Ετικέτες

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Haunted Love "60 Can't believe I'm still alive"



«Έντουαρτ;» άκουσα να με καλεί διστακτικά και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βίαια.

«Μμμμ» μούγκρισα σχεδόν νευριασμένος και έκοψε την ανάσα της στην μέση.

«Μπορείς να ελευθερώσεις τα χέρια μου;... Έχουν αρχίσει να με πονάνε» είπε δειλά και ανασηκώνοντας το κορμί μου έβγαλα το πόδι της πάνω από το σώμα μου και καθώς έκατσα στην άκρη του κρεβατιού άρχισα να τρίβω το πρόσωπο μου σπασμωδικά.

«Όχι» απάντησα αμέσως με τα μηλίγγια μου να με πονάνε από τον εκνευρισμό μου.

«Σε παρακαλώ Έντουαρτ δεν είναι αστείο» εκείνη παρακάλεσε και γύρισα προς την μεριά της κοιτώντας την εχθρικά.

«Και ποιος σου είπε ότι αστειεύομαι;» την ρώτησα και έκανε το σώμα της αμυντικά πιο πίσω ενώ πάλευε να βρει μια λογική εξήγηση γι αυτήν την αλλόκοτη συμπεριφορά μου... Όχι πως την αδικούσα... αλλά είχα πια ξεπεράσει όλα μου τα όρια... όλα είχαν πάει τόσο στραβά που δεν άντεχα ούτε να την βλέπω και αμέσως σε αυτήν την σκέψη, γύρισα το σώμα μου στην ευθεία και άρχισα να φορώ τα παπούτσια μου.

«Φεύγεις;» ρώτησε τρομοκρατημένη με την ανάσα της να χάνεται και πριν τα χάσω τελείως σηκώθηκα όρθιος, έκλεισα το παντελόνι μου και με μεγάλες δρασκελιές βγήκα στο μπαλκόνι για να μην την ακούω άλλο... αλλά μόλις ο κρύος αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο, όλα τα μέσα μου πάγωσαν.

«Σε παρακαλώ Έντουαρτ, μην με αφήνεις μόνη μου... σε παρακαλώ» την άκουγα να λέει κλαίγοντας τρομοκρατημένη και που να με πάρει δεν μπορούσα να κάνω δεύτερο βήμα... δεν ήμουν ικανός να εκπληρώσω αυτό που πραγματικά ήθελα... να φύγω μακριά της... Ακούγοντας την φωνή της, το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω ξανά κοντά της... να την κρατήσω μέσα στην ζεστή μου αγκαλιά και να την καθησυχάσω... να της πω ότι όλα είναι καλά... ότι δεν φταίει εκείνη για όσα μέσα μου ξεσπάνε με τέτοια ορμή και με κάνουν ανίκανο να συγκρατήσω τα νεύρα μου... να συγκρατήσω την οργή μου που άφησα τον εαυτό μου, να παρασυρθεί στο κάλεσμα της... να παρασυρθεί σε έναν κόσμο που δεν είχα γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου.

Αλλά πως μπορούσα να το κάνω αυτό... όταν όλα ήταν λάθος;... Όλα όσα είχα καταπνίξει είχαν ξυπνήσει και με είχαν κατακλύσει... ο χείμαρρος συναισθημάτων που με πλαισίωνε με θόλωνε... με έκανε να τρελαίνομαι... να μην ξέρω πως να αντιδράσω... Γαμώτο μου.

«Σε παρακαλώωω» έλεγε με τους λυγμούς της να την πνίγουν και κλοτσώντας το τοιχίο του μπαλκονιού τα παράτησα και γύρισα κοντά της.

Δεν ξέρω τι μπορούσε να πρόδιδε το πρόσωπο μου αλλά ότι και να είδε μέσα σε αυτό... την έκανε να τρομάξει τόσο πολύ, που έψαχνε τρόπο να φύγει από κοντά μου και αυτό για μια στιγμή με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Πάρε τηλέφωνο να έρθει κάποιος να μαζέψει όλον αυτόν τον χαμό... και μόλις φύγουν θα γυρίσω» κατάφερα μόνο να πω με σκληρή φωνή, ανίκανος να την συγκρατήσω... καθώς έλυνα τα χέρια της και πριν εξοστρακιστώ τελείως έφυγα από εκεί για να μπορέσω να βάλω σε μια σειρά το μυαλό μου πριν γυρίσω και πάλι κοντά της.

Δεν μου έφταιγε εκείνη σε τίποτα... όλα τα έκανα μόνος μου... και τώρα ήταν η ώρα να πληρώσω τις συνέπειες όποιες και να ήταν αυτές... είπα κατηγορηματικά στον εαυτό μου... και γυρίζοντας στο δωμάτιο μου μπήκα στο μπάνιο και άφησα το κρύο νερό να με κατευνάσει.

Μπαίνοντας ξανά στο δωμάτιο της, εκείνη ήταν ακόμα στο μπάνιο... Ανοίγοντας το μπαράκι... γέμισα ένα ποτήρι με ουίσκι και παίρνοντας το μαζί μου, το άφησα στο κομοδίνο, απαλλάχτηκα από τα ρούχα μου και μένοντας μόνο με το εσώρουχο μου, ξάπλωσα κάτω από τα σκεπάσματα... έφερα τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου και ακουμπώντας το βιβλίο που είχα φέρει μαζί μου απάνω τους ανοιχτό, πήρα το ποτήρι μου στο χέρι μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στις γραμμές που ήταν μπροστά μου χωρίς επιτυχία... Όλα τα γράμματα χόρευαν πάνω στο χαρτί και αντικαθιστοντούσαν με την εικόνα της να βογκάει από ηδονή καθώς όλο της το κορμάκι έτρεμε σύγκορμο, ζητώντας την ολοκλήρωση.

Βγαίνοντας από το μπάνιο, έμεινε στο πλαίσιο της πόρτας κοιτώντας με, με κομμένη την ανάσα της καταπνίγοντας κάθε επιθυμία να ουρλιάξει από το ξάφνιασμα της καθώς με κοίταζε ανίκανη να κάνει δεύτερο βήμα προς το μέρος μου και αυτό με αποτελείωσε.

«Θα μείνεις όλο το βράδυ εκεί;» την πείραξα για να ξεκολλήσει λίγο, πίνοντας μονοκοπανιά όλο το υπόλοιπο ουίσκι που ήταν μέσα στο ποτήρι αλλά εκείνη δεν χαλάρωνε καθόλου.

«Είναι όλα καλά;» ρώτησε χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τον προβληματισμό της άλλο μέσα της και κοίταξα για λίγο μακριά... Ήταν όλα καλά;... αναλογίστηκα.

«Όχι...» απάντησα αυτόματα στην ίδια μου την ερώτηση και εκείνη έξυσε για λίγο τον κρόταφο της κοιτώντας το πάτωμα προσπαθώντας να σκεφτεί τι να κάνει για να αλλάξει λίγο αυτήν την κατάσταση και αναστέναξα... «Αλλά είναι ελεγχόμενα» την διαβεβαίωσα κάτω από τον αναστεναγμό μου... και προκειμένου να την νιώσω ξανά μέσα στην αγκαλιά μου... έκλεισα το βιβλίο μου, το έβαλα πάνω στο κομοδίνο μαζί με το άδειο ποτήρι μου και χαμηλώνοντας το σώμα μου, άνοιξα τα σκεπάσματα της μεριά της και χτύπησα το στρώμα για να της κάνω σήμα να έρθει να ξαπλώσει... Με κοίταξε μπερδεμένη αλλά δεν το αρνήθηκε κιόλας... και αυτό μου έδωσε μια ανάσα ελπίδας ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να με συγχωρέσει για όλη αυτήν την απαράδεκτη συμπεριφορά μου.

Καθώς το σώμα της βρέθηκε δίπλα μου... χωρίς να χάνω ευκαιρία, έβαλα το χέρι μου πάνω στην πλάτη της και την τράβηξα κοντά μου φωλιάζοντας την μέσα στην αγκαλιά μου ενώ με το ελεύθερο μου χέρι, αφού πρώτα την σκέπασα καλά, έβαλα το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στο στερνό μου και χωρίς να είμαι ικανός να το χαλιναγωγήσω, άφησα ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της καθώς πήρα μια βαθιά ανάσα για να αφήσω το γλυκό της άρωμα να με πλαισιώσει... Το κορμάκι της αμέσως χαλάρωσε στο άγγιγμα μου, δίνοντας μου την απόλυτη ικανοποίηση και καθώς το χέρι της τυλίχτηκε γύρω από τον λαιμό μου, άφησα το κεφάλι μου να ξεκουραστεί πάνω στο δικό της με την ματιά μου να κοιτάει το κενό.

«Συγνώμη» μουρμούρισε ντροπαλά και ένα θλιμμένο γελάκι ξέφυγε από τα χείλια μου καθώς κατάλαβα ότι πήγε να πάρει για άλλη μια φορά όλη την ευθύνη απάνω της, παρόλο που είμαι 1000% σίγουρος ότι δεν είχε ιδέα τι είχε μόλις συμβεί.

«Για ποιο πράγμα;» ρώτησα με χαμηλή φωνή και εκείνη αναστέναξε καθώς βόλευε καλύτερα το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου.

«Δεν ξέρω...» τελικά παραδέχτηκε και γέλασα στιγμιαία ενώ δάγκωσα το κάτω μου χείλος και αυτό την έκανε να ξεφυσήσει απηυδισμένα... «Τι έκανα λάθος;» ρώτησε τελικά ενώ γέρνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω, με κοίταξε μέσα στα μάτια με ένα παραπονεμένο ύφος που με έκανε εκείνην την στιγμή να θέλω να αρπάξω στα δόντια μου αυτό το παραπονιάρικο χειλάκι που έτρεμε ανεπαίσθητα πληγωμένο.

Χαϊδεύοντας το μάγουλο της τρυφερά, την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια για να καταφέρω να συγκεντρωθώ στην ερώτηση της πριν προδοθώ περισσότερο και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα της απάντησα με ήρεμη φωνή.

«Μην το ξανά κάνεις ποτέ αυτό... Ο μεγάλος είναι της διάρκειας, όχι της επανάληψης... γι αυτό όταν σου λέω να μην τον κάνεις να τελειώσει πριν σε γαμήσω... μην το παίρνεις σαν πρόκληση... αλλά σαν προειδοποίηση» της είπα και εκείνη το σκέφτηκε για λίγο ενώ απέφυγε το βλέμμα μου προσπαθώντας να συμπληρώσει το προσωπικό της πάζλ μέσα στο μυαλό της... αλλά μόλις γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου ήταν ακόμα πιο μπερδεμένη από πριν.

«Αφού τις προηγούμενες φορές...» ξεκίνησε και χαμογελώντας απαλά πήρα μια κοφτή ανάσα.

«Λειτουργούσε το απωθημένο... μην παρασύρεσαι... Σε δύο, τρεις, μέρες που θα καταλαγιάσει θα καταλάβεις την διαφορά... Όταν το ικανοποιείς με αυτόν τον τρόπο όμως, μην περιμένεις να επανέλθει ξανά αν δεν περάσουν δύο με τρεις ώρες» την ενημέρωσα διακόπτοντας την και εκείνη έσμιξε τα φρύδια της με απορία.

«Δηλαδή δύο με τρεις μόνο μέρες, φτάνουν για να με βαρεθείς;» ρώτησε σοκαρισμένη και κούνησα το κεφάλι μου δύσπιστα κοιτώντας για λίγο το ταβάνι πριν γυρίσω ξανά την ματιά μου προς το μέρος της.

«Αυτό κατάλαβες;...» ρώτησα ρητορικά αλλά πριν απαντήσει συνέχισα... «Όχι δεν φτάνουν για να σε βαρεθώ... εδώ που τα λέμε έχω αρχίσει να πιστεύω ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί αυτό... αλλά φτάνουν για να κατευνάσουν το περίσσιο πάθος που έχω για σένα... ώστε να καταφέρω να σε χορτάσω όπως πραγματικά θέλω... αλλά δεν έχω καταφέρει ακόμα να το κάνω» παραδέχτηκα και αμέσως το κορμάκι της άρχισε να χαλαρώνει μέσα στην αγκαλιά μου.

«Γιατί πιστεύεις ότι γίνεται αυτό;» ρώτησε και γέλασα δυνατά ενώ την φώλιαζα ξανά στην αγκαλιά μου, χαϊδεύοντας την παρηγορητικά καθώς καταλάβαινα ότι ένιωθε ότι έφταιγε εκείνη γι αυτό... Εν μέρη ναι έφταιγε αλλά πάντα με την καλή έννοια... και περισσότερο λόγο της απειρίας της... πως μπορούσα εγώ να την κατηγορήσω για κάτι τέτοιο;

«Μην απασχολείς το μυαλουδάκι σου με τέτοια ανούσια πράγματα... Θα βρούμε την χρυσή τομή... και τότε όλα θα είναι πιο εύκολα και για τους δύο μας...» την διαβεβαίωσα και κούνησε το κεφάλι της επιβεβαιώνοντας μου ότι και η ίδια αυτό ζητούσε για να μπορέσει να νιώσει πιο ασφαλής κοντά μου... «Νυστάζεις;» ρώτησα και αμέσως κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Εσύ;» ρώτησε πίσω και άρχισα να γελάω πιο δυνατά.

«Που τέτοια τύχη» απάντησα αυθόρμητα και αυτό την προβλημάτισε και αφού έμεινε για λίγο στην σιωπή τελικά έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Γιατί έχεις ανάγκη να το κάνεις κάθε βράδυ;» ρώτησε ανασαίνοντας γρήγορα καθώς καταλάβαινα ότι ήδη είχε βγάλει την σωστή διαπίστωση αλλά ήθελε να το επιβεβαιώσει.

«Για πολλούς λόγους...» είπα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμος μου αλλά δεν την έπεισα και καθώς με κοίταζε με προσμονή περιμένοντας να το διευκρινίσω, τα παράτησα και συνέχισα... «Είναι ένας τρόπος να ξεσπώ όλη την ένταση της ημέρας... Πως να το πω διαφορετικά...» είπα σκεπτικός και χαμογέλασα με ένα διαβολικό χαμόγελο... «Ας πούμε ότι μια γλυκιά νότα πριν η μέρα φτάσει στο τέλος της» είπα τελικά αλλά εκείνη συνέχισε να με κοιτά σταθερά στα μάτια σοβαρή.

«Το έχεις ανάγκη για να μπορείς να ξεθεώνεσαι ώστε να κοιμάσαι για λίγο» μου κάρφωσε την διαπίστωση της στα μούτρα και αναστέναξα.

«Και γι αυτό» τελικά παραδέχτηκα και αντί στο βλέμμα της να δω ικανοποίηση όπως περίμενα που τελικά πήρε την σωστή απάντηση... είδα πόνο και κατανόηση και αυτό για λίγο κόντεψε να με φέρει στην προηγούμενη μου κατάσταση... αλλά μην θέλοντας να την χάσω πάλι από την αγκαλιά μου, την ανάγκασα και πάλι να βάλει το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου για να μπορέσω να καταπνίξω κάθε τι σιγόκαιγε μέσα μου.

Μένοντας στην σιωπή... δεν πρόσθεσε τίποτα παραπάνω για να μην με κάνει χειρότερα και από μέσα μου την ευγνωμονούσα γι αυτό... γιατί πραγματικά αν το συνέχιζε δεν θα ήξερα πως θα μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου πριν ξεφύγει πάλι... Δεν το άντεχα να με κανακεύει... να με παρηγορεί... να με συμπονά για τα πάθη μου και τα λάθη μου... ήθελα να τα πληρώνω για να παίρνω το μάθημα μου και όχι να τα ξεπερνώ έτσι απλά ώστε κάποια στιγμή να φτάνω στο σημείο να τα επαναλαμβάνω.

«Η Βι μου είπε ψέματα...» είπε κάποια στιγμή και την ανάγκασα να με κοιτάξει παραξενευμένος... «Ο πατέρας μου δεν με έδερνε...» διευκρίνισε και έμεινα περίεργος να την κοιτώ χωρίς να είμαι ικανός να καταλάβω τι ήταν αυτό που την έκανε να εξωτερικεύσει τώρα, αυτό που της ζήταγα το πρωί να μου πει.

«Πως το ξέρεις αυτό;» ρώτησα με περιέργεια και πήρε μια βαθιά ανάσα ενώ έκρυβε το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου ζητώντας παρηγοριά και αμέσως αυθόρμητα της την πρόσφερα απλόχερα, δίνοντας της τον χρόνο που χρειαζόταν για μπορέσει να τα βρει με τον εαυτό της... ελπίζοντας να μου τα εμπιστευτεί.

«Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα με τον Τεό...» ξεκίνησε και αμέσως το σώμα μου τσιτώθηκε από την ζήλια και την αγανάκτηση που ένιωσα μέσα μου και εκείνη αμέσως ανασήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε κατηγορηματικά... «Το ξέρεις ότι είναι μόνο φίλος... αλλά πέρα από αυτό... δεν είναι καν άντρας Έντουαρτ» είπε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα το παραμέρισα και την άφησα να συνεχίσει... «Είσαι ο μόνος που με έχει αγγίξει Έντουαρτ... μην αμφιβάλεις γι αυτό...» συνέχισε και όλο μου το εγώ, εκτοξεύθηκε στα ύψη κάνοντας με να πάρω δύναμη και της χαμογέλασα με το στραβό μου χαμόγελο που ήξερα πόσο της άρεσε και εκείνη αναστενάζοντας, άφησε και πάλι το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα συνέχισε πιο απαλά...

«Το πρωί που ξυπνήσαμε μου είπε ότι μέσα στο βράδυ, άνοιξα τα μάτια μου και άρχισα να παίζω μαζί του...»

«Τι εννοείς να παίζεις;» την ρώτησα νευριασμένα χωρίς να είμαι ικανός να το χαλιναγωγήσω και εκείνη αναστέναξε απηυδισμένα.

«Σαν μικρό παιδί Έντουαρτ... όχι πονηρά...» αμέσως συμπλήρωσε και αφήνοντας βίαια την ανάσα μου να βγει από μέσα μου... Όταν εκείνη κατάλαβε ότι δεν είχα σκοπό να συμπληρώσω τίποτα παραπάνω συνέχισε πιο απαλά... «Ο Τεό τα είδε όλα... δεν ήξερε τι να σκεφτεί... λέει ότι τον αποκαλούσα άγγελο και ότι τον ρώταγα συνέχεια πότε θα με γυρίσει πίσω στους δικούς μου... Με τα πολλά με έκανε να του τα πω όλα...» είπε και κάνοντας μια παύση την ανάγκασα να με κοιτάξει και μόλις είδα τα μάτια της βουρκωμένα ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου συνθλίβοντας με... αλλά εκείνη δεν συναντούσε το βλέμμα μου και αυτό με τσάκιζε περισσότερο... με έκανε να καταλάβω ότι ήθελε να κρύψει πράγματα από μένα... και αδυνατώντας να καταλάβω το γιατί... έκανε την περιέργεια μου μεγαλύτερη.

«Πες μου» παρακάλεσα με βαθιά φωνή καθώς της χάιδευα απαλά το μάγουλο της και η ματιά της μόλις αντίκρισε την δική μου έμεινε λίγο παγωμένη ενώ μέσα της προσπαθούσε να αποφασίσει πόσα θα μου έδινε από όσα ήξερε και πόσα θα κράταγε για τον εαυτό της.

«Δεν ήταν πατέρας μου...» είπε με παράπονο πνίγοντας τις λέξεις μέσα στους λυγμούς της και την κοίταξα ξαφνιασμένος.

«Εννοείς...» ξεκίνησα και εκείνη κατένευσε.

«Ήταν ο λόγος που μαλώσαμε εκείνην την ημέρα... Η μητέρα μου ήθελε να με πάρει και να φύγουμε... αλλά εκείνος της έλεγε ότι θα έπρεπε να περάσει πάνω από το πτώμα του για να με πάρει μακριά του...» συνέχισε καθώς τα δάκρυα της ξεχείλιζα και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να την κάνω να νιώσει καλύτερα γι αυτό.

«Γιατί θύμωσες τόσο πολύ με την Βι;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω... ήξερα ότι δεν ήταν μόνο ο λόγος που μου είχε αναφέρει.

«Γιατί με έκανε να αμφισβητήσω τον ίδιο μου τον εαυτό... Ήξερα πάντα... το ένιωθα μέσα μου, ότι με αγαπούσε... και εκείνη με έκανε να πιστέψω ότι, ό,τι θυμόμουν ήταν ένα ψέμα... ήταν μια αυταπάτη...» συνέχιζε με παράπονο και αυτόματα την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου ενώ της φίλαγα την κορυφή του κεφαλιού της και εκείνη τυλίγοντας και τα δύο της χέρια γύρω από τον λαιμό μου αφέθηκε στα χέρια μου για να την παρηγορήσω.

«Πιστεύεις ότι εκείνη ή μητέρα της, ξέρουν την αλήθεια;... Εννοώ αν ήσουν πράγματι παιδί του ή όχι;»

«Και να το ξέρουν τώρα είναι αργά για να το μάθω» είπε με βαθιά απογοητευμένη φωνή... καθώς ένιωθα ότι βαθιά μέσα της πίστευε ότι η Βι δεν θα την συγχωρούσε ποτέ για το σημερινό και αναστέναξα.

«Μπέλλα... είσαστε σαν αδελφές... εγώ είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν υπάρχει τρόπος να σας χωρίσω... γιατί τώρα πιστεύεις ότι δεν θα σε συγχωρέσει;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και εκείνη αναστέναξε.

«Την πλήγωσα» είπε μόνο και στριφογύρισα τα μάτια μου απελπισμένα.

«Και εκείνη το ίδιο... Γιατί εσύ την συγχώρεσες και εκείνη όχι;» συνέχισα εγώ και από το ξάφνιασμα της, έκανε το κεφάλι της πιο πίσω για να με κοιτάξει.

«Πως ξέρεις;...» ξεκίνησε να εκφράζει την απορία της και την κοίταξα με νόημα στα μάτια... «Τόσο ανοιχτό βιβλίο είμαι πια;» ρώτησε με παράπονο και της χαμογέλασα συγκαταβατικά επιβεβαιώνοντας της το... «Δεν ξέρω...» είπε τελικά.

«Θες να σε συγχωρέσει ώστε να είσαστε όπως παλιά;» την ρώτησα και αναστενάζοντας βαριά άφησε ξανά το κεφάλι της να ξεκουραστεί πάνω στο στερνό μου.

«Δεν νομίζω ότι θα είμαστε ξανά όπως παλιά» παραδέχτηκε τελικά και χαμογέλασα με απόλυτη ικανοποίηση... Δεν την ήθελα με τίποτα στα πόδια μας... ήταν η μεγαλύτερη επιρροή της Μπέλλας... και όσο ήταν μαζί της... τόσο περισσότερο την επηρέαζε με την χαζομάρα της και έκανε και την ίδια να φαίνεται τόσο χαζή όσο η ίδια ήταν... Από την άλλη όμως τώρα έχω και τον Τεό... αλλά τουλάχιστον εκείνος την επηρέαζε θετικά... και όσο κρατάει τον λόγο του ότι δεν θα μπλεχτεί στα πόδια μας... τόσο λιγότερο με απασχολεί... φυσικά δεν πρόκειται να σταματήσω να τους ελέγχω γιατί να τους απομακρύνω αυτό και αν θα είναι ακατόρθωτο, γνωρίζοντας την Μπέλλα που την έχω ικανή πλέον για όλα... μέχρι και να με παρατήσει θα ήταν ικανή για να είναι μαζί του και αυτό δεν θα το επιτρέψω ποτέ.

«Γιατί έχω την αίσθηση ότι, το ότι δεν είναι πραγματικός σου πατέρας είναι και αυτό που πλήγωσε περισσότερο;» την ρώτησα τελικά για να μάθω περισσότερα και εκείνη έμεινε για λίγο στην σιωπή της... Ανασηκώνοντας το πρόσωπο της την ανάγκασα να με κοιτάξει και τελικά τα παράτησε.

«Πως θα μπορούσε να μην με πληγώσει περισσότερο Έντουαρτ;...» ρώτησε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία... «Αν ο πατέρας μου... δεν είναι ο βιολογικός μου πατέρας, αυτόματα σημαίνει ότι και η γιαγιά μου δεν ήταν πραγματική μου γιαγιά» είπε με κομμένη ανάσα και της χάιδεψα απαλά τα μαλλιά της κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα.

«Κάνεις μεγάλο λάθος Μπέλλα... Οι πραγματικοί μας γονείς... δεν είναι αυτοί που μας φέρνουν στην ζωή, αλλά αυτοί που δίνουν όλο τους το είναι για να μας μεγαλώσουν... Αν ερχόταν αυτήν την στιγμή κάποιος και μου έλεγε ότι η μητέρα μου δεν ήταν η βιολογική μου μητέρα, ξέρεις τι θα του έλεγα;...» την ρώτησα και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά... «Να πάει να γαμηθεί...» της απάντησα και δειλά άρχισε να γελάει αλλά ακόμα είχε τόσο πόνο μέσα της που δεν μπορούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα... «Όσα έζησες μαζί τους Μπέλλα, δεν αντικαθιστούνται με τίποτα άλλο... είναι μοναδικά και αληθινά... μην αμφιβάλεις γι αυτό... μην αμφιβάλεις για εκείνους... γιατί θα είναι σαν να τους λες ότι όλη η αγάπη που σου έδωσαν ήταν ένα ψέμα» συνέχισα και αφήνοντας την ανάσα της να βγει αργά έγειρε κουρασμένα το κεφάλι της ξανά πάνω στο στερνό μου και σφίγγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου με κόλλησε απόλυτα απάνω της ευχαριστώντας με, με αυτόν τον τρόπο που την έκανα να νιώσει καλύτερα... αυτό που δεν ήταν ακόμα σε θέση να καταλάβει ήταν ότι εγώ το εννοούσα... «Θέλεις να μάθεις αν είσαι πράγματι δικό του παιδί;» την ρώτησα και εκείνη το σκέφτηκε για λίγο.

«Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πια αν θέλω να ξέρω... και από την άλλη όσοι ξέρουν την αλήθεια πλέων δεν είναι στην ζωή...» είπε με φωνή που έσβηνε και αυθόρμητα την κράτησα πιο σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου ενώ άφηνα ένα απαλό φιλί στην ένωση του λαιμού της με του ώμου της και εκείνη αναστέναξε... «Όλοι είναι νεκροί... Δεν μου έχει απομείνει κανείς» μουρμούρισε ενώ ένιωσα το δάκρυ της να καίει το δέρμα μου.

«Όχι όλοι» είπα και γέλασε στιγμιαία ενώ σκούπιζε με το χέρι της τα δάκρυα της.

«Με τον ρυθμό που το πας... είμαι σίγουρη όχι για πολύ» είπε κοροϊδευτικά και γελάσαμε μαζί αλλά σοβαρεύοντας αναστέναξε ξανά... «Άλλωστε εσύ δεν πιάνεσαι... Δεν είσαι μόνιμος» είπε και την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Μπορείς να με έχεις για όσο καιρό το θες και εσύ, Μπέλλα» της είπα απόλυτα σοβαρά.

«Για όσο καιρό τηρώ τους όρους σου, σωστά;» μου γύρισε πίσω και την κοίταξα ζαρώνοντας τα μάτια.

«Που θες να καταλήξεις;» την ρώτησα και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Πες μου ειλικρινά Έντουαρτ... Πόσο καιρό μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει χωρίς αγάπη και να καταφέρει να μην χάσει τον εαυτό του;... Να καταφέρει να μην αδειάσει μέσα του;... Να καταφέρει να μην γίνει ένα τίποτα;» με ρώτησε και την κοίταξα δύσπιστα.

«Αυτό πιστεύεις για μένα;... Ότι είμαι ένα τίποτα;» την ρώτησα και αμέσως πήρε ένα πληγωμένο ύφος ενώ έκρυβε το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου για να αποφύγει την ματιά μου.

«Είσαι... ένα τίποτα Έντουαρτ... μην κοροϊδεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό... Μπορεί να θεωρείς ότι είσαι τα πάντα, αλλά η αλήθεια είναι ότι είσαι ένα τίποτα...» είπε απαλά και έμεινα έκπληκτος με τα λόγια της... «Θεωρείς ότι είσαι ο κυρίαρχος του σύμπαντος...» συνέχισε και γέλασα δύσπιστα κουνώντας το κεφάλι μου... «Αλλά η αλήθεια είναι ότι είσαι κυρίαρχος ενός παιχνιδιού που δεν έχεις φτιάξει καν εσύ τους κανόνες... ενός παιχνιδιού που δεν ορίζεις... που είσαι απλά μια μαριονέτα, ένα πιόνι στα χέρια άλλων που καθορίζουν την ζωή σου...» σήκωσε το κεφάλι της δειλά προς τα πάνω και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια καθώς μου χάιδευε απαλά το μάγουλο... «Μπορεί να είσαι ο Βασιλιάς στην σκακιέρα τους Έντουαρτ... αλλά μην ξεγελάς τον εαυτό σου, είσαι απλά ακόμα ένα τους πιόνι... που αν εκείνοι θελήσουν να σε θυσιάσουν στην μάχη... εσύ απλά θα πρέπει να υπακούσεις και να ακολουθήσεις το θέλημα τους... γιατί είσαι μόνο ένα πιόνι όπως όλοι μας και τίποτα άλλο» είπε ξανά με βαθιά φωνή και έμεινα να την κοιτώ άδειος χωρίς να έχω να πω κάτι πάνω σε αυτό... Τι θα μπορούσα να πω άλλωστε, ότι έχει άδικο;... Δεν είμαι ηλίθιος... δεν χρειαζόταν καν να μου το πει για να το ξέρω... αλλά ακόμα και αυτό δεν φτάνει για να αλλάξει τις καταστάσεις και εγώ το ξέρω πολύ καλά.

Βλέποντας ότι δεν είχα κάτι να συμπληρώσω... χαμήλωσε το κεφάλι της προς τα κάτω... έβαλε ξανά το χέρι της να ακουμπήσει απαλά πάνω στον λαιμό μου... και αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί πάνω στο στήθος μου... βόλεψε το κεφάλι της καλύτερα πάνω στο στερνό μου και για λίγο έμεινε σιωπηλή.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε διστακτικά χωρίς να ανασηκώνει το κεφάλι της και αναστέναξα σαν απάντηση... «Γιατί εχθές με κοίταζες περίεργα την ώρα που ξύπνησα;» ρώτησε και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει και αυτό την έκανε να ανασηκώσει την ματιά της προς το μέρος μου και πάλι... «Θα μου πεις;» ρώτησε γεμάτη ελπίδα και άφησα την ανάσα μου ήρεμα να βγει από μέσα μου.

«Ήσουν πολύ περίεργη» είπα τελικά και η περιέργεια της έγινε μεγαλύτερη... «Κάποια στιγμή σε ένιωσα να με κοιτάς και μόλις άνοιξα τα μάτια μου εσύ τα έκλεισες και έκανες πως κοιμόσουν ξανά... μόλις τα έκλεισα, τα άνοιξες ξανά και πάει λέγοντας... Με τα πολλά αφού εκνευρίστηκα τελικά το πήρες απόφαση και βάζοντας το κεφάλι σου πάνω στον λαιμό μου έβαλες ξανά το δάχτυλο σου μέσα στο στόμα σου... αλλά δεν έλεγες να κοιμηθείς ξανά και δεν είχα ιδέα τι να σε κάνω... Καταλαβαίνοντας ότι ήσουν σε φάση υπνόβασης προσπάθησα να μην σου δώσω σημασία μέχρι να σε πάρει πάλι ο ύπνος αλλά η συνέχεια με έστειλε» της είπα απηυδισμένα και εκείνη άρχισε να γελάει με την ψυχή της ενώ έβαζε το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου και δεν μπορούσα να καταλάβω τι το προκάλεσε όλο αυτό... αλλά εκεί που ήμουν έτοιμος να την ρωτήσω η ίδια μου έλυσε την απορία.

«Σε πέρασα για τον πατέρα μου...» δήλωσε καθώς με κοίταζε πάλι και ανασήκωσα τα φρύδια μου με απορία... «Όχι δεν μοιάζετε καθόλου... αλλά προφανώς εκείνην την στιγμή δεν θα κατάλαβα και πολύ αυτήν την διαφορά» απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση μου και αυτό με έκανε να προβληματιστώ περισσότερο... Άθελα της μόλις δήλωσε ότι έχεις μνήμες από το παρελθόν αλλά εκείνη δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα... και κλέβοντας την ευκαιρία προσπάθησα να της αποσπάσω όσα περισσότερα μπορούσα... Τι το ήθελα ο μαλάκας;

«Πως ήταν εξωτερικά;» την ρώτησα με περιέργεια και εκείνη με ένα γλυκό χαμόγελο χάθηκε μέσα στις αναμνήσεις της ενώ κοίταζε μακριά.

«Ήταν κοντούλης... και είχε μελαχρινά μαλλιά, μαύρα μάτια και ένα τσιγκελωτό μουστάκι που τρελαινόμουν να του πειράζω όλη την ώρα» είπε με ένα πειραχτικό τόνο που δεν άντεξα να ξεφουρνίσω την διαπίστωση μου.

«Θυμάσαι!» είπα κατηγορηματικά και ξαφνισμένη με κοίταξε στα μάτια παγωμένα, αλλά καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε πια να με ξεγελάσει, τελικά κατένευσε ενώ έβαζε ξανά το κεφάλι της να ξεκουραστεί πάνω στο στήθος μου με έναν αναστεναγμό.

«Τα περισσότερα» είπε με ένα περίεργο πόνο στην φωνή της και αυτό με έκανε να σκάσω περισσότερο... Τι ήταν αυτό που την έκανε να μελαγχολεί τόσο πολύ... «Αλλά δεν θέλω να τα μοιραστώ... Θέλω να τα κρατήσω μέσα μου σαν φυλαχτό» δήλωσε και κοίταξα για λίγο μακριά ανασυγκροτώντας τις σκέψεις μου... Πόσο ήθελα να τα μοιραστεί μαζί μου... να μάθω και εγώ περισσότερα για εκείνην... «Ξέρεις... μέσα σε όσα θυμήθηκα, τελικά ανακάλυψα ότι δεν ήσουν μόνο εσύ διαβολάκι όταν ήσουν μικρός» είπε και άρχισε να χαχανίζει τόσο ανάλαφρα που με έκανε χειρότερα... Τώρα ήταν που ήθελα να τα μάθω όλα.

«Πες μου...» είπα σχεδόν παρακλητικά και κούνησε η σκατούλα το κεφάλι της με πείσμα αρνητικά λες και το έκανε επίτηδες για να με τσιγκλήσει περισσότερο... «Δεν είσαι εντάξει... εγώ πως σου είπα» χρησιμοποίησα τα ίδια της τα λόγια, όταν με είχε κάνει να της πω για την παιδική μου ηλικία και ανασηκώνοντας το κεφάλι της με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια ενώ αυθόρμητα έβαλε το χέρι της πάνω στον λαιμό μου και με κοίταξε με μια τρυφερή ματιά που με έκανε να αναριγήσω ολόκληρος... Όλο μου το στήθος διαλύθηκε και χρειάστηκε εκείνην ακριβός την στιγμή όλη η δύναμη της ψυχής μου... για να συγκρατήσω το χέρι μου σταθερό πάνω στην πλάτη της... ώστε να μην το βάλω μέσα στα μαλλιά της για να την φέρω κοντά μου και να της κλέψω την ανάσα της μέσα από το φιλί μου.

«Κάθε βράδυ ξύπναγα στον ύπνο μου και πήγαινα στο κρεβάτι τους... σήκωνα τις κουβέρτες από την κάτω μεριά και έρποντας, με τον αρκούδο μου αγκαλιά, έμπαινα ανάμεσα τους και γυρισμένη από την μεριά του πατέρα μου... καθόμουν και τον κοίταζα μέχρι εκείνος να ανοίξει τα μάτια του... μόλις τα άνοιγε εγώ τα έκλεινα... περίμενα λίγο και μόλις τα έκλεινε τα άνοιγα ξανά... και ξανά... και ξανά... μέχρι που τον υποχρέωνα να ξυπνήσει και να συνειδητοποιήσει ότι ήμουν δίπλα του...»

«Μπέλλα... αυτό λίγο πολύ το έζησα...» την διέκοψα και ανασήκωσε το φρύδι της προκλητικά κόβοντας μου την φράση στην μέση... «Εντάξει συνέχισε» είπα τελικά παραδίνοντας τα όπλα και περνώντας την γλώσσα της από τα χείλια της, παίρνοντας μια ανάσα, συνέχισε.

«”Μπέμπα μου κοιμήσου” με παρακάλαγε εκείνος εξουθενωμένα αλλά εγώ το αρνιόμουν κατηγορηματικά... βλέπεις ήταν μην βάλω κάτι στο μυαλό μου... αν το έβαζα δεν κατάφερνε κανείς να με κάνει να κάνω πίσω...» έκανα μια γκριμάτσα δηλώνοντας το πόσο ισχύει ακόμα και τώρα αυτό και γέλασε πριν συνεχίσει... «“Δεν νυστάζω... μπορώ να παίξω με τα μαλλιά σου;... Είναι σαν του σκαντζόχοιρου”... εγώ του απαντούσα και τι να έκανε ο άνθρωπος αφού ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα ησύχαζα αν δεν το έκανα, με άφηνε να του τα στρώνω...» είπε και το σκέφτηκε για λίγο... «Εσύ με άφησε να παίξω με τα μαλλιά σου;»

«Όχι» δήλωσα κατηγορηματικά και πήρε μια απογοητευμένη ανάσα.

«Και τι έκανες;» ρώτησε με απορία και την κοίταξα στα μάτια με ύφος που δήλωνε ότι την συνέτισα καταλλήλως...«Είσαι απαίσιος...» με κατηγόρησε και στριφογύρισα τα μάτια μου απηυδισμένα... «Την επόμενη φορά να με αφήσεις... έχει πολύ πλάκα» μου είπε ενώ όπως πάντα είχε ξεφύγει τελείως από αυτό που αρχικά έλεγε και ξεφυσώντας από την μύτη μου... εκείνη το κατάλαβε και προσπάθησε να θυμηθεί που είχε σταματήσει την αφήγηση της... «Α ναι...» μονολόγησε και την στιγμή που άφησα ένα γελάκι, συνέχισε ενώ με κοίταξε προειδοποιητικά για να μην κάνω κάποιο σχόλιο και την αποπροσανατολίσω πάλι... «Αφού τελείωνα την ιεροτελεστία με τα μαλλιά άφηνα το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του και άρχισα να παίζω με τις φλέβες του λαιμού του... Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλιζε για εκείνον...»

«Τον καταλαβαίνω απόλυτα» συναίνεσα και εκείνη πήρε ένα πληγωμένο ύφος.

«Θα με αφήσεις να τελειώσω καμία φορά;...» ρώτησε απελπισμένα και άρχισα να γελάω... «Καληνύχτα» είπε και βάζοντας το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου σφράγισε το στόμα της και δεν ξαναμίλησε.

«Εεεε δεν θα την γλυτώσεις τόσο εύκολα» της είπα ενώ άρχισα να την τσιμπάω στα πλευρά της και την μέση της για να την τσιγκλήσω και εκείνη έκανε το σώμα της αμυντικά πιο πίσω καθώς προσπαθούσε να με σταματήσει.

«Θα συνεχίσω με μια συμφωνία» δήλωσε αυστηρά και δεν άντεξα να μην γελάσω και πάλι.

«Τι συμφωνία;» ρώτησα περίεργος και με κοίταξε νευριασμένα.

«Δεν θα βγάλεις άχνα μέχρι να τελειώσω» είπε και μόλις κατένευσα έκανα την χαρακτηριστική κίνηση ότι σφραγίζω το στόμα μου και αφού αναστέναξε... βόλεψε το κεφάλι της πάνω στο χέρι μου και με την ματιά της μακριά συνέχισε πιο ήρεμα... «“Ιζαμπέλλα... κοιμήσου τώρα”... έλεγε με ένα βαρύ τόνο που με έκανε πάντα να γελάω... Όταν έπαιρνε το αυστηρό του ύφος, ήταν να του τσιμπήσεις τα μάγουλα... δεν μπορούσα ποτέ να νιώσω φόβο... “Θα μου διαβάσεις ένα παραμύθι για να κοιμηθώ;”... ήταν η αυτόματη απάντηση μου και εκείνος ξεφύσαγε απελπισμένα... “Λυπήσου με κόρη μου... 3 η ώρα το πρωί... σε δύο ώρες πρέπει να σηκωθώ να πάω στην δουλειά”... προσπαθούσε μάταια εκείνος να με καλοπιάσει αλλά μόλις έβλεπε το κουταβίσιο βλέμμα μου και τα θολά μου μάτια να είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν... τελικά τα παράταγε και μου διάβαζε μέχρι να κοιμηθώ ξανά» είπε και έμεινε να κοιτά τις αντιδράσεις μου.

«Αυτό ήταν όλο;» ρώτησα δύσπιστα και κούνησε το κεφάλι της απελπισμένα.

«Δεν περίμενα να καταλάβεις... Το να είσαι διαβολάκι δεν σημαίνει να παίρνει σβάρνα ότι βρεις μπροστά σου και να το διαλύεις Έντουαρτ... αλλά να σκας γάιδαρο με την συμπεριφορά σου... Εγώ ήμουν ζουζούνα... εσύ πιο βαρήμαγκας αλλά πόση διαφορά είχαμε μεταξύ μας... Καμία... Για βάλε έναν άνθρωπο να τον ξυπνάει η κόρη του κάθε βράδυ στις 3 το πρωί και έπη μία ώρα να τον πιλατεύει και να τον ζαλίζει μέχρι να τον καταφέρει να χάσει τον ύπνο του ενώ εκείνος... έπρεπε να σηκωθεί στις 5 τα χαράματα και να γυρίσει αργά το βράδυ αφού πια έχει νυχτώσει... Δεν θυμάμαι τι δουλειά έκανε... αλλά ότι δουλειά και να έκανε, μετά από τόσες ώρες που έλειπε από το σπίτι, σίγουρα το να κοιμάσαι μόνο 3 με 4 ώρες δεν είναι αρκετές... Και όμως... δεν γκρίνιαξε ποτέ... δεν παραπονέθηκε για τίποτα... με απίστευτη υπομονή και αγάπη, πάντα με αντιμετώπιζε με τόση τρυφερότητα χωρίς να μου χαλάσει το χατίρι... γιατί ήξερε ότι το είχα ανάγκη... Μου έλειπε τόσο πολύ που για μένα εκείνη η ώρα αναπλήρωνε όλο το κενό της ημέρας... και εκείνος το ήξερε και δεν μου το αρνιόταν... Η μητέρα μου γκρίνιαζε ότι με κακομάθαινε... αλλά εκείνος πάντα γέλαγε... Από όλες τις αναμνήσεις που έχω... δεν τον θυμάμαι ούτε μια φορά να φωνάζει... ούτε μια φορά να δυσανασχετεί... ούτε μια φορά να θυμώνει... κατέπνιγε τα πάντα και με ένα χαμόγελο στα χείλια, έβρισκε κάτι καλό να επιβραβεύσει ώστε να μην καταφέρει να με μαλώσει»

«Γιατί πιστεύεις ότι έφτασες στο σημείο να προσπαθήσει να σε σκοτώσει;» δεν άντεξα και την ρώτησα και εκείνη αμέσως πήρε μια βαθιά ανάσα ενώ τα μάτια της αμέσως βούρκωσαν αλλά ήταν πολύ πεισματάρα ώστε να αφήσει τα δάκρυα της να ξεχειλίσουν για άλλη μια φορά.

«Γιατί έφτασες στο σημείο να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις;» με ρώτησε πίσω και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία.

«Είχε συσσωρευμένη οργή» είπα την διαπίστωση μου και κατένευσε σοβαρή.

«Ακριβός... Μάζευε, μάζευε, μάζευε... μέχρι που ξέσπασε... Ήταν τόσο θολωμένος που δεν νομίζω ότι κατάλαβε ποτέ ότι ήμουν εγώ μπροστά του... γιατί αν το καταλάβαινε αυτόματα θα σταματούσε... όπως σταμάτησες και εσύ» είπε κοιτώντας με σταθερά στα μάτια και άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου ενώ την κοίταζα ανέκφραστος γιατί πραγματικά δεν ήξερα πως να νιώσω γι αυτό... Τύψεις;... ίσως και ναι... αλλά δεν μπορούσα να το νιώσω... γιατί γαμώτο μου είχα δίκιο... άσχετο με την πράξη μου.

«Πιστεύεις ότι αν γλύτωνε εκείνην την ημέρα θα μπορούσε να με κοιτάξει ξανά στα μάτια;...» συνέχισε πιάνοντας τον προβληματισμό μου... Δεν απάντησα... «Πιστεύεις ότι αν γλύτωνε εκείνην την ημέρα... θα μπορούσε να με πάρει ξανά μέσα στην ζεστή του αγκαλιά;...» συνέχισε ενώ χωνόταν πιο βαθιά μέσα στην αγκαλιά μου... «Πιστεύεις ότι αν γλύτωνε εκείνην την ημέρα... θα μπορούσε να με αγγίξει ξανά... με το ζεστό του χέρι, τρυφερά όπως πρώτα;...» συνέχισε και έβαλε το χέρι της να ακουμπήσει απαλά πάνω στο μάγουλο μου... «Ή μήπως πιστεύεις ότι θα με φίλαγε με την ίδια στοργή και αγάπη;» τελείωσε τις ερωτήσεις της ενώ άφηνε ένα απαλό φιλί πάνω στο σαγόνι μου πριν με κοιτάξει ξανά στα μάτια και εγώ παρέμεινα ανέκφραστος... «Δεν θα το έκανε Έντουαρτ... και όχι γιατί δεν θα τον συγχωρούσα εγώ... αλλά γιατί δεν θα συγχωρούσε ποτέ εκείνος τον ίδιο του τον εαυτό... γιατί όσο και να είχε δίκιο εκείνην την στιγμή που το έκανε... η πράξη του δεν θα άλλαζε... Προσπάθησε να μου αφαιρέσει την ζωή... και αυτό δεν αλλάζει»

«Δεν του κρατάς κακία»

«Πως θα μπορούσα άλλωστε... Δεν το έκανε συνειδητά... ήταν μια στιγμή αδυναμίας... ήταν τόσο θολωμένος που δεν ήξερε τι έκανε... μπήκα στην μέση την στιγμή που εκείνος ήδη ήταν πολύ θολωμένος για να καταλάβει ότι δεν ήταν η μητέρα μου αυτή που ήταν μπροστά του... γιατί εγώ να τον καταδικάσω για μια πράξη;... Όχι δεν του κρατάω κακία... ξέρω ότι με αγαπούσε όσο τον αγαπούσα και εγώ και αν πραγματικά μπορούσε να δει ποιον είχε από κάτω του... είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν θα τόλμαγε να με αγγίξει... όπως και δεν με άγγιξε και σε ολόκληρη την ζωή του»

«Εμένα για ποιον λόγο με συγχώρεσες;»

«Πως είσαι σίγουρος ότι σε έχω συγχωρέσει;» μου γύρισε την ερώτηση και ανασήκωσα το φρύδι μου ειρωνικά που προσπαθούσε να με παγιδέψεις με αυτά τις τα κόλπα... «Μμμμ... οκ αλλάζω την ερώτηση... Χρειάζεσαι την συγχώρεση μου;» το γύρισε και άρχισα να γελώ.

«Τι σε κάνει να νιώθεις καλύτερα εσύ;» της άλλαξα την ερώτηση και εκείνη αναστέναξε.

«Μόνο η αλήθεια» απάντησε απόλυτα σοβαρά.

«Με έχεις συγχωρέσει Μπέλλα;» την ρώτησα πίσω απόλυτα σοβαρά και με το χέρι της πάνω στο μάγουλο μου, με χάιδεψε τόσο τρυφερά που ανατρίχιασα.

«Δεν ήταν δικό σου λάθος Έντουαρτ... και εγώ αν ήμουν στην θέση σου... και είχα την δική σου λογική... την ίδια αντίδραση θα είχα... Ένιωσες προδομένος... σε έκανα να φανείς μπροστά στα μάτια της συνεργάτιδας σου... κατώτερος... σε μείωσα με τον χειρότερο τρόπο...»

«Δεν δικαιολογούν το αποτέλεσμα... έπρεπε να κρατήσω την λογική μου» την διέκοψα.

«Και την κράτησες... μόλις βρήκες την ψυχραιμία το έκανες... και αυτό λέει πολλά... Σου έχω εμπιστοσύνη... ξέρω ότι αυτό έχεις περισσότερο ανάγκη από μένα να ακούσεις παρά την συγχώρεση μου... αλλά αν έχεις ανάγκη να το ακούσεις και αυτό... ναι σε συγχωρώ... δεν έχω κάτι για να σου κρατήσω κακία... γιατί πολύ απλά... πλέον μπορώ να καταλάβω πως λειτουργείς... όχι απόλυτα... αλλά πάνω κάτω έχω πιάσει το νόημα...» είπε και άφησα ένα γελάκι... «Και μπορώ να καταλάβω τις αντιδράσεις σου... αλλά θα χρειαστώ και λίγη βοήθεια από το κοινό... γιατί βρε αδελφάκι μου εσύ πια δεν έχεις ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος»

«Και θα την έχεις» της επιβεβαίωσα σοβαρά και αναστέναξε ενώ κατένευσε... «Κοιμήσου τώρα» της είπα ενώ την φώλιαζα μέσα στην αγκαλιά μου... γιατί αν πραγματικά συνέχιζε να μιλάει δεν θα ήξερα τι να κάνω... σε λιγότερο από μία ώρα με είχε προβληματίσει τόσο πολύ... που αν συνέχιζε έτσι δεν θα άφηνε τίποτα όρθιο... όχι ότι είχε αφήσει... αλλά λέμε τώρα... τουλάχιστον μου είχε απομείνει η λογική... κάτι δεν είναι και αυτό;

«Δεν έχει παραμύθι;» ρώτησε κάνοντας το μωρό και άρχισα να γελάω κουνώντας το κεφάλι μου δύσπιστα.

«Καληνύχτα Ιζαμπέλλα» της είπα αυστηρά χωρίς να το συνειδητοποιώ και αμέσως πάγωσε... «Συγνώμη... δεν θα το ξαναπώ κοροϊδευτικά... αλλά πραγματικά σου ταιριάζει περισσότερο ολόκληρο το όνομα σου» απολογήθηκα και με κοίταξε ξαφνιασμένη... τι από όλα από όσα της είπα την ξάφνιασαν, θα σας γελάσω... είχα χάσεις τελείως το μυαλό μου εκείνην την στιγμή... Ακουμπώντας ξανά το κεφάλι της στο στερνό μου παρέμεινε για λίγο σιωπηλή.

«Καληνύχτα California King Bed» μουρμούρισε τελικά και μετά από λίγο άκουσα το πρώτο της ροχαλητό.

«Καληνύχτα Queen μου» της ανταπέδωσα μόλις σιγουρεύτηκα ότι είχε κοιμηθεί φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού της και αναστέναξα... Άραγε θα καταφέρω ποτέ να την κατακτήσω;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA