάνω στα μαξιλάρια γυρίζοντας το σώμα μου προς την φωτιά. Ο Έντουαρτα ήρθε και ξάπλωσε απο πίσω μου με πήρε αγκαλιά δίνοντας μου φιλιά στον λαιμό για να με χαλαρώσει ενώ με το χέρι του εξερευνούσε το κορμί μου ανοίγοντας το μπουρνούζι μου.
Είχα χαλαρώσει τόσο πολύ που όταν έβαλε το χέρι του πάνω στην κοιλιά μου στην αρχή δεν κατάλαβα τι ακριβός έκανε, όταν όμως την πίεσε σε ένα σημείο άρπαξα το χέρι του και το πέταξα μακριά.
«αν δεν θες να σε πετάξω έξω αυτήν την στιγμή βγάλε απο το μυαλό σου αυτό που σκέφτεσαι»
«γιατί είσαι τόσο πεισματάρα»
«γιατί συχαίνομαι τους γιατρούς και της χαζές τους εξετάσεις» έριξε το κεφάλι του πάνω στον ώμου και άρχισε να γελάει τραντάζοντας όλο του κορμί.
«μάλλον πρέπει να κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα πάνω σε αυτό το θέμα»
«χριστέ μου τι σου έχω κάνει και με βασανίζεις έτσι» είπα στα Ελληνικά για να τον εκνευρίσω, δεν του άρεσε όταν μίλαγα Ελληνικά ιδίως όταν δεν του εξηγούσα τι σήμαινε αυτό που είπα
«τι είπες τώρα?»
«να μην σε νοιάζει και άσε με να κοιμηθώ γιατί είμαι πολύ κουρασμένη»
«δηλαδή δεν θα σου δώσω το δώρο σου σήμερα?»
«Έντουαρτ δεν έχω ανάγκη απο δώρα, μόνο αυτό μου φτάνει»
«έλα μην μου το χαλάς»
«καλά αφού το θες τόσο πολύ» γύρισε το κορμί του
«κλείσε τα μάτια σου και μην κρυφοκοιτάς.........είπε και τον υπάκουσα χαμογελώντας ......... τώρα άνοιξε τα»
Όταν τα άνοιξα έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μέσα σε ένα βελούδινο κόκκινο κουτάκι, υπήρχε ένα υπέροχο μονόπετρο δαχτυλίδι που την πέτρα την στόλιζε μια ορχιδέα*.
Γύρισα τον κοίταξα στα μάτια και μου χαμογέλασε για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά έφερε το πρόσωπο του αντικριστά με το δικό μου και με σοβαρό ύφος μου είπε
Γύρισα τον κοίταξα στα μάτια και μου χαμογέλασε για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά έφερε το πρόσωπο του αντικριστά με το δικό μου και με σοβαρό ύφος μου είπε
«Ιζαμπέλα Σουαν υπόσχομαι να σ’ αγαπώ κάθε στιγμή του για πάντα, θα μου κάνεις την εξαιρετική τιμή να με παντρευτείς?»
«Έντουαρτ» τον κοίταζα στα μάτια χωρίς να καταλαβαίνω
«εχθές με τον δικηγόρο μου ξεκινήσαμε την διαδικασία διαζυγίου»
«και η Νες?»
«έχω έναν τρόπο για να την κάνω να μου δώσει την κηδεμονία. Πολύ φοβάμαι ότι θα πάρει πολύ καιρό για να μπορέσω να ξεμπλέξω απο αυτήν αλλά τουλάχιστον έγινε η αρχή»
«δεν ξέρω τι να πω»
«πες ναι» τον κοίταζα με το στόμα ανοιχτό
«ξέρεις ότι το θέλω και εγώ όσο και εσύ αλλά δεν γίνεται Έντουαρτ»
«γιατί??»
«σκέψου λίγο την ψυχολογία της Νες, απο την μια θα χάσει όλα όσα ξέρει μέχρι σήμερα και μετά ξαφνικά θα κερδίσει νέα οικογένεια χωρίς να έχει λόγο σε αυτό?»
«αν θα της μιλήσουμε μαζί και τις εξηγήσουμε τι έχει γίνει δεν νομίζω ότι θα αρνηθεί, ξέρεις ότι σε αγαπάει και σε εμπιστεύεται»
«δεν είμαι σίγουρη γι αυτό πια, ιδίως τώρα που ανακατεύτηκε και η Τάνια, ποιος ξέρει τι θα τις έχει πει»
«μην ανησυχείς γι αυτά τώρα, της έχω μιλήσει εγώ και ξέρω ότι της λείπεις και ότι σε αγαπάει πολύ»
«δεν είναι το ίδιο Έντουαρτ και το ξέρεις»
«σε παρακαλώ μην χαλάς αυτήν την στιγμή με αβάσιμες ανησυχίες» τον κοίταξα στα μάτια και τελικά υποχώρησα με έναν αναστεναγμό
«εντάξει, αλλά δεν θα δεχτώ ποτέ να παντρευτούμε χωρίς την σύμφωνη συγκατάθεση της Νες» του είπα σοβαρά.
«αυτό δηλαδή είναι ναι?» γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου
«ναι»
Με πήρε αμέσως στην αγκαλιά του και άρχισε να με φιλάει σε όλο μου το πρόσωπο, σε κάθε φιλί που μου έδινε μου έλεγε και την λέξη σ’ αγαπώ.
«σιγά θα με πνίξεις» είπα και γέλασα
«συγνώμη αγάπη μου αλλά δεν μπορώ να συγκρατηθώ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευτυχισμένο με κάνεις ........... γέλασα δυνατά και τον είπα τρελό στα Ελληνικά για να τον πειράξω και αμέσως τσίμπησε .......... πως με είπες??»
«τρελέ, τρελέ, τρελέ, τρελέ, τρελέ, τρελέ» του έλεγα συνέχεια ακόμα στα Ελληνικά τσιμπώντας τον απαλά σε όλο του το κορμί γελώντας, μου άρπαξε τα χέρια και με ακινητοποίησε
«νομίζω ότι έχουμε συμφωνήσει να μην μιλάς στην γλώσσα σου αν δεν μου λες τι σημαίνει αυτό που λες. Τώρα πες μου αμέσως τι είναι αυτό που λες»
«όχι» είπα και γέλασα πάλι ναζιάρικα
«όχι εεεε ................. είπε και εκείνος αρχίζοντας να με γαργαλάει .......... δεν θα μου πεις εεεεε τώρα θα δεις»
«Έντουαρτ σταμάτα θα σκάσω σε παρακαλώ»
«τότε πες μου τι έλεγες πριν»
«χαχαχα όχι δεν σου λέω»
«πες μου»
«καλά καλά θα σου πω σταμάτα»
«πες μου αλλιώς δεν σταματάω»
«σε είπα τρελό σταμάτα τώρα» είπα προσπαθώντας να πάρω ανάσα απο τα γέλια
«είμαι τρελός απο την ημέρα που σε γνώρισα»
«τώρα λες και ψέματα?»
«όχι δεν λέω, Μπέλα απο την πρώτη στιγμή που σε είδα δεν μπόρεσα να σε βγάλω ξανά απο το μυαλό μου» του χάιδεψα το μάγουλο και τον κοίταξα με αγάπη, μου χάιδεψε και εκείνος το δικό μου και άρχισε να με φιλάει. Πέρασα τα χέρια μου γύρο απο τον λαιμό του και ανταποκρίθηκα με πάθος.
«μια στιγμή»
«τι συμβαίνει?» είπα εγώ με απορία
«ξεχάσαμε το δαχτυλίδι...........δεν μπόρεσα να μην γελάσω και με κοίταξε με ένα παράπονο που τρελάθηκα. Πήρε το κουτάκι στα χέρια του και έβγαλε το δαχτυλίδι και το έβαλε στο 4ο μου δάχτυλο αλλά δεν πήγαινε μέχρι απάνω και απογοητεύτηκε ............. μάλλον έκανα λάθος υπολογισμό»
«δεν πειράζει καρδιά μου δεν θέλω να στεναχωριέσαι για τέτοια πράγματα»
«αύριο θα δουλεύω όλη μέρα γιατί έχω διπλοβάρδια αλλά μεθαύριο σου υπόσχομαι ότι θα πάμε να σου το μεγαλώσουν εντάξει?»
«Έντουαρτ ηρέμησε θα το φτιάξουμε δεν έγινε τίποτα» κατέβασε τα μούτρα του και αφού έβαλε το δαχτυλίδι στο κουτί το άφησε στην τσέπη του σακακιού του και γύρισε πάλι σε μένα
«έλα εδώ βρε παραπονιάρη» του είπα και άνοιξα την αγκαλιά μου για εκείνον
«ήθελα τόσο πολύ να το δω να το φοράς»
«θα το φορέσω σε δύο μέρες δεν πειράζει» του είπα και του έπιασα την μύτη παιχνιδιάρικα
«σ’ αγαπάω»
«και εγώ σ’ αγαπάω» του είπα και σφράγισα τα λόγια μου με ένα φιλί
Όταν ξημέρωσε μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο και σηκώθηκε για να ντυθεί για να πάει στην δουλειά. Τον αποχαιρέτησα άλλα ήμουν τόσο εξαντλημένη που γύρισα πλευρό και συνέχισα τον ύπνο μου μέχρι που άκουσα το κουδούνι της πόρτας μου και τρόμαξα. Σηκώθηκα απότομα και κοίταξα γύρο μου, στην ματιά μου έπεσε ο βοβμιτης του και νόμιζα ότι είχε γυρίσει για να τον πάρει, τύλιξα το σεντόνι γύρο μου και παίρνοντας το στα χέρια μου έτρεξα στην πόρτα για να του ανοίξω, μόλις όμως την άνοιξα μου έπεσε το στόμα απο αυτό που αντίκρισα και τα έχασα τελείως.
«μαμά, μπαμπά??»
«χρόνια σου πολλά καρδιά μου» είπε η μητέρα μου κοιτάζοντας με με έκπληξη για την εμφάνιση μου
«δεν θα μας πεις να περάσουμε μέσα» είπε ο πατέρας μου άγρια καταλαβαίνοντας την αμηχανία μου.
«ναι φυσικά..........είπα αβέβαιη προσπαθώντας να δω πως θα δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα, δεν θα υπήρχε περίπτωση να τους ξεγελάσω ........ πως μάθατε που μένω?» ρώτησα καθώς τους ακολουθούσα ασυναίσθητα απο πίσω κρύβοντας τον βομβητή στην τσάντα μου που ήταν κρεμασμένη στην πόρτα
«Μπέλα με ποιον ήσουν παρέα» ρώτησε κατευθείαν ο πατέρας μου βλέποντας όλο το σκηνικό που είχε φτιάξει ο Έντουαρτ για μένα εχθές το βράδυ
«με κανέναν μόνη μου ήμουν» είπα ψέματα αλλά δεν τον έπεισα και αμέσως με άρπαξε απο το μαλλί και άρχισε να με δέρνει απαιτώντας να του πω με ποιον έχω μπλέξει
Είχε περάσει αρκετή ώρα και εγώ δεν του έλεγα τίποτα, κάποια στιγμή τα παράτησε άλλα μου δήλωσε ότι αυτό δεν θα το αφήσει έτσι και να ετοιμάσω τα πράγματα μου να γυρίσω κοντά τους. Εγώ φώναζα και ούρλιαξα να με αφήσουν ήσυχη και ότι δεν θα πάω πουθενά μαζί τους αλλά ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος.
Το απόγευμα τους άφησα και πήγα στην δουλειά με πολύ κόπο, πόναγα πάρα πολύ άλλα δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να ειδοποιήσω τον Έντουαρτ αφού θα ήταν στην δουλειά και θα ερχόταν κατευθείαν για να με δει.
Την ώρα που μπήκε παρατήρησε κατευθείαν ότι κάτι έτρεχε και πήγε να με πλησιάσει άλλα με τρόπο τον σταμάτησα, πήγα κοντά του να του πάρω παραγγελία και με κοίταζε καλά καλά.
«καλησπέρα σας τι θα θέλατε σήμερα» του είπα με έμφαση να καταλάβει ότι πρέπει να είναι τυπικός
«έναν καφέ σας ευχαριστώ» είπε για να με κάνει να καταλάβω ότι είχε πάρει το μήνυμα
Του ετοίμασα τον καφέ του και έγραψα στην χαρτοπετσέτα με το στυλό μου «φύγε και μην ξανά έρθεις» τον πήγα και έτρεξα κατευθείαν στην κουζίνα, έβγαλα την ποδιά και έφυγα απο την πίσω πόρτα. Πριν έρθει είχα συνεννοηθεί με την κοπέλα που θα έπιανε βάρδια μετά απο μένα να με καλύψει και έτσι κατάφερα να το σκάσω πριν προσπαθήσει να έρθει να με βρει. Περίμενα στο πάρκινγκ κριμένη στην σκιά μέχρι να έρθει. Μόλις τον είδα έτρεξα πίσω του και τον φώναξα για να τον σταματήσω.
Με πήρε αμέσως στην αγκαλιά του και με σήκωσε ψιλά και εγώ ούρλιαξα απο τον πόνο και με άφησε αμέσως κάτω κοιτώντας με με αγωνία
«Μπέλα τι σου συμβαίνει?»έπεσα στην αγκαλιά του προσπαθώντας να ελέγξω τους λυγμούς μου, σήκωσα τα μάτια μου στην ματιά του και του άφησα στο χέρι τον βομβητή του κουνόντας το κεφάλι μου
«μην με ακολουθήσεις» είπα μόνο με κόπο και έφυγα τρέχοντας απο κοντά του.
Το ίδιο βράδυ όταν γύρισα στο σπίτι ο πατέρας μου άρχισε νέο γύρο για να με κάνει να λυγίσω και να του μιλήσω, πάνω στον πανικό μου όμως άνοιξα την πόρτα και άρχισα να τρέχω στην σκάλα για να καταφέρω να ξεφύγω απο τα χέρια του, με αποτέλεσμα να γυρίσει το πόδι μου και να πέσω κουτρουβαλώντας στο απο κάτω όροφο τσιρίζοντας απο τον πόνο.
Τρέξανε γρήγορα κοντά μου και με μαζέψανε κοντά τους, όταν είδαν όμως τα αίματα κοκάλωσαν, με πήρε ο πατέρας μου στα χέρια του και βγήκε στον δρόμο ενώ η μητέρα μου προσπαθούσε να σταματήσει κάποιο ταξί. Μόλις με βάλανε μέσα είπα με δυσκολία στον οδηγό να μας πάει στο νοσοκομείο που δούλευε ο Έντουαρτ ελπίζοντας να βρω έναν τρόπο για να τον ειδοποιήσω.
Οι δυνάμεις μου με έιχαν ήδη εγκαταλείψει την στιγμή που φτάσαμε στο νοσοκομείο άλλα κρατιόμουν με νύχια και με δόντια ακόμα για να καταφέρω να τους πω να τον ειδοποιήσουν. Μόλις με βάλανε στο κρεβάτι διπλώθηκα στα δύο απο τον πόνο και έσφιξα τα δόντια πιάνοντας το χέρι της νοσοκόμας που ήρθε αμέσως κοντά μου, πήρα μια ανάσα της είπα το όνομα του και όταν εκείνη με ρώτησε αν θέλω να τον φωνάξει κούνησα το κεφάλι, έκλεισα τα μάτια και παραδώθηκα στο σκοτάδι.
* οι ορχιδέες συμβολίζουν την ευγένεια, τον ρομαντισμό, την ομορφιά, το πάθος και τον αισθησιασμό.