Ετικέτες

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Fly Away "25. I Call It Love"



Οι μέρες κυλούσαν και εγώ ένιωθα πιο ευτυχισμένη από ποτέ... Γύρισα κανονικά στο Τζετ μετά από ομηρικούς καυγάδες με τον Έντουαρντ που δεν δεχόταν κουβέντα γι’ αυτό και εκείνος όσο περισσότερο μπορούσε ξέκλεβε χρόνο και με την βοήθεια του Τάιλερ το έσκαγε και ερχόταν στο διαμέρισμα μου για τρελίτσες ... Χριστέ μου το ορκίζομαι στο τέλος θα με αφήσει ανάπηρη αυτός ο άνθρωπος... μετά λέει εμένα λυσσάρα... Αν εγώ είμαι λυσσάρα τότε εκείνος τις είναι;;;... Αχχχχ θεός.

Με τον Καρλάιλ δεν είχαμε καμία επαφή... Τυπική στην δουλειά μου του μίλαγα μόνο όταν το επέβαλε η περίσταση και εκείνος μου απαντούσε πάντα μονολεκτικά... Κάτι ήταν και αυτό... τουλάχιστον δεν είχαμε επιπλέον παρατράγουδα.

Σήμερα είχαμε ακόμα ένα ταξίδι με τον ζουζουνοφ... και ήμουν περισσότερο και από ενθουσιασμένη... γιατί θα πηγαίναμε στο αγαπημένο μου μέρος... στης Μαλβίδες... Αν και στην αρχή παραξενεύτηκα όταν με ενημέρωσε ο Ντανιέλ... Ο Έντουαρντ όταν τον ρώτησα μου είπε αδιάφορα ότι ήταν για δουλειές και έτσι δεν έδωσα περισσότερη σημασία.

Πόσο μου είχε λείψει αυτό το μέρος... όσες φορές και να το είχα επισκεφτεί στο παρελθόν ποτέ δεν κατάφερα να το χορτάσω... και όποτε έβρισκα πτήση να εκκρεμεί πάντα έκανα τα αδύνατα δυνατά να με βάλουν σε αυτήν.

Ήταν μαγεία... πάντα όταν πάταγα το πόδι μου εκεί ένιωθα ότι ζούσα το όνειρο μου... Ένιωθα λίγο σαν την Emmeline την πρωταγωνίστρια στην ταινία “Η γαλάζια λίμνη” και κάνοντας σενάρια με το μυαλό μου φανταζόμουν ότι έβρισκα τον δικό μου Richard και πηγαίναμε εκεί για να ζήσουμε τον έρωτα μας μακριά από όλους και από όλα.

Ίσως γι’ αυτό και να ήμουν σήμερα ειδικά πιο ενθουσιασμένη από ποτέ... γιατί τον δικό μου Richard τον είχα βρει... και έλπιζα ότι έστω και για δύο μέρες που θα καθόμασταν εκεί... θα ζούσα επιτέλους το όνειρο μου... έστω και πλασματικό.

Πλησιάζοντας το Τζετ... δεν είδα τον Τάηλερ να είναι απ’ έξω και παραξενεύτηκα... κοίταξα τα παιδιά που με ακολουθούσαν και εκείνα ανασήκωσαν ταυτόχρονα τους ώμους τους αδιάφορα καταλαβαίνοντας την απορία στο πρόσωπο μου.

«Δεν έχω καμία ακύρωση» επιβεβαίωσε ο Ντανιέλ που ήταν ο υπεύθυνος να μας ενημερώνει για τις πτήσεις μας και όλοι μαζί ανεβήκαμε στο σκάφος με την ίδια απορία... Μέσα δεν ήταν κανείς... Τι στο καλό;... αναρωτήθηκα αλλά τα παράτησα... μπορεί κάτι να τον καθυστέρησε... άλλωστε έχουμε μισή ώρα πριν την αναχώρηση μας.

Πήγα την βαλίτσα μου στον προσωπικό μου χώρο και αφού μπήκα στην ασφάλεια της κουζίνας μου άρχισα να ετοιμάζω καφέ για όλους μας... Πηγαίναμε πιο νωρίς για να τον απολαμβάνουμε με την ησυχία μας... αλλά ο Έντουαρντ ήταν πάντα εδώ, σήμερα γιατί δεν έχει έρθει;... αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά με απορία και μια περίεργη αγωνία άρχισε να με καταβάλει... Λες να ακυρωθεί τελικά;... σκέφτηκα και ένας πόνος διαπέρασε την καρδιά μου και με έκανε αμέσως να πέσω ψυχολογικά.

Έλεος πια με τις μεταπτώσεις της ψυχολογίας μου... ήμουν που ήμουν αλλά τις τελευταίες 15 μέρες μετά δηλαδή από την πρώτη επίσκεψη του Έντουαρντ στο διαμέρισμα μου είχα γίνει χειρότερη... Εκεί που γέλαγα εκεί έκλαιγα... εκεί που ήμουν ήρεμη και απολάμβανα τα χάδια του εκεί με έπιανε κρίση πανικού... Ένιωθα ότι πνιγόμουν από το άγχος μου ότι όλο και κάτι θα γίνει και θα μας χωρίσουν... Δεν υπάρχει περίπτωση... αυτή η σχέση θα με αποτελειώσει στο τέλος... Ευτυχώς ο Έντουαρντ με είχε μάθει πια και όταν με έβλεπε στρεσαρισμένη περίμενε υπομονετικά να ξεσπάσω και μετά με κλείδωνε στην αγκαλιά του και με παρηγορούσε με οποιονδήποτε τρόπο μπορούσε.

Τι μπορείς να πεις πια γι’ αυτόν τον άνθρωπο... είχε γίνει θυσία για μένα... και εγώ είχα ήδη εξαρτηθεί τόσο πολύ από εκείνον που είμαι σίγουρη... ότι αν γίνει κάτι και μας το χαλάσουν όλο αυτό... θα καταρρεύσω... Ήδη καταρρέω μόνο με την σκέψη... αν γίνει και στην πραγματικότητα δεν νομίζω ότι θα γλυτώσω αυτήν την φορά την ψυχιατρική κλινική.

Τα βρισίδια και η άγρια φωνή του έφτασε στ’ αυτιά μου και ξέπνοη έβγαλα το κεφάλι μου από την πόρτα της κουζίνα για να τον δω να μπαίνει μέσα στο Τζετ.

«Δεν με νοιάζει τι λέει... αυτό το ταξίδι δεν το ακυρώνω............ Πες του να πάει...» έπνιξε ότι ήταν έτοιμος να πει... και πετώντας τον χαρτοφύλακα του πάνω στο τραπέζι έκατσε στην καρέκλα και άρχισε να τρίβει τα μάτια του με μανία ακούγοντας τον συνομιλητή του χωρίς να μιλάει.

«Όχι δεν το ακυρώνω... οι φάκελοι είναι έτοιμοι... και τα έγγραφα του Θέλοντερ είναι έτοιμα και αυτά... τι άλλο θέλει από μένα;» ρώτησε τον συνομιλητή του και αφήνοντας την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του έκανε το χέρι του μπουνιά και έκλεισε το στόμα του για να μην ξεστομίσει - φαντάστηκα - τίποτα πάνω στην παρόρμηση του και κοίταξε από το παράθυρο μακριά σουφρώνοντας τα φρύδια του με απελπισία... Αν δεν τον ήξερα τόσο καλά θα ορκιζόμουν ότι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.

Κάποια στιγμή που αντιλήφθηκε την παρουσία μου... μου έκανε νόημα με το χέρι του να τον πλησιάσω και με τον δείκτη του πάνω στα χείλια του μου ζήτησε να μην μιλήσω και εγώ κατένευσα... βάζοντας το κινητό του πάνω στο ώμο του άνοιξε τον χαρτοφύλακα του και βγάζοντας ένα μπλοκ και ένα στυλό άρχισε να γράφει κάτι πάνω στο χαρτί ενώ συνέχιζε την συνομιλία του κανονικά.

«Όχι αυτό είναι την άλλη βδομάδα... πες στην Γκλόρια να του πάει τα έγγραφα να τα ελέγξει... είμαι σίγουρος ότι δεν θα βρει ψεγάδι... κάτι άλλο τρέχει;» ειρωνεύτηκε και σκίζοντας το χαρτί από το μπλοκ μου το έδωσε ενώ με κοίταζε στα μάτια... στο χαρτί έγραφε.

“Πες στον Τάηλερ να μπουν μέσα με την Σόνια και δώσε εντολή στον Ντανιέλ να φύγουμε... θα μας ακυρώσουν την πτήση αν δεν ξεκινήσουμε τώρα... Ενημέρωσε τον Ντανιέλ  ότι μιλάω στο κινητό”.

Κατένευσα και έτρεξα να τους ενημερώσω... μετά από πέντε λεπτά ξεκινήσαμε και ο Έντουαρντ ακόμα πάλευε να βγάλει μια άκρη με τον συνομιλητή του αλλά μόλις ένιωσε το αεροπλάνο να απογειώνετε ένιωσε πιο χαλαρός και άρχισε να τον χλευάζει κανονικότατα... δεν έκατσα να ακούσω περισσότερα... μόλις πήραμε ύψος και το Τζετ σταθεροποιήθηκε... έβγαλα την ζώνη μου και γύρισα στο κουζινάκι μου για να σερβίρω τον καφέ που ήταν ήδη έτοιμος.

Αφού πήγα σε όλους καφέ... γύρισα στο κουζινάκι και γυρίζοντας την σελίδα που μου είχε δώσει πριν ο Έντουαρντ ανάποδα πήρα έναν στυλό ζωγράφισα μια μεγάλη κούπα καφέ και ένα άχνισμα από πάνω και βγαίνοντας από το κουζινάκι μου χωρίς να τον πλησιάσω του έδειξα το σκίτσο και εκείνος χαμογελώντας κατένευσε και γύρισα μέσα για να ετοιμάσω άλλες δύο κούπες καφέ για τους δύο μας... Αφού τους πήρα μαζί μου πήγα κοντά του άφησα τον έναν μπροστά του και τον άλλο δίπλα του... και έκατσα μαζί του... Εκείνος αμέσως μου έπιασε το χέρι και μου το χάιδεψε τρυφερά και βάζοντας και το δικό μου χέρι πάνω στο δικό του άρχισα να το χαϊδεύω παρηγορητικά μπας και καταφέρω να τον ηρεμίσω.

«Κοίτα αυτά που λες δεν στέκουν... δεν έτρεχα τρία μερόνυχτα για να ικανοποιήσω τις ορέξεις του για να μου την πει και από πάνω... Τρεις μέρες είναι θα το ξεπεράσει... δεν άφησα καμία εκκρεμότητα γι’ αυτό πες του να ξεχάσει αυτά που ξέρει γιατί δεν περνάνε σε μένα.......... Όχι δεν υπάρχει περίπτωση... ήμαστε ήδη πάνω στα σύννεφα πες του και δεν γυρνάω που να χτυπάει τον κώλο του κάτω....... Αρκετά θείε το θέμα τελείωσε εδώ... θα τα πούμε σε τρεις μέρες........ Όχι δεν το διαπραγματεύομαι... το θέμα τελείωσε εδώ δεν θα το ξαναπώ... Θα σε πάρω αύριο να σε ενημερώσω για τις εξελίξεις.......... Μπααα... σιγά και μην δεν υπογράψει... άλλωστε τον συμφέρει........ Ναι θα σε πάρω όταν έχω νεότερα....... Γεια σου θείε και καλό κουράγιο» του είπε και κλείνοντας την γραμμή έκλεισε το κινητό του τελείως και πετώντας το μέσα στον χαρτοφύλακα τον έκλεισε και αυτόν και με τράβηξε κοντά του.

«Τι έχεις μωράκι μου;» τον ρώτησα μόλις έκατσα πάνω στα πόδια του και εκείνος βάζοντας το κεφάλι του πάνω στο στερνό μου αναστέναξε.

«Ο πατέρας μου ήθελε σόνι και ντε να ακυρώσω το ταξίδι... αλλά εγώ το είχα προβλέψει και του την έφερα... και τώρα έγινε πιο έξαλλος»

«Γιατί να το ακυρώσει;... Για δουλειές δεν πας;» ρώτησα με απορία και εκείνος κατένευσε χωρίς να πει τίποτα άλλο και με έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του εισπνέοντας άπληστα το άρωμα μου... Δεν είπα ούτε εγώ τίποτα άλλο και τον άφησα να χαλαρώσει δίνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά του ενώ του έτριβα την πλάτη του παρηγορητικά.

«Δεν ήξερα ότι κάνεις τόσο ωραία σκίτσα» είπε ξαφνικά για να αλλάξει την κουβέντα και την στιγμή που σήκωσε το κεφάλι του, του χαμογέλασα ζεστά.

«Ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρή πίστευε ότι θα γίνω ζωγράφος... Αντέγραφα όλες τις φιγούρες της Ντίσνεϋ που έβλεπα αλλά όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι οι αριθμοί μου ταίριαζαν περισσότερο και έτσι δεν το προχώρησα άλλο» χαμογέλασε χαλαρώνοντας και ακουμπώντας στην πλάτη της καρέκλας και με κοίταξε σκεπτικός... «Τι;» ρώτησα αμέσως και ξεφύσησε δαγκώνοντας για λίγο το κάτω του χείλος.

«Σκεπτόμουν...» ξεκίνησε και αμέσως τσιτώθηκα.

«Ωχ... δεν μου αρέσει αυτό» είπα και έκανα να σηκωθώ αλλά σιγά να μην με άφηνε να φύγω.

«Έλα εδώ βρε αντιδραστήρα... αμέσως ωχ... Άκου πρώτα αυτό που έχει να σου πει ο άλλος και μετά αντέδρασε»

«Είμαι σίγουρη ότι δεν θα μου αρέσει αυτό που θα ακούσω... Κάθε φορά που ξεκινάς έτσι με βάζει σε μπελάδες»

«μμμμ» ειρωνεύτηκε χαμογελώντας... «Ναι αλλά στο τέλος τους διορθώνω» ανταπάντησε.

«Αφού έχει πάει η καρδιά μας στην κούλουρη και έχει έρθει» του γύρισα πίσω και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του εύθυμα... Ο Έντουαρντ που ξέρω και λατρεύω είχε γυρίσει και αυτό δεν ήταν καθόλου υπέρ μου... γιατί τώρα θα χρησιμοποιήσει όλα του τα κόλπα για να με ρίξει.

«Τώρα να πω τι σκέφτηκα ή όχι;»

«Τι έχω επιλογή;» ρώτησα δύσπιστα γουρλώνοντας τα μάτια μου και γέλασε δυνατά δαγκώνοντας τα χείλια του με την γκριμάτσα που έκανα.

«Όχι...» είπε πιο αποφασιστικά σοβαρεύοντας και συνέχισε... «Που λες σκεφτόμουν...»

«Αχ μανούλα μου... γιατί;... Γιατί με έφερες στον κόσμο;... Τι σου έκανα;... Σου είπε κανείς ότι θέλω να το ζήσω όλο αυτό;» ε τώρα έδωσε τα ρέστα του... ρίχνοντας το κεφάλι του πάνω στο στήθος μου τον έπιασαν νευρικά γέλια και παλεύοντας να βρει ανάσα άρχισε να σκουπίζει τα δάκρυα του πάνω στο σακάκι μου για να μην απελευθερώσει τα χέρια του και καταφέρω να του ξεφύγω... Γαμώτο γιατί πρέπει να με ξέρει τόσο καλά;... «Εεεε... μυξιάρη σκουπίσου απάνω σου όχι απάνω μου» είπα με αηδία και αυτό τον έκανε να ξεσπάσει σε πιο τρανταχτά γέλια.

«Αχχχχ... Χριστέ μου τι θα κάνω εγώ μαζί σου;» είπε παλεύοντας να βρει την αναπνοή του.

«Υπομονή;» προσπάθησα εγώ και τα χείλια του βρίσκοντας το εκτεθειμένο μου δέρμα άρχισαν να στέλνουν κύματα σε όλο μου το κορμί και αναστέναξα βαθιά ενώ με το χέρι μου τον πίεσα περισσότερο απάνω μου για να συνεχίσει... μπας και γλυτώσω τις προηγούμενες σκέψεις του αλλά εκείνος καταλαβαίνοντας το όταν έφτασε στον λαιμό μου... πέρασε την γλώσσα του από όλη την επιφάνεια του και φτάνοντας στο σαγόνι μου το δάγκωσε παιχνιδιάρικα και με το χέρι του με ανάγκασε να χαμηλώσω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Νομίζεις ότι θα την γλυτώσεις τόσο εύκολα από μένα;» ρώτησε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι προκαλώντας με ανοιχτά.

«Φτου γαμώτο... δεν το ξέχασες;» τον πείραξα και αντί να γελάσει με κοίταξε ζαρώνοντας τα φρύδια του προκλητικά... «Άντε λέγε... να δούμε τι θα καταλάβεις» είπα ηττημένα και δίνοντας μου ένα φιλί στα χείλια μου έκατσε και πάλι αναπαυτικά στην πλάτη της καρέκλας και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή ξεκίνησε.

«Που λες σκεφτόμουν...» με κοίταξε προειδοποιητικά για να μην τον σταματήσω... «Ότι με τόσους καλούς βαθμούς που είχες είναι κρίμα να μην συνεχίσεις τις σπουδές σου» είπε ανάλαφρα και περίμενε τις αντιδράσεις μου.

«Κρίμα που έχασα την υποτροφία... τώρα είναι αργά να κάνω κάτι γι’ αυτό... Κάτι άλλο;» του απάντησα απλά και μου έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα.

«Που τα πουλάς αυτά;» με ρώτησε δύσπιστα.

«Έντουαρντ... ξέχνα το... αυτό το όνειρο τελείωσε πριν καν αρχίσει... δεν ξαναγυρίζω πίσω... αλλά τώρα αναρωτιέμαι... γιατί τέτοια πρεμούρα για να συνεχίσω τις σπουδές μου;... Ετοιμάζεις τίποτα πάλι;»

«Όχι» είπε με ειλικρίνεια ανασηκώνοντας τους ώμους του... «Απλά σκεφτόμουν ότι είναι πολύ κρίμα που δεν κατάφερες να τελειώσεις το πανεπιστήμιο εξαιτίας» τον κοίταξα προειδοποιητικά και δεν το συνέχισε... «Εντάξει δεν λέω ξανά τίποτα... Έκανα απλά μια σκέψη και ήθελα να την εκφράσω τόσο κακό είναι;» ρώτησε με απορία αναστενάζοντας.

«Όχι δεν είναι κακό... αλλά νόμιζα ότι είχες καταλάβει ότι αυτό είχε τελειώσει για μένα»

«Εσύ ξέρεις καλύτερα» είπε απαλά και τραβώντας με κοντά του με βόλεψε καλύτερα μέσα στην αγκαλιά του και βάζοντας το χέρι μου πάνω στην γραβάτα του άρχισα να την ξεσφίγγω.

«Πως την αντέχεις;» ρώτησα και ξεφύσησε... «Και μόνο που την βλέπω νιώθω να πνίγομαι εγώ»

«Είναι συνήθεια... ξεχνάω ότι την φοράω» είπε ενώ χασμουρήθηκε κουρασμένα.

«Είσαι κουρασμένος;» ρώτησα και άφησα ένα φιλί πάνω στον λαιμό του και εκείνος έσφιξε τα χέρια του πιο τρυφερά γύρω μου εισπνέοντας το άρωμα που ανέδυαν τα μαλλιά μου.

«μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσε αφήνοντας ταυτόχρονα ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά μου και ακουμπώντας το μάγουλο του πάνω στο κεφάλι μου... έμεινε σιωπηλός.

«Γιατί δεν πας να ξαπλώσεις;» τον ρώτησα με απορία.

«Θα έρθεις να μου κάνεις παρέα;» ρώτησε παρακλητικά.

«Έντουαρντ... μην το παραχέσουμε... Αν θελήσουν κάτι τα παιδιά πως θα το καταλάβω;»

«Έλαααα... καφέ τους πήγες τι άλλο να θέλουν;»

«Μην κάνεις σαν μωρό... πήγαινε να κοιμηθείς και όταν ξυπνήσεις θα είμαι και πάλι εδώ» του είπα και ξεφύσησε.

«Πεισματάρα... Όχι δεν πάω πουθενά... θα κάτσω εδώ και θα σε βασανίζω μέχρι να φτύσεις αίμα» είπε με πείσμα και άρχισε να με γαργαλάει.

«Εεεε... σταμάτα» φώναξα μέσα από τα γέλια μου.

«’Οχι αν δεν έρθεις να ξαπλώσεις μαζί μου» επέμενε εκείνος.

«Έντουαρνττττ» τσίριξα ξέπνοα και σταμάτησε.

«Έλαααα να ξαπλώσεις μαζί μουυυυυ» παρακάλεσε παραπονιάρικα κάνοντας μια παιδιάστικη γκριμάτσα και έβαλα το μέτωπο μου πάνω στο δικό του και προσπάθησα να βρω ξανά την αναπνοή μου... «Υπόσχομαι να είμαι καλό νινί» συνέχισε και γέλασα δυνατά.

«Δεν πιστεύω να με βυζάξεις πάλι» είπα με φρίκη και γέλασε.

«Δεν είδα να σε χαλάει την τελευταία φορά που το έκανα»

«Ααα Χριστέ μου τι έχω κάνει στην προηγούμενη μου ζωή και με βασανίζεις έτσι σε αυτήν»

«Έλαααα...» συνέχιζε εκείνος απτόητος «Σέλω αγκαλίτσααα»

«Άντε τράβα και έρχομαι... Μπέμπη ε μπέμπη» κατέθεσα τα όπλα και μόλις έκανα να σηκωθώ εκείνος με συγκράτησε και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Αν δεν έρθεις σε πέντε λεπτά θα έρθω και θα σε πάρω σηκωτή» απείλησε.

«Θα έρθω... μπορώ να κάνω και αλλιώς;»

«Όχι» επιβεβαίωσε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και δίνοντας μου ένα πεταχτό φιλί με άφησε να σηκωθώ και πηγαίνοντας στο πιλοτήριο και στο Τάηλερ με την Σόνια – την κοπέλα που είχε πάρει σήμερα για τα μάτια του κόσμου... ή να πω καλύτερα για τα μάτια του Καρλάιλ – και βεβαιώθηκα ότι ήταν εντάξει και ότι δεν θελαν κάτι άλλο κίνησα προς το πίσω μέρος του Τζετ και μόλις έφτασα στην κρεβατοκάμαρα του τον βρήκα να είναι ξαπλωμένος στο πλάι και με μισάνοιχτο το στόμα ανάσαινε ρυθμικά.

Ήταν τόσο κομμάτια που τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος... Έβγαλα το σακάκι και την φούστα μου για να είμαι πιο άνετα και ξαπλώνοντας δίπλα του τύλιξα το χέρι μου γύρω από το κορμί του και μόλις άφησα ένα απαλό φιλί πάνω στον ώμο του εκείνος αναδεύτηκε ναζιάρικα και γυρίζοντας όλο του το κορμί προς το μέρος μου ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο στήθος μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τύλιξε το χέρι του γύρω από το σώμα μου και συνέχισε τον ύπνο του... Παρόλο που είχα κοιμηθεί τέσσερις ώρες εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ και έτσι χαμένη μέσα στις σκέψεις μου άρχισα να του χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά του και δεν ξανά κουνήθηκα.

Μετά από μια ώρα και αφού βεβαιώθηκα ότι ο Έντουαρντ κοιμόταν βαθιά... σηκώθηκα και αφού ντύθηκα γύρισα και πάλι στο πόστο μου για να εξυπηρετήσω και τα παιδιά... Δεν μου αρέσει να δίνω δικαιώματα... και το πως έχουμε καταφέρει μέχρι τώρα και δεν μας έχουν πάρει είδηση είναι κατόρθωμα... Ώρες ώρες είναι τόσο παιδί... Όταν θέλει κάτι δεν σταματάει μέχρι να το πάρει... όχι ότι με χαλάει βέβαια αλλά υπάρχουν στιγμές που με φοβίζει τόσο πολύ μην γίνει τίποτα και μας ανακαλύψουν που όλο αυτό μου προκαλεί νευρικότητα και τα χάνω.

Θέλαμε δύο ώρες για να φτάσουμε και εγώ είχα μια λιγούρα που ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω αν δεν έβαζα κάτι στο στόμα μου... αλλά δεν τόλμαγα να φάω πολύ... Έτσι παίρνοντας ένα πακέτο μπισκότα που τα είχα γι’ αυτές τις περιπτώσεις... το άνοιξα και ακουμπώντας στον πάγκο της κουζίνας άφησα την ματιά μου να περιπλανηθεί στον ορίζοντας κοιτώντας έξω από το παράθυρο και άρχισα να τρώω νωχελικά.

«Που τριγυρνά ο λογισμός σου;» ψιθύρισε στο αυτί μου ενώ τύλιγε τα χέρια του γύρω από το σώμα μου και την στιγμή που ακούμπησε το σαγόνι του πάνω στον ώμο μου γύρισα και του έδωσα ένα φιλί στον κρόταφο.

«Πουθενά... απλά χαζεύω» είπα και εκείνος δεν το συνέχισε... «Πεινάς;... Θες να σου φτιάξω τίποτα να φας;» τον ρώτησα για να αλλάξω κουβέντα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Όχι, δεν έχω όρεξη... αλλά δεν θα έλεγα όχι για ένα καφεδάκι» είπε και αφήνοντας τα μπισκότα πάνω στο μπάγκο πήρα δύο στο χέρι μου γύρισα προς το μέρος του και αφού του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι έβαλα το ένα μπισκότο στο στόμα του και το άλλο στο δικό μου και πήγα κοντά στην καφετιέρα και άρχισα να την ετοιμάζω για να φτιάξω φρέσκο καφέ.

«Ξέρεις τι σκεφτόμουν τώρα;» ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά ενώ συνέχισα να μασουλάω... «Δεν σε έχω δει ποτέ να τρως εν ώρα πτήσης» παρατήρησε και γέλασα... «Γιατί;» επέμενε εκείνος.

«Δεν το διακινδυνεύω» απάντησα μόνο και την στιγμή που γύρισα και πάλι προς το μέρος μου με κοίταξε με απορία... «Εντάξει μην γελάσεις;...» προειδοποίησα και κατένευσε σοβαρός περιμένοντας να συνεχίσω... «Με πειράζει το αεροπλάνο... Αν φάω είμαι ικανή να περάσω την υπόλοιπη ώρα του ταξιδιού στην τουαλέτα αγκαλιά με την λεκάνη» είπα και τότε γούρλωσε τα μάτια και βάζοντας το χέρι του μπροστά από το στόμα του προσπάθησε να μην γελάσει δυνατά αλλά δεν τα κατάφερε... «Εεεε... υποσχέθηκες να μην γελάσεις» είπα θιγμένη και αυτό τον έκανε χειρότερο... Του γύρισα την πλάτη και με νευριασμένες κινήσεις άρχισα να ετοιμάζω την κούπα του... Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα μου και μου έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού σταματώντας το γέλιο του.

«Συγνώμη... δεν ήθελα να γελάσω... αλλά φαντάζεσαι πως ακούγετε στον άλλο αυτό;»

«Φυσικά και το φαντάζομαι δεν είμαι χαζή... για ποιον λόγο νομίζεις ότι δεν το λέω πουθενά»

«Και πως το αντιμετωπίζεις;» ρώτησε με περιέργεια.

«Με ομοιοπαθητική... Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ... αλλά και πάλι δεν το διακινδυνεύω... γιατί και μόνο με την ιδέα είμαι ικανή να τα βγάλω»

«Σου έχει γίνει εμμονή» παρατήρησε και ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Μπορεί» απάντησα και μόλις γέμισα την κούπα του γύρισα προς το μέρος του... «Θα τον πιείς εδώ;»

«Θα έρθεις να μου κάνεις παρέα;»

«Γιατί όχι... δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω» απάντησα και παίρνοντας τον καφέ του άρχισε να προχωράει μπροστά... και εγώ παίρνοντας τα μπισκότα μου τον ακολούθησα... μόλις φτάσαμε στην τραπεζαρία και άφησε τον καφέ του πάνω στο τραπέζι με τράβηξε κοντά του και με έβαλε να κάτσω πάνω στα πόδια του.

«Λύσε μου μια απορία...» είπα αμέσως... «Είσαι μόνος σου... δεν σε βλέπει κανείς... γιατί επιμένεις να φοράς κουστούμι;... Πραγματικά ώρες ώρες μου έρχεται να πάρω ένα ψαλίδι και να σου το κάνω κομμάτια» είπα με φρίκη και γέλασε με το ύφος μου.

«Είναι συνήθεια μωρό μου» απάντησε εκείνος απαλά και μου έδωσε ένα φιλί στην άκρη του σαγονιού μου.

«Θες να μου πεις ότι και στο σπίτι σου έτσι κυκλοφορείς;»

«Όχι εντάξει εκεί είμαι περισσότερο ο εαυτός μου... αλλά όταν είμαι έξω από αυτό πρέπει να έχω μια συγκεκριμένη περιβολή»

«Δηλαδή για να σε δω να φοράς κάτι άλλο πρέπει να έρθω πρώτα στο σπίτι σου;» ρώτησα δύσπιστα και άστραψε το μάτι του... τι το θέλω και το ανοίγω το ρημάδι;

«Μμμμμ.... δεν είναι κακή ιδέα»

«Κάνε όνειρα» του απάντησα και γέλασε... δεν ήθελε να με πιέσει άλλο... ξέρει πως νιώθω γι’ αυτό και το σέβεται.

«Και πάλι όμως... εδώ κάθεσαι μόνος σου... γιατί δεν παίρνεις μια φόρμα να είσαι πιο άνετος;» επέμενα εγώ.

«Και να με δει το προσωπικό με τέτοια περιβολή;» σαρκάστηκε και έμεινα με ανοιχτό το στόμα καταλαβαίνοντας τι εννοούσε.

«Συγνώμη... δηλαδή ο Καρλάιλ ακόμα και στο σπίτι του φοράει κουστούμι;» ρώτησα με φρίκη και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Γιατί νομίζεις με το που μπήκα στο πανεπιστήμιο έφυγα τρέχοντας;»

«Και στο σπίτι σου δεν έχεις προσωπικό;»

«Έχω μια οικονόμο... αλλά φεύγει όταν γυρίζω και με αφήνει μόνο μου να χαρώ την μοναξιά μου» απάντησε απλά.

«Και αν χρειαστείς κάτι;»

«Μπέλαααα»

«Τι;»

«Νόμιζα ότι είχες πια καταλάβει ότι είμαι ανεξάρτητο άτομο και γενικότερα δεν μου αρέσει να με περιποιούνται... Αυτοεξυπηρετούμαι μόνος μου... δεν χρειάζομαι νταντά»

«Και μένα γιατί με τρέχεις;» ρώτησα με φρίκη δίνοντας του μια μπουνιά στον ώμο και εκείνος γέλασε.

«Αυτό είναι άλλο»

«Δεν καταλαβαίνω που διαφέρει» ειρωνεύτηκα.

«Πρώτη φορά παντρεμένος... να μην χαρώ και εγώ λίγο τις χαρές του έγγαμου βίου;» απάντησε παιχνιδιάρικα και έγινα έξω φρενών.

«Πότε είπαμε ότι βγαίνει το διαζύγιο;»

«Αχχχ... ελπίζω ποτέ» είπε μέσα από έναν αναστεναγμό ενώ κλείδωσε τα χέρια του γύρω μου για να μην με αφήσει να φύγω βάζοντας το κεφάλι του πάνω στο στερνό μου... και έτριξα τα δόντια μου για να μην τον στολίσω.

«Μπέλαααα...» αναφώνησε απηυδισμένος... «Έχεις καταλάβει ότι έχεις γίνει τρομερά ευέξαπτη τον τελευταίο καιρό;» με ρώτησε σοβαρός σηκώνοντας το κεφάλι του για να με κοιτάξει στα μάτια... και ξεφυσώντας κοίταξα μακριά... και δεν το σχολίασα.

ESCAPE POLH FANTASMA