Είχα παγώσει...είχα στερέψει από δάκρυα και χωρίς να το καταλάβω είχα αφήσει τον εαυτό μου να απολαύσει τα τρυφερά του χάδια, μέχρι που η συνείδηση γύρισε και πετάχτηκα επάνω έντρομη.
«Η πτήση μου!» αναφώνησα και άρχισα σαν δαιμονισμένη να πηγαίνω πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο προσπαθώντας πολύ σκληρά να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου για να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω. Δεν είχα και πολλές επιλογές. Τα πράγματά μου ήταν όλα διάσπαρτα έξω από την βαλίτσα και δεν είχα ιδέα τι ώρα είχε πάει και πόσος χρόνος μου απέμενε. Τα χέρια του Έντουαρντ με ακινητοποίησαν και γύρισα ξαφνιασμένα προς το μέρος του.
«Την έχεις χάσει ήδη... Ηρέμησε...»
«Πώς να ηρεμήσω;» ούρλιαξα και αποτραβήχτηκα από το σφιχτό του κράτημα και γυρίζοντας προς το κρεβάτι άρχισα να ξαναβάζω τα πράγματα μέσα στην βαλίτσα όπως-όπως. Δεν είχα κουράγιο να τα τακτοποιήσω, μέχρι που η ματιά μου έπεσε πάνω στα χέρια μου και κοίταξα παραξενεμένη τα αίματα.
«Συγνώμη...σε έκανα χάλια...» απολογήθηκε εκείνος και γύρισα έντρομη προς τη μεριά του.
«Αιμορραγείς!» είπα ξαφνιασμένη κοιτώντας το ματωμένο πουκάμισό του και τρέχοντας κοντά του προσπάθησα να του το βγάλω για να δω σε τι κατάσταση βρισκόταν, αλλά εκείνος με σταμάτησε.
«Άστα, δεν είναι τίποτα.» είπε ήρεμα, αλλά εγώ δεν σταμάτησα και αναφώνησε απηυδισμένος. «Μπέλα σταμάτα να το κάνεις αυτό!»
«Μην κάνεις σαν παιδί...» του γύρισα πίσω αλλά τα χέρια του δεν με άφηναν να συνεχίσω... «Πρέπει να δω αν έχει μείνει κανένα γυαλί στο δέρμα σου πριν πάθεις καμία μόλυνση!» συνέχισα και αναστέναξε βαριά.
«Που να σε πάρει γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε απελπισμένος και ακινητοποιήθηκα χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοούσε.
«Γιατί αιμορραγείς!» εξήγησα αυτόματα και τον κοίταξα ξαφνιασμένη.
«Δεν εννοώ αυτό Μπέλα.»
«Τότε τι εννοείς;»
«Ο πατέρας μου κόντεψε να σε πνίξει εξαιτίας μου και αντί να με πετάξεις έξω...αντί να αρχίσεις να ουρλιάζεις και να με χτυπάς, προσπαθείς να περιποιηθείς τις πληγές μου;» με ρώτησε κοιτώντας με μέσα στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει το γιατί.
Η συνείδηση γύρισε και ξαφνικά όλα όσα συνέβησαν επανήλθαν στην μνήμη μου και πάγωσα χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω.
«Πράγματι συνέβη;» ρώτησα τον εαυτό μου χωρίς να καταλαβαίνω ότι το είπα δυνατά και εκείνος ξεφύσησε και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Τώρα καταλαβαίνεις γιατί σου τα είπα.» είπε απαλά και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου καταλαβαίνοντας τι εννοούσε.
«Το ήξερες ότι θα έρθει εδώ;... Γι αυτό ήρθες να με βρεις;» τον ρώτησα περιμένοντας την ανταπόκρισή του και εκείνος κατένευσε αποφεύγοντας την ματιά μου.
«Προσπάθησα να σε προετοιμάσω γι αυτό. Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω...»
«Αλλά εγώ δεν σε άφησα.» συμπλήρωσα και αφήνοντας τα χέρια μου να πέσουν άδεια και βαριά από πάνω του, πισωπάτησα και με την αφή έψαχνα να βρω το κρεβάτι για να κάτσω, γιατί δεν είχα άλλη δύναμη να μείνω όρθια.
«Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο Μπέλα και σίγουρα δεν σου αξίζουν όλα αυτά...» τον κοίταξα στα μάτια απότομα. Δεν ξέρω τι δήλωνε η ματιά μου, αλλά ό,τι και να είδε μέσα σε αυτήν αυτόματα τον έκανε να σταματήσει την φράση του στην μέση.
«Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησα ήρεμα και με κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί έχει σημασία για σένα.» είπε ξέπνοα εξωτερικεύοντας άθελά του τη σκέψη του και ήμουν σίγουρη πως δεν το είχε συνειδητοποιήσει.
«Είπε ότι θα σε παντρέψει με την Τάνια, μόλις με χωρίσεις.» του υπενθύμισα και έσμιξε τα φρύδια του με απορία, ενώ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του κοιτώντας με, με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα.
«Και έχει σημασία για σένα;»
«Για μένα;» ρώτησα και γέλασα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου παίρνοντας μια βαθιά ανάσα... «Υποτίθεται ότι κάναμε αυτόν τον γάμο για να γλυτώσεις την φυλακή της...»
«Ναι, αλλά χωρίς την φυλακή της εσύ θα πρέπει να υποστείς την οργή του πατέρα μου και αυτό δεν πρόκειται να το δεχτώ. Δεν θα τον αφήσω να σε καταστρέψει μόνο και μόνο γιατί δεν πέρασε το δικό του!»
«Δεν σε καταλαβαίνω...» του είπα κοιτώντας τον δύσπιστα... «Τότε γιατί τα κάναμε όλα αυτά;»
«Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια για να σηκώσω το ανάστημα μου, αλλά για άλλη μια φορά έχασα. Δεν τρέχει τίποτα, αλλά δεν θα επιτρέψω να σε επηρεάσει αυτό... Υποσχέθηκα να μην σου χαλάσω την ζωή και θα το κάνω με οποιοδήποτε τίμημα.»
«Καταλαβαίνεις ότι πάντα αντιδράς ανάποδα;» τον ρώτησα σοβαρά και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά μην πιστεύοντας τα λόγια μου.
«Θα με τρελάνεις... το ορκίζομαι μαζί σου δεν βγάζω άκρη. Και τι θες να κάνω; Να τον αφήσω να ξεσπάσει επάνω σου, ενώ για όλη αυτήν την κατάσταση φταίω μόνο εγώ;... Σε μένα δεν μπορεί να κάνει πολλά Μπέλα... Θα φωνάξει... θα γκρινιάξει...»
«Άντε να σου δώσει και κανένα χαστούκι...» συμπλήρωσα και κατένευσε γελώντας.
«Άλλα τίποτα παραπάνω...» συνέχισε σοβαρός... «Για την δική σου ζωή όμως δεν νοιάζεται Μπέλα... τον είδες πόσο αδίστακτος είναι! Δεν περίμενα να φτάσει μέχρι σε αυτό το σημείο, αλλά δεν ξέρω τι να περιμένω πια από εκείνον...»
«Και τι θα κάνεις γι αυτό...; Καταλαβαίνεις ότι είτε με χωρίσεις είτε όχι... δεν πρόκειται ποτέ να με αφήσει στην ησυχία μου;»
«Δεν θα τον αφήσω...» ξεκίνησε αποφασιστικά, αλλά εγώ τον σταμάτησα.
«Ναι σιγά μην σε ρωτήσει!» αναστέναξε και κοιτώντας μακριά άρχισε να συγκεντρώνει και πάλι τις σκέψεις του δαγκώνοντας με μανία τα χείλια του.
«Και τι προτείνεις να κάνω;» ρώτησε ξαφνικά και έμεινα να τον κοιτώ με ανοιχτό το στόμα.
«Γιατί ρωτάς εμένα;» ρώτησα με σοκαρισμένο ύφος.
«Γιατί για την δική σου ζωή μιλάμε Μπέλα όχι για την δική μου. Και θέλω να έχεις άποψη σε αυτό... Δεν θέλω να κάνω τίποτα που να μην το θες πρώτα εσύ. Μπορεί να ήμουν απερίσκεπτος όταν το ξεκίνησα όλο αυτό, αλλά δεν μπορώ να συνεχίζω να σου επηρεάζω την ζωή χωρίς να έχεις λόγο σε αυτήν.»
Κοίταξα γύρω μου σοκαρισμένη και μόλις γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του τον κοίταξα έντονα.
«Πού πήγε;»
«Ποιος;» ρώτησε κρύβοντας με κόπο το γέλιο του.
«Ο Έντουαρντ... Πού πήγε;... Πού τον εξαφάνισες;» τον ρώτησα με σοκαρισμένο ύφος και εκείνος δεν άντεξε άλλο από όλη αυτήν την ένταση και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια παλεύοντας πολύ σκληρά να το σταματήσει αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις του.
«Σταμάτα να γελάς δεν είναι αστείο!» ξέσπασα ουρλιάζοντας και παίρνοντας βαθιές ανάσες έβαλε τα χέρια του μπροστά αμυντικά παλεύοντας να σταματήσει, αλλά κάτι στο ύφος μου τον έκανε να ξεσπάσει περισσότερο και τα πήρα τόσο πολύ που πήγα κοντά του και βάζοντας τα χέρια μου πάνω στο στήθος του άρχισα να τον τραντάζω και να τον χτυπώ όπου έβρισκα για να τον συνετίσω χωρίς αποτέλεσμα.
Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και κλειδώνοντάς με στην αγκαλιά του προσπάθησε να με σταματήσει από το ξέσπασμα μου.
«Συγνώμη... συγνώμη...» έλεγε παίρνοντας γρήγορες ανάσες... «Δεν είναι αστείο.» συμπλήρωσε και σοβαρεύοντας με απομάκρυνε για λίγο από πάνω του χωρίς να με αφήνει από το κράτημα του... «Έλα να ετοιμαστούμε και να φύγουμε από εδώ και θα δούμε τι θα κάνουμε.» είπε σοβαρός χωρίς να δέχεται αντίρρηση και με παρέσυρε και πάλι προς το κρεβάτι για να με βοηθήσει να μαζέψουμε τον χαμό.
Παίρναμε τα πράγματα όπως ήταν πάνω από το κρεβάτι και τα ρίχναμε όπως-όπως στην βαλίτσα. Η ματιά του έπεσε πάνω σε ένα μαύρο δαντελωτό νεγκλιζέ νυχτικάκι πολύ σέξι και τεντώνοντάς το μπροστά του, έμεινε να το κοιτά με ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα δηλώνοντας ανοιχτά τις σκέψεις του με ένα πνιχτό βογκητό. Το άρπαξα από τα χέρια του και τον κοίταξα προειδοποιητικά, αλλά εκείνος δεν μάσησε και είπε τις σκέψεις του ανοιχτά με μια βραχνή φωνή.
«Ελπίζω να το φορέσεις σύντομα... για να σου το σκίσω!»
«Κάνε όνειρα!» του γύρισα και συνέχισα να μαζεύω ό,τι έβρισκα μπροστά μου, αλλά εκείνος με σταμάτησε και γυρίζοντάς με προς το μέρος του με κόλλησε επάνω του και μόλις ένιωσα τον ερεθισμό του πάνω στην κοιλιά μου αναπήδησα αφήνοντας να μου ξεφύγει ένα βογκητό και εκείνος χαμογέλασε αυτάρεσκα.
«Από την ημέρα που σε γνώρισα δεν κάνω άλλη δουλειά...» είπε περιπαιχτικά.
«Ελπίζω να σε βασανίζουν!» του απάντησα σκληρά και αναστέναξε.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο με ανάβεις όταν μου μιλάς έτσι...» είπε σφραγίζοντας τα χείλια μου για να μην μπορέσω να αντιδράσω.
Προσπάθησα να τον σταματήσω αλλά ήταν ανώφελο... Αφήνοντας έναν αναστεναγμό τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και παραδόθηκα με όλο το πάθος που με κυρίευε κάθε φορά που με κατακτούσε με αυτόν τον τρόπο.
Ξέπνοος άφησε το μέτωπο του να ακουμπήσει πάνω στο δικό μου και με βαθιά φωνή μας επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Πάμε να φύγουμε από εδώ... πριν παρασυρθούμε.» είπε και ξεκολλώντας από πάνω του τον κοίταξα χωρίς να έχω κάποια λογική σκέψη στο μυαλό μου.
«Πόσα πρόσωπα έχεις;» ρώτησα κοιτώντας τον με περιέργεια. Χαμογέλασε θλιμμένα και χωρίς να απαντήσει συνέχισε να πετά τα ρούχα μου μέσα στην βαλίτσα.
«Ξέρεις κάτι... έτσι όπως έχουν γίνει δεν νομίζω να μπορέσουμε να τα βάλουμε όλα μέσα και ταυτόχρονα να καταφέρουμε να κλείσουμε την βαλίτσα...» είπε αναστενάζοντας και προσπάθησε να την κλείσει αφήνοντας τα υπόλοιπα ρούχα και αξεσουάρ μου πάνω στο κρεβάτι αγνοώντας τα.
«Εεε... Τι νομίζεις ότι κάνεις...;! Ξέρεις πόσα έχω ξοδέψει γι αυτά;»
«Θα σου τα αντικαταστήσω.» είπε λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και με έβγαλε από τα ρούχα μου.
«Σταμάτα να με προσβάλλεις έτσι... δεν σου το επιτρέπω!» του είπα τσιρίζοντας ενώ πάλευα να απομακρύνω τα χέρια του από την βαλίτσα μου για να την ανοίξω ξανά και να βάλω μέσα και όλα τα υπόλοιπα πράγματα. Εκείνος όμως πιάνοντας τα χέρια μου με ακινητοποίησε και με γύρισε προς το μέρος του.
«Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα! Τώρα σταμάτα να παλεύεις και πάμε να φύγουμε από εδώ πριν του γυρίσει του άλλου και αποφασίσει να έρθει για να τελειώσει αυτό που άρχισε.» είπε με νόημα και αυτό με έκανε να παγώσω... Κατένευσα και τον άφησα να πάρει την βαλίτσα μου και εγώ έσκυψα να πάρω τα παπούτσια μου και την τσάντα μου αλλά η ματιά μου έπεσε και πάλι πάνω στα χέρια μου.
«Εεε... περίμενε... είμαστε μέσα στα αίματα!» του φώναξα ενώ εκείνος ήταν ήδη στην πόρτα.
«Θα αλλάξουμε στο δωμάτιο μου.» απάντησε και κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσω.
Σε όλη την διαδρομή μέχρι το δωμάτιό του με κράταγε σφιχτά και προστατευτικά πάνω του και ασυναίσθητα έτριβε τον μπράτσο μου απαλά. Στο ασανσέρ ο υπάλληλος μας κοίταζε καλά καλά αλλά δεν τολμούσε να πει κουβέντα. Ευτυχώς δεν υπήρχαν άλλοι μέσα στην καμπίνα και έτσι γλιτώσαμε το ρεζιλίκι. Δε μίλαγε κανείς μας, αλλά μόλις φτάσαμε στον όροφό του πριν βγούμε, ο Έντουαρντ ρώτησε τον υπάλληλο.
«Ξέρεις αν ο πατέρας μου είναι στο δωμάτιο του;» τον κοίταξα με απορία.
«Όχι κύριε, κατέβηκε στο ισόγειο και δεν ξανά ανέβηκε.» ο Έντουαρντ κατένευσε και άρχισε να με παρασέρνει προς την σουίτα του... «Ήθελα να σιγουρευτώ ότι δεν είναι εδώ.» εξήγησε και μόλις φτάσαμε έξω από την πόρτα του, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του παντελονιού του και άνοιξε την πόρτα.
«Ξέχασες το σακάκι σου και την γραβάτα σου κάτω!» θυμήθηκα και με κοίταξε δύσπιστα.
«Και τι φοβάσαι μην μου λείψουν;» είπε κοροϊδευτικά.
«Δεν ξέρω...» είπα απολογητικά πιάνοντας το κεφάλι μου και μόλις πήρα μια ανάσα κοίταξα γύρω μου και γούρλωσα τα μάτια μου... Ουαααουυυ...! Αυτό θα πει δωμάτιο!
Μπαίνοντας στην σουίτα του, το πρώτο πράγμα που έβλεπες ήταν ένα σαλονάκι με πολλούς καναπέδες γύρω από ένα τετράγωνο τραπέζι που βρισκόταν μπροστά από μια τεράστια τζαμαρία που έβλεπες μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου, μαζί με τα καζίνα που υπήρχαν γύρω από το καζίνο – ξενοδοχείο που μέναμε εμείς.
Πίσω από το σαλονάκι υπήρχε μια μικρή τραπεζαρία με στρογγυλό τραπέζι για τέσσερα άτομα και πίσω από αυτήν στον τοίχο, υπήρχε ένα ψηλό έπιπλο με δύο πορτατίφ να το στολίζουν. Όλα σε χρωματισμούς του μπεζ και του ζεστού ξύλου από τριανταφυλλιά.
«Συγνώμη, τώρα αυτό εσύ το λες δωμάτιο;» ρώτησα ακόμα κοιτάζοντας γύρω μου.
«Γιατί εσύ πως θα το χαρακτήριζες;» με ρώτησε πίσω με ένα παιχνιδιάρικο γελάκι
«Διαμέρισμα ίσως;» του απάντησα και τότε γέλασε πιο δυνατά και γύρισα προς την μεριά του νευριασμένα... «Και να πεις ότι τα χαίρεστε κιόλας, πάει στο καλό!» συνέχισα και αναστέναξε.
«Δεν έχεις άδικο σε αυτό...» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του αδιάφορα... «Αλλά αφού μπορούμε να έχουμε τέτοια πολυτέλεια, γιατί να μην την εκμεταλλευτούμε;» συνέχισε εκείνος με την δική του λογική.
«Και τι καταλαβαίνετε από αυτό βρε Έντουαρντ; Μήπως σας χαρίζουν και τίποτα περισσότερο εκτός από μια ψεύτικη εικόνα;» ρώτησα με πόνο στη φωνή μου και σοβαρεύοντας γύρισε το κεφάλι του προς τα δεξιά τρίβοντας τον σβέρκο του και αναστέναξε... «Σ-σ-συγγνώμη...» τραύλισα... «Δεν ήθελα...»
Πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου εκείνος βρέθηκε μπροστά μου και κρατώντας τα μπράτσα μου σφιχτά με κοίταξε επιβλητικά στα μάτια. Από το ξάφνιασμα σταμάτησα να αναπνέω.
«Ποτέ... Το ακούς...; Ποτέ μην μου ξαναζητήσεις συγνώμη για ό,τι λες... Δεν θέλω να πάρεις πίσω τίποτα από όσα μου έχεις πει... Τίποτα!» είπε σοβαρός με πόνο στην ματιά του και αναστέναξα.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά λίγο το ύφος του, λίγο τα λόγια του με λύγισαν... Ένιωσα όλον τον πόνο που ένιωθε στην ψυχή του και δεν μπορούσα να το αγνοήσω αυτό. Χάιδεψα απαλά το πρόσωπό του με την ανάστροφη του χεριού μου ξαφνιάζοντας και τον ίδιο αλλά και εμένα. Τον κλείδωσα μέσα στην αγκαλιά μου και του χάιδεψα τα μαλλιά παρηγορητικά. Εκείνος μόλις ξεπέρασε το πρώτο σοκ, έβαλε το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στον ώμο μου και αφήνοντας την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του αφέθηκε στο άγγιγμά μου χωρίς να πει κουβέντα.
«Πάμε να βγάλουμε από πάνω μας το ξεραμένο αίμα.» είπε ξαφνικά με βαθιά φωνή και κατένευσα. Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε κοντά του.
Η σουίτα χωριζόταν στα δύο με ένα χωλάκι διακοσμημένο όλο με ξύλο τριανταφυλλιάς. Στη μια πλευρά υπήρχε ένα μεγάλο μπαράκι με ράφια που ήταν γεμισμένα με ποτήρια κάθε είδους, ενώ ο υπόλοιπος διάδρομος ήταν διακοσμημένος με εσοχές που το στόλιζαν γυάλινοι ψηλοί σωλήνες με σπασμένο γυαλί σαν ψηλά βάζα, μόνο που δεν υπήρχαν λουλούδια μέσα σε αυτά.
Από την άλλη πλευρά αυτού του διάδρομου ήταν το υπνοδωμάτιό του. Στα ίδια χρώματα και ύφος με αυτό του σαλονιού, με ένα τεράστιο παράθυρο να έχει την ίδια θέα με το σαλόνι, όλο επενδυμένο με ξύλο τριανταφυλλιάς. Το κρεβάτι ήταν απλό αλλά εντυπωσιακό. Η πλάτη του ακουμπούσε σε ένα τεράστιο κάδρο επίσης από ξύλο τριανταφυλλιάς και ο τοίχος ήταν βαμμένος σε εκρού χρώμα το ίδιο με το χρώμα που είχε ο καναπές και τα καλύμματά του, ενώ πάνω από το κεφαλάρι υπήρχαν τρεις μικρότεροι πίνακες και στα πλαϊνά του κρεβατιού είχαν βάλει δύο κομοδίνα με δύο πορτατιφ.
Η έκπληξη της σουίτας όμως ήταν το μπάνιο... Επιβλητικό, βαρύ αλλά τόσο εντυπωσιακό... Μπαίνοντας μέσα, το μάτι σου έπεφτε στην μεγάλη τζαμαρία που υπήρχε ακριβώς απέναντι από την είσοδο... Τα φώτα της πόλης σε μαγεύανε για άλλη μια φορά.
Στ’ αριστερά υπήρχε με μεγάλη ντουζιέρα στην οποία άνετα θα μπορούσαν τέσσερα άτομα να κάνουν ταυτόχρονα ντους και να έχει χώρο και για άλλους, ενώ στα δεξιά υπήρχε ένας μεγάλος νιπτήρας με μαύρο γρανίτη να κάνει αντίθεση με τα χρώματα του υπόλοιπου μπάνιου, όλο επενδυμένο με μάρμαρο σε κιτρινωπό χρώμα. Στο ταβάνι υπήρχε ένας στρογγυλός πολυέλαιος ενώ μπροστά στο μεγάλο παράθυρο είχαν τοποθετήσει μια μπρεζέρα που κοίταζε προς το μεγάλο και υπέροχο τζακούζι που ήταν πλαισιωμένο από αναμμένα κεριά.
«Πασάς στα Γιάννενα!» σχολίασα και με κοίταξε με απορία προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρύψει το χαμόγελό του... «Βάζεις τις κλώσες σου να παίρνουν τον μπάνιο τους και εσύ κάθεσαι και τις χαζεύεις σαν χάνος στην μπρεζέρα;» εξήγησα τι εννοούσα δείχνοντάς του προς την μεγάλη μπανιέρα και ακολουθώντας την ματιά μου γέλασε πιο δυνατά.
«Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα... Τι θα έλεγες να το δοκιμάζαμε;» ανταπέδωσε το σχόλιό μου και στριφογύρισα τα μάτια μου κάνοντας μια αηδιαστική γκριμάτσα καθώς έβαλα το χέρι μου πάνω στον πάγκο του νιπτήρα για να κρατηθώ και να βγάλω τα παπούτσια μου.
«Να δω τι θα φορέσω τώρα που έγιναν όλα ένα κουβάρι...» σχολίασα και χωρίς να μου πει τίποτα εξαφανίστηκε. Εγώ κοίταξα για μια στιγμή προς την πόρτα με απορία αλλά δεν του έδωσα άλλη σημασία. Έβγαλα τα ρούχα μου, τα άφησα στο πάτωμα και μπαίνοντας μέσα στην ντουζιέρα άνοιξα το νερό και το άφησα να με καλμάρει από όλη την ένταση της ημέρας.
Στ’ αριστερά υπήρχε με μεγάλη ντουζιέρα στην οποία άνετα θα μπορούσαν τέσσερα άτομα να κάνουν ταυτόχρονα ντους και να έχει χώρο και για άλλους, ενώ στα δεξιά υπήρχε ένας μεγάλος νιπτήρας με μαύρο γρανίτη να κάνει αντίθεση με τα χρώματα του υπόλοιπου μπάνιου, όλο επενδυμένο με μάρμαρο σε κιτρινωπό χρώμα. Στο ταβάνι υπήρχε ένας στρογγυλός πολυέλαιος ενώ μπροστά στο μεγάλο παράθυρο είχαν τοποθετήσει μια μπρεζέρα που κοίταζε προς το μεγάλο και υπέροχο τζακούζι που ήταν πλαισιωμένο από αναμμένα κεριά.
«Πασάς στα Γιάννενα!» σχολίασα και με κοίταξε με απορία προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρύψει το χαμόγελό του... «Βάζεις τις κλώσες σου να παίρνουν τον μπάνιο τους και εσύ κάθεσαι και τις χαζεύεις σαν χάνος στην μπρεζέρα;» εξήγησα τι εννοούσα δείχνοντάς του προς την μεγάλη μπανιέρα και ακολουθώντας την ματιά μου γέλασε πιο δυνατά.
«Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα... Τι θα έλεγες να το δοκιμάζαμε;» ανταπέδωσε το σχόλιό μου και στριφογύρισα τα μάτια μου κάνοντας μια αηδιαστική γκριμάτσα καθώς έβαλα το χέρι μου πάνω στον πάγκο του νιπτήρα για να κρατηθώ και να βγάλω τα παπούτσια μου.
«Να δω τι θα φορέσω τώρα που έγιναν όλα ένα κουβάρι...» σχολίασα και χωρίς να μου πει τίποτα εξαφανίστηκε. Εγώ κοίταξα για μια στιγμή προς την πόρτα με απορία αλλά δεν του έδωσα άλλη σημασία. Έβγαλα τα ρούχα μου, τα άφησα στο πάτωμα και μπαίνοντας μέσα στην ντουζιέρα άνοιξα το νερό και το άφησα να με καλμάρει από όλη την ένταση της ημέρας.