Μπαίνοντας στο δωμάτιο μου ξανά ένιωσα τόσο βαριά τόσο άδεια... που δεν άντεξα άλλο... ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στην πόρτα και άφησα το σώμα μου ελεύθερο να σωριαστεί στο πάτωμα... τι μου κάνει αυτός ο άνθρωπος;... γιατί τον αφήνω να με λυγίζει έτσι;... πριν προλάβει το μυαλό μου να μου δώσει μια λογική απάντηση η πόρτα χτύπησε και η φωνή του Έντουαρντ έφτασε για να με κάνει να βγω από τα ρούχα μου.
«Μπέλα άνοιξε την πόρτα ξέρω ότι είσαι μέσα» φώναξε καθώς χτύπαγε την πόρτα με δύναμη και σμίγοντας τα χείλια μου σε μια ίσια γραμμή σηκώθηκα απότομα επάνω και άνοιξα την πόρτα διάπλατα ενώ στα χαρακτηριστικά μου άφησα να εκφραστεί όλος ο θυμός που έβραζε μέσα μου.
«Mην πεις κουβέντα...» του είπα μέσα από τα δόντια μου και βάζοντας το χέρι μου πάνω στην γραβάτα του τον τράβηξα μέσα και κλείνοντας την πόρτα τον κάρφωσα με δύναμη πάνω της... κοιτώντας τον με όλο το μίσος που ένιωθα μέσα μου... «Kουβέντα... λέξη μην ακούσω να βγει από στόμα σου γιατί θα είναι η τελευταία...» τον απείλησα εξαγριωμένη... και εκείνος έγειρε γρήγορα προς το μέρος μου και πιάνοντας με από τον σβέρκο άρχισε να με φιλάει.
Το φιλί του βίαιο, απαιτητικό, απελπισμένο... λεηλατούσε τα χείλια μου με χίλιους τρόπους... το ένα μου χέρι παρέμεινε πάνω στην γραβάτα του ενώ το άλλο αμέσως βρέθηκε πάνω στα μαλλιά του.
Του τα τραβούσα με δύναμη τον πίεζα επάνω μου και ένιωθα τον αέρα μου να λιγοστεύει... όμως δεν τα παρατούσα... γαμώ το κέρατο μου το τράγιο... τι μου έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος και δεν μπορώ να του αντισταθώ... τα χείλια μας ενωμένα ζητούσαν για περισσότερα τα χέρια μας από την άλλη βρέθηκαν σε εγρήγορση και έδιωχναν μακριά όλα όσα μας εμπόδιζαν για να ενωθούμε... τον ήθελα σαν τρελή... το σώμα μου πόναγε από την έλλειψη επαφής... και η καρδιά μου δεν ήθελε πολύ να ξεπηδήσει μέσα από το στήθος μου.
Μόλις τα κορμιά μας γυμνά και διψασμένα ακούμπησαν το ένα πάνω στο άλλο... ένα ουρλιαχτό μου, ήρθε να σπάσει την απόλυτη σιωπή και ξέπνοη ξεκόλλησα τα χείλια μου από τα δικά του και ακούμπησα το μέτωπο μου πάνω στο δικό του με τα μάτια μου ερμητικά κλειστά.
«Που να σε πάρει Κάλεν... τι μου έχεις κάνει;» ξέσπασα αλλά εκείνος όπως του είχα ζητήσει πριν δεν απαντούσε... η ανάσα του καυτή χάιδευε το υγρό από τον ιδρώτα πρόσωπο μου και μια ανατριχίλα απλώθηκε σε όλο μου το κορμί... σε συνδυασμό με την καρδιά του που ήταν έτοιμη να ξεπηδήσει από το στήθος του μου έδιναν όλες τις απαντήσεις που ζητούσα.
Αυτό που βίωνα εγώ... το βίωνε και εκείνος... τα κορμιά μας... οι ανάσες μας... ακόμα και οι καρδιές μας... απόλυτα συντονισμένες ξεσπούσαν και αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο... πως μπορούσα αυτό να το αγνοήσω... πως μπορούσα να κλείσω τα μάτια και να μην δω ότι πόναγε όσο και εγώ... μπορεί να τον μισούσα... αλλά δεν μπορούσα να του αντισταθώ... τα χέρια μου έσφιξαν δυνατά τα μαλλιά του και ένα μουγκρητό βγήκε μέσα από τα χείλια μου... ένιωθα σαν ένα λιοντάρι που βρυχάται.
«Μμμμμμ... να σε πάρει Κάλεν... γιατί είναι τόσο δύσκολο;... γιατί;» ούρλιαζα με παράπονο και την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα την ματιά μου είδα τον εαυτό μου να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του... ότι συναίσθημα με είχε καταβάλει... φόβος... τρόμος... αγωνία... απελπισία... ακριβώς το ίδιο έβλεπα και μέσα στην δική του ματιά... αλλά υπήρχε και κάτι περισσότερο... πόνος... τόσο πόνο μέσα σε μια ματιά δεν είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου.
Για μια στιγμή που ένιωσα να διαρκεί αιώνια... κανείς από τους δύο μας δεν μίλησε... οι ματιές μας κλειδωμένες η μία μέσα στην άλλη έλεγαν για μας ότι τα λόγια θα κατέστρεφαν και το τελευταίο λιθαράκι... αυτό που με κράταγε ακόμα λογική... Λογική... δεν ξέρω αν υπάρχει πια για μένα... είχα καεί... και το ήξερα καλά... όμως εκείνην την στιγμή ο εγωισμός μου δεν με άφησε να δω το πόσο.
Έπεσα πάνω του για να σταματήσω να πονάω... τα χείλια μου απαιτητικά σφράγισαν τα δικά του... τα δόντια μου τράβαγαν την τρυφερή σάρκα των χειλιών του και ένιωθα ότι με αυτό το φιλί προσπαθούσα να τον τιμωρήσω... να τον εκδικηθώ για ότι μου έκανε... να τον βασανίσω όπως εκείνος βασανίζει εμένα όλον αυτόν τον καιρό... δεν μου το αρνήθηκε... με άφησε να ξεσπάσω... με άφησε να βγάλω από μέσα μου ότι με έπνιγε και αυτό με έκανε χειρότερα.
«Που να σε πάρει... γιατί πονάει τόσο;» είπα χωρίς να το καταλάβω δυνατά... και τα σώμα του με γύρισε έτσι ώστε τώρα εγώ να είμαι προς την πόρτα.
Ακούμπησε το σώμα του απόλυτα επάνω μου και με έκαψε... με έκαψε ως τα βάθη της ύπαρξης μου... εκείνη ακριβός την στιγμή μου έκλεψε και το τελευταίο λιθαράκι λογικής... και με έκανε δική του... αλλά ήμουν πολύ εγωίστρια να το παραδεχτώ... άφησα το κορμί μου να εκφραστεί και εκείνο άρχισε να τρέμει... ένα λαρυγγικό ουρλιαχτό ξεπήδησε από τα χείλη μου και παλεύοντας για λίγη ανάσα ανασήκωσα το κεφάλι μου χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου αφήνοντας τα δάκρια μου πια ανενόχλητα να ξεχειλίσουν χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για να τα σταματήσω.
Εκείνος παρασυρμένος από το πάθος του άρχισε να με εξερευνά... με λεηλατούσε... με διεκδικούσε και εγώ ήμουν ανίκανη να του το αρνηθώ... ήμουν ανίκανη να του αντισταθώ... τα χείλια του ρουφούσαν την σάρκα μου και το κορμί μου τρανταζόταν σε κάθε του άγγιγμα... τον ήθελα τόσο πολύ που δεν άντεχα άλλο... αλλά εκείνος δεν σταμάταγε... συνέχισε να φιλάει κάθε σπιθαμή του κορμιού μου μέχρι να φτάσει εκεί που τον είχα περισσότερο ανάγκη.
Γονάτισε κάτω και παίρνοντας το πόδι μου στο χέρι του το άφησε να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του... η κοιλιά μου σφίχτηκε και η υγρασία μου με έκανε να ξεπεράσω κάθε μου όριο... με το ένα του χέρι να συγκρατεί ανοιχτά τα χείλια μου έβαλε την γλώσσα του πάνω στην κλειτορίδα μου και μόλις την ένιωσα... μια έκρηξη ήρθε να με αποτελειώσει.
Ούρλιαξα δυνατά... κρατήθηκα από το χερούλι της πόρτας για να μην πέσω και αφέθηκα... δεν είχα πλέον άλλη επιλογή... ήταν η καταστροφή μου και τώρα πλήρωνα το τίμημα.
Το κορμί μου σύγκορμο έτρεμε περισσότερο αλλά εκείνος δεν σταματούσε... συνέχισε να με διεκδικεί... να με κατακτά με όλο του το πάθος και η ανάσα μου άρχισε να λιγοστεύει... το κορμί μου άρχισε να καίγεται και ένιωθα να εξανεμίζομαι.
Η γλώσσα του δεξιοτεχνικά κατακτούσε ξανά και ξανά την καυτή μου σάρκα και ένα ουρλιαχτό μου, ήρθε να με αποτελειώσει ξεχύνοντας από μέσα μου όλο αυτό το αρρωστημένο πάθος πάνω στην γλώσσα του και εκείνος άπληστα συνέχισε να ρουφά και να γεύεται τα καυτά μου υγρά που ξεσπούσαν πάνω στο στόμα του χωρίς να σταματά.
Ασυναίσθητα το χέρι μου σταμάτησε να κρατάει το χερούλι της πόρτας και το σώμα μου άρχισε να πέφτει προς το πάτωμα βαρύ... εκείνος καταλαβαίνοντας το, έβγαλε γρήγορα το πόδι μου από τον ώμο του και συγκρατώντας με από την μέση άφησε το σώμα του να πέσει προς τα πίσω τραβώντας με μαζί του για να με προστατέψει ώστε να μην χτυπήσω.
Η πλάτη του συνάντησε το πάτωμα και το στήθος μου έπεσε ξέπνοο πάνω στο δικό του... για λίγο έχασα την αίσθηση του χρόνου και του χώρου... αλλά όχι δεν θα με κάνεις εσύ να ξεχάσω ποια είμαι... είπα από μέσα μου με πείσμα και ανασηκώνοντας το κορμί μου κάρφωσα την ματιά μου στην δική του.
Δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερη σκέψη... το σώμα μου φλεγόταν ολόκληρο και ζητούσε απεγνωσμένα αυτήν την επαφή... λαχταρούσε το έργο τέχνης του... να συναντήσει την καυτή μου σάρκα για να την ξεδιψάσει να την κάνει να απογειωθεί με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε να την ξεδιπλώνει... τα χείλια μου βρέθηκαν πάνω στα δικά του αλλά εκείνος με σταμάτησε και τον κοίταξα με απορία.
«Έχεις προφύλαξη;» ρώτησε διστακτικά περιμένοντας την δική μου αντίδραση... γνωρίζοντας πολύ καλά πλέον κάθε μου ξέσπασμα.
«Την τύχη μου μέσα... με σένα που έμπλεξα...» του είπα νευριασμένα και έκανα να σηκωθώ από πάνω του... «Μην κουνηθείς από εκεί» τον απείλησα και έκρυψε ένα γελάκι με μεγάλο κόπο αλλά πρόλαβα να το αντιληφθώ... Άνοιξα την βαλίτσα μου που ήταν ακόμα πάνω στο κρεβάτι και άρχισα να την αδειάζω με νεύρο προσπαθώντας σκληρά να θυμηθώ που διάολο τα φύλαγα... δεν μπορούσα να σκεφτώ και από την βιασύνη και τα νεύρα μου πέταξα ότι υπήρχε μέσα στην βαλίτσα χωρίς να το καταλάβω... Πιάνοντας το νεσεσέρ μου στο χέρι μου το άνοιξα και το άδειασα όλο πάνω στα διάσπαρτα ρούχα και άρχισα να ανακατεύω το περιεχόμενο που υπήρχε μέσα σε αυτό ελπίζοντας να τα βρω... γιατί με την θολούρα που είχα δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου... Το χέρι μου ήρθε σε επαφή με ένα κουτάκι και μόλις το πήρα στα χέρια μου και το κοίταξα το άνοιξα τόσο απότομα που όλο του το περιεχόμενο διασκορπίστηκε πάνω στον υπόλοιπο χαμό... Πήρα ένα στο χέρι μου και ανοίγοντας το πήγα κοντά του και τον καβάλησα για άλλη μια φορά.
Με το ένα χέρι να κρατώ το προφυλακτικό και με το άλλο τον ερεθισμό του άρχισα να του το φοράω... αλλά πάνω στην βιασύνη μου και την έλλειψη συγκέντρωσης μου δεν κατάλαβα πόση δύναμη είχα βάλει στα χέρια μου και εκείνος τεντώνοντας το σώμα του σύριξε κλείνοντας τα μάτια του ουρλιάζοντας.
«Θα με πεθάνεις»
«Και λίγα σου κάνω σε σύγκριση με αυτά που μου έχεις κάνει...» του είπα σκληρά συνεχίζοντας την διαδικασία και εκείνος άρχισε να βαριανασαίνει παλεύοντας να βρει την αναπνοή του... «Έχε χάρη κακομοίρη μου που τρέμω μην μου μείνεις στα χέρια... αλλιώς θα σου έλεγα εγώ» συνέχισα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξε τα μάτια του κοιτώντας προς τα πίσω και την στιγμή που έβαλα τον ερεθισμό του μέσα μου και τον κάρφωσα πάνω στο τέρμα μου εκείνος ούρλιαξε.
Με το ένα του χέρι πάνω στο πόδι μου για να με συγκρατεί... και με το άλλο μέσα στο στόμα του να το δαγκώνει με μανία, μου δήλωνε ότι χρειαζόταν χρόνο να βρει τις ισορροπίες του... Τα μάτια του είχαν γυρίσει ανάποδα και πάλευε να βρει ξανά την αναπνοή του... Έμεινα ξέπνοη να τον κοιτώ ακίνητη και τρομοκρατημένη έχοντας τα χαμένα... Χριστέ μου τι του έκανα;;;... αυτός θα μου μείνει στα χέρια καμιά μέρα.
«Χριστέ μου...» ούρλιαξε ξεσπώντας, βάζοντας το χέρι του πάνω στο μέτωπο του και κλείνοντας τα μάτια του σφιχτά πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να καλμάρει... «Το ορκίζομαι θα με πεθάνεις... πως γίνεται πάντα να είσαι τόσο καυτή;» συνέχισε και τότε ξέσπασα εγώ.
«Είσαι ηλίθιος;;;...» ούρλιαζα χτυπώντας τον όπου έβρισκα... «Έχασα 10 χρόνια από την ζωή μου για να μου πεις ότι είμαι καυτή;;;» τα χέρια του γρήγορα έπιασαν τα δικά μου για να με σταματήσει από το ξέσπασμα μου και γυρίζοντας το σώμα του στο πλάι με γύρισε έτσι ώστε να είμαι τώρα εγώ από κάτω και βάζοντας τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου με κοίταξε απειλητικά.
«Νομίζεις ότι κάνω πλάκα;;...» ρώτησε νευριασμένα εκδηλώνοντας όλον τον εκνευρισμό του στα χαρακτηριστικά του... «Νομίζεις ότι μόνο εσύ πονάς;;;... Νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις ξεπεράσει τα όρια σου;;... Με τρελαίνεις... μα τον θεό θα με αποτελειώσεις... κάθε φορά που βρίσκομαι μέσα σου... νιώθω ότι βρίσκομαι σε ναρκοπέδιο... η μια έκρηξη έρχεται μετά την άλλη και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το σταματήσω... είσαι η καταστροφή μου... το ακούς;;;... Εσύ μου καταστρέφεις ότι έχτισα μέχρι τώρα και για πρώτη φορά στην ζωή μου δεν ελέγχω τον ίδιο μου το εαυτού... με παρασέρνεις στον γκρεμό και εγώ τυφλός σε ακολουθώ»
«Σε μισώ...» ούρλιαξα με τα δάκρυα μου να τρέχουν ανεξέλεγκτα... «Είσαι το χειρότερο είδος ανθρώπου που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου... με τρελαίνεις... το ακούς με τρελαίνεις... δεν αντέχω άλλο»
«Ούτε και εγώ» ήταν οι μοναδικές λέξεις που βγήκαν από μέσα του και σφραγίζοντας τα χείλια μου άρχισε και πάλι να με κατακτά.
Οι ωθήσεις του βαθιές... γρήγορες... βίαιες... δήλωναν απελπισία... δήλωναν πόσο διψασμένος ήταν γι αυτήν την επαφή... όσο διψασμένη ήμουν και εγώ... τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του τον τράβαγαν κοντά μου και του ζητούσαν απεγνωσμένα για περισσότερα... του ζητούσαν να μην με αφήσει... να με κατακτήσει... να με κάνει δική του ξανά και ξανά... ωωω πόσο τον μισούσα... μου κατέστρεφε όλη μου την ψυχοσύνθεση... με έκανε να μην είμαι ικανή να κάνω ούτε μια λογική σκέψη... και πάνω στην θολούρα μου συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά.
Πήρα μια βαθιά ανάσα ανοίγοντας τα μάτια και το στόμα μου διάπλατα από την συνειδητοποίηση και ασυναίσθητα το σώμα μου πάγωσε... καταλαβαίνοντας το, πάγωσε και ο ίδιος και σηκώνοντας το κεφάλι του με κοίταξε με περιέργεια.
«Τι συμβαίνει;... Μήπως σε πόνεσα;» ρώταγε με αγωνία αναγκάζοντας με, με το χέρι του να τον κοιτάξω μέσα στα μάτια... κούναγα αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα και γραπώνοντας τον με τα χέρια μου ανασηκώθηκα και κάλυψα τα χείλια του με τα δικά του αλλά εκείνος προσπάθησε να με σταματήσει.
«Μην σταματάς» παρακάλαγα και προσπαθούσα ξανά να απαιτήσω το φιλί του αλλά εκείνος προσπαθούσε και πάλι να με σταματήσει... «Μην σταματάς... σε παρακαλώ σε έχω ανάγκη... μην σταματάς» ξέσπασα και τότε τα παράτησε.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω από το κορμί μου και με παρέσυρε μαζί του την στιγμή που γύρναγε το κορμί του για να με ξαναβάλει από πάνω του ώστε να μου δώσει το ελεύθερο να κάνω αυτό που ήθελα... να ξεσπάσω ότι με έπνιγε με το δικό μου τρόπο... Τον ακολούθησα και μόλις βρέθηκα από πάνω του άρχισα να τον διεκδικώ με όλο μου το είναι... Οι αναπνοές μας συντονισμένες πάλευαν για λίγο αέρα... βαριές και κοφτές... Τα αγκομαχητά μας και τα ουρλιαχτά μας δυνατά εξέφραζαν κάθε έκρηξη που νιώθαμε μέσα μας και τα κορμιά μας σύγκορμα έτρεμαν και ξεσπούσαν όλη την φρενίτιδα που μας είχε καταβάλει με έναν ξέφρενο χορό.
Δεν τόλμαγα να ανοίξω τα μάτια... δεν μπορούσα να τον κοιτάξω... τον ήθελα τόσο πολύ που με τρέλαινε... και κάθε του άγγιγμα με απογείωνε... με παρέσερνε όλο και πιο βαθιά μέχρι που έχασα κάθε επαφή με τον περιβάλλον και πέφτοντας πάνω στο σώμα του τον άφησα να συνεχίσει εκείνος για μένα... βάζοντας τα χέρια του πάνω στους γλουτούς μου πήρε τα ηνία στα χέρια του και κάνοντας τις ωθήσεις του πιο γρήγορες μας παρέσυρε στον γκρεμό και μας άφησε να κατρακυλήσουμε.
Κατέκτησα απελπισμένη για άλλη μια φορά τα χείλια του και προσπάθησα να πάρω όσα περισσότερα μπορούσα μέσα από αυτό το φιλί... και εκείνος δεν μου το αρνήθηκε... Έφτανε το τέλος... το ένιωθα μέσα από κάθε του κίνηση και εγώ ούρλιαζα μέσα μου... τον παρακαλούσα να μην σταματήσει... αλλά εκείνος είχε πια ξεπεράσει κάθε του όριο και αφήνοντας τα χείλια μου τέντωσε το κορμί του γέρνοντας προς τα πίσω το κεφάλι του και με τρεις δυνατές ωθήσεις ξέσπασε ότι τον βάραινε μέσα μου με ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό που με έκανε να ξεπεράσω το ίδιο μου τον εαυτό ακολουθώντας τον με έναν δυνατό οργασμό που τράνταξε όλο μου το είναι.
Ξεψυχισμένα έπεσα πάνω στο στήθος του χωρίς αναπνοή... άκουγα την καρδιά του να χτυπά τόσο ξέφρενα όσο ξέφρενα χτύπαγε και η δική μου και τα χέρια του στα μαλλιά μου, μου πρόσφεραν την γαλήνη που χρειαζόμουν για να ξαναβρώ και πάλι τις ισορροπίες μου... Δεν μίλαγε κανείς από τους δύο μας... ξέπνοοι απολαμβάναμε αυτήν την στιγμή... μέχρι που ένα χτύπημα στην πόρτα ήρθε να μας επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Ποιος είναι;» ρώτησα νωχελικά και κουρασμένα χωρίς να κουνιέμαι.
«Καρλάιλ Κάλεν» ακούσαμε την βαριά και αυστηρή φωνή του πατέρα του και ταυτόχρονα γυρίσαμε και κοιταχτήκαμε με γουρλωμένα μάτια.
«Τι κάνουμε τώρα;» συλλάβισα με κινήσεις και με τα χείλια μου χωρίς φωνή κοιτώντας τον απελπισμένη και τρομοκρατημένη... αυτό μου έλειπε τώρα να μας δει ο πατέρας του σε αυτήν την κατάσταση.
«Σήκω... θα κλειστώ στην τουαλέτα» μου απάντησε με τον ίδιο τρόπο για να μην μας ακούσει ο πατέρας του.
«Μισό λεπτό» φώναξα και το σώμα μου βρέθηκε σε εγρήγορση... πήρα από το πάτωμα τα εσώρουχα μου και χοροπηδώντας προσπάθησα να βάλω το σλιπάκι και το σουτιέν μου... Ο Εντουαρντ πιο ψύχραιμος παράτησε τα δικά του ρούχα και έσπευσε να με βοηθήσει... και την στιγμή που άρχισα να στρώνω τα μαλλιά μου εκείνος με σταμάτησε για λίγο... κλείδωσε το πρόσωπο μου μέσα στα δύο του χέρια... είπε μέσα από την αναπνοή του “συγνώμη” και αφού άφησε ένα πεταχτό φιλί πάνω στα χείλια μου έσκυψε πήρε όλα του τα ρούχα από το πάτωμα προσέχοντας μην αφήσει τίποτα πίσω του και έτρεξε να κλειστεί στο μπάνιο... Μόλις έκλεισε την πόρτα πήρα μια βαθιά ανάσα κάνοντας τον σταυρό μου και του άνοιξα.
«Συγνώμη που σας έκανα να περιμένετε... τι θα μπορούσα να κάνω για σας;» ρώτησα με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει και εκείνος έμεινε για λίγο να με κοιτά... σιγά μην δεν κατάλαβε σε τι κατάσταση βρισκόμουν.
«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε με περιέργεια κοιτάζοντας το δωμάτιο εξεταστικά για να δει αν ήμουν μόνη.
«Είναι κάτι που επείγει;» ρώτησα δειλά ελπίζοντας να μου πει όχι.
«Πρέπει να μιλήσουμε... τώρα» είπε επιβλητικά και βάζοντας το χέρι του στην πόρτα την έσπρωξε δηλώνοντας μου ανοιχτά ότι δεν δεχόταν αντίρρηση... προχώρησε προς το δωμάτιο και εγώ κλείνοντας την πόρτα προσπάθησα να πάρω ήρεμες ανάσες για να βρω την αυτοκυριαρχία μου αλλά τα λόγια του με ξάφνιασαν τόσο πολύ που δεν άντεξα άλλο και ξέσπασα απάνω του όλον μου τον εκνευρισμό χωρίς να υπολογίζω ούτε ποιος είναι αλλά ούτε και τι μπορεί να μου κάνει... που να ήξερα.
«Βλέπω ότι είσαι εκρηκτική στο κρεβάτι» είπε κοροϊδευτικά πιάνοντας από το πάτωμα το άδειο φακελάκι από το προφυλακτικό παίζοντας το στα δάχτυλα ειρωνικά.
«Δεν νομίζω ότι σας αφορά» του γύρισα πίσω με σκληρό ύφος και εκείνος άρχισε να γελά με ένα δαιμόνιο χαμόγελο.
«Ωωω.... κάνεις λάθος μικρή μου... όσο φέρεις το όνομα Κάλεν με αφορά ότι και αν κάνεις»
«Δεν σου ανήκω... γι’ αυτό ξεκουμπίσου από το δωμάτιο μου τώρα» του γύρισα εκνευρισμένη ουρλιάζοντας ενώ ταυτόχρονα άνοιγα την πόρτα... και πριν προλάβω να δω την κίνηση του εκείνος αμέσως ήρθε μπροστά μου έκλεισε την πόρτα και πιάνοντας με από τον λαιμό με τράβηξε στο κρεβάτι και με κάρφωσε με δύναμη πάνω του κλειδώνοντας το σώμα μου με το δικό του χωρίς να αφήνει τα χέρια του από τον λαιμό μου που έσφιγγαν απειλητικά.
«Άκου να σου πω πορνίδιο αρκετά σε ανέχτηκα...» ξεκίνησε σφίγγοντας περισσότερο τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου και εκεί που πάλευα για λίγη αναπνοή άκουσα ξαφνικά την φωνή του Έντουαρντ και έμεινα σοκαρισμένη χωρίς ανάσα να τον κοιτώ.
«Πάρε τα χέρια σου από πάνω της τώρα» ούρλιαξε και τον τράβηξε κάνοντας του μια λαβή με το χέρι του τυλίγοντας το γύρω από το λαιμό του και ο Καρλάηλ απελευθερώνοντας με γύρισε να τον αντιμετωπίσει.
«Σαν πολύ αέρα δεν πήρες εσύ;» του γύρισε εκνευρισμένα και με ένα δυνατό χαστούκι τον πέταξε μακριά του κάνοντας τον να πέσει στο πάτωμα χτυπώντας το σώμα του πάνω στο έπιπλο που ήταν κοντά στο παράθυρο κάνοντας το γυάλινο βάζο και το τασάκι που υπήρχαν απάνω να πέσουν στο πάτωμα με έναν δυνατό κρότο και την στιγμή που εκείνα συγκρούστηκαν στο πάτωμα εκσφενδονίστηκαν παντού σκίζοντας το πουκάμισο του και τραυματίζοντας την σάρκα του.
«Δεν θα σε αφήσω να την μολύνεις όπως μολύνεις και ότι άλλο πιάνει το χέρι σου» ούρλιαξε χωρίς να τα χάνει... και αμέσως σηκώθηκε απειλητικά και πάλι προς το μέρος του.
«Τολμάς να αντιτίθεσαι στον πατέρα σου για ένα πορνίδιο;» του γύρισε ο Καρλάιλ έξαλλος από θυμό αλλά ο Έντουαρντ δεν τα έχασε.
«Μακάρι όλα τα πορνίδια να της έμοιαζαν έστω και στο μικρό της δαχτυλάκι... να την αφήσεις ήσυχη... εγώ την έμπλεξα σε αυτήν την κατάσταση... αν θέλεις να τα βάλεις με κάποιον βάλ’ τα με μένα... την Μπέλα όμως δεν θα την αγγίξεις ποτέ ξανά... το κατάλαβες;»
«Τόσο καλό σεξ κάνει πια που σου έχει πάρεις τα μυαλά;»
«Πρόσεχε πως μιλάς γι’ αυτήν... η Μπέλα δεν έχει καμία σχέση με της άλλες που έρχονται κοντά μας για τα λεφτά και για το όνομα... η Μπέλα και τώρα να της το ζητήσω το διαζύγιο θα μου το δώσει... και με χωρίς αντάλλαγμα»
«Τότε ζήτα το να τελειώνουμε» του γύρισε προκαλώντας τον και ο Έντουαρντ έμεινε για λίγο να τον κοιτά αναποφάσιστος.
«θα της το ζητήσω... αν είναι να την γλυτώσω από τα νύχια σου θα το κάνω... υποσχέθηκα να μην της χαλάσω την ζωή και θα κρατήσω τον λόγο μου»
«Πολύ καλά... ααα... και ετοιμάσου να παντρευτείς την Τάνια... δεν σηκώνω άλλες αντιρρήσεις πάνω σε αυτό το θέμα... και εσύ...» γύρισε προς το μέρος μου και τον κοίταξα σοκαρισμένη χωρίς να έχω κουνηθεί σπιθαμή από το σημείο που με είχε αφήσει... «Να γυρίσεις πίσω στον γιο μου το δαχτυλίδι και μην τολμήσεις να σκεφτείς να το κρατήσεις γιατί...» πήγε να συνεχίσει αλλά ο Έντουαρντ βάζοντας το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του έβγαλε το δαχτυλίδι και το έβαλε με δύναμη μέσα στο χέρι του... ο Καρλάιλ ακινητοποιήθηκε και τον κοίταξε σοκαρισμένος.
«Μου το είχε ήδη γυρίσει πίσω» του δήλωσε ειρωνικά και συνέχισε... «Τώρα άδειασε μας την γωνιά»
«Θα σας την αδειάσω... αλλά σε προειδοποιώ ότι δεν έχω τελειώσει μαζί σου»
«Έξω» του είπε και πηγαίνοντας στην πόρτα την άνοιξε διάπλατα και περίμενε να κάνει αυτό που του ζήτησε.
«Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό μικρέ»
«Έξω» γρύλισε και μόλις ο Καρλάιλ πέρασε την πόρτα κοιτώντας τον με μια δολοφονική μάτια ο Έντουαρντ του χτύπησε την πόρτα στην μούρη και έμεινε για λίγο εκεί ακουμπώντας το μέτωπο του πάνω της παλεύοντας να ξαναβρεί τις ισορροπίες του τρίζοντας τα δόντια του με μανία.
Ήμουν τόσο σοκαρισμένη που δεν ήξερα τι να κάνω... ή πως να αντιδράσω... τον κοίταζα σαν χαζή περιμένοντας τις δικές του αντιδράσεις... Αφήνοντας την ανάσα που κρατούσε όλη αυτήν την ώρα να βγει βίαια από μέσα του... γύρισε το πρόσωπο του προς το μέρος μου και με κοίταξε με τόσο πόνο στην ματιά του που μου έκοψε την ανάσα.
«Είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία... αλλά εγώ δεν αντέδρασα... δεν ήξερα πως να αντιδράσω... προσπαθούσα σκληρά αλλά δεν μπορούσα να βρω τον δρόμο για να γυρίσω προς την επιφάνεια... και εκείνος καταλαβαίνοντας το αυτό άρχισε με αργά βήματα να έρχεται προς το μέρος μου κοιτώντας πάντα καλά καλά τις αντιδράσεις μου... δεν κουνιόμουν... δεν τόλμαγα να βλεφαρίσω... δεν ήξερα τι να κάνω.
Όταν έκατσε απαλά πάνω στο κρεβάτι με ήρεμες κινήσεις άρχισε να απομακρύνει τα μαλλιά μου από το πρόσωπο μου κοιτώντας με πάντα μέσα στα μάτια απολογητικά... δεν άντεξα άλλο... έπεσα στην αγκαλιά του και προσπάθησα να βρω την ανάσα μου... εκείνος με χάιδευε ήρεμα και παρηγορητικά ζητώντας μου ξανά και ξανά συγνώμη... Δεν έλεγχα στο κορμί μου... δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε... μέχρι που ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό άρχισε να τριβελίζει τα αυτιά μου.
«Συγνώμη» άκουσα την φωνή του ξανά μέσα στα αυτιά μου... «Δεν ξέρω τι θα γίνει... αλλά σου το ορκίζομαι... ότι θα σε απαλλάξω από μένα... θα σε απαλλάξω από μας» έλεγε και σφίγγοντας με απάνω του με άφησε να ξεσπάσω.