Music Playlist at MixPod.com
Άλλη μια πιεσμένη περιπολία στους δρόμους επιτέλους τελείωσε. Αυτές οι μέρες είναι μια κόλαση, ότι κλέφτης, λωποδύτης ή μεθύστακας που προσπαθεί να κλέψει μερικά ψιλά για να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί, είναι ντυμένοι Αη Βασίληδες και είναι τρομερά εκνευριστικό.
Μπορεί να έχω πάψει να πιστεύω σε αυτόν απο τα 10 μου, όμως ποτέ δεν παύει να με αηδιάζει αυτή η θέα. Όλοι όσοι θέλουν να κρύψουν τα πρόσωπα τους το κάνουν πίσω απο αυτήν την γελοία στολή. Απο τότε που έγινα αστυνομικός αυτή η εποχή είναι η χειρότερη μου.
Γύρισα στο σπίτι και ήμουν τόσο σε υπερένταση που δεν ένιωθα ότι θα μπορούσα σήμερα να κοιμηθώ, ευτυχώς αύριο έχω ρεπό και θα καταφέρω να περάσω μια ήσυχη μέρα με την αδελφή μου και την γλυκύτατη επτάχρονη κορούλα της, γύρο απο το υπέροχο δέντρο μπροστά στο τζάκι προσπαθώντας να την πείσουμε να μην ανοίξει ακόμα τα δώρα της γιατί θα πρέπει να περιμένει μέχρι τα Χριστούγεννα που είναι σε 2 μέρες απο τώρα.
Μόλις μπήκα μέσα έβαλα το όπλο μου με την θήκη του στο πιο ψηλό σημείο του καθρέφτη και έβγαλα το μπουφάν μου κρεμώντας το στο καλόγερο που ήταν δίπλα, πήγα στο σαλόνι και άφησα κάτω απο το δέντρο τα δώρα που είχα πάρει για εκείνες και έριξα μια ματιά γύρο μου. Ο ενθουσιασμός και η αγάπη της μικρής γι αυτήν την εποχή ξεχείλιζε μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο που ήταν στολισμένος με τόσο αγάπη απο εκείνη και την αδελφή μου που παρόλο που δεν αγαπούσα και τόσο αυτήν την εποχή του χρόνου, σήμερα μετά απο 15 χρόνια μπορώ να πω ότι ένιωσα τέτοια ζεστασιά που με έκανε να ανυπομονώ και εγώ να έρθουν φέτος τα Χριστούγεννα.
Όταν ήρθε η αδελφή μου αγκαλιά με την μικρή και με δάκρυα στα μάτια δεν ένιωσα και τόσο καλά γι αυτήν την συγκατοίκηση αλλά περνώντας ο καιρός άρχισα να τον συνηθίζω και μπορώ να πω πια ότι ζηλεύω απίστευτα την σχέση τους τόσο πολύ που θα μπορούσα ίσως και να αρχίσω να σκέφτομαι το θέμα της οικογένειας. Οικογένεια ???? Μπαααα δεν είναι για μένα αυτά. Σκέφτηκα γελώντας και άρχισα να ανεβαίνω την σκάλα, πριν προλάβω όμως να φτάσω το τελευταίο σκαλί ένας παράξενος θόρυβος με ακινητοποίησε.
Γύρισα αθόρυβα και άρχισα πάλι να κατεβαίνω με μεγάλη προσοχή, όταν έφτασα στον καθρέφτη πήρα το όπλο μου απο την θήκη άλλα σκέφτηκα να μην το οπλίσω για να μην ακούσει τον θόρυβο όποιος ήταν μέσα στο σαλόνι μου. Πήγα αθόρυβα στην είσοδο του σαλονιού και έσκυψα αργά για να δω τι γίνετε. Τότε είδα κάποιον με στολή Αη Βασίλη να ψάχνει μέσα σε έναν σάκο απελπισμένα
«όχι πάλι, αμάν Έντουαρτ πότε θα πάψεις να παίρνεις λάθος σάκους επιτέλους» τον άκουσα να λέει με γυρισμένη την πλάτη του προς τα μένα, με τις μύτες τον πλησίασα και του έδωσα μια στο αυχένα με το όπλο μου για να τον αναισθητοποιήσω και έπεσε κάτω.
Πήρα μια καρέκλα τον σήκωσα για να τον βάλω να κάτσει εκεί και έβγαλα της χειροπέδες μου για να τον δέσω σε αυτήν. Ήμουν σκυμμένει απάνω του όταν τις έδεσα και δεν πρόσεξα ότι είχε συνέλθει και ότι με κοίταζε. Σήκωσα αργά το κεφάλι μου και όταν τα μαλλιά μου ακούμπησα απαλά πάνω στο πρόσωπο του είδα με την άκρη του ματιού μου να κλείνει για μια στιγμή τα μάτια του και να σταματάει την αναπνοή του, τον κοίταξα στα μάτια και κοκάλωσα. Είχε το πιο βαθιά και υπέροχα πράσινα μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου, τόσο αγνά και τρυφερά που θα ορκιζόμουν ότι ποτέ δεν θα ταίριαζαν σε έναν κλέφτη σαν και αυτόν.
Σηκώθηκα χωρίς να μιλήσω πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και ανοίγοντας το παράθυρο έκατσα στο πρεβάζι και άναψα ένα αφήνοντας το όπλο μου μαζί με το πακέτο μου στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα μου. Τράβηξα μια ρουφηξιά και την άφησα αργά να βγει έξω απο το ανοιχτό παράθυρο, γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον που δεν είχε πει μέχρι στιγμής κουβέντα. Με κοίταζε καλά καλά και όταν κατάλαβε ότι τον κοιτάω ακινητοποίησε την ματιά του στην δική μου.
«τι δεν θα μου πεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζω?» τον ρώτησα χαμογελώντας
«και να σου το πω θα το πιστέψεις?»
«εξαρτάτε»
«απο τι?»
«τι δικαιολογία έχεις εσύ? Απο ότι βλέπεις ......... του είπα δείχνοντας του την στολή μου ...... τις τελευταίες μέρες έχω ακούσει πολλές, οπότε φρόντισε η δική σου να είναι καλή αν θες να σε αφήσω να φύγεις χωρίς να σε κλείσω σε κανένα κελί»
«και ποια θα ήταν αρκετά καλή για σένα?» με ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο που με μάγεψε και με έκανε να τα χάσω για μια στιγμή.
Γύρισα το κεφάλι μου προς το ανοιχτό παράθυρο και τράβηξα μια ακόμα ρουφηξιά για να συγκεντρωθώ και να καθαρίσω το μυαλό μου απο την παρουσία του.
«δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία καλή, είσαι μέσα σε ένα ξένο σπίτι που για κακή σου τύχη ανήκει σε μια αστυνομικό και ψαχουλεύεις τα πράγματα της, λες ότι υπάρχει καλός λόγος γι αυτό?»
«και όμως υπάρχει άλλα πολύ φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να τον πιστέψεις» γέλασα απαλά
«μην μου πεις ότι είσαι ο Αη Βασίλης που ήρθε να μας φέρει δώρα»
«σου φαίνομαι τόσο χοντρός και γέρος??» είπε και γέλασε κουνόντας το κεφάλι του
«και τότε ποιος είσαι?»
«ο αδέξιος γιος του» δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό, είχα ακούσει δικαιολογίες και δικαιολογίες αλλά αυτή ήταν το κάτι άλλο
«σε λένε Έντουαρτ σωστά?»
«ναι» είπε με απορία
«άσε να μαντέψω το επίθετο σου είναι Κλάους?» είπα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου
«ναι» είπε πάλι με απορία
«και να φανταστώ ότι έχεις και ταυτότητα για να το αποδείξεις αυτό?»
«ναι είναι στο παντελόνι μου αλλά που το ξέρεις εσύ?» ρώτησε κοιτάζοντας με μεγαλύτερη απορία
«απλά το φαντάστηκα, που ακριβός έχεις την ταυτότητα σου?»
«είναι στην κολότσεπη του παντελονιού μου κάτω απο την στολή» είπε ανάλαφρα
Σηκώθηκα και πήγα κοντά του, με κοίταζε μέσα στα μάτια ακόμα με απορία
«ανασήκωσε το σώμα σου για να μπορέσω να την πάρω» του είπα και υπάκουσε κοιτώντας με πάντα στα μάτια
Έβαλα το χέρι μου στην μέση του και τον έφερα πιο κοντά μου, αμέσως σταμάτησε να αναπνέει αλά δεν του έδωσα σημασία, πέρασα το άλλο μου χέρι κάτω απο την στολή και αφού τον ψαχούλεψα για λίγο την βρήκα και την τράβηξα, πήγα προς την πόρτα για ανοίξω το φως για να την δω καλά. Εκείνος είχε μείνει στην θέση του να με κοιτάει σαν χαζός, όταν άνοιξα το φως του έριξα μια ματιά πριν αρχίσω να διαβάζω την ταυτότητα του και μου κόπηκε η ανάσα, ήταν τόσο όμορφος κοντά στην ηλικία μου και τα μάτια του ήταν τόσο ερευνητικά, όπως τον εξερευνούσα εγώ με την ματιά μου το ίδιο έκανε και εκείνος και μισάνοιξε απαλά τα χείλια του απο θαυμασμό, μόλις αντιλήφθηκε όμως ότι τον κοιτάω και εγώ γύρισε την ματιά του απο την άλλη περνώντας για μια στιγμή την γλώσσα του πάνω απο τα χείλι του ξεροκαταπίνοντας.
Εκείνη την στιγμή ήθελα τόσο πολύ να το κάνω εγώ για εκείνον και να γευτώ την γεύση του πάνω σε αυτά τα απαλά χείλι που ανατρίχιασα. Τι στο καλό μου συμβαίνει? Αναρωτήθηκα. Τι έχει αυτός ο άνθρωπος και με τραβάει τόσο πολύ.
Κούνησα το κεφάλι μου λες και οι σκέψεις θα μπορούσαν να φύγουν με αυτήν την κίνηση και γύρισα την ταυτότητα του για να διαβάσω τα στοιχεία του. τι στο καλό?
Όνομα: Έντουαρτ
Επίθετο: Κλαους
Τόπος διανομής: Βόρειος πόλος
«χα δεν ήξερα ότι η συμμορία σου κάνει τόσο καλή δουλειά»
«τι εννοείς?» με ρώτησε γυρίζοντας απότομα την ματιά του σε μένα
«εννοώ για την ταυτότητα, έξυπνο αλλά όχι αρκετά πιστικό, ξέρεις πόσα τέτοια κυκλοφορούν?»
«μα δεν είναι ψεύτικη και σου λέω την αλήθεια»
«μην μου πεις ότι απάνω στην στέγη μου αυτήν την στιγμή είναι ο Ρούντολφ και σε περιμένει και ότι μπήκες απο την καμινάδα» του είπα κοροϊδευτικά
«όχι μπήκα απο το παράθυρο και ο Ρούντολφ κάνει γύρους ψιλά πάνω απο το σπίτι σου μέχρι να τον καλέσω για να έρθει να με πάρει» είπα πολύ απλά
«ναι καλά και εγώ είμαι η χιονάτη, χαίρω πολύ»
«αλήθεια σου λέω Ιζαμπέλα και μπορώ να σου το αποδείξω»
«μια στιγμή απο που ξέρεις το όνομα μου?»
«δεν είσαι η Ιζαμπέλα Σουαν?»
«ναι αλλά εσύ που το ξέρεις?»
«και το τελευταίο γράμμα που έστειλες στον Αη Βασίλη ήταν όταν ήσουν 10 χρονών?»
«μια στιγμή γιατί εσύ θα με τρελάνεις πως τα ξέρεις όλα αυτά?»
«σου είπα είμαι ο γιος του Αη Βασίλη»
«κόφτο αυτό το αστείο και λέγε πως τα ξέρεις αυτά τα πράγματα»
«μα δεν είναι αστείο»
«ωραία αν δεν είναι αστείο τι ζήτησα στο τελευταίο μου γράμμα απο τον πατέρα σου?»
«δεν μπορώ να θυμάμαι όλα τα γράμματα απο έξω αλλά αν με αφήσεις μπορώ να σου το φέρω και να το διαβάσουμε μαζί»
«χαχαχα καλή προσποίηση άλλα είναι πολύ λίγη Έντι»
«Έντουαρτ ............. είπε κλείνοντας τα μάτια εκνευρισμένος ............. Ιζαμπέλα»
«σταμάτα να με λες έτσι με εκνευρίζει πάρα πολύ»
«και πως να σε λέω»
«λέγε με Μπέλα»
«οκ αρκεί και εσύ να με λες Εντουαρτ γιατί και εμένα με εκνευρίζει να με φωνάζουν Έντι»
«να φανταστώ ότι έτσι σε φωνάζει ο μπαμπάς σου?» είπα γελώντας δυνατά και με κοίταξε στα μάτια τρομερά εκνευρισμένος
«να φανταστώ ότι έτσι σε φώναζαν οι γονείς σου πριν πεθάνουν και γι αυτό δεν αντέχεις να το ακούς απο άλλους?» μου πέταξε στα μούτρα και πάγωσε το γέλιο μου και τον κοίταξα στα μάτια με μίσος
«για άκου να σου πω, αρκετά τράβηξε το αστείο, πάω να καλέσω κάποιον να έρθει να σε παραλάβει και αν είσαι τυχερός μέχρι την πρωτοχρονιά θα είσαι ελεύθερος, με όλους τους τρελούς που έχουμε μαζέψει αυτές τις μέρες δεν νομίζω να καταφέρουν να εξακριβώσουν τα στοιχεία σου πιο νωρίς» αυτόν τον πάγωσε στην θέση του και άρχισε να τον αγχώνει
«σε παρακαλώ συγχώρεσε με δεν το ήθελα να σε στεναχωρήσω, πρέπει να με αφήσεις όμως να φύγω»
«και γιατί αυτό?»
«γιατί αν δεν το κάνεις θα απογοητεύσεις πολλά παιδάκια που περιμένουν τα δώρα τους απο τον Αη Βασίλη»
«άντε πάλι αυτό το παραμύθι, μήπως προτιμάς να σε κλείσω κατευθείαν σε καμία ψυχιατρική κλινική δεν είναι και πολύ δύσκολο και σου εγγυώμαι θα είναι καλύτερα απο το κρατητήριο»
«σε παρακαλώ δεν είναι παραμύθι σου λέω την αλήθεια και αν μου λύσεις τα χέρια μπορώ να σου το αποδείξω»
«με περνάς για χαζή?»
«όχι φυσικά και όχι αλλά σε παρακαλώ άσε με να σου αποδείξω ότι σου λέω την αλήθεια»
«πως?»
«αρχικά μπορώ να καλέσω το έλκηθρο να έρθει να με πάρει»
«Έντουαρτ» είπα και έπιασα το κεφάλι μου απελπισμένα
«σε παρακαλώ» είπε πιο μαλακά με αγωνία στα μάτια
«με παρακαλάς για ποιο πράγμα?»
«άσε με να σου το αποδείξω ότι δεν σου λέω ψέματα για το ποιος είμαι»
«καταλαβαίνεις ότι με φέρνεις σε πάρα πολύ δύσκολη θέση?»
«σου υπόσχομαι ότι δεν θα το σκάσω»
«πως μπορώ να σε εμπιστευτώ?»
«απλώς σου το ζητάω» κοίταξα έξω απο το παράθυρο και άναψα άλλο ένα τσιγάρο για να ηρεμήσω απο την ένταση, αφού πήρα μερικές ακόμα ρουφηξιές το πέταξα έξω με δύναμη και πήγα κοντά του
«το καλό που σου θέλω μην κάνεις καμία ανοησία» του είπα καθώς έσκυψα να του λύσω τις χειροπέδες, τον ένιωσα δίπλα μου να παίρνει μια βαθιά αναπνοή και γύρισα να τον κοιτάξω, η ματιά του με μάγεψε και έμεινα ακίνητη να τον κοιτάω όπως και εκείνος, το πρόσωπο μου απο δική του πρωτοβουλία άρχισε να τον πλησιάζει επικίνδυνα. Μα τι κάνεις???? Άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου και γύρισα αμέσως την ματιά μου για να του ξεκλειδώσω τις χειροπέδες.
«άντε να δω τι θα σκαρφιστείς για να την γλυτώσεις τώρα» του είπα καθώς του γύριζα την πλάτη μου πηγαίνοντας προς το παράθυρο.
Ένιωσα το χέρι του στο μπράτσο μου και με μια κίνηση με γύρισε προς το μέρος του, χωρίς να χάνει καιρό με κράτησε απο τον αυχένα μου και άρχισε να με φιλάει απαιτητικά. Στην αρχή αντιστάθηκα και προσπάθησα να τον απομακρύνω απο κοντά μου, όταν όμως ένιωσα την γλώσσα του να περνάει πάνω απο τα χείλη μου τρελάθηκα και ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να περνάει απο το κορμί μου.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρο απο τον λαιμό του και άρχισα και εγώ να τον φιλάω με πάθος κλείνοντας τα μάτια για να απολαύσω αυτήν την μαγική στιγμή. Έφερε το κορμί του πιο κοντά μου και με κόλλησε απάνω του, μόλις ακούμπησε το κορμί του απάνω στο δικό μου ένιωσα τις φλέβες μου να καίγονται και με τα χέρια μου άρχισα να παίζω και να τραβούν τα μαλλιά του με πάθος.
Άνοιξα το στόμα μου για να πάρω μια αναπνοή και ένιωσα την γλώσσα του να μπαίνει απαλά απάνω στην δική μου, η γεύση του με μάγεψε και άρχισα και εγώ να τον γεύομαι περισσότερο κάνοντας τις γλώσσες μας να παίρνουν φωτιά. Όταν μείναμε απο αέρα ακουμπήσαμε ο ένας στο μέτωπο του άλλου για να μπορέσουμε να βρούμε ξανά έναν πιο ήρεμο ρυθμό στις αναπνοές μας.
«φύγε» του είπα καθώς συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή τι είχε συμβεί και απομακρύνθηκα απο κοντά του γυρίζοντας πάλι την πλάτη μου σε εκείνον καθώς τα δάκρυα μου απειλούσαν να ξεχειλίσουν απο τα μάτια μου.
«όχι σου υποσχέθηκα ότι θα σου αποδείξω ποιος είμαι» είπε και με γύρισε πάλι προς το μέρος του, κράτησε το χέρι του στο δικό μου και άρχισε να με τραβάει έξω απο το σπίτι.
«μια στιγμή να πάρω το μπουφάν μου» είπα με κόπο, γύρισε με κοίταξε με ένα χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια μου και άφησε το χέρι του.
Το πήρα και το φόρεσα και τον ακολούθησα με απορία, δεν μπορώ να φανταστώ τι είχε σκαρφιστεί. Μόλις βγήκαμε στον δρόμο έκανε ένα περίεργο σφύριγμα και τότε άκουσα τα γνωστά καμπανάκια να ακούγονται κάθε στιγμή όλο και πιο κοντά. Γύρισα την ματιά μου προς τα εκεί που κοίταγε και εκείνος και το θέαμα που είδα με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου και το στόμα μου διάπλατα.
Ένα έλκηθρο με ταράνδους μας πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Όταν προσγειώθηκε ακριβός μπροστά μας σταμάτησε ακριβός στο σημείο που ο Έντουαρτ είχε απλώσει το χέρι του, αφού χάιδεψε τον πρώτο τάρανδο γύρισε την ματιά του σε μένα με ένα χαμόγελο περιμένοντας την αντίδραση μου. Εγώ σαστισμένη κοίταζα μια εκείνον και μια τα ζώα που ήταν σε απόσταση αναπνοής απο μένα και δεν ήξερα τι να πω.
«κράτα τα λίγο για να φέρω τον σάκο που ξέχασα μέσα» κούνησα μηχανικά το κεφάλι μου και τον είδα να τρέχει προς το σπίτι. Είχα σοκαριστεί τόσο πολύ που δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Κανονικά θα έπρεπε να τρέξω πίσω του αλλά για κάποιον περίεργο λόγο είχα παγώσει στην θέση μου. Όταν γύρισε πέταξε τον σάκο μέσα στο έλκηθρο και ήρθε πάλι κοντά μου
«αυτός είναι ο Ρούντολφ.....................είπε και κρατώντας το χέρι μου στο δικό το πήγε κοντά στο μέτωπο του ταράνδου και το ακούμπησε απάνω του. Η επαφή ήταν τόσο ζεστή και απαλή που με έκανε να ανατριχιάσω, ασυναίσθητα άρχισα να το χαϊδεύω απαλά για να μην το τρομάξω και ο τάρανδος έκλεισε τα μάτια χαμηλώνοντας το κεφάλι δίνοντας μου το δικαίωμα να συνεχίσω. Ένα γέλιο ξέφυγε απο τα χείλια μου και άκουσα απο δίπλα μου τον Έντουαρτ να γελάει απο ικανοποίηση ............... έλα γιατί θα αργήσουμε» ξαφνιάστηκα και γύρισα προς το μέρος του
«θα αργήσουμε?»
«ναι μην ξεχνάς ότι πρέπει να σου αποδείξω ποιος είμαι να σε γυρίσω πάλι πίσω και πριν τα Χριστούγεννα να μοιράσω και τα δώρα»
«πλάκα μου κάνεις έτσι δεν είναι?»
«με βλέπεις να αστειεύομαι?»
«και να πάμε που?»
«στον Βόρειο Πόλο που αλλού» κούνησα το κεφάλι μου απιβδισμένα άλλα πριν προλάβω να πω τίποτα με άρπαξε στα χέρια του και με έβαλε να κάτσω μέσα στο έλκηθρο και έκατσε και εκείνος δίπλα μου πριν προλάβω να φύγω, κρατώντας με γερά.
Πήρε στα χέρια του τα γκέμια και τα χτύπησε μια φορά σφυρίζοντας άλλη μια φορά εκείνο το παράξενο σφύριγμα. Οι τάρανδοι αμέσως υπάκουσαν και άρχισαν να κάνουν μια ανοδική πορεία προς τα σύννεφα. Ήθελα να βάλω τις φωνές αλλά πριν προλάβω να το κάνω ο Έντουαρτ λες και το είχε καταλάβει με έφερε πιο κοντά του και άρχισε πάλι να με φιλάει.
Μόλις ένιωσε τις αντιστάσεις μου να λυγίζουν σταμάτησε να με φιλάει και με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας, μου έδωσε άλλο ένα πεταχτό φιλί και γύρισε την ματιά του μπροστά.
«σπίτι .............. πρόσταξε και γύρισε πάλι να με κοιτάει περνώντας το χέρι του γύρο μου φέρνοντας με πιο κοντά του ................. κοίτα μπροστά θα σου αρέσει πολύ η διαδρομή» είπε παιχνιδιάρικα και ασυναίσθητα έκανα αυτό που μου είπε και πραγματικά μαγεύτηκα.