Ετικέτες

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Η αγάπη σου με σκοτώνει "28. Η Προσπάθεια"




Έντουαρντ

Έμεινα για λίγο να την κοιτάζω να απομακρύνεται... και ένιωθα ότι μαζί της έπαιρνε και ένα μου κομμάτι... το πιο βασικό... την καρδιά μου... είμαι μισός χωρίς εκείνην... χωρίς εκείνην νιώθω ένα τίποτα... αλλά από την άλλη... δεν μπορώ να ζω μια τέτοια ζωή... δεν μπορώ να το υποστώ όλο αυτό πάλι από την αρχή... την αγαπάω... αλλά δεν μπορώ άλλο.

Χίλιες φορές να με μαστίγωνε παρά αυτό... είναι εκατό φορές πιο επώδυνο από ότι ήταν όταν ήμουν με την μητέρα μου... θέλω να καταλάβω το γιατί... αλλά δεν έχω άλλη ψυχική δύναμη να μείνω αμέτοχος σε αυτό της το βασανιστήριο... δεν μπορώ.

Γύρισα στον Καρλάηλ διαλυμένος... εκείνος δεν είπε τίποτα... έκατσα στην καρέκλα μου βαρύς και έπιασα το κεφάλι μου απελπισμένος.

«πες το» του έδωσα την άδεια και ξεφύσησε

«βρε αγόρι μου... πότε θα καταλάβεις ότι, ό,τι κάνει το κάνει για το καλό σου... δεν είναι από τις γυναίκες που ήρθαν για να πάρουν... ήρθε για να σου δώσει αγόρι μου... προσπάθησε να την δεις λίγο»

«τα έχω κάνει σκατά Καρλάηλ... δεν ξέρω τι να σκεφτώ πια... αντί να ξεδιαλύνω κάποια πράγματα... μπερδεύομαι όλο και περισσότερο»

«χαλάρωσε και πάρτο από την αρχή... και όταν συνειδητοποιήσεις τι θέλεις... τότε κάντο πράξη»

«δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλει από μένα... είναι μια άσπρο μια μαύρο... δεν το αντέχω άλλο αυτό... δεν μπορώ να την πιάσω πουθενά... εκεί που νιώθω ότι έχω καταλάβει εκεί την χάνω πάλι... δεν ξέρω τι άλλο να κάνω μαζί της»

«πάρε μια ανάσα και προσπάθησε από την αρχή... είπε ήρεμα και αφού σηκώθηκε ήρθε από πάνω μου και έβαλε το χέρι του φιλικά πάνω στον ώμο μου... η λύση είναι μπροστά στα μάτια σου» είπε μόνο και αφού μου έδωσε δύο φιλικά χτυπήματα στον αριστερό μου ώμο έφυγε και με άφησε μόνο μου.

Ασυναίσθητα μόλις έμεινα μόνος... πήρα το κουτάλι μέσα από το ποτήρι και άρχισα να παίζω με την σοκολάτα... χωρίς να την τρώω.

«
πόσο μίσος ακόμα πρέπει να φάω επιτέλους κύριε Κάλεν για να μπορέσω και εγώ να γευτώ λίγη από την σαντιγί σας?»

Ήρθαν τα λόγια της στην μνήμη μου και αναστέναξα... έβαλα το κουτάλι στο στόμα μου και το γεύτηκα... σκεπτικός

«
μπορείτε να μου βρείτε που στο διάολο είναι το γαμημένο το σουδάκι?»

Έβαλα το κουτάλι και άρχισα και πάλι να σκαλίζω την σοκολάτα προκειμένου να βρω το σουδάκι... σκάλισα όλο το ποτήρι και το βρήκα στον πάτο... το ψάρεψα και αφού το έβγαλα από την σοκολάτα το έβαλα στο πιάτο μου και άρχισα να το κοιτώ.

Το σουδάκι ήταν περιτριγυρισμένο από σοκολάτα... η σαντιγί δεν φαινόταν... με το κουτάλι άρχισα να βγάζω την σοκολάτα για να βρω την σαντιγί... ήταν μέσα στο σου.. και ήταν ανεπηρέαστη από την σοκολάτα.

Το σου είναι η καρδιά μου... το μόνο που έχει μείνει απάνω μου ανέπαφο από το μίσος της είναι αυτό που έχει μέσα η καρδιά μου... έχω πνιγεί από το μίσος της... και ότι και να κάνω... η καλή μου πλευρά είναι πολύ λίγη για να υπερισχύσει... τότε εκείνη γιατί είναι ακόμα εδώ?... γιατί δεν τα παρατάει?... γιατί?

«θα θέλατε να σας φέρω κάτι άλλο?» ρώτησε η Μπερλίνα και σήκωσα το κεφάλι μου νωχελικά

«μόνο τον λογαριασμό... σε ευχαριστώ»

«σας τον φέρνω αμέσως» ανταποκρίθηκε αμέσως και αφού έκανε ένα νόημα προς τα πίσω... άρχισε να μαζεύει τα πιάτα... εγώ συνέχιζα να σκαλίζω την σοκολάτα αδιάφορα... αλλά για κάποιον λόγο είχα κολλήσει τα μάτια μου πάνω στα χέρια της.

«Μπερλίνα μου» θυμήθηκα τα λόγια της Μπέλας... εκείνη την στιγμή νόμιζα ότι είναι δικιά της... αλλά αυτή δεν φοράει δαχτυλίδι... από την μια ο
Τάησον φόραγε ένα που ήμουν σίγουρος ότι μου θύμιζε κάτι... αλλά δεν ξέρω τι... από την άλλη το δαχτυλίδι του Άλαν δεν είχε καμία σχέση με το δαχτυλίδι του Τάησον... σκατά δεν θα βγάλω ποτέ άκρη... γιατί όμως εκείνη φόρεσε το δαχτυλίδι της όταν πήρε την απόφαση να μείνει κοντά μου?

«μόνο έτσι μπορώ να την αντιμετωπίσω»

Η Μπερλίνα από την άλλη όταν η Μπέλα της ζήτησε τασάκι κάρφωσε στιγμιαία τα μάτια της στο δαχτυλίδι της... άρα αυτή ξέρει τι σημαίνει.

«Μπερλίνα να σε ρωτήσω κάτι?»

«φυσικά κύριε» ανταποκρίθηκε αμέσως σταματώντας ότι έκανε και γύρισε με σεβασμό προς το μέρος μου... όλες της οι κινήσεις δήλωναν αποφασιστικότητα... δυναμισμό... ήταν ρευστές αλλά και επιδεικτικές... όλα θύμιζαν απάνω σε αυτό το κορίτσι τόσο πολύ εκείνην... αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο... με το δικό της προσωπικό στιλ.

«πόσο καιρό ξέρεις την δεσποινίς Σουάν?»

«όσο καιρό έρχεται εδώ κύριε»

«δηλαδή?»

«την πρώτη φορά που της πήρα παραγγελία ήταν... αν δεν κάνω λάθος την πρώτη μέρα που έπιασε για σας δουλειά... έτσι τουλάχιστον μου είπε εκείνην την ημέρα»

«μάλιστα... και κάνετε παρέα?»

«όχι κύριε... εγώ είμαι απλά η σερβιτόρα σας»

«δηλαδή δεν ξέρεις τίποτα για εκείνην?»

«της παίρνω παραγγελία... και της δίνω τον λογαριασμό... όσα ξέρω για σας... αλλά τόσα ξέρω και για εκείνην... κύριε»

«καλά σε ευχαριστώ... και ελπίζω να μην σε έφερα σε δύσκολη θέση»

«κανένα πρόβλημα... κύριε... πάντα στην διάθεση σας» απάντησε ζεστά και συνέχισε την δουλειά της... θα τρελαθώ... τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές.

Αφού πλήρωσα τον λογαριασμό... αφήνοντας ένα γενναιόδωρο πουρμπουάρ... ξεκίνησα προς το γραφείο μου... αλλά μόλις έκατσα στην καρέκλα μου ένιωθα ότι είχε καρφιά... δεν πέρασε πολύ ώρα και τα παράτησα... μάζεψα τις εκκρεμότητες μου και κίνησα για το σπίτι για να δουλέψω με την ησυχία μου στο γραφείο μου... από την ώρα που έφτασα στο σπίτι μέχρι και που σκοτείνιασε δεν ξαναβγήκα από εκεί.

Μια αστραπή μου απόσπασε την προσοχή και σήκωσα το κεφάλι μου από τον υπολογιστή... ο καιρός ήταν μουντός και είχε σκοτεινιάσει πιο νωρίς... εγώ είχα απορροφηθεί τόσο πολύ στην εργασία που δούλευα που δεν είχα καταλάβει ότι είχα μείνει στο σκοτάδι... αναστέναξα κουρασμένα... και αφού έσωσα τα αρχεία μου... τα πέρασα στο στικάκι για να τα πάρω αύριο μαζί μου και κλείνοντας τα αρχεία μου έκανε την εμφάνιση της η εικόνα της που είχα στην επιφάνεια εργασία μου... πέρασα τα ακροδάχτυλα μου από το μάγουλο της... και αναστέναξα για άλλη μια φορά... γιατί να μην μπορούμε να είμαστε και εμείς όπως όλα τα άλλα ζευγάρια... γιατί όσα μας ενώνουν μας χωρίζουν κιόλας?... τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί.

Έκλεισα τον υπολογιστή και παρέμεινα για λίγο στο σκοτάδι... το μόνο φως που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν το φως από τις αστραπές που όσο πέρναγε η ώρα γινόντουσαν όλο και πιο συχνές... παρέμεινα στην σιωπή... το μόνο που ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο... ήταν οι βροντές... που όσο πέρναγε η ώρα γίνονταν όλο και πιο συχνές.

Έσυρα το πληκτρολόγιο πιο μακριά μου και ακουμπώντας το αριστερό μου χέρι πάνω στο γραφείο έγειρα το σώμα μου στο πλάι βάζοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο χέρι μου... και με το δεξί μου χέρι άρχισα να παίζω με τον διακόπτη του λαμπατέρ... που ήταν στην άκρη του γραφείου μου.

Το άνοιγα το άφηνα για λίγο ανοιχτό και το ξανάκλεινα... ξανά και ξανά και ξανά... γιατί δεν τα παρατάει?... γιατί είναι ακόμα εδώ?... τι θέλει από μένα?... ήταν οι ερωτήσεις που τριβέλιζαν την σκέψη μου συνέχεια... αλλά καμία απάντηση δεν ερχόταν.

Πάνω σε μια βροντή κάποιος θόρυβος στην πόρτα μου απέσπασε την προσοχή μου... χωρίς να αλλάξω στάση γύρισα μόνο τις κόγχες τον ματιών μου και κοίταξα προς την πόρτα... μέσα στο δωμάτιο επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι... αλλά μπροστά από την πόρτα υπήρχε μια φιγούρα... ακίνητη και σιωπηλή.

Έμεινα ακίνητος να την κοιτάζω ανέκφραστος... συνεχίζοντας να αναβοσβήνω το λαμπατέρ... το φως του ήταν τόσο λίγο που δεν έφτανε να καλύψει όλο το δωμάτιο... και έτσι ακόμα και όταν ήταν ανοιχτό δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο που κρυβόταν στο σκοτάδι... μια αστραπή ήρθε να μου δώσει την απάντηση που ζητούσα... ήταν εκείνη... ανέκφραστη... ακίνητη... σιωπηλή... με τα χέρια πίσω από την πλάτη της και τα πόδια σταθερά και μισάνοιχτα να με κοιτάζει... φορούσε μόνο ένα κόκκινο κραγιόν... ένα κόκκινο δερμάτινο εσώρουχο... και κόκκινες δερμάτινες γόβες στιλέτο... είχε τόσο δυναμισμό... τόσο αέρα... όλα επάνω της αυτήν την στιγμή μου θύμιζαν τόσο πολύ εκείνην.

«Έντιιιι... μην κρύβεσαι... ξέρεις ότι θα σε βρω... και όταν συμβεί αυτό... τότε θα είναι χειρότερα για σένα» εξωτερίκευσα ειρωνικά τα λόγια της μητέρας μου πουθ έλεγε, κάθε φορά που με έψαχνε για να ξεκινήσει το παιχνίδι της... εκείνη δεν μίλησε... παρέμεινε στο ίδιο σημείο ακίνητη.

«ωραίο τρόπο βρήκες για να με προκαλέσεις... σε τι διαφέρεις αλήθεια από εκείνη?» συνέχισα και γυρίζοντας την ματιά μου πάλι προς το λαμπατέρ συνέχισα να παίζω αδιάφορα μαζί του... αγνοώντας την... το ίδιο έκανε και εκείνη... συνέχιζε να παίζει το παιχνίδι της... παραμένοντας ακίνητη και σιωπηλή... ήξερε πόσο με τρομάζει η σιωπή της... και χτύπαγε ακριβώς εκεί... αναστέναξα.

«εντάξει κέρδισες... τώρα μπορείς να με αφήσεις μόνο μου?... ή ο σκοπός σου είναι να με αποτελειώσεις?... γιατί αν αυτός είναι ο σκοπός σου... σε ενημερώνω ότι δεν αργεί πολύ να γίνει αυτό» είπα και γύρισα πάλι μόνο τις κόγχες τον ματιών μου για να την κοιτάξω... εκείνη συνέχιζε να μην αλλάζει στάση... τι στο διάολο θέλει από μένα?... γιατί είναι ακόμα εδώ?... γιατί δεν τα παρατάει?

«αν φύγω θα φύγεις?» ρώτησα πάλι αλλά για άλλη μια φορά καμία απάντηση δεν ήρθε... οι ουρανοί άνοιξαν και πάνω στα παράθυρα ακουγόντουσαν οι χοντρές σταγόνες που καθώς πέρναγε η ώρα γινόντουσαν όλο και πιο πολλές... τα μάτια μου μιμούμενα τις σταγόνες άρχισαν να δακρύζουν.

«δεν το αντέχω όλο αυτό Μπέλα... δεν μπορώ να το ξαναπεράσω από την αρχή... ιδίως με σένα» της είπα μέσα από τον αναστεναγμό μου επαναλαμβάνοντας τα λόγια της... έκανε ένα βήμα μπροστά... και μπήκε στο φως που έμπαινε από το παράθυρο ώστε να βλέπω καλύτερα την φιγούρα της αλλά και το πρόσωπο της.

«αυτό ήταν τελικά όλο?... να τα παρατήσω?» έκανε πάλι ένα βήμα προς τα πίσω και παρέμεινε στο σκοτάδι

«όχι να τα παρατήσω... να σηκώσω ανάστημα... έτσι δεν είναι?... να πω αρκετά... αλλά αν το πω... είπες ότι θα σε χάσω... Μπέλα... δεν έχει λογική» έκανε μισό βήμα μπροστά

«τι στο διάολο θες από μένα?... ξέσπασα... γιατί με τριβελίζεις?... είσαι χειρότερη από εκείνη... εκείνη τουλάχιστον έλεγε από την αρχή τι ήθελε και μετά έκανε ότι έκανε» έκανε πάλι μισό βήμα μπροστά

«Μπέλα κόφτο πια... μου σπας περισσότερο τα νεύρα με αυτά που κάνεις?... τι θέλεις από μένα?» παρέμεινε στην θέση της και έπιασα το κεφάλι μου με τα δύο μου χέρια... παραμένοντας στο σκοτάδι.

«θες να πω αρκετά... αλλά αν το πω θα σε χάσω» την κοίταξα μέσα από το άνοιγμα των δαχτύλων μου... έκανε μισό βήμα μπροστά

«θες να πω αρκετά... για να μπορέσω να σε κερδίσω» έκανε ένα σταθερό μεγάλο βήμα μπροστά και τώρα ήταν ολόκληρη στο φως του παραθύρου

«ωραία λοιπόν... αρκετά Μπέλα... αρκετά» είπα αποφασιστικά βγάζοντας τα χέρια μου από το πρόσωπο μου και την κοίταξα σταθερά στα μάτια... δεν άλλαξε ύφος... γύρισε προς την πόρτα... και πηγαίνοντας κοντά της με αργά και βασανιστικά βήματα σήκωσε το χέρι της για να την χτυπήσει μόλις την έφτασε.

«περίμενε... κατέβασε το χέρι της και περίμενε... μην φύγεις ακόμα... κάτσε τουλάχιστον να μου εξηγήσεις... σε παρακαλώ» παρέμεινε στην ίδια θέση χωρίς να κουνιέται

«έλεος Μπέλα... σταμάτα το αυτό... και έλα εδώ να μιλήσουμε για μια φορά ήρεμα σαν άνθρωποι... χωρίς παραβολές και νοητές λέξεις... σε παρακαλώ» γύρισε προς την μεριά μου αλλά δεν κουνήθηκε... τι στο διάολο ήθελε τώρα?... άνοιξα το λαμπατέρ και την κοίταξα αναστενάζοντας

«μάλιστα... δεν θα μου κάνεις την χάρη ούτε και τώρα» γύρισε πάλι προς την πόρτα

«έλεοςςςς... φτάνει... κόφτο πια... δεν το αντέχω αυτό» ξέσπασα και γυρίζοντας την καρέκλα μου προς τον τοίχο έβαλα τους αγκώνες μου πάνω στα γόνατα μου και στήριξα το κεφάλι μου στα χέρια μου για να καλμάρω τα νεύρα μου

«λυπήσουμε Μπέλα... σε παρακαλώ... πες μου τι θες να κάνω... δεν μπορώ να σε καταλάβω... εκεί που νομίζω ότι καταλαβαίνω εκεί σε χάνω... πως διάολο θα καταλάβω τι θες αν δεν μου πεις?» ούρλιαξα και ακούμπησα ξανά πίσω στην πλάτη της καρέκλας, κοιτάζοντας το ταβάνι... όπως το περίμενα κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν πίσω μου... και εκείνη παρέμενε σιωπηλή.

«δεν θα μου μιλήσεις ούτε και τώρα» διαπίστωσα και άφησα την ανάσα μου να βγει βίαια από μέσα μου... δεν ξέρω τι άλλο να κάνω με αυτήν την γυναίκα... είναι σκέτος δαίμονας... τα παρατάω... δεν αντέχω άλλο... γέλασα δυνατά και κούνησα το κεφάλι μου

«αυτό ήθελες από την αρχή... να τα παρατήσω... οκ λοιπόν τα παρατάω... δεν έχω άλλες αντοχές... ικανοποιήθηκες τώρα?... άδειασε μου τώρα την γωνιά... και μην ξαναγυρίσεις... δεν θέλω να σε ξαναδώ»

«τότε ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» απάντησε και γύρισα προς το μέρος της

«τι είπες?» δεν απάντησε

«τι είπες?» ρώτησα και την κοίταξα μοχθηρά στα μάτια

«Μπέλα σήκω φύγε από εδώ τώρα... πριν δεις την δική μου οργή... το κατάλαβες?» δεν κουνήθηκε... δεν κούνησε καν βλέφαρο... τι σόι πράμα είναι αυτή η γυναίκα?... τι μου ζητάει να κάνω να την σκοτώσω?... πως ήξερε αυτή τα λόγια της μητέρας μου?

«αυτό θες?... είσαι σίγουρη?» καμία απάντηση

«πολύ καλά... να μην σου χαλάσω το χατίρι... αφού αυτό θες... πάρτο» είπα και ανοίγοντας το συρτάρι μου έβγαλα το όπλο μου και το πέταξα πάνω στο γραφείο μου

«αλλά κάντο μόνη σου... με αποτελείωσες Μπέλα... το καταλαβαίνεις... με αποτελείωσες... δεν θα είμαι εγώ η αιτία που χάσεις την ζωή σου... για να με στείλεις και στην κόλαση... δεν θα γίνω εγώ για χάρη σου ζωντανός νεκρός... ή σήκω φύγε... ή αυτοκτόνησε μόνη σου... λίγο με νοιάζει τι θα κάνεις... αρκετά σε ανέχτηκα... αρκετές τύψεις έχω εξαιτίας σου... δεν θα μου φορτώσεις κι άλλες... το ακούς... όχι άλλες» είπα κοπανώντας το χέρι μου στο τραπέζι και τότε την είδα να φέρνει το δεξί της χέρι μπροστά και να καρφώνει στον κρόταφο της ένα μπιστόλι... που το βρήκε το μπιστόλι?... θα το κάνει στ' αλήθεια... Χριστέ μου είναι ικανή για όλα.

«Μπέλα μη... σταμάτα... μην το κάνεις... δεν ξέρω τι λέω... κατέβασε το όπλο σε παρακαλώ
» δεν κουνήθηκε αλλά δεν πάτησε και την σκανδάλη, πρέπει να την πείσω να σταματήσει αλλά πως?

«Μπέλα σε ικετεύω... μην το κάνεις... είμαι ένας ηλίθιος, ένας ανόητος... δεν ξέρω τι λέω... σε παρακαλώ δεν θα αντέξω να σε χάσω... σε παρακαλώ» προσπάθησα άλλη μια φορά αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε... πήρα το μπιστόλι μου στο χέρι μου και την μιμήθηκα

«αν το κάνεις θα το κάνω και εγώ... κατέβασε το τώρα» απαίτησα άγρια και το κατέβασε αλλά δεν κουνήθηκε... ακόμα το κράταγε... το κατέβασα και εγώ και αναστέναξα

«γιατί τα κάνεις όλα αυτά?... γιατί δεν μπορούμε να είμαστε σαν όλα τα άλλα φυσιολογικά ζευγάρια... σε παρακαλώ... έλα να μιλήσουμε... πρέπει να με βοηθήσεις να καταλάβω και σου υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω...» πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου έβαλε ξανά το μπιστόλι της στον κρόταφο και την μιμήθηκα ταυτόχρονα και εγώ

«αρκετά Μπέλα... δεν ξέρω τι άλλο να κάνω μαζί σου... αρκετά» είπα και πάτησα την σκανδάλη χωρίς δεύτερη σκέψη κλείνοντας τα μάτια... δύο παράλληλοι πυροβολισμοί έσπασαν την σιωπή... και εγώ έμεινα για λίγο ακίνητος.

Τι στο καλό αφού πάτησα την σκανδάλη γιατί δεν έγινε τίποτα?... αναρωτήθηκα και άνοιξα τα μάτια... η Μπέλα ήταν πεσμένη στο πάτωμα ακίνητη μέσα στο σκοτάδι... πάλι μου είχε σώσει την ζωή αφαιρώντας την δική της.

«όχι... ούρλιαξα και πετώντας το μπιστόλι στο πάτωμα έτρεξα κοντά της... όχι Μπέλα... όχι μην μου το κάνεις αυτό... δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα σε παρακαλώ» έλεγα ενώ ταυτόχρονα την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα επάνω μου.

«σε παρακαλώ μην με αφήνεις... σε παρακαλώ» ούρλιαζα και άφησα τα δάκρυα μου να ξεχειλίσουν επάνω της... εκείνη παρέμενε ακίνητη

«τι έκανα... Χριστέ μου τι έκανα το τέρας... τι?» ούρλιαξα και αφού την άφησα στο πάτωμα σηκώθηκα και έτρεξα πίσω στο γραφείο μου... βρήκα το όπλο μου και βγάζοντας τον γεμιστήρα τον κοίταξα καλά... σφαίρες κρότου... κοίταξα προς το μέρος της ήταν εκεί όπου την είχα αφήσει... το όπλο της είχε πέσει πιο μακριά... χωρίς να το σκεφτώ γύρισα κοντά της και παίρνοντας το όπλο της στα χέρια μου το έβαλα στον κρόταφο μου και πάτησα την σκανδάλη.

Κλικ... τι στο διάολο?... αναρωτήθηκα και κοίταξα το όπλο... έλειπε ο γεμιστήρας.

«αυτό ψάχνεις?» άκουσα την φωνή της και πάγωσα... μου πήρε το όπλο από τα χέρια μου και με κοίταξε στα μάτια... εγώ είχα μείνει κάγκελο... το μυαλό μου είχε παγώσει δεν ήξερα τι να πιστέψω... τι να σκεφτώ... τι έγινε τώρα?... πριν δεν την είχα στα χέρια μου νεκρή?... κοίταξα τα χέρια μου... δεν υπήρχε αίμα απάνω τους... γύρισα προς τα πίσω... το σώμα της δεν ήταν εκεί... εκείνη ήταν όρθια από πάνω μου και με περίμενε μέχρι να αντιδράσω

«πως... αφού» κατάφερα μόνο να πω και βάζοντας τον γεμιστήρα όπλισε το όπλο

«ποτέ μην παίρνετε κύριε Κάλεν μια απόφαση εν θερμώ ... είπε και άρχισε να κάνει τον γύρω του κορμιού μου με σταθερά και αργά βήματα... γιατί τότε... συνέχισε και μένοντας ακριβώς μπροστά μου με σημάδεψε με το όπλο... θα το πληρώνετε ακριβά» είπε και πυροβόλησε... ένιωσα την σφαίρα να περνάει ξυστά από την κλείδα μου αλλά δεν μου ακούμπησε το δέρμα

Πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και άνοιξα τα μάτια μου... τότε ένιωσα το πιάνο που ήταν πίσω μου να τρίζει και ξαφνικά έπεσε βαρύ στο πλάι με έναν εκκωφαντικό ήχο... έκλεισα τα μάτια και έπιασα την καρδιά μου... το πιάνο ήταν αυτό που πάντα μου έφερνε την ισορροπία όταν ζούσα στο σπίτι της... ήταν το μοναδικό που με έκανε να νιώθω ασφάλεια... ήταν το σπίτι μου... από τότε που πέθανε δεν ξανά έπαιξα... αλλά το είχα πάντα δίπλα μου... να μου θυμίζει τις όμορφες στιγμές που απολάμβανα όταν έπαιζα... τις στιγμές που εκείνη έλειπε από το σπίτι... ήταν οι μοναδικές στιγμές που ένιωθα να χαμογελώ... όχι το πιάνο μου... ΟΧΙΙΙΙ.

Την κοίταξα μοχθηρά και άρχισα να αναπνέω γρήγορα... εκείνη χαμήλωσε στο ύψος μου... και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«όχι εν θερμώ »

«γιατί με έκανες να πιστέψω ότι πέθανες?... γιατί δεν φύτεψες μια σφαίρα στο κεφάλι σου να με λυτρώσεις από εσένα... όπως με λύτρωσες από εκείνη?... γιατί δεν πυροβόλησες εμένα και πυροβόλησες το πιάνο μου?... γιατί???» ούρλιαξα μέσα από τα δόντια μου αφρίζοντας

«ο κυρίαρχος είναι ο καθρέφτης του ενδοτικού του... ο ενδοτικός ο αντικατοπτρισμός του κυριάρχου του... αν θες να πεθάνω... θα σε πάρω μαζί μου... αν θες να πεθάνεις... θα με πάρεις μαζί σου... τώρα σκέψου καλά τι θες... και κάντο πράξη» είπε ισιώνοντας το κορμί της... έκανε το γύρω του σώματος μου και μόλις στάθηκε πίσω από την πλάτη μου γονάτισε και ακούμπησε το στήθος της απάνω μου.

Έφερε τα χέρια της μπροστά... και μόλις έβαλε το όπλο στο δεξί μου χέρι... το γύρισε και το ακούμπησε πάνω στην καρδιά μου... αφαίρεσε τα χέρια της και τα έσυρε πάνω στο στήθος μου... αργά και βασανιστικά

«κλείσε τα μάτια σου... έκλεισε τα μάτια μου με τα χέρια της αλλά δεν τα άφησε εκεί... και σκέψου ήρεμα... τι θες... τι πραγματικά θες... βάλε στόχο... και εκπλήρωσε τον... μην ακούς τι λένε οι άλλοι... άκου την καρδιά σου... και αν ακόμα πιστεύεις ότι δεν αξίζει... τότε πάτα την σκανδάλη» συνέχισε και κλείνοντας τα αυτιά μου με τα χέρια της παρέμεινε εκεί ακουμπώντας το σώμα της πάνω στο δικό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA