Ετικέτες

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Haunted Love "73 Τελευταία αποστολή: Θέλω το καλύτερο για σένα"


10 μήνες μετά........

Η ζωή μου με τον Έντουαρτ Κάλλεν... Με μια λέξη θα την χαρακτήριζα στάσιμη... τόσο στάσιμη που υπήρχαν στιγμές που δεν είχαμε να μοιραστούμε τίποτα μεταξύ μας... πως άλλωστε θα μπορούσαμε από την στιγμή που ήμασταν δύο διαφορετικοί κόσμοι... Εκείνος μέσα στον δικό του, να διακινδυνεύει την ζωή του μέρα με την ημέρα και εγώ πίσω, να νιώθω σαν σύζυγος αστυνομικού που δεν ήξερα όταν έφευγε, αν θα γύριζε πίσω σε μένα, ακέραιος... Ήταν τόσο βασανιστικό... τόσο ψυχοφθόρο που δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να μπορέσω να το αλλάξω... Ήξερα πολύ καλά ότι όσο και να προσπαθούσα δεν θα κατάφερνα τίποτα... αλλά γαμώτο μου και αυτό που ζούμε, δεν μπορείς να το θεωρήσεις και ζωή.

Τι να τα κάνω τα ταξίδια όταν το μόνο που βλέπω είναι όσα μου προσφέρουν τα παράθυρα των πανάκριβων δωματίων των ξενοδοχείων που ήμουν μονίμως κλεισμένη μέσα... Τι να τις κάνω τις πανάκριβες τουαλέτες και όλες τις περιττές πολυτέλειες που μου προσφέρει, όταν η μόνη που τα χαίρεται είναι η ντουλάπα μου αφού μαζί δεν μπορούμε να βγούμε ούτε για ένα ποτό έξω από το σπίτι... Τι να τις κάνω τις αποστολές όταν στην ουσία ήμουν περιττή, αφού τα έκανε όλα μόνος του για να μην βρεθώ μπλεγμένη στο κόσμο του και υποστώ τις συνέπειες.

Πραγματικά είχε γίνει τρομερά ψυχάκιας, ιδίως με αυτό το θέμα... και όσο πέρναγε ο καιρός τόσο περισσότερο χειροτέρευε... Τον λόγο φυσικά δεν μου τον αποκάλυπτε ποτέ για να με προστατέψει... αλλά δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω το πόσο νευρικός ήταν κάθε φορά που βγαίναμε από το σπίτι... το πόσο κάθε φορά τσέκαρε καλά, καλά γύρω του τα πάντα πριν μου δώσει το ελεύθερο να βγω από το αυτοκίνητο... Ήταν που ήταν, τώρα τελευταία έχει παραγίνει το κακό.

Το πιο περίεργο από όλα ήταν ότι με τον τρόπο του με είχε κάνει και εμένα να έχω την ίδια ψύχωση... Μονίμως ένιωθα ότι κάθε φορά που έβγαινα από το σπίτι, κάποιος με παρακολουθούσε... Ακόμα και ο Φλικ είχε καταντήσει νευρικός και κάθε φορά που βγαίναμε από το αμάξι... εκείνος σαν τρελός κοίταζε κάθε γωνιά του δρόμου οσφρίζοντας τα πάντα γύρω του με μανία... Φυσικά κανείς δεν με είχε πλησιάσει... και πάντα όπου πήγαινα είχα και τον Φλικ για προστασία και εκείνος δεν όρμισε ποτέ σε κανέναν, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς από όσους με πλησιάζανε δεν ήταν επικίνδυνος για μένα... Είχα καταντήσει παρανοϊκή... όλη αυτή η στάση ζωής κόντευε να με τρελάνει και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να χαλαρώσω έστω και στο ελάχιστο... Όσο για τον άλλον, δεν βοηθούσε καθόλου την κατάσταση... όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο κλειστός στον εαυτό του και αυτό με αποτελείωνε... με έφτανε στα όρια της τρέλας.

«Τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς;... Δεν συμφωνήσαμε ότι θα γυρίσεις πριν νυχτώσει;» με έπιασε από τα μούτρα, την στιγμή που μπήκα στο σπίτι και έμεινα για λίγο να τον κοιτώ.

«Πας καλά αγόρι μου;... Δεν σε πήρα τηλέφωνο και σου είπα ότι θα έμενα στον Τεό για να τον βοηθήσω και είπες οκ;» τον ρώτησα εκνευρισμένα και περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του, κοίταξε για λίγο μακριά αλλά αναδιοργανώνοντας τις σκέψης του, τελικά το μετάνιωσε και μαλάκωσε το ύφος του.

«Συγνώμη έχεις δίκιο... Το ξέχασα τελείως» μουρμούρισε και έκανε την κίνηση να φύγει αλλά δεν τον άφησα.

«Έντουαρτ τι συμβαίνει;» απαίτησα και εκείνος χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει ξεφύσησε και έμεινε για λίγο ακίνητος.

«Είναι αργά... πήγαινε να ξεκουραστείς... Μην με περιμένεις» είπε μόνο με απαλή φωνή και έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ... Ήταν η δεύτερη μέρα στην σειρά που με απέφευγε και σίγουρα αυτό δεν ήταν κάτι που συνήθιζε... Αν κάτι κράταγε ζωντανή την σχέση μας, αυτό ήταν το σεξ... Σε αυτό το κομμάτι πραγματικά δεν μπορούσα να πω κουβέντα... ήταν τόσο εφευρετικός... τόσο καυτός... και τόσο υπέροχος που αν ήταν δυνατών κάθε μέρα, με έκανε να τον θέλω και περισσότερο... και τώρα για δεύτερη μέρα στην σειρά με άδειαζε με αυτόν τον τρόπο;... Όχι σίγουρα κάτι συμβαίνει εδώ και δεν θα ησυχάσω αν δεν το μάθω εδώ και τώρα.

«Τον τελευταίο καιρό... έχω την έντονη αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί...» ξεκίνησα και εκείνος έμεινε ξέπνοος σαν στήλη άλατος έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης του αλλά δεν μίλησε... «Λίγο η συμπεριφορά σου... λίγο η νευρικότητα του Φλικ... με κάνουν να πιστεύω ότι τελικά δεν είναι και τόσο της φαντασίας μου... Έτσι δεν είναι;» προσπάθησα περισσότερο και με το χέρι του ακόμα να κρατά το χερούλι της πόρτα, εκείνος δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.

«Πήγαινε να ξαπλώσεις Μπέλλα... Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι για τίποτα» είπε μόνο με μια αδιάφορη φωνή αλλά δεν με ξεγέλασε στο ελάχιστο... όμως μπαίνοντας στο γραφείο του δεν μου έδωσε και το περιθώριο να το συζητήσουμε περισσότερο.

Κοιτάζοντας τον Φλικ εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα με πόνο... και αυτό ήταν ότι χρειαζόμουν για να επιβεβαιωθώ... Κάτι είχε πάει στραβά... σίγουρα κάτι συνέβαινε και εκείνος δεν έλεγε τίποτα... το χειρότερο όμως όλων ήταν... ότι, ό,τι και να ήταν αυτό, εκείνον τον είχε καταρρακώσει... Πως μπορούσα να τον βοηθήσω σε αυτό;

Μέχρι να κάνω ένα ντουζάκι, να αλλάξω και να ξεβαφτώ... εκείνος είχε έρθει στο δωμάτιο, είχε απαλλαχτεί από τα ρούχα του και είχε ξαπλώσει τόσο αθόρυβα που όταν μπήκα στο δωμάτιο έκλεισα το στόμα μου με το χέρι μου για να πνίξω την κραυγή από το ξάφνιασμα μου.

«Έλεος βρε Έντουαρτ... γιατί πρέπει πάντα να είσαι τόσο αθόρυβος... μου έκοψες την χολή» τον κατηγόρησα ενώ πάλευα να βρω ξανά την ανάσα μου που είχε χαθεί και εκείνος με κοίταξε απολογητικά.

«Συγνώμη δεν ήθελα να σε τρομάξω» είπε με απαλή φωνή και έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ... Μου ζητάει για δεύτερη φορά συγνώμη, μέσα σε μια μέρα;... Αυτό και αν είναι... σίγουρα κάτι τρέχει... αυτός δεν είναι ο Έντουαρτ που ξέρω... Πως σκατά θα τον κάνω να μου μιλήσει;

Σηκώνοντας τα σκεπάσματα, ξάπλωσα δίπλα του και μόλις ακούμπησα πάνω στο στερνό του, με το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο του, τον ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα όσο πιο απαλά μπορούσα και εκείνος αφήνοντας έναν αναστεναγμό γύρισε ξανά το κεφάλι του προς το παράθυρο ενώ με το χέρι του, πήρε το χέρι μου πάνω από το πρόσωπο του... και αφού πρώτα το φίλησε, το έβαλε πάνω στο στερνό του και έμεινε για λίγο στην σιωπή... Δεν το συνέχισα τον άφησα να τα βρει με τον εαυτό του... αλλά σίγουρα δεν τα παρατούσα κιόλας.

«Κοιμήσου Μπέλλα... και μην σκοτίζεις το μυαλουδάκι σου με ανούσια πράγματα» είπε τελικά χωρίς να με κοιτάει και με έβγαλε από τα ρούχα μου.

«Πως μπορείς να μου ζητάς κάτι τέτοιο από την στιγμή που σε βλέπω να βασανίζεσαι τόσο πολύ;» δεν άντεξα και του είπα και εκείνος γυρίζοντας το πρόσωπο του προς το μέρος μου, με κοίταξε με ένα θλιμμένο χαμόγελο και χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου με το χέρι του που ήταν πάνω στην πλάτη μου... έμεινε για λίγο να με κοιτά χωρίς να ανταποκρίνεται... «Πες μου;» παρακάλεσα πιο απαλά και τον είδα να τρίζει τα δόντια του.

«Τι θες να σου πω;» ρώτησε και αναστέναξα.

«Τι συμβαίνει;» επέμενα και πήρε μια βαθιά ανάσα ενώ κοίταξε για λίγο και πάλι μακριά... «Σε παρακαλώ Έντουαρτ μην με βασανίζεις άλλο... Αφού το βλέπω ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει... και σίγουρα αφορά εμένα... Μην με αποκόβεις» έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια και εκείνος επιτέλους έλυσε την σιωπή του, αφού πρώτα πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ο Χάντερ άλλαξε βάση» είπε και τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω.

«Πιστεύεις ότι αυτός που με παρακολουθεί είναι ο Χάντερ;» έκανα μια προσπάθεια για να μπορέσω να του αποσπάσω περισσότερα.

«Δεν το πιστεύω απλά, είμαι σίγουρος γι αυτό... Το χειρότερο είναι ότι οι δικοί μου εμπλέκονται σε αυτό» μου επιβεβαίωσε τις φοβίες μου και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.

«Δεν καταλαβαίνω» είπα και επιτέλους με κοίταξε αλλά το βλέμμα του ήταν άδειο από συναισθήματα.

«Είσαι η πρώτη που έχεις μείνει τόσο μεγάλο διάστημα δίπλα μου... και αυτό έχει αρχίσει να κινεί υποψίες...» εξήγησε και ένιωσα αμέσως την καρδιά μου να σταματά... κάτι μου έλεγε ότι η συνέχεια δεν θα μου άρεσε και τόσο... «Ο Χάντερ από την άλλη, είναι περισσότερο από πρόθυμος να ανακαλύψει, πόσα πράγματα ξέρεις για την ζωή μου»

«Δεν το καταλαβαίνω πολύ αυτό... Ο Χάντερ και εσύ, κάνετε την ίδια δουλειά;» ρώτησα ελπίζοντας να μην τον ζόριζα πολύ αλλά εκείνος αμέσως απάντησε, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του ενώ απέφευγε ξανά το βλέμμα μου.

«Όχι... αλλά έχει συμφέροντα με τους δικούς μου... Μην μου ζητήσεις να σου το αναλύσω περισσότερο...» παρακάλεσε και κατένευσα... «Οι δικοί μου ξέρουν ότι έχουμε αιώνια έχθρα μεταξύ μας και το εκμεταλλεύονται» διευκρίνισε και έμεινα για λίγο να το σκέφτομαι.

«Και τώρα τι σημαίνει όλο αυτό;» δεν άντεξα και τον ρώτησα και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα που δεν μου άρεσε καθόλου.

«Προσπαθώ να τους αποδείξω ότι δεν έχεις καμία σχέση με όλα αυτά...» είπε αλλά δίστασε να συνεχίσει και αυτό με έκανε ακόμα πιο νευρική.

«Αλλά δεν πείθονται» έκανα μια προσπάθεια αλλά εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Δεν είναι αυτό...» διόρθωσε αλλά εξακολουθούσε να μην με κοιτάει.

«Έντουαρτ τι προσπαθείς να μου πεις;» τον ρώτησα με πείσμα και εκείνος γυρίζοντας την ματιά του προς το μέρος μου, με κοίταξε ανέκφραστος.

«Είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνεις πάρα πολύ καλά τι προσπαθώ να σου πω» είπε και τον κοίταξα ξέπνοα με δυσπιστία... Είναι δυνατών να εννοεί ότι... Χριστέ μου ούτε την λέξη δεν μπορώ να πω.

«Θα με διώξεις;» ρώτησα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου, χωρίς να πιστέψω πραγματικά ότι κατάφερα να εξωτερικεύσω αυτές τις λέξεις.

Μέσα σε μια στιγμή όλα είχαν έρθει τα πάνω κάτω... Εκεί που έλεγα ότι πνιγόμουν μέσα σε αυτήν την σχέση... ότι είχα βαρεθεί τα πάντα και ότι ήθελα να προχωρήσω μπροστά... τώρα στην ιδέα και μόνο ότι αυτό μπορεί να είναι το τέλος, με έκανε να πνίγομαι περισσότερο... Δεν μπορούσα να το διανοηθώ... ότι εκείνος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο... Και εγώ;... Εγώ τι θα έκανα μόνη μου χωρίς εκείνον;... Πως θα μπορούσα να επιβιώσω;... Με είχε κάνει αρκετά δυνατή ώστε να αντιμετωπίσω τον έξω κόσμο... γι αυτό όμως που δεν είχα προετοιμαστεί με τίποτα, ήταν να φανταστώ την ζωή μου μακριά του.

Ναι ήταν μια συνήθεια... μια καθημερινότητα... μια πληκτική ζωή παντρεμένων... αλλά ταυτόχρονα ήταν και τόσα άλλα πράγματα που τα λόγια, πραγματικά, δεν έφταναν για να τα εκφράσω... Μέσα σε αυτόν τον ένα χρόνο που ήμουν μαζί του... είχα ζήσει τον απόλυτο έρωτα... την απόλυτη ασφάλεια... την απόλυτη πληρότητα... και δεν θα το άλλαζα με τίποτα... ούτε θα το μετάνιωνα ποτέ... Πως ξαφνικά όλα αυτά θα σταματήσουν να υπάρχουν;... Πως μπορώ εγώ να υπάρξω χωρίς εκείνο.

«Πες κάτι» με παρότρυνε και πετάρισα τα μάτια μου ξαφνιασμένη... Τι θα μπορούσα να πω.

«Γιατί;» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω ενώ με νύχια και με δόντια κράταγα τα δάκρυα μου για να μην ξεχειλίσουν.

«Γιατί αυτό είναι το καλύτερο για σένα Μπέλλα...» είπε απλά σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο... «Γιατί αν φύγεις τώρα, θα σε αφήσουν στην ησυχία σου... Αν το συνεχίσουμε για πολύ καιρό ακόμα, δεν σου εγγυώμαι τίποτα... και δεν θέλω αυτήν την ζωή για σένα»

«Ποιες είναι οι επιλογές μου;» ρώτησα σταθερά και αποφασιστικά και εκείνος άφησε ένα χαμογελάκι ξεφυσώντας από την μύτη του.

«Δεν υπάρχουν επιλογές... Δεν ανήκεις στον κόσμο μου Μπέλλα... οπότε οποιαδήποτε άλλη επιλογή, απλά απορρίπτεται»

«Δηλαδή μου λες ότι αυτό είναι το τέλος;... Με διώχνεις;» τον ρώτησα χωρίς να το πιστεύω και εκείνος κλείνοντας με μέσα στην αγκαλιά του, βάζοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο δικό μου, πήρε μια βαθιά ανάσα, εισπνέοντας άπληστα το άρωμα που ανέδυαν τα μαλλιά μου... και φιλώντας απαλά την κορυφή του κεφαλιού μου έμεινε για λίγο σιωπηλός... αυτόματα τα χέρια μου τυλίχτηκαν σαν μέγγενη γύρω από το κορμί του ενώ κλείνοντας τα μάτια μου παρακάλαγα από μέσα μου να το αρνηθεί με όλη την δύναμη της ψυχής μου.

«Δεν ξέρω τι θα κάνω αν σε χάσω... Μου έχεις αλλάξει όλων μου τον κόσμο... Δεν τολμώ να φανταστώ την ζωή μου χωρίς εσένα... αλλά αν είναι για το καλό σου... μπορώ να κάνω τα πάντα» είπε τελικά και ξεροκατάπια ενώ τα δάκρυα μου άρχισα να ξεχειλίζουν... δεν είχα άλλη δύναμη να τα συγκρατήσω.

«Μην μου το κάνεις αυτό» παρακάλεσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει και εκείνος με έσφιξε περισσότερο μέσα στην αγκαλιά του.

«Μην χάνεις ακόμα τις ελπίδες σου... Τίποτα δεν τελείωσε ακόμα... Κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τους κάνω να σιγουρευτούν... Κάποιος τρόπος θα υπάρχει...» μονολογούσε αλλά αυτό δεν έφτανε για να με καθησυχάσει... Ένιωθα ότι δεν θα αργούσε να έρθει η ώρα του αποχωρισμού... όσο και να μην το ήθελε κανείς από τους δύο μας.

Κάποια στιγμή τα μάτια μου σφάλισαν και η ανυπαρξία με πήρε μακριά... αλλά ακόμα και τα όνειρα μου δεν μου έκαναν την χάρη... Τον έβλεπα να είναι μπροστά μου να με κοιτάει ανέκφραστος... να μου λέει με το βλέμμα του ότι είναι πλέον αργά... αργά για οτιδήποτε... Φώναζα το όνομα του με όλη την δύναμη της ψυχής μου... μιας ψυχής που αιμορραγούσε... αλλά όσο τον φώναζα τόσο απομακρυνόταν από κοντά μου... Τον παρακάλαγα να μην με αφήσει... αλλά όσο τον παρακαλούσα, τόσο πιο γρήγορα έφευγε από το οπτικό μου πεδίο και αυτό δεν το άντεχα... μου ήταν τόσο αβάσταχτο που ακόμα και το ίδιο μου το κορμί άρχισε να αντιδρά... Το ένιωθα να παγώνει... ένιωθα την ανάσα μου να χάνετε... ένιωθα την ίδια μου την ψυχή να βγαίνει σταδιακά αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να επανέλθω... δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να την κρατήσω μέσα στο σώμα μου... και εκεί που ένιωθα ότι όλα είχαν τελειώσει... εκεί άκουσα την φωνή του να έρχεται στα αυτιά μου για να με λυτρώσει...

«Μπέλα άνοιξε τα μάτια σου... Είναι μόνο ένα όνειρο... Άνοιξε τα μάτια σου» έλεγε επιτακτικά με αγωνία και αυτόματα υπάκουσα την εντολή του.

Ανοίγοντας τα, η ανάσα μου κόπηκε στην μέση... ή ήταν ήδη μακριά... δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω εκείνην την στιγμή τι από τα δύο ίσχυε.

«Ήταν μόνο ένα όνειρο... Ήταν μόνο ένα όνειρο...» επαναλάμβανε ξανά και ξανά ενώ με κοίταζε μέσα στα μάτια με τέτοια αγωνία που το σώμα μου άρχισε να αντιδρά... Θέλοντας να τον κάνω να σταματήσει να αγωνιά για μένα, πήρα μια βαθιά ανάσα και εκείνος άφησε την δική του με ανακούφιση καθώς με έκλεινε μέσα στην ζεστή του αγκαλιά, χαϊδεύοντας την πλάτη και τα μαλλιά μου παρηγορητικά.

Τα χείλια του πάνω στην ένωση του λαιμού μου και του ώμου μου... έστελνα κύματα φωτιάς που με έκαναν σταδιακά να ξυπνάω από τον απαίσιο εφιάλτη και κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά... άφησα τα μάτια μου να ξεχειλίσουν ενώ τα χέρια μου, χωρίς καν να τα ελέγχω... τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί του για να το κρατήσω όσο περισσότερο μπορούσα, κοντά μου.

«Ήταν ένα όνειρο μωρό μου» επανέλαβε με την πιο βελούδινη φωνή του και έκανε τους λυγμούς μου να με πνίξουν.

Που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα... του απάντησα από μέσα μου με παράπονο... καθώς τα χέρια μου σφίγγανε περισσότερο.

Το ένιωθα... το έβλεπα... τον έχανα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτό... και αυτό ήταν τόσο αβάσταχτο που με έκανε να ψυχορραγώ... με έκανε να θέλω να σταματήσω αυτήν την στιγμή να υπάρχω... μέσα στην ζεστή του αγκαλιά... Δεν με ένοιαζε αν θα ήταν το τελευταίο βράδυ της ύπαρξης μου... το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω μέσα σε αυτήν την αγκαλιά... να τον πάρω μαζί μου νοητά... να τον κάνω για μια φορά δικό μου... να με κάνει για μια και μοναδική φορά δική του... και να γίνουμε ένα έτσι όπως μόνο τα κορμιά μας ξέρανε να εκφράζουν όλον τον εσωτερικό μας κόσμο... εκεί που τα λόγια μας... ήταν πολύ δειλά να εκφράσουν ότι η ψυχή μας ούρλιαζε μέσα μας... εκεί που όλο μας το είναι φώναζε να πει την αλήθεια... αλλά η αλήθεια δεν ερχόταν ποτέ... γιατί η φωνή της λογικής μας έλεγε να μην το κάνουμε, προκειμένου να καταφέρουμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε, αυτήν την μοναδική συνύπαρξη.

Εκείνος δεν μίλαγε... όπως και κάθε άλλη φορά σε παρόμοιες καταστάσεις... με κράταγε απάνω του σιωπηλός... περιμένοντας υπομονετικά να μπορέσω να βρω τις ισορροπίες μου... ανασαίνοντας βαριά πάνω στο δέρμα μου... χωρίς να κουνιέται σπιθαμή... χωρίς να σταματά να με παρηγορεί... και δεν το άντεχα αυτό... όλο μου το είναι αναζητούσε για περισσότερα... όλο μου το είναι αναζητούσε εκείνον.


Με τον πιο αργό τρόπο... έκανα πιο πίσω για να τον κοιτάξω και εκείνος συγκρατώντας με, με το ένα του χέρι... αμέσως απομακρύνοντας τα μαλλιά μου και τα δάκρυα μου που κάλυπταν το πρόσωπο μου... με κοίταξε μέσα στα μάτια με τέτοια τρυφερότητα που ένιωσα όλο μου το σώμα να μυρμηγκιάζει... να γίνεται πιο ελαφρύ... να λιώνει με τέτοιον τρόπο που ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή όλο μου το σώμα θα γινότανε ρευστό που θα κατάληγε πάνω στο στρώμα άδειο.

Το χέρι μου, με δικιά του πρωτοβουλία... ξαφνικά άρχισε να ανυψώνεται για να φτάσει στο πρόσωπο του τρεμάμενο... Δεν μπορούσα να το ελέγξω... Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να τον νιώσω... να τον ακουμπήσω για να επιβεβαιώσω ότι είναι πράγματι εδώ... ότι αυτό που βλέπω αυτήν την στιγμή, είναι αληθινό... που δεν είχα την δύναμη να το σταματήσω... Μόλις το χέρι μου ήρθε σε επαφή με το βελούδινο δέρμα του... αυτόματα τα μάτια μου έκλεισαν και πήρα μια τρεμάμενη αναπνοή... Ήταν αληθινός... δεν ήταν όνειρο... ήταν πραγματικότητα... μια πραγματικότητα που με άφησε ξέπνοη.

Ανοίγοντας τα μάτια μου ξανά... θέλοντας να επιβεβαιώσω ότι δεν κοιμάμαι... τον κοίταξα ξανά για να μπορέσω να ρουφήξω με την ματιά μου, κάθε γωνία του προσώπου του... κάθε κύτταρο του... να τον απομνημονεύσω με την όραση μου... να τον κρατήσω για πάντα μέσα μου... αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη ακόμα και αυτό δεν μου ήταν αρκετό... και το χέρι μου που παρέμενε ακόμα πάνω στο πρόσωπο του... μου έδωσε την λύση που αναζητούσα... Ψηλαφίζοντας το πρόσωπο του όπως ένας τυφλός... μου έδωσε την δυνατότητα να τον απομνημονεύσω και με την αφή... αλλά ακόμα και αυτό πάλι δεν ήταν αρκετό... Τον κοίταζα βαθιά μέσα στα μάτια... η ματιά του δεν άλλαζε ούτε στο ελάχιστο... Τόσο τρυφερή... τόσο δοτική... υπομονετική... δίνοντας μου τον χρόνο που χρειαζόμουν για να κάνω αυτό που εγώ είχα ανάγκη... Ήταν λες και διάβαζε την ψυχή μου... λες και ήξερε ακριβός τι είχα ανάγκη να κάνω... ακριβός τι θα επακολουθήσει... αλλά η δική μου ανάγκη με ξεπερνούσε... έκανε όλο μου το κορμί να παραλύει... την λογική μου να σωπαίνει... σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο μπροστά μου παρά μόνο αυτήν την ματιά που με σιγόκαιγε... που με συγκλόνιζε... που με άφηνε ξέπνοη να τρέμω μέσα στην ζεστή του αγκαλιά.

Δεν σκέφτηκα... απλά έπραξα... η ανάγκη μου να ικανοποιήσω ακόμα μια μου αίσθηση... με έκανε να τον πλησιάσω με το πιο αργό τρόπο... η λογική μου ούρλιαζε ότι έκανα το μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο λάθος της ζωής μου αλλά εγώ την αγνοούσα... Η ανάγκη μου να τον γευτώ... απλά με ξεπερνούσε... χωρίς να έχω άλλη δύναμη να αντισταθώ σε αυτήν, τυλίγοντας το χέρι μου γύρω από το λαιμό του... πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει για να με σταματήσει, έπεσα με ορμή απάνω του... και σφραγίζοντας τα χείλια του με τα δικά του, προσπάθησα να πάρω όσα περισσότερα μπορούσα.

Προς μεγάλη μου έκπληξη... εκείνος όχι μόνο δεν μου αντιστάθηκε... αλλά επιπλέον με καλωσόρισε με μεγάλη τρυφερότητα... με συγκράτησε κοντά του και μου ανταπέδωσε το φιλί μου, χωρίς να κάνει καμία κίνηση να με σταματήσει... Ήταν σαν να το περίμενε... ήταν σαν να το επιζητούσε και ο ίδιος... και παίρνοντας δύναμη από αυτό... αγνοώντας για άλλη μια φορά την φωνή της λογικής που ούρλιαζε μέσα μου να δω τα σημάδια... αφηπνώντας με, κρούοντας συνεχόμενα τον κώδωνα του κινδύνου και των συνταρακτικών συμπερασμάτων που εγώ εκείνην την στιγμή ήμουν ανίκανη να δω... παραδόθηκα με όλο μου το είναι... και βαθαίνοντας το φιλί μου, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφραστεί.

Μόλις η γλώσσα μου συνάντησε την δική του... κάτι μέσα μου έσπασε και ένας λυγμός μου έσπασε την σιωπή... Ακόμα και τότε εκείνος δεν σταμάτησε... δεν χαλάρωσε καν τις κινήσεις του... κρατώντας με απόλυτα απάνω του, με όλη του την ψυχή... με κατέκτησε και με απογείωσε... Η ανάσα μου έσβηνε... τα πνευμόνια μου χρειάζονταν απεγνωσμένα λίγο αέρα... αλλά εγώ ήμουν πολύ πεισματάρα για να τους κάνω το χατίρι... Με την καρδιά μου οδηγό... και την δύναμη που απόμενε μέσα μου... έσφιξα την γροθιά μου μέσα στα μαλλιά του για να καταφέρω να συγκρατηθώ κοντά του πριν καταρρεύσω... και βογκώντας δυνατά... ανάμεσα από τα αναφιλητά μου... κατέρριψα και το τελευταίο λιθαράκι λογικής που προσπαθούσε να με αφυπνίσει... και του παρέδωσα όλο μου το είναι... αφέθηκα στα χέρια του και άφησα την ψυχή μου να απελευθερωθεί.

Μην έχοντας κανένας από τους δύο μας άλλον αέρα στα πνευμόνια μας... ξέπνοοι πια... αγκαλιαστήκαμε, σπάζοντας το φιλί μας... και έχοντας έντονη την αίσθηση να ικανοποιήσω και άλλη μια μου αίσθηση... αυτής της όσφρησης... ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του και με όση δύναμη υπήρχε μέσα μου... τον έσφιξα τόσο δυνατά που εκείνος για λίγο πάγωσε αλλά δεν μου το αρνήθηκε... για άλλη μια φορά δεν είπε τίποτα... με άφησε απλά να ξεσπάσω με τον τρόπο μου... Αναπνέοντας άπληστα το άρωμα του... αφήνοντας το να πλημμυρίσει όλες μου τις αισθήσεις... ένωσα τα κορμιά μας και τον άκουσα να βογκά... αλλά και πάλι δεν κουνήθηκε.

Είχα χαθεί... ένιωθα ότι είχα ήδη φύγει... προς άγνωστα μέρη... μακριά σε μια άλλη ζωή... Δεν ήξερα που ήμουν... η πραγματικότητα ήταν ότι δεν με ένοιαζε κιόλας... δεν με ένοιαζε αν όλο αυτό ήταν μόνο στην φαντασία μου... αυτό που με ένοιαζε ήταν ότι για πρώτη φορά ένιωθα ότι πραγματικά ήταν δικός μου και όσο αυτό κρατούσε δεν θα άφηνα κανέναν και τίποτα να μου το πάρει μακριά.

Στην συνειδητοποίηση ότι δεν θα κρατήσει... από αντίδραση τα χέρια μου, αν είναι δυνατόν, σφίχτηκαν σαν μέγγενη γύρω από το κορμί του ακόμα πιο δυνατά... και η καρδιά μου ραγίζοντας... άρχισε να καλπάζει τόσο γρήγορα που ένιωθα ότι δεν ήθελε πολύ για να σπάσει... να γίνει χίλια κομμάτια και να σβήσει μια για πάντα... Τον είχα τόσο ανάγκη που δεν υπολόγιζα τίποτα... θα μπορούσα αυτήν την στιγμή να καταρρίψω τα όρια του και να καταστρέψω τα πάντα... αλλά ακόμα και τα προειδοποιητικά καμπανάκια που με αφυπνούσαν, δεν έφταναν για να με σταματήσουν.

Τον ήθελα με όλη μου την ψυχή... ήθελα να του χαρίσω τα πάντα... όλο μου το είναι... και κυριευμένη από αυτήν μου την ανάγκη, όλα τα άλλα γινόντουσαν στάχτη... διασκορπίζονταν στον άνεμο και εγώ έμενα πίσω να καλύπτω το κενό που ένιωθα μέσα μου να με στοιχειώνει... Το σώμα μου τον επιζητούσε... η ψυχή μου η ίδια ήθελε να γίνει ένα με την δική του... και όλο μου το κορμί... κάθε πόρος του δέρματος μου... ούρλιαζε για να βρει την ολοκλήρωση... Αν κάποιος μας έβλεπε αυτήν την στιγμή... θα πίστευε ότι το κορμί μου πάλευε να εισχωρήσει μέσα στο δικό του... να γίνει ένα με αυτό και να παραμείνει για πάντα φυλακισμένο μέσα σε αυτό... Η ψυχή μου αναζητούσε ακριβός το ίδιο.

«Μπέλλα μου... Τι συμβαίνει;» άκουσα την φωνή του νευρική... κατακλυσμένη από όλη την αγωνία που τον είχε κυριεύσει... Εκείνος δεν μπορούσε να ακούσει την σκέψη μου... δεν μπορούσε να νιώσει σε τόσο μεγάλο βαθμό την ανάγκη μου... δεν μπορούσε να καταλάβει το πόσο πάλευα μέσα μου με τα πρέπει και τα θέλω.

«Κάνε με δική σου...» κατάφερα να πω μέσα από τα αναφιλητά μου, με φωνή ένας ψίθυρος που αν δεν ήμουν τόσο απόλυτα κοντά του δεν θα είχε καταφέρει ποτέ να με ακούσει... «Κάνε με δική σου... για μια φορά... σε παρακαλώ...» επανέλαβα με την φωνή μου ξαφνικά άρχισε να παίρνει μια περίεργη ζωηράδα... αυτή της ανάγκης και της απελπισίας... «Για μια φορά... σε παρακαλώ... Σε έχω ανάγκη... σε χρειάζομαι...» σχεδόν φώναξα... «Για μια φορά και μετά... κάνε ότι θες... κάνε ότι πρέπει... δεν με νοιάζει... Μόνο για μια φορά...» η φωνή μου έσβηνε, καθώς οι λυγμοί δεν με άφηναν να συνεχίσω... δεν είχα κουράγιο γι αυτό... καθώς τα χέρια μου αρνιόντουσαν να τον αφήσουν από το σφιχτό τους κράτημα... και το ξαφνικό του πάγωμα, μου δήλωνε ότι η δική του συνειδητοποίηση, τον έκανε να σοκαριστεί... κάτι μέσα του τον έκανε να καταλάβει τι μου συνέβαινε... τι ήταν αυτό που πραγματικά του ζητούσα και αυτόματα, ταυτόχρονα με εκείνον, πάγωσα και εγώ και έμεινα ξέπνοη να περιμένω τις συνέπειες.

2 σχόλια:

Darky είπε...

Υπέροχο, τέτοια δίνη συναισθημάτων δεν έχει ξαναυπάρξει στα προηγούμενα κεφάλαιά σου... Η εναλλαγή των συναισθημάτων τους με άφησε ξέπνοη, χαρακτήρισέ με αν θες αθεράπευτα ρομαντική ή κοπέλα των παραμυθιών... Αλλά εγώ, ένα έχω να σου πω: Το πιο ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ και ΔΥΝΑΤΟ κεφάλαιο ήταν αυτό! Η έκφραση των συναισθημάτων τους και ο τρόπος της έκφρασης αυτής, δεν θα μπορούσαν να ήταν άλλοι... Τους ταίριαζε απόλυτα... Η αγάπη του σκληρού-υπερπροστατευτικού Έντουαρντ επιτέλους εκδηλώνεται και η ανάγκη της Μπέλλας, επιτέλους βγαίνουν στην επιφάνεια!!

Σε παρακαλώ, συνέχισε έτσι!!

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

Darky μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια.. χαίρομαι που σου άρεσε τόσο πολύ... θα κάνω ότι μπορώ ;)

ESCAPE POLH FANTASMA