Όταν γυρίσαμε στο σπίτι ο Τζες την παράτησε όπως το περίμενα για άλλη μια φορά, αφού πρώτα την είχε βασανίσει να θυμηθεί. Προσπάθησα να τον λογικέψω άλλα ήταν ανένδοτος.
Η Μπέλα ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και κάθε φορά που ο Τζες της έλεγε την πραγματικότητα έκλεινε τα αυτιά της και κλεινόταν στον εαυτό της περισσότερο. Εμένα δεν με θυμήθηκε άλλα δεν αρνήθηκε να μείνω μαζί της, για την ακρίβεια είτε ήμουν εκεί είτε όχι, ήταν ένα και το αυτό. Ποτέ δεν μου έδινε σημασία, στην πραγματικότητα δεν έδινε σημασία σε τίποτα.
Ο Τζες μου εξήγησε ότι το σπίτι αυτό ήταν το πατρικό τους, αλλά το είχε αλλάξει τόσο πολύ που δεν θύμιζε το σπίτι όπως ήταν πριν και αυτό ήταν ένα πρόβλημα στην αρχή αλλά σιγά σιγά το συνήθισε.
Τα πράγματα με τις συμμορίες είχαν γίνει ένας μύλος. Ο Τζες προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να τους κάνει μην καταλάβουν τίποτα και εγώ πήρα την θέση της αλλά φυσικά δεν ήταν το ίδιο. Δεν μπορώ να πω τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα ο Τζες έκανε καλή δουλειά και έτσι ο Τζεηκ δεν άρπαξε την ευκαιρία να την εκδικηθεί, ακόμα.
Ένα απόγευμα τρώγαμε σιωπηλά οι τρεις μας. - Τώρα που η αλήθεια ξεσκεπάστηκε η Μάργκαρετ καθόταν μαζί μας, αλλά ακόμα και εκείνη ήταν στα πρόθυρα να τα παρατήσει και να φύγει. Δεν την αναγνώριζε ούτε και εκείνη. - Εκεί που τρώγαμε την είδα να με κοιτάει δειλά με απορία, αλλά μόλις κατάλαβε ότι την είδα κατευθείαν γύρισε την ματιά της στο πιάτο της για να το κρύψει. Αυτό μου έδωσε την αφορμή να κάνω μια κίνηση για να προσπαθήσω να την βγάλω από το σκοτάδι που είχε επιβάλει τον εαυτό της.
Όταν τελείωσε το φαγητό της και πριν τρέξει να κρυφτεί πάλι στο δωμάτιο της, την σταμάτησα και την παρακάλεσα να μου κάνει παρέα στο σαλόνι. Στην αρχή ήταν διστακτική άλλα τελικά δέχτηκε.
Πήγα και άναψα την φωτιά στο τζάκι και την έβαλα να καθίσει δίπλα μου. Με κοίταγε με περιέργεια άλλα δεν με ρώταγε αυτά που είχε στο μυαλό της, όποτε σκέφτηκα να ανοίξω κουβέντα μαζί της.
«σου αρέσει?.............ρώτησα δείχνοντας το τζάκι, κούνησε το κεφάλι της, καλό σημάδι αυτό σκέφτηκα έστω και έτσι ανταποκρίνεται ......... θες να πιεις κάτι? ........ με κοίταξε με απορία και σηκώθηκα και της έβαλα το αγαπημένο της ουίσκι και τις το έδωσα αλλά δεν το πήρε και έτσι το άφησα στο τραπεζάκι .............. δεν μου είπες ποτέ, οδηγείς αμάξι? ......... την ρώτησα ανάλαφρα και εκείνη τινάχτηκε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της από ταραχή αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα, κοίταζε επίμονα την φωτιά ............ ξέρεις σκεφτόμουν ότι είσαι πολύ καιρό κλεισμένη εδώ μέσα, θα ήθελες να πάρουμε ένα αμάξι και να πάμε μια βόλτα?» με κοίταξε στα μάτια και είδα ότι το ήθελε πάρα πολύ άλλα δεν τόλμαγε να το πει. Άρπαξα την ευκαιρία και την πήρα απο το χέρι και την πήγα στο γκαραζ, που απο την ημέρα που είχαμε έρθει δεν είχε κατέβει ξανά.
Πήρα το αμάξι που πάντα οδηγούσε εκείνη και ξεκίνησα μια ήσυχη πορεία στην πόλη αλλά στο μυαλό μου με έτρωγε να πάω στην γέφυρα που μας είχε περάσει την πρώτη φορά, το πήγα όμως σιγά σιγά προσέχοντας πάντα τις αντιδράσεις της. Κάθε φορά που έβλεπα ενθουσιασμό στα μάτια της, επιτάχυνα το αμάξι όλο και πιο πολύ. Όταν φτάσαμε σε μεγάλη ταχύτητα και είδα ότι έκλεισε τα μάτια και απολάμβανε την διαδρομή, άνοιξα κι άλλο το αμάξι και πήρα την γνωστή πλέων διαδρομή για την σπασμένη γέφυρα που είχαμε περάσει μαζί, έβαλα στο cd player το αγαπημένο της τραγούδι και συγχρόνισα την πορεία ώστε να κάνω το άλμα την στιγμή που θα έλεγε η τραγουδίστρια τον τελευταίο στοίχο.
Η Μπέλα μόλις άκουσε το τραγούδι, άνοιξε αυτόματα τα μάτια και κοίταζε μια το cd player και μια εμένα με φανερό εκνευρισμό, αυτό δεν της άρεσε αλλά δεν μίλησε και έτσι εγώ συνέχισα απτόητος. Δεν θα τα παρατούσα, κατάλαβα ότι κάτι είχε αρχίσει να θυμάται άλλα δεν έλεγε τίποτα.
Όταν έφτασα στην τελική ευθεία πάτησα τέρμα το γκάζι άλλα δεν είχα νίτρο σε αυτό το αμάξι και δεν είχα ιδέα αν θα τα καταφέρω, όμως είχε πει ότι δοκίμαζε όλα της τα αμάξια σε αυτήν την γέφυρα και έλπιζα να μην μου είχε πει ψέματα.
Εκείνη μια κοίταζε τον δρόμο και μια εμένα με τα μάτια γουρλωμένα. Δεν τα παρατούσα και να πέφταμε ήξερα τι έπρεπε να κάνουμε. Λίγο πριν φτάσουμε όμως στο μεγάλο άλμα έπιασε το χέρι μου που ήταν απάνω στις ταχύτητες και με κοίταξε έντονα, την κοίταξα και εγώ.
«δεν θα περάσει» είπε μόνο και σήκωσα το χειρόφρενο και το γύρισα τελευταία στιγμή και το ακινητοποίησα.
«και εσύ που το ξέρεις...........της είπα χαμογελώντας, τα είχα καταφέρει και δεν μπορούσα να κρύψω την ικανοποίηση στο πρόσωπο μου, όπως όμως το περίμενα εκείνη γύρισε την ματιά της μπροστά και συνέχισε να επιμένει στην σιωπή της. Τότε βγήκα απο το αυτοκίνητο πήγα στην μεριά της και άνοιξα την πόρτα της............... βγες έξω............ την διέταξα αλλά δεν γύρισε καν να με κοιτάξει, έσκυψα μπροστά της, της έβγαλα την ζώνη και την άρπαξα αναγκάζοντας την να βγει ............ πες μου που ξέρεις ότι δεν θα περάσει το αμάξι απέναντι» την ζόρισα και εκείνη γύρισε να φύγει άλλα δεν την άφησα να κουνηθεί. Έβαλα το ένα μου χέρι στην μέση της και το άλλο στον αυχένα, την έριξα πάνω στο αμάξι για να την ακινητοποιήσω με το σώμα μου και άρχισα να την φιλάω.
Είχε βάλει τα χέρια της απάνω στο αμάξι και δεν ανταποκρινόταν, βάθυνα το φιλί μου και ένιωσα την αναπνοή της να πηγαίνει πιο γρήγορα μέχρι που τα παράτησε και τύλιξε τα χέρια της γύρο απο τον λαιμό μου. Την έσφιξα πιο πολύ απάνω μου και δεν μου αντιστάθηκε.
Όταν μείναμε χωρίς ανάσα, έβαλε το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου και άρχισε να κλαίει χτυπώντας με, με μπουνιές όπου έβρισκε. Δεν την σταμάτησα την άφησα να ξεσπάσει ακίνητος δίνοντας της φιλιά στην κορυφή του κεφαλιού της
«ξέσπασε..............είπα μόνο και εκείνη σταμάτησε να με χτυπά και με έσφιξε κοντά της με δύναμη λες και φοβόταν ότι αν δεν το έκανε θα έφευγα..................θέλω να σε δω να πετάς και πάλι» της είπα και σήκωσε το κεφάλι
«δεν μπορώ» είπε με παράπονό
«δεν υπάρχει δεν μπορώ υπάρχει δεν θέλω και δεν σου επιτρέπω να τα παρατήσεις» την πήρα απο το χέρι και την έβαλα στην θέση του οδηγού, έτρεξα δίπλα της και όταν έκλεισα την πόρτα με κοίταξε στα μάτια
«είσαι σίγουρος?»
«εσύ είσαι έτοιμη?»
«απο την μέρα που γεννήθηκα» είπε και μου χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο και έβαλε μπρος βάζοντας ξανά το τραγούδι της.
Όταν έκανε τον γύρο και άρχισε να επιταχύνει για να περάσει απέναντι έφερε το αμάξι όσο πιο δεξιά μπορούσε και μόλις φτάσαμε στο τέρμα έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε το πέρασμα λέγοντας μου.
«όταν δεν έχεις νίτρο πάντα θα πηγαίνεις όσο πιο δεξιά μπορείς, είναι το πιο μικρό άνοιγμα» άνοιξε τα μάτια της με χαμόγελο και με κοίταξε για λίγο μέχρι που πήρε πάλι τον έλεγχο του αμαξιού και συνέχισε την πορεία της για το σπίτι.
Δεν μιλάγαμε απολαμβάνοντας την διαδρομή με την τρελή της οδήγηση. Είχε βρει τον εαυτό της και το χαμόγελο της δεν έφευγε απο τα χείλη της. Εγώ δεν χόρτενα να την βλέπω άλλα ήξερα ότι είχαμε ακόμα μια μάχη να δώσουμε που θα ήταν η πιο δύσκολη απο όλες. Μέσα απο αυτήν την μάχη ή θα χάναμε τα πάντα ή θα κερδίζαμε ένα κοινό μέλλον.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι με πήρε από το χέρι και άρχισε να με παρασέρνει στο δωμάτιο της. Την άφησα να με καθοδηγήσει χωρίς να μιλάω και όταν φτάσαμε έκλεισε την πόρτα κλειδώνοντας την, έβαλε το κλειδί μέσα στο μπούστο της και πονηρά με προκάλεσε να προσπαθήσω να το πάρω. Εγώ γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου και την άφησα εκεί πηγαίνοντας στο κρεβάτι. Μόλις έκατσα γύρισα να την δω, δεν είχε κουνηθεί από την θέση της και το ύφος της με έκανε να γελάσω.
«έλα εδώ βρε παραπονιάρικο» της είπα και χτύπησα απαλά το στρώμα.
Εκείνη έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά μου και άρχισε να με φιλάει με πάθος αλλά εγώ την σταμάτησα και αμέσως με κοίταξε με απορία.
«και εγώ σε θέλω σαν τρελός άλλα πρώτα θα μιλήσουμε» της είπα απαιτητικά
«όχου άρχισες πάλι, σου έχω πει ότι όταν κάνεις τον ψυχολόγο μου την δίνει στα νεύρα»
«βλέπω ότι τα θυμήθηκες όλα, καλό αυτό»
«και τώρα που τα θυμήθηκα δηλαδή τι θα κάνεις?»
«τίποτα απλά περιμένω να μου μιλήσεις»
«άκου Έντουαρτ δεν έχω να πω τίποτα ότι έγινε έγινε η προχωράμε και ξεκινάμε ένα καινούργιο μέλλον έτσι ή παράτα με»
«αυτός θες να σε παρατήσω?»
«δεν κάθομαι άλλο εδώ μέσα αν αλλάξεις γνώμη ξέρεις που θα με βρεις» είπε και πήγε να φύγει άλλα εγώ δεν την άφησα
«όχι τόσο γρήγορα, απο εδώ μέσα δεν βγαίνεις αν δεν μου μιλήσεις»
«παράτα με είπα»
«αυτός θες πραγματικά? Να σε παρατήσω και εγώ όπως έκαναν και οι υπόλοιποι για να έχεις κάτι να κατηγορείς τον εαυτό σου?............. δεν μίλαγε .......... ξέρεις πολύ καλά τι έχω κάνει για σένα και δεν τα πραταώ όσο και να χτυπιέσαι»
«δεν στο ζήτησε κανείς, γι αυτό μην πας να βγεις απο πάνω. Αυτή είμαι αν σου αρέσει καλός αν όχι την πόρτα την ξέρεις. Ή δέξου με όπως είμαι ή φύγε»
«αυτό είναι το πρόβλημα Μπέλα εγώ πάντα σε δεχόμουν όπως είσαι, εσύ είσαι αυτή που αρνείσαι να δεχτείς τον ίδιο σου τον εαυτό και στο κάτω κάτω είμαι εδώ όχι γιατί μου το ζήτησε κάποιος ή γιατί σε λυπάμαι άλλα γιατί σ’ αγαπάω και θέλω να είμαι μαζί σου. Αν δεν μπορείς να το δεχτείς και τώρα αυτό, τότε πες μου να φύγω και θα φύγω» είπα και σηκώθηκα χωρίς να περιμένω απάντηση για να της δώσω χρόνο να το σκεφτεί. Άνοιξα την πόρτα με το αντικλείδι που είχα πάντα στην τσέπη μου και πήγα στο δωμάτιο μου περιμένοντας την αντίδραση της.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ήρθε στο δωμάτιο μου, εγώ ήμουν με την πλάτη γυρισμένος προς αυτήν και είχα ακουμπισμένο το ένα μου χέρι στην κάσα της μπαλκονόπορτας κοιτώντας μακριά. Παρόλο που την άκουσα δεν γύρισα, έπρεπε να κάνει αυτή την πρώτη κίνηση.
«Ένουαρτ?...... δεν γύρισα ....... σε παρακαλώ μην φύγεις και εσύ» είπε με πνιγμένη φωνή, γύρισα προς το μέρος της και σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος κοιτώντας την με αγριεμένο ύφος.
«τότε πες μου από πότε θυμάσαι» απαίτησα
«μια βδομάδα μετά που συνήλθα άρχισαν να μου έρχονται οι μνήμες σίγα σιγά»
«μετά απο μια βδομάδα? ....... είπα ξαφνιασμένος και σκληρά συνέχισα ......... Μπέλα καταλαβαίνεις τι λες? ενάμιση μήνα τώρα θυμάσαι και δεν λες τίποτα? γιατί?»
«ήθελα να σε κάνω να τα παρατήσεις και να φύγεις» είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι και δάγκωσε τα χείλια της για να μην αφήσει τα δάκρυα της να ξεχειλίσουν
«και αφού είδες ότι δεν τα παράταγα γιατί το συνέχισες? ............. δεν μίλαγε και πάλι ......... γιατί Μπέλα» της είπα πιο σκληρά και την είδα που τραντάχτηκε ολόκληρη από φόβο. Το μετάνιωσα αμέσως άλλα δεν έκανα πίσω, αν λύγιζα τώρα δεν θα την κατάφερνα να μου μιλήσει ποτέ.
«φοβόμουν» είπε τελικά μέσα από τα δόντια της με φωνή που ίσα ακουγόταν
«τι φοβόσουν?» συνέχισα με το ίδιο ύφος
«ότι θα μου θυμώσεις και θα φύγεις»
«και δεν σκέφτηκες ότι με αυτόν τον τρόπο τα έκανες χειρότερα τα πράγματα? Ακόμα και πριν λίγο έκανες ακριβός το ίδιο» γύρισε το κεφάλι της στην μια μεριά και πήρε μια τρεμάμενη αναπνοή σφίγγοντας τις μπουνιές της για να ελέγξει τον εαυτό της άλλα είχε ξεπεράσει τα όρια της και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.
«συγνώμη» είπε στο τέλος γυρίζοντας την ματιά της σε μένα αλλά και πάλι κράταγε αντιστάσεις
«ξέρεις ότι δεν φτάνει μόνο αυτό πια»
«τι άλλο θες να κάνω?» ρώτησε και άφησε τα δάκρυα της να ξεχειλίσουν
«μίλα μου Μπέλα χτίσε το μέλλον μην το καταστρέφει άλλο»
«τι θες να σου πω?»
«τα πάντα, όλα όσα σε βαραίνουν και σε κάνουν να γίνεσαι κάτι άλλο απο αυτό που είσαι. Δέξου για μια φορά τον εαυτό σου όπως είναι και όταν το κάνεις θα δεις όπως και εγώ το πόσο υπέροχος είναι»
«δεν είναι» συνέχισε με πείσμα. Πήγα κοντά της και έβαλα τα χέρια μου στα μάγουλα της αναγκάζοντας την να με κοιτάξει στα μάτια
«αν δεν ήταν δεν θα ήμουν τώρα εδώ» έκλεισε τα μάτια της και έπεσε στην αγκαλιά μου παραδίνοντας τα όπλα, όλες οι αντιστάσεις της λύγισαν αφήνοντας τον εαυτό της να εκτεθεί.
Την παρέσυρα στο κρεβάτι και την άφησα να ξεσπάσει για άλλη μια φορά. Όταν ηρέμησε την έβαλα να ξαπλώσει δίπλα μου και χωρίς να την αφήνω απο την αγκαλιά μου την ανάγκασα να μου ανοιχτεί.
Μίλαγε πολλές ώρες χωρίς να σταματάει, που και που ξεκίναγε νέο ξέσπασμα, όταν ηρεμούσε συνέχιζε μέχρι που μου είπε όλα όσα την βαραίνανεν όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ δεν μίλαγα την άφηνα να τα πει και ένιωθα ότι η μπόρα είχε περάσει.
Το πρωί άρχισε να με ξυπνάει με φιλιά, ήθελα σαν τρελός να τις τα ανταποδώσω και να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο, αλλά έπρεπε να παίξω τον ρόλο μου. Αν της παραδινόμουνα τώρα ποτέ δεν θα επανερχόταν. Με οποιοδήποτε τρόπο πρέπει να την κάνω να βγει απο τον λήθαργο. Όσο και να ξέσπασε εχθές όσο και να παραδέχτηκε ότι η ίδια προκαλούσε τα προβλήματα στον εαυτό της, αυτό δεν έφτανε. Ήξερα πολύ καλά ότι προκειμένου να μην αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ήταν ικανή να με κλείσει μέσα σε αυτό το δωμάτιο και να μην με αφήσει να βγω ποτέ. Όχι ότι αυτό δεν ήθελα και εγώ αλλά έπρεπε να την ξυπνήσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα πριν χάσει πάλι τον έλεγχο και γυρίσει στην προηγούμενη της κατάσταση.
«καλημέρα βασίλισσα μου» είπα και άνοιξα τα μάτια μου
Το χαμόγελο της ήταν τόσο μεγάλο που μου έκοψε την ανάσα, να πάρει πως θα καταφέρω να συγκρατηθώ?
«καλημέρα» είπε μόνο και άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που όλο μου το κορμί πήρε φωτιά. Γέλασα και σκέφτηκα ότι κάποια πράγματα ποτέ δεν θα αλλάξουν.
«που είναι το αστείο?» είπε πάνω στα χείλια μου με πάθος
«τίποτα κάτι σκεφτόμουν»
«δεν θα μου πεις?»
«οκ αφού το θες, απλά σκέφτηκα ότι κάποια πράγματα δεν θα αλλάξουν ποτέ»
«μμμμμ δεν θέλω να αλλάξουν» αυτό ήταν η αφορμή που χρειαζόμουν να επανέλθω και να συνεχίσω το σχέδιο μου.
«καρδιά μου ξέρω ότι είσαι πρωινός τύπος άλλα πρέπει να σηκωθούμε»
«τι?»
«άκουσες τι είπα»
«κύριες Μεησεν είναι ιδέα μου ή με αποφεύγετε συστηματικά?»
«σε παρακαλώ Μπέλα δεν έχω όρεξη για παιχνίδια πρωί πρωί, έλα σήκω να ετοιμαστούμε»
«Έντουαρτ έχουμε χρόνο μην μου το χαλάς» είπε και έβαλε το πόδι της πάνω στον ερεθισμό μου και δεν έχω ιδέα πως συγκράτησα το βογκητό μου να μην βγει.
«Μπέλα είπα σταμάτα» της είπα απότομα καθώς την παραμέρισα και έκατσα στο κρεβάτι ακουμπώντας τα πόδια μου στο πάτωμα και βάζοντας τα χέρια μου στο κεφάλι μου για να μπορέσω να ελέγξω τις ορμές μου.
«δεν με θες πια» είπε σοκαρισμένη
«σε αντίθεση με σένα εγώ έχω κάτι να με προδίδει και αυτό σου αποδεικνύει αν σε θέλω ή όχι, αλλά Μπέλα δεν είναι όλα τα πράγματα στην ζωή παιχνίδια. Σου είπα έχουμε δουλειά να κάνουμε και σε παρακαλώ πήγαινε στο δωμάτιο σου και ετοιμάσου»
«δεν καταλαβαίνω πως έγινε αυτό?»
«ποιο?»
«πως σκατά ξαφνικά εσύ έγινες το αφεντικό και εγώ το σκυλάκι σου?» είπε σκληρά
«από τότε που δεν μου έδωσες άλλα περιθώρια. Τώρα πήγαινε στο δωμάτιο σου και ετοιμάσου να κατέβεις για πρωινό» είπα και έφυγα χωρίς να περιμένω την αντίδραση της
Πέρασαν 2 ώρες και όπως το περίμενα για άλλη μια φορά κλείστηκε στο δωμάτιο της. Ανέβηκα απάνω και ήταν κλειδωμένα. Άνοιξα την πόρτα με το κλειδί μου και την βρήκα να κάθετε στο πάτωμα και να κοιτάει απο το παράθυρο μακριά. Μπήκα μέσα άνοιξα την ντουλάπα της και της έβγαλα ρούχα αφήνοντας τα στο κρεβάτι της.
«ετοιμάσου σε μισή ώρα φεύγεις»
«δεν πάω πουθενά»
«έχεις αγώνα το βράδυ και ο Τζες σε περιμένει στο γκαραζ για να δοκιμάσεις το αμάξι..... συνέχισα χωρίς να της δίνω σημασία ................ στο κομοδίνο σου είναι τα φάρμακα σου καλό είναι να τα πάρεις τώρα..........δεν αντιδρούσε .............. Μπέλα κόψε τα πείσματα τώρα και σήκω να ντυθείς, έχει πρωινό στην τραπεζαρία, αν δεν πας τώρα στον Τζες θα το μετανιώσεις, δεν έκατσα τόσο καιρό να καλύπτω τα νώτα σου για να τα παρατήσεις τώρα, αλλά εδώ που τα λέμε για ποιον λόγο σκοτίζομαι ακόμα δεν καταλαβαίνω, στο κάτω κάτω το δικό σου κεφάλι θα φας όχι το δικό μου οπότε κάνε ότι σου γουστάρει λίγο με νοιάζει...........είπα και έκανα να φύγω αλλά δεν έφυγα έκατσα δίπλα από την πόρτα, ακούμπησα πάνω στον τοίχο και περίμενα. Αμέσως έτρεξε να με προλάβει και την στιγμή που πήγε να φωνάξει το όνομα μου, είδε ότι στεκόμουν εκεί και σταμάτησε σαστισμένη.............. τα χάπια σου είναι στο κομοδίνο αν δεν τα πάρεις ξέρεις τις συνέπειες» είπα και έφυγα αφήνοντας την πίσω μου.
Καθόμουν στο γραφείο της φτιάχνοντας το βραδινό πρόγραμμα όταν ήρθε με ένα ποτήρι νερό και ένα χάπι στο χέρι της και έκατσε στην καρέκλα μπροστά μου. Εγώ συνέχισα να κάνω την δουλειά μου χωρίς να σηκώσω το κεφάλι.
«τι κάνεις εκεί?»
«φτιάχνω το πρόγραμμα για τον βραδινό αγώνα»
«ααα................... να σε ρωτήσω κάτι?»
«ότι θες» είπα συνεχίζοντας αυτό που έκανα χωρίς να την κοιτάω
«αυτό τι είναι?» είπε δείχνοντας μου το χάπι που κράταγε
«αντισυλληπτικό» αμέσως σάστισε άλλα δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Της έπεσε το ποτήρι από το χέρι αλλά δεν το κατάλαβε καθόλου, κοίταζε επίμονα το χάπι με απλανές βλέμμα χωρίς να αντιδρά.
Σηκώθηκα και πήγα δίπλα της, έκατσα στα γόνατα και την ακούμπησα απαλά στον ώμο.
«τι συμβαίνει?» την ρώτησα ήρεμα κρατώντας τα χέρια της, γύρισε την μάτια της σε μένα αφηρημένα
«μμμμ???»
«Μπελα μου τι συμβαίνει τι έπαθες?»
«τι έπαθα?......... είπε και κοίταξε γύρο της και μετά έπεσε η ματιά της στο σπασμένο ποτήρι που ήταν μπροστά της και πετάχτηκε απάνω ......... ωχ συγνώμη δεν ξέρω πως έγινε αυτό, θα πάω να φέρω κάτι να το καθαρίσω» την τράβηξα ξανά στην καρέκλα απαλά και την ανάγκασα να κάτσει λέγοντας της ταυτόχρονα
«άσε το ποτήρι τώρα, δεν έγινε κάτι, πες μου τι συμβαίνει» με κοίταξε σαστισμένη
«τίποτα δεν έγινε απλός αφαιρέθηκα και μου έπεσε το ποτήρι τόσο κακό είναι αυτό?»
«Μπέλα σε μένα μιλάς όχι σε κανέναν άγνωστο, πες μου τι συμβαίνει?»
«αμαν πια βρε Έντουαρτ πρέπει πάντα να συμβαίνει κάτι, σου είπα αφαιρέθηκα και μου έπεσε το ποτήρι τέλος» είπε και πήγε να σηκωθεί πάλι αλλά δεν την άφησα
«Μπέλα γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, βγάλτο απο μέσα σου μην το αφήνεις να σε τρώει»
«γιατί δεν με αφήνεις ήσυχη? Γιατί είσαι ακόμα εδώ?» είπε με θράσος
«δεν θα λέμε τα ίδια και τα ίδια τώρα πες μου τι έγινε» της απάντησα στο ίδιο ύφος με το δικό της και αυτό την έκανε έξαλλη
«για να σου πω αρκετά, δεν είμαι κανένα σκυλάκι σου να μου λες τι να κάνω και τι όχι και στο κάτω κάτω τι δουλειά έχεις στο γραφείο μου να μπλέκεσαι στα πράγματα μου. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να ακουμπάς τίποτα εδώ μέσα ή μήπως επειδή έμεινες δίπλα μου νομίζεις ότι έχεις το δικαίωμα να μου πάρεις και την δουλειά. Ξέρεις τι αγώνα έκανα εγώ γι αυτήν την δουλειά, από την μια στιγμή στην άλλη νομίζεις ότι μπορείς έτσι απλά να με αντικαταστήσεις?» φώναζε τώρα αλλά δεν την έκοβα γιατί ήταν ακριβός αυτό που χρειαζόμουν
«ακριβός Μπέλα έκανες τόσο αγώνα για να φτάσεις ως εδώ και εσύ το παράτησες. Δεν έχω δικαιώματα σε αυτό το γραφείο αλλά όσο εσύ αρνείσαι να γυρίσεις σε αυτό, παλεύω με νύχια και με δόντια να θολώσω τα νερά, ώστε να μην την χάσεις και αυτό είναι το ευχαριστώ?»
«και ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα, δικιά μου δουλειά είναι ότι γουστάρω την κάνω»
«τότε ορίστε εκεί είναι η θέση σου πήγαινε κάτσε ............... μαζεύτηκε ανεπαίσθητα πίσω και με κοίταζε στα μάτια προσπαθώντας να βρει κάτι να συνεχίσει την επίθεση άλλα δεν μπορούσε να βρει τίποτα .............. Μπέλα δεν προσπαθώ να πάρω την δουλειά σου άλλα να την σώσω μέχρι να ξυπνήσεις» συνέχισα πιο ήρεμα αλλά το πείσμα της δεν την άφηνε να το δει. Την πήρα απο το χέρι και την πήγα στην καρέκλα της, όμως όταν είδε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο σάστισε, άρχισε να κουνάει το κεφάλι της δαγκώνοντας τα χείλι της με μανία και σηκώθηκε να φύγει, δεν την σταμάτησα. Όταν έφτασε στην πόρτα γύρισε και είδε το ποτήρι άλλη μια φορά και έμεινε εκεί κοιτάζοντας το για λίγο. Πήγα πάλι κοντά της και έβαλα απαλά το χέρι μου στον ώμο της
«τι συμβαίνει?» με κοίταξε με απλανές βλέμμα σμίγοντας τα φρύδια της
«θα φέρω κάτι να το καθαρίσω» είπε και έφυγε πάλι δεν την σταμάτησα ούτε και τώρα, έβαλα το χέρι μου μέσα στα μαλλιά μου και έμεινα εκεί προσπαθώντας να βρω κάτι για να την κάνω να μου μιλήσει. Ήξερα πολύ καλά τι συμβαίνει άλλα έπρεπε να το παραδεχτεί μόνη της.
Γύρισε με ένα πανί στο χέρι της και έκατσε κάτω να το μαζέψει προσέχοντας πάρα πολύ καλά τις εκφράσεις της και τον τρόπου το έκανε για να μην προδοθεί. Την κοίταζα με την άκρη του ματιού μου ενώ συνέχιζα αυτό που έκανα μέχρι τώρα κάνοντας πως δεν της έδινα σημασία. Ακριβός την στιγμή που είχε τα γυαλιά στο χέρι της και έκανε να φύγει της πέταξα αδιάφορα.
«μην ξεχάσεις το ραντεβού σου με τον Τζες, έχει κι άλλες δουλειές να κάνει δεν θα περιμένει εσένα όλη μέρα» τότε ξέσπασε, έριξε με δύναμη στο πάτωμα όλα τα γυαλιά που είχε μαζέψει και με άγριο ύφος γύρισε την ματιά της σε μένα.
«αρκετά, πως τολμάς να με διατάζεις?»
«με το δικαίωμα που μου έδωσες εσύ, τώρα πήγαινε να αλλάξεις και να φορέσεις κάτι ζεστό κάνει κρύο έξω»
«μπα τώρα θα μου λες και τι να φοράω?» είπε ειρωνικά ξεσπώντας σε γέλια
«Μπέλα έχω πολύ δουλειά για να ασχοληθώ με τα αστεία σου, πήγαινε σε παρακαλώ και όταν γυρίσεις να μου δώσεις αναφορά για το αμάξι»
«δεν σε πιστεύω είσαι είσαι»
«ναι σκύλος και το γουστάρω πολύ. Τώρα φύγε από εδώ γιατί με καθυστερείς» δεν τα έχασε καθόλου
«πως στο $%^&* έγινε αυτό?»
«άκου να σου πω αν θες να μείνεις δίπλα μου πρέπει να γίνεις ισάξια μου, διεκδίκησε την θέση και θα είμαι πάλι δικό σου, αν δεν την διεκδικήσεις τότε ξέχνα με, δεν είμαι διατεθειμένος να μείνω άλλο εδώ με ένα σκυλάκι που δεν ξέρει τι του γίνετε» αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της
«πως τολμάς να μου μιλάς έτσι μέσα στο σπίτι μου»
«αν δεν σου αρέσει τότε να σου αδειάσω την γωνιά» τα μάτια της έπαιξαν για μια στιγμή άλλα βρήκε αμέσως τον έλεγχο της
«τότε να μου την αδειάσει αμέσως» είπε περιμένοντας την αντίδραση μου.
Δεν τα έχασα καθόλου, σηκώθηκα και την προσπέρασα. Δεν το περίμενε και κόλλησε. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου, την είδα με την άκρη του ματιού μου ότι ήταν στην πόρτα παλεύοντας με μανία να βρει έναν τρόπο να τα μπαλώσει. Όσο δεν μίλαγε εγώ συνέχιζα απτόητος.
«μη φύγεις» είπε διαλυμένη
«εσύ με έδιωξες το ξέχασε κιόλας?»
«συγνώμη ήμουν εκνευρισμένη δεν ήξερα τι έλεγα, σε παρακαλώ μην φύγεις» είπε ξεσπώντας σε κλάματα και ήρθε και με πήρε αγκαλιά από την μέση. Της άνοιξα τα χέρι και την απομάκρυνα από κοντά μου, συνεχίζοντας να μαζεύω με νεύρο τα πράγματα μου.
«δεν το έχασα στο ατύχημα» είπε ξαφνικά με σπασμένη φωνή και σταμάτησα αυτόματα και την κοίταξα, δεν με κοίταζε στα μάτια, πήγα κοντά της και την πήρα από το χέρι βάζοντας την να κάτσει στο κρεβάτι
«πες μου» της είπα απαλά
«με έπιασε κρίση και όπως ξεσπούσα έπεσα πάνω σε μια καρέκλα στην τραπεζαρία και άρχισα να αιμορραγώ» είπε ξεψυχισμένα
«Μπέλα το είχες χάσει ήδη» με κοίταξε απότομα στα μάτια σμίγοντας τα φρύδια της
«εγώ το σκότωσα»
«όχι Μπέλα πριν πέσεις στην καρέκλα σε είχε ήδη ενημερώσει ο γιατρός ότι το μωρό ήταν νεκρό και εσύ αρνιώσουν να το δεχτείς και όταν η Μάργκαρετ προσπάθησε να σε πείσει να πας στο νοσοκομείο για να κάνεις απόξεση σε έπιασε κρίση και έπεσες απάνω στην καρέκλα. Δεν φταις εσύ καρδιά μου» της είπα και της χάιδεψα ήρεμα τα μαλλιά
«εγώ φταίω ............. συνέχιζε απτόητη ........ εγώ φταίω για όλα»
«ήξερες ότι τα χάπια θα του κάνουν κακό? ........... κούνησε το κεφάλι της ............ τότε πως φταις εσύ?»
«αν αν»
«αν αν τι?» με κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να βρει μια δικαιολογία ώστε να μπορέσει να κατηγορήσει και πάλι τον εαυτό της αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Έβαλε το κεφάλι της να ακουμπήσει στον ώμο μου κλείνοντας τα μάτια.
«γιατί με ανέχεσαι τόσο πολύ?»
«γιατί ξέρω ότι αυτό δεν είσαι εσύ»
«δυστυχώς αυτό είμαι εγώ Έντουαρτ»
«λάθος αυτό επιβάλεις στον εαυτό σου να είναι............... έβαλα το χέρι μου στο μάγουλο της και την ανάγκασα να με κοιτάξει στα μάτια ............... γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου? Είσαι το πιο έξυπνο το πιο υπέροχο πλάσμα που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου και όμως το καταστρέφει με τα ίδια σου τα χέρια, γιατί?»
«δεν ξέρω»
«τότε άσε με να σου δείξω τον δρόμο πως να μην το κάνεις..........με κοίταγε μέσα στα μάτια και το ήθελε, το ήθελε σαν τρελή........ πήγαινε να ντυθείς να πας στον Τζες. Φτιάξε την ζωή σου μην την γκρεμίζεις και εγώ θα είμαι εδώ να σε στηρίξω. Σ’ αγαπάω άλλα δεν θα ανεχτώ να σε δω να σκοτώσεις με τα ίδια σου τα χέρια το ομορφότερο πλάσμα που γνώρισα στην ζωή μου» έκλεισε τα μάτια αφήνοντας τα δάκρυα της να ξεχειλίσουν και έπεσε στην αγκαλιά μου κουνώντας το κεφάλι της
«θα κάνω τα πάντα για να μην σε χάσω» είπε μέσα απο τους λυγμούς της και άφησε να βγει όλο το βάρος που την πλάκωνε.
«δεν θέλω να το κάνεις για μένα Μπέλα θέλω να το κάνεις για σένα» της είπα και την έσφιξα πιο κοντά μου