Ετικέτες

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Fly Away "8. Set me free"



Εκεί που σχεδόν όλα μου τα υπάρχοντα είχαν ξαναμπεί στην βαλίτσα μου, άκουσα ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και ρώτησα με περιέργεια:

«Ποιος είναι;»

«Ο Έντουαρντ είμαι...» άκουσα την φωνή του και αναστέναξα.

«Εσύ μου έλειπες τώρα!» εξωτερίκευσα και τον άκουσα να αφήνει πίσω από την πόρτα ένα σιγανό γελάκι. Πλησίασα την πόρτα, την άνοιξα και κίνησα προς τον καθρέφτη για να μαζέψω όσα είχα σκορπίσει πάνω στην βιασύνη μου πριν λίγο, χωρίς να του δίνω σημασία.

«Τι κάνεις;» ρώτησε με σοκαρισμένη φωνή και τον κοίταξα με νόημα μέσα από τον καθρέφτη με ειρωνικό ύφος.

«Σαν τι φαίνεται να κάνω;» του απάντησα και συνέχισα να μαζεύω τα πράγματά μου χωρίς να τον κοιτώ.

«Φεύγεις;» ρώτησε ξανά με αγωνία στην φωνή του τρομερά νευρικά. Άλλο και τούτο...! Ο Έντουαρντ Κάλεν νευρικός...! Χριστέ μου, τι άλλο θα δω από αυτόν τον άνθρωπο...; Δεν του απάντησα και μόλις έκλεισα το βαλιτσάκι μου, εκείνος στάθηκε πίσω μου και με γύρισε προς το μέρος του. Το ύφος του ανεξιχνίαστο... Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρω να τον διαβάσω αυτόν τον άνθρωπο...πρέπει να το πάρω απόφαση!, αναλογίστηκα.

«Γιατί φεύγεις;» με ρώτησε προσπαθώντας πολύ σκληρά να συγκρατήσει τα συναισθήματά του και τον κοίταξα με απορία.

«Για το προφανές ίσως;» του απάντησα εγώ και έκανα να του ξεφύγω, αλλά δεν με άφησε και αναστενάζοντας βαθιά γύρισα πάλι την ματιά μου προς το μέρος του... «Τι θες επιτέλους από την ζωή μου;;;... πήρες αυτό που ήθελες... τώρα άσε με να φύγω!» ξέσπασα με άγρια φωνή και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω αμυντικά αφήνοντάς με από το σφιχτό του κράτημα και σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά. Παρ’ όλα αυτά,  ακόμα έβλεπα στο ύφος του ότι κάτι πάλευε να μου πει, αλλά τι;;;

Γύρισα στην βαλίτσα μου και αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου την έκλεισα και έκατσα στο κρεβάτι για να βάλω τα παπούτσια μου... Εκείνος δεν έβγαλε άχνα... Καθόταν πίσω μου αμίλητος... Τι διάολο θέλει δεν μπορώ να καταλάβω!

«Πότε πετάς;» έσπασε τελικά την σιωπή του.

«Σε δύο ώρες.»

«Και γιατί φεύγεις από τώρα;» ρώτησε με περιέργεια.

«Και τι άλλο θες να κάνω... Να κατέβω κάτω στο καζίνο να παίξω Ρώσικη ρουλέτα με τον πατέρα σου;» γέλασε σιγανά και γύρισα με άγρια ματιά προς το μέρος του τρομερά εκνευρισμένη και κοιτώντας τον μοχθηρά.

«Συγνώμη... δεν ήταν αστείο.» απολογήθηκε προσπαθώντας με πολύ κόπο να σοβαρέψει ξανά  και γυρίζοντας μπροστά, πήρα την τσάντα μου στο χέρι μου και άρχισα να κοιτάω αν ήταν όλα μου τα πράγματα μέσα.

«Δεν έφαγες τίποτα...» συνέχισε εκείνος και κοπάνησα το χέρι μου με δύναμη απελπισμένη πάνω στο μέτωπό μου, ξεφυσώντας.

«Θα πάει μακριά η βαλίτσα;» τον ρώτησα αρκετά ενοχλημένη από όλη αυτήν την κατάσταση και εκείνος ήρθε και έκατσε δίπλα μου.

«Τουλάχιστον έλα να πάρουμε μαζί πρωινό» παρακάλεσε με πόνο στην ματιά του και έμεινα να τον κοιτώ με απορία.

«Δεν σε καταλαβαίνω... Mα τω Θεό, μαζί σου έχω ξεπεράσει όλα μου τα όρια...  Πήρες Χριστιανέ μου αυτό που ήθελες... τι άλλο θες;»

«Αν δεν φας μαζί μου ίσως και να μην μάθεις ποτέ» είπε κοροϊδευτικά ανασηκώνοντας τους ώμους του και το γύρισα στην επίθεση.

«Και σου είπε κανείς ότι με νοιάζει να μάθω;»

«Σε παρακαλώ Μπέλα...» ξεκίνησε αλλά τον έκοψα αμέσως.

«Αρκετά... κάθε φορά που λες ‘σε παρακαλώ’ την πληρώνω εγώ την νύφη... Παράτα με ήσυχη» του είπα και καθώς σηκώθηκα εκείνος ξεφύσησε και άρπαξε το χέρι μου πριν προλάβω να φύγω και με κάρφωσε και πάλι πάνω στο κρεβάτι.

«Είσαι τρελός;... άφησε με... δεν θέλω να έχω καμία δουλειά μαζί σου το κατάλαβες; μου έχεις κάνει την ζωή κόλαση και τολμάς τώρα να έρχεσαι εδώ και να με δουλεύεις και από πάνω; Πήρες αυτό που ήθελες, τι άλλο θες επιτέλους από την ζωή μου...; Κάνε την δουλειά σου και μόλις τελειώσεις στείλε μου τα χαρτιά του διαζυγίου να τελειώνουμε!» ούρλιαξα από τα νεύρα μου και εκείνος κοίταξε μακριά για να μαζέψει τις σκέψεις του αποφεύγοντας την ματιά μου.

«Έλα κάτω να φάμε μαζί!» είπε τελικά πιο αποφασιστικά και σηκώθηκε από το κρεβάτι παρασέρνοντας με μαζί του, χωρίς να μου δίνει το δικαίωμα της αντίρρησης.

«Παράτα με!» ούρλιαξα και προσπάθησα να του ξεφύγω, αλλά εκείνος δεν μάσησε.

«Θα έρθεις...θες δεν θες!» είπε και πιάνοντας την κάρτα-κλειδί του δωματίου μου στο χέρι του άρχισε να με σέρνει μαζί του πιάνοντας με από την μέση.

«Χριστέ μου γιατί δεν πάτησα την σκανδάλη;»

«Και να την πατούσες, δεν θα γινόταν τίποτα... ήταν άδειο!» είπε εκείνος αυτάρεσκα και έκλεισε την πόρτα πίσω του και συνέχισε να με σέρνει προς το ασανσέρ.

«Γι αυτό φρίκαρες γιατί ήταν άδειο;» του γύρισα πίσω και η απάντησή του με αποστόμωσε.

«Για τον Τάηλερ φρίκαρα όχι για σένα...! δεν είχε σε τίποτα να σε σκοτώσει για να με προστατέψει... και αν είχα φανταστεί έστω και στο ελάχιστο ότι η κατάσταση θα ξέφευγε τόσο πολύ, δεν θα σε απειλούσα ποτέ... Όπως είπες και εσύ είσαι μικρή στο μάτι!» είπε κλείνοντας το μάτι του και με έβαλε στην καμπίνα του ασανσέρ και είπε στον υπάλληλο ότι πάμε στο ισόγειο.

Μέχρι να φτάσουμε στην τραπεζαρία δεν είπαμε τίποτα άλλο. Με έβαλε να κάτσω και εκείνος έκατσε ακριβώς δίπλα μου... Σηκώθηκα για να πάω να κάτσω απέναντί του και το χέρι του με σταμάτησε.

«Θες να φάω ή να ξεράσω απάνω σου;» του είπα νευριασμένα και με άφησε να κάνω αυτό που ήθελα... Έκατσα απέναντί του και αναστενάζοντας κοίταξα μακριά αγνοώντας τον, αλλά σιγά μη μου έκανε την χάρη να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα που θα γυρίσεις πίσω;» ρώτησε μόλις ο σερβιτόρος μας άφησε ξανά μόνους, αφού πρώτα μας είχε σερβίρει ένα πλουσιοπάροχο πρωινό, μαζί με καφέ και χυμό.

«Γιατί φοβάσαι μην σε εκθέσω;» τον ειρωνεύτηκα και παίρνοντας την πορτοκαλάδα στο χέρι μου άρχισα να την πίνω σιγά σιγά.

«Μπέλα...» ξεφύσησε... «Κάνε μια προσπάθεια σε παρακαλώ!» είπε παρακλητικά και τον κοίταξα έξαλλη.

«Πάλι αυτή η λέξη;...» σχεδόν ούρλιαξα και κοιτώντας γύρω του συνέχισε εξουθενωμένος.

«Κάνε μια προσπάθεια... να ηρεμήσεις...» έπνιξε το ‘σε παρακαλώ’.

«Πώς μπορείς να μου ζητάς κάτι τέτοιο;;;... έχεις ιδέα πως νιώθω αυτήν την στιγμή;... και μπορείς επιτέλους να μου εξηγήσεις πού βρήκες την ψυχραιμία να τον αντιμετωπίσεις με τέτοια απάθεια; Στο ταξίδι καλά καλά δεν μπορούσες να ορθώσεις λέξη και ξαφνικά βρήκες όλη τη δύναμη και την εξυπνάδα που χρειαζόσουν για να τον προκαλέσεις, γιατί ήμουν εγώ μπροστά χρησιμοποιώντας με, μέ τον χειρότερο τρόπο; Και περίμενες ότι εγώ θα κάτσω να τα φάω; Ποιος διάολο νομίζεις ότι είσαι;...»

«Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο.» είπε ήρεμα απολογητικά κοιτώντας το ανέγγιχτο πιάτο του... «Αλλά δεν ξέρεις...» πήγε να συνεχίσει και του έκοψα την φράση στην μέση.

«Και ούτε με ενδιαφέρει να μάθω... αρκετά με έμπλεξες σε όλη αυτήν την κωμωδία... τώρα κοίτα να τελειώνεις γρήγορα και να με απαλλάξεις από όλο αυτό γιατί τα όρια μου εξαντλήθηκαν!» του είπα εκνευρισμένα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος και κοίταξα μακριά προσπαθώντας πάρα πολύ σκληρά να καλμάρω τα νεύρα μου πριν αρχίσω να ουρλιάζω μπροστά σε όλον αυτόν τον κόσμο που μας παρακολουθούσε.

«Γιατί με υπερασπίστηκες;»

«Γιατί δεν ανέχομαι την αδικία και όπως είπα και πριν είμαι άνθρωπος που κρατάει τον λόγο του...» γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια σοβαρά και συνέχισα πιο ήρεμα... «Δεν έχω ιδέα για ποιον λόγο το δέχτηκα εξαρχής... λίγο η εξάντληση λίγο το ότι δεν είχα προλάβει να ξυπνήσω, ώστε να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Μπερδεύτηκα και δεν κατάφερα να το σκεφτώ λογικά, αλλά από τη στιγμή που το έκανα, δεν μπορούσα να κάνω πίσω... Σου έδωσα το λόγο μου ότι θα σε βοηθήσω και τον κράτησα... Τώρα απαιτώ να κάνεις και εσύ το ίδιο... Και κακομοίρη μου αν το μάθει κανείς να είσαι σίγουρος ότι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!» του είπα αυστηρά και κατένευσε σοβαρός.

«Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα ότι θα έβρισκες το θάρρος να τον αντιμετωπίσεις...»

«Τι διάολο σκεφτόσουν όταν έστηνες αυτήν την μηχανή;» τον ρώτησα χωρίς να μπορώ να ελέγξω την περιέργεια μου.

«Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα τολμούσε να αντιδράσει μπροστά στου Ντενάλι... Όταν μείναμε μόνοι μας όμως ξέμεινα από ιδέες... Ενήργησα ενστικτωδώς,  ελπίζοντας η μητέρα μου να με υπερασπιστεί... αλλά για άλλη μια φορά δεν έκανε τίποτα.» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του αδιάφορα λες και δεν τον ένοιαζε, ενώ κάτι στο ύφος του με έκανε να νιώσω ότι αυτό τον πλήγωσε περισσότερο από όλα.

«Και θα τον άφηνες να με προσβάλει έτσι;» τον ρώτησα εκδηλώνοντας όλη την αηδία που ένιωθα για το πρόσωπό του και για την έλλειψη υπεράσπισης από μέρος του.

«Όχι! φυσικά και δεν θα τον άφηνα να σε προσβάλει! Ποτέ δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να σε καταστρέψει!» είπε σοκαρισμένος που δεν το κατάλαβα πιο πριν.

«Και γιατί δεν είπες τίποτα;» τον ρώτησα πίσω με το ίδιο σοκ να εκφράζεται στα δικά μου χαρακτηριστικά από τα λόγια του.

«Γιατί πρόλαβα;» μου πέταξε και ένα στραβό γελάκι έκανε πάλι την εμφάνισή του στα υπέροχα χαρακτηριστικά του... Μπέλα συγκεντρώσου μην τον αφήσεις να σε ρίξει! Είναι ένα τέρας και το ξέρεις πάρα πολύ καλά αυτό!, ήχησε μια φωνούλα μέσα μου.

«Τέλος πάντων...» αναστέναξα και πήρα το πιρούνι μου στο χέρι μου και τσίμπησα λίγο από την ομελέτα που είχε μέσα το πιάτο μου... «Ό,τι έγινε,έγινε. κοίτα να του δείξεις τι αξίζεις μπας και ξεστραβωθεί και το δει και εκείνος... και προσπάθησε να πάρεις πίσω την δουλειά σου μήπως και καταφέρεις να ηρεμήσεις... Γιατί κακομοίρη μου δεν σε βλέπω καλά... και την επόμενη φορά που θα σε πιάσει κρίση δεν θα είμαι εκεί για να σε σώσω.» γέλασε πιο πλατιά και πιάνοντας και το δικό του πιρούνι με μιμήθηκε και άρχισε να τρώει και εκείνος πιο χαλαρός πια.

«Έβαλα μυαλό... τώρα το κουβαλάω μαζί μου!» τον κοίταξα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου δύσπιστα και καταπίνοντας την μπουκιά μου τον ειρωνεύτηκα προκαλώντας τον.

«Και δεν φοβάσαι μην το βρει καμία γκομενίτσα και σου χαλάσει το ίματζ;» αυτό ήταν, δεν άντεξε άλλο. Έβαλε το χέρι του μπροστά από το στόμα του και παίρνοντας την πετσέτα του στο χέρι προσπάθησε να καλμάρει το ξέσπασμά του χωρίς επιτυχία... Είμαι σίγουρη ότι έφτυσε ό,τι είχε μέσα στο στόμα του για να μην πνιγεί από τα γέλια και αφού κατάφερε να βρει και πάλι την ανάσα του, πήρε το νερό και άρχισε να το πίνει σιγά σιγά... Μόλις το άφησε και πάλι πάνω στο τραπέζι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του ακόμα χαμογελώντας χωρίς να με κοιτά και παίρνοντας μια ανάσα, ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του και κοίταξε το ταβάνι απηυδισμένα... Εγώ ατάραχη συνέχισα να τρώω αγνοώντας τον.

«Πώς το κάνεις αυτό;» με ρώτησε ξανά την ίδια ερώτηση που μου είχε κάνει και εχθές το βράδυ ή ήταν μήπως σήμερα το πρωί; Σκατά! Δεν μπορώ ούτε τις σκέψεις μου να βάλω σε μία σειρά με αυτό τον άνθρωπο...

Δεν του απάντησα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισε και πάλι την ματιά του προς το μέρος μου... Έμεινε για λίγο να με κοιτάει με το ίδιο βλέμμα που με κοίταζε πάντα και για άλλη μια φορά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς σήμαινε.

«θα μου πεις επιτέλους τι σκέφτεσαι κάθε φορά που με κοιτάς με αυτό το βλέμμα;» τον ρώτησα μην μπορώντας να ελέγξω άλλο την περιέργεια μου και χαμογέλασε αχνά, αλλά μου απάντησε ήρεμα.

«Προσπαθώ να σε καταλάβω... αλλά όσο και να το προσπαθώ δεν βγάζω άκρη μαζί σου.» είπε σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά απελπισμένος.

«Join the club!» του απάντησα εγώ και συνέχισα να τρώω αποφεύγοντας την ματιά του και έκανε και εκείνος το ίδιο... Αφού είχαμε φάει αρκετά χωρίς καμία άλλη κουβέντα, δεν άντεξα άλλο και τελικά έλυσα πρώτη την σιωπή μου... Τι το ήθελα;;;

«Λύσε μου μια απορία...» με κοίταξε σοβαρός και περίμενε να συνεχίσω... «Γιατί τον αφήνεις να σε προσβάλει με τον χειρότερο τρόπο;» εννοώντας τον πατέρα του και εκείνος αναστέναξε και άφησε το πιρούνι του στην άκρη αποφεύγοντας την ματιά μου... Για λίγο νόμιζα ότι δεν θα μου απαντούσε αλλά έκανα λάθος.

«Τραβάει χρόνια αυτή η κολόνια... Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είναι δερβέναγας πάνω από το κεφάλι μου και ελέγχει και επικρίνει κάθε μου κίνηση λες και δεν έχω δικαίωμα στα θέλω μου...» ανασήκωσε τους ώμους του φαινομενικά αδιάφορα αλλά μου έδωσε να καταλάβω ότι αυτό τον πλήγωνε πάρα πολύ... «Στην αρχή ήταν δύσκολα... αλλά με τα χρόνια το συνήθισα και σιγά σιγά άρχισα να πηγαίνω με τα νερά του για να με αφήνει στην ησυχία μου.»

«Έτσι απλά;» τον ρώτησα δύσπιστα... «Δεν απαίτησες ποτέ τα δικαιώματά σου;»

«Όσες φορές και να το επιχείρησα έκανα τα προβλήματά μου περισσότερα... Ποιος ο λόγος; έτσι κι αλλιώς στο τέλος θα κάνει αυτό που εκείνος θέλει... Από το να κεκεδίζω όπως έκανα μικρός... ή να με πιάνει κρίση άσθματος όπως συμβαίνει τώρα, προτιμώ να τον δουλεύω και να νομίζει ότι κάνω αυτό που διατάζει παρά να του πηγαίνω κόντρα και να κάνει την ζωή μου κόλαση!» έμεινα να τον κοιτώ με ανοιχτό το στόμα από την αφοπλιστική του ειλικρίνεια και δεν μπορούσα να κάνω ούτε μια λογική σκέψη...

Έγειρε προς το μέρος μου με ένα θλιμμένο χαμόγελο και αφού μου έκλεισε το στόμα απαλά με το δάχτυλό του έκατσε και πάλι στην θέση του περιμένοντας την αντίδραση μου... Κούνησα το κεφάλι μου κλείνοντας τα μάτια για να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου και όταν τα άνοιξα και πάλι, πραγματικά δεν ήξερα τι να πω... Τον κοίταζα ακόμα σοκαρισμένη προσπαθώντας να αφομοιώσω τα λόγια του αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να το κάνω... Ποιος είναι;;;... Και τι έκανε στον Έντουαρντ που ξέρω;... Χριστέ μου το ορκίζομαι αυτός ο άνθρωπος θα με τρελάνει!

«Και η μητέρα σου;» ρώτησα τελικά μετά από δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα και εκείνος χαμογέλασε ανασηκώνοντας το φρύδι του και τους ώμους του ταυτόχρονα, κοιτώντας για λίγο μακριά και μόλις γύρισε προς τη μεριά μου απάντησε σοβαρά.

«Την είδες πώς ήταν... δεν τολμάει να πει λέξη!»

«Πώς τον ανέχεται;»

«Γιατί μένουν και ποτέ μαζί; Εκείνος μονίμως στα ταξίδια του...» έκανε με τα δάχτυλα του κερατάκια και συνέχισε... «Και εκείνη πότε εδώ να παίζει για να ξεχνιέται... πότε στην Νέα Υόρκη να πίνει τσάι με τις φίλες της τελείως στον κόσμο της...» έκανε μια παύση και το σκέφτηκε καλύτερα... «Να σου πω... Κάποτε την κατηγορούσα για ό,τι μου συνέβη, αλλά όχι πια... Τι μπορεί να κάνει και αυτή...; Πήρε ό,τι της πασάρανε χωρίς να έχει το δικαίωμα να φέρει αντίρρηση, έκανε ένα παιδί όπως το όριζε η μοίρα της και μετά έκατσε και έφαγε ό,τι της επέβαλε ο πατέρας μου.»

«Δεν αντέδρασε ποτέ;» ρώτησα μην μπορώντας να πιστέψω σε όλα αυτά που μου έλεγε.

«Δεν είχε αποτέλεσμα... Δεν είχε υποστήριξη από τους γονείς της... Δεν είχε τίποτα στο όνομα της... και από πάνω είχε και μένα... Δεν της πήγαινε καρδιά να με αφήσει μόνο μου με εκείνον, μιας που κι εκείνη δεν μπορούσε να με μεγαλώσει μόνη της... Και σιγά μην την άφηνε ο άλλος να με πάρει μαζί της, αν αποφάσιζε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο...»

«Ναι αλλά και που ήταν μαζί σου, δεν κατάλαβα να είχε και καμία διαφορά!»

«Φαινομενικά όχι... δεν είχε διαφορά, αλλά όταν κατάλαβα το πόσα μου πρόσφερε η αγκαλιά της, είχε... Απλά δεν το άφηνα να το δει κανείς, γιατί μετά ήξερα ότι εκείνη θα πλήρωνε όλα τα σπασμένα.»

«Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα...» του είπα σοβαρά για να καταλάβει ότι με είχε σοκάρει με όλα αυτά.

«Μακάρι να σου έκανα πλάκα, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς αυτή είναι η αλήθεια...» είπε σοβαρός και έκατσα στην πλάτη της καρέκλας μου άδεια.

«Είναι...» δεν μπόρεσα να συνεχίσω.

«Σενάριο επιστημονικής φαντασίας... ξέρω, πίστεψέ με!»

«Πραγματικά μου φαίνεται αδιανόητο... Καλά, σε ποιον αιώνα ζούμε;» συνέχισα εγώ κοιτώντας μακριά, αλλά εκείνος δεν μίλησε.

Μόλις συγκέντρωσα και πάλι τις σκέψεις μου γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος του και τον κοίταξα με απορία.

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» για κάποιον λόγο η καρδιά μου κλώτσησε και έχασε έναν χτύπο... Όταν έκανα την ερώτηση δεν ήξερα τι απάντηση ήθελα να ακούσω,  αλλά αυτό που μου είπε μου έδωσε την λύση που ζητούσα βαθιά μέσα μου.

«Ήθελες να μάθεις...» είπε μόνο ανασηκώνοντας τους ώμους του αδιάφορα και κατάλαβα ότι ήταν η ώρα να φύγω... Δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί... Δεν άντεχα να ακούσω περισσότερα... Όποιος και να ήταν ο λόγος που το έκανε, δεν με ενδιέφερε πια... Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος... αλλά αυτό του το πρόσωπο με τρομάζει...με τρομοκρατεί... Όχι, δεν θέλω να ξέρω τίποτα άλλο... Θέλω να φύγω...να τρέξω μακριά του... Είναι... Είναι... Τι;... Τι είναι πια;... ρώτησα με ένα παράπονο τον εαυτό μου κοιτώντας αφηρημένα το πιάτο μου χωρίς να καταλαβαίνω ότι η ανάσα μου είχε κοπεί.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ήρεμα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα σήκωσα τη ματιά μου προς το πρόσωπό του και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και πιο αποφασιστικά είπα με σταθερή φωνή.

«Πρέπει να φύγω... θα χάσω την πτήση μου.»

«Μπέλα έχεις καιρό ακόμα για την πτήση σου... Σε παρακαλώ μη φεύγεις ακόμα...» στο άκουσμα της φράσης ‘σε παρακαλώ’ τον κοίταξα έντονα στα μάτια, αλλά τελικά το μετάνιωσα και το άφησα να περάσει... Κούνησα το κεφάλι μου για άλλη μια φορά αρνητικά και σηκώθηκα με όση δύναμη είχαν ακόμα τα πόδια μου.

«Όχι είναι καλύτερα να πηγαίνω...» είπα και η ματιά μου έπεσε πάνω στην βέρα και το δαχτυλίδι που στόλιζαν ακόμα το χέρι μου.

«Μπορείς να τα κρατήσεις...» είπε με απαλή φωνή ακολουθώντας την ματιά μου και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν μου ανήκουν.» του απάντησα ... Τα έβγαλα και τα άφησα απαλά επάνω στο τραπέζι και εκείνος με κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα χωρίς να εκφράζει τα συναισθήματά του... Έπιασε το χέρι μου και με κόπο είπε μέσα από τον αναστεναγμό του.

«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ... Να ξέρεις ότι, ό,τι χρειαστείς από μένα...» κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου σταματώντας την φράση του στην μέση.

«Δεν μου χρωστάς τίποτα.» είπα και βγάζοντας το χέρι του από πάνω μου, πήρα την κάρτα-κλειδί του δωματίου μου και τον άφησα πίσω μου, χωρίς να ξαναγυρίσω τη ματιά μου προς το μέρος του.

ESCAPE POLH FANTASMA