Ετικέτες

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "39. Η Προσπάθεια"



«γιατί με άφησες τελευταίο?» ρώτησε ξαφνικά και χαμογέλασα

«δεν θα σου αρέσει και πολύ η απάντηση»

«γιατί?»

«γιατί ήσουν το τελευταίο του αμάρτημα»

«εγώ... όχι η μητέρα μου»

«ναι... αναστέναξε απηυδισμένος... προσπάθησε να σε σκοτώσει»

«αλλά δεν το έκανε» είπε και γύρισε πάλι την ματιά του προς το μέρος μου

«πόσες μέρες κοιμόσουν στο τελευταίο σου μεγάλο χειρουργείο?»

«με είχαν κοιμισμένο για 15 μέρες»

«σε είχαν?» ρώτησα και έσμιξε τα φρύδια του

«τι θες να πεις με αυτό?»

«σε στράγγιξε από το αίμα σου... ο οργανισμός σου έκανε 15 μέρες να επανέλθει» είπα και ακούμπησα πάλι το μάγουλο μου πάνω στο μενταγιόν.

«το ήξερες αυτό?»

«το έμαθα όταν διάβασα τον φάκελο σου... αλλά τότε δεν ήξερα ποιος ήταν ο Άμλετ της Σελήνης» αναστέναξα.

«ο Άμλετ της Σελήνης... αναστέναξε και εκείνος... μου την δίνει αυτό το όνομα»

«γιατί?»

«νιώθω σαν να μου χτυπάει κατάμουτρα το πρόβλημα μου... γι αυτό με λες κύριε Κάλεν?»

«όχι»

«τότε γιατί?»

«γιατί δεν σου το έδωσα εγώ»

«θες να μου πεις ότι το όνομα που μου έχεις δώσει είναι κύριο Κάλεν?» γέλασα δυνατά και ακούμπησα το μέτωπο μου πάνω στο μενταγιόν τραντάζοντας το κορμί μου και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου.

«όχι... δεν έχεις ακόμα όνομα»

«γιατί?» κοίταξα το δαχτυλίδι του

«δεν ανήκω σε κατηγορία»

«όχι δεν ανήκεις» επιβεβαίωσα.

«μάλιστα... γιατί θες να αναφέρω το κόσμημα σου?»

«έχεις αφήσει πίσω μια αναπάντητη ερώτηση»

«γιατί εκείνοι δεν ήταν νηστικοί» είπε μέσα από την αναπνοή του

«γιατί πιστεύεις εσύ?»

«δεν ξέρω... αλλά δεν πιστεύω ότι τους κορόιδεψες» άνοιξα το συρτάρι μου από δίπλα μου και έβγαλα την πρόσκληση που τους είχα στείλει.

«διάβασε το» του είπα και παίρνοντας το στα χέρια του το άνοιξε και γούρλωσε τα μάτια του.

«και δεν υπάκουσε κανείς» διαπίστωσε και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου

«είχαν έρθει όλοι για να με λιντσάρουν... το ότι έφαγα εγώ την σάρκα μου» του έδωσα την άδεια να συνεχίσει

«το έκανες για να τους δώσεις να καταλάβουνε ότι... ήξερες ήδη γιατί είχαν έρθει»

«κανείς δεν με ήθελε στα πόδια του από την πρώτη μέρα που μου επέβαλε ο Πάολο να έρθω εδώ... ήταν ο χειρότερος καυγάς που είχαμε κάνει ποτέ... αφού δεν τον καθάρισα εκείνη την ημέρα τυχερός ήταν»

«φαντάζομαι το γιατί»

«όταν είδα τα λιγούρικα τους βλέμματα γεμάτα αυθάδεια και αρρωστημένο πάθος να με κοιτάνε... ενώ ξέρανε πολύ καλά ότι ήμουν του Πάολο... δεν ξέρω πως κρατήθηκα και έμεινα φυσιολογική όλη εκείνη την νύχτα... αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό»

«ποιο ήταν?»

«το χειρότερο ήταν όταν έπρεπε να τους δώσω να μου φιλήσουν το χέρι μου... όλα εκείνα τα χείλια» ανατρίχιασα στην ανάμνηση αυτή και έβαλα το μέτωπο μου να ακουμπήσει πάνω στο κόσμημα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να συγκεντρωθώ.

«τέλος πάντων... το χειρότερο πέρασε και ο Πάολο όταν πήρε την θέση του... ανακοίνωσε σε όλους ότι από εκείνη την ημέρα και πέρα θα διοικούμε μαζί... όπως καταλαβαίνεις έγινε χαμός... όλοι μιλάγανε μεταξύ τους... τον κατηγορούσανε γιατί ήταν άδικο να έχεις για δεξί του χέρι την γκόμενα του... ενώ όλοι αυτοί... ιδίως οι παλιότεροι που ήταν κοντά του κοντά στα 30 χρόνια... περιμένανε πως και πως να κερδίσουν αυτήν την θέση γιατί την αξίζανε»

«πέσανε να σε κατασπαράξουνε?»

«σχεδόν... αν και δεν τολμούσανε να με ακουμπήσουνε εφόσον με κράταγε ο Πάολο»

«και τότε τι έκανες»

«ούρλιαξα... με κοίταξε με απορία... τους είπα να βγάλουν τον σκασμό και φεύγοντας από την αγκαλιά του Πάολο πήγα στο κέντρο της αίθουσας»

«εκεί που έχεις την κοπέλα με τα κόκκινα»

«τον Ποσειδώνα όπως την αποκαλώ εγώ»

«δεν έχει τρίαινα... με πείραξε για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα και αναστέναξα... συγνώμη δεν ήθελα να αλλάξω κουβέντα... αλλά ένιωσα ότι στρεσαρίστηκες και ήθελαν ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα» τον κοίταξα στα μάτια και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου

«πες μου τι έκανες μετά» ακούμπησα το σαγόνι μου πάνω στο μενταγιόν μου και κάρφωσα την ματιά μου στην δική του

«έβγαλα τα ρούχα μου»

«τι?» ρώτησε και γέλασε αλλά αμέσως κατάλαβε ότι είχε βγάλει το λάθος συμπέρασμα και γούρλωσε τα μάτια του

«πόσα σημάδια είχες?»

«εκείνην την ημέρα... είχα 25»

«εκείνην την ημέρα... Μπέλα πόσα σημάδια είχες?»

«πάνω στο δέρμα μου μαζί με αυτό που σου ανέφερε ο Άαρον 28»

«δεν βάζεις τα εσωτερικά... όπως τον τράχηλο και το άλλο που το ξέρω από πρώτο χέρι» παρέμεινα αμίλητη...

«οκ... είπε μόνο και έτριψε τα μάτια του... και τι κάνανε μετά?»

«το βουλώσανε... τι άλλο θες να κάνανε?... κανείς τους δεν είχε φτάσει στο 5ο στάδιο... δεν ξέρανε ότι ο Πάολο είχε τέτοιο βίτσιο»

«το γδάρσιμο ήταν στο 5ο στάδιο?»

«ναι»

«γι αυτό το γλύτωσα?»

«πιθανόν» ανασήκωσα τους ώμους μου

«και σε δεχτήκανε μετά από αυτό?»

«θέλοντας και μη»

«αλλά με το που πέθανε σε αμφισβήτησαν και θέλανε να φάνε την θέση σου γιατί είχαν καταλάβει ότι εσύ δεν ήσουν διαθετημένη να κρατήσεις το σπίτι στο στιλ που το διοικούσε εκείνος»

«ακριβώς»

«τώρα κατάλαβα»

«τι πράγμα?»

«γιατί έφαγες την σάρκα σου»

«γιατί?»

«τιμώρησες τον εαυτό σου που τους άφησες να σε κάνουν να πατήσεις τους όρους σου»

«ακριβώς... το ήξερα ότι κανείς δεν θα τόλμαγε να το κάνει»

«αλλά ήθελες να δουν τι είσαι ικανή να κάνεις»

«αλλά δεν την θεώρησαν σαν χειρότερη πράξη»

«τι ήθελες να τους πεις με αυτό?»

«τι δεν καταλαβαίνεις?»

«τους χτύπαγες ακριβώς τι κάνανε σε σένα... σωστά?»

«ναι... είχαν έρθει για να με λιντσάρουν ή να με γδάρουνε... όπως θες πάρτο... ήρθανε για να μου πιουν το αίμα... και να με φάνε ζωντανή... αν μπορούσαν όλα αυτά να τα κάνουνε πρώτα στον ίδιο τους τον εαυτό... τότε και εγώ θα τους άφηνα να το κάνουν»

«και άξιζε να στερήσεις την ζωή σου μόνο και μόνο να τους περάσεις ένα μήνυμα που ποτέ δεν πήρανε?»

«όχι όλοι»

«έστω... άξιζε?»

«θα προτιμούσες να τους άφηνα να με σκοτώσουν?»

«όχι σίγουρα όχι»

«αλλά?»

«δεν ξέρω Μπέλα... όλα αυτά φαντάζουν εξωπραγματικά»

«δεν πιστεύεις ότι είναι αλήθεια?»

«όχι φυσικά και το πιστεύω»

«γιατί σου τα επιβεβαίωσε ο Άαρον?» τον χτύπησα εκεί που τον πόναγε και κοκάλωσε

«αλλά?» τον ξαναρώτησα

«αλλά δεν είσαι εσύ Μπέλα... αυτό προσπαθούσα να σου πω»

«γιατί εσύ βλέπεις μόνο την Μπέλα και όχι την Βαρόνη»

«δεν είχε μεγάλη διαφορά»

«γιατί ήσουν συγκεντρωμένος... και είχες την ελπίδα ότι ο Άαρον με φοβάται γιατί δεν μπορεί να κάνει την σύγκριση»

«δεν νομίζω ότι θα μου έκανες ποτέ κακό»

«εγώ προσωπικά όχι... εσύ όμως τι είσαι ικανός να κάνεις στο ίδιο σου τον εαυτό? Αυτό το έχεις σκεφτεί ποτέ?... δεν αντέχω να με ακουμπάνε... δεν τους ακουμπάω ούτε και εγώ»

«αλλά ξέρεις να παίζεις πολύ καλά το παιχνίδι του μυαλού»

«ακριβώς»

«δηλαδή είχα δίκιο»

«για ποιο πράγμα?»

«αν κάποιος είναι εντάξει μαζί σου»

«δεν γνωρίζει ποτέ την Βαρόνη»

«οπότε η Ιζ... εεε... η Μπέλα ήθελα να πω... διόρθωσε αμέσως αλλά δεν γέλασα... είναι η άσπρη σου πλευρά και η Βαρόνη η μαύρη σου πλευρά... όμως εκείνη νομίζουν ότι η Βαρόνη είναι η άσπρη σου πλευρά»

«ακριβώς... και δεν θέλουν να ξέρουν πως είναι η μαύρη μου... ενώ αν ανοίξουν τα μάτια τους είναι πολύ εύκολο να την δουν»

«γιατί λες σε όλους την ιστορία μου?»

«γιατί αυτό σε κάνει να νιώθεις άβολα?»

«Μπέλα»

«άστα τα Μπέλα σε μένα και απάντησε... το ότι δεν φοράω την μάσκα δεν σημαίνει ότι θα σου την χαρίσω αυτήν την φορά» αναστέναξε και περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του κοίταξε μακριά.

«γιατί δεν πιστεύω ότι είμαι όλα όσα είπε ο Άαρον»

«και μόλις του έδωσες το πρώτο σου τρωτό σημείο για να το κατασπαράξει» γύρισε και με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του

«τον περνάς για χαζό?»

«όχι ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό»

«γιατί νομίζεις ότι επέλεξε πρώτος το κρασί του, ενώ εσύ ήσουν ο καινούργιος»

«για να δει πόσο τρωτός είμαι και πόσο όχι... δεν επέλεξα χρώμα... ζήτησα ότι και εκείνος»

«και σε πήγε στους άλλους... για να δει πόσο χαλβάς είσαι και πόσο όχι» γέλασε

«ναι αλλά εκεί δεν τους άφησα να πάρουν το πάνω χέρι»

«οι άλλοι ο Άαρον... ήξερε ήδη πόσο χαλβάς είσαι»

«τι εννοείς?»

«για ποιον λόγο νομίζεις ότι θέλει να μιλήσει στην Βαρόνη?»

«για δουλειές... αλλά επειδή εσύ δεν θες να μάθω τι δουλειά κάνεις δεν τον άφησες να συνεχίσει»

«τόσο χαλβάς είσαι... με κοίταξε προειδοποιητικά και τον αγνόησα συνεχίζοντας... και γιατί αντέδρασε όταν του είπα ότι είσαι ο Αμλετ?»

«γιατί ήξερε για την ζωή μου»

«ναι και έβαλε την γάτα του να κλαίει... ξύπνα Έντουαρντ... τώρα που χρειάζομαι την πονηρή σου σκέψη την έβαλες για ύπνο?»

«ήθελε να σου μιλήσει για την εταιρία μου?»

«την εταιρία σου» τόνισα και προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει γιατί τονίζω το σου.

«δεν το πιάνω τώρα αλλά κάτι άλλο θες να πεις... ο Άαρον δεν ήξερε το πραγματικό μου όνομα... τον κοίταξα με νόημα στα μάτια... έκανε ότι δεν το ήξερε... για να μην το καταλάβω ότι αυτό που ήθελε να σου πει είχε σχέση με μένα... τα χάνω πάλι... δεν μπορώ να βγάλω άκρη»

«ο Μαύρος Ωκεανός» τόνισα πάγωσε

«είναι εχθρός σου... είναι ίδιος σαν και εκείνη... δηλαδή η ματιά τους... ήταν ίδια... ο τρόπος που μιλάγανε... που αλλάζανε την συζήτηση ανάλογα την διάθεση μου... αλλά όταν τον έκοψα δεν επέμενε»

«γι αυτό πίστεψες κάθε τους λέξη?... γιατί η μητέρα σου ήταν ότι ήταν αλλά ποτέ δεν σου έλεγε ψέματα?»

«που το πας?»

«πουθενά μόνο του πάει»

«εννοείς ότι μου έλεγε ψέματα?»

«ήταν η Μαύρη Ψυχή... είναι ο Μαύρος Ωκεανός... κάνε την σύνδεση μόνος σου... γιατί άραγε του έδωσα αυτό το όνομα?»

«έχουν το ίδιο προφίλ... άρα παραποιούσε την αλήθεια... με παραπλανούσε αλλάζοντας την σειρά των γεγονότων ώστε να βγάζω λάθος συμπεράσματα... και μου έκρυβε τα ποιο σημαντικά για να μην μάθω... δεν καταλαβαίνω... να μην μάθω τι?» με ρώτησε με απορία

«μην ζορίζεις τον εαυτό σου... άλλαξε σκέψη και όταν το μυαλό σου είναι έτοιμο θα σου δώσει την λύση που ζητάς» του είπα ήρεμα και αυτό τον εκνεύρισε... ξέρει ότι εγώ την ξέρω ήδη την απάντηση... αλλά πρέπει να το βρει μόνος του... η απάντηση είναι μπροστά στα μάτια του... αναστέναξε.

«ωραία... πάλι μπερδεύτηκα χειρότερα»

«τι έχεις μεγαλύτερη σημασία για σένα?»

«τι εννοείς?»

«θες να μάθεις την αλήθεια του παρόντος ή του παρελθόντος?»

«περισσότερο με καίει τι έχει σκοπό να κάνει ο Ααρον και που κολλάει με την εταιρία μου»

«τότε γιατί δυσανασχέτησες με αυτό που σου είπα?»

«γιατί δεν σε προλαβαίνω... πετάς την μια βόμβα πίσω από την άλλη και δεν ξέρω τι να σκεφτώ πια»

«μπορείς πάντα να τα παρατήσεις όποτε θες... αυτό δεν αλλάζει» του είπα αδιάφορα

«δεν είναι παιχνίδι Μπέλα... από την μια ο πόνος από την άλλη το κάψιμο στην πλάτη... μετά πετάς το θέμα της μάνας μου στο άσχετο… σταμάτησε και πήρε μια ανάσα... ανάφερε την δουλειά μαζί με την μητέρα μου» αναφώνησε και με κοίταξε περιμένοντας να του το επιβεβαιώσω... εγώ παρέμεινα απρόσωπη και δεν του απάντησα.

«εντάξει έχεις δίκιο... μην σταματάς τώρα... δεν μπορώ από την μια στιγμή στην άλλη να τα κάνω όλα μαζί»

«πολύ καλή παρατήρηση» είπα μόνο και συνέχισα να τον κοιτώ απρόσωπα

«δεύτερο καμπανάκι... που έχω κάνει το λάθος?»

«σε ποιο από όλα τα λάθη αναφέρεσαι?»

«ωραία άρχισαν οι γρίφοι... έχω χάσει τον ειρμό μου... έχω ξεχάσει από που ξεκινήσαμε... και εσύ μου μιλάς με γρίφους... πως σκατά θα τα ξεμπερδέψω τώρα?»

«να γεμίσω την μπανιέρα?» τον ρώτησα και με κοίταξε ζαρώνοντας τα μάτια του

«παύση... πρέπει να κάνω παύση» είπε και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και πήρε μια βαθιά αναπνοή και βάζοντας τα χέρια του να ακουμπήσουν στο στρώμα έγειρε μπροστά το κεφάλι του και έμεινε για λίγο ακίνητος με κλειστά τα μάτια... εγώ τον περίμενα υπομονετικά.

«δεν έχει λογική» είπε μετά από λίγο και γύρισε να με κοιτάξει... εγώ δεν μίλησα... αναστέναξε

«πάντα αναφέρεσαι σε 5 στάδια... γιατί οι δοκιμασίες ήταν 4?... δεν απάντησα... δεν ήταν 4 μου έκρυψε μια δοκιμασία... δεν μίλησα... πρώτα έγδαρες τον καρπό σου... μετά ρούφηξες το αίμα... το έβαλες στο νερό και μετά έφαγες από την σάρκα σου... τι μου έκρυψε?... δεν απάντησα και ξεφύσησε... περιποιήθηκες μόνη σου την πληγή... το πέρασε σαν να μην ήταν στάδιο... αναστέναξε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του... αλλά σε ποιο σημείο το έκανες?... δεν απάντησα... τελευταίο» είπε πιο ήρεμα και κούνησε το κεφάλι του

«δεν αντέχεις να σε ακουμπούν... δεν αφήνεις κανέναν να σε επηρεάζει» έκανε την σύνδεση και άρχισε να αναπνέει πιο ήρεμα

«είσαι το άκρως αντίθετο από εκείνη... είπε... ξέρει τα πάντα για μένα... συνέχισε... τα έκανα σκατά» έπιασε τα μαλλιά του αντανακλαστικά και τα τράβηξε

«κατέβασε τα χέρια σου» διέταξα και το έκανε ασυναίσθητα αλλά δεν με κοίταξε

«την πάτησα» χαμήλωσα τα πόδια μου και τα σταύρωσα μπροστά μου... έβαλα τα χέρια μου πάνω στα γόνατα μου με τις παλάμες προς τα πάνω και εκείνος ασυναίσθητα μάζεψε τα πόδια του στο στήθος τους και τύλιξε τα χέρια του γύρω από αυτά αλλά δεν γύρισε προς την μεριά μου... ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στα γόνατα του και προσπάθησε πάλι να βρει τις ισορροπίες του... ελπίζοντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA