Ετικέτες

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

All I want for Christmas is ......."Γλυκές αναμνήσεις"



Σε όλη την διαδρομή είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό κοιτώντας γύρο μου το υπέροχο τοπίο. Αν και ήταν σκοτεινά και εμείς ήμασταν πολύ ψιλά δεν ένιωθα κρύο και τα πάντα γύρο μας ήταν με κάποιο τρόπο τόσο φωτεινά. Τα αστέρια που ήταν απο πάνω μας ήταν τόσο κοντά που ένιωθες ότι αν απλώσεις το χέρι σου θα μπορέσεις να τα ακουμπήσεις.


Κάποια στιγμή το έλκηθρο άρχισε να κατηφορίζει και κοίταξα προς την πορεία που είχαν πάρει, τα πάντα ήταν κάτασπρα και γύρο μας τώρα υπήρχε ένα απέραντο λευκό δάσος με πολλά έλατα να μοιάζουν στολισμένα απο τους σταλαγμίτες που είχαν δημιουργηθεί απο την παγωνιά.


«φτάσαμε» άκουσα την γλυκά και τρυφερή του φωνή κοντά στο αυτί μου και γύρισα να τον κοιτάξω.


Ήταν τόσο λαμπερός που μου κόπηκε η ανάσα. Η ματιά του ήταν τόσο γλυκιά και ζεστή που μου έκαψε όλο μου το κορμί. Μέσα στα μάτια του έβλεπα την ματιά ενός μικρού παιδιού που μόλις είχε ανοίξει το δώρο που περίμενε όλη την χρονιά απο τον Άι Βασίλη και ένιωθα λες και μόλις του είχαν χαρίσει όλο τον κόσμο. Γέλασε πιο πλατιά και γύρισε την ματιά του μπροστά.


«κοίτα» είπε και μου έδειξε μπροστά με την κίνηση του κεφαλιού του.


Γύρισα το κεφάλι μου μπροστά και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά μας ήταν ένα άνοιγμα που ο Ρούντολφ εκείνη ακριβός την στιγμή πέρναγε. Απο μέσα ερχόταν μια γλυκιά ζεστασιά και ο αέρας μύριζε τόσο γλυκά που με έκανε να νιώθω ότι γύρισα στο πατρικό μου σπίτι και ότι σε λίγο θα αντίκριζα και πάλι τους γονείς μου. Με την σκέψη αυτή ένα δάκρυ προσπάθησε να κάνει δειλά την εμφάνιση του αλλά τελευταία στιγμή το συγκράτησα.


Μπαίνοντας μέσα στο χώρο υποδοχής το σκηνικό άλλαξε, εκεί που κυριαρχούσε το άσπρο παντού, τώρα γύρο μου έβλεπα όλα τα χρώματα του ουρανού. Απο παντού ξεπεταγόντουσαν πολλά μικροσκοπικά ανθρωπάκια που ήταν σαν παιδιά ντυμένα στα πράσινα με σκουφάκια και μυτερά αυτιά. Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό αλλά προσπάθησα να είμαι διακριτική για να μην νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω.


Ο Έντουαρτ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του απο ευτυχία και με ένα σάλτο βγήκε απο το έλκηθρο και έτεινε το χέρι του για να τον ακολουθήσω. Του το έδωσα και όταν κατέβηκα ένα πιο μεγάλο σε ηλικία μικροσκοπικό ανθρωπάκι που μου έφτανε μέχρι την μέση έκανε την εμφάνιση του κοιτώντας μας καλά καλά σοκαρισμένο.

«Μπέντζαμην απο εδώ η Ιζαμπέλα Σουαν, Μπέλα απο εδώ ο καλύτερος μου φίλος και Μπέντζαμην» είπε χωρίς να χάνει το γέλιο του που άστραφτε.


Ο Μπέντζαμην στο άκουσμα του ονόματος μου γύρισε αυτόματα το κεφάλι του σε εκείνον και τον κοίταξε ακόμα πιο σοκαρισμένα, όταν γύρισε την ματιά του σε μένα όμως ήταν πιο ευγενικός. Δίνοντας μου το μικροσκοπικό του χεράκι μου είπε


«είναι μεγάλη μου τιμή δεσποινίς μου που σε γνωρίζω» δεν μπορούσα να μην παραξενευτώ με αυτό που άκουσα αλλά εκείνη την στιγμή σκέφτηκα ότι αν όντως είναι αλήθεια όλα αυτά και όχι ένα όνειρο τότε σίγουρα ο Έντουαρτ θα την είχε πολύ άσχημα που με έφερε εδώ και έτσι το καλύτερο είναι να είμαι όσο το δυνατόν πιο ευγενική με όλους τους για να μην τον φέρω σε δυσκολότερη θέση.


«η χαρά είναι όλη δική μου» είπα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα σκύβοντας ελάχιστα για να του δώσω και το δικό μου χέρι. Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε άλλο μια ζεστή και μελωδική φωνή τον φώναξε με απορία


«Έντουαρτ???» γυρίσαμε όλοι αυτόματα προς την κατεύθυνση της φωνής και τότε η κυρία που τον είχε φωνάξει έμεινε κοκαλωμένη στην θέση της κοιτώντας με μέσα στα μάτια με έκπληξη.


«μαμά?» είπε τότε ο Έντουαρτ και έτρεξε καταπάνω της και την σήκωσε ψιλά στον αέρα κάνοντας την σβούρες γύρο απο τον εαυτό του.


Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και δεν μπορούσε να την κρύψει με τίποτα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι ήταν αυτό που το προκαλούσε τόσο πολύ. Όταν την άφησε κάτω της έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο και την πήρε απο το χέρι για να την φέρει κοντά μου.


«μαμά να σου συστήσω την Ιζαμπέλα Σουαν, Μπέλα απο εδώ η πιο γλυκιά μανούλα του κόσμου, Έσμη»


«χάρηκα πολύ κυρία» είπα και έδωσα το χέρι μου σε εκείνη που όπως και το ξωτικό πριν έτσι και εκείνη με κοίταζε μέσα στα μάτια σοκαρισμένη χωρίς να μπορεί να πει τίποτα. Τι στο καλό? Γιατί με κοιτάνε με τόση έκπληξη όλοι? Σίγουρα δεν ήταν κάτι που επιτρεπόταν, το να βρίσκομαι εδώ, αλλά εγώ ένιωθα ότι η έκπληξη τους ήταν κάτι πολύ περισσότερο απο αυτό.


Εκείνη ξεπερνώντας το πρώτο σοκ ήρθε κατευθείαν κοντά μου και μου έκανε μια ζεστή αγκαλιά


«η χαρά είναι όλη δική μου μικρή μου Ιζαμπέλα»


«Μπέλα» είπα απαλά χωρίς να θέλω να την προσβάλω


«Μπέλα τότε και εσύ να με φωνάζεις Έσμη»


«χάρηκα πολύ Έσμη» της είπα με ειλικρίνεια στα μάτια.


Αυτή η γυναίκα εξέπεμπε μια ζεστασιά, μια γαλήνη που σε έκανε να νιώθεις ότι την γνώριζες χρώνια. Απο την άλλη όλη της η εμφάνηση ήταν σαν να είχε βγει απο εικόνα ενώς παραμυθού που μίλαγε για την γυναίκα του Αη Βασίλη.


«Έντουαρτ το ξέρεις ότι σε περιμένει και πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι δεν είναι καθόλου ευδιάθετος με αυτό που έκανες, ελπίζω βέβαια να μπορέσει να συγκρατηθεί μπροστά στην όμορφη δεσποινίς μας και να μην σου βάλει της φωνές»


«ελπίζω να μην είμαι εγώ ο λόγος» είπα νιώθοντας αμηχανία


«όχι καρδιά μου μην ανησυχείς ο Έντουαρτ έχει άλλα μπλεξίματα που τον έχουν φέρει σε αυτήν την θέση. Εσύ είσαι χαρά μας που είσαι κοντά μας, γι αυτό και ελπίζω να μην σας χαλάσει αυτό το υπέροχο απόγευμα»


«εεε καλύτερα τότε να πηγαίνουμε» είπε αμήχανα ο Έντουαρτ και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα που είχε εμφανιστεί η μητέρα του πριν λίγο τραβώντας και έμενα μαζί του.


«ελπίζω να σας ξαναδώ» είπα καθώς προσπαθούσα να βρω την ισορροπία μου την ώρα που φεύγαμε απο κοντά της


«μην ανησυχείς καλή μου σίγουρα θα βρεθούμε στο βραδινό» είπε εκείνη φωναχτά για να την ακούσω


«Έντουαρτ σταμάτα να με τραβάς έτσι» παραπονέθηκα εγώ μόλις βγήκαμε απο την πόρτα


«συγνώμη άλλα θέλω τόσο πολύ να σε γνωρίσει»


«ποιος?»


«ο πατέρας μου φυσικά» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια. Άφησα έναν αναστεναγμό και τα παράτησα.


Συνέχισε να με σέρνει απο πόρτα σε πόρτα και με κόπο προσπαθούσα να παρατηρήσω γύρο όσα περιελάμβαναν τον χώρο. Όλα ήταν λες και ήταν βγαλμένα μέσα απο έργο που είχαν γυριστεί στο Χόλιγουντ. Οι τοίχοι γύρο μου ήταν σαν να ήταν φτιαγμένοι απο μπισκότα και αυτήν η σκέψη με έκανε να γελάσω, ένιωθα ότι ήμουν μέσα στο καραμελόσπιτο του Χένσελ και της Γκρέτελ.


Όταν φτάσαμε σε μια τεράστια πύλη σταμάτησε και την χτύπησε διακριτικά. Η πόρτα ήταν πολύ τεράστια και επιβλητική. Ξύλινη με σκαλίσματα και ήταν διακοσμημένη με χρυσά γκι.


«πατέρα να περάσουμε?» είπε απαλά και ντροπαλά ο Έντουαρτ και ακούσαμε μια φωνή να μας καλεί. Γύρισε την ματιά του προς τα μένα πήρε μια αναπνοή και την άνοιξε.


Το εσωτερικό ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό. Ήταν ένα τεράστιο γραφείο που το περιέβαλε μια βιβλιοθήκη με όλου του κόσμου τα βιβλία να είναι ταξινομημένα με τέτοια τάξη που έπαθα πλάκα. Στην μεγάλη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος κύριος ντυμένος με την κόκκινη γνωστή στολή. Τα μάτια του ήταν πάνω σε πολλά γράμματα που τα διάβαζε ξανά και ξανά.


«Έντουαρτ πάλι άρχισες τις ίδιες σκανταλιές? ...... ξεκίναγε να λέει χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα την παρουσία μου ......... δεν σου είπα ότι θα μοιράζεις τα δώρα μόνο την παραμονή των Χρι ... στου ... γε ... ννων» είναι αφηρημένα την τελευταία λέξη καθώς κόλλησε την ματιά του απάνω μου με σοκαριστικό ύφος.


«σκέφτηκα ότι αν ξεκινήσω πιο νωρίς μπορώ να διορθώσω τα λάθη μου την επόμενη» είπε ντροπαλά ο Έντουαρτ κατεβάζοντας για μια στιγμή το κεφάλι του, όμως όταν ένιωσε το χέρι μου πήρε θάρρος και το σήκωσε αμέσως κοιτώντας με στα μάτια με ένα τεράστιο χαμόγελο.

«η κοπέλα?» είπε ο πατέρας του τότε και τον έκοψε απο τις σκέψεις του και γύρισε την ματιά του σε εκείνον


«μπαμπά να σου συστήσω την Ιζαμπελα Σουαν» σοκ στην ματιά του τον έκανε για μια στιγμή να τα χάσει και αυτός.


«Ιζαμπέλα?» είπε σαστισμένος


«μπορείτε να με φωνάζετε Μπέλα ....... είπα με θάρρος καθώς τον πλησίασα δίνοντας του το χέρι μου. Εκείνος αμέσως σηκώθηκε και έκανε το γύρο του γραφείου του και με πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά


«δεν μπορείς να φανταστείς τι τιμή είναι για μας να σε έχουμε κοντά μας.....είπε τότε και εγώ έμεινα άφωνη .......... χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω, έχεις μεγαλώσει πάρα πολύ απο την τελευταία φορά που σε είδα»


«σας ευχαριστώ» είπα σοκαρισμένη κοιτώντας τον με απορία


«ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να το πιστέψεις άλλα εγώ σε θυμάμαι»


«δεν ξέρω τι να πω» είπα αφηρημένα


«δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, φαντάζομαι ότι δεν έχετε πολύ χρόνο και θα ήθελες να δεις και το υπόλοιπο εργαστήριο και το σπίτι, οπότε Έντουαρτ θα αφήσω την κουβέντα μας για την ώρα για να μπορέσεις να την ξεναγήσεις, αλλά μην νομίζεις ότι θα το ξεχάσω αυτό που έκανες, μετά τις γιορτές έχουμε να πούμε πολλά»


«σε ευχαριστώ πολύ πατέρα και συγνώμη αν σε αναστάτωσα για άλλη μια φορά»


«πηγαίνετε τώρα και θα τα πούμε στο δείπνο»


«ευχαριστώωωω» φώναζε σαν μικρό παιδί ο Έντουαρτ την στιγμή που με πήρε πάλι απο το χέρι και σχεδόν τρέχοντας άρχισε να μου δείχνει της ομορφιές του εργαστηρίου και όλων των υπόλοιπων χώρων που υπήρχαν σε αυτήν την μικρή πόλη.


Είχα μαγευτεί πραγματικά, ζούσα μέσα σε ένα όνειρο στο χωριό του Άη Βασίλη με ξωτικά να τρέχουν εδώ και εκεί με τα χαρούμενα σκουφάκια τους με καμπανάκια να χτυπάνε σε κάθε τους κίνηση και γινόταν να μην γελάσω με όλη αυτήν την ατμόσφαιρα γύρο?


Ο Έντουαρτ δίπλα μου είχε πάλι το ίδιο τεράστιο χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια του και παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση και κάθε μου βλέμμα με ευλάβεια. Κάθε φορά που με έβλεπε να χαμογελάω το πρόσωπο του φωτιζόταν όλο και πιο πολύ και υπήρχαν στιγμές που θα ορκιζόμουν ότι μπορούσα να ακούσω την καρδιά του να χτυπάει τρελά.


Όταν φτάσαμε στα δωμάτια τους τα πέρασε τόσο γρήγορα ανυπόμονα που δεν προλάβαινα καν να τα κοιτάξω με προσοχή. Όταν φτάσαμε στο δικό του όμως δεν με άφησε να μπω, μου έδωσε λίγο χρόνο να το κοιτάξω απο μακριά και αυτό που πρόλαβα να καταλάβω για εκείνον απο αυτό το δωμάτιο ήταν ότι στην ψυχή του ακόμα ήταν ένα μικρό παιδί.


Έκλεισε την πόρτα και με οδήγησε στην διπλανή πόρτα, πριν την ανοίξει πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε προς τα μένα.


«αυτό το δωμάτιο θα σε αφήσω να ανακαλύψεις μόνη σου σε ποιον ανήκει» είπε μόνο και την άνοιξε.


Μπήκα μέσα με αργά βήματα και θαμπώθηκα. Ήταν το ωραιότερο δωμάτιο στον όροφο, παντού επικρατούσαν τα αγαπημένα μου χρώματα. Οι κουρτίνες τα καλύμματα ακόμα και οι τοίχοι είχαν απαλά μοβ χρώματα με τόνους πιο σκούρους για λεπτομέρειες. Το κρεβάτι που ήταν στην μια μεριά ήταν τεράστιο και πολύ επιβλητικό. Ήταν όλο σε χρωματισμό του μπρούτζου και γύρο του υπήρχαν κολόνες στολισμένες με αναρριχόμενες τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα σε μεταλιζέ μοβ χρώμα και τα φίλα των λουλουδιών ήταν σε πράσινο μεταλιζέ χρώμα να κάνουμε μεταξύ τους αντίθεση απο το υπόλοιπο κρεβάτι. Ο ουρανός είχε ένα απαλό πανί που όπως έπεφτε σχημάτιζε πουπουλένια σύννεφα. Απο την άλλη μεριά του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο πιάνω σε λευκό χρώμα με ουρά, όπου πάνω του υπήρχε μια υπέροχη σύνθεση απο κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα σχηματίζοντας μια καρδιά και δίπλα απο το πιάνο υπήρχε ένα μεγάλο αναλόγιο που η διακόσμηση του ήταν ίδια με το κρεβάτι. Πάνω στο αναλόγιο υπήρχε ένα μεγάλο ογκώδες ξύλινο βιβλίο με χρυσές λεπτομέρειες βγαλμένο απο άλλη εποχή λες και άνηκε σε μια πριγκίπισσα. Ασυναίσθητα το πλησίασα και πέρασα απαλά τα δάχτυλα μου απάνω του.


«θες να το δεις?» άκουσα την φωνή του πίσω μου και τρόμαξα. Είχα μαγευτεί τόσο πολύ απο τον χόρο που είχα ξεχάσει τελείως την παρουσία του.


«μπορώ?» τον ρώτησα γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον.


Πήρε το βιβλίο στα χέρια του και με έβαλε να κάτσω πάνω στο κρεβάτι αφήνοντας το πάνω στα πόδια μου


«άνοιξε το» είπε και με κοίταζε με προσμονή χωρίς να χάνει ούτε μια μου ματιά ή κίνηση με το βλέμμα του.


Το άνοιξα τόσο αργά και ήρεμα λες και ήταν τόσο εύθραυστο που ακόμα και το παραμικρό μου άγγιγμα θα το έσπαγε. Η έκπληξη που με περίμενε στην πρώτη σελίδα με έκανε να σαστίσω και γύρισα να τον κοιτάξω. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και με παρότρυνε να το πάρω στα χέρια μου, εγώ όμως δεν μπορούσα να το κάνω.


Ήταν το τελευταίο μου γράμμα που είχα γράψει στον Αη Βασίλη και ήξερα πολύ καλά τι έγραφε μέσα. Γύρισα την σελίδα και η επόμενη έκπληξη μου έκοψε την ανάσα και ένα δάκρυ κύλησε απο τα μάτια μου.


Ήταν όλες μου οι φωτογραφίες που είχα απο όταν ήμουν μωρό μέχρι και τα τελευταία Χριστούγεννα που είχα περάσει με τους γονείς μου πριν τους χάσω απο εκείνον τον ληστή που ήταν ντυμένος με την στολή του Αη Βασίλη. Ήταν τα χειρότερα μου Χριστούγεννα, απο την μια στιγμή στην άλλη είδα τους γονείς μου να πέφτουν μπροστά στα μάτια μου απο σφαίρα στο πάτωμα μέσα στα αίματα απο τους πυροβολισμούς εκείνου του ληστή που εγώ με την παιδική μου φαντασία νόμιζα ότι ήταν ο πραγματικός. Την επόμενη μέρα ξημέρωνε Χριστούγεννα και ενώ είχα στείλει το γράμμα μου, εκείνο το βράδυ του έστειλα ακόμα ένα παρακαλώντας τον να μου φέρει πίσω ότι πολυτιμότερο είχα στην ζωή ζητώντας τον να πάρει όλα μου τα παιχνίδια και να τα δώσει σε άλλα παιδάκια που τα είχαν περισσότερο ανάγκη απο μένα. Για μένα απο εκείνα τα Χριστούγεννα το μόνο δώρο που ήθελα ήταν μόνο εκείνοι.


Η απογοήτευση μου που δεν μου εκπλήρωσε αυτήν την επιθυμία μου ήταν μεγάλη και απο τότε σταμάτησα να πιστεύω σε εκείνον. Τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασα στο πατρικό μου σπίτι πριν φύγω, πήρα την απόφαση να προχωρήσω την ζωή μου αφήνοντας πίσω όλο μου τον πόνο και έτσι μαζί με όλα τα πράγματα που θύμιζαν εκείνους πέταξα και όλες τις φωτογραφίες που είχα μαζί τους, ελπίζοντας έτσι ότι ο πόνος θα σταματήσει να με τρυπάει στην καρδιά. Το είχα μετανιώσει αμέσως αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια γι αυτό και έτσι έμεινα πάντα με την ανάμνηση αυτή.


Αλλά τώρα όλες μου οι αναμνήσεις όλες μου οι φωτογραφίες ήταν εκεί, τις κοίταζα μια μια χαϊδεύοντας τες απαλά για να μπορέσω να νιώσω ότι ήταν πραγματικές, όταν όμως έφτασα στην τελευταία σελίδα με περίμενε ακόμα μια έκπληξη. Στο κέντρο της σελίδα είχε δημιουργήσει ένα κενό στις υπόλοιπες σελίδες και μέσα είχε ένα βελούδινο μπλε κουτάκι. Γύρισα και τον κοίταξα με απορία


«άνοιξε το» είπα απαλά και το έκανα με κομμένη την ανάσα


Μέσα υπήρχε το δαχτυλίδι της μητέρας μου που φόραγε όλη της την ζωή. Ήταν το δαχτυλίδι που της είχε κάνει πρόταση γάμου ο πατέρας μου και ήταν οικογενειακό κειμήλιο που πήγαινε απο γενιά σε γενιά 200 χρόνια τώρα.


Η ανάσα μου πλέων είχε αρχίσει να με πνίγει και είχα ανάγκη απο οξυγόνο, έβαλα με κόπο το βιβλίο στην άκρη και έτρεξα προς το παράθυρο μην μπορώντας πια να κρατήσω τα δάκρυα μου. Προσπάθησα να ανοίξω το παράθυρο άλλα δεν τα κατάφερνα. Εκείνος έβαλε απαλά το χέρι του στην μέση μου και με απομάκρυνε για λίγο μέχρι να το ανοίξει και μετά με άφησε για να βγω έξω για να ξεσπάσω.


Έπεσα πάνω στα κάγκελα και βάζοντας τα χέρια μου στο κεφάλι μου για να το συγκρατήσω άρχισα να κλαίω με αναφιλητά.

«κάθε χρόνο λαμβάνουμε πολλά γράμματα απο παιδιά που το μόνο που ζητούν για δώρο είναι να τους πάμε πίσω τους γονείς τους ή κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο που έχουν χάσει και πάντα μας πονάει το ότι δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε αυτήν τους την ευχή. Το δικό σου όμως γράμμα μας είχε συγκλονίσει όλους. Ήμουν 11 χρονών και όμως το θυμάμαι σαν εχθές το κλάμα που είχα ρίξει όταν μας το διάβαζε ο πατέρας μου, που ακόμα και εκείνος δεν μπόρεσε να κρύψει την δική του λύπη. Εκείνα ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που του ζήτησα να με πάρει μαζί του και δεν μου το αρνήθηκε γιατί ήξερε πολύ καλά για ποιο λόγο του το ζήτησα. Όταν μπήκα στο δωμάτιο σου και σε είδα να κοιμάσαι με εκείνες της καστανές μπουκλίτσες να πέφτουν απάνω στο πρόσωπο σου η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια, πριν φύγω κάποιο σου όνειρο σε έκανε να χαμογελάσεις, εκείνο το χαμόγελο χαράχτηκε για πάντα στην μνήμη μου και δεν το ξέχασα ποτέ. Από τότε το μόνο δώρο που ζητάω απο τον πατέρα μου είναι να σε ξαναδώ. Όλο τον χρόνο τον περνάω σε αυτό το δωμάτιο περιμένοντας τα επόμενα Χριστούγεννα για να μου δοθεί άλλη μια ευκαιρία για να αντικρίσω το πρόσωπο σου την ώρα που κοιμάσαι. Αυτό το δωμάτιο το έφτιαξα μόνο για σένα ελπίζοντας κάποια στιγμή ότι ίσως θελήσεις και εσύ να γίνει για πάντα δικό σου» είπε σκύβοντας το κεφάλι αποφεύγοντας την ματιά μου.


Είχα συγκλονιστεί δεν ήξερα τι έπρεπε να πω ή να κάνω. Ο πόνος στην ματιά του έκανε την καρδιά μου να διαλυθεί και το μόνο που ήθελα ήταν να τον πάρω μακριά και να τον κάνω να μου χαμογελάσει όπως και πριν.

Αργά και σταθερά έφερα το χέρι μου κάτω απο το πιγούνι του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει. Θυμήθηκα τα λόγια του που μου είχε πει ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο και δεν έκατσα να το σκεφτώ. Πήγα πιο κοντά του και άρχισα να τον φιλάω τρυφερά. Με άρπαξε κατευθείαν στην αγκαλιά του και συνέχισε το φιλί μας με περισσότερο πάθος. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή.


«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό σε περίμενα. Σ’ αγαπάω Ιζαμπέλα Σουαν. Απο την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα η καρδιά μου σου ανήκει» έλεγε με βαθιά φωνή πάνω στα χείλια μου χωρίς να σταματάει το φιλί του.


Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια χαϊδεύοντας το μάγουλο του. Τον πήρα απο το χέρι και τον τράβηξα πίσω στο κρεβάτι χωρίς να αφήνω την ματιά μου απο την δική του και τότε πάλι άρχισε να μου χαμογελά.

ESCAPE POLH FANTASMA