Με το κασκόλ να
κρύβει το πρόσωπο της μέχρι κάτω από τα μάτια. Το πλεκτό της σκούφο να καλύπτει
το μέτωπο της. Το παλτό της να διπλασιάζει το μέγεθος του σωματότυπου της. Το
παντελόνι να είναι τόσο φαρδύ σε σημείο να μοιάζει με φούστα και τις
λαστιχένιες της μπότες να μην ακούγονται καθόλου στο περπάτημα της, η Ολίβια,
με το βιβλίο της μητέρας της στην αγκαλιά της, βάδιζε προς το κατάστημα με τα
τρόφιμα. Δεν είχε ιδέα τι θα έφτιαχνε σήμερα. Κάτι εύκολο, κάτι γρήγορο, αυτό
είχε μόνο στο μυαλό της μέχρι που από απροσεξία έπεσε πάνω σε κάποιον ξένο.
«Εϊ! Κούκλα γιατί
τέτοια βιασύνη» της φώναξε εκείνος αλλά δεν έμεινε για να ξεκινήσει έναν ανόητο
διάλογο όπου σίγουρα δεν θα οδηγούσε πουθενά.
Πως γίνεται πάντα, να
ξεκινάνε όλοι τους με την ίδια αηδιαστική ατάκα; Αναρωτιόταν ανοίγοντας την
γυάλινη πόρτα του καταστήματος με τα τρόφιμα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την
σκέψη της και η εικόνα του έκοψε το βήμα της στην μέση.
Το μυαλό της νέκρωσε.
Ήταν εδώ. Αυτό τι θα
μπορούσε να σημαίνει; Για ποιον λόγο διάλεξε να έρθει τώρα; Έψαχνε για εκείνη;
«Καλησπέρα Ολίβια!» ο
υπάλληλος του καταστήματος όπου ο πατέρας της έλπιζε να την πείσει ότι ήταν το
κατάλληλο αγόρι για να ξεκινήσει την ζωή της από την αρχή… μόλις είχε προδώσει
την παρουσία της στο χώρο.
Δεν είχε χρόνο για να
του ανταποδώσει τον χαιρετισμό με κάποια δολοφονική ματιά που θα έκφραζε αυτό
που έβραζε μέσα της. Το μόνο που είχε χρόνο να κάνει, ήταν να το βάλει στα
πόδια. Και αυτό έκανε.
Έτρεχε με όλη της την
δύναμη ή τουλάχιστον αυτό πίστευε ότι έκανε μέχρι που κατάλαβε ότι είχε κάνει
λάθος. Το παγωμένο χιόνι στην άκρη του πεζοδρόμιου, η φαρδιά της Μπανταλόνα που
πλεκόταν μέσα στα πόδια της, ο παγωμένος αέρα που πίεζε τα πνευμόνια της, έκανε
την απόδραση της να είναι μια μάταιη προσπάθεια.
«Εϊ! Κούκλα γιατί
τέτοια βιασύνη» άκουσε τον άγνωστο να επαναλαμβάνει την ίδια ατάκα που της είχε
πει και πριν. Δεν πρόλαβε να τον προσπεράσει, αυτή την φορά βάζοντας το χέρι
του στο μπράτσο της, την σταμάτησε ακαριαία.
«Άφησε με» ούρλιαξε η
Ολίβια αλλά εκείνος δεν την άκουγε. Κοιτώντας πάνω από το κεφάλι της περίμενε
κάποιο σήμα.
«Σου είπα ότι θα την
πετυχαίναμε κάπου εδώ» άκουσε την φωνή αυτού που κοιτούσε ο μυώδης τύπος που
την κρατούσε ακινητοποιημένη να του λέει και το αίμα της πάγωσε. Η ματιά της
γύρισε προς τα πίσω. Τον κοίταξε κατάματα. Χωρίς κανένα ίχνος φόβου μόνο με θυμό…
θυμό και μίσος, τόσο μίσος που την έκανε να εκραγεί.
«Μπέλλαααα» έσυρε με
την Ιταλική του προφορά, αποκαλώντας την ‘Όμορφη’ όπως τότε.
Πράγματι την έψαχνε,
αλλά γιατί τώρα; Είχαν περάσει πόσα χρόνια; Πάλεψε πολύ σκληρά να θυμηθεί πόσα.
Την δεδομένη στιγμή της φαινόταν σαν αιώνας.
«Έζιο» πρόφερε το
όνομα του πνιχτά λες και η λέξη της έγδερνε τον λαιμό.
«Μπέλλαα… τι χάλια
είναι αυτά; Δεν σε αναγνωρίζω» την επέπληξε ενώ με τον δείκτη του κατέβαζε το
κασκόλ της για να αποκαλύψει το πρόσωπο της. «Και από όσο βλέπω το εσωτερικό
είναι ακόμα χειρότερο» συμπλήρωσε καθώς άνοιξε το μπουφάν της χωρίς την άδεια
της. «Αλλά φαντάζομαι ότι αυτό διορθώνεται. Όλα διορθώνονται» κατέληξε σαν να
μίλαγε χωρίς να είναι η ίδια μπροστά αγνοώντας την προσπάθεια της για να τον
σταματήσει.
«Τι είναι αυτό;»
ρώτησε μετά από λίγο πιάνοντας το βιβλίο από τα χέρια της.
«Μην το αγγίζεις»
τσίριξε μέσα στα μούτρα του αλλά ήταν αργά. Ο Έζιο αφού το επεξεργάστηκε χωρίς
ενδιαφέρον το έριξε αδιάφορα στο πάτωμα και έκανε σήμα στον μυώδη τύπο που την
κρατούσε ακόμα να τον ακολουθήσει… φυσικά σέρνοντας την και εκείνη μαζί του.
«Άφησε με» προσπάθησε
ξανά η Ολίβια να απεγκλωβιστεί από το κράτημα του αλλά η δύναμη του την
ξεπερνούσε. Πως άλλωστε να μην το κάνει όταν μέσα στα χρόνια που είχαν περάσει ότι
είχε απομείνει από εκείνη ήταν μόνο το φάντασμα της.
«Δεν πάω πουθενά
χωρίς αυτό» συνέχισε και σε μια έκρηξη θυμού τραβήχτηκε απότομα από το κράτημα
του και έπεσε στο έδαφος.
«Αν είναι να
σταματήσεις να ουρλιάζεις κράτα το» άκουσε τον Έζιο να της λέει. «Αλλά θα
έρθεις μαζί μας. Είτε με το καλό…» απείλησε. Στην ματιά που του έριξε η Ολίβια
έκοψε την φράση του στην μέση. Δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει. Ήταν πολύ αδύναμη
για να καταφέρει να τους ξεφύγει. Αυτό του έφτανε.
«Σήκωσε την και πάμε.
Έχω να προλάβω ένα ραντεβού» ήταν τα τελευταία του λόγια και μετά σιώπησε. Όπως
και οι υπόλοιποι ακόλουθοι του οι οποίοι ήταν τέσσερις στον αριθμό και μαζί με
εκείνον πέντε.
Πέντε άτομα για να
είναι σίγουροι ότι δεν θα τους την σκάσω… αυτό και αν είναι ανέκδοτο,
αναλογίστηκε η Ολίβια καθώς μάζευε το βιβλίο της και το έκλεινε στην αγκαλιά
της.
Όταν μπήκαν σε ένα
αυτοκίνητο, εκείνος έκατσε στην μεριά του συνοδηγού, ενώ αυτός που την κρατούσε
ακόμα, αφού φρόντισε να την βάλει στο πίσω κάθισμα, έκατσε στ’ αριστερά της. Οι
άλλοι τρεις δεν τους ακολούθησαν.
Ο οδηγός του
αυτοκινήτου, ένας μαυρομάλλης ασιάτης, που ήταν ήδη μέσα στο αμάξι από πριν
μπουν εκείνοι, της έριξε μια ματιά μέσα από τον καθρέφτη πριν ξεκινήσουν. Αν
και δεν ήταν σίγουρη, για μια στιγμή πίστεψε ότι της έκανε μια υπόκλιση
γέρνοντας απλά το κεφάλι του μπροστά. Δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά
του, ούτε που κόλλαγε με τους άλλους δύο. Ο Έζιο δεν ήταν τύπος που έκανε παρέα
με μικροκαμωμένους ανθρώπους. Όποιος δεν ήταν τουλάχιστον δύο μέτρα όπως και ο
ίδιος και με μπράτσα από σίδερο, τους κοίταζε σαν να ήταν άνθρωποι ενός κατώτερου
θεού.
Δεν έδωσε περισσότερη
σημασία. Δεν την ενδιέφερε άλλωστε το θέμα αυτό. Αυτό που ήθελε να μάθει ήταν
μόνο… τι ήθελε από εκείνη.
«Ακόμα δεν μπορώ να
πιστέψω ότι κατέστρεψες έτσι τον εαυτό σου» ο Έζιο μουρμούρισε μέσα από τα
δόντια του μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη.
«Πως θα σε παρουσιάσω
τώρα στα χάλια που είσαι;»
Πριν προλάβει να τον
ρωτήσει τι εννοούσε και σε ποιον, ο οδηγός του οχήματος άρχισε να μιλάει μαζί
του ακατάπαυστα σε μια γλώσσα όπου η ίδια δεν γνώριζε και σίγουρα δεν ήταν
Ιαπωνικά. Αν ήταν θα τα γνώριζε και η ίδια. Η μητέρα της είχε φροντίσει γι’
αυτό.
«Μπορώ…» προσπάθησε
να κόψει την συνομιλία τους για να μάθει τι ακριβώς εννοούσε αλλά το βλέμμα του
ασιάτη έκοψε την φράση της στην μέση.
«Όλα στην ώρα τους… Josei-bi»
στα λόγια του η ανάσα της κόπηκε στην μέση. Αυτήν την φορά είχε μιλήσει
Ιαπωνικά και είχε καταλάβει ακριβώς τι σήμαιναν τα λόγια του… «Γυναίκα του
Ήλιου».
Τι ακριβώς σημαίνει
αυτό; Ποιον αποκαλεί ‘Ήλιο’; Τον Έζιο; Έχουν σκοπό να την βάλουν με το ζόρι να
τον παντρευτεί; Δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Κατέβα» άκουσε τον
μυώδη άντρα να την διατάζει μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από ένα
εστιατόριο από τα πιο ακριβά που υπήρχαν στο Χοκκάιντο (Ιαπωνία). Από εκείνα
που για να μπορέσεις να κλείσεις τραπέζι θα έπρεπε να πάρεις πρώτα την άδεια,
από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα ‘Ακιχίτο’. Όχι φυσικά κυριολεκτικά, αλλά μάλλον καταλαβαίνεται
την αξία του.
Ο μυώδης τύπος δεν
πρόλαβε την διαταγή του να την κάνει πράξη. Μια λέξη από τον οδηγό του οχήματος…
που η Ολίβια δεν κατάλαβε… ήταν αρκετή για να τον ακινητοποιήσει.
«Μείνετε στο αμάξι»
την πρόσταξε στον πληθυντικό (κάτι που σίγουρα την εξέπληξε) ο οδηγός στα
Ιαπωνικά κοιτώντας την στα μάτια με σεβασμό’ και ‘ευγένεια’; Θα ήθελε πολύ η
Ολίβια να το πιστέψει ότι πράγματι έτσι την κοίταζε αλλά δεν μπορούσε να
καταλάβει το γιατί. «Με καταλαβαίνετε;» την ρώτησε ξανά στα Ιαπωνικά και η
Ολίβια μπερδεμένη κούνησε απλά το κεφάλι της καταφατικά.
«Εσείς έξω» φώναξε
στον Έζιο και τον μυώδη τύπο που καθόταν ακόμα δίπλα της και ανοίγοντας την
πόρτα του, περίμενε τους άλλους δύο να εκτελέσουν την προσταγή του.
Η Ολίβια κοίταξε τον
Έζιο μπερδεμένη. Ποιος στο καλό κάνει τελικά κουμάντο εδώ πέρα; Τελικά δεν ήταν
εκείνος ο αρχηγός της… ας την πούμε αγέλης του, μιας και που δεν είχε ιδέα σε
τι τελικά ήταν ο Έζιο μπλεγμένος.
Όταν την αφήσανε μόνη
της, η Ολίβια πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε πολύ σκληρά να συγκεντρώσει
την σκέψη της. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Είχαν περάσει τόσα χρόνια. Γιατί είχε
γυρίσει για εκείνη; Τι την ήθελε και ποιος ήταν επιτέλους αυτός ο ‘Ήλιος’ που ο
οδηγός την θεωρούσε ‘γυναίκα’ του. Όλα ήταν τόσο μπερδεμένα. Όπως και τότε…
Θυμόταν το Έζιο πολύ
καθαρά να της μιλάει για μια ζωή που θα άλλαζε όλα της τα δεδομένα. Θυμόταν
καθαρά να της μιλάει για έναν ‘Ήλιο’ τον γιο του πρεσβύτερου μιας πόλης που την
είχαν αποκρύψει από τον χάρτη, αλλά δεν θυμόταν τίποτα παραπάνω. Ίσως γιατί δεν
είχε διευκρινίσει τίποτα παραπάνω παρά μόνο ότι εκεί ήταν το μέλλον τους. Το
κοινό τους μέλλον… ή έτσι ήθελε τότε να πιστεύει. Τόσο αφελής, τόσο ερωτευμένη,
δεν ήθελε να ξέρει τίποτα παραπάνω… τότε. Όμως τώρα…
Όταν ο ασιάτης οδηγός
μπήκε ξανά μέσα στο αυτοκίνητο, η Ολίβια αναπήδησε. Δεν ήξερε τι να περιμένει.
Βλέποντας τον όμως απλά να κάθετε στην θέση του οδηγού και να μην κάνει τίποτα
άλλο η περιέργεια της την νίκησε και έλυσε την σιωπή της.
«Σε τι γλώσσα μίλαγες
πριν;» απόρησε και η ίδια με την ερώτηση της αλλά μόλις συνειδητοποίησε ότι
είχε μιλήσει στον ενικό σαν να τον γνώριζε ήδη, κοκκίνισε και χαμήλωσε τα μάτια
της.
«Συγνώμη για τον ενικό…»
διόρθωσε αμέσως αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της.
«Αλίμονο αν η ‘Γυναίκα
του Ήλιου’ μου μίλαγε στον πληθυντικό σαν να ήμουν ίσος με εκείνη ή ακόμα
χειρότερα, ανώτερος της» τα μάτια της καρφώθηκαν στον κεντρικό καθρέφτη του
αυτοκινήτου. Κοίταζαν τα δικά του κατάμαυρα μάτια παγωμένα, με απορία.
«Ποιος είναι αυτός ο
Ήλιος; Γιατί…;;;» για άλλη μια φορά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της.
Παρόλο που μέσα από τα προηγούμενα του λόγια αυτό μπορεί να θεωρούνταν και
ασέβεια, ωστόσο, ο ασιάτης οδηγός, προσπάθησε να εξηγήσει όσο πιο γρήγορα
γινόταν την κατάσταση χωρίς ωστόσο να φανεί και αγενής.
«Η γλώσσα που
συνομιλούσα πριν με τον προστάτη σας, είναι η αρχέγονη γλώσσα του λαού μου. Η γλώσσα
των Αϊνού…»
Ο Έζιο, προστάτη της;
Από πού και ως που; Από την άλλη… Ο Ιταλός Έζιο που δεν κατάφερνε καλά-καλά να
μιλήσει σωστά τα Αγγλικά, μιλούσε μια αρχέγονη Ιαπωνική γλώσσα; Δεν μπορούσε να
μην αναρωτηθεί το πώς μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Εκείνη που οι ρίζες της από
την μεριά του πατέρα της ήταν από την Ιαπωνία και πάλι γνώριζε μόνο την πιο
σύγχρονη γλώσσα όπως με τα χρόνια είχε εξελιχθεί… δεν έβγαζε νόημα.
«Όσο για τον άρχοντα
‘Ήλιο’…» συνέχισε πιο ήρεμα. «Λυπάμαι αλλά δεν έχω το δικαίωμα να αναφέρω
τίποτα παραπάνω».
Η Ολίβια ήξερε ότι
αυτή ήταν η τελική του κουβέντα αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό.
«Δεν φοβάσαι μην
ανοίξω την πόρτα και φύγω;» τον ρώτησε με πραγματική περιέργεια.
«Είμαστε στο υψηλότερο
σημείο του νησιού… έξω έχει −12 °C, πόσο μακριά μπορείτε να πάτε;» την
ρώτησε με χιουμοριστική διάθεση.
«Σωστό και αυτό»
μουρμούρισε ηττημένα χαμηλώνοντας το κεφάλι της με απόγνωση. Άλλωστε, ο ασιάτης
οδηγός είχε δίκιο.
«Το όνομα μου είναι
‘Ακίρα’» την διόρθωσε σαν να είχε διαβάσει μόλις τις σκέψεις της.
«Λαμπερός - Καθαρός»
μετάφρασε και ο Ακίρα χαμογέλασε.
«Λαμπερός σαν αστέρι,
καθαρός σαν γάργαρο νερό» συμπλήρωσε ευδιάθετα αλλά εννοώντας το.
Τα μάτια της Ολίβια,
αντανακλαστικά γύρισαν προς την κλειστή πόρτα του εστιατορίου. Αν πράγματι το
εννοεί τότε τι δουλειά μπορεί να έχει με τον Έζιο; Εκείνος δεν ήταν παρά ένα
κάθαρμα… και λίγα έλεγε.
«Για να βρεις το φως,
πρέπει να περάσεις πρώτα από το σκοτάδι» απάντησε στην σκέψη της και της πάγωσε
το αίμα.
«Διαβάζεις τις
σκέψεις μου;» αναφώνησε σοκαρισμένη. Η μοναδική απάντηση που πήρε ήταν μόνο ένα
ευγενικό χαμόγελο από την μεριά του και τίποτα άλλο.
Όχι, δεν μπορούσε να
καταλάβει τίποτα. Όλα ήταν τόσο… παράλογα. Τόσο που της θύμιζαν έντονα το τότε…
τόσο που την έκανε να νιώθει σαν ο χρόνος είχε γυρίσει πίσω και τώρα ζούσε τα
ίδια ξανά από την αρχή. Σαν να μην υπήρχε αυτή η ασφάλεια και ανάπαυλα των
τελευταίων χρόνων.
«Δεν έχεις λόγο να
ανησυχείς. Ο Έζιο θα γίνει παρελθόν και στο παρελθόν θα μείνει» τα λόγια του
Ακίρα έβγαζαν τόσο εχθρότητα που μόνο γι αυτό την έκανε να μην μπει στον
πειρασμό να ρωτήσει τίποτα άλλο. Τι σημασία άλλωστε θα είχαν τα λόγια μια
τέτοια στιγμή; Όταν όλα όσα γνώριζε σύντομα θα ανήκανε σε ένα παρελθόν που δεν
θα είχε δικαίωμα να αναπολεί γιατί θα ήξερε ότι δεν θα το αντίκριζε ποτέ ξανά.
Το θυμόταν από τότε…
τότε που ο Έζιο την προετοίμαζε για όλα αυτά. Όλα αυτά που από όσο φαινόταν
πλέον ήρθε η ώρα να τα ζήσει. Πλέον όμως δεν ήταν το ίδιο. Τότε ΗΘΕΛΕ να το
ζήσει… μαζί του. Τώρα…
Ο βόμβος από Harley-Davidson μηχανές που τους πλησίαζαν της έφερε μια περίεργη ταραχή. Πριν
ο Ακίρα μιλήσει ξανά, ήξερε ότι κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους νεοφερμένους
υπήρχε και αυτός που έμενε να γνωρίσει. Το ένστικτο της την προειδοποιούσε αλλά
εκείνη ήταν ανήμπορη στο να κάνει το οτιδήποτε. Ο άρχοντας Ήλιος βρισκόταν
ανάμεσα τους. Δεν ήξερε το πώς το γνώριζε… αλλά θα στοιχημάτιζε τα πάντα και
ήξερε πολύ καλά ότι θα κέρδιζε το στοίχημα όποιο και να ήταν.
«Μείνετε εδώ» την πρόσταξε ο Ακίρα, ευγενικά μεν αλλά τόσο επιτακτικά
που δεν μπορούσε να τον παρακούσει.
Άλλωστε και να ήθελε δεν θα μπορούσε. Οι αισθήσεις της είχανε πλέον παραλύσει.
Ο πανικός την είχε καταβάλει. Το σώμα της δεν την υπάκουγε. Ήθελε να τρέξει, να
κάνει μια προσπάθεια να αποδράσει, αλλά ήξερε ότι ήταν μάταιο έστω και να
προσπαθήσει. Κρύος ιδρώτας κάλυψε το σώμα της, τα μάτια της πήγαιναν πέρα δώθε
χωρίς να καταφέρουν να εστιάσουν κάπου, το ουρλιαχτό της έψαχνε τρόπο να βγει
προς τα έξω αλλά τα χείλια της παρέμεναν ερμητικά κλειστά.
‘Όταν γνωρίσεις τον
άρχοντα Ήλιο, όλη σου η ζωή θα αλλάξει. Όταν σε διαλέξει όλη σου η ύπαρξη θα υπάρχει
μόνο για εκείνον. Ο σκοπός της ύπαρξης σου θα ολοκληρωθεί’ τα λόγια του Έζιο έρχονταν ξανά και ξανά στο μυαλό της. Λόγια
ξεχασμένα με τον καιρό. Λόγια που τότε δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Όπως δεν
έβγαζαν ούτε και τώρα.
Ποιος είναι πια αυτός ο Ήλιος;… όλο της το είναι ούρλιαζε μέσα της
μέχρι που η πόρτα από τα δεξιά της άνοιξε και την στιγμή που ο Ακίρα έκανε την
εμφάνιση του για να την βοηθήσει να βγει από το αμάξι, τα μάτια της ξεχείλισαν,
τα χείλια της σφίχτηκαν, το κεφάλι της άρχισε να κουνιέται νευρικά αρνητικά.
Της χαμογέλασε με συμπόνια, της απομάκρυνε τα δάκρυα με κατανόηση. Τα λόγια του
της παρείχαν παρηγοριά αλλά δεν τα άκουγε.
«Βοήθησε με» τον ικέτεψε.
«Αυτό ακριβώς κάνω» την διαβεβαίωσε και για μια στιγμή τον πίστεψε.
Υπήρχε τόση ειλικρίνεια στην ματιά του που δεν μπορούσε με τίποτα να την αμφισβητήσει.
Ή είχε τόσο ανάγκη εκείνη την στιγμή να κρατηθεί από κάπου που απλά άφησε τον
εαυτό της να τον πιστέψει.
Οι χρυσές πόρτες μια άλλης
εποχής που αναβίωναν την παράδοση του Χοκκάιντο, τα κόκκινα μεταξωτά υφάσματα με
το χρυσό κέντημα που στόλιζαν τα παράθυρα, οι κόκκινοι διάδρομοι με τα χρυσά
εμβλήματα στο πάτωμα ήταν τα μόνα που τα μάτια της μπορούσαν να δουν. Τα πρόσωπα
που την προσπερνούσαν την έκαναν ακόμα πιο νευρική. Ένιωθε όλοι τους να την
κοιτάνε έντονα. Την έκαναν να νιώθει όπως και μετά το ατύχημα. Σαν να βλέπανε
επάνω της ένα έκτρωμα που δεν είχε το δικαίωμα να βρίσκεται σε δημόσιο χώρο. Ένα
λάθος της φύσης που θα έπρεπε για το υπόλοιπο της ζωής της να παραμένει θαμμένη
μέσα σε ένα υπόγειο. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν, τα τραύματα της να είχαν
επουλωθεί, τα σημάδια στο πρόσωπο και το σώμα της να είχαν μαλακώσει και να μην
είναι τόσο ευδιάκριτα όπως τότε… όμως δεν είχε διαφορά. Αυτά τα βλέμματα τώρα
την έκαναν να νιώθει ακριβώς όπως και τότε.
«Μπορείτε να κάτσετε
εδώ» ο Ακίρα της ψιθύρισε στο αυτί μόλις το βήμα τους σταμάτησε και εκείνη
γύρισε να τον κοιτάξει. «Δεν θα σας πειράξει κανένας. Έχετε τον λόγο του κυρίου
μου αλλά και τον δικό μου» την διαβεβαίωσε. Πόσο θα ήθελε να τον πιστέψει.
Έκατσε αμίλητη σε ένα
άδειο τραπέζι γεμάτο από φαγητά που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την πείνα
ολόκληρου λόχου. Δεν άγγιξε τίποτα. Δεν κατέβαινε τίποτα. Το στόμα της ήταν
στεγνό, ο οισοφάγος της έμοιαζε να είχε γεμίσει αγκάθια, ωστόσο, αν έπινε ακόμα
και νερό ένιωθε ότι θα έκανε εμετό οπότε δεν το διακινδύνευε.
Κοίταξε για λίγο γύρω
της. Κανείς δεν της έδινε σημασία αν και ήταν εντελώς παράταιρη με τους υπόλοιπους.
Ο Ακίρα ήταν άφαντος αλλά αυτό δεν έφτανε για να της δώσει την δύναμη που είχε
ανάγκη να νιώσει για να καταφέρει να το σκάσει. Να πάει που; Άλλωστε ο Ακίρα
είχε δίκιο. Είχε αφήσει τον εαυτό της να καταβληθεί για πάρα πολύ καιρό,
δεδομένου του κρύου που έκανε έξω από την αίθουσα πόσο μακριά θα μπορούσε να
πάει; Να την βοηθήσει κάποιος από αυτούς που ήταν μέσα στην αίθουσα; Κοιτάζοντας
για λίγο γύρω της αποφάσισε ότι η καλύτερη λύση που είχε ήταν απλά να περιμένει…
το εκτελεστικό της απόσπασμα.
Μια εντελώς ξένη, σε
μια χώρα που κατά το ήμισυ ήταν και δική της αλλά οι άλλοι δεν το ήξεραν. Τα σχιστά
της μάτια μπορεί να είχαν τον δικό τους σχηματισμό αλλά η ολοκληρωμένη της εικόνα
δεν έμοιαζε με την δική τους. Τα καστανά της μαλλιά, τα μάτια της στο χρώμα του πάγου, η κατάλευκη της επιδερμίδα,
τα χαρακτηριστικά που είχε κληρονομήσει από την μητέρα της την έδειχναν
περισσότερο Αμερικανίδα όπως ήταν εκείνη παρά ασιάτισσα όπως ήταν ο πατέρας της.
«Τι ευγενικό από
μέρους σου να μας περιμένεις να φάμε όλοι μαζί» άκουσε τον ειρωνικό αλλά
ευδιάθετο τόνο του Έζιο και αυτόματα πετάχτηκε όρθια από την τρομάρα της.
Πριν προλάβει να
κάνει έστω και ένα βήμα, ένα στιβαρό χέρι προσγειώθηκε στον ώμο της και την
ακινητοποίησε. Πριν της επιβάλει να κάτσει ξανά στην θέση της μια βαθιά φωνή από
έναν πανύψηλο άντρα με παχιά χάλκινη γενειάδα και μπαντάνα στα μαλλιά του στα
ίδια κυβικά με τον μυώδη τύπο που την είχε αιχμαλωτίσει και πριν έκανε τους
πάντες στην αίθουσα να παγώσουν.
«Θα σου ήμουν
ευγνώμον αν έπαιρνες τα χέρια σου από πάνω της» αν και ο λόγος του ήταν ευγενικός
και ευθύς χωρίς ίχνος συναισθήματος, ωστόσο έμοιαζε τόσο απειλητικός που μέχρι
και η Ολίβια φοβήθηκε για την τύχη του μυώδη τύπου στην περίπτωση που θα τον παράκουε. Όχι ότι την ένοιαζε και τόσο, αλλά δεν χωρούσε αμφιβολία ότι ο τύπος
που είχε μιλήσει ήταν ικανός να τον αποτελειώσει μπροστά στα μάτια τους χωρίς
δεύτερη σκέψη αν δεν υπάκουγε.
«Δεσποινίς…» είπε με ευγένεια
με μια υπόκλιση ενώ της έτεινε το χέρι του για να την παροτρύνει να πάει κοντά
του ενώ ταυτόχρονα την κοίταγε με νόημα σαν να περίμενε κάτι από εκείνη.
«Νέλι…» η κακομοίρα η
Ολίβια τραύλισε τρομοκρατημένη χωρίς να είναι σίγουρη για το έπρεπε να κάνει.
«Δείξε σεβασμό…»
προσπάθησε ο Έζιο να την επαναφέρει στην τάξη ακούγοντας την να προφέρει το όνομα
της μητέρα της αντί για το δικό της αλλά ο τύπος που είχε μιλήσει και πριν τον
έκοψε με μια και μόνο ματιά του.
«Δεσποινίς Νέλι»
επανέλαβε εκείνος ενώ κάνοντας ένα σταθερό βήμα προς το μέρος της έτεινε ξανά
το χέρι του με πιο έντονο τρόπο αυτήν την φορά ώστε να την κάνει να καταλάβει
ότι δεν είχε επιλογή από το να δεχτεί την προσφορά του.
Η Ολίβια,
καταπνίγοντας την κραυγή απελπισία της, έμεινε με μεγάλο κόπο ακίνητη ενώ με
ένα τρεμάμενο χέρι του ανταπέδιδε την χειραψία. Τα μάτια του, δύο σχιστά μάτια στο χρώμα του πάγου ακριβώς το ίδιο σπάνιο χρώμα με τα δικά της, την
κάρφωσαν με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει. Ήξερε ότι του είχε
πει ψέματα, αλλά δεν ένοιωθε να τον απασχολούσε και τόσο αυτό όσο κάτι άλλο που
δεν μπορούσε να το διαβάσει στο βλέμμα του.
«Αυτό είναι το όνομα
σου;» συμπλήρωσε και επέμενε για μια απάντηση.
Η Ολίβια δεν μπορούσε
να μιλήσει οπότε αρκέστηκε να απαντήσει θετικά με ένα νεύμα.
«Λέει ψέματα» ο Έζιο
ξέσπασε με έναν απαράμιλλο θυμό προς το μέρος της αλλά το βλέμμα του άγνωστου
άντρα τον καθήλωσε στην θέση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου