Μόλις μπήκα στο γραφείο μου... ένιωσα σαν να μπήκα στο σπίτι μου... το μόνο σπίτι που με ηρεμεί και με κάνει να νιώθω ασφάλεια... χαμένος μέσα στους αριθμούς, είναι οι μόνες στιγμές που μπορώ να σκέφτομαι με την δική μου λογική ανεπηρέαστος.
Σε όλη την διαδρομή ο Τάηλερ δεν έβγαλε άχνα... περίεργο αυτό δεν το συνηθίζει... σεβάστηκε την σιωπή μου και δεν με πίεσε να πω τίποτα... δεν ήμουν έτοιμος να μιλήσω.
Η πόρτα χτύπησε και άνοιξε πριν προλάβω να ανταποκριθώ.
«καλημέρα κύριε Κάλεν» είπε η Άντζελα και μου έφερε τον καφέ μου ενώ ταυτόχρονα την είδα να έχει κάτω από την μασχάλη της κάτι φακέλους
«δεν σου έχουν μάθει τρόπους εσένα?» την ρώτησα έξαλλος με την συμπεριφορά της και έκατσα στο γραφείο μου
«Ένας Κυρίαρχος δεν έχει διαφορά από ένα αφεντικό που καθοδηγεί τον υφιστάμενο του... γι’ αυτό όταν βλέπεις τις αποδώσεις ενός υφιστάμενου... Μην κατηγορείς τον υφιστάμενο... να κατηγορείς πρώτα το ίδιο το αφεντικό» ήρθαν αυτόματα τα λόγια της Μπέλας στην μνήμη μου και ξεφύσησα περνώντας το χέρι μου μέσα στα μαλλιά μου
«συγνώμη... απολογήθηκα... αλλά σε παρακαλώ πριν μπεις να περιμένεις πρώτα να σου δίνω την άδεια»
«συγνώμη κύριε Κάλεν δεν θα το επαναλάβω» ανταποκρίθηκε αμέσως και έμεινα για λίγο να την κοιτώ... οκκκ
«με ήθελες κάτι?»
«μάλιστα... είπε και άφησε τον καφέ μου στο γραφείο και πήρε στα χέρια της τους φακέλους που είχε κάτω από την μασχάλη της... σας έφερα τις αναφορές που μου ζητήσατε εχθές και τα έγγραφα προς υπογραφεί που μου έδωσε ο κύριο Κάλεν για σας»
«οκ... άστα εκεί και θα τα δω αργότερα... τίποτα άλλο?»
«όχι προς το παρόν... εσείς με χρειάζεστε κάτι άλλο?»
«έχεις έτοιμο το μπάτζετ για το αυριανό μίτινκ?»
«όχι κύριε Κάλεν... δεν πρόλαβα να το τελειώσω»
«το θέλω πριν το μεσημέρι... για να το μελετήσω»
«θα κάνω τα αδύνατα δυνατά να το έχω έτοιμο πριν το μεσημέρι» ξεφύσησα
«μήπως σου έχω φορτώσει πολλά?» ρώτησα απελπισμένος... πως σκατά θα τα προλάβω όλα?
«μην ανησυχείτε κύριε Κάλεν... θα τα καταφέρω» είπε με αυτοπεποίθηση και της έδωσα την άδεια να αποχωρήσει.
«Άντζελα?» την σταμάτησα πριν κλείσει την πόρτα
«μάλιστα κύριε Κάλεν?»
«μήπως γνωρίζεις αν ήρθε η δεσποινίς Σουάν σήμερα?»
«όχι δεν το γνωρίζω κύριε Κάλεν» μου την σπάει αυτό το κύριε Κάλεν... μούγκρισα μέσα μου
«τι σκατά γνωρίζεις σε αυτήν την ζωή... ήθελα να ήξερα... είπα απηυδισμένος και έκανα μπουνιές τα χέρια μου για να συγκρατήσω την οργή μου, κλείνωντας ταυτόχρονα τα μάτια μου... συγνώμη... κάνε πως δεν το άκουσες αυτό... είπα και άνοιξα τα μάτια μου... μπορείς σε παρακαλώ να μάθεις?»
«μάλιστα κύριε Κάλεν... θα μάθω αμέσως και θα σας ενημερώσω» είπε ξαφνιασμένη και με κοίταζε σαν να κοίταζε φάντασμα
«δεν σε χρειάζομαι κάτι άλλο» της έδωσα την άδεια να φύγει και εξαφανίστηκε σε χρόνο ντε τε... τα είχε δει όλα το κοριτσάκι... τι να σου κάνει και αυτό... με τέτοιο σκατά αφεντικό που έχει.
Το τηλέφωνο χτύπησε και το σήκωσα πριν καν τελειώσει η πρώτη κλήση.
«ναι?»
«κύριε Κάλεν... η δεσποινίς Σουαν δεν έχει έρθει» έσφιξα τα χέρια μου σε μπουνιές και κράτησα την αναπνοή μου κλείνοντας τα μάτια μου
«ξύπνα μυξιάρικο... σε δουλεύει» «ΟΧΙ»
«εεε... οκ Άντζελα... σε ευχαριστώ» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο πριν την πληρώσει εκείνη.
Χωρίς να χάνω άλλον χρόνο άνοιξα τον υπολογιστή και έχωσα το μυαλό μου μέσα στις στοίβες των χαρτιών που ήταν μπροστά μου για να ξεχαστώ πριν με επηρεάσει περισσότερο.
Άρχισα να δουλεύω για να σκεφτώ πιο ήρεμα το τι να κάνω... δεν θα την έπαιρνα αν δεν ηρεμούσα... δεν θέλω με ακούσει στην κατάσταση που είμαι... αν με ακούσει έτσι σίγουρα θα καταλάβει ότι κάτι τρέχει και δεν μπορώ να της μιλήσω από το τηλέφωνο για όλα αυτά.
Χαμένος μέσα στους αριθμούς και στις πράξεις δεν συνειδητοποίησα το πόση ώρα είχε περάσει... οι σκέψεις μου όλες ήταν σε εκείνη και όλες τις στιγμές που ζήσαμε μαζί μου είχαν κατακλείσει το νου... η πόρτα χτύπησε.
«περάστε» έδωσα την άδεια και σήκωσα το κεφάλι
«γεια σου αγόρι μου... τι κάνεις?»
«γεια σου Καρλάηλ... καλά θα έλεγα»
«έδωσε σημεία ζωής η Μπέλα μας?»
«ναι την είδα εχθές»
«πως είναι?»
«πολύ καλά... υποσχέθηκε ότι δεν θα αργήσει να γυρίσει» αναστέναξα
«άξιο κορίτσι... ακόμα και με την απουσία της... μας στηρίζει πάρα πολύ»
«γιατί το λες αυτό?» τον ρώτησα περίεργος
«καλά δεν ξέρεις?»
«να ξέρω τι?»
«καλά βρε αγόρι μου... ποιος νομίζεις ότι κάνει την δουλειά της όλο αυτόν τον καιρό που λείπει?»
«ο Πέτερ να υποθέσω?... κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος... τότε ποιος?»
«η ίδια βέβαια»
«η ίδια? Πως?»
«η Τζέσικα της στέλνει τα έγγραφα... εκείνη τα διαμορφώνει για μας... και τα στέλνει πίσω στον Πέτερ για να τα διεκπεραιώσει»
«και γιατί το μαθαίνω τώρα... εγώ αυτό?»
«για ποιον λόγο δεν ρώτησες?» μου αντιγύρισε και ξεφύσησα... πέταξα τον στυλό μου πάνω στο γραφείο απηυδισμένος και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου
«με ήθελες κάτι?»
«πάω για μεσημεριανό... σκέφτηκα να σε καλέσω να φάμε μαζί... θα είναι και ο Έμετ... θα έρθεις?»
«πήγε κιόλας 1?»
«ναι»
«καλύτερα όχι... έχω πολύ δουλειά ακόμα και δεν θέλω να χάσω τον ειρμό μου... πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τσιμπήσω κάτι εδώ»
«βρε αγόρι μου»
«σε παρακαλώ θείε... δεν είναι πολύ καλή μέρα σήμερα»
«εγώ νόμιζα ότι θα ήταν καλή η μέρα σου σήμερα... αφού την είδες» ακριβώς μόνο την είδα
«μου λείπει θείε αυτό είναι όλο... όταν γυρίσει θα είναι διαφορετικά τα πράγματα... θέλω τον χρόνο μου»
«όπως θες... δεν σε πιέζω»
«καλά να περάσετε»
«ευχαριστούμε... είπε ξαφνιασμένος... και εσύ καλή δύναμη» γύρισε την ευχή του και γέλασα... πιο εύστοχη ευχή δεν θα μπορούσε να μου δώσει.
«σε ευχαριστώ θείε» για όλα... έπνιξα τις λέξεις
«παρακαλώ παιδί μου» είπε και έφυγε... αφήνοντας με μόνο μου.
Κοίταξα γύρω μου και ένιωσα τόσο μόνος... είχα ανάγκη να την ακούσω... ήθελα να βεβαιωθώ ότι αυτό που έζησα ήταν αληθινό... ότι δεν ήταν της φαντασίας μου.
Μου λείπει πάρα πολύ... άραγε θα θέλει να μου μιλήσει?... κοίταξα το κινητό και δεν υπήρχε καμία κλήση... έψαξα στις επαφές και μόλις βρήκα το κινητό της την κάλεσα.
«παρακαλώ?» ρώτησε μια λαχανιασμένη αντρική φωνή και πάγωσα
«ωχ... συγνώμη μάλλον θα πήρα λάθος» απολογήθηκα
«σωστά πήρες... Άμλετ»
«το όνομα μου είναι Έντουαρντ και όχι Άμλετ»
«καλά καλά ότι πεις.... τι θες?»
«είναι εύκολο να μου δώσεις την Μπέλα?»
«όχι»
«ο μίστερ ΜΠ σωστά?»
«Braveman για σένα» επιβεβαίωσε
«μπορείς να μου την δώσεις λίγο σε παρακαλώ» προσπάθησα άλλη μια φορά ευγενικά πριν χάσω την ψυχραιμία μου
«δεν μπορεί τώρα... βλέπεις πρέπει να ξεκαθαρίσει κάτι υποθέσεις για να μπορεί πιο άνετα να σε νταντεύει ανενόχλητη μετά»
«πως τον αφήνεις να σε προσβάλει έτσι?» ρώτησε εκείνη και πήρα μια βαθιά ανάσα «δεν θα πέσω στο επίπεδό σου»
«άκου Braveman... ξέρω ότι με μισής και έχεις κάθε δικαίωμα να το κάνεις... δεν τις έκανα και λίγα... αλλά σε παρακαλώ αν σου είναι εύκολο μπορείς να της μεταφέρεις ένα μήνυμα από μένα?»
«ένα μήνυμα»
«είμαι στην δουλειά... και έχω πολλές υποθέσεις να κλείσω... αλλά δεν θα φύγω αν δεν τις κλείσω πρώτα... όποτε θέλει και μπορεί... μπορείς να της πεις να με πάρει τηλέφωνο σε παρακαλώ?» πήρε μια βαθιά ανάσα
«καλά θα της το πω» υποχώρησε τελικά και γέλασα
«είσαι ο Τζέικ σωστά?»
«Braveman για σένα» επιβεβαίωσε
«Braveman... επανέλαβα... μπορώ να σου πω κάτι τελευταίο πριν κλείσεις?»
«τι θες?»
«θέλω μόνο να σε ευχαριστήσω»
«να με ευχαριστήσεις?... για ποιο πράγμα?»
«που δεν την άφησες όλα αυτά τα χρόνια μόνη της... μακάρι να είχα και εγώ ένα τόσο καλό στήριγμα σαν και εσένα... θα σου είμαι για πάντα ευγνώμον που δεν έφυγες ποτέ απο το πλευρό της... είναι μεγάλη ανακούφιση να ξέρεις ότι κάποιος σε καταλαβαίνει» αναστέναξε και έμεινε για λίγο σιωπηλός
«τώρα πια δεν είσαι μόνος» τελικά απάντησε και χαμογέλασα
«είναι δαίμονας»
«γιατί το λες αυτό?» επιτέθηκε νευριασμένος
«σε έβαλε να το σηκώσεις για να επιβεβαιώσεις και μόνο σου, όσα σου έλεγε όλον αυτόν τον καιρό για μένα»
«θα της πω όταν μπορέσει να σε πάρει... δεν είναι εδώ... ξέχασε το κινητό της στο γραφείο μου»
«ξέρω ότι δεν θα αργήσει... πήρε ένα βάρος απο πάνω μου... τώρα πρέπει να με δοκιμάσει... εγώ θα την περιμένω»
«αντίο Έντουαρντ» είπε μέσα από τα δόντια του και έκλεισε την γραμμή... κούνησα το κεφάλι μου γελώντας και τερμάτισα την κλήση... είσαι δαίμονας... ήξερες ότι θα πάρω και ήθελες να το σηκώσει ο μίστερ ΜΠ... γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να τον κάνεις να μιλήσει μαζί μου.
Πέρασαν άλλες 5 ώρες και η Μπέλα δεν με είχε πάρει ακόμα... αναστέναξα και έκλεισα τον υπολογιστή... ένα βήμα την ημέρα... αν φορτώσω τις σκέψεις μου σε μια μέρα με όσα έχουν γίνει... θα το κάψω στο τέλος... άλλωστε είναι πολλά αυτά που έχω απορίες... και τα κενά που δημιουργούνται είναι ακόμα περισσότερα.
«αν το μόνο που θες από μένα είναι αυτό που είναι κρυμμένο... τότε θα πρέπει να κάνεις υπομονή για να το αποκτήσεις»
>*για να φτάσω τον στόχο μου... πρέπει να έχω υπομονή*<
Έχω όμως την δύναμη να τα καταφέρω?... ή θα την χάσω αν καταλάβει ότι... αυτός... είναι ο στόχος μου?... Χριστέ μου σκατά τα έκανα πάλι... τώρα μπερδεύτηκα περισσότερο... γιατί δεν με παίρνει τηλέφωνο... γιατί???
Γύρισα πίσω στο σπίτι απελπισμένος... είχα τόσο ανάγκη να την ακούσω... ο Τάηλερ όπως και το πρωί παρέμενε σιωπηλός... περίεργο... δεν το συνηθίζει αυτό... τι έχει σήμερα?
«Τάηλερ?»
«ναι Έντουαρντ»
«σου συμβαίνει κάτι?»
«όχι γιατί?»
«είσαι πολύ σιωπηλός»
«το ίδιο και εσύ» δεν το σχολίασα... είναι προφανές ότι δεν είναι σήμερα η μέρα του... τι στο διάολο όλοι σήμερα βρήκαν έχουν τις κλειστές τους?
Όταν μπήκα στο σπίτι μύρισα το φαγητό που ετοίμαζε η κυρία Κόουπ και μπήκα κατευθείαν στην κουζίνα.
«γεια σου Κάθη... τι κάνεις?»
«καλησπέρα κύριε Κάλεν... μια χαρά εσείς?»
«είμαι καλά... είναι έτοιμο?... δεν έχω φάει τίποτα και πεινάω σαν λύκος»
«σε 5 λεπτά θα σας βάλω να φάτε»
«σε ευχαριστώ... πάω να αφήσω την τσάντα μου στο γραφείο και θα έρθω εδώ να φάω... μην μου ετοιμάσεις στην τραπεζαρία... βαρέθηκα να τρώω μόνος μου... αν πεινάτε θέλετε να μου κάνετε παρέα?» ο Τάηλερ και η Κάθη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία... τι διάολο συμβαίνει εδώ... μήπως???
«και φυσικά μπορούμε Έντουαρντ» είπε αμέσως ο Τάηλερ και η Κάθη γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε
«θα ετοιμάσω αμέσως για όλους μας» επιβεβαίωσε και αφού της χαμογέλασα ζεστά... κίνησα προς το γραφείο μου... κάτι μου βρωμάει εδώ... δεν μπορεί.
Μόλις έκατσα στο γραφείο μου άνοιξα τον υπολογιστή μου και άφησα την τσάντα μου δίπλα μου ως συνήθως αλλά μόλις σήκωσα την ματιά μου προς την πόρτα... είδα εκείνην να στέκεται μπροστά μου αμίλητη και ανέκφραστη να με κοιτά... έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.
«Μπέλα?» ρώτησα αλλά δεν κουνήθηκε και δεν μίλησε
Έκλεισα τα μάτια μου και τα έτριψα με τα χέρια μου αναστενάζοντας... όταν τα άνοιξα δεν ήταν πια εκεί... τι στο διάολο συμβαίνει εδώ... σηκώθηκα και έτρεξα στην πόρτα την άνοιξα και έξω από αυτήν δεν ήταν κανένας πήγα προς τον διάδρομο και δεν υπήρχε ψυχή... στο σπίτι επικρατούσε η απόλυτη σιωπή... θα τρελαθώ το ορκίζομαι θα τρελαθώ.
«περισσότερο?» ρώτησε εριστικά και πάγωσα... έκανα τα χέρια μου μπουνιές και προχώρησα προς την κουζίνα... η Κάθη και ο Τάηλερ ήταν φυσιολογικοί... ο Τάηλερ διάβαζε την εφημερίδα του και η Κάθη ετοίμαζε το τραπέζι.
«τι έπαθες εσύ?» με ρώτησε ο Τάηλερ και τον κοίταξα ξαφνιασμένος
«τι εννοείς?»
«είσαι λες και έχεις δει φάντασμα» είναι βαλτοί... είμαι σίγουρος ότι είναι βαλτοί... ωραίο τρόπο βρήκε να με δοκιμάσει.
«και μετά λες ότι δεν είναι ίδια σαν και εμένα»
Δεν είπα τίποτα... έκατσα στην καρέκλα απέναντι από τον Τάηλερ και αναστέναξα... η Κάθη έβαλε το πιάτο με το φαΐ μπροστά μου και μου χαμογέλασε ζεστά.
«τι θα ήθελες σήμερα να πιεις?»
«δεν ξέρω... ένα κρασάκι ίσως?»
«Κόκκινο... Ροζέ... Λευκό?»
«Ροζέ» είπα αυτόματα χωρίς να ξέρω το γιατί... ποτέ δεν ήταν του γούστου μου... τι έχω πάθει σήμερα?... ο Τάηλερ έκλεισε την εφημερίδα του και την έβαλε στην άκρη κοιτάζοντας με σταθερά στα μάτια
«τι?» τον ρώτησα
«δεν πίνεις ποτέ Ροζέ... πως σου ήρθε σήμερα»
«είπα να αλλάξω συνήθειες... κακό είναι να δοκιμάσω και κάτι καινούργιο?»
«τι έπαθες πριν?»
«τίποτα» είπα αδιάφορα και ήπια μια γουλιά από το νερό μου
«ότι πεις» μου αντιγύρισε και μόλις έκατσε η Κάθη στο τραπέζι πήρε το κρασί και γέμισε τα ποτήρια μας.
«στην υγειά μας λοιπόν» είπα και ύψωσα το ποτήρι μου και με μιμήθηκαν.
Ήταν το πιο περίεργο γεύμα που είχα φάει στην ζωή μου... όλοι συμμετείχαμε στην απλή κουβέντα που είχαμε ανοίξει αλλά ουσιαστικά κανείς από τους τρεις μας δεν ήταν στο τραπέζι... ήταν σαν να ήμασταν φαντάσματα... ανατρίχιασα με την ιδέα και το χέρι μου έμεινε μετέωρο για λίγο στον αέρα ενώ κρατούσα ακόμα το πιρούνι.
«Έντουαρντ... τι έχεις πάθει σήμερα?» ρώτησε ο Τάηλερ απηυδισμένος επαναφέροντας με στην πραγματικότητα
«εεε... είπα αποπροσανατολισμένος... τίποτα... τίποτα... με συγχωρείτε... Κάθη μου όλα ήταν υπέροχα... σε ευχαριστώ πάρα πολύ... εννοώ... σας ευχαριστώ... που μου κάνατε παρέα... θα πάω να ξαπλώσω για λίγο... ήταν κουραστική ημέρα» είπα γρήγορα και έφυγα σαν σίφουνας πριν πούνε τίποτα άλλο.
Κλείστηκα στο δωμάτιο μου και βημάτιζα πάνω κάτω χωρίς να ξέρω το γιατί... το κινητό δεν είχε χτυπήσει... η Μπέλα ακόμα δεν με είχε πάρει... και εγώ την έχω τόσο ανάγκη... μόνο να ακούσω την φωνή της... έχω ανάγκη να νιώσω ότι είναι ακόμα εδώ... γιατί δεν με παίρνει... γαμώτο γιατί?
Κάλεσα τον αριθμό της και η κλήση μου προωθείτε... της άφησα φωνητικό μήνυμα
«είμαι στο σπίτι... πάρε με σε παρακαλώ όταν μπορέσεις» την παρακάλεσα και καθώς έκλεισα την γραμμή αναστέναξα.
Θα τρελαθώ... το ορκίζομαι θα τρελαθώ... δεν μπορώ άλλο... την έχω ανάγκη... γιατί δεν με καταλαβαίνει???
«και μετά λες ότι δεν είναι ίδια σαν εμένα»
«θα σκάσεις επιτέλους?... βρήκες μια καραμέλα και την μασάς όλη μέρα... το ακούσαμε αυτό... τίποτα άλλο έχεις να πεις?... αν έχεις πες το μην με πρήζεις άλλο... αν όχι βούλωστο επιτέλους»
Δεν ξαναμίλησε... κοίταζε τα νύχια της αδιάφορα όπως έκανε πάντα και δεν μου έδωσε σημασία.
Αναστέναξα και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου... πόσα ντους την ημέρα πια θα κάνω για να μπορώ να παραμένω ήρεμος?... παπάκι θα γίνω στο τέλος... έλεος πια.
Μπήκα κάτω από το νερό και το νερό άρχισε να με χαλαρώνει... η ανάμνηση της όμως να με φουντώνει... ο τρόπος που με άγγιζε... η μυρωδιά της... η ανάσα της δίπλα από το αυτί μου... μμμμ... μούγκρισα νευριασμένα... δεν αντέχω άλλο... γιατί με βασανίζει... αφού ξέρει πόσο την θέλω... δεν με θέλει πια?
«και εγώ σε θέλω... και ξέρεις πόσο εύκολο είναι να το επιβεβαιώσεις»
>*με θέλει... αλλά πρέπει πρώτα να της αποδείξω ότι δεν την θέλω μόνο γι αυτό*<
Γαμώτο... γαμώτο... γαμώτο... πως θα της το αποδείξω αυτό... αφού αυτό θέλω απο εκείνην... πως θα της αποδείξω το αντίθετο... γαμώτο πάλι θα την χάσω και δεν θα το αντέξω αυτό... δεν μπορώ να την χάσω... είμαι μισός χωρίς εκείνην... γιατί δεν το καταλαβαίνει???
«τρία πουλιά»
«σκάσε... βούλωστο» απαίτησα και συνέχισε να κοιτάει βαριεστημένα τα νύχια της
Φυσικά και το ξέρει... δεν είναι χαζή... γι αυτό και μου το στερεί... αλλά φτάνει για εκείνο αυτό?... μπορεί να φτάνει μόνο αυτό?... η αν το επιβεβαιώσει θα φύγει?... Χριστέ μου τι να κάνω έχω αρχίσει να τρελαίνομαι.
«περισσότερο?» ειρωνεύτηκε και ακούμπησα το κεφάλι μου στα πλακάκια
Έλεος πια... έλεος... σε τι έφταιξα στην ζωή μου για να τα τραβάω όλα αυτά?
«θες να σου τα υπενθυμίσω?»
«σκάσε επιτέλους... με αηδιάζεις... σκάσε» ούρλιαξα
Ότι και να κάνω δεν έχει αποτέλεσμα... θα της πω την αλήθεια και ότι θέλει ας γίνει... δεν έχω άλλη επιλογή... δεν μπορώ να την δουλέψω... δεν μπορώ να την κοροϊδεύω άλλο... γύρισε για μένα και ας ξέρει ότι το μόνο που θέλω είναι το σεξ... το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να το παραδεχτώ... πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα τον ανδρισμό μου που ήταν έτοιμος να εκραγεί... σκατά... πάλι πρέπει να τον παίξω... αλλιώς θα με θολώσει περισσότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου