Ετικέτες

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "38. Η Προσπάθεια"




Άρχισα να του καθαρίζω το σώμα και αναστέναξε...

«τι συνέβη?» τον ρώτησα και με κοίταξε στα μάτια

«πόσα πλευρά σου έχει ραγίσει?»

«ραγίσει?» ρώτησα και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου ενώ συνέχιζα με τον σφουγγάρι να τον καθαρίζω... και έσφιξε τις γροθιές του κοιτάζοντας μακριά για να μην αντιδράσει.

«Έντουαρντ κοίτα με... το έκανε αμέσως... έχει περάσει πολύ καιρός από τότε»

«αλλά οι μνήμες δεν έχουν ξεγραφτεί» απάντησε αυτόματα το ίδιο που του είπα εγώ

«το κακό θα ήταν?»

«πως μπορείς να το λες αυτό?»

«το κακό θα ήταν?» επανέλαβα την ερώτηση μου και τον κοίταξα αυστηρά στα μάτια

«αν είχαν ξεγραφτεί... εγώ θα ήθελα να υπήρχε τρόπος να της ξεγράψω» αναστέναξε

«εγώ όχι» είπα και συνέχισα χαμηλώνοντας για να του καθαρίσω και τα πόδια... το παλιό νερό είχε αδειάσει και η μπανιέρα τώρα είχε το χρώμα του αίματος μας.

«πως αντέχεις να το βλέπεις τόσο ψυχρά?»

«το κόκκινο κρασί πως αντέχεις να το πίνεις?»

«δεν είναι το ίδιο»

«αλήθεια?... πες μου την διαφορά?»

«είναι κρασί Μπέλα... δεν έχει σημασία το χρώμα του»

«και όμως έχει»

«πες μου εσύ την διαφορά»

«αν έχεις πιει τόσο αίμα όσο εγώ... πίστεψε με έχει» του είπα σοβαρά και μόλις σηκώθηκα τον κοίταξα σταθερά στα μάτια.

«σε ανάγκαζε να πίνεις το αίμα σου?» γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«όχι... αλλά για να επιβιώσεις κάνεις τα πάντα» τόνισα και το άφησα αναπάντητο... αναστέναξε

«γρίφος... κάτι παλεύεις να κρύψεις»

«και σε εκνευρίζει αυτό... πιστεύεις ότι είσαι έτοιμος για να το μάθεις?»

«δεν μπορώ να καταλάβω τι προσπαθείς να μου πεις... οπότε δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος ή όχι... όμως εσύ πιστεύεις ότι δεν είμαι έτοιμος»

«μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσα και του έδωσα το σφουγγάρι... το κράτησε στο χέρι του και έβαλα καινούργια δόση από το αντισηπτικό σαπούνι και γύρισα την πλάτη μου.

«όποτε είσαι έτοιμος... του είπα και σταμάτησε να αναπνέει... Έντουαρντ... δεν βιώνουμε με τον ίδιο τρόπο τον πόνο... πρέπει να το δεις για να το καταλάβεις» του είπα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισε να καθαρίζει την πλάτη μου όσο πιο απαλά μπορούσε.

«δεν θα τελειώσουμε ποτέ έτσι» του είπα γελώντας και ακινητοποιήθηκε

«πως μπορείς να είσαι τόσο ψυχρή» αναστέναξε και άρχισε να την καθαρίζει κανονικά

«έχω βιώσει μεγαλύτερο πόνο από αυτόν»

«ποιος ήταν ο μεγαλύτερος?»

«είσαι σίγουρος ότι θες να μάθεις?»

«δεν ξέρω... αλλά είμαι περίεργος»

«στον έχω ήδη αναφέρει»

«όταν σου έσπασε τον τράχηλο»

«την ημέρα που με απήγαγε» επιβεβαίωσα

«δεν μιλάς σοβαρά» είπε σοκαρισμένος και με γύρισε προς την μεριά του.

Πήρα το σφουγγάρι από το χέρι του και τον γύρισα για να του καθαρίσω την δική του πλάτη... καθάρισα το σφουγγάρι και αφού έβαλα ξανά αντισηπτικό σαπούνι άρχισα να του καθαρίζω την πλάτη... ήταν τόσο τσιτωμένος από αυτή την διαπίστωση που δεν έδωσε καθόλου σημασία στον πόνο που του προκαλούσε το σφουγγάρι.

«πως ξέρεις ότι δεν ήθελε να με σκοτώσει με τόσο σιγουριά?»

«όταν με έβαζε να κάνω μπάνιο... το νερό ήταν καυτό»

«και αιμορραγούσες» συμπλήρωσε και έγειρε το κεφάλι μπροστά σφίγγοντας τις μπουνιές του

«και πως επιβίωνες?»

«δεν έκανα κάθε μέρα μπάνιο» είπα αδιάφορα

«άρα και εσύ εξανάγκαζες τον εαυτό σου να μην κοιμάται?»

«όχι κοιμόμουν όταν με έβαζε στο δωμάτιο μου»

«σε χάνω λίγο... το δωμάτιο σου δεν είχε ποντίκια?»

«ναι και?»

«θες να μου πεις ότι δεν σε δαγκώνανε?»

«για ποιον λόγο νομίζεις ότι αιμορραγούσα?»

«δεν μπορώ να καταλάβω... πως γίνεται να σε δαγκώνανε και εσύ να συνέχιζες τον ύπνο σου»

«δεν με δαγκώνανε όλο το βραδύ Έντουαρντ... του είπα και τον γύρισα προς το μέρος μου... θα σκύψεις ή θες να κάνεις μόνος σου το κεφάλι»

«θα το κάνω μόνος μου» είπε και του έβαλα από το ίδιο αντισηπτικό στο χέρι

«δεν έχει και την καλύτερη μυρωδιά αλλά δεν θα πάθεις μόλυνση» του είπα και γέλασε.

Όσο εκείνος λουζόταν εγώ έκανα το υπόλοιπο μου σώμα...

«γιατί δεν με αφήνεις να το κάνω εγώ για σένα?»

«δεν αντέχω να με αγγίζουνε»

«και πριν λίγο πως άντεξες να σε αγγίξω?»

«δεν ήταν το ίδιο»

«και ποια η διαφορά?»

«έχεις καταλάβει τι κάνεις?»

«λούζομαι?»

«βγάζεις από πάνω σου?»

«όλες τις βρώμικες σκέψεις» διαπίστωσε και αναστέναξε.

Πήρα στο χέρι μου το τηλέφωνο και άνοιξα την βρύση...

«είναι κρύο» προειδοποίησα και ένευσε.

Όταν έπεσε το νερό απάνω στο σώμα μου παρέμεινα ψυχρή και τον κοίταζα σταθερά στα μάτια... εκείνος αναστέναξε... όταν ξέπλυνα το σώμα μου άρχισα να τον ξεβγάζω και τσιτώθηκε αλλά κράτησε το αγκομαχητό του και παρέμεινε ψύχραιμος.

«με ποιαν λογική σου έσπασε τον τράχηλο» είπε με κομμένη την ανάσα... κατάλαβε τον τρόπο που αντιμετωπίζω τον πόνο.

«με ποια λογική οι επαγγελματίες μποξέρ σπάνε την μύτη τους?»

«δεν είναι το ίδιο»

«γιατί όχι?»

«γιατί εσένα δεν ήθελε να σε κρατήσει όταν το έκανε»

«και είμαι?»

«μοναχοπαίδι... αναστέναξε... γι αυτό ανάφερες το νερό?... για να καταλάβω ότι δεν μπορείς να κάνεις παιδιά?»

«ο Δόκτωρ Χασιμότο... έχει κάνει θαύματα πάνω στο κορμί μου»

«έχεις κάνει πλαστική»

«ναι» είπα αδιάφορα και έκλεισα το νερό τοποθετώντας στην θέση του το τηλέφωνο της ντουζιέρας και πήρα το μπουρνούζι και το έτεινα προς το μέρος του... εκείνος γύρισε και με άφησε να του το φορέσω.

«μπορείς να καθίσεις όπου θες... του είπα και του έδειξα τον χώρο γύρω μας και με κοίταξε γελώντας... τι?»

«τίποτα» είπε και βγαίνοντας από την μπανιέρα πήγε και έκατσε στο κρεβάτι... φόρεσα το μπουρνούζι μου και πήγα προς την ντουλάπα... την άνοιξα και ετοίμασα δύο ποτήρια με ουίσκι... πήρα την κρέμα και το πακέτο με τα τσιγάρα μου και αφού την έκλεισα γύρισα κοντά του... εκείνος δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω μου.

«θες?» ρώτησα και του έτεινα το ένα ποτήρι... το κράτησε στα χέρια του και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά... άφησα το δικό μου ποτήρι και το πακέτο με τα τσιγάρα στο κομοδίνο και κρατώντας μόνο την κρέμα στα χέρια μου... έκατσα πίσω από την πλάτη του.

«όσο απαίσια είναι η μυρωδιά του τόσο αποτελεσματική είναι για τα σημάδια... αλλά δεν σου υπόσχομαι ότι δεν θα φαίνονται καθόλου»

«δεν πειράζει... υπάρχει πάντα ο Δόκτωρ Χασιμότο» είπε και γελάσαμε μαζί

«έχει πεθάνει» είπα και γέλασε περισσότερο

Πίεσα λίγο το μπουρνούζι του απάνω του για να καθαρίσω το αίμα... δεν κουνήθηκε καθόλου... το περίμενε.

«τι σκέφτεσαι?» τον ρώτησα και άρχισα να βάζω λίγο από την κρέμα στις πληγές του... τσιτώθηκε αλλά συγκράτησε το ουρλιαχτό του... και αναστέναξε.

«εσένα»

«πιο συγκεκριμένα?»

«όταν σε είδα να κατεβαίνεις από την σκάλα... θυμήθηκα την πρώτη μέρα που ήρθε στο σχολείο»

«μμμ... αξέχαστη μέρα»

«γιατί δεν με φοβόσουν?»

«θα έπρεπε?»

«δεν είχα και το καλύτερο βλέμμα»

«αλλά η ματιά σου έκρυβε τόσο πόνο... που όποιος μπορούσε να κοιτάξει πίσω από την εχθρότητα που εξέπεμπες τότε θα μπορούσε να το δει»

«τελικά το είχες από πάντα το μικρόβιο της ψυχολόγου»

«μπορεί και να έχεις δίκιο» είπα και μόλις έβαλα και στην τελευταία του πληγή λίγο από την κρέμα την έτεινα μπροστά του και την κράτησε στα χέρια του... αφού πρώτα άφησε το ποτήρι του δίπλα στο δικό μου.

«χωρίς να ακουμπάς το δέρμα μου» προειδοποίησα και γυρίζοντας του την πλάτη μου και έκατσα σε εμβρυακή στάση τεντώνοντας την πλάτη μου.... εκείνος επανέλαβε την ίδια διαδικασία.

«γι αυτό φοράς το μενταγιόν» διαπίστωσε και αναστενάζοντας άφησα το μάγουλο μου να ακουμπήσει πάνω στο μενταγιόν και έκλεισα τα μάτια.

«εκείνος σου το είχε πάρει» προσπάθησε πάλι

«εκείνος το έφτιαξε» διόρθωσα

«ήταν και χρυσοχόος?»

«ήταν πολλά πράγματα... ότι βλέπεις εδώ μέσα που υπάρχει απάνω του το τριαντάφυλλο με το φίδι... το έχει φτιάξει ο ίδιος»

«εννοείς και τις πόρτες?»

«και τα έπιπλα... ακόμα και τα δαχτυλίδι που φοράω ήταν δική του πατέντα... όταν ξανά λειτούργησε το σπίτι το πήγα σε 5 χρυσοχόους για να καταφέρουν να το αντιγράψουν αλλά και οι 5 δεν καταφέρανε να κάνουν και την καλύτερη δουλειά»

«και πως έχεις φτιάξει τόσα αντίγραφα?»

«έκατσα και το έφτιαξα μόνη μου... τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο... και μετά το έδωσα μόνο για το τελικό δέσιμο στον καλύτερο από τους 5 που δεν μπορούσαν να το φτιάξουν»

«φαντάζομαι τι ήττα θα φάγανε όταν τους είπες ότι το έφτιαξες μόνη σου»

«όχι απλώς καταλάβανε το λάθος που κάνανε»

«τι λάθος κάνανε?»

«το φτιάχνανε χωρίς συναίσθημα» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και μόλις τελείωσε σηκώθηκα και αφαίρεσα το μπουρνούζι και το εσώρουχο μου... τα δίπλωσα και τα έβαλα κάτω από την κάπα μου και παίρνοντας καθαρό εσωρούχου από το ντουλαπάκι που ήταν κάτω από το έπιπλο που άφηνα τα πράγματα μου το φόρεσα και γύρισα προς την μεριά του.

«μπορείς να βγάλεις το μπουρνούζι... δεν σου χρειάζεται πια»

«μπορώ να βάλω και εγώ το εσώρουχο μου?»

«αν αυτό επιθυμείς» είπα και πηγαίνοντας προς την μπανιέρα φόρεσα πάλι τα παπούτσια μου και γύρισα προς το κρεβάτι... αυτή η κίνηση τον προβλημάτισε.

«γιατί μόνο εσείς ο και μίστερ ΜΠ φοράτε παπούτσια?»

«Breaveman για σένα» τον διόρθωσα

«έστω» απάντησε και γύρισε κοντά μου.

«καλή ερώτηση» απάντησα

«κάτι προσπαθείς να κρύψεις πάλι»

«και για να μην σου απαντώ?»

«η απάντηση είναι μπροστά στα μάτια μου αλλά δεν την βλέπω»

«μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσα

«οκ θα το βρω στην συνέχεια... σίγουρα θα με καθοδηγήσεις προς την λύση κάποια στιγμή που θα είμαι έτοιμος να το μάθω... κόλλησε και κάρφωσε την ματιά του στα παπούτσια μου... βγάλτα » απαίτησε και του απάντησα κουνώντας το χέρι μου επιδεικτικά όχι με τον δείκτη μου.

«έχεις αφήσει κάποιο σημάδι... γι αυτό πάντα φοράς τα παπούτσια σου όταν κάνουμε έρωτα... για να μην το δω» δήλωσε πιο επιθετικά.

«ναι» επιβεβαίωσα χωρίς να πω τίποτα άλλο και πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και ακούμπησε τους αγγόνες του πάνω στα γόνατα του.

«έχεις δίκιο... δεν είμαι έτοιμος γι αυτό»

«τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη?» τον ρώτησα και μάζεψα τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου και τα αγκάλιασα με τα χέρια μου.

«θυμήθηκα το σημάδι του Άαρον»

«μμμ... ο Μαύρος Ωκεανός... ο πιο χέστης από όλους τους» γέλασα

«θες να μου πεις ότι αυτός έκανε το μικρότερο κόψιμο?»

«γιατί σου κάνει εντύπωση?»

«γιατί το παίζει αρχηγός τους»

«το παίζει... δεν είναι... είναι όλοι ίσοι... απλά εκείνος τυγχάνει να είναι ο πιο παλιός που έχει απομείνει σε αυτήν την αγέλη»

«πόσα χρόνια είναι εδώ?»

«πρωτοήρθε όταν πέθανε ο πατέρας του... 3 χρόνια πριν πεθάνει ο Πάολο»

«και ακόμα είναι στο στάδιο 3»

«ο καθένας με τα βίτσια του» ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα και του ήρθε φλασιά.

«τι απέγιναν όσοι φύγανε εκείνη την ημέρα?»

«συνέχισαν την ζωή τους πιο ποιοτικά»

«δεν έχει λογική»

«γιατί?»

«θεωρούσες ότι ο Πάολο τους διέφθειρε... ήθελες να του κρατήσεις για να τους εκπαιδεύσεις από την αρχή... γιατί έδιωξες όσους δεν γδάρανε το δέρμα τους?»

«γιατί δεν ήταν δολοφόνοι»

«και εσύ είσαι?» ανασήκωσα τα φρύδια μου

«είσαι αλλά ξέρεις να ελέγχεις τα ένστικτα σου... ενώ όσοι το κάνανε δεν ήξεραν πως να τα ελέγξουν... γι αυτό και τους κράτησες για να μπορέσεις να του δείξεις τους εναλλακτικούς τρόπους»

«μμμχχχμμμ» αναστέναξε και πέρασε πάλι το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.

«πως μπόρεσες να φας την σάρκα σου?»

«αν έμενες και εσύ χωρίς νερό και χωρίς φαί για 4 μέρες... θα έπινες και θα έτρωγες ότι υπήρχε μπροστά σου»

«αυτό δεν είναι δίκαιο»

«γιατί?»

«γιατί εκείνοι δεν ήταν νηστικοί»

«και πως το ξέρεις αυτό?»

«θα το τόνιζε επιδεικτικά»

«σωστή παρατήρηση... θεωρείς ότι τους ξεγέλασα?»

«δεν ξέρω... όπως είπα δεν τον εμπιστεύομαι και κάτι δεν μου κόλλησε στην σειρά που είπε τα γεγονότα... άρα σίγουρα κάτι έκρυψε»

«τι δεν σου κόλλησε?»

«είπε ότι έφαγες την σάρκα σου και κανείς δεν τόλμησε να το κάνει... και μετά είπε ότι βούτηξες το χέρι σου σε καυτό νερό και περίμενες την αντίδραση τους... δεν έχει λογική... από την στιγμή που δεν έφαγε κανείς από την σάρκα του... τότε άξια τους είχες κερδίσει... γιατί να βάλεις το χέρι σου στο καυτό νερό»

«οπότε?»

«τα είπε με λάθος σειρά»

«ναι... επιβεβαίωσα... πρώτα έβαλα το χέρι μου μέσα στο νερό και μετά δάγκωσα την σάρκα μου... αλλιώς πως θα ξεκόλλαγα κομμάτι» του έκλεισα το μάτι

«πως μπόρεσες να το κάνεις αυτό?» επέμενε προσπαθώντας να ελέγξει τις αναπνοές του... το δέρμα του άρχισε να κρυώνει και ο αρχικός πόνος να επανέρχεται.

«είσαι σίγουρος ότι θες να μάθεις?»

«ναι»

«πόσες μέρες συνεχόμενες έμεινα χωρίς νερό και φαί?»

«4»

«και σε ποιο δωμάτιο ήμουν?»

«στο δωμάτιο με... τα...» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει με κοίταξε άφωνος

«αν έχεις πιει αίμα ποντικιού και έχεις φάει την σάρκα τους... πίστεψε με η δική σου σάρκα είναι λουκούμι μπροστά τους»

«Μπέλααα» ούρλιαξε και έκλεισε τα αφτιά του και προσπάθησε να ελέγξει τις αναπνοές του... βάζοντας το χέρι του πάνω στο στόμα του για να μην κάνει εμετό.

«μην ακουμπήσεις πίσω γιατί ο πόνος θα είναι χειρότερος... αν η κρέμα απλωθεί και στην υπόλοιπη πλάτη» τον προειδοποίησα και γύρισε και με κοίταξε.

Συνεχίζεται...............

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA