Στη λιμουζίνα μπήκαμε όλοι μαζί και ενώ οι τέσσερίς τους είχαν πιάσει μια ψιλοκουβέντα, εγώ και ο Έντουαρντ παραμέναμε σιωπηλοί κοιτώντας έξω από το παράθυρο, μέχρι που εκείνος έσπασε πρώτος τη σιωπή μας ψιθυρίζοντάς μου στο αυτί.
«Αν ήμασταν οι δύο μας... αυτή την στιγμή θα σε απήγαγα και θα φεύγαμε οι δύο μας πολύ μακριά από όλα αυτά.»
«Είμαι σίγουρη ότι η Άλις το είχε προβλέψει και αυτό... γι αυτό επέμενε να πάμε όλοι μαζί με μια λιμουζίνα.» του ανταπέδωσα ψιθυρίζοντας στο αυτί του και μόλις οι ματιές μας συναντήθηκαν γελάσαμε και οι δύο.
«Μπορώ να μάθω το αστείο;» ρώτησε θιγμένη η Άλις καταλαβαίνοντας αμέσως ότι σχολιάζαμε εκείνη.
«Λέμε το πόσο προνοητική είσαι!» της ανταπέδωσε ο Έντουαρντ και εκείνη του έκανε μια παιδιάστικη γκριμάτσα βγάζοντάς του την γλώσσα σαν μικρό παιδί και αυτό μας έκανε να γελάσουμε πιο δυνατά.
Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή δεν είπαμε τίποτα άλλο και μόλις φτάσαμε στην είσοδο του κτιρίου, είδα απ’ έξω κάτι φλας να αστράφτουν και κοίταξα τον Έντουαρντ τρομοκρατημένη.
«Μην ανησυχείς και δεν θα φαίνεσαι από εδώ. Ο Τάηλερ θα σε βάλει μέσα από την πίσω είσοδο.» με καθησύχασε και αφού κατένευσα μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλια και ακολούθησε και τους άλλους βγαίνοντας τελευταίος. Μόλις έκλεισε την πόρτα πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και η λιμουζίνα συνέχισε την πορεία της.
Φτάνοντας στο υπόγειο γκαράζ, ο Τάηλερ ήρθε και μου άνοιξε την πόρτα και αφήνοντάς με να προχωρήσω πρώτη με παρέσυρε προς το ασανσέρ και ανεβήκαμε στο 25ο όροφο, όπου γινόταν η εκδήλωση. Έδωσε το πάσο του, μας άφησαν να περάσουμε και με οδήγησε προς το τραπέζι των Κάλεν. Ο Έντουαρντ σηκώθηκε και με υποδέχτηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο δίνοντάς μου ένα απαλό φιλί στο στόμα και ανοίγοντας μια καρέκλα για μένα με άφησε να καθίσω τη στιγμή που καλησπέριζα τους παρευρισκόμενους. Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις με τα άγνωστα για μένα άτομα που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με μας -ευτυχώς συστήνοντάς με μέ το πατρικό μου για να μην δώσουμε λαβές για κουτσομπολιά- ο πατέρας του δεν έχασε χρόνο για να μου την μπει ώστε να με εκνευρίσει... γνωρίζοντας πολύ καλά ότι εγώ δεν ήμουν ικανή να συγκρατηθώ.
«Μπα μπα μπα... τι βλέπω;... άρχισες να προσαρμόζεσαι στην ζωή των Κάλεν;» ψιθύρισε προς το μέρος μου κοιτώντας έντονα το περιδέραιο που μου είχε φορέσει ο Έντουαρντ και τρίζοντας τα δόντια μου κοίταξα για λίγο γύρω μου και η ματιά μου έπεσε σε μια τεράστια γυάλα που υπήρχε στο κέντρο του τραπεζιού που μέσα είχε διάφορες επιταγές.
«Να υποθέσω ότι η γυάλα είναι για τις δωρεές σας;» ρώτησα τον Έντουαρντ ψιθυριστά και εκείνος με κοίταξε έντρομος στα μάτια και παίρνοντας την απάντησή μου έβαλα τα χέρια μου πάνω στο κούμπωμα του περιδεραίου για να το βγάλω από πάνω μου.
«Μπέλα...» ψιθύρισε ο Έντουαρντ παρακλητικά αλλά εγώ απομακρύνοντας απότομα το σώμα μου για να ξεφύγω από το άγγιγμά του, το έβγαλα και ενώ σηκώθηκα όρθια το έριξα μέσα επιδεικτικά κοιτώντας τον Καρλάιλ στα μάτια ανασηκώνοντας το φρύδι μου προκλητικά.
«Είσαι τρελή κοπέλα μου;;;» σύριξε μέσα από τα δόντια του για να μην ακουστεί και στους υπόλοιπους γουρλώνοντας τα μάτια «Ξέρεις πόσο έχει αυτό το περιδέραιο;»
«Οπότε αξίζει η δωρεά... Εκείνοι το έχουν ανάγκη, εγώ όχι!» του απάντησα απαξιωτικά και τη στιγμή που πήρα την τσάντα μου στο χέρι, εκείνος συνέχισε.
«Πέταξες 14 εκατομμύρια δολάρια για μια φιλανθρωπία μόνο και μόνο για να νομίζεις ότι τώρα μου την είπες;»
«Έχε χάρη που σέβομαι το γιο σου και δεν θέλω να τον κάνω ρεζίλι! Αλλιώς θα πετούσα και ό,τι άλλο υπάρχει επάνω μου αυτή τη στιγμή που είναι πληρωμένο από τα βρομολεφτά σου!» του απάντησα και γυρνώντας την πλάτη μου έκανα να φύγω αλλά εκείνος με σταμάτησε πριν σηκωθώ.
«Μήπως ξέχασες και κάτι άλλο;» ρώτησε προκλητικά και γύρισα προς το μέρος του κοιτώντας τον με απορία... «Το δαχτυλίδι και τα σκουλαρίκια δεν θα τα δωρίσεις;»
«Αν δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που μου απέμεινε από την γιαγιά μου να είσαι σίγουρος ότι θα το έκανα... Αρχίδι, ε αρχίδι!» του πέταξα νευριασμένα αλλά πάντα ψιθυριστά ώστε να μην μας ακούσουν και οι άλλοι και τη στιγμή που σηκώθηκα για να φύγω, εκείνος είπε με πιο δυνατή φωνή.
«Είδες που σου τα έλεγα εγώ; Αυτό το κορίτσι θα σε καταστρέψει... πώς την αφήνεις να σε εξευτελίζει μπροστά σε όλους με αυτόν τον τρόπο;» είπε προς τον Έντουαρντ και η απάντηση του Έντουαρντ με καθήλωσε στην θέση μου.
«Θα σκάσεις επιτέλους; Αν κάποιος μας εξευτελίζει κάθε τρις και λίγο, αυτός είσαι εσύ και κανένας άλλος!» του είπε με δηλητήριο στην φωνή του και τότε δεν άντεξα.
Γύρισα προς το μέρος του και εκείνος βλέποντάς με, με κοίταξε με απορία στα μάτια... Όπως είχε γυρίσει στο πλάι της καρέκλας, έβαλα το ένα μου πόδι ανάμεσα στα δικά του και γονατίζοντας το δεύτερο, το ακούμπησα πάνω στην καρέκλα δίπλα από το πόδι του και πιάνοντας το πρόσωπό του μέσα στα δύο μου χέρια, πριν συνειδητοποιήσει τι κάνω άρχισα να τον φιλώ με τέτοιο πάθος που σταμάτησε να αναπνέει.
Μόλις όμως ξεπέρασε το πρώτο σοκ τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και βάζοντάς με να καθίσω πάνω στο πόδι του συνέχισε το φιλί μας χωρίς να δίνει σημασία στις προειδοποιήσεις του πατέρα του. Τα χείλια μας ενωμένα έκαιγαν όλες μας τις αισθήσεις και συγχρονισμένα παρασύρθηκαν στο πιο ερωτικό, στο πιο αισθησιακό, στο πιο καυτό φιλί που είχαμε νιώσει ποτέ στη ζωή μας... Ξέπνοοι πια, σταματώντας το φιλί μας ακουμπήσαμε τα μέτωπά μας για να πάρουμε μια ανάσα.
«Μόλις ο Αδόλφος σας δώσει την άδεια να αναπνεύσετε, έλα στο μπαρ να με βρεις!» του είπα με βαθιά φωνή παρασυρμένη από το πάθος που με είχε καταβάλει και αφήνοντας άλλο ένα πεταχτό αλλά τρυφερό φιλί πάνω στα χείλια του, σηκώθηκα, πήρα την τσάντα μου από το πάτωμα που είχε πέσει και έφυγα από κοντά τους για να πάω στο μπαρ.
Με το που έκατσα σε ένα σκαμπό του μπαρ και παρήγγειλα μια μαργαρίτα, ο Τάηλερ έκανε την εμφάνισή του.
«Ξέρεις ότι δε μου αρέσει να ανακατεύομαι σε αυτά, αλλά Μπέλα μην το τραβάς τόσο... Ο Καρλάιλ δε θα σου τη χαρίσει έτσι εύκολα.»
«Ναι και τώρα τρόμαξα... Τι άλλο μπορεί να κάνει δηλαδή που δεν το έχει κάνει ήδη;» ο Τάηλερ αναστέναξε και έκατσε με αργή κίνηση στο διπλανό σκαμπό από το δικό μου... «Σε παρακαλώ Τάηλερ... πήγαινε κάνε τη δουλειά σου... Δε θέλω να την χάσεις εξαιτίας μου.» του είπα παρακλητικά και η απάντησή του με έκανε να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου.
«Αν φύγω, τότε είναι που θα χάσω την δουλειά μου».
«Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα~» παρακάλεσα κοιτώντας τον στα μάτια με αγωνία,. αλλά εκείνος σοβαρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του... «Μη μου πεις ότι θα έρχεσαι και μαζί μου... μέσα...» τόνισα... «...στην τουαλέτα για να σιγουρευτείς ότι δεν θα το σκάσω από κανένα παράθυρο.» του είπα με τρόμο στα μάτια και εκείνος χαμογέλασε με ένα ειρωνικό γελάκι, αλλά μόλις είδε την έκφραση του προσώπου μου τότε άρχισαν τα χαρακτηριστικά του να νεκρώνουν και έμεινε να με κοιτά σοκαρισμένος.
«Όχι... φυσικά και όχι...» είπε ξέπνοα σοβαρός... «Εάν αυτό είναι που επιθυμείς, κανείς δεν θα σε εμποδίσει να φύγεις Μπέλα. Εγώ είμαι εδώ μόνο για να σε προστατεύω, όχι να σε εμποδίζω να κάνεις αυτό που θες.» επιβεβαίωσε και παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα γύρισα προς το μπαρ και έκλεισα το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου.
«Χριστέ μου... ο χειρότερός μου εφιάλτης επαναλαμβάνεται!» είπα με τρεμάμενη φωνή και μόλις άκουσα τη φωνή του Έντουαρντ πίσω μου πάγωσα. Κάνε να μην το άκουσε αυτό... παρακαλούσα αλλά δεν μπορούσα πλέον να κάνω τίποτα για να το πάρω πίσω.
«Τάηλερ άφησε μας μόνους μας.» του είπε και αμέσως ο Τάηλερ έφυγε από κοντά μου και στο σκαμπό που καθόταν εκείνος πριν, τώρα έκατσε ο Εντουάρντ και βάζοντας τα χέρια του πάνω στα δικά μου προσπάθησε να τα απομακρύνει από το πρόσωπό μου, αλλά εγώ δεν μπορούσα ακόμα να το κοιτάξω... Δεν ήθελα να επιβεβαιώσω ότι το άκουσε.
«Μήπως ήρθες η ώρα να μου πεις το λόγο που σε τρομοκρατούν όλα αυτά;» ρώτησε αμέσως όταν είδε ότι εγώ αρνιόμουν να τον κοιτάξω και σμίγοντας τα χείλια μου με πείσμα κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να σταματήσω τον χείμαρρο των δακρύων που ερχόταν απειλητικά να με προδώσουν θολώνοντας την όρασή μου. Βάζοντας το δείκτη του κάτω από το σαγόνι μου με ανάγκασε να τον κοιτάξω και μόλις είδε τη θολωμένη μου ματιά, τότε μαλάκωσε την έκφρασή του και με τράβηξε πιο κοντά του αναγκάζοντάς με να ακουμπήσω το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του.
«Δεν θα σε πιέσω να μου πεις... αλλά δεν θέλω να το αφήσεις να μπει ανάμεσα μας.»
«Έντουαρντ...» ξεκίνησα παρακλητικά και εκείνος τσιτώθηκε αμέσως και ανασηκώνοντας το σώμα μου τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια του και παίρνοντας τα χέρια του μέσα στα δικά μου πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα... «Γιατί δεν μπορείς να το δεις;... Δεν κάνω για τον κόσμο σου... Δεν πρόκειται ποτέ να συμβιβαστώ.»
«Μπέλα δεν θέλω να συμβιβαστείς...»
«Το ξέρω... αλλά όσο δεν το κάνω, τόσο θα σε κάνω ρεζίλι όσο είμαι δίπλα σου!»
«Ρεζίλι;» είπε και σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά... «Μόνο ρεζίλι δε με κάνεις Μπέλα...» τον κοίταξα δύσπιστα... «Μακάρι όλες οι κλώσες εδώ μέσα να έβλεπαν τα πράγματα όπως τα βλέπεις εσύ... και να έκαναν ακριβώς ό,τι και εσύ.» είπε σοβαρός και έμεινα με το στόμα ανοιχτό να τον κοιτάω σοκαρισμένη.
«Δηλαδή δε σε πείραξε που το έκανα δωρεά;» ρώτησα ξέπνοα και μου χάρισε το πιο όμορφο, το πιο υπέροχο και το πιο ειλικρινές χαμόγελο που μου είχε χαρίσει ποτέ δίνοντας μου ένα τρυφερό φιλί στα χείλια.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο υπερήφανος είμαι για σένα που έκανες αυτήν την κίνηση!» είπε με πάθος στη φωνή του εννοώντας κάθε λέξη που έβγαινε μέσα από τα χείλια του.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν είσαι υιοθετημένος;» δεν άντεξα και εξωτερίκευσα την σκέψη μου και τότε εκείνος χαλαρώνοντας άρχισε να γελάει σιγανά.
«Αν ήμουν, τώρα θα με είχε αποκληρώσει!» συμπλήρωσε και μου έκλεισε το μάτι.
«Γαμώτο... πάει και η τελευταία μου ελπίδα...» είπα απελπισμένα και τραντάζοντας το κορμί του από τα γέλια με κλείδωσε μέσα στην αγκαλιά του και αφήσαμε την βραδιά να κυλήσει πιο ήρεμα.
Κάποια στιγμή εκεί που απολαμβάναμε το ποτό μας χωρίς να μιλάμε, ξεκίνησε ένα αγαπημένο μου τραγούδι και εκείνος σηκώθηκε και γέρνοντας προς το μέρος μου, ψιθύρισε στο αυτί μου.
«Τι λες χορεύουμε;» γύρισα και τον κοίταξα με απορία.
«Time For Miracles;» αναστέναξε και χωρίς να με κοιτάει στα μάτια, με την αναστροφή του χεριού του ξεκινώντας από το σαγόνι μου, άρχισε μια απαλή και βασανιστική πορεία μέχρι τον λαιμό μου ακουμπώντας τρυφερά κάθε γωνία της αριστερής πλευράς του προσώπου μου, απομακρύνοντας την τούφα του μαλλιού μου που είχε πέσει μπροστά και μόλις την έβαλε πίσω από τον ώμο μου άφησε απαλά την παλάμη του να αγκαλιάσει το λαιμό μου και την στιγμή που ένιωσε την φλέβα μου να πάλλεται μέσα στην χούφτα του σε ξέφρενους ρυθμούς, σήκωσε τη ματιά του και την κλείδωσε μέσα στη δική μου με ένα βλέμμα που μου έκοψε την ανάσα και ασυναίσθητα ξεροκατάπια δυνατά τη στιγμή που άκουσα τα λόγια του να βγαίνουν από τα χείλια του με την πιο βελούδινη φωνή που είχα ακούσει ποτέ.
«Γιατί όχι...» πάγωσα... έχασα την αίσθηση του χρόνου και του χώρου... ξαφνικά κανένας ήχος δεν ηχούσε στα αυτιά μου πέρα από τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς μου. Καμιά άλλη φιγούρα δεν υπήρχε στην περιφερειακή μου όραση πέρα από εκείνον. Ήταν λες και ξαφνικά είχε αδειάσει όλος ο χώρος γύρω μας και είχαμε μείνει μόνο εκείνος και εγώ, δύο παράλληλες ζωές να ζούμε μόνοι μας σε έναν δικό μας κόσμο πλασμένο μόνο για μας.
Τα χείλη του τρυφερά σφράγισαν τα δικά μου και μόλις εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι είχα σταματήσει να αναπνέω. Δεν υπήρχε λογική... το σώμα μου είχε παραλύσει... και το χέρι του στην μέση μου με συγκρατούσε και με την πιο απαλή κίνηση με έφερνε κοντά του για να γίνουμε ένα.. Τα πόδια μου ξέφυγαν από το σημείο που στηριζόταν πάνω στο σκαμπό και άδεια έμειναν να αιωρούνται για λίγο στον αέρα πριν ακουμπήσουν το πάτωμα. Η αίσθηση του κορμιού του να ακουμπάει επάνω μου έκανε το σώμα μου να αναριγείται και μόλις ένιωσα το έργο τέχνης του να πάλλεται σκληρό και καυτό επάνω μου ακόμα και μέσα από τα τόσα υφάσματα να το χωρίζει από την σάρκα μου, με έκανε να ξεχάσω οτιδήποτε άλλο μας χώριζε. Βόγκηξα μέσα στο στόμα του και αυτόματα κλείδωσα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του για να συγκρατήσω το κορμί μου που ήταν έτοιμο να σωριαστεί στο πάτωμα από την αδράνειά του.
Τα πόδια μου ακούμπησαν σταθερά στο πάτωμα και εκείνος άφησε τα χείλια μου για μια μόνο στιγμή για να με κοιτάξει στα μάτια. Κάηκα... τσουρουφλίστηκα... ένιωσα να λιώνω σαν παγωτό... και ήθελα να ουρλιάξω... να φωνάξω εκείνη τη στιγμή να με κάνει δική του... δε με ένοιαζε πού βρισκόμουν... δεν με ένοιαζε τι μου έκανε... δεν με ένοιαζε που έριχνα όλους τους τοίχους γύρω μου... ήθελα εκείνην την στιγμή να με πάρει από εκεί... μακριά από όλους και από όλα και να με κάνει δική του... τολμώ να πω ίσως και για πάντα.
«Θα συμμορφωθείτε επιτέλους εσείς οι δύο;» ακούσαμε την σκληρή φωνή του Καρλάιλ και ο Έντουαρντ κοιτώντας το ταβάνι δάγκωσε τα χείλια του με πείσμα για να μην αντιδράσει, αλλά τα λόγια του Καρλάιλ τον έβγαλαν από τα ρούχα του.
«Σε λίγο θα είναι εδώ οι Ντενάλοι... Στείλε την βρόμα σου στο ξενοδοχείο και έλα να κάτσεις στο τραπέζι αμέσως!» απαίτησε και τη στιγμή που ο Έντουαρντ πήγε να του ορμήσει τον έπιασα με το ένα χέρι από τα πέτα και βάζοντας το άλλο μου χέρι πάνω στο μάγουλό του, τον ανάγκασα να με κοιτάξει και από το ξάφνιασμα γύρισε προς το μέρος μου με ένα πληγωμένο ύφος και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, χαϊδεύοντας το μάγουλο του παρηγορητικά και προσπάθησα να τον λογικεύσω με ήρεμη φωνή.
«Έντουαρντ.. σε παρακαλώ... μην κάνουμε τα πράγματα χειρότερα... θα πω στον Τάηλερ να μου βρει ένα ταξί και θα φύγω... γύρνα στους δικούς σου.» ο Καρλάιλ είχε μείνει άφωνος για μια στιγμή αλλά η ματιά του Έντουαρντ με έκοψε στα δύο. Μέσα από αυτήν τη ματιά κατάλαβα το πόσο προδομένος ένιωσε εκείνη τη στιγμή αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ότι τα πείσματα στην προκειμένη περίπτωση δεν οδηγούσαν πουθενά;... «Σε παρακαλώ.» προσπάθησα άλλη μια φορά και εκεί που πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να συμβιβάσει τα θέλω με τα πρέπει, ο Καρλάιλ ήρθε να τον αποτελειώσει.
«Βλέπω ότι το γκομενάκι έχει λίγο μυαλό σε αντίθεση με σένα. Στείλ’ την στο διάολο και έλα στο τραπέζι... δεν θα το ξαναπώ!» απαίτησε αυστηρά και μόλις τον κοίταξε για λίγο, πήρε την τσάντα μου από το μπαρ, την κάρφωσε με νεύρο πάνω στο στήθος μου και μόλις την κράτησα με το ένα χέρι άρπαξε το άλλο μου χέρι σφιχτά και τότε άρχισε να βηματίζει με γρήγορα βήμα προς την πίσω έξοδο από όπου με είχε φέρει ο Τάηλερ κάνοντάς του σήμα με το κεφάλι για να μας ακολουθήσει.
Εγώ μην μπορώντας να ακολουθήσω τα βήματά του και παραπατώντας εδώ και εκεί, μόλις περάσαμε την πρώτη πόρτα άρχισα να φωνάζω.
«Έντουαρνττττ... σταμάτα!» εκείνος γύρισε προς τη μεριά μου ξαφνικά και χτυπώντας το σώμα μου επάνω του από το απότομο φρενάρισμα, πήγα να πέσω στο πάτωμα αλλά εκείνος με συγκράτησε.
«Δεν το περίμενα αυτό από εσένα... νόμιζα ότι ήσουν με το μέρος μου όχι με το δικό του!» ξέσπασε και ξεφύσησα απελπισμένη.
«Έντουαρντ σε παρακαλώ λογικεύσου... τι δουλειά έχω εγώ εδώ;»
«Έχεις μαζί μου!» συνέχισε με πείσμα και προσπαθώντας να τον καλμάρω έβαλα το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό του, αλλά εκείνος αμέσως το απομάκρυνε με νεύρο και έφυγε πιο μακριά μου γυρίζοντας μου την πλάτη για να μην τον κοιτώ.
«Βρε αγοράκι μου γλυκό... γιατί κάνεις σαν παιδί;» έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια και η ματιά του μου έκοψε τα πόδια.
«Σαν παιδί;... κάνω σαν παιδί;... Πώς σκατά καταφέρνεις πάντα να έχεις αντίθετες αντιδράσεις δεν μπορώ να το καταλάβω. Σε βρίζει απροκάλυπτα μπροστά σου και λες ότι κάνω σαν παιδί; Τι ήθελες να κάνω δηλαδή... να του πω... “Ναι μπαμπάκα ό,τι πεις” και να σε στείλω στον διάολο γιατί αυτό μου ζήτησε να κάνω;» σχεδόν τσίριξε απελπισμένος και αναστέναξα γυρίζοντας τη ματιά μου προς την άλλη πλευρά για να αποφύγω το βλέμμα του, αλλά εκείνος επέμενε περισσότερο... «Πες μου, αυτό ήθελες;» είπε ερχόμενος κοντά μου και πιάνοντάς με από τα μπράτσα δυνατά σε σημείο να με πονάει. Με τράνταξε και γύρισα προς το μέρος του.
«Νομίζεις ότι για μένα όλο αυτό είναι ευχάριστο; Νομίζεις ότι αυτή τη στιγμή εγώ το διασκεδάζω;»
«Τότε γιατί δεν με υπερασπίστηκες;» απαίτησε.
«Τι ήθελες να κάνω Έντουαρντ; Να ρίξω κι άλλο λάδι στη φωτιά; Να σε αφήσω να γίνεις ρεζίλι εξαιτίας μου; Δεν το καταλαβαίνεις ότι αυτό ακριβώς επιδίωκε από την στιγμή που κάτσαμε στο τραπέζι; Για ποιον λόγο νομίζεις ότι σηκώθηκα και έφυγα; Δεν ξέρω πώς είσαστε μεταξύ σας, αλλά δεν θέλω να μαλώνετε για μένα!» είπα παρακλητικά και εκείνος αναστέναξε ηττημένος και κοίταξε για μια στιγμή μακριά χαλαρώνοντας την λαβή του.
«Συγνώμη... δεν ήθελα να ξεσπάσω επάνω σου...» είπε με πιο ήρεμη φωνή κοιτώντας με παρακλητικά στα μάτια και κατένευσα.
«Το ξέρω.» του επιβεβαίωσα και σηκώνοντας το χέρι μου του χάιδεψα το μάγουλο παρηγορητικά και πήρε μια βαθιά τρεμάμενη αναπνοή και φέρνοντάς με κοντά του με κλείδωσε μέσα στην αγκαλιά του και μου έδωσε ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.
«Πάμε να φύγουμε από εδώ!» είπε πιο αποφασιστικά και άρχισε πάλι να με σέρνει προς το ασανσέρ.
«Έντουαρντ όχι...» τον σταμάτησα.
«Εγώ θα φύγω έτσι κι αλλιώς... θες να έρθεις, έλα... θες να κάτσεις εδώ, κάτσε!» είπε νευριασμένα και αφήνοντάς με από την αγκαλιά του πήγε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί με μια βεβιασμένη κίνηση.
Γύρισα τη ματιά μου προς τον Τάηλερ και του ζήτησα με την ματιά μου σιωπηλά λίγη βοήθεια, αλλά εκείνος όπως πάντα δεν ανακατεύτηκε. Έμεινε στη θέση του και περίμενε της εντολές του Έντουαρντ.
Μόλις οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν, εκείνος μπήκε μέσα και ακουμπώντας την πλάτη του στον μεταλλικό τοίχο γύρισε τη ματιά του προς το μέρος μου και περίμενε σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος χωρίς να μιλά. Άφησα μια απελπισμένη ανάσα, τον ακολούθησα και μετά από μένα μπήκε μέσα και ο Τάηλερ και πάτησε το κουμπί για το υπόγειο γκαράζ. Μέχρι να μπούμε μέσα στη λιμουζίνα κανείς μας δεν μίλησε. Όλες του οι κινήσεις ήταν με ένα παιδιάστικο πείσμα που μόλις μπήκαμε στην λιμουζίνα και έκλεισε η πόρτα πίσω μας δεν άντεξα και τον ρώτησα.
«Πόσο χρονών είπαμε ότι είσαι;» εκείνος εκνευρισμένα γύρισε τη ματιά του προς το παράθυρο και για άλλη μια φορά σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και δεν απάντησε.
«Άσε με να μαντέψω... δύο ή τριών;» συνέχισα εγώ προκαλώντας τον αλλά εκείνος συμπλήρωσε την φράση μου για μένα.
«Δυόμιση μηνών... όσο καιρό σε γνωρίζω!» είπε και γέλασα δυνατά αλλά αυτό τον έκανε χειρότερο. «Νομίζεις ότι αστειεύομαι;» συνέχισε νευριασμένα... «Από την ημέρα που σε γνώρισα μου έχεις αλλάξει όλη μου την ζωή. Την ημέρα που σε γνώρισα ένιωσα ότι ξαναγεννήθηκα... Προσπάθησα πολύ σκληρά να το αρνηθώ στον ίδιο μου τον εαυτό...» αναστέναξε βαριά... «Αλλά αυτή είναι η αλήθεια όσο και να με πονάει!» είπε τελικά κοιτώντας με μέσα από την αντανάκλαση του τζαμιού χωρίς να γυρίζει τη ματιά του προς το μέρος μου και αναστενάζοντας ηττημένα γύρισα την ματιά μου προς το δικό μου παράθυρο και κοίταξα μακριά για να μην τον κοιτώ δαγκώνοντας με μανία τα χείλια μου.
«Που να σε πάρει...» αναφώνησε αναγκάζοντάς με να γυρίσω προς το μέρος του, βάζοντας τα χέρια του πάνω στα μπράτσα μου... «Γιατί δεν βλέπεις ότι...» έκανε μια παύση και χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπό μου, άφησε την ανάσα του να βγει βαριά από μέσα του και συνέχισε πιο απαλά με βαθιά φωνή... «Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί... Είσαι το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου.» είπε με πάθος και κολλώντας τα χείλια του στα δικά μου δεν μου έδωσε το δικαίωμα να αντιδράσω.
Αντιστεκόμουν όσο μπορούσα αλλά εκείνος δεν τα παρατούσε. Με το ένα του χέρι μέσα στα μαλλιά μου και το άλλο του πάνω στο πόδι μου, ανασήκωσε το φόρεμα και τυλίγοντας το χέρι του γύρω από το γόνατό μου με τράβηξε με δύναμη και με έβαλε να καθίσω πάνω στα πόδια του αντικριστά του και μόλις η φλόγα μου συνάντησε το έργο τέχνης του, ένιωσα να τραντάζομαι από τον ηλεκτρισμό που διαπέρασε όλο μου το κορμί και λυγίζοντας τις αντιστάσεις μου μισάνοιξα τα χείλια μου για να πάρω μια ανάσα προσπαθώντας να καταπνίξω το βογγητό που με έπνιγε. Αρπάζοντας την ευκαιρία, με κόλλησε απόλυτα επάνω του και βάθυνε το φιλί του βυθίζοντας την γλώσσα του μέσα στο στόμα μου, ενώ με το χέρι που συγκρατούσε τους γλουτούς μου, με μια απότομη κίνηση έτριψε τον ερεθισμό του πάνω στην φλόγα μου πιο έντονα. Ήξερε όλα μου τα κουμπιά και τα πατούσε τόσο δεξιοτεχνικά ώστε να με κάνει να λυγίσω και να του παραδοθώ άνευ όρων και που να τον πάρει, το πετύχαινε πάντα.
«Είσαι στυγνός εκβιαστής!» τον κατηγόρησα ανάμεσα από τα φιλιά του σκληρά και εκείνος έκανε τις κινήσεις του πιο γρήγορες ασκώντας περισσότερη πίεση απάνω μου, τρίβοντας τον ερεθισμό του πάνω στην φλόγα μου με τέτοιον τρόπο που δεν ήθελα πολύ ακόμα για να τελειώσω.
«Μπορεί η λογική σου να με αρνείται, το σώμα σου όμως όχι!» μου γύρισε πίσω σκληρά και βγάζοντας το χέρι του πάνω από τα μαλλιά μου, το εναπόθεσε και αυτό πάνω στους γλουτούς μου και με μεγαλύτερη πίεση και περισσότερο πάθος συνέχισε να με κουνάει με τέτοιον τρόπο που τσίριξα από την αίσθηση αυτή και χωρίς να έχω πλέον επιλογή άφησα τον εαυτό μου να εκφραστεί.
Έβαλα τα χέρια μου πάνω στην πλάτη του καθίσματος για να στηρίξω το κορμί μου και ακολούθησα τον ρυθμό του. Όλο μου το σώμα έτρεμε και καιγόταν αναζητώντας την λύτρωση και εκείνος καταλαβαίνοντάς το με κατέκτησε με τα χείλια του για άλλη μια φορά με τέτοιο πάθος, που ένιωσα την έκρηξή μου να απελευθερώνεται καυτή πάνω στο εσώρουχό μου. Μόλις ένιωσε την θερμότητα να τον καίει, άφησε τα χείλια μου και γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω σφράγισε τα μάτια του και άφησε και τον δικό του εαυτό να εκφραστεί κάνοντας τις κινήσεις του ακόμα πιο γρήγορες και πιο δυνατές κάνοντας τον οργασμό μου να με ξεπεράσει και να με κάνει να μην ξέρω μέχρι και που βρίσκομαι.
Έριξα το κεφάλι μου πάνω στην πλάτη του καθίσματος και ασθμαίνοντας προσπάθησα ξανά να βρω τις ισορροπίες μου και εκείνος τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από το σώμα μου σταμάτησε να κινείται και βάζοντας τα χείλια του πάνω στην βάση του λαιμού μου άφησε ένα τρυφερό φιλί και έκανε το ίδιο με μένα.
Ανασήκωσα το σώμα μου και τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια και εκείνος με απαλές κινήσεις απομάκρυνε το μαλλί που είχε πέσει πάνω στο πρόσωπό μου κοιτώντας με μέ ένα βλέμμα που με έκανε να χάνω κάθε λογική μου σκέψη.
«Δεν παίζεις τίμια...» τον κατηγόρησα με πόνο στην φωνή μου.
«Δεν είπα ποτέ ότι θα το κάνω!» μου απάντησε πειραχτικά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισα το πρόσωπό μου από την άλλη για να αποφύγω τη ματιά του... «Μπέλα... γιατί δεν καταλαβαίνεις ότι είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον;» ρώτησε πληγωμένος και δαγκώνοντας τα χείλια μου χωρίς να τον κοιτώ άρχισα να κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα.
«Είσαι ένας Κάλεν, Έντουαρντ... που να σε πάρει είσαι ένας Κάλεν!» δεν άντεξα άλλο και του είπα αφήνοντας τα δάκρυά μου να ξεχειλίσουν καυτά πάνω στα μάγουλά μου και τότε εκείνος με ανάγκασε να τον κοιτάξω βάζοντας το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου.
«Αυτό είναι όλο το πρόβλημα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε απαλά και κατένευσα κοιτώντας προς τα κάτω για να αποφύγω τη ματιά του.
Έπεσα στην αγκαλιά του και έμεινα εκεί... Δεν άντεχα άλλο μακριά από αυτήν την αγκαλιά, αλλά δεν μπορούσα να την έχω για πάντα. Μπορεί να μην μπορώ να αρνηθώ πια τα συναισθήματα μου για εκείνον, αλλά δεν μπορώ να προσπεράσω ότι πάντα θα είναι ένας Κάλεν... και αυτό είναι πάρα πολύ για μένα... είναι πάρα πολύ.