Ετικέτες

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Ραντεβού με την ταχύτητα "Ανώμαλη Προσγείωση"

Έκατσα στην άκρη του κρεβατιού και έτριψα το κεφάλι μου για να μπορέσω να ξυπνήσω και ένιωσα τα χέρια του Έντουαρτ να με αγκαλιάζουν.

«τι έχεις?» γύρισα και τον κοίταξα ειρωνικά

«έχω κοιμηθεί μόνο 3 ώρες, θα πάω να κάνω το τσιράκι του Ρεηζορ να ξεράσει τα πάντα και μετά θα πάω να αντιμετωπίσω τον ίδιο τον Ρεηζορ και με ρωτάς τι έχω?»

«γιατί δεν με αφήνεις να έρθω μαζί σου»

«κοιμήσου Έντουαρτ είναι πολύ νωρίς ακόμα» είπα και έκανα να σηκωθώ άλλα δεν με άφησε

«σε παρακαλώ μην το κάνεις μόνη σου αυτό»

«αν δεν θες να κάτσεις στο κρεβάτι δεμένος μέχρι το μεσημέρι, πέσε και κοιμήσου τώρα και σταμάτα να με ζαλίζεις άλλο» σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο για να κάνω ένα γρήγορο ντουζ, όταν γύρισα ήταν ακόμα με ανοιχτά τα μάτια παρατηρώντας με.

Ντύθηκα με ένα τζιν και έβαλα μια ελαφριά μπλούζα με ένα γελέκο απο πάνω, έκατσα στο κρεβάτι και έβγαλα το όπλο απο την θήκη του.

«αυτό τι το θες?»

«λες να πάω στο στόμα του λύκου χωρίς να είμαι προετοιμασμένη?»

«Μπέλα μην κάνεις καμία χαζομάρα»

«δουλειά σου εσύ» είπα και πήγα προς την πόρτα

«μην ξεχάσεις τα φάρμακα σου»

«αν τα πάρω τώρα θα μου θολώσουν την κρίση μου και δεν θα μπορώ να στοχεύσω σωστά» του είπα και έκλεισα την πόρτα πριν πει τίποτα άλλο και με κάνει πιο έξαλλη. Κατέβηκα κάτω και μόλις το τσιράκι με αντιλήφθηκε άρχισε να με παρακαλάει

«σε παρακαλώ πάρτην απο πάνω μου δεν αντέχω άλλο βασανιστήριο»

«τότε γιατί δεν τα ξερνάς όλα για να τελειώνουμε?»

«αυτό δεν θα γίνει ποτέ»

«Μάργκαρετ πήγαινε να κάνεις ένα ντουζ και να ετοιμαστείς, σε 10 λεπτά φεύγουμε»

«οκ» είπε με απογοήτευση και έφυγε. Πήγα κοντά του και τον κοίταξα καλά στα μάτια

«είσαι σίγουρος ότι δεν θες να πεις τίποτα?........εκείνη την ώρα άκουσα να πλησιάζει ο Έντουαρτ και πήρα μια βαθιά ανάσα, πλησίασα την πόρτα και την έκλεισα με δύναμη, δίνοντας του να καταλάβει ότι δεν ήθελα να βρίσκετε εδώ, πλησίασα το απόβρασμα και έπιασα το φύλο του δυνατά ............ τώρα μήπως άλλαξες γνώμη?»

«χα νομίζεις ότι θα με τρομάξεις μετά απο όλο αυτό το βασανιστήριο που μου έκανε η άλλη?» σήκωσα το φρύδι μου ειρωνικά με ένα χαμόγελο και με μια απότομη κίνηση το έσπρωξα βίαια προς τα κάτω. Ήταν τόσο ερεθισμένος που αυτή η κίνηση τον πόνεσε τόσο πολύ που ούρλιαξε στον πόνο.

«τώρα πριν σου το αποτελειώσω μήπως έχεις κάτι να μου πεις?» πήρε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε στα μάτια με θράσος

«ποτέ» γέλασα δυνατά και με μια κίνηση του τον χτύπησα δυνατά στην καρέκλα και του έκανα ζημιά σπάζοντας το. Τα ουρλιαχτά του αντήχησαν σε όλο το σπίτι και έξω απο την πόρτα άκουσα την Μάργκαρετ που έλεγε στον Έντουαρτ να μην μπει μέσα.

«μήπως τώρα άλλαξες γνώμη ή θέλεις να σου το αχρηστέψω τελείως?»

«με έστειλε για να τον αχρηστέψω ώστε να μην τον προκαλέσει»

«ποιος?»

«ο Ρέηζορ» είπε με κόπο ακόμα ουρλιάζοντας

«πολύ καλά τότε μπορείς να πας με την Μάργκαρετ για να το σώσεις, συγνώμη που θα σου αφήσει κουσούρι» του είπα και του γύρισα την πλάτη. Όταν άνοιξα την πόρτα η Μάργκαρετ μπήκε μέσα για να πάει να το περιποιηθεί και να το πάρει μαζί της για να το αφήσει σε κανένα νοσοκομείο, ενώ ο Έντουαρτ καθόταν και με κοίταζε καλά καλά.

Τον προσπέρασα και πήγα στο γκαραζ να πάρω το αμάξι μου και έφυγα να πάω στον Ρεηζορ. Ήμουν τόσο νευριασμένη που έφτασα μέσα σε 10 λεπτά, φυσικά με περίμενε και άνοιξαν την πόρτα χωρίς να σταματήσω. Όταν ανέβηκα απάνω τον βρήκα μόνο του στο σαλόνι με ένα μπουρνούζι μπάνιου και αμέσως αηδίασα.

«αγάπη μου........είπε μόλις με είδε και έτρεξε και με σήκωσε στην αγκαλιά του ξεκινώντας να με φιλάει. Αμέσως ανταποκρίθηκα και άρχισα να τρίβομαι απάνω του......... μμμμμ πόσο μου έχει λείψει αυτό, βλέπω ότι το νέο σου μπατσάκι δεν κάνει και τόσο καλή δουλειά»

«είναι πολύ ρομαντικός για τα γούστα μου και σκέφτηκα να ξεδώσω λίγο» του είπα και τον τράβηξα στον καναπέ και κάθισα αμέσως απάνω του ερεθίζοντας τον περισσότερο.

«μμμμ» συνέχισε να λέει απο ηδονή αρχίζοντας να με φιλάει με περισσότερο πάθος

Κατέβασα τα χέρια μου απάνω στο φύλο του και άρχισα να τον ερεθίζω περισσότερο συνεχίζοντας να παίζω το παιχνίδι μου και την στιγμή που τον ένιωσα στα όρια του, έβγαλα το όπλο και το ακούμπησα απάνω του και σάστισε

«τώρα πριν κάνεις παρέα με το τσιράκι σου στο νοσοκομείο προσπαθώντας να το γλυτώσεις, λέγε τι σκαρώνετε»

«αγάπη μου ξέρεις πολύ καλά ότι αυτά σε μένα δεν περνάνε»

«αλήθεια?......είπα ειρωνικά και ακουμπώντας το όπλο πάνω στο φύλο του πάτησα την σκανδάλη απελευθερώνοντας την σφαίρα πάνω στο μαξιλάρι του καναπέ και ούρλιαξε απο το κάψιμο που ένιωσε απο το όπλο ........... τώρα μήπως περνάει?»

«δεν θα τολμήσεις»

«έτσι λες εσύ........του είπα και έβαλα το όπλο στην βάση του φύλου του και τον έκαψα για δεύτερη φορά .......... πριν βρει η δεύτερη σφαίρα τον πραγματικό της στόχο ξέρνατα όλα»

«καλά καλά, πήγε στον Βενσετο και ζήτησε προστασία»

«τι σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτό δεν το ξέρω ήδη»

«τότε τι θες εδώ»

«θέλω να μου πεις τι σκαρώνετε Ρεηζορ»

«ο Βενσέτο θέλει να τον βγάλουμε απο την μέση δεν του αρέσει πολύ ο μικρός»

«και γιατί ήρθε σε σένα αφού μπορεί να το κάνει μόνος του?»

«θέλει πρώτα να εκπληρώσει την υπόσχεση που του έδωσε και μετά να φτιάξουμε ένα ατύχημα»

«τι του ζήτησε»

«ααα μην με ανακατεύεται με αυτά εμένα»

«ώστε δεν ξέρεις ούτε εσύ, μάλιστα» είπα και σηκώθηκα απο πάνω του μαζεύοντας το όπλο πίσω στην πλάτη μου και γύρισα να φύγω

«εεε έτσι θα με αφήσεις?»

«βρες άλλη σκύλα να σε ικανοποιήσει, αν φυσικά το καταφέρεις έτσι όπως έχει ξεροψηθεί» του είπα ενώ ήμουν ήδη στην πόρτα φεύγοντας

Γύρισα στο σπίτι πιο εξαγριωμένη και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο μου, ο Έντουαρτ ήταν ακόμα εκεί, δεν περίμενε ότι θα γύριζα τόσο γρήγορα και ξαφνιάστηκε που με είδε.

Έβγαλα τα ρούχα μου και έμεινα με τα εσώρουχα χωρίς να του μιλάω, πήρα την μεταξωτή μου ρόμπα την έβαλα μισάνοιχτη απάνω μου, πέρασα απο μπροστά του παίρνοντας το κυπελλάκι με τα φάρμακα στο χέρι και πήγα προς την πόρτα.

Κατέβηκα στο γραφείο μου, έκατσα στον υπολογιστή ρύθμισα τις κάμερες έτσι ώστε να δείχνουν το σπίτι άδειο και τον περίμενα. Την ώρα που εμφανίστηκε στην πόρτα σηκώθηκα και άνοιξα την μυστική πόρτα και κάνοντας νόημα με το χέρι μου τον παρακίνησα να την περάσει. Μόλις πέρασε απο την πόρτα πήρα πάλι το κυπελλάκι με τα φάρμακα και μπήκα και εγώ στον διάδρομο, έκλεισα την πόρτα και άρχισα να κατευθύνομαι στο σκοπευτήριο χωρίς να του μιλάω ακόμα.

Όταν μπήκε μέσα έπαθε πλάκα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Πήγα μπροστά στην έσοχή πήρα το όπλο στα χέρια μου το όπλισα και άρχισα να βαράω τον στόχο χωρίς ακουστικά, γύρισα και τον κοίταξα ενώ έριχνα τις βολές μου ακόμα και τον είδα που είχε κλειστά τα αυτιά του, γύρισα πάλι μπροστά την ματιά μου, πάτησα το κουμπί και μέχρι να έρθει κοντά το χαρτί που στόχευα τόση ώρα έβαλα στο στόμα μου όλα τα χάπια μαζί, πήρα το χαρτί και το κυπελλάκι στα χέρια και του τα κόλλησα απάνω στο στήθος του προσπερνώντας τον για να πάρω λίγο νερό για να τα καταπιώ.

«σειρά σου τώρα» του είπα την ώρα που τα κατάπια και τον περίμενα

Ο Έντουαρτ κοίταξε το χαρτί και έμεινε άφωνος, πάνω στο χαρτί υπήρχε μόνο μια τρύπα ακριβός στο μέγεθος της σφαίρας στο κέντρο του κύκλου λες και το είχε τρυπήσει μόνο μια σφαίρα και όχι 6. Πλησίασε την εσοχή έβαλε τα ακούστηκα και ξαναγέμισε το όπλο. Την ώρα που άρχισε να πυροβολεί τον πλησίασα αθόρυβα και τον ακούμπησα επίτηδες. Όπως το περίμενα τινάχτηκε και του έφυγε η βολή γυρίζοντας το πρόσωπο του προς τα μένα.

«τώρα προσπάθησε να κάνεις το ίδιο» του είπα και του πήρα το όπλο απο το χέρι.

Το γέμισα έβαλα τα ακουστικά για να μην νομίζει ότι κλέβω και άλλαξα το χαρτί. Όπλισα το όπλο και άρχισα να πυροβολώ, ήμουν στην 5η σφαίρα όταν ένιωσα την ζεστασιά του σώματος του και πριν προλάβει να με ακουμπήσει γύρισα τον ακινητοποίησα λυγίζοντας του τα πόδια και ενώ τον κρατούσα απο τον λαιμό με τα δάχτυλα μου πάνω στην καρωτίδα του έβαλα το όπλο στον κρόταφο του ψιθυρίζοντας του.

«μάθημα πρώτο δεν μπερδεύω ποτέ τα προσωπικά με τα επαγγελματικά μου» γύρισα το όπλο προς το χαρτί και πάτησα την σκανδάλη στοχεύοντας πάλι το κέντρο και τον άφησα να πέσει στο πάτωμα. Άφησα το όπλο στην θέση του και έβγαλα τα ακουστικά

«πως με κατάλαβες?»

«είμαι πάντα συγκεντρωμένη σε αυτό που κάνω ........... του είπα και τον προσπέρασα πηγαίνοντας προς το γυμναστήριο. Έβαλα τα γάντια του μποξ και άρχισα την εξάσκηση μπροστά στον κρεμαστό σάκο με μανία, τον ένιωθα δίπλα μου αλλά δεν έκανε την κίνηση να με ακολουθήσει ............ τα γάντια είναι πίσω σου ....... είπα και συνέχισα να χτυπάω τον σάκο με μανία . Πήγε τα πήρε και ήρθε κοντά μου, άφησα τον σάκο και τον πλησίασα, όταν τον είδα έτοιμο άρχισα να παλεύω μαζί του, ήταν καλός άλλα όχι τόσο όσο για να με βγάλει νοκ αουτ........ λοιπόν θα μου πεις τι σκαρώνεις?»

«ξέρεις τι σκαρώνω»

«εννοείς να βγάλεις τον Ρέηζορ απο την μέση?»

«ναι»

«και πως θα το καταφέρεις αυτό?»

«θα τον προκαλέσω»

«με την προστασία ποιανού?» κόλλησε για ένα δευτερόλεπτο και του έδωσα με το γάντι μία στο πρόσωπο και πηγαίνοντας προς τα πίσω σταμάτησε κοιτώντας με στα μάτια ....... αν νομίζεις ότι είσαι έτοιμος για τέτοια κόλπα αγοράκι μου είσαι πολύ γελασμένος. Ξέρεις γιατί τον σέβομαι τόσο πολύ?»

«γιατί?»

«γιατί πάντα ξέρει να καλύπτει τόσο καλά τα νότα του που και να ανακαλύψεις τι σκαρώνει δεν σου αφήνει ποτέ περιθώρια να τον ξεσκεπάσεις, σε αντίθεση με σένα που τα έχεις κάνει μούσκεμα ακόμα δεν ξεκίνησες»

«τι σου είπε αυτός?»

«τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα σου πω?»

«Μπέλα»

«σκάσε ηλίθιε, πως σου ήρθε να πας στον Βενσετο μου λες?»

«είναι μεγάλη ιστορία»

«και έχω μια ολόκληρη μέρα για να την ακούσω» του είπα πολύ αυστηρά βγάζοντας τα γάντια πετώντας τα στο πάτωμα και άρχισα να κατευθύνομαι προς την πισίνα.

Έβγαλα την ρόμπα και τα εσώρουχα και πήγα στον βατήρα. Έκανα μια βουτιά και έμεινα κάτω απο την επιφάνεια για αρκετή ώρα κολυμπώντας προς την απέναντι μεριά για να μπορέσω να ελέγξω τα νεύρα μου. Όταν βγήκα απο αυτήν τον είδα να κάθετε έξω απο το νερό και να με περιμένει.

«ήταν ιδέα του Τζες»

«μάλιστα το πουλάκι μου δεν άργησε να βρει τρόπο να με βγάλει απο την μέση αφού δεν τα κατάφερε με τα αποτελέσματα του νοσοκομείου»

«τι εννοείς?»

«ότι ήταν παγίδα Έντουαρτ και εσύ την δέχτηκες τόσο εύκολα» είπα και βγήκα απο το νερό και κατευθύνθηκα προς το ντουζ, άνοιξα το νερό και άφησα το καυτό νερό να κυλήσει απάνω μου βάζοντας τα χέρια μου στα πλακάκια ακίνητη.

«μα είναι αδελφός σου που να το φανταστώ?»

«μάθημα δεύτερον, μην εμπιστεύεσαι ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό. Τώρα μπορείς να μου πεις τι σου ζήτησε για αντάλλαγμα για να ξέρω τι με περιμένει?»

«την κάλυψη σου» άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα και τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα

«είσαι σοβαρός ........ ούρλιαξα..... έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό?»

«ο Τζες είπε ότι δεν το κάνεις πρώτη φορά»

«ναι σε κάτι χαμένους σαν τον Τζεηκ και τον Μπαρο για ψευτοπράματα ώστε να μου χρωστάνε αλλά στον Βενσετο? Έδωσες υπόσχεση στον Βενσετο την κάλυψη μου?.........του είπα ουρλιάζοντας υστερικά και έκλεισα το νερό παίρνοντας το μπουρνούζι μου αρχίζοντας να πηγαίνω προς το σκοπευτήριο. Πήρα πάλι το όπλο στα χέρια μου και άρχισα να το γεμίζω .......... φύγε»

«δεν σε αφήνω μόνη σου»

«είπα φύγε τώρα ...... του είπα και γυρίζοντας κάρφωσα μια σφαίρα στον τοίχο ακριβός δίπλα απο το αυτί του. Για μια στιγμή σάστισε και όταν κατάλαβε ότι το εννοώ με άφησε μόνη μου να ξεδώσω στην σκοποβολή. Όταν ένιωσα ότι μπορώ και πάλι να ελέγξω τον εαυτό μου σταμάτησα και βγήκα έξω πηγαίνοντας προς το δωμάτιο μου πάντα με τον Έντουαρτ να ακολουθεί πίσω μου. Βγήκα απο την μυστική πόρτα και όταν έφτασα στο δωμάτιο μου άρχισα να ντύνομαι....... μάθημα τρίτο όταν σου λέω φύγε να τρέχεις μακριά μου. Τώρα ντύσου φεύγουμε ........... του έδωσα την εντολή και το έκανε αυτόματα....... ξέρεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ εσένα και του Ρέηζερ?»

«ποια?»

«εκείνος άφησε τον εαυτό του να διαφθαρεί πιο γρήγορα απο ότι εσύ και γι αυτό και είναι στην θέση που είναι τώρα»

«εννοείς ότι ήταν σαν και εμένα?»

«όχι ήταν χειρότερο μπατσάκι απο σένα, όταν τον βρήκα ακόμα έλεγχε την κυκλοφορία του δρόμου»

«τον βρήκες? Δηλαδή δικό σου δημιούργημα είναι αυτό?»

«εσύ τι νόμιζες ότι είναι κανένας τυχαίως?»

«δεν καταλαβαίνω»

«όταν ο Τζέηκ κατάλαβε την δυνατότητα μου να ελέγχω τα συναισθήματα των άλλων και τους κάνω ότι θέλω, τότε άρχισε να με βάζει να βρίσκω διάφορους ικανούς για την δουλειά μας και να τους εκπαιδεύω ώστε να αντέχουν όλα τα βασανιστήρια που μπορεί να σου κάνει κάποιος για να σου αποσπάσει μια πληροφορία ή ακόμα για να πάρει ακριβός αυτό που θέλει απο σένα, για να φτιάξει μια δυνατή ομάδα. Όμως χρειαζόμασταν και ένα μπατσάκι για να μας καλύπτει στην αστυνομία και τότε βρήκα τον Ρέηζορ. Μέσα σε έναν μήνα είχε γίνει πιο σπίρτο απο ότι είσαι εσύ τώρα και ξέρεις γιατί?»

«γιατί?»

«γιατί το έχει στο αίμα του Έντουαρτ ενώ εσύ δεν το έχεις»

«τότε γιατί προσπάθησες να με κάνεις σαν και εσένα?»

«ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μπορούσες να γίνεις σαν εμένα, αυτό που προσπαθούσα να σου δίξω είναι ποια είμαι εγώ και αυτό δεν θα το καταλάβαινες ποτέ αν δεν το έβλεπες με τα ίδια σου τα μάτια και όμως είσαι ακόμα εδώ και ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί»

«πόσες φορές θα πρέπει να σου πω το γιατί για να το καταλάβεις?»

«Έντουαρτ πιστεύεις ότι μόνο η αγάπη σου φτάνει για να αντέξεις όλα αυτά? Πιστεύεις ότι όταν θα έρθει η ώρα να σε βασανίσουν και να σε αχρηστεψουν εσύ θα είσαι έτοιμος για να τους αντιμετωπίσεις? Αν σου φάνηκε βασανιστήριο αυτό που σου έκανε η Μάργκαρετ τότε όταν θα έρθει η ώρα να αντιμετωπίσεις τα δικά τους βασανιστήρια πίστεψε με θα παρακαλάς να σε σκοτώσουν κακομοίρη μου και δεν θα το κάνουν για να σε βλέπουν να υποφέρεις. Αλήθεια πιστεύεις ότι η αγάπη σου για μένα φτάνει για όλα αυτά?»

«αν είμαι μαζί σου δεν με νοιάζει τίποτα»

«γιατί πιστεύεις ότι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να στείλουν κάποιο τσιράκι μέσα στο σπίτι μου και μάλιστα όταν είμαι εγώ εδώ για να σε ακινητοποιήσουν? Ή μήπως πίστεψες το παραμύθι ότι το χθεσινό τσιράκι ήρθε για να σου κάνει κακό?»

«τότε τι στο #$%^& ήταν όλα αυτά»

«ο Ρέηζορ ήθελε να τον δοκιμάσει για να δει αν του κάνει και τι καλύτερο απο το να τον στείλει σε μένα για να τον βασανίσω για να δούμε αν θα λυγίσει και ταυτόχρονα να μου δώσει να καταλάβω ότι έχω μήνυμα απο αυτόν»

«γι αυτό πήγες σήμερα?»

«ναι ήθελε να με ενημερώσει για σένα στην περίπτωση που δεν το είχα μάθει, αλλά ήταν πολύ γελασμένος και εκεί που νόμιζε ότι θα του χρώσταγα τώρα τρέχει να σώσει το ψημένο του κρέας»

«τον πυροβόλησες?»

«όχι απλά του έψησα λίγο το ευαίσθητο του σημείο»

«αουτς αυτό θα πόνεσε .... έκανα μια αδιάφορη γκριμάτσα ..... μια στιγμή εννοείς ότι πήγες μαζί του?» σίκωσα το φρύδι μου

«αουτς αυτό μάλλον πόνεσε περισσότερο» γύρισε το κεφάλι του και το άφησε ασχολίαστο

«και τώρα τι θα κάνουμε?»

«θα πάμε να πάρουμε τον Τζες και θα πάμε μια βόλτα απο το νοσοκομείο»

«γιατί?»

«θα δεις.....είπα και γύρισα την πλάτη μου για να πάω προς το γκαραζ. Όταν έφτασα πήρα το κράνος μου και ανέβηκα στην μηχανή ......... πάρε την άλλη......Είπα και έβαλα μπρος χωρίς να τον περιμένω. Φτάνοντας στο γκαράζ χωρίς να σβήσω την μηχανή έβγαλα το κράνος και κοίταξα τον Τζες μέσα στα μάτια και σάστισε.............. ανέβα στην μηχανή του Έντουαρτ και δεν θέλω κουβέντα ......... του είπα και τον περίμενα μέχρι να ανέβει. Ήταν τρομοκρατημένος γιατί ήξερε ακριβός αυτό το ύφος αλλά δεν του έδωσα το περιθώριο να αντιδράσει. Φτάνοντας στην ρεσεψιόν του νοσοκομείου έδωσα εντολή στην Αντζελα να τους πάρει και τους δύο και να τους στείλει για αναλυτικές εξετάσεις και εγώ ανέβηκα στο γραφείο του Γκουστάβο για να πάρω τους φακέλους μας ........... καλημέρα Γκουστάβο»

«καλημέρα Μπέλα πως απο δω»

«δεν έχω πολύ χρόνο, σε παρακαλώ δώσε μου τους φακέλους μας και θα σου τους στείλω πίσω σε κάνα δίωρο μαζί με τα καινούργια αποτελέσματα»

«κανένα πρόβλημα» είπε αμέσως και πήγε και τους έφερε. Τον ευχαρίστησα και πήγα στην καφετέρια για να τους περιμένω να τελειώσουν πίνοντας έναν καφέ.

Άνοιξα τους φακέλους και του μελέτησα καλά, βρήκα τα δικά μου τελευταία αποτελέσματα και πήρα το χαρτί με τις αποδείξεις για τα χάπια που έπαιρνα και τα έβαλα στην τσάντα μου, όταν τους είδα να πλησιάζουν τους είπα ειρωνικά.

«καλός τα αγόρια μου, όλα καλά??»

«δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν όλα αυτά» ξεκίνησε ο Τζες αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του ήρθε κοντά μας η Αντζελα

«κυρία Σουαν μήπως είναι εύκολο να σας απασχολήσω για λίγο?»

«φυσικά Αντζελα έρχομαι αμέσως........ της είπα με το ευγενικό μου χαμόγελο και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος τους ........... μην τολμήσετε να κουνήσετε ρούπι απο εδώ την βάψατε ......... τους είπα και σηκώθηκα να ακολουθήσω την Άντζελα παίρνοντας μαζί μου και τους φακέλους ........... την συμβαίνει?» την ρώτησα όταν φτάσαμε στην ρεσεψιόν

«βγήκαν τα πρώτα αποτελέσματα του αδελφού σας και σκέφτηκα ότι θα θέλατε να τα δείτε πριν βγουν και τα υπόλοιπα»

«ναι φυσικά Άντζελα σε ευχαριστώ ....... Μου τα έδωσε και με μια ματιά κατάλαβα τα πάντα, γύρισα σε εκείνους και με δύναμη πέταξα τους φακέλους πάνω στο τραπέζι και πετάχτηκαν ταυτόχρονα, χωρίς να χάνω χρόνο έκατσα στην καρέκλα και έβγαλα τον κινητό μου καλώντας τον 16 ........... έλα έχουμε εξελίξεις ... ναι όπως το περίμενα δεν άντεξε για άλλη μια φόρα να δει την αδελφούλα του να διοικεί ...... είπα κοιτώντας τον στα μάτια ειρωνικά ...... όχι θέλω να τον πετάξεις απο την ομάδα μου δεν πρόκειται να συνεχίσω να προστατεύω προδότες ... ναι και τον Έντουαρτ ...... ο Έντουαρτ με κοίταζε καλά καλά χωρίς να καταλαβαίνει ...... δυστυχώς έχει δώσει υπόσχεση να τον καλύψω... εγώ ξέρω τι σημαίνει, αυτοί που δίνουν τις υποσχέσεις είναι που έχουν μαύρα μεσάνυχτα ... τώρα δεν μπορώ να κάνω πίσω γιατί έτσι κι αλλιώς θέλουν να τον βγάλουν απο την μέση οπότε δεν έχω επιλογή πρέπει να τους καλύψω για να τον φυγαδεύσω πριν κάνουν κάποια κίνηση ... το ξέρω, τι θες να κάνω? ... καλά θα δω πως θα το οργανώσουμε ώστε να τον φυγαδεύσω και να τους παγιδεύσουμε ταυτόχρονα ... ναι οκ τα λέμε....... έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα την ματιά μου προς τον αδελφό μου ........ εσύ μόλις γυρίσεις στο γκαραζ παραδίνεις τα πάντα στον βοηθό σου και εξαφανίζεσαι, αν σκεφτείς να με προδόσεις ξανά ξέρεις τις συνέπειες»

«Μπέλα εγώ ποτέ» τον σταμάτησα με το χέρι μου

«νομίζεις ότι είμαι καμία τυχαία? Ή επειδή έχω ένα πρόβλημα ότι θα μπορούσες να με βγάλεις απο την μέση μόνο και μόνο για να κάνεις την δουλειά σου? Είσαι τυχερός κακομοίρη μου που εγώ σέβομαι το γεγονός ότι είσαι αδελφός μου και δεν σε στέλνω πακέτο στον ίδιο τον Βενσετο να σε κάνει κομμάτια»

«πως μπορείς να μου πάρεις το γκαραζ μου»

«το γκαραζ σου? Απο που και ως που είναι δικό σου Τζες? Όλα αυτά τα χρόνια αν δεν ήμουν εγώ τώρα θα ήσουν νεκρός και αν δεν ήμουν εγώ τώρα αυτό το γκαραζ θα είχε γίνει κόκα και μου λες το γκαραζ σου?»

«και τι θα κάνω εγώ τώρα?»

«όπως έστρωσες κοιμήσου, τόσα χρόνια θα πρέπει να έχεις βγάλει πάρα πολλά λεφτά, αν είσαι έξυπνος αξιοποίησε τα σωστά»

«αυτή είναι η τελευταία σου λέξη?» είπε σκληρά

«συγνώμη μετά απο ότι έκανες τι περίμενες? Ότι θα σου πω και ευχαριστώ?»

«γεια σου Έντουαρτ και σου εύχομαι καλή τύχη, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι τελικά που δεν κατάφερε να σε κάνει σαν τα μούτρα της»

«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα το ήθελα αλλά τελικά κανείς μας δεν θα καταφέρει ποτέ να την φτάσει» ήταν η απάντηση του Έντουαρτ και πήρα μια ανάσα. Όταν έφυγε ο Τζες γύρισα σε εκείνον

«δεν νομίζω να θες επεξήγηση, πήγαινε πάρε τα αποτελέσματα σου απο τον Γκουσταβο και μετά κάνε ότι θες, εγώ πάω σπίτι να κοιμηθώ και μην σκεφτείς να με ενοχλήσεις» είπα και σηκώθηκα απο την θέση μου πηγαίνοντας προς την γραμματεία για να παραδώσω τους φακέλους και έφυγα.

Έντουαρτ

Την έβλεπα να κοιμάται και πόναγε η καρδιά μου όσο σκεφτόμουν ότι είναι τη τελευταίες στιγμές που θα είμαι κοντά της. Την πλησίασα και την πήρα αγκαλιά δίνοντας της ένα φιλί στο μέτωπο. Τεντώθηκε και γύρισε προς την μεριά μου ακουμπώντας το χέρι της απαλά απάνω στο μάγουλο μου κοιτώντας με μέσα στα μάτια με πόνο αφήνοντας έναν αναστεναγμό.

«δεν τα κατάφερα» ξεκίνησα να της λέω και έβαλε το χέρι της στο στόμα μου για να με σταματήσει

«μην μιλάς άλλο γι αυτά» της φίλησα απαλά την παλάμη της και την απομάκρυνα απο το στόμα μου

«δεν μπορώ να σε αφήσω πίσω μου»

«το σενάριο να έρθω εγώ μαζί σου δεν το σκέφτηκες καθόλου?»

«μα πως καρδιά μου? αφού εσύ δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτά»

«τα έχω σιχαθεί όλα αυτά Έντουαρτ και τώρα που μου δίνεται η ευκαιρία να ξεμπλέξω πιστεύεις ότι θα την αφήσω ανεκμετάλλευτη?»

«και τι θα κάνεις?»

«θα ρευστοποιήσω όλη μου την περιουσία και θα έρθω μαζί σου. Έχω τόσα πολλά λεφτά που μπορούν να θρέψουν τρις γενιές»

«δεν μιλάω για τα λεφτά αλλά τι θα κάνεις απο εδώ και πέρα χωρίς αυτήν την ζωή»

«Έντουαρτ εσύ είσαι η ζωή μου. Το μόνο που με κράταγε σε αυτήν την ζωή είναι το πάθος μου για την ταχύτητα, λες να μην μπορώ να βρω κάτι να κάνω στην καινούργια μας ζωή ώστε να ικανοποιώ αυτό το πάθος χωρίς να βάζω κάθε μέρα σε κίνδυνο την ζωή μου?»

«αλήθεια το λες?»

«ποτέ δεν σε κορόιδεψα Έντουαρτ, γιατί να το κάνω τώρα?»

«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο σε αγαπώ» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου

«και εγώ σε αγαπώ γι αυτό και θέλω να ζήσουμε μια καθαρή ζωή όπως μας αξίζει και όχι μέσα στην βρομιά»

Την κοίταξα μέσα στα μάτια και ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια μου απο την ανακούφιση που ένιωσα

«για πάντα μαζί»

«σε μια καινούργια ζωή» ολοκλήρωσε την φράση μου και με φίλησε με πάθος.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

All I want for Christmas is ......."Γράμμα στον Αη Βασίλη"


Μόλις πλησιάσαμε στο κρεβάτι γύρισα το σώμα μου στο δικό του και τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, μηδένισα την απόσταση και πάνω στα χείλια του ψιθύρισα


«κάνε με δικιά σου»

Με άρπαξε στην αγκαλιά του αρχίζοντας να με φιλάει και ένιωσα όλο του σώμα να τρέμει. Η αναπνοή μου έγινε πιο γρήγορη και η καρδιά μου ένιωθα ότι θα βγει απο το σώμα μου, μέσα στο φιλί του υπήρχε τόσο αγάπη και πάθος που δεν είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου μέχρι στιγμής απο κανέναν.

Άνοιξα τα χείλια μου απαλά για να νιώσω την γεύση του και εκείνος έβαλε την γλώσσα του απαλά πάνω στην δική μου αρχίζοντας έναν γλυκό χορό. Κατέβασα σιγά σιγά τα χέρια μου πάνω στο γούνινο πανωφόρι του και άρχισα να ξεκουμπώνω τα κουμπιά ένα ένα ακουμπώντας τον απαλά. Το σώμα του ήταν τόσο καλογυμνασμένο και ταυτόχρονα τόσο απαλό που με έκανε να ανατριχιάσω, έβγαλε το μπουφάν μου και άρχισε να με φιλάει στον λαιμό περνώντας την γλώσσα του απαλά απάνω απο την φλέβα που είχε ξεπεταχτεί και παλλόταν γρήγορα απο την ταχυπαλμία που μου είχε δημιουργήσει μόνο με το άγγιγμα του.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και με ανασήκωσε για να μου ξεκουμπώσει το πουκάμισο συνεχίζοντας να με φιλάει στο στόμα. Του έβγαλα το πανωφόρι του και τον γύρισα έτσι ώστε να τον ρίξω πάνω στο κρεβάτι. Όταν έπεσε του ξέφυγε ένα γελάκι αλλά δεν του έδωσα σημασία, χώρισα τα πόδια του και έπεσα απαλά απάνω του αρχίζοντας να τον φιλάω στο λαιμό, η γεύση του ήταν τόσο γλυκιά που νόμιζα ότι γευόμουν μια καραμέλα.

Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς μου και μου σήκωσε την φούστα μου ψιλά συνεχίζοντας να με χαϊδεύει τρυφερά φέρνοντας με πιο κοντά του για να νιώσω τον ερεθισμό του που είχε πάρει φωτιά. Έκλεισα τα μάτια και τέντωσα το κορμί μου τρίβοντας το απαλά πάνω στο σόμα του και ένα ρίγος πέρασε απο την ραχοκοκαλιά μου που με κανε να ανατριχιάσω περισσότερο.

Τον ήθελα σαν τρελή απο την πρώτη στιγμή που είδα την ματιά του να με κοιτάει και τώρα ζούσα σε ένα όνειρο. Ήθελα τόσο πολύ να του κάνω αυτό το δώρο για όλη την αγάπη που είχε για μένα όλα αυτά τα χρόνια και να τον ευχαριστήσω με όλη μου την ψυχή και το σώμα, όμως τα συναισθήματα που μου έβγαζαν τα χάδια του και η ζεστασιά του δεν περίμενα ποτέ ότι θα τα νιώσω. Άφησα όλες μου τις σκέψεις στην άκρη και άρχισα να απολαμβάνω όλη αυτήν την μαγεία.

Άρχισα να κατηφορίζω χαρίζοντας του φιλιά σε κάθε σπιθαμή του κορμιού του εξερευνώντας τον και απομνημονεύοντας τον για να μην ξεχάσω ποτέ αυτήν την υπέροχη αίσθηση που ξύπναγε όλες μου τις αισθήσεις. Όταν έφτασα στην κοιλιά του έβγαλα το παντελόνι του και άρχισα να ξεκουμπώνω το τζιν που φόραγε απο μέσα χωρίς να σταματάω να τον φιλάω σε όλα τα εκτεθειμένα του σημεία.

Τα χέρια του πάνω στα μαλλιά μου, με χαϊδεύανε απαλά και μου δίχναν πόσο απολάμβανε τις κινήσεις μου και αυτό μου έδινε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για να συνεχίσω. Μόλις ξεκούμπωσα το παντελόνι και το κατέβασα μαζί με το σλιπάκι άρχισα να τον φιλάω αντίστροφα και όταν έφτασα στο φύλο του ένιωσα ένα φούντωμα να περνάει όλο μου το κορμί και να με καίει. Ήταν τόσο ζεστό και σκληρό που ένιωθα ότι αν το παράκανα σίγουρα θα τον έφεραν στα όρια του και εγώ ήθελα τόσο απελπισμένα να τον νιώσω μέσα μου που δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα λεπτό ακόμα.

Έσκυψα κοντά του και πέρασα την γλώσσα μου απο την βάση του μέχρι το κεφάλι και τέντωσε όλο του το κορμί αφήνοντας έναν αναστεναγμό πνίγοντας το βογκητό που ήταν έτοιμο να βγει απο μέσα του, το κράτησα απαλά και το άρχισα να το βάζω στο στόμα μου για να του χαρίσω απόλαυση και να το ηρεμήσω για να κρατήσει μέχρι να το νιώσω μέσα μου να με ολοκληρώνει.

Άρχισα να κάνω τις κινήσεις μου πιο γρήγορες προσέχοντας πάντα να μην τον φτάσω στα όρια του παίζοντας με την γλώσσα μου που και που πάνω στο ευαίσθητο του σημείο και εκείνος κάθε τόσο τρανταζόταν και ανάσαινε γρήγορα αφήνοντας να του ξεφύγουν που και που βογκητά ευχαρίστησης.

Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και σηκώθηκε, με κράτησε απο τους ώμους και με ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι δίνοντας μου ένα παθιασμένο φιλί που μου έκαψε κάθε μου άκρο, η υγρασία μου είχε πια ξεπεράσει και το εσώρουχο μου και όταν το ένιωσε με το χέρι του έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα.

Άρχισε να μου φιλάει και πάλι τον λαιμό κατεβαίνοντας προς τα κάτω, κάθε κουμπί που ξεκούμπωνε πέρναγε και την γλώσσα του απο το σημείο που έμενε εκτεθειμένο και με τρέλαινε, όταν έφτασε στην κοιλιά μου έπαιξε με τον αφαλό μου και άρχισε πάλι να χαράζει ένα υγρό μονοπάτι με την γλώσσα του προς τα πάνω φτάνοντας στο στήθος μου.

Έβαλε τα χέρια του πίσω απο την πλάτη μου και με σήκωσε απαλά για να μου βγάλει τα ρούχα, όπου περνούσαν τα χέρια του συνέχιζε να μου αφήνει πύρινα και υγρά μονοπάτια για να μην χάσουμε την επαφή. Μόλις ξεκούμπωσε το σουτιέν μου το άφησε να παίσει στο πάτωμα και με ξάπλωσε πάλι στο στρώμα αρχίζοντας να μου χαρίζει διάφορα φιλιά σε κάθε σπιθαμή του σώματος μου.

Γύρισε πάλι στο στήθος μου και άρπαξε την μια ρόγα με τα δόντια του, τέντωσα το κορμί μου απο τον ηλεκτρισμό που ένιωσα και έχωσα τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του φέρνοντας τον πιο κοντά μου για να συνεχίσει και τότε άρχισε να την σκληραίνει με την γλώσσα του ενώ με το χέρι το άλλο του χέρι κρατούσε το άλλο μου στήθος παίζοντας με τα δάχτυλα του με την ρόγα μου και η ανάσα μου άρχισε να επιταχύνεται επικίνδυνα αφήνοντας που και που διάφορα βογκητά να μου ξεφύγουν.

Είχα ήδη χάσει το μυαλό μου και ακόμα ήμασταν στην αρχή. Η καρδιά μου κάλπαζε τόσο πολύ που ένιωθα ότι θα βγει απο το σώμα μου και κάθε τόσο τρανταζόμουν απο ηδονή. Το χέρι του χάιδευε όλο μου το κορμί και ξεκούμπωνε το φερμουάρ της φούστας. Άρχισε πάλι με φιλιά να κατεβαίνει προς το λουλούδι μου, όταν έφτασε στην αρχή της φούστα μου, με μια κίνηση την τράβηξε και την έβγαλε τραβώντας μαζί και το καλτσόν μου αφήνοντας με μόνο με το εσώρουχο, άρχισε να μου φιλάει τα πόδια ανεβαίνοντας προς τα πάνω και με τα δόντια του άρχισε να τραβάει το εσώρουχο βασανίζοντας με περισσότερο.

Είχα ξεπεράσει τα όρια μου και είχα αρχίσει να γίνομαι τόσο ανυπόμονη που σηκώθηκα και τον τράβηξα απο τα χέρια να έρθει κοντά μου. Αυτό τον ξετρέλανε και του ξέφυγε ένα γελάκι, με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια, δείχνοντας μου όλο του πάθος για μένα, με τα δάχτυλα του άρχισε να με χαϊδεύει απο το μέτωπο μου μέχρι την φωτιά μου και τραντάχτηκα τόσο πολύ με το άγγιγμα του που όταν ένιωσα να μπαίνουν στην είσοδο μου με ένα αγκομαχητό ένιωσα την καυτή μου λάβα να ξεχειλίζει πάνω στα δάχτυλα του με ορμή, όμως ούτε αυτό δεν ήταν ικανό για να τον σταματήσει.

Έσκυψε αργά και άρχισε να γεύεται την καυτή μου σάρκα με τόσο αισθησιασμό που ένιωσα τον πρώτο μου οργασμό να με συνεπαίρνει.

«κάνε με δική σου» το παρακάλεσα με κομμένη την ανάσα και τότε τον ένιωσα να αφήνει όλο του βάρος του σώματος του να ακουμπήσει απαλά πάνω στο κορμί μου και τον ερεθισμό του να μπαίνει απαλά μέσα μου.

Άφησα ένα βογκητό να μου ξεφύγει και γαντζώθηκα απάνω του για να τον νιώσω σε όλο μου το είναι. Η κινήσεις του ήταν αργές και βασανιστικές αλλά δεν με ένοιαζε πια. Σήκωσα το πόδι μου να ακουμπήσει πάνω στην μέση του για να τον νιώσω πιο βαθιά και με ακολούθησε βάζοντας και το άλλο μου πόδι να ακουμπήσει στην μέση του χαϊδεύοντας αισθησιακά τους γλουτούς μου και έχασα το μυαλό μου.

Οι κινήσεις μας είχαν συντονιστεί μαζί με τα βογκητά μας, το απολάμβανε τόσο όσο και εγώ και αυτό με έκανε να νιώθω ότι βρίσκομαι στον παράδεισο.

Το στόμα του μου χάριζαν φιλιά σε όλο μου το πρόσωπο λέγοντας μου ξανά και ξανά το πόσο με αγαπά. Έτρεμα σαν το ψάρι μέσα στην ζεστή του αγκαλιά και εκείνος συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό να μου χαρίζει απόλαυση.

Κάποια στιγμή βγήκε απο μέσα μου και με γύρισε μπρούμυτα, άρχισε να μου χαρίζει φιλιά σε όλη μου την πλάτη και αφού μου ανασήκωσε την μέση κλείνοντας μου τα πόδια τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου τόσο αργά που με έκανε να τα χάσω, δάγκωσα το μαξιλάρι για να μην φωνάξω και εκείνος πιάνοντας μου τους γλουτούς σφιχτά άρχισε να κουνιέται πιο γρήγορα.

Τα χέρια μου έσφιγγα τόσο σφιχτά τα σεντόνια που ένιωθα ότι θα τα σκίσω απο την δύναμη που είχα βάλει. Σήκωσα το κεφάλι μου και εκείνος έσκυψε κοντά μου και άρχισε να με φιλάει με πάθος κρατώντας με απο την κοιλιά χωρίς να χάνει τον ρυθμό του.

Οι γλώσσες μας είχαν πάρει φωτιά και ένιωσα τον εαυτό μου να λιώνει και να γίνετε ρευστός καθώς το καυτό μου υγρό τύλιγε τον ερεθισμό του, μόλις ένιωσε να τον αγκαλιάζει σήκωσε το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια και τότε άρχισε να επιταχύνει τον ρυθμό του κάνοντας με να ουρλιάζω και να ξεπεράσω τα όρια μου.

Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και ένιωσα τον οργασμό μου να με τραντάζει ολόκληρη, μόλις με ένιωσε να τραντάζομαι κρατήθηκε πάλι απο τους γλουτούς μου και έδωσε όλο του τον εαυτό φτάνοντας στα δικά του όρια. Την στιγμή που ένιωσα τα καυτά του υγρά να χτυπάνε το τέρμα μου άρπαξα το μαξιλάρι και τέντωσα το κορμί μου για να τον νιώσω όσο πιο βαθιά μπορούσα συγχρονίζοντας τις κινήσεις μου με τις δικές του για να τον κάνω να έρθει πιο κοντά μου και τον άκουσα να βογκάει απο ηδονή.

Όταν ο ρυθμός του άρχισε να μειώνεται άρχισε να μου χαρίζει καυτά φιλιά στην πλάτη μου γυρίζοντας με σιγά σιγά προς την μεριά του χωρίς να σταματάει να με φιλάει, μέχρι που με φυλάκισε στην αγκαλιά του και με άφησε να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του για να μπορέσουμε να βρούμε και πάλι την αναπνοή μας.

Σήκωσε το πρόσωπο μου και με την αναστροφή του χεριού του χάιδεψε απαλά το μάγουλο μου κοιτώντας με μέσα στα μάτια με λατρεία.

«δηλαδή αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις?» με ρώτησε την στιγμή που είχε τα χείλια του απαλά πάνω στα δικά μου και πάγωσα.

«Έντουαρτ» είπα διστακτικά και σηκώθηκε αμέσως και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού πιάνοντας το κεφάλι του με τα χέρια του για να το στερεώσει αφήνοντας μια βίαιη ανάσα να βγει απο μέσα του προσπαθώντας να ελέγξει τα συναισθήματα του. Πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα απο πίσω αφήνοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του δίνοντας του ένα απαλό φιλί πάνω στον λαιμό.

«γιατί μου έδωσες τότε ελπίδες?» είπε πνιγμένα

«Έντουαρτ δεν μπορεί να πιστεύεις ότι όλο αυτό φτάνει για να μείνω εδώ μόνιμα»

«νόμιζα»

«τι?» τον ρώτησα ήρεμα

«νόμιζα ότι είχες αισθήματα για μένα»

«Έντουαρτ φυσικά και έχω αισθήματα για σένα, αν δεν είχα θα νόμιζες ότι θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο?»

«τότε?»

«γνωριζόμαστε μόνο μερικές ώρες, ότι αισθήματα και να ένιωσα δεν μπορεί να πιστεύεις ότι είναι αρκετό για να με κάνει να αλλάξω όλη μου την ζωή απο την μια στιγμή στην άλλη»

«γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις το πόσο σε αγαπώ? Μπέλα δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα»

«εσύ φαίνεται ότι με γνωρίζεις καλά αλλά κατάλαβε με και εμένα, εγώ δεν γνωρίζω τίποτα για σένα, αν είχαμε τον χρόνο να γνωριστούμε καλύτερα»

«και αν τον είχαμε?»

«τότε σίγουρα όλα θα ήταν διαφορετικά»

«τότε μείνε σε παρακαλώ και σου υπόσχομαι ότι οποιαδήποτε στιγμή θες να φύγεις θα σε γυρίσω πίσω» είπε κοιτώντας με μέσα στα μάτια με παράπονο

«δεν μπορώ να παρατήσω τα πάντα έτσι απλά, γιατί δεν έρχεσαι εσύ μαζί μου?»

«δεν μπορώ να τους παρατήσω ιδίως τώρα»

«δεν εννοώ για τώρα σίγουρα θα έχεις πολλά να κάνεις, αλλά μετά τις γιορτές?»

«ούτε και τότε μπορώ και πίστεψε με ο λόγος που δεν μπορώ να τους αφήσω δεν είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω απο κοντά τους ή γιατί δεν μπορώ να τους αποχωριστώ»

«τότε γιατί?»

«η δουλειά που κάνουμε εδώ Μπέλα δεν είναι μόνο για τα Χριστούγεννα όπως νομίζετε εσείς και τον υπόλοιπο καίρο απλός καθόμαστε και περιμένουμε τον επόμενο χρόνο»

«τότε τι ακριβός κάνετε?»

«σε σας φαίνεται ότι ο ρόλος του πατέρα μου είναι να μοιράζει δώρα μόνο σε παιδιά που ουσιαστικά έχουν την λιγότερη ανάγκη για δώρα και στοργή αλλά ο πραγματικός του ρόλος είναι πολλά παραπάνω απο αυτό. Όλον τον χρόνο γυρίζουμε απο χώρα σε χώρα και βοηθάμε όσα παιδιά το έχουν πραγματικά ανάγκη, όχι με δώρα και παιχνίδια αλλά με οτιδήποτε έχουν ανάγκη για την επιβίωση τους»

«πως μπορούσα αυτό να το ξέρω?» είπα με απορία άλλα και θαυμασμό για το πραγματικό τους έργο

«σίγουρα δεν θα μπορούσες και μάλλον έχεις δίκιο γι αυτό που λες, αλλά πως θα καταφέρουμε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον όταν κανείς δεν μπορεί να παρατήσει την ζωή που κάνει τώρα?» άφησα έναν αναστεναγμό και ακούμπησα τα χείλια μου στο λαιμό του

«δεν ξέρω Έντουαρτ πραγματικά δεν ξέρω. Καταλαβαίνω ότι αυτό που κάνετε εδώ είναι πολύ πιο σημαντικό απο μια απλή δουλειά αστυνομικού, αλλά πως μπορείς να μου ζητάς να παρατήσω τα πάντα?» γύρισε και με κοίταξε στα μάτια σμίγοντας τα φρύδια του

«σε παρακαλώ μην τα παρατήσεις χωρίς να δοκιμάσεις πρώτα»

«και να δεν τα καταφέρουμε Έντουαρτ τότε τι θα γίνει? Πιστεύεις ότι θα μπορώ να γυρίσω πίσω και να είναι όλα όπως τα άφησα? Θα πρέπει να αρχίσω απο την αρχή και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο στην εποχή που ζούμε»

«έκανα μεγάλο λάθος να υπολογίζω τόσο πολύ σε αυτήν την σχέση. Έχεις δίκιο σε ότι λες και δεν σε άδικο» είπε χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι και έμεινε στην ίδια θέση χωρίς να πει τίποτα άλλο για πολύ ώρα. Όταν κατάλαβα ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να πούμε του είπα διστακτικά

«μάλλον είναι καλύτερα να με γυρίσεις σπίτι»

«ναι και εγώ αυτό πιστεύω ότι είναι το σωστό»

«νομίζεις ότι θα απογοητεύσω πολύ τους δικούς σου να δεν κάτσω για το δείπνο?»

«μην ανησυχείς γι αυτό θα τους εξηγήσω και θα καταλάβουν»

«εντάξει» είπα μόνο χωρίς να ξέρω τι άλλο να πω και σηκώθηκα για να ντυθώ

Δεν ένιωθα ότι ήμουν έτοιμη να τον αποχωριστώ ακόμα αλλά θα ήταν το καλύτερο και για τους δύο μας να γίνει τώρα πριν αφήσουμε τα συναισθήματα μας να μας παρασύρουν.

Αυτό που ζήσαμε αν και ήταν σύντομο ήταν πολύ δυνατό και για τους δύο μας και σίγουρα για εκείνον παραπάνω αλλά είναι πολύ δύσκολο για μένα να κάνω ένα τέτοιο βήμα με κάποιον που γνώρισα μόλις μερικές ώρες πριν.

«είσαι έτοιμη?» με ρώτησε συγκρατημένα

«νομίζω πως ναι» είπα και εγώ με το ίδιο ύφος

«τότε καλύτερα να πηγαίνουμε» κούνησα το κεφάλι μου και τον ακολούθησα με μισή καρδιά

Όλο το γέλιο και ο ενθουσιασμός που ένιωθε πριν είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους πήραν ένα σοβαρό και απόμακρο ύφος που μου έκοβε τα πόδια. Πόσο θα ήθελα να είχαμε μια ευκαιρία να ζήσουμε αυτό που και οι δύο θέλαμε.

Σε όλη την διαδρομή κανείς απο τους δύο μας δεν μίλαγε και αυτό ήταν πολύ εκνευριστικό, όμως ήμουν πολύ δειλή για να ξεκινήσω μια κουβέντα μαζί του, δεν ήθελα να τον πληγώσω περισσότερο.

«πιστεύεις ότι θα σε ξαναδώ?» το ρώτησα τελικά την στιγμή που κατάλαβα ότι φτάναμε στο σπίτι

«νομίζω ότι το καλύτερο και για τους δύο μας είναι να μην συναντηθούμε ξανά»

«ναι μάλλον έχεις δίκιο» είπα και ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγετε, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε μια ενδιάμεση λύση? Γιατί πρέπει να γίνουν έτσι τα πράγματα για μας? Είπα με παράπονο και έπνιξα ένα δάκρυ που απειλούσε να φύγει απο τα μάτια μου.

Είχε αρχίσει να ξημερώνει και όλα τα χρώματα στον ουρανό ήταν τόσο όμορφα, τόσο μαγικά, που με έπιασε απελπισία. Γιατί δεν μπορεί και η δική μας ζωή να είναι γεμάτη χρώμα? Γιατί θα πρέπει να είναι ή άσπρη ή μαύρη? Όταν προσγειώθηκε μπροστά απο το σπίτι με βοήθησε να κατέβω αλλά πριν φύγω με σταμάτησε.

«μην ξεχάσεις αύτο» είπε δίνοντας μου το βιβλίο που είχε φτιάξει μόνο για μένα

«δεν μου ανήκει πια............του είπα και έτρεξα στην πόρτα πριν με προλάβει, την άνοιξα μπήκα μέσα και έπεσα απάνω της αφήνοντας το σώμα μου να κυλήσει κάτω δίνοντας το ελεύθερο στα δάκρυα που κρατούσα όλη αυτήν την ώρα να ξεχειλίσουν...... αντίο για πάντα»

*_*_*_*_*_*_*_*_*

Σε πέντε μέρες θα ήταν τα πρώτα μας Χριστούγεννα. Καθόμουν στην πολυθρόνα που ήταν μπροστά στο τζάκι και έβλεπα τις φλόγες να ανεβοκατεβαίνουν παιχνιδιάρικα και γέλασα. Λίγες μέρες μετά τα περσινά Χριστούγεννα η Άλις μου ανακοίνωσε ότι ο σύντροφος της, της έκανε πρόταση γάμου και έτσι θα έμενε πια μαζί του. Με πόνεσε τόσο πολύ αυτό εκείνη την στιγμή αλλά ποτέ δεν της έδειξα. Ήμουν τόσο χαρούμενη γι εκείνη που θα έκανε μια νέα ευτυχισμένη αρχή που δεν ήθελα να της χαλάσω την χαρά της με την δική μου μοναξιά.

Τον πρώτο καιρό ένιωθα τόσο μόνη που άρχισα να δουλεύω περισσότερο για να είμαι όσο το δυνατών πιο μακριά απο το σπίτι, κάποια στιγμή σκέφτηκα ακόμα και να μετακομίσω άλλα τα γεγονότα που ακολούθησαν με έκαναν να σκεφτώ πολλά πράγματα, όχι μόνο για το σπίτι άλλα και για την ίδια μου την ζωή.

Εκείνος πάντα μου έλειπε και έκανα πολλές προσπάθειες για να επικοινωνήσω μαζί του αλλά λόγο του ότι δεν ήταν πλέον Χριστούγεννα το ταχυδρομείο πάντα μου επέστρεφε το γράμμα χωρίς να το στείλει στον προορισμό του, λέγοντας μου ότι αυτή η αποστολή γίνετε μόνο της ημέρες των Χριστουγέννων και έτσι αναγκαστικά περίμενα μέχρι να έρθει αυτή η ημέρα ελπίζοντας πως τώρα θα μπορέσει το γράμμα μου να φτάσει σε εκείνον.

Γύρισα την ματιά μου στον άγγελο που είχα δίπλα μου και χαμογέλασα, ήταν τόσο γαλήνια όταν κοιμόταν που δεν χόρτενα ποτέ να την κοιτάω. Σηκώθηκα αποφασιστικά, πήρα το μπλοκ μου και άρχισα να γράφω το πρώτο της γράμμα.

«αγαπημένε μου Άη Βασίλη,

Με λένε Ρένεσμη και είμαι μόλις δυόμιση μηνών. Ξέρω ότι είμαι πολύ μικρή για να γράψω αυτό το γράμμα ή να ζητήσω κάποιο δώρο απο σένα, όμως σκέφτηκα ότι μόλις εσύ διαβάσεις αυτό το γράμμα σίγουρα θα μπορέσεις να μου εκπληρώσεις την μοναδική ευχή που έχω απο την ημέρα που γεννήθηκα.

Όσα δώρα και να μου κάνουν κανένα δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει το δώρο που θα μπορέσεις εσύ να μου προσφέρεις, γι αυτό αγαπημένε μου Αη Βασίλη το μόνο που σου ζητώ είναι να ζητήσεις απο τον μπαμπά μου να μου δώσει μια ευκαιρία να τον δω.

Με πολύ αγάπη η εγγονή σου....»

Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα ένα δάκρυ να κυλίσει, ευχόμενη αυτό να είναι αρκετό για να τον κάνει να έρθει έστω και για μια ακόμα φορά κοντά μας. Σφράγισα τον φάκελο έγραψα τα στοιχεία μας βάζοντας το όνομα της μικρής μου χωρίς επίθετο και την διεύθυνση μας ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να καταλάβει.

Οι μέρες κυλούσαν άλλα εγώ ένιωθα ότι ο χρόνος έχει παγώσει. Άραγε θα είχε φτάσει το γράμμα σε εκείνον? Και αν έφτασε θα ήταν αρκετό ώστε να τον ξαναδώ έστω και για μια ακόμα φορά?

Η παραμονή έφτασε και εκείνος δεν είχε εμφανιστεί, η καρδιά μου ένιωθα ότι απο στιγμή σε στιγμή θα εύγενε απο το στήθος μου όμως είχα την ελπίδα ότι θα ρθει.

Ο μικρός μου άγγελος είχε κοιμηθεί και έτσι αποφάσισα να την πάω στο δωμάτιο της για να είναι πιο άνετα, την ακούμπησα στο κρεβατάκι της και δίνοντας της ένα φιλί και έφυγα για να κατέβω να τον περιμένω ελπίζοντας πως θα έρθει.

Είχε πάει μεσάνυχτα και ακόμα δεν είχε εμφανιστεί, τα μάτια μου απο την εξάντληση ήταν βαριά αλλά προσπαθούσα να κρατηθώ όσο περισσότερο μπορούσα όμως κάποια στιγμή παραδώθηκα στα όνειρα μου χωρίς να το καταλάβω.

Κάποια στιγμή άκουσα την μικρή μου κλαίει και πετάχτηκα τρομαγμένη όρθια, άρχισα να τρέχω προς το δωμάτιο της και όταν μπήκα μέσα τα έχασα. Ο Έντουαρτ την είχε αγκαλιά και την νανούριζε γλυκά. Γύρισε προς το μέρος μου κάνοντας μου νόημα να μην την ανησυχήσω και κούνησα το κεφάλι μου μηχανικά μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο.

Όταν η μικρή κοιμήθηκε τις έδωσε ένα απαλό φιλί στο κεφαλάκι της και την άφησε απαλά πάνω στο κρεβάτι σκεπάζοντας την, την χάιδεψε απαλά και έφυγε απο το δωμάτιο προσπερνώντας με χωρίς να πει τίποτα.

Για μια στιγμή πάγωσα χωρίς να ξέρω τι να κάνω, τον κοίταζα να φεύγει απο κοντά μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Τι κάθεσαι και τον κοιτάς. Άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου και τότε άρχισα να τρέχω για να τον προλάβω.

Όταν έφτασα στο σαλόνι τον κοίταζα να βγαίνει απο το παράθυρο και απο τα δάκρυα μου δεν έβρισκα την φωνή για να τον σταματήσω. Την στιγμή όμως που τον είδα να βγαίνει η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια και χωρίς να το σκεφτώ άνοιξα την πόρτα και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κοντά του.

Ένιωσε την παρουσία μου και σταμάτησε αλλά δεν γύρισε προς το μέρος μου και για άλλη μια φορά πάγωσα κοιτώντας τον.

«μην φύγεις ακόμα» του είπα με κόπο τόσο σιγανά που δεν ήμουν σίγουρη αν το άκουσε και περίμενα με κομμένη την αναπνοή να δω την αντίδραση του.

«παρέδωσα το δώρο μου δεν έχω κάποιον άλλο λόγο να βρίσκομαι εδώ» τον άκουσα να λέει και τότε ένιωσα ότι όλο μου το κορμί παραλύει και έπεσα στα γόνατα πιάνοντας το κεφάλι μου απελπισμένη.

«είναι τόσο άδικο .......... είπα μέσα απο τα δάκρυα μου ......... όλο τον χρόνο σου έγραφα και όλα τα γράμματα μου τα γυρίζανε πίσω και όταν μπόρεσα να σου στείλω γράμμα σκέφτηκα να ότι ήταν καλύτερο να το λάβεις απο εκείνη νομίζοντας ότι θα καταλάβεις» αμέσως ένιωσα τα χέρια του στα μπράτσα μου να με ταρακουνάνε

«να καταλάβω τι Μπέλα? Πες μου να καταλάβω τι? ότι ήθελες απλά να με δεις για άλλη μια φορά? ........ κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένα .......... όταν διάβασα την φράση <να μου δώσει μια ευκαιρία να τον δω> τι ήθελες να καταλάβω?»

«νόμιζα ότι όταν θα έβλεπες το γράμμα απο εκείνη θα καταλάβενες ότι ποτέ δεν σε ξέχασα, ότι ποτέ δεν έπαψα να σε σκέφτομαι, ότι σε αγαπάω Έντουαρτ και ότι όλο αυτόν τον καιρό παρακάλαγα να έρθει αυτή η μέρα για να σου το πω»

«και τι αλλάζει με αυτό Μπέλα? ζούμε σε δύο διαφορετικούς κόσμους που δεν μπορούν να συμβαδίσουν»

«το ξέρω......... είπα προσπαθώντας να βρω και πάλι την αναπνοή μου που είχε παγώσει απο το κρύο ........ όμως δεν μπορώ να σε βγάλω απο το μυαλό μου» άφησε την αναπνοή του παραδομένος και με πήρε στην αγκαλιά του σηκώνοντας με απο το πάτωμα

«πάμε μέσα πριν κρυώσεις» είπε και με πήρε στα χέρια του πηγαίνοντας με στο σαλόνι, με τύλιξε με την κουβέρτα που είχα πάνω στον καναπέ και πήγε να δυναμώσει την φωτιά στο τζάκι για να ζεσταθώ. Έτρεμα τόσο πολύ που τα δόντια μου είχαν αρχίσει να τρίζουν, μόλις το κατάλαβε ήρθε δίπλα μου και με πήρε στην ζεστή του αγκαλιά.

«πως γίνεται να μην κρυώνεις ποτέ» τον ρώτησα με δυσκολία και γέλασε

«προσπάθησε να χαλαρώσεις και θα ζεσταθείς αμέσως» πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα το γλυκό του άρωμα που μου είχε λείψει τόσο πολύ να πλημμυρίσει τα ρουθούνια μου και όλες μου της αισθήσεις.

«σου μοιάζει τόσο πολύ» είπα κάποια στιγμή αφού είδα ότι εκείνος δεν είχε σκοπό να πει κάτι

«μμμμμ» είπε γελώντας

«δεν θα πεις τίποτα?»

«τι θες να πω Μπέλα, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα πόσο περισσότερο μπορούμε να πληγωθούμε?»

«θα προτιμούσες να μην την είχα κρατήσει?» με κοίταξε άγρια στα μάτια

«μην τολμήσεις ποτέ να το ξαναπείς αυτό, είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις, όμως είναι τόσο άδικο για μένα να την στερούμε και να έχω το δικαίωμα να την βλέπω για ένα λεπτό κάθε χρόνο»

«το ξέρω νομίζεις ότι εμένα δεν με πληγώνει αυτό? Δεν είναι μόνο για σένα άδικο αλλά και για εκείνην»

«τότε ελάτε μαζί μου σε παρακαλώ Μπέλα, πάρε την απόφαση που δεν πήρες πέρσι, κάνε μια προσπάθεια και δώσε μας μια ευκαιρία, δεν σου εγγυώμαι ότι όλα θα καταλήξουν καλά γιατί σίγουρα εκτός του ότι ξέρουμε ότι αγαπιόμαστε δεν ξέρουμε τίποτα άλλο ο ένας για τον άλλο, όμως αν δεν δώσουμε μια ευκαιρία στον εαυτό μας τότε μια ζωή θα μας τρώει για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί» γύρισα τον κοίταξα στα μάτια με πόνο και ένα δάκρυ κύλισε απο τα μάτια μου

«ένα χρόνο περίμενα αυτήν την στιγμή για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, όταν σε έβλεπα να φεύγεις έγινα χίλια κομμάτια μπροστά στα μάτια σου και ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα?» με κοίταξε για μια στιγμή βάζοντας το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου παίρνοντας μια ανάσα

«σ’ αγαπάω δεν ξέρω αν αυτό είναι αρκετό για σένα αλλά δεν ξέρω πως αλλιώς να σου εκφράσω ότι όταν ήσουν μακριά μου δεν είχε τίποτα άλλο αξία για μένα, μέτραγα μια μια της μέρες για να σε ξαναδώ έστω και για ένα λεπτό ........... δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα» είπε και σφράγισε τα λόγια του με ένα φιλί.

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

All I want for Christmas is ......."Γλυκές αναμνήσεις"



Σε όλη την διαδρομή είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό κοιτώντας γύρο μου το υπέροχο τοπίο. Αν και ήταν σκοτεινά και εμείς ήμασταν πολύ ψιλά δεν ένιωθα κρύο και τα πάντα γύρο μας ήταν με κάποιο τρόπο τόσο φωτεινά. Τα αστέρια που ήταν απο πάνω μας ήταν τόσο κοντά που ένιωθες ότι αν απλώσεις το χέρι σου θα μπορέσεις να τα ακουμπήσεις.


Κάποια στιγμή το έλκηθρο άρχισε να κατηφορίζει και κοίταξα προς την πορεία που είχαν πάρει, τα πάντα ήταν κάτασπρα και γύρο μας τώρα υπήρχε ένα απέραντο λευκό δάσος με πολλά έλατα να μοιάζουν στολισμένα απο τους σταλαγμίτες που είχαν δημιουργηθεί απο την παγωνιά.


«φτάσαμε» άκουσα την γλυκά και τρυφερή του φωνή κοντά στο αυτί μου και γύρισα να τον κοιτάξω.


Ήταν τόσο λαμπερός που μου κόπηκε η ανάσα. Η ματιά του ήταν τόσο γλυκιά και ζεστή που μου έκαψε όλο μου το κορμί. Μέσα στα μάτια του έβλεπα την ματιά ενός μικρού παιδιού που μόλις είχε ανοίξει το δώρο που περίμενε όλη την χρονιά απο τον Άι Βασίλη και ένιωθα λες και μόλις του είχαν χαρίσει όλο τον κόσμο. Γέλασε πιο πλατιά και γύρισε την ματιά του μπροστά.


«κοίτα» είπε και μου έδειξε μπροστά με την κίνηση του κεφαλιού του.


Γύρισα το κεφάλι μου μπροστά και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά μας ήταν ένα άνοιγμα που ο Ρούντολφ εκείνη ακριβός την στιγμή πέρναγε. Απο μέσα ερχόταν μια γλυκιά ζεστασιά και ο αέρας μύριζε τόσο γλυκά που με έκανε να νιώθω ότι γύρισα στο πατρικό μου σπίτι και ότι σε λίγο θα αντίκριζα και πάλι τους γονείς μου. Με την σκέψη αυτή ένα δάκρυ προσπάθησε να κάνει δειλά την εμφάνιση του αλλά τελευταία στιγμή το συγκράτησα.


Μπαίνοντας μέσα στο χώρο υποδοχής το σκηνικό άλλαξε, εκεί που κυριαρχούσε το άσπρο παντού, τώρα γύρο μου έβλεπα όλα τα χρώματα του ουρανού. Απο παντού ξεπεταγόντουσαν πολλά μικροσκοπικά ανθρωπάκια που ήταν σαν παιδιά ντυμένα στα πράσινα με σκουφάκια και μυτερά αυτιά. Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό αλλά προσπάθησα να είμαι διακριτική για να μην νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω.


Ο Έντουαρτ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του απο ευτυχία και με ένα σάλτο βγήκε απο το έλκηθρο και έτεινε το χέρι του για να τον ακολουθήσω. Του το έδωσα και όταν κατέβηκα ένα πιο μεγάλο σε ηλικία μικροσκοπικό ανθρωπάκι που μου έφτανε μέχρι την μέση έκανε την εμφάνιση του κοιτώντας μας καλά καλά σοκαρισμένο.

«Μπέντζαμην απο εδώ η Ιζαμπέλα Σουαν, Μπέλα απο εδώ ο καλύτερος μου φίλος και Μπέντζαμην» είπε χωρίς να χάνει το γέλιο του που άστραφτε.


Ο Μπέντζαμην στο άκουσμα του ονόματος μου γύρισε αυτόματα το κεφάλι του σε εκείνον και τον κοίταξε ακόμα πιο σοκαρισμένα, όταν γύρισε την ματιά του σε μένα όμως ήταν πιο ευγενικός. Δίνοντας μου το μικροσκοπικό του χεράκι μου είπε


«είναι μεγάλη μου τιμή δεσποινίς μου που σε γνωρίζω» δεν μπορούσα να μην παραξενευτώ με αυτό που άκουσα αλλά εκείνη την στιγμή σκέφτηκα ότι αν όντως είναι αλήθεια όλα αυτά και όχι ένα όνειρο τότε σίγουρα ο Έντουαρτ θα την είχε πολύ άσχημα που με έφερε εδώ και έτσι το καλύτερο είναι να είμαι όσο το δυνατόν πιο ευγενική με όλους τους για να μην τον φέρω σε δυσκολότερη θέση.


«η χαρά είναι όλη δική μου» είπα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα σκύβοντας ελάχιστα για να του δώσω και το δικό μου χέρι. Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε άλλο μια ζεστή και μελωδική φωνή τον φώναξε με απορία


«Έντουαρτ???» γυρίσαμε όλοι αυτόματα προς την κατεύθυνση της φωνής και τότε η κυρία που τον είχε φωνάξει έμεινε κοκαλωμένη στην θέση της κοιτώντας με μέσα στα μάτια με έκπληξη.


«μαμά?» είπε τότε ο Έντουαρτ και έτρεξε καταπάνω της και την σήκωσε ψιλά στον αέρα κάνοντας την σβούρες γύρο απο τον εαυτό του.


Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και δεν μπορούσε να την κρύψει με τίποτα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι ήταν αυτό που το προκαλούσε τόσο πολύ. Όταν την άφησε κάτω της έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο και την πήρε απο το χέρι για να την φέρει κοντά μου.


«μαμά να σου συστήσω την Ιζαμπέλα Σουαν, Μπέλα απο εδώ η πιο γλυκιά μανούλα του κόσμου, Έσμη»


«χάρηκα πολύ κυρία» είπα και έδωσα το χέρι μου σε εκείνη που όπως και το ξωτικό πριν έτσι και εκείνη με κοίταζε μέσα στα μάτια σοκαρισμένη χωρίς να μπορεί να πει τίποτα. Τι στο καλό? Γιατί με κοιτάνε με τόση έκπληξη όλοι? Σίγουρα δεν ήταν κάτι που επιτρεπόταν, το να βρίσκομαι εδώ, αλλά εγώ ένιωθα ότι η έκπληξη τους ήταν κάτι πολύ περισσότερο απο αυτό.


Εκείνη ξεπερνώντας το πρώτο σοκ ήρθε κατευθείαν κοντά μου και μου έκανε μια ζεστή αγκαλιά


«η χαρά είναι όλη δική μου μικρή μου Ιζαμπέλα»


«Μπέλα» είπα απαλά χωρίς να θέλω να την προσβάλω


«Μπέλα τότε και εσύ να με φωνάζεις Έσμη»


«χάρηκα πολύ Έσμη» της είπα με ειλικρίνεια στα μάτια.


Αυτή η γυναίκα εξέπεμπε μια ζεστασιά, μια γαλήνη που σε έκανε να νιώθεις ότι την γνώριζες χρώνια. Απο την άλλη όλη της η εμφάνηση ήταν σαν να είχε βγει απο εικόνα ενώς παραμυθού που μίλαγε για την γυναίκα του Αη Βασίλη.


«Έντουαρτ το ξέρεις ότι σε περιμένει και πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι δεν είναι καθόλου ευδιάθετος με αυτό που έκανες, ελπίζω βέβαια να μπορέσει να συγκρατηθεί μπροστά στην όμορφη δεσποινίς μας και να μην σου βάλει της φωνές»


«ελπίζω να μην είμαι εγώ ο λόγος» είπα νιώθοντας αμηχανία


«όχι καρδιά μου μην ανησυχείς ο Έντουαρτ έχει άλλα μπλεξίματα που τον έχουν φέρει σε αυτήν την θέση. Εσύ είσαι χαρά μας που είσαι κοντά μας, γι αυτό και ελπίζω να μην σας χαλάσει αυτό το υπέροχο απόγευμα»


«εεε καλύτερα τότε να πηγαίνουμε» είπε αμήχανα ο Έντουαρτ και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα που είχε εμφανιστεί η μητέρα του πριν λίγο τραβώντας και έμενα μαζί του.


«ελπίζω να σας ξαναδώ» είπα καθώς προσπαθούσα να βρω την ισορροπία μου την ώρα που φεύγαμε απο κοντά της


«μην ανησυχείς καλή μου σίγουρα θα βρεθούμε στο βραδινό» είπε εκείνη φωναχτά για να την ακούσω


«Έντουαρτ σταμάτα να με τραβάς έτσι» παραπονέθηκα εγώ μόλις βγήκαμε απο την πόρτα


«συγνώμη άλλα θέλω τόσο πολύ να σε γνωρίσει»


«ποιος?»


«ο πατέρας μου φυσικά» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια. Άφησα έναν αναστεναγμό και τα παράτησα.


Συνέχισε να με σέρνει απο πόρτα σε πόρτα και με κόπο προσπαθούσα να παρατηρήσω γύρο όσα περιελάμβαναν τον χώρο. Όλα ήταν λες και ήταν βγαλμένα μέσα απο έργο που είχαν γυριστεί στο Χόλιγουντ. Οι τοίχοι γύρο μου ήταν σαν να ήταν φτιαγμένοι απο μπισκότα και αυτήν η σκέψη με έκανε να γελάσω, ένιωθα ότι ήμουν μέσα στο καραμελόσπιτο του Χένσελ και της Γκρέτελ.


Όταν φτάσαμε σε μια τεράστια πύλη σταμάτησε και την χτύπησε διακριτικά. Η πόρτα ήταν πολύ τεράστια και επιβλητική. Ξύλινη με σκαλίσματα και ήταν διακοσμημένη με χρυσά γκι.


«πατέρα να περάσουμε?» είπε απαλά και ντροπαλά ο Έντουαρτ και ακούσαμε μια φωνή να μας καλεί. Γύρισε την ματιά του προς τα μένα πήρε μια αναπνοή και την άνοιξε.


Το εσωτερικό ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό. Ήταν ένα τεράστιο γραφείο που το περιέβαλε μια βιβλιοθήκη με όλου του κόσμου τα βιβλία να είναι ταξινομημένα με τέτοια τάξη που έπαθα πλάκα. Στην μεγάλη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος κύριος ντυμένος με την κόκκινη γνωστή στολή. Τα μάτια του ήταν πάνω σε πολλά γράμματα που τα διάβαζε ξανά και ξανά.


«Έντουαρτ πάλι άρχισες τις ίδιες σκανταλιές? ...... ξεκίναγε να λέει χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα την παρουσία μου ......... δεν σου είπα ότι θα μοιράζεις τα δώρα μόνο την παραμονή των Χρι ... στου ... γε ... ννων» είναι αφηρημένα την τελευταία λέξη καθώς κόλλησε την ματιά του απάνω μου με σοκαριστικό ύφος.


«σκέφτηκα ότι αν ξεκινήσω πιο νωρίς μπορώ να διορθώσω τα λάθη μου την επόμενη» είπε ντροπαλά ο Έντουαρτ κατεβάζοντας για μια στιγμή το κεφάλι του, όμως όταν ένιωσε το χέρι μου πήρε θάρρος και το σήκωσε αμέσως κοιτώντας με στα μάτια με ένα τεράστιο χαμόγελο.

«η κοπέλα?» είπε ο πατέρας του τότε και τον έκοψε απο τις σκέψεις του και γύρισε την ματιά του σε εκείνον


«μπαμπά να σου συστήσω την Ιζαμπελα Σουαν» σοκ στην ματιά του τον έκανε για μια στιγμή να τα χάσει και αυτός.


«Ιζαμπέλα?» είπε σαστισμένος


«μπορείτε να με φωνάζετε Μπέλα ....... είπα με θάρρος καθώς τον πλησίασα δίνοντας του το χέρι μου. Εκείνος αμέσως σηκώθηκε και έκανε το γύρο του γραφείου του και με πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά


«δεν μπορείς να φανταστείς τι τιμή είναι για μας να σε έχουμε κοντά μας.....είπε τότε και εγώ έμεινα άφωνη .......... χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω, έχεις μεγαλώσει πάρα πολύ απο την τελευταία φορά που σε είδα»


«σας ευχαριστώ» είπα σοκαρισμένη κοιτώντας τον με απορία


«ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να το πιστέψεις άλλα εγώ σε θυμάμαι»


«δεν ξέρω τι να πω» είπα αφηρημένα


«δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, φαντάζομαι ότι δεν έχετε πολύ χρόνο και θα ήθελες να δεις και το υπόλοιπο εργαστήριο και το σπίτι, οπότε Έντουαρτ θα αφήσω την κουβέντα μας για την ώρα για να μπορέσεις να την ξεναγήσεις, αλλά μην νομίζεις ότι θα το ξεχάσω αυτό που έκανες, μετά τις γιορτές έχουμε να πούμε πολλά»


«σε ευχαριστώ πολύ πατέρα και συγνώμη αν σε αναστάτωσα για άλλη μια φορά»


«πηγαίνετε τώρα και θα τα πούμε στο δείπνο»


«ευχαριστώωωω» φώναζε σαν μικρό παιδί ο Έντουαρτ την στιγμή που με πήρε πάλι απο το χέρι και σχεδόν τρέχοντας άρχισε να μου δείχνει της ομορφιές του εργαστηρίου και όλων των υπόλοιπων χώρων που υπήρχαν σε αυτήν την μικρή πόλη.


Είχα μαγευτεί πραγματικά, ζούσα μέσα σε ένα όνειρο στο χωριό του Άη Βασίλη με ξωτικά να τρέχουν εδώ και εκεί με τα χαρούμενα σκουφάκια τους με καμπανάκια να χτυπάνε σε κάθε τους κίνηση και γινόταν να μην γελάσω με όλη αυτήν την ατμόσφαιρα γύρο?


Ο Έντουαρτ δίπλα μου είχε πάλι το ίδιο τεράστιο χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια του και παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση και κάθε μου βλέμμα με ευλάβεια. Κάθε φορά που με έβλεπε να χαμογελάω το πρόσωπο του φωτιζόταν όλο και πιο πολύ και υπήρχαν στιγμές που θα ορκιζόμουν ότι μπορούσα να ακούσω την καρδιά του να χτυπάει τρελά.


Όταν φτάσαμε στα δωμάτια τους τα πέρασε τόσο γρήγορα ανυπόμονα που δεν προλάβαινα καν να τα κοιτάξω με προσοχή. Όταν φτάσαμε στο δικό του όμως δεν με άφησε να μπω, μου έδωσε λίγο χρόνο να το κοιτάξω απο μακριά και αυτό που πρόλαβα να καταλάβω για εκείνον απο αυτό το δωμάτιο ήταν ότι στην ψυχή του ακόμα ήταν ένα μικρό παιδί.


Έκλεισε την πόρτα και με οδήγησε στην διπλανή πόρτα, πριν την ανοίξει πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε προς τα μένα.


«αυτό το δωμάτιο θα σε αφήσω να ανακαλύψεις μόνη σου σε ποιον ανήκει» είπε μόνο και την άνοιξε.


Μπήκα μέσα με αργά βήματα και θαμπώθηκα. Ήταν το ωραιότερο δωμάτιο στον όροφο, παντού επικρατούσαν τα αγαπημένα μου χρώματα. Οι κουρτίνες τα καλύμματα ακόμα και οι τοίχοι είχαν απαλά μοβ χρώματα με τόνους πιο σκούρους για λεπτομέρειες. Το κρεβάτι που ήταν στην μια μεριά ήταν τεράστιο και πολύ επιβλητικό. Ήταν όλο σε χρωματισμό του μπρούτζου και γύρο του υπήρχαν κολόνες στολισμένες με αναρριχόμενες τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα σε μεταλιζέ μοβ χρώμα και τα φίλα των λουλουδιών ήταν σε πράσινο μεταλιζέ χρώμα να κάνουμε μεταξύ τους αντίθεση απο το υπόλοιπο κρεβάτι. Ο ουρανός είχε ένα απαλό πανί που όπως έπεφτε σχημάτιζε πουπουλένια σύννεφα. Απο την άλλη μεριά του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο πιάνω σε λευκό χρώμα με ουρά, όπου πάνω του υπήρχε μια υπέροχη σύνθεση απο κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα σχηματίζοντας μια καρδιά και δίπλα απο το πιάνο υπήρχε ένα μεγάλο αναλόγιο που η διακόσμηση του ήταν ίδια με το κρεβάτι. Πάνω στο αναλόγιο υπήρχε ένα μεγάλο ογκώδες ξύλινο βιβλίο με χρυσές λεπτομέρειες βγαλμένο απο άλλη εποχή λες και άνηκε σε μια πριγκίπισσα. Ασυναίσθητα το πλησίασα και πέρασα απαλά τα δάχτυλα μου απάνω του.


«θες να το δεις?» άκουσα την φωνή του πίσω μου και τρόμαξα. Είχα μαγευτεί τόσο πολύ απο τον χόρο που είχα ξεχάσει τελείως την παρουσία του.


«μπορώ?» τον ρώτησα γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον.


Πήρε το βιβλίο στα χέρια του και με έβαλε να κάτσω πάνω στο κρεβάτι αφήνοντας το πάνω στα πόδια μου


«άνοιξε το» είπε και με κοίταζε με προσμονή χωρίς να χάνει ούτε μια μου ματιά ή κίνηση με το βλέμμα του.


Το άνοιξα τόσο αργά και ήρεμα λες και ήταν τόσο εύθραυστο που ακόμα και το παραμικρό μου άγγιγμα θα το έσπαγε. Η έκπληξη που με περίμενε στην πρώτη σελίδα με έκανε να σαστίσω και γύρισα να τον κοιτάξω. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και με παρότρυνε να το πάρω στα χέρια μου, εγώ όμως δεν μπορούσα να το κάνω.


Ήταν το τελευταίο μου γράμμα που είχα γράψει στον Αη Βασίλη και ήξερα πολύ καλά τι έγραφε μέσα. Γύρισα την σελίδα και η επόμενη έκπληξη μου έκοψε την ανάσα και ένα δάκρυ κύλησε απο τα μάτια μου.


Ήταν όλες μου οι φωτογραφίες που είχα απο όταν ήμουν μωρό μέχρι και τα τελευταία Χριστούγεννα που είχα περάσει με τους γονείς μου πριν τους χάσω απο εκείνον τον ληστή που ήταν ντυμένος με την στολή του Αη Βασίλη. Ήταν τα χειρότερα μου Χριστούγεννα, απο την μια στιγμή στην άλλη είδα τους γονείς μου να πέφτουν μπροστά στα μάτια μου απο σφαίρα στο πάτωμα μέσα στα αίματα απο τους πυροβολισμούς εκείνου του ληστή που εγώ με την παιδική μου φαντασία νόμιζα ότι ήταν ο πραγματικός. Την επόμενη μέρα ξημέρωνε Χριστούγεννα και ενώ είχα στείλει το γράμμα μου, εκείνο το βράδυ του έστειλα ακόμα ένα παρακαλώντας τον να μου φέρει πίσω ότι πολυτιμότερο είχα στην ζωή ζητώντας τον να πάρει όλα μου τα παιχνίδια και να τα δώσει σε άλλα παιδάκια που τα είχαν περισσότερο ανάγκη απο μένα. Για μένα απο εκείνα τα Χριστούγεννα το μόνο δώρο που ήθελα ήταν μόνο εκείνοι.


Η απογοήτευση μου που δεν μου εκπλήρωσε αυτήν την επιθυμία μου ήταν μεγάλη και απο τότε σταμάτησα να πιστεύω σε εκείνον. Τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασα στο πατρικό μου σπίτι πριν φύγω, πήρα την απόφαση να προχωρήσω την ζωή μου αφήνοντας πίσω όλο μου τον πόνο και έτσι μαζί με όλα τα πράγματα που θύμιζαν εκείνους πέταξα και όλες τις φωτογραφίες που είχα μαζί τους, ελπίζοντας έτσι ότι ο πόνος θα σταματήσει να με τρυπάει στην καρδιά. Το είχα μετανιώσει αμέσως αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια γι αυτό και έτσι έμεινα πάντα με την ανάμνηση αυτή.


Αλλά τώρα όλες μου οι αναμνήσεις όλες μου οι φωτογραφίες ήταν εκεί, τις κοίταζα μια μια χαϊδεύοντας τες απαλά για να μπορέσω να νιώσω ότι ήταν πραγματικές, όταν όμως έφτασα στην τελευταία σελίδα με περίμενε ακόμα μια έκπληξη. Στο κέντρο της σελίδα είχε δημιουργήσει ένα κενό στις υπόλοιπες σελίδες και μέσα είχε ένα βελούδινο μπλε κουτάκι. Γύρισα και τον κοίταξα με απορία


«άνοιξε το» είπα απαλά και το έκανα με κομμένη την ανάσα


Μέσα υπήρχε το δαχτυλίδι της μητέρας μου που φόραγε όλη της την ζωή. Ήταν το δαχτυλίδι που της είχε κάνει πρόταση γάμου ο πατέρας μου και ήταν οικογενειακό κειμήλιο που πήγαινε απο γενιά σε γενιά 200 χρόνια τώρα.


Η ανάσα μου πλέων είχε αρχίσει να με πνίγει και είχα ανάγκη απο οξυγόνο, έβαλα με κόπο το βιβλίο στην άκρη και έτρεξα προς το παράθυρο μην μπορώντας πια να κρατήσω τα δάκρυα μου. Προσπάθησα να ανοίξω το παράθυρο άλλα δεν τα κατάφερνα. Εκείνος έβαλε απαλά το χέρι του στην μέση μου και με απομάκρυνε για λίγο μέχρι να το ανοίξει και μετά με άφησε για να βγω έξω για να ξεσπάσω.


Έπεσα πάνω στα κάγκελα και βάζοντας τα χέρια μου στο κεφάλι μου για να το συγκρατήσω άρχισα να κλαίω με αναφιλητά.

«κάθε χρόνο λαμβάνουμε πολλά γράμματα απο παιδιά που το μόνο που ζητούν για δώρο είναι να τους πάμε πίσω τους γονείς τους ή κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο που έχουν χάσει και πάντα μας πονάει το ότι δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε αυτήν τους την ευχή. Το δικό σου όμως γράμμα μας είχε συγκλονίσει όλους. Ήμουν 11 χρονών και όμως το θυμάμαι σαν εχθές το κλάμα που είχα ρίξει όταν μας το διάβαζε ο πατέρας μου, που ακόμα και εκείνος δεν μπόρεσε να κρύψει την δική του λύπη. Εκείνα ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που του ζήτησα να με πάρει μαζί του και δεν μου το αρνήθηκε γιατί ήξερε πολύ καλά για ποιο λόγο του το ζήτησα. Όταν μπήκα στο δωμάτιο σου και σε είδα να κοιμάσαι με εκείνες της καστανές μπουκλίτσες να πέφτουν απάνω στο πρόσωπο σου η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια, πριν φύγω κάποιο σου όνειρο σε έκανε να χαμογελάσεις, εκείνο το χαμόγελο χαράχτηκε για πάντα στην μνήμη μου και δεν το ξέχασα ποτέ. Από τότε το μόνο δώρο που ζητάω απο τον πατέρα μου είναι να σε ξαναδώ. Όλο τον χρόνο τον περνάω σε αυτό το δωμάτιο περιμένοντας τα επόμενα Χριστούγεννα για να μου δοθεί άλλη μια ευκαιρία για να αντικρίσω το πρόσωπο σου την ώρα που κοιμάσαι. Αυτό το δωμάτιο το έφτιαξα μόνο για σένα ελπίζοντας κάποια στιγμή ότι ίσως θελήσεις και εσύ να γίνει για πάντα δικό σου» είπε σκύβοντας το κεφάλι αποφεύγοντας την ματιά μου.


Είχα συγκλονιστεί δεν ήξερα τι έπρεπε να πω ή να κάνω. Ο πόνος στην ματιά του έκανε την καρδιά μου να διαλυθεί και το μόνο που ήθελα ήταν να τον πάρω μακριά και να τον κάνω να μου χαμογελάσει όπως και πριν.

Αργά και σταθερά έφερα το χέρι μου κάτω απο το πιγούνι του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει. Θυμήθηκα τα λόγια του που μου είχε πει ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο και δεν έκατσα να το σκεφτώ. Πήγα πιο κοντά του και άρχισα να τον φιλάω τρυφερά. Με άρπαξε κατευθείαν στην αγκαλιά του και συνέχισε το φιλί μας με περισσότερο πάθος. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή.


«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό σε περίμενα. Σ’ αγαπάω Ιζαμπέλα Σουαν. Απο την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα η καρδιά μου σου ανήκει» έλεγε με βαθιά φωνή πάνω στα χείλια μου χωρίς να σταματάει το φιλί του.


Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια χαϊδεύοντας το μάγουλο του. Τον πήρα απο το χέρι και τον τράβηξα πίσω στο κρεβάτι χωρίς να αφήνω την ματιά μου απο την δική του και τότε πάλι άρχισε να μου χαμογελά.

All I want for Christmas is ......."Πρώτη ματιά"


MusicPlaylist
Music Playlist at MixPod.com

Άλλη μια πιεσμένη περιπολία στους δρόμους επιτέλους τελείωσε. Αυτές οι μέρες είναι μια κόλαση, ότι κλέφτης, λωποδύτης ή μεθύστακας που προσπαθεί να κλέψει μερικά ψιλά για να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί, είναι ντυμένοι Αη Βασίληδες και είναι τρομερά εκνευριστικό.

Μπορεί να έχω πάψει να πιστεύω σε αυτόν απο τα 10 μου,  όμως ποτέ δεν παύει να με αηδιάζει αυτή η θέα. Όλοι όσοι θέλουν να κρύψουν τα πρόσωπα τους το κάνουν πίσω απο αυτήν την γελοία στολή. Απο τότε που έγινα αστυνομικός αυτή η εποχή είναι η χειρότερη μου.

Γύρισα στο σπίτι και ήμουν τόσο σε υπερένταση που δεν ένιωθα ότι θα μπορούσα σήμερα να κοιμηθώ, ευτυχώς αύριο έχω ρεπό και θα καταφέρω να περάσω μια ήσυχη μέρα με την αδελφή μου και την γλυκύτατη επτάχρονη κορούλα της, γύρο απο το υπέροχο δέντρο μπροστά στο τζάκι προσπαθώντας να την πείσουμε να μην ανοίξει ακόμα τα δώρα της γιατί θα πρέπει να περιμένει μέχρι τα Χριστούγεννα που είναι σε 2 μέρες απο τώρα.

Μόλις μπήκα μέσα έβαλα το όπλο μου με την θήκη του στο πιο ψηλό σημείο του καθρέφτη και έβγαλα το μπουφάν μου κρεμώντας το στο καλόγερο που ήταν δίπλα, πήγα στο σαλόνι και άφησα κάτω απο το δέντρο τα δώρα που είχα πάρει για εκείνες και έριξα μια ματιά γύρο μου. Ο ενθουσιασμός και η αγάπη της μικρής γι αυτήν την εποχή ξεχείλιζε μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο που ήταν στολισμένος με τόσο αγάπη απο εκείνη και την αδελφή μου που παρόλο που δεν αγαπούσα και τόσο αυτήν την εποχή του χρόνου, σήμερα μετά απο 15 χρόνια μπορώ να πω ότι ένιωσα τέτοια ζεστασιά που με έκανε να ανυπομονώ και εγώ να έρθουν φέτος τα Χριστούγεννα.

Όταν ήρθε η αδελφή μου αγκαλιά με την μικρή και με δάκρυα στα μάτια δεν ένιωσα και τόσο καλά γι αυτήν την συγκατοίκηση αλλά περνώντας ο καιρός άρχισα να τον συνηθίζω και μπορώ να πω πια ότι ζηλεύω απίστευτα την σχέση τους τόσο πολύ που θα μπορούσα ίσως και να αρχίσω να σκέφτομαι το θέμα της οικογένειας. Οικογένεια ???? Μπαααα δεν είναι για μένα αυτά. Σκέφτηκα γελώντας και άρχισα να ανεβαίνω την σκάλα, πριν προλάβω όμως να φτάσω το τελευταίο σκαλί ένας παράξενος θόρυβος με ακινητοποίησε.

Γύρισα αθόρυβα και άρχισα πάλι να κατεβαίνω με μεγάλη προσοχή, όταν έφτασα στον καθρέφτη πήρα το όπλο μου απο την θήκη άλλα σκέφτηκα να μην το οπλίσω για να μην ακούσει τον θόρυβο όποιος ήταν μέσα στο σαλόνι μου. Πήγα αθόρυβα στην είσοδο του σαλονιού και έσκυψα αργά για να δω τι γίνετε. Τότε είδα κάποιον με στολή Αη Βασίλη να ψάχνει μέσα σε έναν σάκο απελπισμένα

«όχι πάλι, αμάν Έντουαρτ πότε θα πάψεις να παίρνεις λάθος σάκους επιτέλους» τον άκουσα να λέει με γυρισμένη την πλάτη του προς τα μένα, με τις μύτες τον πλησίασα και του έδωσα μια στο αυχένα με το όπλο μου για να τον αναισθητοποιήσω και έπεσε κάτω.

Πήρα μια καρέκλα τον σήκωσα για να τον βάλω να κάτσει εκεί και  έβγαλα της χειροπέδες μου για να τον δέσω σε αυτήν. Ήμουν σκυμμένει απάνω του όταν τις έδεσα και δεν πρόσεξα ότι είχε συνέλθει και ότι με κοίταζε. Σήκωσα αργά το κεφάλι μου και όταν τα μαλλιά μου ακούμπησα απαλά πάνω στο πρόσωπο του είδα με την άκρη του ματιού μου να κλείνει για μια στιγμή τα μάτια του και να σταματάει την αναπνοή του, τον κοίταξα στα μάτια και κοκάλωσα. Είχε το πιο βαθιά και υπέροχα πράσινα μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου, τόσο αγνά και τρυφερά που θα ορκιζόμουν ότι ποτέ δεν θα ταίριαζαν σε έναν κλέφτη σαν και αυτόν.

Σηκώθηκα χωρίς να μιλήσω πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και ανοίγοντας το παράθυρο έκατσα στο πρεβάζι και άναψα ένα αφήνοντας το όπλο μου μαζί με το πακέτο μου στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα μου. Τράβηξα μια ρουφηξιά και την άφησα αργά να βγει έξω απο το ανοιχτό παράθυρο, γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον που δεν είχε πει μέχρι στιγμής κουβέντα. Με κοίταζε καλά καλά και όταν κατάλαβε ότι τον κοιτάω ακινητοποίησε την ματιά του στην δική μου.

«τι δεν θα μου πεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζω?» τον ρώτησα χαμογελώντας

«και να σου το πω θα το πιστέψεις?»

«εξαρτάτε»

«απο τι?»

«τι δικαιολογία έχεις εσύ? Απο ότι βλέπεις ......... του είπα δείχνοντας του την στολή μου ...... τις τελευταίες μέρες έχω ακούσει πολλές, οπότε φρόντισε η δική σου να είναι καλή αν θες να σε αφήσω να φύγεις χωρίς να σε κλείσω σε κανένα κελί»

«και ποια θα ήταν αρκετά καλή για σένα?» με ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο που με μάγεψε και με έκανε να τα χάσω για μια στιγμή.

Γύρισα το κεφάλι μου προς το ανοιχτό παράθυρο και τράβηξα μια ακόμα ρουφηξιά για να συγκεντρωθώ και να καθαρίσω το μυαλό μου απο την παρουσία του.

«δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία καλή, είσαι μέσα σε ένα ξένο σπίτι που για κακή σου τύχη ανήκει σε μια αστυνομικό και ψαχουλεύεις τα πράγματα της, λες ότι υπάρχει καλός λόγος γι αυτό?»

«και όμως υπάρχει άλλα πολύ φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να τον πιστέψεις» γέλασα απαλά

«μην μου πεις ότι είσαι ο Αη Βασίλης που ήρθε να μας φέρει δώρα»

«σου φαίνομαι τόσο χοντρός και γέρος??» είπε και γέλασε κουνόντας το κεφάλι του

«και τότε ποιος είσαι?»

«ο αδέξιος γιος του» δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό, είχα ακούσει δικαιολογίες και δικαιολογίες αλλά αυτή ήταν το κάτι άλλο

«σε λένε Έντουαρτ σωστά?»

«ναι» είπε με απορία

«άσε να μαντέψω το επίθετο σου είναι Κλάους?» είπα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου

«ναι» είπε πάλι με απορία

«και να φανταστώ ότι έχεις και ταυτότητα για να το αποδείξεις αυτό?»

«ναι είναι στο παντελόνι μου αλλά που το ξέρεις εσύ?» ρώτησε κοιτάζοντας με μεγαλύτερη απορία

«απλά το φαντάστηκα, που ακριβός έχεις την ταυτότητα σου?»

«είναι στην κολότσεπη του παντελονιού μου κάτω απο την στολή» είπε ανάλαφρα

Σηκώθηκα και πήγα κοντά του, με κοίταζε μέσα στα μάτια ακόμα με απορία

«ανασήκωσε το σώμα σου για να μπορέσω να την πάρω» του είπα και υπάκουσε κοιτώντας με πάντα στα μάτια

Έβαλα το χέρι μου στην μέση του και τον έφερα πιο κοντά μου, αμέσως σταμάτησε να αναπνέει αλά δεν του έδωσα σημασία, πέρασα το άλλο μου χέρι κάτω απο την στολή και αφού τον ψαχούλεψα για λίγο την βρήκα και την τράβηξα, πήγα προς την πόρτα για ανοίξω το φως για να την δω καλά. Εκείνος είχε μείνει στην θέση του να με κοιτάει σαν χαζός, όταν άνοιξα το φως του έριξα μια ματιά πριν αρχίσω να διαβάζω την ταυτότητα του και μου κόπηκε η ανάσα, ήταν τόσο όμορφος κοντά στην ηλικία μου και τα μάτια του ήταν τόσο ερευνητικά, όπως τον εξερευνούσα εγώ με την ματιά μου το ίδιο έκανε και εκείνος και μισάνοιξε απαλά τα χείλια του απο θαυμασμό, μόλις αντιλήφθηκε όμως ότι τον κοιτάω και εγώ γύρισε την ματιά του απο την άλλη περνώντας για μια στιγμή την γλώσσα του πάνω απο τα χείλι του ξεροκαταπίνοντας.

Εκείνη την στιγμή ήθελα τόσο πολύ να το κάνω εγώ για εκείνον και να γευτώ την γεύση του πάνω σε αυτά τα απαλά χείλι που ανατρίχιασα. Τι στο καλό μου συμβαίνει? Αναρωτήθηκα. Τι έχει αυτός ο άνθρωπος και με τραβάει τόσο πολύ.

Κούνησα το κεφάλι μου λες και οι σκέψεις θα μπορούσαν να φύγουν με αυτήν την κίνηση και γύρισα την ταυτότητα του για να διαβάσω τα στοιχεία του. τι στο καλό?

Όνομα: Έντουαρτ

Επίθετο: Κλαους

Τόπος διανομής: Βόρειος πόλος

«χα δεν ήξερα ότι η συμμορία σου κάνει τόσο καλή δουλειά»

«τι εννοείς?» με ρώτησε γυρίζοντας απότομα την ματιά του σε μένα

«εννοώ για την ταυτότητα, έξυπνο αλλά όχι αρκετά πιστικό, ξέρεις πόσα τέτοια κυκλοφορούν?»

«μα δεν είναι ψεύτικη και σου λέω την αλήθεια»

«μην μου πεις ότι απάνω στην στέγη μου αυτήν την στιγμή είναι ο Ρούντολφ και σε περιμένει και ότι μπήκες απο την καμινάδα» του είπα κοροϊδευτικά

«όχι μπήκα απο το παράθυρο και ο Ρούντολφ κάνει γύρους ψιλά πάνω απο το σπίτι σου μέχρι να τον καλέσω για να έρθει να με πάρει» είπα πολύ απλά

«ναι καλά και εγώ είμαι η χιονάτη, χαίρω πολύ»

«αλήθεια σου λέω Ιζαμπέλα και μπορώ να σου το αποδείξω»

«μια στιγμή απο που ξέρεις το όνομα μου?»

«δεν είσαι η Ιζαμπέλα Σουαν?»

«ναι αλλά εσύ που το ξέρεις?»

«και το τελευταίο γράμμα που έστειλες στον Αη Βασίλη ήταν όταν ήσουν 10 χρονών?»

«μια στιγμή γιατί εσύ θα με τρελάνεις πως τα ξέρεις όλα αυτά?»

«σου είπα είμαι ο γιος του Αη Βασίλη»

«κόφτο αυτό το αστείο και λέγε πως τα ξέρεις αυτά τα πράγματα»

«μα δεν είναι αστείο»

«ωραία αν δεν είναι αστείο τι ζήτησα στο τελευταίο μου γράμμα απο τον πατέρα σου?»

«δεν μπορώ να θυμάμαι όλα τα γράμματα απο έξω αλλά αν με αφήσεις μπορώ να σου το φέρω και να το διαβάσουμε μαζί»

«χαχαχα καλή προσποίηση άλλα είναι πολύ λίγη Έντι»

«Έντουαρτ ............. είπε κλείνοντας τα μάτια εκνευρισμένος ............. Ιζαμπέλα»

«σταμάτα να με λες έτσι με εκνευρίζει πάρα πολύ»

«και πως να σε λέω»

«λέγε με Μπέλα»

«οκ αρκεί και εσύ να με λες Εντουαρτ γιατί και εμένα με εκνευρίζει να με φωνάζουν Έντι»

«να φανταστώ ότι έτσι σε φωνάζει ο μπαμπάς σου?» είπα γελώντας δυνατά και με κοίταξε στα μάτια τρομερά εκνευρισμένος

«να φανταστώ ότι έτσι σε φώναζαν οι γονείς σου πριν πεθάνουν και γι αυτό δεν αντέχεις να το ακούς απο άλλους?» μου πέταξε στα μούτρα και πάγωσε το γέλιο μου και τον κοίταξα στα μάτια με μίσος

«για άκου να σου πω, αρκετά τράβηξε το αστείο, πάω να καλέσω κάποιον να έρθει να σε παραλάβει και αν είσαι τυχερός μέχρι την πρωτοχρονιά θα είσαι ελεύθερος, με όλους τους τρελούς που έχουμε μαζέψει αυτές τις μέρες δεν νομίζω να καταφέρουν να εξακριβώσουν τα στοιχεία σου πιο νωρίς» αυτόν τον πάγωσε στην θέση του και άρχισε να τον αγχώνει

«σε παρακαλώ συγχώρεσε με δεν το ήθελα να σε στεναχωρήσω, πρέπει να με αφήσεις όμως να φύγω»

«και γιατί αυτό?»

«γιατί αν δεν το κάνεις θα απογοητεύσεις πολλά παιδάκια που περιμένουν τα δώρα τους απο τον Αη Βασίλη»

«άντε πάλι αυτό το παραμύθι, μήπως προτιμάς να σε κλείσω κατευθείαν σε καμία ψυχιατρική κλινική δεν είναι και πολύ δύσκολο και σου εγγυώμαι θα είναι καλύτερα απο το κρατητήριο»

«σε παρακαλώ δεν είναι παραμύθι σου λέω την αλήθεια και αν μου λύσεις τα χέρια μπορώ να σου το αποδείξω»

«με περνάς για χαζή?»

«όχι φυσικά και όχι αλλά σε παρακαλώ άσε με να σου αποδείξω ότι σου λέω την αλήθεια»

«πως?»

«αρχικά μπορώ να καλέσω το έλκηθρο να έρθει να με πάρει»

«Έντουαρτ» είπα και έπιασα το κεφάλι μου απελπισμένα

«σε παρακαλώ» είπε πιο μαλακά με αγωνία στα μάτια

«με παρακαλάς για ποιο πράγμα?»

«άσε με να σου το αποδείξω ότι δεν σου λέω ψέματα για το ποιος είμαι»

«καταλαβαίνεις ότι με φέρνεις σε πάρα πολύ δύσκολη θέση?»

«σου υπόσχομαι ότι δεν θα το σκάσω»

«πως μπορώ να σε εμπιστευτώ?»

«απλώς σου το ζητάω» κοίταξα έξω απο το παράθυρο και άναψα άλλο ένα τσιγάρο για να ηρεμήσω απο την ένταση, αφού πήρα μερικές ακόμα ρουφηξιές το πέταξα έξω με δύναμη και πήγα κοντά του

«το καλό που σου θέλω μην κάνεις καμία ανοησία» του είπα καθώς έσκυψα να του λύσω τις χειροπέδες, τον ένιωσα δίπλα μου να παίρνει μια βαθιά αναπνοή και γύρισα να τον κοιτάξω, η ματιά του με μάγεψε και έμεινα ακίνητη να τον κοιτάω όπως και εκείνος, το πρόσωπο μου απο δική του πρωτοβουλία άρχισε να τον πλησιάζει επικίνδυνα. Μα τι κάνεις???? Άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου και γύρισα αμέσως την ματιά μου για να του ξεκλειδώσω τις χειροπέδες.

«άντε να δω τι θα σκαρφιστείς για να την γλυτώσεις τώρα» του είπα καθώς του γύριζα την πλάτη μου πηγαίνοντας προς το παράθυρο.

Ένιωσα το χέρι του στο μπράτσο μου και με μια κίνηση με γύρισε προς το μέρος του, χωρίς να χάνει καιρό με κράτησε απο τον αυχένα μου και άρχισε να με φιλάει απαιτητικά. Στην αρχή αντιστάθηκα και προσπάθησα να τον απομακρύνω απο κοντά μου, όταν όμως ένιωσα την γλώσσα του να περνάει πάνω απο τα χείλη μου τρελάθηκα και ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να περνάει απο το κορμί μου.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρο απο τον λαιμό του και άρχισα και εγώ να τον φιλάω με πάθος κλείνοντας τα μάτια για να απολαύσω αυτήν την μαγική στιγμή. Έφερε το κορμί του πιο κοντά μου και με κόλλησε απάνω του, μόλις ακούμπησε το κορμί του απάνω στο δικό μου ένιωσα τις φλέβες μου να καίγονται και με τα χέρια μου άρχισα να παίζω και να τραβούν τα μαλλιά του με πάθος.

Άνοιξα το στόμα μου για να πάρω μια αναπνοή και ένιωσα την γλώσσα του να μπαίνει απαλά απάνω στην δική μου, η γεύση του με μάγεψε και άρχισα και εγώ να τον γεύομαι περισσότερο κάνοντας τις γλώσσες μας να παίρνουν φωτιά. Όταν μείναμε απο αέρα ακουμπήσαμε ο ένας στο μέτωπο του άλλου για να μπορέσουμε να βρούμε ξανά έναν πιο ήρεμο ρυθμό στις αναπνοές μας.

«φύγε» του είπα καθώς συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή τι είχε συμβεί και απομακρύνθηκα απο κοντά του γυρίζοντας πάλι την πλάτη μου σε εκείνον καθώς τα δάκρυα μου απειλούσαν να ξεχειλίσουν απο τα μάτια μου.

«όχι σου υποσχέθηκα ότι θα σου αποδείξω ποιος είμαι» είπε και με γύρισε πάλι προς το μέρος του, κράτησε το χέρι του στο δικό μου και άρχισε να με τραβάει έξω απο το σπίτι.

«μια στιγμή να πάρω το μπουφάν μου» είπα με κόπο, γύρισε με κοίταξε με ένα χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια μου και άφησε το χέρι του.

Το πήρα και το φόρεσα και τον ακολούθησα με απορία, δεν μπορώ να φανταστώ τι είχε σκαρφιστεί. Μόλις βγήκαμε στον δρόμο έκανε ένα περίεργο σφύριγμα και τότε άκουσα τα γνωστά καμπανάκια να ακούγονται κάθε στιγμή όλο και πιο κοντά. Γύρισα την ματιά μου προς τα εκεί που κοίταγε και εκείνος και το θέαμα που είδα με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου και το στόμα μου διάπλατα.

Ένα έλκηθρο με ταράνδους μας πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Όταν προσγειώθηκε ακριβός μπροστά μας σταμάτησε ακριβός στο σημείο που ο Έντουαρτ είχε απλώσει το χέρι του, αφού χάιδεψε τον πρώτο τάρανδο γύρισε την ματιά του σε μένα με ένα χαμόγελο περιμένοντας την αντίδραση μου. Εγώ σαστισμένη κοίταζα μια εκείνον και μια τα ζώα που ήταν σε απόσταση αναπνοής απο μένα και δεν ήξερα τι να πω.

«κράτα τα λίγο για να φέρω τον σάκο που ξέχασα μέσα» κούνησα μηχανικά το κεφάλι μου και τον είδα να τρέχει προς το σπίτι. Είχα σοκαριστεί τόσο πολύ που δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Κανονικά θα έπρεπε να τρέξω πίσω του αλλά για κάποιον περίεργο λόγο είχα παγώσει στην θέση μου. Όταν γύρισε πέταξε τον σάκο μέσα στο έλκηθρο και ήρθε πάλι κοντά μου

«αυτός είναι ο Ρούντολφ.....................είπε και κρατώντας το χέρι μου στο δικό το πήγε κοντά στο μέτωπο του ταράνδου και το ακούμπησε απάνω του. Η επαφή ήταν τόσο ζεστή και απαλή που με έκανε να ανατριχιάσω, ασυναίσθητα άρχισα να το χαϊδεύω απαλά για να μην το τρομάξω και ο τάρανδος έκλεισε τα μάτια χαμηλώνοντας το κεφάλι δίνοντας μου το δικαίωμα να συνεχίσω. Ένα γέλιο ξέφυγε απο τα χείλια μου και άκουσα απο δίπλα μου τον Έντουαρτ να γελάει απο ικανοποίηση ............... έλα γιατί θα αργήσουμε» ξαφνιάστηκα και γύρισα προς το μέρος του

«θα αργήσουμε?»

«ναι μην ξεχνάς ότι πρέπει να σου αποδείξω ποιος είμαι να σε γυρίσω πάλι πίσω και πριν τα Χριστούγεννα να μοιράσω και τα δώρα»

«πλάκα μου κάνεις έτσι δεν είναι?»

«με βλέπεις να αστειεύομαι?»

«και να πάμε που?»

«στον Βόρειο Πόλο που αλλού» κούνησα το κεφάλι μου απιβδισμένα άλλα πριν προλάβω να πω τίποτα με άρπαξε στα χέρια του και με έβαλε να κάτσω μέσα στο έλκηθρο και έκατσε και εκείνος δίπλα μου πριν προλάβω να φύγω, κρατώντας με γερά.

Πήρε στα χέρια του τα γκέμια και τα χτύπησε μια φορά σφυρίζοντας άλλη μια φορά εκείνο το παράξενο σφύριγμα. Οι τάρανδοι αμέσως υπάκουσαν και άρχισαν να κάνουν μια ανοδική πορεία προς τα σύννεφα. Ήθελα να βάλω τις φωνές αλλά πριν προλάβω να το κάνω ο Έντουαρτ λες και το είχε καταλάβει με έφερε πιο κοντά του και άρχισε πάλι να με φιλάει.

Μόλις ένιωσε τις αντιστάσεις μου να λυγίζουν σταμάτησε να με φιλάει και με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας, μου έδωσε άλλο ένα πεταχτό φιλί και γύρισε την ματιά του μπροστά.

«σπίτι .............. πρόσταξε και γύρισε πάλι να με κοιτάει περνώντας το χέρι του γύρο μου φέρνοντας με πιο κοντά του ................. κοίτα μπροστά θα σου αρέσει πολύ η διαδρομή» είπε παιχνιδιάρικα και ασυναίσθητα έκανα αυτό που μου είπε και πραγματικά μαγεύτηκα.




Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Η δύναμη της θέλησης"Ωμή αλήθεια"

Έντουαρτ

Καθόμουν στο γραφείο μου με τα αποτελέσματα ακριβός μπροστά μου, κρατώντας το κεφάλι μου με τα δύο μου χέρια για να το συγκρατήσω, ήμουν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις μου που δεν κατάλαβα πότε μπήκε η Άλις και τρόμαξα τόσο πολύ όταν ένιωσα το άγγιγμα της που πετάχτηκα απο την θέση μου.

«εεε δεν με ακούς τόση ώρα που σου μιλάω? ............... άκουσα την φωνή της και γύρισα να την δω ............ συμβαίνει κάτι με το μωρό? Δεν ήταν καλά τα αποτελέσματα?» ρώτησε γεμάτη αγωνία

«όχι τα αποτελέσματα είναι μια χαρά»

«τότε τι έπαθες εσύ και είσαι έτσι, όταν σε είδα απο έξω κόντεψα να πάθω καρδιακή προσβολή απο την τρομάρα μου»

«δεν ξέρεις τι έχω? πρέπει να τα λέμε ξανά και ξανά? Αν δεν είχες τέτοιες φαεινές ιδέες τώρα θα ήμασταν μια χαρά»

«Έντουαρτ ξεκόλλα και άρχισε να συνειδητοποιείς ότι για όλη αυτήν την κατάσταση ο μόνος που φταίει είσαι εσύ και κανένας άλλος και αν θες την γνώμη μου η φαεινή μου ιδέα ήταν μια χαρά»

«για να με παρηγορήσεις ήρθες ή για να με κάνεις χειρότερα?» είπα με πόνο

«για να σε ξυπνήσω θα έλεγα καλύτερα»

«και τι ακριβός προτείνεις εσύ να κάνω δηλαδή?»

«να της πεις την αλήθεια Έντουαρτ μόνο τότε θα καταλάβει το πόσο επιβαρύνει τον οργανισμό της και την ίδια»

«αφού αρνιέται να την ακούσει, πως να της την πω βρε Άλις?»

«και τι κάνεις εσύ γι αυτό?»

«τι θες να κάνω να την πιέσω και να τα κάνω χειρότερα?»

«όχι κάτσε και κοίτα την να λιώνει σαν το κερί. Της έχεις πει ότι αν συνεχίσει έτσι όχι μόνο δεν θα αντέξει μέχρι το τέλος άλλα το πολύ σε δύο μήνες θα χρειάζεται τεχνικά μέσα για να την συντηρήσουν?»

«όχι»

«πας καλά? Τι περιμένεις να την δεις διασωληνωμένη για να την συνεφέρεις? Έντουαρτ κατάλαβε το όσο την κανακεύεις κάνεις τα πράγματα χειρότερα»

«δεν μπορώ Άλις κατάλαβε με, πονάω τόσο πολύ να την βλέπω έτσι»

«και τι καταφέρνεις με αυτό?»

«τίποτα απολύτως» παραδέχτηκα με έναν αναστεναγμό

«άρχισε τότε να της μιλάς»

«αφού με αποκόβει τελείως, κάθε φορά που με διώχνει τρελαίνομαι»

«σκέφτηκες όμως ότι ο λόγος που το κάνει είναι γιατί πρώτα το κάνεις εσύ σε εκείνη? Δεν είναι χαζή Έντουαρτ καταλαβαίνει ότι τις κρύβεις πράγματα και γι αυτό αμύνεται υποσυνείδητα. Κάνε εσύ το πρώτο βήμα και θα δεις ότι και εκείνη θα συνέλθει και εσύ θα νιώσει καλύτερα βλέποντας την να παίρνει την κατάσταση της πιο σοβαρά. Μην ξεχνάς ότι έχουν περάσει μόνο 15 μέρες και είναι ήδη απο ψυχολογικής άποψης εξαντλημένη, πως θα καταφέρεις να αντέξει άλλους 4 μήνες με αυτόν τον ρυθμό? Την χάνεις Έντουαρτ κατάλαβε το και ξεκίνα να φέρεσαι όπως θα έπρεπε να της φερθείς απο την αρχή, ξέχνα ότι σε εκείνο το κρεβάτι είναι η γυναίκα της ζωής σου και άρχισε να την βλέπεις σαν μια οποιαδήποτε ασθενή που έχει εμπιστευτεί την ζωή της στα χέρια σου και για να έχουμε καλό ερώτημα αν ήταν κάποια άλλη αυτήν την στιγμή στην θέση της θα της συμπεριφερόσουν το ίδιο?»

«όχι»

«τότε γιατί το κάνεις σε εκείνη?»

«γιατί δεν μπορώ να την βλέπω να υποφέρει»

«αυτό είναι το λάθος σου Έντουαρτ. Ή δες την σαν ασθενή ή δώστην να την αναλάβει ο Έμετ και εσύ απλά πήγαινε σαν επισκέπτης ............... την κοίταξα με πόνο στα μάτια ............. μην με κοιτάς εμένα έτσι γιατί δεν με πήθεις καθόλου, αρκετά άφησα την υπόθεση να τραβήξει τόσο πολύ ήρθε η ώρα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου και στο λέω τώρα για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Ή πας τώρα και της λες την αλήθεια ή το βράδυ που θα έρθω να την δω της την λέω εγώ και δίνω εντολή να την αναλάβει ο Έμετ. Τέλος Έντουαρτ δεν θα κάτσω άλλο να σας βλέπω να καταστρέφεστε γιατί κανείς απο τους δύο εν έχει το κουράγιο να πληγώσει τον άλλο, αλλά δυστυχώς αν δεν πάρετε απόφαση να πείτε ο ένας στον άλλον την ωμή αλήθεια τότε δεν έχετε κανένα μέλλον και η κατάληξη ξέρεις πολύ καλά ότι δεν θα είναι απλά να πάρει ο καθένας τον δρόμο του άλλα να την χάσεις για πάντα απο την ζωή................πήρα μια βαθιά ανάσα και έτριψα τους κροτάφους μου .......... έχω άδικο?»

«όχι»

«τότε φεύγω και σε αφήνω να σκεφτείς καλά αυτά που είπαμε» είπε και έφυγε πριν πω τίποτα άλλο

Η Άλις είχε απόλυτο δίκιο, πως στο καλό κατάφερα τόσο πολύ να μπλέξω τα συναισθηματικά με τα επαγγελματικά ιδικά τώρα που πρέπει να μην το κάνω γιατί αλλιώς θα την χάσω για πάντα. Μάζεψα τα κομμάτια μου πήρα μια βαθιά αναπνοή και με τις εξετάσεις στα χέρια μου κίνησα να πάω να την δω.

Όταν έφτασα στην πόρτα όμως ένιωσα και πάλι να λυγίζω, μου ήταν τόσο δύσκολο να της μιλήσω ανοιχτά, ο φόβος μου μήπως την πληγώσω με έκανε να δειλιάζω αλλά η Άλις είχε δίκιο, αν δεν φερόμουν και τώρα σαν γιατρός της δεν θα άντεχε σωματικά πολύ ακόμα.

«γιατί στέκεσαι στην πόρτα?» με ρώτησε και της χαμογέλασα

«χωρίς λόγο........... είπα και πήγα κοντά της, άφησα τον φάκελο δίπλα της και διστακτικά έσκυψα να την φιλήσω, μόλις ένιωσα το χέρι της να ακουμπά στα μαλλιά μου, πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και την φίλησα πιο βαθιά ........... αυτό σημαίνει ότι με συγχώρεσες?»

«όχι, αλλά το ότι δεν σε συγχώρεσα δεν σημαίνει και ότι σταμάτησα να σε αγαπάω» είπε με παράπονο

«δηλαδή αν σου πω ότι όλο αυτό ήταν ιδέα της Άλις για να δούμε πως θα αντιδράσεις, υπάρχει περίπτωση να με συγχωρέσεις ή κάνω τα πράγματα χειρότερα?»

«δηλαδή δεν της το είπες?»

«όχι, ήθελα να το μάθεις πρώτα εσύ και μετά όλοι οι άλλοι»

«με δουλεύεις?» είπε πιο εκνευρισμένα

«όχι Μπέλα μου δεν σε δουλεύω, απλός και εγώ και η Άλις έχουμε φοβηθεί πάρα πολύ με την στάση σου και προσπαθούμε να βρούμε τρόπους για να μπορέσουμε να σε κάνουμε να αντιδράσεις»

«και ο καλύτερος τρόπος για σας ήταν αυτός?» είπε σοκαρισμένη τώρα

«σε παρακαλώ καρδιά μου μην εκνευρίζεσαι»

«πως μου ζητάς να μην εκνευρίζομαι όταν βλέπω ότι παίζεται με τα συναισθήματα μου»

«το ξέρω ήταν πολύ άσχημο και σου ζητώ συγνώμη αλλά κατάλαβε μας και εμάς, όσες φορές και να προσπάθησα με να σου μιλήσουμε εσύ μας αποκόβεις και κάθε μέρα κλείνεσαι όλο και πιο πολύ στον εαυτό σου και αν συνεχίσεις έτσι όχι μόνο δεν θα καταφέρεις να αντέξεις μέχρι το τέλος αλλά πολύ πιο νωρίς θα βρεις τις επιπτώσεις μπροστά σου και τότε δεν θα μπορώ να κάνω και πολλά για να σε συνεφέρω»

«τι εννοείς? Έχει κάτι το μωρό?»

«όχι το μωρό είναι μια χαρά και τα αποτελέσματα και απο την αυχενική και απο το αίμα που έδωσες είναι καλύτερα απο όσο θα περίμενα βάση της κατάστασης σου»

«τότε?»

«το πρόβλημα είσαι εσύ Μπέλα μου και πολύ φοβάμαι ότι αν δεν αλλάξουν οι καταστάσεις ο οργανισμός σου δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα»

«δεν καταλαβαίνω» είπε τρομερά σοκαρισμένη

«μπορώ να σου εξηγήσω τα πάντα αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα με αφήσεις να σου τα πω απο την αρχή μέχρι το τέλος όπως ακριβός είναι τα πράγματα μέχρι στιγμής και το τι επιπτώσεις θα έχεις αν δεν κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε. Μέχρι στιγμής η κατάσταση σου είναι ελεγχόμενη και αναστρέψιμη γι αυτό δεν θέλω να αγχωθείς χωρίς πρώτα ακούσεις τι έχω να σου πω εντάξει?»

«εντάξει ............. είπε με έναν αναστεναγμό .......... θα προσπαθήσω να μην πανικοβληθώ πριν μου εξηγήσεις» πήγα πιο κοντά της την καρέκλα μου και της κράτησα το χέρι μέσα στα δικά μου απαλά κοιτώντας την μέσα στα μάτια

«προσπαθείς με μεγάλο κόπο να κρατάς τον εαυτό σου χαλαρό για να μην επιβαρύνεις την ρωγμή και μέχρι στιγμής έχεις κάνει πολύ καλή δουλεία κρατώντας την σταθερή στο 1,8 τις τελευταίες 10 μέρες, απο την στιγμή όμως που δεν αποβάλεις το άγχος και το στρες απο μέσα σου, αυτό που καταφέρνεις είναι να επιβαρύνεις σιγά σιγά την καρδιά σου με τις διαρκείς ταχυπαλμίες που έχεις, μέχρι στιγμής είναι σε καλή κατάσταση και δεν βλέπουμε κάποια φθορά όμως αν συνεχίσεις με τον ίδιο ρυθμό και χωρίς την σωστή διατροφή θα αρχίσει να εμφανίζει φθορά σε τέτοιο σημείο που όταν θα φτάσεις να γεννήσεις δεν νομίζω ότι θα αντέξει την πίεση, απο την άλλη καθημερινά έχεις αρχίσει να μειώνεις τις ποσότητες τροφής και αν συνεχίσεις με τον ίδιο ρυθμό το πολύ σε έναν μήνα θα καταλήξεις να πάθεις νευρική ανορεξία και αν συμβεί αυτό τότε ούτε οι οροί αλλά ούτε και τα συμπληρώματα που θα σου δώσω δεν θα καταφέρουν να σε επαναφέρουν σε ένα ικανοποιητικό στάδιο ώστε να μπορέσεις να επαναφέρεις τον οργανισμός σου σε φυσιολογικά πλαίσια»

«και το μωρό?»

«το μωρό καθημερινά παίρνει ότι χρειάζεται απο τον οργανισμό σου είτε εσύ του το παρέχεις είτε όχι, αυτός που στερήτε στην ουσία είσαι εσύ και αν συνεχίσεις να το κάνεις πολύ γρήγορα θα αρχίσει να εξασθενεί»

«και γιατί δεν μου είπες τίποτα μέχρι τώρα?» είπε με παράπονο έτοιμη να δακρύσει, έφερα το χέρι της κοντά στα χείλι μου και τις άφησα ένα φιλί παίρνοντας μια βαθιά ανάσα

«σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερο να σου δώσω λίγο χρόνο για να μπορέσεις να προσαρμοστείς και να συμφιλιωθείς με την κατάσταση σου αλλά κάθε μέρα γινόσουν όλο και πιο απόμακρη και επιθετική με όλους μας και με έκανε να φοβηθώ ότι αν θα σου έλεγα την αλήθεια τότε θα έκανα τα πράγματα χειρότερα. Σου ζητώ συγνώμη Μπέλα μου, δεν έπρεπε να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί απο τα συναισθήματα μου για σένα, αλλά όταν σε βλέπω να υποφέρεις και να πονάς δεν μπορείς να φανταστείς πόσο υποφέρω μαζί σου .............. πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα και την κοίταξα με πόνο στα μάτια .............. η Άλις πρότεινε να σε αναλάβει ο Έμετ»

«τι? όχι, Έντουαρτ σε παρακαλώ δεν θέλω άλλον γιατρό, θα κάνω ότι μου πείτε αλλά μην με αφήνεις δεν θα το αντέξω»

«ποτέ δεν πρόκειται να σε αφήσω καρδιά μου, απλός αυτό ίσως να είναι το καλύτερο και για τους δύο σας, μαζί σου ξεχνάω να είμαι γιατρός και αυτό δεν είναι καλό για την περίπτωση σου»

«όχι δεν θα δεχτώ ποτέ άλλον γιατρό» είπε κουνόντας το κεφάλι της με πείσμα

«εντάξει μην μου ταράζεσαι, αν μπορέσουμε να βρούμε την χρυσή τομή και οι δύο τότε θα τα καταφέρουμε, αλλά θέλω και την δική σου βοήθεια καρδιά μου»

«θα κάνω ότι μου πεις, αλήθεια σου λέω, αρκεί να μην μου κρύβεις τίποτα, όσο σκληρή και να είναι η αλήθεια προτιμώ να την ξέρω και να την αντιμετωπίζω παρά να είμαι στην άγνοια, μόνο έτσι ξέρω να λειτουργώ καλύτερα και φταίω εγώ που το τράβηξα τόσο»

«όχι καρδιά μου μην ....»

«όχι Έντουαρτ σε παρακαλώ άσε με να σου πω αυτό που θέλω, άσε με να το βγάλω απο μέσα μου»

«εντάξει»

«απο τότε που θυμάμαι την ζωή μου παλεύω γι αυτήν χωρίς σταματημό, δεν ήμουν ποτέ ένα κακομαθημένο κορίτσι που τα βρήκε όλα έτοιμα στο πιάτο, απο μικρή δούλευα μαζί με τους γονείς μου παράλληλα με το σχολείο και πάντα ήμουν πρώτη σε όλα παρά την κούραση και τα κατάφερα. Απο τα 15 μου παράλληλα με το σχολείο μεγάλωνα τα παιδιά της αδελφής μου χωρίς να έχω ιδέα απο μητρικό ένστικτο και ταυτόχρονα πάλι ήμουν πρώτη μαθήτρια και τα κατάφερα. Ήρθα εδώ χωρίς να έχω μια στην τσέπη μου και έφτασα λίγο πριν την υποτροφή για να συνεχίσω ενώ ταυτόχρονα δούλευα και πάλι τα κατάφερα, ακόμα και όταν η ζωή μου κρεμόταν σε μια κλωστή βρήκα το κουράγιο να αντιμετωπίσω τους ίδιους μου του γονείς και τα κατάφερα. Και όμως όταν έφτασα στην πιο δύσκολη κατάσταση της ζωή μου τα έχασα. Ήμουν πάντα συνηθισμένη να φροντίζω τους άλλους και να βγαίνω νικήτρια και όταν έφτασε η στιγμή να κάνω το ίδιο για μένα δεν ήξερα πως να το κάνω, όταν εσύ άρχισες να φροντίζεις εμένα με έκανες να χάσω την ισορροπία μου. Δεν σε κατηγορώ για ότι έκανες για μένα γιατί ξέρω ότι το έκανες γιατί με αγαπάς, αλλά η υπερπροστασία σου με έκανε να τα χάσω, βασίστηκα τόσο πολύ απάνω σου που ξέχασα πως να λειτουρώ. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι είμαι συνηθισμένη να παλεύω στα δύσκολα και να βγαίνω νικήτρια απο αυτά αλλά αν δεν ξέρω τι έχω να αντιμετωπίσω δεν ξέρω πως να το αντιμετωπίσω. Το χειρότερο απο όλα για μένα είναι να σε βλέπω προβληματισμένο και να μην μου λες τι σου συμβαίνει, ξέρω ότι το κάνεις για να με προστατέψεις άλλα αυτό που δεν καταλαβαίνεις είναι ότι με αυτόν τον τρόπο με κάνεις να αγχώνομαι περισσότερο, ακόμα και αν η αιτία είναι η Τάνια ή η Νες ή οτιδήποτε άλλο θέλω να το ξέρω για να μπορώ να είμαι ήρεμη, μπορείς αυτό να το καταλάβεις?»

«αν αυτό είναι που σε κάνει να νιώθεις καλύτερα τότε σου υπόσχομαι ότι δεν θα σου ξανά κρύψω τίποτα»

«τότε θέλω να μου πεις ειλικρινά αν άφηνα σε σένα την απόφαση γι αυτό το παιδί εσύ τι θα έκανες?»

«την αλήθεια?»

«μόνο την αλήθεια όσο σκληρή και να είναι»

«αν με ρώταγες τις πρώτες μέρες θα σε παρακαλούσα γονατιστός να το κρατήσεις. Για μένα αυτό το μωρό είναι το προσωπικό μου θαύμα, είναι κάτι που δεν πίστευα ποτέ ότι θα αποκτήσω και ήμουν τόσο εγωιστής που θα έκανα τα πάντα για να έρθει στην ζωή. Αλλά αν μου άφηνες την επιλογή τώρα, αυτήν την στιγμή θα ετοίμαζα το χειρουργείο για να σου το πάρω. Δεν είναι ότι δεν έχω συναισθήματα γι αυτό, ίσα ίσα κάθε μέρα δένομαι και περισσότερο μαζί του γι αυτό και μου θολώνει την κρίση μου. Όμως Μπέλα με την τωρινή σου κατάσταση και την εξέλιξη της υγείας σου δεν μπορώ πια να το δω τόσο εγωιστικά. Ναι θέλω όσο τίποτα να το δω γερό και δυνατό στην αγκαλιά μου, όμως το να δω εσένα να είσαι σε αυτό το κρεβάτι διασωληνωμένη με τεχνητά μέσα να σου κρατάνε την ζωή μόνο και μόνο για να ζήσει αυτό το παιδί ............... κούνησα το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια, ακόμα και στην ιδέα αυτή το μυαλό μου τρελαινόταν ............... Αν συμβεί οτιδήποτε και το χάσουμε ίσως μια μέρα να καταφέρω να το ξεπεράσω, αν όμως χάσω εσένα Μπέλα ................ κούνησα απελπισμένος το κεφάλι μου αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχειλίσουν ελεύθερα ......... Μπέλα αυτό δεν θα το αντέξω. Όσο και να το αγαπώ αυτό το μωρό δεν μπορώ ποτέ να το βάλω πάνω απο εσένα την ίδια»

«εγώ όμως δεν μπορώ να βάλω τον εαυτό μου πάνω απο το μικρό μας»

«το ξέρω, ήμουν σίγουρος γι αυτό»έβαλε απαλά το χέρι της στο πρόσωπο μου και απομάκρυνε τα δάκρυα μου γυρίζοντας το κεφάλι μου για να την αντικρίσω.

«τότε πες μου τι να κάνω για να μπορέσω να σας κρατήσω και τους δύο?» πλησίασα κοντά της και ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο δικό της

«το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να το αποδεχθείς Μπέλα μου και όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους»

«μα Έντουαρτ το έχω ήδη αποδεχθεί..........την κοίταξα με απορία στα μάτια .......... όταν έφυγες πήρα στα χέρια μου αυτές τις περίεργες φωτογραφίες που μου είχες αφήσει άλλα δεν κατάλαβα τίποτα, όσο και να τις κοίταζα δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που κοιτάω .......... είπε με παραπονεμένο ύφος και της χάιδεψα το πρόσωπο κοιτώντας την με λατρεία στα μάτια ............ και όταν ήρθε η νοσοκόμα σε ρώτησα αν θα φύγεις με αγωνία γιατί πριν μπει ήθελα να σε ρωτήσω τι φύλο είναι αλλά δεν πρόλαβα............με κοίταζε τώρα με ένα δάκρυ να κυλάει στα μάτια .......... γι αυτό και νευρίασα τόσο πολύ όταν γύρισες και μου είπες ότι το είχες πει ήδη στην Άλις, ήθελα να το μάθω πρώτα εγώ»

«καρδιά μου ................ είπα και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί στα χείλια .............. θες να το δεις? ................. κούνησε το κεφάλι της παραπονεμένα, ανασηκώθηκα και άνοιξα το φάκελο απο τις φωτογραφίες που είχα κρατήσει σήμερα και τις έφερα κοντά της ............. εδώ είναι το σώμα του ............... άρχισα να της εξηγώ για να καταλαβαίνει τι είναι αυτό που βλέπει ........... αυτές οι πέρλες είναι η σπονδυλική του στήλη ............... με κοίταξε για μια φορά στα μάτια και μετά δειλά πέρασε το χέρι της πάνω απο το σημείο που της είχα δείξει θαυμάζοντας τες ............... εδώ είναι το κεφάλι του και τα χέρια του .............. συνέχισα και άρχισε να ανοίγει το στόμα της με θαυμασμό ................ δες το τι υπέροχο που είναι, εδώ κοιμάται και έχει τα χεράκια του κάτω απο το κεφάλι του, το βλέπεις? ............. κούνησε το κεφάλι χωρίς να μπορεί να πει τίποτα ............... και εδώ είναι τα ποδαράκια του, σε αυτό το σημείο φαίνεται και το φύλο του .............. με κοίταξε στα μάτια και περίμενε να συνεχίσω με κομμένη την ανάσα ............. είναι αγόρι ............ της είπα και της φίλησα την κορυφή του κεφαλιού και κλείνοντας τα μάτια της, της ξέφυγε άλλο ένα δάκρυ ............ και είναι πολύ γερός» τελείωσα την φράση μου αφήνοντας την να συνειδητοποιήσει όσα τις είχα εξηγήσει μέχρι εκείνη την στιγμή.

Εκείνη τότε γύριζε τις φωτογραφίες ξανά και ξανά χωρίς να πει τίποτα αποτυπώνοντας στην μνήμη της όλα όσα της είχα δείξει μέχρι στιγμής. Εγώ δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου απο πάνω της, το φωτεινό της χαμόγελο που δειλά δειλά είχε κάνει την εμφάνιση του μου είχε κόψει την ανάσα, είχα να την δω τόσο καιρό να χαμογελάει που δεν ήθελα με τίποτα να χάσω αυτήν την ομορφιά απο τα μάτια μου. Όταν γύρισε την ματιά της σε μένα ήταν τόσο λαμπερή και ευτυχισμένη που η καρδιά μου φτερούγισε και πάλι παίρνοντας μια ανάσα ζωής.

«δεν καταλαβαίνω»

«τι καρδιά μου?»

«αφού το βλέπεις κάθε μέρα πως γίνεται σήμερα να συνειδητοποιήσες τι είναι?» γέλασα απαλά

«στον καθημερινό υπέρηχο μετράω μόνο την ρωγμή και περνάω φευγαλέα τον υπέρηχο απο το μωρό μόνο για να το δω και το κλείνω γιατί δεν κάνει αν πιέζω την κοιλιά σου πολύ για να μην την επιβαρύνω, εκτός απο την πρώτη μέρα που σου έκανα κανονικό υπέρηχο για να το μετρήσω μόνο σήμερα το έλεγξα λεπτομερώς και το μέτρησα ξανά»

«η Άλις μου είπε ότι είναι πολύ ζωηρός ......... προσπάθησα να της κρύψω την ματιά μου αλλά πρόλαβε να την δει .......... εγώ φταίω γι αυτό έτσι δεν είναι?»

«σίγουρα όταν ηρεμήσεις θα ηρεμήσει και εκείνο περισσότερο αλλά δεν ήταν αυτό που σκεφτόμουν»

«τότε τι?»

«το ότι είναι ζωηρός μας δυσκολεύει περισσότερο τα πράγματα»

«γιατί?»

«τώρα έχει χώρο για να κινηθεί αλλά αν συνεχίσει έτσι όταν μεγαλώσει θα σου επιβαρύνει την ρωγμή αν κάνει νευρικές κινήσεις»

«μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό?»

«δεν ξέρω καρδιά μου όλα είναι ρευστά, έχει αποδειχθεί ότι η επικοινωνία με το έμβρυο διευκολύνει τις καταστάσεις άλλα τίποτα δεν είναι σίγουρο»

«όταν έχει ταχυπαλμία βάζω το χέρι μου στην κοιλιά μου και του μιλάω, δεν πιάνει πάντα αλλά πολλές φορές τον ηρεμεί»

«αλήθεια το κάνεις αυτό?» είπα με ένα μεγάλο χαμόγελο

«ναι» είπε και άφησε το χαμόγελο της να φωτίσει το πρόσωπο της και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει τρελά

«σ’ αγαπάω» είπα χωρίς να μπορέσω να κρύψω την χαρά μου με αυτό της το χαμόγελο

«θα τα καταφέρουμε, είμαι πολύ σίγουρη γι αυτό» είπε πολύ σοβαρά για να με παρηγορήσει και έσκυψα κοντά της για να σφραγίσω τα λόγια της με ένα φιλί.

Μου έλειπε τόσο πολύ η τρυφερότητα της, η αγκαλιά της, η ζεστασιά της και τώρα ένιωθα τόσο ανόητος που άφησα τα συναισθήματα μου να με παρασύρουν και να καταστρέψουν όλη αυτήν την μαγεία που ένιωθα κοντά της.

«και εγώ το πιστεύω» τις ψιθύρισα πάνω στα χείλια της συνεχίζοντας το φιλί μου.


«τελικά ακόμα δεν μου εξύγησες γιατί χαμογέλασες έτσι το πρωί» γέλασα μια φορά απαλά


«όταν γεννήθηκε η Νες μου ήθελα τόσο πολύ να κάνω σύντομα ένα αγόρι για να την προστατεύει, το ξέρω ότι είναι χαζό άλλα την ένιωθα τόσο εύθραυστη που ένιωθα ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο για εκείνη όταν θα μεγαλώσει. Φυσικά οι καταστάσεις με την Τάνια αλλάξανε απο την πρώτη κι όλας μέρα που γυρίσαμε σπίτι απο το νοσοκομείο και όπως καταλαβαίνεις έμεινε άπιαστο όνειρο κλειδωμένο για πάντα στο μυαλό μου»

«όχι και τελείως άπιαστο»

«ποιος θα το φανταζόταν ποτέ» είπα γελώντας θλιμμένα 

«πρέπει να φύγεις?»

«αν το θες μπορώ να κάτσω να σου κάνω παρέα»

«σκέφτομαι την Νες, είναι άδικο να της στερώ την μοναδική παρηγοριά της ...... ένας πόνος πέρασε απο την ματιά μου και μαγκώθηκε ............ τι συμβαίνει?»

«η Τάνια απο την μέρα που έμαθε για το διαζύγιο την αποτράβηξε απο κοντά μου και τώρα δεν μου μιλάει καν»

«Έντουαρτ λυπάμαι τόσο πολύ, προσπάθησες να την πλησιάσεις?»

«κάθε μέρα που γυρίζω προσπαθώ να της μιλήσω άλλα κλείνετε μέσα στο δωμάτιο της και δεν αφήνει κανέναν να μπει»

«δεν πρέπει όμως να το αφήσεις έτσι, ότι και να γίνει πρέπει να της δείξεις ότι είσαι εκεί για εκείνη, μόνο που σκέφτομαι την ψυχολογία της τρελαίνομαι. Μου έχει λείψει τόσο πολύ»

«είμαι σίγουρος ότι και εκείνη το ίδιο νιώθει για σένα»

«κάτι πρέπει να κάνεις όμως»

«το ξέρω, το πρωί έχω ραντεβού με έναν φίλο μου ψυχολόγο για να με συμβουλέψει πως να το χειριστώ»

«πολύ χαίρομαι που το σκέφτηκες αυτό»

«για να είμαι ειλικρινής ήθελα να τον ρωτήσω και για σένα άλλα τελικά μας προλάβανε τα γεγονότα»

«εγώ γιατί έχω την εντύπωση ότι μας πρόλαβε η Άλις?»

«γιατί το λες αυτό?»

«δεν ξέρω, πολλές συμπτώσεις πέσανε σε μια μέρα»

«δεν έχει άδικο, εκείνη με ξύπνησε και μου είπε να σου πω όλην την αλήθεια»

«δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν ήταν κοντά μου, με έχει σώσει τόσες φορές απο την ημέρα που την γνώρισα»

«είναι πραγματικά θησαυρός και το μόνο μου στήριγμα όλα αυτά τα χρόνια»

«το μόνο?» είπε πειρακτικά

«εννοώ πριν σε γνωρίσω, άλλωστε εσύ δεν είσαι το ίδιο και το ξέρεις, εσύ είσαι τα πάντα για μένα, ένα ακατέργαστο διαμάντι που ήρθες και ομόρφυνες όλο μου τον κόσμο»

«ψεύτη»

«γιατί με λες ψεύτη?»

«γιατί αυτή που ήρθε και σου ομόρφυνε τον κόσμο σου ήταν η Νες και όχι εγώ»

«η Νες ήρθε και μου άλλαξε τον κόσμο εσύ όμως τον συμπλήρωσες και τον έκανες ολοκληρωμένο»

«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου λείπεις»

«και εμένα καρδιά μου» εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα με ένα αινιγματικό βλέμμα ............ καλός το κορίτσι μας, τι καλό μας έφερες να φάμε?» την ρώτησα πειράζοντας την καθώς είδα το ταπεράκι που έφερε και γέλασα

«εσύ φεύγεις και μας αφήνεις μόνες και μην ξανάρθεις αν δεν σε φωνάξει η Μπέλα, όσο για σένα .......... γύρισε την ματιά της στην Μπέλα .............. ετοιμάσου έχουμε πολλά πούμε και να κάνουμε» της είπε αυστηρά και η Μπέλα άρχισε να γελάει κρατώντας την κοιλιά της για να μην τρανταχτεί

«ότι πείτε στρατηγέ» της απάντησε μέσα απο τα γέλια της

«μμμμμμμ βλέπω ότι κάποιος άκουσε τα λόγια μου» είπε κοιτώντας με μέσα στα μάτια σηκώνοντας το ένα της φρύδι

«καλά καλά φεύγω αλλά θα γυρίσω αργότερα»

«πήγαινε να κάνεις κανένα μπάνιο και να αλλάξεις ρούχα και έλα πιο αργά αν το θέλει και η Μπέλα γιατί αν έρθεις πιο νωρίς θα σε διώξω πάλι» γυρίσαμε και οι δύο και την κοιτάξαμε

«έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς δεν γλυτώνω το άουσβιτς» είπε και γελάσαμε όλοι μαζί, της έδωσα ένα ακόμα φιλί και σηκώθηκα απο την θέση μου για να πάω στο σπίτι

Φεύγοντας ένιωσα τόσο ανάλαφρος που σήμερα ένιωθα ότι μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα. Επιτέλους όλα είχαν πάρει το δρόμο τους και τώρα μπορούσα να έχω μια αισιόδοξη νότα για το μέλλον. Όμως ακόμα και αυτό δεν έφτανε για να με κάνει να νιώσω σιγουριά ότι όλα θα είχαν ένα happy end.

ESCAPE POLH FANTASMA