«η μητέρα μου?»
«πέθανε στην γέννα»
«την σκότωσα?» του είπα και τον κοίταξα σοκαρισμένη στα μάτια
«Μπέλα μου μην το ξανά πεις αυτό. Ποτέ με ακούς? Δεν φταις εσύ γι αυτό που είσαι άλλα εκείνοι που θέλησαν στην προσπάθεια τους να κυριαρχήσει το είδος τους και να έχουν ένα γερό όπλο στα χέρια τους, για να καταστρέψουν και να εξουσιάσουν τους άλλους»
«δηλαδή είμαι ένα πείραμα?»
«ακριβός και η μόνη που δεν φταις για όλα αυτά είσαι εσύ, γι αυτό να μην σε ακούσω ποτέ να ξαναπείς κάτι τέτοιο»
«δεν ξέρω τι να πω.......... είπα σαστισμένη.......... και αν αποφασίσω να μην δεχτώ κανένα απο τα δύο?» πήρε μια βαθιά ανάσα
«θα πεθάνεις»
«τι?»
«η Τάνια με κάποιο τρόπο μπέρδεψε τα δείγματα του νοσοκομείου για να σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι ετοιμοθάνατη, για να σε βάλει σε μια κλινική και να σε παγιδεύσει, εσύ θα νόμιζες ότι είχες βιαστεί απο έναν σαδιστή που σε έβαλε να πιεις το αίμα του, ενώ στην ουσία αυτοί θα εκπλήρωναν τον σκοπό τους και μόλις θα παίρναν το παιδί σου, θα σε σκοτώνανε γιατί θα τους ήσουν άχρηστη............. είχα παγώσει δεν πίστευα στα αυτιά μου............ σου έδινε κάτι χάπια σωστά?»
«ναι άλλα εγώ δεν τα έπαιρνα»
«γι αυτό δεν είχες συμπτώματα. Αυτά τα χάπια θα σε αποδυναμώνανε για να μην μπορέσεις να αντέξεις στην γέννα, ώστε να είναι πιο εύκολο να σε σκωτόσουν»
«όχι δεν μπορεί να είναι αλήθεια όλα αυτά και οι βιαστές?»
«οι βιαστές τους χάλασαν τα σχέδια άλλα παρόλα αυτά δεν το βάλανε κάτω, είχαν την ελπίδα ότι θα μπορούσες να μείνει έγκυος και χωρίς την αγνότητα σου»
«δεν έχω άλλα λόγια, πραγματικά δεν μπορώ να το πιστέψω......είπα χωρίς ανάσα .......το αίμα» ξαφνικά πετάχτηκα απο την θέση μου και σηκώθηκα όρθια
«τι?»
«Έντουαρτ το αίμα, μου έδωσαν να πιω αίμα» είπα σοκαρισμένη μόλις θυμήθηκα το ποτήρι με την παράξενη γεύση
«το ήπιες?»
«όχι μόλις το ακούμπησα στα χείλια μου, μου ήρθε να κάνω εμετό και το άφησα, τότε ξέσπασε η....η..... αυτή τέλος πάντων και μου είπε ότι αν δεν το πιω θα μου το δώσει ο Τζεηκ με το ζόρι»
«ηρέμησε αφού δεν το ήπιες δεν έγινε τίποτα» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια για να με καθησυχάσει
«πως είσαι τόσο σίγουρος?»
«για τίποτα δεν μπορούμε να ήμαστε σίγουροι, άλλα εφόσον δεν το ήπιες δεν νομίζω μια σταγόνα να καταφέρει να κάνει την αλλαγή. Νιώθεις διαφορετικά? όπως να ακούς μακριά ή να μυρίζεις το δωμάτιο πιο έντονα απο πριν?» έκατσα λίγο να το σκεφτώ και προσπάθησα να ακούσω κάτι άλλα τίποτα
«όχι δεν νιώθω τίποτα διαφορετικό»
«αυτήν την στιγμή εγώ ακούω μια μουσική που έρχεται από έξω, εσύ μπορείς να την ακούσεις?»
«όχι» είπα κουνώντας το κεφάλι μου
«τότε ηρέμησε δεν έχει γίνει τίποτα, σε παρακαλώ καρδιά μου, θα βρούμε μια λύση, εντάξει?»
«είπες ότι αν δεν πιω το αίμα σας θα πεθάνω?»
«ναι» είπε με πόνο στα μάτια
«πόσο καιρό έχω?»
«αυτό δεν το ξέρω»
«ο μύθος δεν λέει τίποτα γι αυτό?»
«όχι, αλλά η βιασύνη της Τάνιας με ανησυχεί και πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει απομείνει πολύς» κούνησα το κεφάλι με απλανές βλέμμα δαγκώνοντας τα χείλια μου.
«πες μου τι σκέφτεσαι σε παρακαλώ, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι και να μην ξέρω, με τρομάζεις όταν το κάνεις αυτό»
«εσύ πως ξέρεις όλα αυτά για την Τάνια?» αμέσως άφησε τα χέρια του να πέσουν και έσκυψε το κεφάλι, έκατσε πάλι στον καναπέ, έκατσα και εγώ περιμένοντας την απάντηση του.
«γιατί μπορώ να ακούω τις σκέψεις τον άλλων» είπε δειλά και σήκωσε την ματιά του να αντικρίσει την δική μου.
«αλλά δεν μπορείς να ακούσεις την δική μου» είπα αυτόματα
«ναι δεν μπορώ»
«άρα είσαι και εσύ χαρισματικός ή όλοι του είδους σου μπορούν να το κάνουν αυτό»
«όχι μόνο εγώ, άλλα η Άλις μπορεί να βλέπει το μέλλον»
«το μέλλον?» είπα σοκαρισμένη
«ναι άλλα δεν μπορεί να δει το δικό σου»
«γιατί?»
«το χάρισμα της είναι ιδιαίτερο, τα οράματα που βλέπει τα καθορίζουν οι αποφάσεις μας, το δικό σου μέλλον όμως πάντα είναι κενό, δεν μπορεί να σε δει και όταν ήμαστε μαζί δεν μπορεί να δει ούτε και εμένα. Είναι σαν να εξαφανίζομαι. Την ημέρα που σε βρήκα, νόμιζε ότι κάποιος μου επιτέθηκε και όταν ήρθε κοντά μου, σε είδε. Γι αύτο ήξερε ποια ήσουν»
«τα μάτια της. Θυμάμαι τα μάτια της. Την ημέρα που την γνώρισα ένιωθα ότι αυτά τα μάτια κάπου τα είχα ξαναδεί. Ναι την θυμάμαι, την είδα που με κοίταζε»
«πως μπορεί να γίνετε αυτό, Μπέλα η Άλις ήταν στο σκοτάδι, ούτε οι άλλοι την είδαν»
«δεν ξέρω άλλα θυμάμαι τα μάτια της, δεν θυμόμουν το πρόσωπο της, άλλα τα μάτια της........ είμαι σίγουρη ότι την είδα. Και τα τραύματα, το πόδι» είπα και άρχισαν όλα ένα ένα να έρχονται στην μνήμη μου.
«τι εννοείς»
«όταν με βρήκες ήμουν τραυματισμένη και γεμάτη αίματα, θυμάσαι?»
«ναι» είπε και γύρισε την ματιά του αλλού
«γι αυτό ήπιες το αίμα του, για να μην σε δελεάσει το δικό μου, σωστά?»
«ναι» είπε πάλι με πόνο
«αλλά όταν ξύπνησα Έντουαρτ τα τραύματα ήταν μόνο σημάδια, ουλές που μόλις κλείνανε και το πόδι μου μέσα σε ένα βράδυ έγινε καλά»
«το αίμα σου θρέφει τις πληγές γρήγορα, όπως ακριβός γίνετε με μένα, όπως γίνεται και με αυτούς»
«άρα είναι αλήθεια όλα αυτά? Δηλαδή όλη μου η ζωή ήταν ένα ψέμα??»
«δυστυχώς» είπε θλιμμένα
«και τώρα τι θα κάνω?» ρώτησα με τρεμάμενη φωνή
«δεν θέλω να ανησυχείς για τίποτα, θα σε προστατέψω με την ίδια μου την ζωή αν χρειαστεί αλλά θα εξασφαλίσω πρώτα την ασφάλεια σου και μετά θα φύγουμε μαζί και θα αρχίσουμε μια νέα αρχή. Αν φυσικά είναι αυτό που θες»
«μην λες βλακείες και φυσικά θέλω να είμαι μόνο μαζί σου, άλλα τι εννοείς ότι θα εξασφαλίσεις πρώτα την ασφάλεια μου?»
«Μπέλα έχουν πιάσει ήδη την μυρωδιά μου και τώρα σίγουρα θα είναι στους δρόμους και θα σε ψάχνουν»
«μπορούν να μας βρουν εδώ?» είπα γεμάτη αγωνία και άρχισα να τρέμω
«από την στιγμή που μπήκαμε στο αυτοκίνητο χάσανε την μυρωδιά μας και έτσι δεν θα μπορέσουν να ακολουθήσουν την πορεία μας, άλλα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν και να μας βρουν»
«τότε πάμε» του είπα εγώ αποφασιστικά και τον τράβηξα από το χέρι άλλα εκείνος με συγκράτησε
«πάμε που?»
«πάμε απάνω»
«δεν σε καταλαβαίνω»
«ψάχνουν να με βρουν για να εκπληρώσουν τον σκοπό τους σωστά?»
«ναιιιι» είπε με απορία, μην μπορώντας να καταλάβει τι είχα στο μυαλό μου
«τότε πάμε απάνω για να τους προλάβουμε»
«Μπέλα τι προσπαθείς να μου πεις?»
«ότι θέλω να κάνεις εσύ αυτό που θα μου έκανε ο Τζεηκ»
«είσαι σίγουρη γι αυτό? Μπελα πρέπει να πιεις το αίμα μου και ο μύθος δεν λέει πολλά για το τι θα γίνει μετά, ούτε αν θα μείνεις έγκυος, αν θα ζήσεις μετά την γέννα»
«δεν με νοιάζει τίποτα πια, έτσι κι αλλιώς μέχρι χθες νόμιζα ότι θα πέθαινα, αν είναι να πεθάνω, τουλάχιστον θα πεθάνω όπως το θέλω εγώ και αν είναι να μείνω έγκυος, θέλω να μείνω μόνο απο σένα» του είπα και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια για να δει ότι δεν αστειεύομαι, ότι είχα πάρει την απόφαση μου και ότι δεν πρόκειται να κάνω πίσω.
«Μπέλα μου πρέπει να είσαι σίγουρη γι αυτό, δεν είναι ένα αστείο και εγώ δεν θέλω να σε χάσω»
«είμαι σίγουρη» πήρε μια βαθιά αναπνοή και έτριψε τους κροτάφους του
«αν είναι αυτό που θες» είπε με κλειστά τα μάτια
Με ανέβασε απάνω στην κρεβατοκάμαρα, με έβαλε μαλακά πάνω στο κρεβάτι και με κοίταζε μέσα στα μάτια για να δει αν είχα αλλάξει γνώμη
«θέλω να είμαι πάντα μαζί σου και αν είναι αυτός ο μόνος τρόπος για να μπορέσω να είμαι, τότε θέλω να το κάνω» του είπα και του χάιδεψα το μάγουλο του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί.
«σ’ αγαπώ, αν σε χάσω θα χάσω το μυαλό μου»
«δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» του είπα με ειλικρίνεια στα μάτια. Άρχισα να του βγάζω τα ρούχα και εκείνος έκανε το ίδιο.
Μόλις είχαμε απελευθερωθεί απο αυτά με έβαλε μαλακά πάνω στο κρεβάτι και ήρθε απο πάνω μου περνώντας με μια αγκαλιά. Ένιωθα τον δισταγμό του και έπρεπε να του δώσω θάρρος.
Του σήκωσα το κεφάλι βάζοντας το χέρι μου κάτω απο το πηγούνι του για να με κοιτάξει στα μάτια. Είδα τον ίδιο πόνο που είχα δει και την πρώτη μέρα που τον αντίκρισα. Του χάιδεψα το μάγουλο και τον έφερα πιο κοντά μου. Άρχισα να τον φιλάω, δεν μου αντιστάθηκε και άρχισε να με χαϊδεύει σε όλο μου το σώμα, σαν να είναι η τελευταία φορά που θα με είχε εκεί στην αγκαλιά του και ήθελε να το αποστηθίσει. Φίλαγε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου λες και ήταν η τελευταία φορά που μπορούσε να το φιλήσει και όταν ήμουν έτοιμη, ήρθε πάλι στην αγκαλιά μου και με ένα αργό και βασανιστικό τρόπο με έκανε δικιά του. Λίγο πριν φτάσω στον οργασμό, άνοιξα τα μάτια.
«κάντο τώρα» του είπα και πήρε μια βαθιά ανάσα, έφερε τον καρπό του στο στόμα του, τον δάγκωσε, με αργή κίνηση τον γύρισε προς τα μένα και τον έφερε κοντά στο στόμα μου.
Όσο και να νόμιζα ότι ήταν αυτό που ήθελα, εκείνη την στιγμή πάγωσα. Μόλις μερικές σταγόνες πέσανε απάνω στα χείλια μου, έκλεισα τα μάτια και γύρισα το κεφάλι μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απο τα μάτια μου.
«δεν μπορώ» ψιθύρισα κουνώντας το κεφάλι μου
«σσσς μην μου κλαις σε παρακαλώ, δεν θα σε αναγκάσω να κάνεις τίποτα, μόνο αν το θες εσύ, θα το κάνεις» είπε και με πήρε στην αγκαλιά του
Έσφιξα τα μάτια περισσότερο και προσπάθησα να πνίξω τους λυγμούς μου, ενώ αυθόρμητα έγλυφα το αίμα που υπήρχε πάνω στα χείλια μου. Αυτό το αίμα δεν είχε σχέση με το άλλο που είχα δοκιμάσει, ήταν τόσο γλυκό, μου έκανε την επιθυμία να το δοκιμάσω, άλλα δεν μπορούσα. Όλο αυτό ήταν πάρα πολύ για μένα.
Γύρισα να αντικρίσω την ματιά του και μου σκούπισε τα μάτια, περιμένοντας να του μιλήσω.
«δεν μπορώ» είπα πάλι και άρχισα να κλαίω
«σσσς όλα θα πάνε καλά, δεν χρειάζεται να το κάνεις αν δεν το θες» γύρισα τον κοίταξα μέσα στα μάτια
«κάνε με να τα ξεχάσω όλα αυτά, με τον τρόπο που μόνο εσύ ξέρεις, σε παρακαλώ»
Δεν είπε τίποτα, με έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά και άρχισε πάλι απο εκεί που είχαμε σταματήσει. Μόλις έφτασα στα όρια μου δεν ξέρω γιατί ή πως το είπα αυτό, τον παρακάλεσα να με δαγκώσει, σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει
«Μπέλα»
«σσσς θέλω να έχεις κάτι δικό μου, αν δεν καταφέρω ποτέ να το κάνω, θέλω να έχεις κάτι δικό μου μέσα σου» του είπα και με το χέρι μου τον έφερα πιο κοντά μου δίνοντας του πρόσβαση στον λαιμό μου.
Διστακτικά άρχισε να με φιλάει, ενώ με την μύτη του απολάμβανε την μυρωδιά του αίματος μου και ανατρίχιασε. Εκεί που συνέχιζε να με κάνει δική του, ξαφνικά ένιωσα τα δόντια του να μπαίνουν στο δέρμα μου και έβγαλα μια κραυγή, πήγε να σταματήσει άλλα εγώ με το χέρι μου στα μαλλιά του τον έσφηξα περισσότερο απάνω μου.
«μην σταματάς» του είπα και έριξα πίσω το κεφάλι μου
Συνέχισε να με κάνει δική του και η αίσθηση ήταν μοναδική, δεν περίμενα να νιώσω τόσο όμορφα. Όταν σταμάτησε γύρισε να αντικρίσει την ματιά μου
«τώρα είμαι έτοιμη άλλα θέλω να το κάνεις εσύ για μένα»
«θες να το κάνω εγώ για σένα?» με ρώτησε με δισταγμό
«ναι» είπα και κούνησα το κεφάλι μου, τότε έβαλε πάλι το χέρι του στο στόμα και πήρε μια μεγάλη ρουφηξιά από το αίμα του, κράτησε το αίμα στο στόμα του και ήρθε πιο κοντά μου, ακούμπησε τα χείλια του στα δικά μου και άρχισε να το αφήνει σιγά σιγά.
Άνοιξα ελάχιστα τα χείλια μου και το άφησα να κυλήσει στο στόμα μου. Δεν μου ήταν δυσάρεστο, ούτε με αηδίασε όπως θα περίμενα, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, ήταν τόσο δύσκολο. Ολα αυτά δεν μπορούσα να τα αντέξω. Μέσα σε μία μέρα, ανατράπικε όλη μου η ζωή.
Τον σταμάτησα γυρίζοντας και πάλι το κεφάλι μου στο πλάι κλείνωντας τα μάτια, αφού πρώτα είχα πιει αρκετό απο όσο μου είχε στάξει μέσα στο στώμα και εκείνος ανασηκώθηκε για να με κοιτάξει.
Άφησα έναν αναστεναγμό και γύρισα να τον αντικρίσω, έβαλε το δάχτυλο του στο στόμα μου για να μην πω τίποτα και αφού μου σκούπισε τα μάτια, άρχισε να με φιλάει τρυφερά στο στόμα και με έκανε για άλλη μια φορά δική του.
Όταν φτάσαμε στην κορύφωση με πήρε αγκαλιά και σεβάστηκε την σιωπή μου. Τον αγκάλιασα με όλη μου την δύναμη και άφησα τα δάκρυα να ξεχειλίσουν. Όταν στέρεψα απο δάκρυα και απο συναισθήματα, έπεσα στο σκοτάδι. Ήταν ένας ύπνος χωρίς όνειρα άλλα ήταν ο χειρότερος ύπνος που είχα κάνει ποτέ, όλο μου το κορμί πόναγε και ένιωθα ότι όλο μου το αίμα είχε πάρει φωτιά, άλλα ήμουν ακίνητη και δεν μπορούσα να αντιδράσω σε τίποτα, ένιωθα τον Έντουαρτ δίπλα μου να με κρατάει αγκαλιά, ήθελα να κουνηθώ να βρω έναν τρόπο να του πω να με κάνει να ξυπνήσω άλλα δεν μπορούσα, έμεινα εκεί στο απόλυτο σκοτάδι και περίμενα να τελειώσει, ελπίζοντας αν αυτό ήταν το τέλος μου, τουλάχιστον να μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου να τον αντικρίσω για άλλη μια φορά.
Ένιωσα να με φιλάει και άνοιξα δειλά τα μάτια μου, δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν αληθινό όλο αυτό που ένιωθα την ώρα που κοιμόμουν ή αν όλη αυτή η ένταση της ημέρας με έκανε να νιώσω τόσο χάλια.
«πως είσαι καρδιά μου» με ρώτησε γεμάτος αγωνία
«δεν ξέρω παράξενα»
«δηλαδή τι νιώθεις?»
«νιώθω πολύ αδύναμη» έκλεισε τα μάτια του, έπιασε το μάγουλο μου και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί
«κλείσε τα μάτια σου και άσε τις αισθήσεις σου ελεύθερες και πες μου τι ακούς?»
Έκανα ότι μου είπε και εκτός απο την αναπνοή του που ήταν αγχωμένη δεν άκουγα τίποτα άλλο.
«μόνο την αναπνοή σου........... είπα ψιθυριστά και πήρε άλλη μια βαθιά αναπνοή....... Έντουαρτ τι συμβαίνει?.............τον ρώτησα τότε γεμάτη αγωνία, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έφερε το βλέμμα του στο δικό μου και με κοίταξε βαθιά στα μάτια...... δεν ήταν αρκετό......... είπα συνειδητοποιώντας τι ήθελε να μου πει........ΟΧΙ ΟΧΙ δεν μπορεί ΟΧΙ ΟΧΙ........... έλεγα και τα δάκρυα μου έκαναν την εμφάνιση τους......... ΟΧΙ δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε παρακαλώ πες μου ότι είναι ψέμα, σε παρακαλώ, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό» έλεγα μέσα απο τους λυγμούς μου
«δυστυχώς καρδιά μου συμβαίνει» είπε ψιθυριστά προσπαθώντας με τα χάδια του να με ηρεμήσει άλλα εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω.
«όχι δεν μπορεί......... είπα και έκανα να σηκωθώ άλλα μόλις σήκωσα το κορμί μου ξανά έπεσα με δύναμη πάνω στα μαξιλάρια ζαλισμένη
«μην κάνεις απότομες κινήσεις είσαι αδύναμη από εχθές, δώσε στον εαυτό σου λίγο χρόνο να αναπληρώσει τις δυνάμεις του»
«Έντουαρτ αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει...... εγώ....... να» δεν μπορούσα ούτε τις λέξεις να πω απο το σοκ
«ναι» είπε μόνο
«δεν μπορώ, σε παρακαλώ μην μου το ζητάς αυτό, δεν μπορώ να το ξανακάνω, μου είναι αδύνατων, σε παρακαλώ, είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, πες μου ότι υπάρχει άλλος τρόπος σε παρακαλώ»
«κανείς δεν πρόκειται να σε αναγκάσει να κάνεις ξανά τίποτα, σου δίνω τον λόγο μου, κανείς. Κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει, πρέπει να υπάρχει, πρέπει» τον άκουγα να λέει περισσότερο καταλάβαινα για να το πιστέψει ο ίδιο παρά εγώ, ήταν διαλυμένος και απελπισμένος όσο και εγώ. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι όλα θα πάνε καλά, άλλα όπως κορόιδευα εγώ τον εαυτό μου, το ίδιο έκανε και εκείνος στην απελπισία του να μην με χάσει.
«δεν μπορώ να το ξανακάνω» είπα ξεψυχισμένα χωρίς να έχω άλλη δύναμη για τίποτα. Μετά απο αρκετή ώρα αφού είδε ότι εγώ είχα χαθεί στις σκέψεις μου είπε
«έλα να σε πάω κάτω να σου φτιάξω κάτι να φας, πρέπει να πάρεις δυνάμεις» Κούνησα το κεφάλι μου μηχανικά, με σήκωσε, μου έδωσε κάτι να φορέσω και με κατέβασε κάτω, με έβαλε πάλι στον καναπέ και εφυγε. Όταν ήταν όλα έτοιμα με πήγε στο τραπέζι. Άρχισα πάλι μηχανικά να τρώω κοιτάζωντας το κενό.
«σε παρακαλώ Μπέλα πες μου τι σκέφτεσαι» μου είπε μετά απο αρκετή ώρα μην μπορώντας άλλο την σιωπή μου, γύρισα την ματιά μου στην δική του.
«νομίζω ότι είναι όνειρο και θέλω να ξυπνήσω» είπα παραπονιάρικα, πριν καταλάβω το πως ήταν δίπλα μου.
«μακάρι καρδιά μου, μακάρι να ήταν» είπε μόνο και με πήρε στην αγκαλιά του.
«δεν θέλω να φάω τίποτα άλλο» είπα παρακλητικά, ελπίζοντας ότι δεν θα με πιέσει άλλο. Κούνησε το κεφάλι του και με πήγε πάλι στον καναπέ. Με έβαλε να κάτσω στα πόδια του και μείναμε για άλλη μια φορά σιωπηλοί, δεν είχαμε λόγια ήμασταν και οι δύο κομμάτια.
«πως γίνετε κάποιος σαν και εσένα?» του είπα κάποια στιγμή αργότερα, γύρισε και με κοίταξε με απορία στα μάτια
«γιατί ρωτάς?»
«πες μου σε παρακαλώ»
«είναι περίπλοκο» είπε διστακτικά
«δηλαδή» επέμενα εγώ
«για να κάνω έναν άνθρωπο σαν και εμένα πρέπει να πιει το αίμα μου.......... πήρα μια κοφτή ανάσα........... μέσα σε 24 ώρες να πεθάνει και μετά μέσα σε 24 ώρες θα πρέπει να πιει ανθρώπινο αίμα για να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση του αλλιώς θα πεθάνει, αλλά αυτό δεν υσχίει για σένα» είπε καθώς είχε καταλάβει τον σκοπό της ερώτησης μου
«και γιατί?»
«γιατί εσύ έχεις ήδη στο σώμα σου αίμα βρικόλακα άλλα επειδή έχεις και το αίμα τον άλλων»
«κατάλαβα........ του είπα απότομα κόβοντας τον............ δηλαδή όπως και να έχει η μόνη λύσει για μένα είναι» είπα και έκοψα την φράση μου στην μέση και πετάχτηκα επάνω τρέχοντας προς την σκάλα, οι δυνάμεις μου όμως δεν είχαν αποκατασταθεί – ένιωθα σαν να έχω μόλις αναρρώσει απο μια δυνατή αρρώστια και τα πόδια μου με κρατούσαν με δυσκολία – πιάστηκα απο την καρέκλα της τραπεζαρίας προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου. Ο Έντουαρτ αμέσως ήρθε δίπλα μου και με κράτησε για να μην πέσω.
«είσαι αδύναμη ακόμα εξαιτίας μου, δεν έπρεπε ποτέ να σου το κάνω αυτό»
«σταμάτα, σταμάτα τώρα........... ξέσπασα........... δεν θέλω να ακούσω τίποτα άλλο..... είπα και άρχισα να παλεύω μέσα στην αγκαλιά του......... δεν θέλωωωωωω» άρχισα να φωνάζω
«ηρέμησε καρδιά μου, σε παρακαλώ, θα υπάρχει κάποια λύση, πρέπει να υπάρχει...........είπε και με έσφιξε πιο κοντά του για να με κάνει να σταματήσω....... ίσως αν πάμε στον Καρλάη μπορεί να βοηθήσει» αυτόματα σταμάτησα και τον κοίταξα στα μάτια
«στον Καρλάη? Όχι όχι δεν πάω πουθενά, δεν θα με ακουμπήσει κανείς, θέλω να φύγω, θέλω να φύγω τώρα, μακριά, όσο πιο μακριά γίνεται από όλα αυτά, δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ το καταλαβαίνεις»
«ναι» είπε μόνο κουνώντας το κεφάλι άλλα τα είχε παρατήσει, δεν ήξερε απο που να πιαστεί, δεν ήξερε πως να με καθησυχάσει, το έβλεπε και εκείνος όπως και εγώ ότι ήταν αδιέξοδο άλλα δεν ήθελε να με πιέσει, καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν όλο αυτό για μένα και δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να πει ή να κάνει, για να με κάνει να νιώσω καλύτερα.
«θέλω να πάω μια βόλτα, δεν θέλω να φύγω από εσένα, σ’ αγαπώ, είσαι όλη μου η ζωή, άλλα έχω ανάγκη να βγω απο εδώ και να καθαρίσω το μυαλό μου, να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη, κατάλαβε με»
«σε καταλαβαίνω ζωή μου άλλα είναι επικίνδυνο»
«είπες ότι δεν μπορούν να πιάσουν την μυρωδιά μας μέσα απο το αυτοκίνητο σωστά?»
«ναι»
«αν πάρω το αυτοκίνητο και δεν βγω απο αυτό δεν διατρέχω τότε κίνδυνο έτσι δεν είναι?»
«και πάλι φοβάμαι να σε αφήσω μόνη σου, σίγουρα θα έχουν βάλει κι άλλους να σε ψάχνουν»
«πρέπει να το διακινδυνεύσω Έντουαρτ πρέπει να ξεκαθαρίσω το μυαλό μου, σε παρακαλώ, σου υπόσχομαι ότι δεν θα κάνω τίποτα απερίσκεπτο, σε παρακαλώ» του είπα με δάκρυα στα μάτια, το είχα μεγάλη ανάγκη. Ένευσε μια φορά και μου έδωσε τα κλειδιά του
«έχει φιμε τζάμια, αν δεις κανέναν τους, μην τρομάξεις αυτοί δεν θα μπορούν να σε δουν»
«εντάξει........ σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ για όλα» του έδωσα ένα φιλί και άρχισα να πηγαίνω προς το γκαραζ.
Οδηγούσα αρκετή ώρα χωρίς να ξέρω που θέλω να πάω ή τι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Κάποια στιγμή ασυναίσθητα κατάλαβα ότι είχα φτάσει στο πέρασα απο την σχολή και κατευθείαν θυμήθηκα ότι η τσάντα μου ήταν ακόμα στο εργαστήρι που είχαμε πάει με την Άλις. Γύρισα αμέσως το αμάξι να πάω να την πάρω, ελπίζοντας ότι θα ήταν κάποιος εκεί να μου την δώσει.
Μόλις έφτασα βρήκα έναν φύλακα και αμέσως προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Όταν την πήρα, πήγα στο αμάξι την άνοιξα και άρχισα να ψάχνω μέσα σε αυτήν τα πράγματα μου, ήταν όλα εκεί, άνοιξα το πορτοφόλι μου και βρήκα την κάρτα που είχα τα λεφτά που μου είχε αφήσει ο Γκουσταβο.
Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα στην πλησιέστερη τράπεζα και τράβηξα όλο το ποσό. Ένα σχέδιο άρχισε να σχηματίζετε στο μυαλό μου και έφυγα σαν αστραπή να πάω να το πραγματοποιήσω.
Έφτιαξα αντικλείδι του σπιτιού και πήγα στον ιδιοκτήτη να το παραδώσω.
«καλημέρα σας» του είπα ευγενέστατα μόλις μπήκα στο γραφείο του.
«καλημέρα δεσποινίς μου, τι κάνεις?»
«μια χαρά εσείς?»
«μια χαρά και εγώ, σε ευχαριστώ, πως μπορώ να σε εξυπηρετήσω?»
«ήρθα να λήξουμε το συμβόλαιο μας» αυτό τον τάραξε για λίγο
«συμβαίνει κάτι με το σπίτι?» ρώτησε γεμάτος περιέργεια
«όχι φυσικά και όχι, άλλα θα φύγω απο την χώρα θα γυρίσω στο σπίτι μου, τελικά δεν πήγαν τα πράγματα όπως τα περίμενα και θέλω να γυρίσω στην μαμά μου»
«δεν είναι λίγο νωρίς για να το κρίνεις αυτό? Είσαι μόλις μια εβδομάδα εδώ και»
«η απόφαση μου είναι αμετάκλητη, σας έφερα όλο το ποσό»
«όχι δεν χρειάζεται»
«ο σας παρακαλώ πρέπει να τα πάρετε»
«όπως νομίζετε, τα πράγματα σας?»
«μπορείτε να τα κρατήσετε δεν νομίζω ότι θα χρειαστώ τίποτα, σας έφερα και τα κλειδιά» του είπα και του τα έδωσα
«δεν καταλαβαίνω»
«δεν χρειάζεται να καταλάβετε τίποτα»
«όπως νομίζεις, εσύ ξέρεις καλύτερα»
«ευχαριστώ» σηκώθηκα απο την καρέκλα και του έδωσα το χέρι μου
«στο καλό και καλή τύχη σου εύχομαι»
«σας ευχαριστώ πολύ......... του απάντησα με ειλικρινά.......... ααα ξέχασα να σας πω, καθώς ερχόμουν νομίζω ότι είδα μια περίεργη σκιά στο σαλόνι του σπιτιού άλλα φοβήθηκα να πάω να ελέγξω αν όντως υπήρχε μέσα κάποιος, μπορείτε να στείλετε κάποιον να το ελέγξει?» ρώτησα δειλά
«είσαι σίγουρη?»
«ναι απόλυτα»
«και σίγουρα δεν είναι κάποιος δικό σου που έχει έρθει απροειδοποίητα?»
«κανείς δεν έχει κλειδιά του σπιτιού. Η μόνη που θα μπορούσε να ερχόταν να με δει θα ήταν η μητέρα μου και η μητέρα μου είναι στο Φορξ. Πριν απο λίγο μίλαγα μαζί της και με περιμένει πως και πως, αν θέλετε μπορώ να την πάρω τηλέφωνο να της μιλήσετε αν δεν με πιστεύετε» είπα ψέματα ελπίζοντας ότι θα με πιστέψει
«όχι όχι σε πιστεύω δεν χρειάζεται ........... ουφφφ ανακούφιση........ θα στείλω τώρα κιόλας κάποιον να το ελέγξει, σε ευχαριστώ για την πληροφορία»
«και εγώ σας ευχαριστώ καλή σας μέρα» είπα και έφυγα να πάω γρήγορα στο αμάξι.
Όλα είχαν πάει όπως τα είχα σκεφτεί και ένιωσα τόση ανακούφιση που με έκανε να ανέβω πολύ. Πήγα με το αμάξι στο σπίτι και το πάρκαρα σε μια αρκετά μεγάλη απόσταση απο αυτό άλλα σε σημείο που να βλέπω τι γίνετε. Ο Εντουαρτ είχε δίκιο δεν φαινόταν τίποτα έξω απο το αμάξι και έτσι κλειδώθηκα μέσα περιμένοντας.
Σε λίγο ήρθαν δύο περιπολικά και μαζί με τον ιδιοκτήτη άνοιξαν το σπίτι, τους πήραν μαζί τους και φύγανε. Τώρα ήταν η ευκαιρία που έψαχνα.
Μόλις τα περιπολικά εξαφανίστηκαν, βγήκα απο το αμάξι τρέχοντας άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Χωρίς να χάνω καιρό άρχισα να ψάχνω τα πράγματα της. Ήταν όλα στις βαλίτσες άρα ετοιμάζονταν να φύγουν, σκέφτηκα. Τις άνοιξα και άρχισα να πετάω τα πράγματα όλα έξω, ψάχνοντας, άλλα τι? Τι έπρεπε να βρω?
Αφού είχα πετάξει όλα τα πράγματα έξω δεν είχα ανακαλύψει τίποτα περίεργο και έμεινα εκεί απελπισμένη, τότε είδα ένα πιο μικρό βαλιτσάκι που τράβηξε το ενδιαφέρων, προσπάθησα να το ανοίξω άλλα τίποτα. Πήρα την τσάντα της και έψαξα να βρω κανέναν κλειδί άλλα ήταν τα κλειδιά του σπιτιού μας και τίποτα άλλο, άρα το έχει μαζί της, σκέφτηκα, άρα έχει κάτι σημαντικό.
Χωρίς να κάτσω να το σκεφτώ, πήρα το τσαντάκι, πήγα στην αποθήκη, πήρα ένα κατσαβίδι και χωρίς να χάσω χρόνο γύρισα στο αυτοκίνητο. Αυτό το βαλιτσάκι ή θα μου έδινε όλες μου τις απαντήσεις ή τίποτα.
Ξεκίνησα να τρέχω σαν τρελή να φύγω πριν γυρίσουν πίσω και κάποια στιγμή που είχα φτάσει αρκετά μακριά, βρήκα ένα άνοιγμα, πάρκαρα εκεί το αμάξι και πήρα μια ανάσα.
Μετά απο αρκετή ώρα, πήρα το κουράγιο να το ανοίξω, πάλεψα πολύ ώρα και αφού τελικά τα κατάφερα έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Αυτό το βαλιτσάκι ήταν θησαυρός και είχε μέσα όλα όσα χρειαζόμουν για να μάθω κάτι για μένα.