Είχε περάσει πολύ ώρα και σε λίγο θα ερχόταν εκείνος, η μαμά μου μπήκε τότε στο δωμάτιο και με αυστηρό τόνο άρχισε
«ακόμα έτσι είσαι εσύ? Δεν σου είπα να αλλάξεις???» είπε έξαλλη και πήγε στην ντουλάπα μου έβγαλε το μοναδικό φόρεμα που είχα για εξόδους και το πέταξε στα μούτρα μου, με την λέξη «ντύσου» μπήκε στο μπάνιο και άρχισε πάλι να ψάχνει, δεν ξέρω τι.
«Μπέλαααα........ φώναξε υστερικά άλλα δεν της απάντησα......... απο πότε έχεις να πάρεις τα χάπια σου....... συνέχισε την υστερία της και με τράβηξε απο το μαλλί........... δεν σου είπα να πέρνεις τα καταραμένα χάπια????»
«άφησε με τώρα και παράταμεεεε θέλω να φύγεις το ακούς, θέλω να φύγεις απο το σπίτι μου, να φύγεις απο την ζωή μου, δεν σε αντέχω άλλο, δεν ξέρω ποια είσαι πια»
Ένα υστερικό γέλιο την έπιασε και με άφησε
«και καλό είναι να μην μάθεις, τώρα ντύσου, σε πέντε λεπτά να είσαι κάτω, αλλιώς θα σε σακατέψω στο ξύλο, για τα χάπια θα τα πούμε άλλη φορά γιατί τώρα δεν προλαβαίνω, το κατάλαβες????» είπε αυστηρά και έφυγε, εγώ έμεινα να την κοιτάω σοκαρισμένη, άλλα δεν άλλαξα.
Άκουσα το κουδούνι και έστησα αυτί πίσω απο την πόρτα άλλα δεν άκουγα τίποτα, μετά απο λίγο άνοιξε την πόρτα και με έριξε κάτω.
«έλεος πια τι θα κάνω με σένα?» είπε και πριν προλάβω να αντιδράσω με πήρε απο το χέρι και με παρέσυρε κάτω να πάω να συναντήσω τον Τζέηκ.
«Τζεηκ γλυκέ μου συγχώρεσε την άλλα είχε μια δύσκολη μέρα, καθίστε εσείς να τα πείτε όσο εγώ θα σερβίρω το φαΐ» με έβαλε με το ζόρι στην καρέκλα και άρχισε να σερβίρει με μανία.
Εγώ κοίταγα το πιάτο μου τελείως χαμένη στον κόσμο μου, μην μπορώντας να πιστέψω όλα αυτά που ζω. Ποια είναι αυτή και τι έκανε την μητέρα μου? Έλεγα και ξανά έλεγα μέσα μου, προσπαθώντας να ελέγξω τα δάκρυα που δεν θα αργούσαν να εμφανιστούν.
Μόλις σέρβιρε έκατσε και εκείνη και σήκωσε το ποτήρι της
«Μπέλα???....... σήκωσα την ματιά μου σε εκείνη............ σήκωσε γλυκιά μου το ποτήρι σου......... το σήκωσα μηχανικά σαν ρομπότ που μόλις του είχαν δώσει εντολή και τότε είπε.......... στην ευτυχία μας και σε ένα καλύτερο μέλλον» κοιτώντας μέσα στα μάτια τον Τζέηκ
Έβαλα το ποτήρι στα χείλια μου κάνοντας πως ήπια άλλα μόλις ένιωσα την γεύση κάτι με παραξένεψε και με αηδίασε, τι στο καλό ήταν αυτό?
«Μπέλα μου πρέπει να το πιεις για να πάρεις δυνάμεις»
«δεν μου αρέσει» είπα αηδιασμένα και άφησε έναν αναστεναγμό δυσαρέσκειας
«όπως θες αν δεν το πιεις τώρα θα σου το δώσει ο Τζεηκ αργότερα με το ζόρι αν προτιμάς» συνέχισε με φαρμάκι και ειρωνεία στην φωνή της
«μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι όλα αυτά??? Γιατί δεν νομίζω ότι τα νεύρα μου θα αντέξουν περισσότερο» της είπα τότε εγώ ξεσπώντας
«Μπέλα δεν ήμαστε μόνοι γι αυτό καλό είναι να συμμορφωθείς και να ηρεμήσεις γιατί σε περιμένει μια δύσκολη βραδιά»
«δύσκολη εννοώντας???»
«αρκετά δεν θα ανεχτώ τίποτα άλλο απο εσένα, πήγαινε στο δωμάτιο σου τώρα και μόλις τελειώσουμε με το δείπνο θα στείλω τον Τζεηκ απάνω να σε βρει, κακομοίρα μου κοίτα να τον ικανοποιήσει γιατί αλλιώς.....»
«τι είπες??? Πως τολμάς??? Μα για όνομα του θεού είσαι η μητέρα μου πως μπορείς να μου το κάνεις αυτό????»
«σταμάτα να με λες μαμά, αρκετά το ανέχτηκα τόσο καιρό, αφού δεν μου δίνεις άλλη επιλογή θα σου το πω μια φορά και βάλτο καλά στο μυαλό σου, δεν είμαι μητέρα σου και σταμάτα τις υστερίες γιατί δεν αργώ να οπλίσω τα χέρια μου και να σε σακατέψω αυτήν την στιγμή, τώρα πήγαινε κάνε ένα μπάνιο και περίμενε τον Τζέηκ να έρθει απάνω και να κάνεις ότι σου πει. Το κατάλαβες????»
Δεν της απάντησα άρχισα να τρέχω σαν τρελή προσπαθώντας να φύγω απο αυτό το σπίτι, απο αυτήν την........ την ποια???? Η μαμά μου ή τουλάχιστον αυτή που πάντα πίστευα ότι ήταν μαμά μου με ακινητοποίησε αμέσως αρπάζοντας με απο το μαλλί και με έριξε στο πάτωμα.
«αν νομίζεις ότι μπορείς να μου ξεφύγεις είσαι γελασμένη, τώρα τρέχα στο δωμάτιο σου και κάνε αυτό που σου λέω και τέρμα»
Δεν είχα επιλογή ήμουν τόσο τρομοκρατημένη που αυτόματα σηκώθηκα και έτρεξα στο δωμάτιο μου, την ώρα όμως που μπήκα μέσα κάποιος με άρπαξε και μου έκλεισε το στόμα για να μην φωνάξω και εγώ άρχισα να παλεύω μάταια, μέχρι που με γύρισε να τον αντικρίσω.
Ήταν ο Έντουαρτ, ρίχτηκα στην αγκαλιά του και προσπάθησα να ελέγξω τα δάκρυα μου για να μην με ακούσουν, εκείνος με αποκόλλησε απαλά απο πάνω του και έβαλε τον δείκτη του χεριού του στο στόμα του για να κάνω ησυχία, κούνησα το κεφάλι μου και με πήρε απο το χέρι και με πήγε προς το παράθυρο, εγώ τον ακολούθησα άλλα πριν φτάσουμε τον σταμάτησα και σίκωσα το χέρι μου για να τον σταματήσω. Μου άφησε το χέρι κουνώντας το κεφάλι του, άλλα με περιέργια στα μάτια, τότε πήγα στις μύτες, άνοιξα πιο πολύ την μισάνοιχτη πόρτα και βγήκα έξω για να πάω να πάρω την τσάντα μου που την είχα πετάξει έξω απο το δωμάτιο μου, αλλά το θέαμα που αντίκρισα με σόκαρε περισσότερο και με έκανε να ξεχάσω τα πάντα, τότε για δεύτερη φορά ο Έντουαρτ έβαλε το χέρι του στο στόμα μου σταματώντας την κραβγή που ήταν έτοιμη να βγει απο το στόμα μου και με μια κίνηση με άρπαξε και με έβγαλε γρήγορα απο το σπίτι.
Πολύ γρήγορα βρεθήκαμε στο αυτοκίνητο του και αφού με έβαλε να καθίσω στην θέση του συνοδηγού, μου έβαλε την ζώνη και άρχισε να τρέχει τόσο πολύ που όλα γύρο μου ήταν θολά απο την ταχύτητα. Εγώ κοίταγα το κενό χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα απο όλα αυτά.
Μόλις φτάσαμε στο σπίτι του ήρθε, με πήρε στην αγκαλιά του και με ανέβασε απάνω, έκατσε στον καναπέ και με έσφυξε κοντά του, χωρίς να πει τίποτα. Λογικά περίμενε το ξέσπασμα μου άλλα εγώ δεν ήξερα πως να αντιδράσω, δεν ήξερα τι ήθελα να πω ή τι ήθελα να κάνω, έμεινα εκει με το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του κοιτώντας τις φλώγες απο το τζάκι τελίως κενή, ένιωθα σαν νεκρή.
«σε παρακαλώ καρδιά μου μίλησε μου, πες κάτι αντέδρασε ή ξέσπασε, μην το κρατάς μέσα σου όλο αυτό» με παρακάλεσε ενώ με χάιδευε απαλά στην πλάτη και τα μαλλιά μου αφήνοντας μου απαλά φιλιά. Σήκωσα τα μάτια μου να τον αντικρίσω και όταν είδε την ματιά μου που ήταν νεκρή, έκλεισε τα δικά του και πήρε μια μεγάλη ανάσα και με έφερε και πάλι κοντά του ακουμπώντας το κεφάλι μου απαλά και πάλι στο στήθος του. Κάποια στιγμή χωρίς να ξέρω το πως αποκοιμήθηκα.
Άνοιξα τα μάτια μου και κατάλαβα ότι ήμουν στο κρεβάτι που ήμουν και εχθές το βράδυ, σηκώθηκα ήσυχα και στις μύτες τον ποδιών μου έφτασα πάλι στην κουπαστή όπως και εχθές. Εκεί είδα τον Καρλάη με τον Έντουαρτ να συζητάνε, ο Έντουαρτ κράταγε το κεφάλι του τρομερά στεναχωρημένος ενώ ο Καρλάη προσπαθούσε να τον παρηγορήσει έχοντας βάλει το χέρι του στον ώμο του Έντουαρτ και του έλεγε
«Έντουαρτ δεν γίνετε αλλιώς πρέπει να της το πεις, έζησε τόσα χρόνια στην άγνοια τώρα πρέπει να μάθει την αλήθεια»
«φοβάμαι Καρλάη φοβάμαι ότι θα την χάσω και δεν θα το αντέξω αυτό» έλεγε ο Έντουαρτ απαρηγόρητος, με δάκρυα στα μάτια
«το ξέρω άλλα πρέπει, πρέπει εκείνη να πάρει την απόφαση»
Εγώ τους άκουγα σοκαρισμένη, το ένα σοκ μετά το άλλο. Ασυναίσθητα, ακόμα στις μύτες κατέβηκα τα σκαλιά και πήγα κάτω, τους κοίταξα και εκείνοι δεν είχαν καταλάβει τίποτα, μα είναι δυνατόν???
«τι πρέπει να μάθω?» είπα χωρίς να το σκεφτώ, εκείνοι ταυτόχρονα γύρισαν και με κοίταξα που ήμουν ακριβός πίσω τους χωρίς να πιστέψουν πως μπορεί να ήρθα μέχρι εδώ, χωρίς να με ακούσουν. κοιτάχτηκαν άλλη μια φορά, ο Καρλάη ένευσε μια φορά και συκώθηκε.
«εγώ καλύτερα να σας αφήσω να τα πείτε, Μπέλα μου ότι χρειαστείς μην διστάσεις να πεις στον Έντουαρτ να σε φέρει σπίτι να σε δω εντάξει?»
«μπορείτε να μου πείτε τι συμβαίνει εδώ και τι είναι όλα αυτά τα μυστικά που με περιτριγυρίζουν και εγώ............ εγώ ............... είχε αρχίσει να βγαίνει η υστερία μου στην επιφάνεια άλλα και κάτι άλλο μου έλεγε ότι κάτι ήταν διαφορετικό απάνω μου, πάντα ήταν άλλα ποτέ δεν μπορούσα να το δω.......... τι ακριβός είμαι εγώ» είπα συνειδητοποιώντας όλα αυτά που γινόντουσαν γύρο μου. Ο Εντουαρτ ήρθε αμέσως δίπλα μου και με πήρε αγκαλιά
«σσς καρδούλα μου θα σου πω τα πάντα μόνο πρέπει να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, σε παρακαλώ μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα?» είπε και κατέβασε το κεφάλι του για να αντικρίσει την ματιά μου.
«που να την βρω» είπα εγώ απελπισμένη και άρχισα να κλαίω. Με παρέσυρε να κάτσω στον καναπέ τρίβοντας μου απαλά τους ώμους αφήνοντας με να ξεσπάσω.
Μετά απο αρκετή ώρα και αφού δεν είχα άλλα δάκρυα να ρίξω, σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω στα μάτια.
«θα μου πεις??»
«αν είναι αυτό που θέλεις, ναι»
«δεν μπορώ να το πιστέψω όλο αυτό, δεν μπορώ, άλλα δεν θέλω να είμαι άλλο στο σκοτάδι»
«το ξέρω ζωή μου και σου υπόσχομαι θα σου πω τα πάντα, ότι θες να μάθεις, θα σου τα πω, άλλα πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις την ψυχραιμία σου. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα?» το μόνο που μπόρεσα να κάνω είναι να κουνήσω το κεφάλι μου και να πάρω μια βαθιά αναπνοή περιμένοντας να ακούσω ότι είχε να μου πει. Έβαλε το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου πήρε μια βαθιά αναπνοή κλείνοντας τα μάτια. 'Οταν τα άνοιξε κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια μου και άρχισε να μου λεεί όσα ήξερε.
«Μπέλα μου είσαι ένα ξεχωριστό πλάσμα που όμοιο του δεν έχει υπάρξει στην ιστορία, θα σου εξηγήσω ακριβός τι εννοώ άλλα πρέπει να σου πω απο τώρα, ότι ξέρω μόνο όσα λένε οι μύθοι για σένα και όσα άκουσα εγώ απο την Τάνια και τον Τζεηκ. 'Όταν τελειώσω θα πρέπει να σκεφτείς πολύ καλά όσα σου πω και να πάρεις μια απόφαση που θα σου αλλάξει όλη σου την ζωή» έκανε μια παύση και περίμενε την αντίδραση μου, πάλι κούνησα το κεφάλι και περίμενα
«η Τάνια και ο Γκουσταβος δεν ήταν οι πραγματικοί σου γονείς............. άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα αλλά δεν μίλησα............ οι πραγματικοί σου γονείς ήταν ιδιαίτερα πλάσματα και πολύ ισχυρά»
«δηλαδή?»
«ο πατέρας σου ήταν ή είναι – κανείς μας δεν ξέρει αν ακόμα ζει, αλλά το ποιο πιθανών είναι ότι ζει – σαν και εμένα»
«δηλαδή βρυκόλακας???» είπα εγώ σοκαρισμένη
«ναι αλλά κανείς μας δεν ξέρει ποιος είναι»
«δεν καταλαβαίνω εγώ νόμιζα ότι»
«ναι δεν μπορούμε να αναπαραχθούμε όπως οι άνθρωποι και αυτό είναι αλήθεια, άλλα ο πατέρας σου βρήκε την μητέρα σου που δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος και βρήκε τον τρόπο να δημιουργήσει εσένα»
«έχω γεννηθεί κανονικά ή ήρθα απο άλλον πλανήτη» είπα ειρωνικά γιατί όλα αυτά άρχισαν να με τρελαίνουν, γέλασε θλιμμένα και συνεχισε
«ναι έχεις γεννηθεί κανονικά και έχεις συλληφθεί όπως ένας κανονικός άνθρωπος»
«Έντουαρτ σε παρακαλώ επειδή ήδη έχω αρχίσει να τρελαίνομαι, τι προσπαθείς να μου πεις τόση ώρα?»
«το ξέρω καρδιά μου, το καταλαβαίνω απόλυτα άλλα κατάλαβεμαι και μένα φοβάμαι πως θα αντιδράσεις γι αυτό και το πάω σιγά σιγά» πήρα μια βαθιά ανάσα
«η μαμά μου τι ήταν? Σαν και αυτούς?»
«περίπου»
«δηλαδή?»
«η μητέρα σου ήταν ένα περίεργο πλάσμα, δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν σαν και αυτούς, είχε το γονίδιο τους, άλλα δεν ήταν αυτό που την έκανε να είναι ξεχωριστή»
«τότε τι?»
«είχε την ικανότητα να ελέγχει το μυαλό και τις αισθήσεις των άλλων με το μυαλό της και μπορούσε να εξουδετερώσει απο πολύ μακριά οποιοδήποτε την είχε αντικρίσει, ο μύθος την χαρακτηρίζει ως μάγισσα άλλα αυτό δεν αποδεικνύετε πουθενά, εμείς απλά πιστεύουμε ότι είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα»
«και αυτοί τι είναι?»
«είναι μεταμορφωτές, μπορούν να αλλάζουν το σώμα τους σε λύκο»
«δηλαδή είναι λυκάνθρωποι?»
«όχι ακριβός, μεταμορφώνονται σε λύκο άλλα όποτε αυτοί το θέλουν, οι κανονικοί λυκάνθρωποι μεταμορφώνονται σε λύκο μόνο την πανσέληνο»
«δεν καταλαβαίνω τίποτα...... είπα κουνώντας το κεφάλι μου...... και η μητέρα μου?»
«η μητέρα σου είχε το γονίδιο άλλα δεν μεταμορφώθηκε ποτέ και τώρα αυτό το γονίδιο πέρασε σε σένα και ανάλογα την επιλογή σου θα καθορίσει αν θα υπερισχύσει το αίμα του πατέρα σου ή της μητέρας σου»
«την επιλογή μου??»
«ο μύθος λέει ότι θα παραμένεις άνθρωπος μέχρι να κάνεις την επιλογή»
«ποια επιλογή και πως αυτό θα γίνει? Έντουαρτ με έχεις μπερδέψει τελείως»
«έχεις δίκιο........... είπε και έριξε το κεφάλι του κάτω παίρνοντας άλλη μια βαθιά αναπνοή........... σύμφωνα με τον μύθο το σώμα σου είναι κλειδωμένο. Ανάλογα απο πιο είδος πιεις πρώτα αίμα τότε το σώμα σου και οι αισθήσεις σου θα καθοριστούν»
«δηλαδή αν επιλέξω να πιω αίμα βρυκόλακα θα γίνω βρυκόλακας, ενώ αν πιω το αίμα τους θα γίνω σαν και αυτούς?» είπα γεμάτη αηδία
«όχι ακριβός, το μόνο που θα αλλάξει είναι οι αισθήσεις σου και θα αναπτύξεις το χάρισμα που έχεις»
«έχω και χάρισμα?................ είπα και ξέσπασα στα γέλια............ κάτι άλλο έχω? Γιατί στο τέλος θα μου πεις και ότι είμαι ήδη νεκρή και κάποιος μου κάνει πλάκα. Τι άλλο να πω πια» είπα σαρκαστικά
«σύμφωνα με τον μύθο το χάρισμα της μαμάς σου περνάει απο γενιά σε γενιά και γι αυτό και Τάνια δεν σε άφηνε να κάνεις τίποτα με κανέναν γιατί έπρεπε να είσαι αγνή όταν θα γινόταν η αλλαγή για να μπορέσεις να μείνει έγκυος και να φέρεις το παιδί σου, που θα είναι πολύ πιο ισχυρό και απο εσένα την ίδια γιατί θα έχει το ίδιο αίμα με τον δημιουργό του»
«Έντουαρτ ακούς τι λες??.......... Είπα εγώ βάζοντας τα χέρια μου στα μαλλιά μου και τραβώντας τα μην μπορώντας να πιστέψω σε όλα αυτά........ αυτό είναι εξωφρενικό, δεν μπορώ, δεν μπορώ να τα πιστέψω όλα αυτά, δεν μπορώ» ούρλιαξα και άρχισα να κλαίω, αμέσως με πήρε στην αγκαλιά του και με άφησε να ξεσπάσω.
«το ξέρω και έχεις δίκιο καρδιά μου έχεις δίκιο» έλεγε εκείνος ψιθυριστά για να με παρηγορήσει.