Κάποια στιγμή από την εξάντληση πρέπει να με πήρε ο ύπνος πάνω στην αγκαλιά του… Ξαφνικά, εκεί που κοιμόμουν ένιωσα να πνίγομαι... Ανοίγοντας τα μάτια μου και πιάνοντας τον λαιμό μου έμεινα καθιστή πάνω στο κρεβάτι προσπαθώντας μάταια να βρω ξανά την αναπνοή μου, μέχρι που κάτι άρχισε να ανεβαίνει πάνω στα πόδια μου και έντρομη κοίταξα προς τα κάτω... Από το λιγοστό φως που αχνόφεγγε από το παράθυρο είδα πολλά φίδια να είναι πάνω στα πόδια μου και απειλητικά να έρχονται καταπάνω μου... Άρχισα να ουρλιάζω χτυπώντας τα χέρια μου και τα πόδια μου ταυτόχρονα προσπαθώντας μάταια να τα διώξω από πάνω μου, αλλά όσο εγώ τα έδιωχνα τόσο εκείνα σκαρφάλωναν προς τα πάνω, μέχρι που δύο χέρια άρχισαν να με ταρακουνάνε.
«Μπέλα... Μπέλα!» άκουγα μια τρομαγμένη φωνή από μακριά αλλά εγώ δεν μπορούσα να βρω την ψυχραιμία να ανταποκριθώ... Συνέχισα να χτυπιέμαι και να ουρλιάζω αλλά εκείνα δεν σταματούσαν.
«Πάρ’ τα από πάνω μουυυυυ!» ούρλιαζα απελπισμένη και τα τραντάγματα γίνονταν πιο επιθετικά.
«Μπέλα άνοιξε τα μάτια σου... όνειρο είναι!»
«Πάρ’ τα από πάνω μουυυυυ!» ούρλιαζα χωρίς να σταματώ με δάκρυα στα μάτια και τα χέρια που με ταρακουνούσαν, τώρα κλειδώθηκαν γύρω από το κορμί μου και προσπαθούσαν με ήρεμες κινήσεις να με παρηγορήσουν και ταυτόχρονα να με επαναφέρουν στην επιφάνεια.
«Τι να πάρω από πάνω σου;» ρώτησε με αγωνία η φωνή.
«Τα φίδια! Πάρ’ τα από πάνω μου... με πνίγουνννν!» ούρλιαζα απελπισμένη και τότε τα χέρια άρχισαν πάλι να με ταρακουνάνε, αλλά με πιο ήρεμες κινήσεις...ενώ η φωνή ήρθε ξανά απελπισμένη στα αυτιά μου.
«Μπέλα σε παρακαλώ... Άνοιξε τα μάτια σου, όνειρο είναι...! Δεν υπάρχουν φίδια επάνω σου... Άνοιξε τα μάτια σου να το δεις» δεν ξέρω πώς έκανα την κίνηση... Τα μάτια μου με δική τους πρωτοβουλία ξαφνικά άνοιξαν και είδα δύο σμαραγδένιες χάντρες να με κοιτάνε με αγωνία.
«Δεν υπάρχουν φίδια...» μου είπε πάλι η φωνή πιο ήρεμα, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να απομακρύνει τα μαλλιά μου από το πρόσωπο... «Όνειρο ήταν...» συνέχισε και σιγά σιγά η συνείδηση άρχισε πάλι να επανέρχεται.
«Έντουαρντ;;;» ρώτησα χωρίς να είμαι σίγουρη και καθώς άφησε την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του με κλείδωσε στην αγκαλιά του βάζοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο στερνό του και με ήρεμες κινήσεις τρίβοντας απαλά την πλάτη μου και τα μαλλιά μου με παρηγορούσε... Η καρδιά του κόντευε να διαλύσει το στήθος του και η ανάσα του έβγαινε κοφτή.
«Όνειρο ήταν...» επαναλάμβανε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα προσπάθησα να ηρεμήσω το τρέμουλο που έκανε όλο μου το σώμα να τραντάζεται.
«Όνειρο ήταν καρδιά μου...» άκουσα μέσα από τον αναστεναγμό του να λέει και για λίγο πάγωσα... Δεν μπορεί αυτό να συνεχιστεί...όχι δεν μπορεί... Τα δάκρυά μου καυτά έβρεχαν το γυμνό του στήθος και εκείνος έπαιρνε βαθιές ανάσες για να κατευνάσει τον εαυτό του τρίζοντας τα δόντια του για να μην πει τίποτα άλλο... Το ορκίζομαι, όλο αυτό θα μας τρελάνει και τους δύο... Πώς γίνεται να βιώνουμε ακριβώς τον ίδιο πόνο και να μοιραζόμαστε τα ίδια συναισθήματα; Μπορούμε να βγούμε αλώβητοι από όλο αυτό;
“Πώς μπορείς να το ξέρεις αυτό Μπέλα, αν δεν το δοκιμάσεις...;” ήρθαν τα λόγια του ξανά στο μυαλό μου και αναστέναξα... Μπορώ να το κάνω αυτό; Γαμώ το κέρατο μου, γαμώ ρε Έντουαρντ...! Γιατί πρέπει να είσαι ένας Κάλεν;
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε ήρεμα προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρύψει την αγωνία στην φωνή του αλλά δεν με ξεγέλασε καθόλου... Αρκέστηκα να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ενώ τα χέρια μου ασυναίσθητα έσφιγγαν περισσότερο γύρω από το κορμί του... Γιατί να είσαι ένας Κάλεν;... ούρλιαζα με παράπονο μέσα μου και τα δάκρυά μου για άλλη μια φορά άρχισαν να ξεχειλίζουν χωρίς να μπορώ να τα συγκρατήσω άλλο... Είχα γίνει κομμάτια.
Το φως της μέρα σιγά σιγά έκανε την εμφάνιση του δίνοντας στο δωμάτιο την ομορφιά των χρωμάτων του ουρανού, κάνοντας το να μοιάζει με έναν ψεύτικο κόσμο... τόσο διαφορετικό... τόσο αρμονικό... τόσο εξωπραγματικό... λες και ήταν πλασμένος μόνο για μας.
Εγώ είχα πια ηρεμήσει αλλά δεν μπορούσα να αποχωριστώ αυτήν την αγκαλιά... Την είχα τόσο ανάγκη... που θα μπορούσα να παραμείνω μέσα σε αυτήν, χωρίς να κουνηθώ σπιθαμή... μέχρι τα μάτια μου να σφραγίσουν για πάντα... Αλλά η ώρα περνούσε με την ταχύτητα του φωτός και σιγά σιγά έπρεπε να κατέβω από το ροζ συννεφάκι και για άλλη μια φορά να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα.
«Πήγε 7:30.» είπε κάτω από την ανάσα του μέσα από τον αναστεναγμό του και τα χέρια του σφίχτηκαν περισσότερο επάνω μου.
«Πρέπει να φύγεις...» διαπίστωσα και άφησε ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.
«κατά τις 8 πρέπει να κατέβω για πρωινό... Είναι μια συνήθεια που έχουμε... να τρώμε όλοι μαζί πρωί πρωί για να κανονίζουμε το πρόγραμμά μας λες και δεν μπορεί να γίνει άλλη ώρα!» είπε μηδίζοντας και κατένευσα.
«Αλλά σκέφτομαι να μην πάω.» συνέχισε και σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με απορία.
«Γιατί;»
«Δεν θέλω να σε αφήσω μόνη σου.»
«Έντουαρντ... θα είμαι μια χαρά... μη χαλάς το πρόγραμμά σου για μένα.» του είπα ήρεμα και με κοίταζε στα μάτια για λίγο χωρίς να μιλά με ένα πονεμένο βλέμμα.
«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου;» ρώτησε με ελπίδα αλλά είμαι σίγουρη ότι μέσα του ήξερε πολύ καλά ήδη την απάντηση μου.
«Έντουαρντ...» ξεκίνησα διστακτικά καθώς δεν ήθελα να τον πληγώσω περισσότερο.
«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο... καταλαβαίνω... πόσα να αντέξεις πια;» είπε με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
«Ξέρεις, ώρες ώρες... νομίζω ότι το κάνεις επίτηδες!» τον κατηγόρησα και χαμογέλασε με ένα στραβό χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει.
«Τι κάνω επίτηδες;» ρώτησε πιο ζωηρά.
«Αυτό το θλιμμένο υφάκι!» γέλασε πιο πλατιά και μου φίλησε την μύτη.
«Όχι δεν το κάνω για να σε ρίξω... Πραγματικά θα μου λείψεις... αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω... είναι πολύ γεμάτη μέρα και δεν θα καταφέρω να ξεφύγω πριν τις 5 το απόγευμα.» είπε με έναν αναστεναγμό και κοίταξε πάλι την ώρα απρόθυμα.
«Θα είναι πολύ βαρετά;» ρώτησα με έναν αναστεναγμό και τότε άρχισε να παίρνει τα πάνω του... Νομίζω ότι έχει αρχίσει να βρίσκει τα κουμπιά μου και αυτό δεν είναι καλό... δεν είναι καθόλου καλό!
«Με εσένα εκεί, τίποτα δεν μπορεί να είναι βαρετό!» με πείραξε και του έδωσα μια ψεύτικη μπουνιά στον ώμο.
«Δεν σου υπόσχομαι ότι θα καταφέρω να κρατήσω το στόμα μου κλειστό αν αρχίσει ο πατέρας σου τίποτα γλυκανάλατα πάλι!» του δήλωσα και γέλασε σιγανά.
«Αν το κρατήσεις κλειστό θα αρχίσω να ανησυχώ!» είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου και αναστέναξα.
«Αν είναι έτσι, εντάξει... Νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω για άλλη μια φορά.» είπα και δάγκωσε τα χείλια του για να μην γελάσει... Μου έδωσε ένα βαθύ φιλί και με άφησε να σηκωθώ.
«Για να δούμε τι θα βάλω τώρα!» είπα φτάνοντας μπροστά στα αμέτρητα ρούχα που είχε πάνω στην τεράστια γκαρνταρόμπα και γυρίζοντας προς το μέρος του τον είδα που είχε βάλει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι το, ενώ είχε ανασηκωθεί και είχε ακουμπήσει στο κεφαλάρι... Με κοίταζε με μια λάγνα ματιά περιμένοντας να με δει να του κάνω το μοντέλο... δεν το σχολίασα.
«Συγνώμη, πάντα έτσι ψωνίζεις ρούχα εσύ;» ρώτησα ξαφνικά ενώ άρχιζα να κοιτάω τα ρούχα απελπισμένη που δεν έβρισκα τίποτα της προκοπής.
«Πώς το εννοείς το έτσι;» ρώτησε πίσω και χωρίς να τον κοιτώ συνέχισα να τα ψαχουλεύω.
«Λες στις κοπέλες των καταστημάτων... “Έχω λεφτά για πέταμα φέρτε μου ότι σας έχει μείνει στοκ να το αγοράσω”;» του απάντησα και με κόπο έκρυψε το χαμόγελο που τρεμόπαιζε στα χείλη του.
«Στοκ;» ρώτησε πάλι πίσω και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του... κοιτώντας τον με νόημα στα μάτια.
«Άντε και πες ότι είχαμε παντρευτεί πραγματικά και πες ότι είχα υιοθετήσει το στιλ που έχουν οι μπάρμπη σου... Πού ακριβώς θα μπορούσα να βάλω αυτό το φόρεμα, μου λες;... Όχι αλήθεια, πες μου! Με φαντάζεσαι μέσα σε αυτό;» τον ρώτησα καθώς του έδειχνα ένα κλασσικό φόρεμα με βουλίτσες και λίγο φραμπαλά στην φούστα... Και πάνω απ’ όλα είχε και πλισέ λεπτομέρειες... Μες την εποχή τι να πω…! Όσο για το μπούστο πραγματικά δεν ήθελα καν να το σχολιάσω ή βασικά δεν ήξερα τι να πρωτοσχολιάσω! Τη λαιμόκοψη που σχημάτιζε ένα απαλό V(βε) που ούτε η γιαγιά μου δεν θα φορούσε ή τα μεγάλα άσπρα και γελοία κουμπιά που μόνο σε κλόουν για παιδικά πάρτι θα ταίριαζαν....; Και κλείνοντας το στόμα του με το χέρι του προσπάθησε να συγκρατήσει το εαυτό του για να μην ξεσπάσει.
«Μπέλα... Μπέλα!» άκουγα μια τρομαγμένη φωνή από μακριά αλλά εγώ δεν μπορούσα να βρω την ψυχραιμία να ανταποκριθώ... Συνέχισα να χτυπιέμαι και να ουρλιάζω αλλά εκείνα δεν σταματούσαν.
«Πάρ’ τα από πάνω μουυυυυ!» ούρλιαζα απελπισμένη και τα τραντάγματα γίνονταν πιο επιθετικά.
«Μπέλα άνοιξε τα μάτια σου... όνειρο είναι!»
«Πάρ’ τα από πάνω μουυυυυ!» ούρλιαζα χωρίς να σταματώ με δάκρυα στα μάτια και τα χέρια που με ταρακουνούσαν, τώρα κλειδώθηκαν γύρω από το κορμί μου και προσπαθούσαν με ήρεμες κινήσεις να με παρηγορήσουν και ταυτόχρονα να με επαναφέρουν στην επιφάνεια.
«Τι να πάρω από πάνω σου;» ρώτησε με αγωνία η φωνή.
«Τα φίδια! Πάρ’ τα από πάνω μου... με πνίγουνννν!» ούρλιαζα απελπισμένη και τότε τα χέρια άρχισαν πάλι να με ταρακουνάνε, αλλά με πιο ήρεμες κινήσεις...ενώ η φωνή ήρθε ξανά απελπισμένη στα αυτιά μου.
«Μπέλα σε παρακαλώ... Άνοιξε τα μάτια σου, όνειρο είναι...! Δεν υπάρχουν φίδια επάνω σου... Άνοιξε τα μάτια σου να το δεις» δεν ξέρω πώς έκανα την κίνηση... Τα μάτια μου με δική τους πρωτοβουλία ξαφνικά άνοιξαν και είδα δύο σμαραγδένιες χάντρες να με κοιτάνε με αγωνία.
«Δεν υπάρχουν φίδια...» μου είπε πάλι η φωνή πιο ήρεμα, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να απομακρύνει τα μαλλιά μου από το πρόσωπο... «Όνειρο ήταν...» συνέχισε και σιγά σιγά η συνείδηση άρχισε πάλι να επανέρχεται.
«Έντουαρντ;;;» ρώτησα χωρίς να είμαι σίγουρη και καθώς άφησε την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του με κλείδωσε στην αγκαλιά του βάζοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στο στερνό του και με ήρεμες κινήσεις τρίβοντας απαλά την πλάτη μου και τα μαλλιά μου με παρηγορούσε... Η καρδιά του κόντευε να διαλύσει το στήθος του και η ανάσα του έβγαινε κοφτή.
«Όνειρο ήταν...» επαναλάμβανε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα προσπάθησα να ηρεμήσω το τρέμουλο που έκανε όλο μου το σώμα να τραντάζεται.
«Όνειρο ήταν καρδιά μου...» άκουσα μέσα από τον αναστεναγμό του να λέει και για λίγο πάγωσα... Δεν μπορεί αυτό να συνεχιστεί...όχι δεν μπορεί... Τα δάκρυά μου καυτά έβρεχαν το γυμνό του στήθος και εκείνος έπαιρνε βαθιές ανάσες για να κατευνάσει τον εαυτό του τρίζοντας τα δόντια του για να μην πει τίποτα άλλο... Το ορκίζομαι, όλο αυτό θα μας τρελάνει και τους δύο... Πώς γίνεται να βιώνουμε ακριβώς τον ίδιο πόνο και να μοιραζόμαστε τα ίδια συναισθήματα; Μπορούμε να βγούμε αλώβητοι από όλο αυτό;
“Πώς μπορείς να το ξέρεις αυτό Μπέλα, αν δεν το δοκιμάσεις...;” ήρθαν τα λόγια του ξανά στο μυαλό μου και αναστέναξα... Μπορώ να το κάνω αυτό; Γαμώ το κέρατο μου, γαμώ ρε Έντουαρντ...! Γιατί πρέπει να είσαι ένας Κάλεν;
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε ήρεμα προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρύψει την αγωνία στην φωνή του αλλά δεν με ξεγέλασε καθόλου... Αρκέστηκα να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ενώ τα χέρια μου ασυναίσθητα έσφιγγαν περισσότερο γύρω από το κορμί του... Γιατί να είσαι ένας Κάλεν;... ούρλιαζα με παράπονο μέσα μου και τα δάκρυά μου για άλλη μια φορά άρχισαν να ξεχειλίζουν χωρίς να μπορώ να τα συγκρατήσω άλλο... Είχα γίνει κομμάτια.
Το φως της μέρα σιγά σιγά έκανε την εμφάνιση του δίνοντας στο δωμάτιο την ομορφιά των χρωμάτων του ουρανού, κάνοντας το να μοιάζει με έναν ψεύτικο κόσμο... τόσο διαφορετικό... τόσο αρμονικό... τόσο εξωπραγματικό... λες και ήταν πλασμένος μόνο για μας.
Εγώ είχα πια ηρεμήσει αλλά δεν μπορούσα να αποχωριστώ αυτήν την αγκαλιά... Την είχα τόσο ανάγκη... που θα μπορούσα να παραμείνω μέσα σε αυτήν, χωρίς να κουνηθώ σπιθαμή... μέχρι τα μάτια μου να σφραγίσουν για πάντα... Αλλά η ώρα περνούσε με την ταχύτητα του φωτός και σιγά σιγά έπρεπε να κατέβω από το ροζ συννεφάκι και για άλλη μια φορά να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα.
«Πήγε 7:30.» είπε κάτω από την ανάσα του μέσα από τον αναστεναγμό του και τα χέρια του σφίχτηκαν περισσότερο επάνω μου.
«Πρέπει να φύγεις...» διαπίστωσα και άφησε ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.
«κατά τις 8 πρέπει να κατέβω για πρωινό... Είναι μια συνήθεια που έχουμε... να τρώμε όλοι μαζί πρωί πρωί για να κανονίζουμε το πρόγραμμά μας λες και δεν μπορεί να γίνει άλλη ώρα!» είπε μηδίζοντας και κατένευσα.
«Αλλά σκέφτομαι να μην πάω.» συνέχισε και σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με απορία.
«Γιατί;»
«Δεν θέλω να σε αφήσω μόνη σου.»
«Έντουαρντ... θα είμαι μια χαρά... μη χαλάς το πρόγραμμά σου για μένα.» του είπα ήρεμα και με κοίταζε στα μάτια για λίγο χωρίς να μιλά με ένα πονεμένο βλέμμα.
«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου;» ρώτησε με ελπίδα αλλά είμαι σίγουρη ότι μέσα του ήξερε πολύ καλά ήδη την απάντηση μου.
«Έντουαρντ...» ξεκίνησα διστακτικά καθώς δεν ήθελα να τον πληγώσω περισσότερο.
«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο... καταλαβαίνω... πόσα να αντέξεις πια;» είπε με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
«Ξέρεις, ώρες ώρες... νομίζω ότι το κάνεις επίτηδες!» τον κατηγόρησα και χαμογέλασε με ένα στραβό χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει.
«Τι κάνω επίτηδες;» ρώτησε πιο ζωηρά.
«Αυτό το θλιμμένο υφάκι!» γέλασε πιο πλατιά και μου φίλησε την μύτη.
«Όχι δεν το κάνω για να σε ρίξω... Πραγματικά θα μου λείψεις... αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω... είναι πολύ γεμάτη μέρα και δεν θα καταφέρω να ξεφύγω πριν τις 5 το απόγευμα.» είπε με έναν αναστεναγμό και κοίταξε πάλι την ώρα απρόθυμα.
«Θα είναι πολύ βαρετά;» ρώτησα με έναν αναστεναγμό και τότε άρχισε να παίρνει τα πάνω του... Νομίζω ότι έχει αρχίσει να βρίσκει τα κουμπιά μου και αυτό δεν είναι καλό... δεν είναι καθόλου καλό!
«Με εσένα εκεί, τίποτα δεν μπορεί να είναι βαρετό!» με πείραξε και του έδωσα μια ψεύτικη μπουνιά στον ώμο.
«Δεν σου υπόσχομαι ότι θα καταφέρω να κρατήσω το στόμα μου κλειστό αν αρχίσει ο πατέρας σου τίποτα γλυκανάλατα πάλι!» του δήλωσα και γέλασε σιγανά.
«Αν το κρατήσεις κλειστό θα αρχίσω να ανησυχώ!» είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου και αναστέναξα.
«Αν είναι έτσι, εντάξει... Νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω για άλλη μια φορά.» είπα και δάγκωσε τα χείλια του για να μην γελάσει... Μου έδωσε ένα βαθύ φιλί και με άφησε να σηκωθώ.
«Για να δούμε τι θα βάλω τώρα!» είπα φτάνοντας μπροστά στα αμέτρητα ρούχα που είχε πάνω στην τεράστια γκαρνταρόμπα και γυρίζοντας προς το μέρος του τον είδα που είχε βάλει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι το, ενώ είχε ανασηκωθεί και είχε ακουμπήσει στο κεφαλάρι... Με κοίταζε με μια λάγνα ματιά περιμένοντας να με δει να του κάνω το μοντέλο... δεν το σχολίασα.
«Συγνώμη, πάντα έτσι ψωνίζεις ρούχα εσύ;» ρώτησα ξαφνικά ενώ άρχιζα να κοιτάω τα ρούχα απελπισμένη που δεν έβρισκα τίποτα της προκοπής.
«Πώς το εννοείς το έτσι;» ρώτησε πίσω και χωρίς να τον κοιτώ συνέχισα να τα ψαχουλεύω.
«Λες στις κοπέλες των καταστημάτων... “Έχω λεφτά για πέταμα φέρτε μου ότι σας έχει μείνει στοκ να το αγοράσω”;» του απάντησα και με κόπο έκρυψε το χαμόγελο που τρεμόπαιζε στα χείλη του.
«Στοκ;» ρώτησε πάλι πίσω και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του... κοιτώντας τον με νόημα στα μάτια.
«Άντε και πες ότι είχαμε παντρευτεί πραγματικά και πες ότι είχα υιοθετήσει το στιλ που έχουν οι μπάρμπη σου... Πού ακριβώς θα μπορούσα να βάλω αυτό το φόρεμα, μου λες;... Όχι αλήθεια, πες μου! Με φαντάζεσαι μέσα σε αυτό;» τον ρώτησα καθώς του έδειχνα ένα κλασσικό φόρεμα με βουλίτσες και λίγο φραμπαλά στην φούστα... Και πάνω απ’ όλα είχε και πλισέ λεπτομέρειες... Μες την εποχή τι να πω…! Όσο για το μπούστο πραγματικά δεν ήθελα καν να το σχολιάσω ή βασικά δεν ήξερα τι να πρωτοσχολιάσω! Τη λαιμόκοψη που σχημάτιζε ένα απαλό V(βε) που ούτε η γιαγιά μου δεν θα φορούσε ή τα μεγάλα άσπρα και γελοία κουμπιά που μόνο σε κλόουν για παιδικά πάρτι θα ταίριαζαν....; Και κλείνοντας το στόμα του με το χέρι του προσπάθησε να συγκρατήσει το εαυτό του για να μην ξεσπάσει.
«Θες και χειρότερο; Σου το έχω...» συνέχισα και του έβγαλα ένα στράπλες ροζ σατέν φόρεμα που είχε από την μέση και κάτω ξεπουπουλιασμένα τούλια και διάφορα τεράστια τριαντάφυλλα να το στολίζουν...
«Εγώ και ο κήπος...! Τέλεια αρμονία... Οι μελισσούλες λείπουν να έρθουν να πιούν το νέκταρ μου!» σαρκάστηκα και πέφτοντας πάνω στο στρώμα άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια
«Εντάξει... εντάξει...» έλεγε καθώς προσπαθούσε να πάρει ανάσες για να ηρεμήσει σκουπίζοντας τα δάκρυά του... «Το παραδέχομαι, αν τα έβλεπε η Άλις σίγουρα θα μου τα έφερνε στο κεφάλι αλλά δεν ήξερα τι να κάνω!»
«Θα μπορούσες να τους πεις... μια φόρμα και ένα φόρεμα ή κουστούμι για πρωινό ντύσιμο και θα ήσουν οκ» του είπα ανάλαφρα και απηυδισμένα συνέχισα να κοιτάω την σκαρταδούρα που του είχαν στείλει.
«Πάντως καλό είναι να τα γυρίσεις πίσω... επειδή έχεις λεφτά δεν σημαίνει ότι πρέπει να σε πιάνουν και κορόιδο... Τα περισσότερα είναι να μην πω...!» συνέχισα και αφήνοντας ένα γελάκι δάγκωσε τα χείλια του κοιτώντας με πονηρά.
«Μμμ... εντάξει... αλλά με μια συμφωνία...»
«Δεν κάνω συμφωνίες μαζί σου!» του γύρισα πίσω.
«Τότε θα τα φορτωθείς θες δεν θες!» μου αντιγύρισε ξεκινώντας το παιχνίδι.
«Άντε καλά...» αναστέναξα... «Τι συμφωνία;;;»
«Να τα φορέσεις για να δούμε ποιο σου πάει και ποιο όχι για να ξέρουμε τι να γυρίσουμε πίσω...» είπε με ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα και συνέχισε... «Και όσα γυρίσεις πίσω... να τα αντικαταστήσεις με άλλα που είναι του γούστου σου.» και τον κοίταξα ανασηκώνοντας το φρύδι μου.
«Νόμιζα ότι στις 8 θα έπρεπε να ήσουν στην τραπεζαρία» του χτύπησα και ερχόμενος κοντά μου με τράβηξε και με έβαλε να κάτσω στα πόδια του.
«Μακάρι να μπορούσα να το αποφύγω, αλλά δεν μπορώ... Όμως θέλω να τα αντικαταστήσεις με ό,τι εσένα σου αρέσει.» είπε σοβαρός και με έναν αναστεναγμό του χάιδεψα ήρεμα τα μαλλιά.
«Αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα;» τον ρώτησα και με μια ανακουφιστική ανάσα μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί για επιβεβαίωση.
«Μάλλον ναι...» απάντησα εγώ για εκείνον και πήγα να σηκωθώ... «Έλα γιατί έτσι όπως το πάμε δεν βλέπω να κατεβαίνουμε κάτω» του είπα και με άφησε ενώ σηκωνόταν για να έρθει κοντά μου κοιτώντας και ο ίδιος τα ρούχα όπως έκανα εγώ πριν.
«Μμμ.. έχεις δίκιο... Τα περισσότερα είναι άστα να πάνε... αλλά αυτό...» είπε και παίρνοντας στο χέρι του ένα υπέροχο δαντελωτό σέξι ολόσωμο μαύρο εσώρουχο που έφτανε λίγο κάτω από τους γλουτούς καλύπτοντας μόνο τα απαραίτητα....
«Νομίζω ότι είναι καλό να το κρατήσουμε...» πέρασα την γλώσσα μου από τα χείλια μου και δαγκώνοντάς τα με μανία κρατήθηκα με νύχια και με δόντια για να μην γελάσω.
«Έντουαρνττττ...» είπα απηυδισμένα.
«Τι;» ρώτησε και καλά αθώα.
«Με φαντάζεσαι να εμφανιστώ μπροστά στον πατέρα σου έτσι;;;» τον πείραξα και κοιτώντας το ταβάνι γέλαγε κουνώντας το κεφάλι του... «Ρούχα χρειάζομαι για να κατέβω κάτω, όχι εσώρουχα!» συνέχισα με μια παιδιάστικη γκριμάτσα και κοιτώντας με μέ μια λάγνα ματιά με άρπαξε στην αγκαλιά του και άρχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος που ξέχασα πώς αναπνέουν.
«Α... και να μην το ξεχάσω!» ψιθύρισε μέσα στο αυτί μου δαγκώνοντάς το με αυστηρή φωνή... «Να πεις στις μελισσούλες, να μην τολμήσουν να σε πλησιάσουν γιατί θα τις καθαρίσω μία-μία... Να τις πεις ότι το νέκταρ σου είναι όλο δικό μου... και δεν είμαι από τους ανθρώπους που μοιράζονται... το κατάλαβες;»
«Γίνεσαι λίγο κτητικός ή είναι ιδέα μου;» τον πείραξα και βάζοντας τα χείλια του πάνω στον λαιμό μου άρχισε να τον φιλάει με ένα βαθύ και ρουφηχτό φιλί και αμέσως όλο μου το σώμα αναρίγησε και ένα αγκομαχητό βγήκε από τα χείλη μου.
«Είναι... όλο... δικό μου!» τόνισε χωρίς να δέχεται αντίρρηση και δίνοντάς μου άλλο ένα πεταχτό φιλί στα χείλια με άφησε για να πάει να ετοιμαστεί γιατί έτσι όπως το πηγαίναμε δεν μας έβλεπα να πηγαίνουμε πουθενά.
Κατεβαίνοντας στην τραπεζαρία όλα τα βλέμματα γύρισαν αυτόματα απάνω μας. Ο Έντουαρντ μου έτριψε απαλά τον ώμο παρηγορητικά και εγώ γυρίζοντας προς το μέρος του, του χάρισα ένα πλατύ χαμόγελο για να του δείξω ότι όλα είναι καλά.
Μέσα στα βλέμματα των δικών του υπήρχε η ίδια απορία, αλλά το βλέμμα του Καρλάηλ ήταν όλα τα λεφτά... Μα τω Θεώ, ήθελα τόσο πολύ εκείνην την στιγμή να βγάλω το κινητό μου και να απαθανατίσω τη φάτσα του για να την έχω να γελάω, αλλά κρατήθηκα και μόλις ο Έντουαρντ μου κράτησε την καρέκλα για να κάτσω γύρισα την ματιά μου προς το τραπέζι και έκατσα με άνεση αφού πρώτα τους είχαμε και οι δύο καλημερίσει. Κανείς δεν ανταπέδωσε αυτήν την καλημέρα... Ολονών τα βλέμματα τώρα είχαν στραφεί προς τον Καρλάηλ... Τον κοιτάζανε με μια ανήσυχη ματιά περιμένοντας υπομονετικά το ξέσπασμά του που φυσικά δεν άργησε να έρθει.
«Μπορεί κάποιος να μου πει τι διάολο γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε με τραχιά φωνή μέσα από τα δόντια του σιγανά για να μη μας ακούσουν και γίνουμε πάλι ρεζίλι, κοιτώντας μας με μια δολοφονική ματιά.
«Ηρέμησε πατέρα... ένα πρωινό ήρθαμε να πάρουμε... γιατί το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα;» τον ρώτησε ο Έντουαρντ και ο Καρλάηλ περίμενε υπομονετικά τα γκαρσόνια που σέρβιραν το πρωινό μας να ξεμακρύνουν πριν συνεχίσει.
«Υποτίθεται ότι είχαμε συμφωνήσει να το κρατήσουμε κρυφό όλο αυτό το φιάσκο και όχι να το βγάλουμε σε κοινή θέα!» του γύρισε πίσω χωρίς να αλλάζει ύφος και προλαβαίνοντας τον Έντουαρντ απάντησα εγώ.
«Βλέπεις κανείς από τους δύο να φοράει βέρα;» τον προκάλεσα με μια απάθεια που έκανε όλο το πρόσωπό του να κοκκινίσει από το κακό του, ενώ παίρνοντας την πορτοκαλάδα μου στο χέρι απόλαυσα μια γερή γουλιά...
Ο Έντουαρντ από δίπλα μου κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μην γελάσει, ενώ οι υπόλοιποι παρεβρισκόμενοι ήμουν σίγουρη ότι μέσα τους θα έλεγαν... “Ωχ... άρχισαν πάλι... Γιατί δεν βάζει κάποιος σε αυτήν την κοπέλα ένα φίμωτρο επιτέλους να τελειώνουμε;;;” και άλλα τέτοια καλούδια που μου αναπτέρωναν το ηθικό και με έκαναν να παίρνω τα πάνω μου περισσότερο.
«Το γυρίσαμε και στον ενικό τώρα;» με ειρωνεύτηκε πίσω και στριφογύρισα τα μάτια μου... Χριστέ μου είναι τόσο ίδιοι ώρες ώρες!
«Ναι ξέχασα πρέπει να χρησιμοποιούμε και τον πληθυντικό αηδίας... στα μούτρα σας!» ανασήκωσε το φρύδι του φανερά ξαφνιασμένος όπως είχε κάνει και ο Έντουαρντ όταν του το είχα πετάξει και χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια που είχα πει και τότε, συνέχισα με πιο ψιλή κελαριστή φωνούλα πεταρίζοντας τα μάτια μου.
«Ωωω... κύριε Κάλεν... χίλια συγνώμη για την αυθάδειά μου...» και συνέχισα πιο σκληρά χωρίς να τον υπολογίζω... «Αλλά ειλικρινά μετά από όλα αυτά περιμένετε να με δείτε σαν κανένα ζώο που θα σκύψει το κεφάλι και θα φάει ό,τι του πασάρετε;;»
«Είσαι πάντα τόσο αυθάδεις με όλα σου τα αφεντικά;» έσκυψα προς το μέρος του Έντουαρντ και του ψιθύρισα στο αυτί...
«Όλοι οι Κάλεν έχετε την ίδια κασέτα;;;» ειρωνεύτηκα και ο Έντουαρντ δεν άντεξε άλλο και παίρνοντας την πετσέτα από τα πόδια του άρχισε να γελάει δυνατά φτύνοντας όπως-όπως την μπουκιά του μέσα σε αυτήν για να μην πνιγεί... Ο Καρλάηλ δε, ήταν έτοιμος να μου χιμήξει αλλά τι μπορούσε να κάνει μπροστά στα άγρυπνα βλέμματα τον γύρω μας που μας παρακολουθούσαν διακριτικά με μεγάλο ενδιαφέρον; Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα πιο ήρεμα.
«Ακούστε κύριε Κάλεν... ήρθαμε να φάμε σαν άνθρωποι ένα πρωινό με την ησυχία μας... Μην το κάνετε τόσο μεγάλο θέμα... ένα πρωινό είναι και τίποτα παραπάνω... Ας ρίξουμε λίγο τους τόνους και ας το αφήσουμε να πάει από εκεί που ήρθε... Από αύριο και πάλι ο καθένας θα γυρίσει στην καθημερινότητά του και θα λήξει εδώ το θέμα... Ααα... και μην ξεχάσω...! Δεν είσαστε πλέον το αφεντικό μου και όσο για την απάντηση είμαι... ναι, είμαι αλλά μόνο με όσους το αξίζουν!» κατέληξα και εκείνος για λίγο έμεινε να μαζεύει τις σκέψεις του πιο ήρεμα για να μην ξεσπάσει νέος πόλεμος... αλλά όταν συνέχισε είχε την ίδια τραχιά φωνή.
«Δηλαδή θα μας κάνεις την χάρη να μας αδειάσεις την γωνιά;» ρώτησε ειρωνικά με δυσπιστία.
«Θα το είχα κάνει ήδη αν δεν είχα πρόβλημα με την ταυτότητα και το διαβατήριό μου!» του επιβεβαίωσα και με κοίταξε σοκαρισμένος... Κοίταξε για λίγο τον Έντουαρντ και πριν τον ρωτήσει ο Έντουαρντ του το επιβεβαίωσε.
«Ναι, λέει την αλήθεια.»
«Μάλιστα...» είπε τότε εκείνος και ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα το σκέφτηκε καλύτερα... «Τότε ας το υποστούμε για μια τελευταία φορά!» συνέχισε κυνικά και κάνοντάς του μια ειρωνική γκριμάτσα γύρισα στο πιάτο μου και δεν τους έδωσα ξανά άλλη σημασία.
Όλοι φαινομενικά γύρισαν στην καθημερινότητά τους και έπρατταν όπως θα έκαναν φαντάζομαι και κάθε μέρα, τρώγοντας και μιλώντας για τις δουλειές τους, ενώ οι γυναίκες του τραπεζιού λέγανε για τις καθημερινές τους ασχολίες: μαγαζιά... μανικιούρ πεντικιούρ...! Δεν άντεξα άλλο... πραγματικά ήθελα να ουρλιάξω...! Αυτό το τραπέζι απλά δεν υπήρχε...! Με μια βαριεστημένη κίνηση πήρα την τσάντα μου στα χέρια μου και αφού έβγαλα το κινητό μου άρχισα να ψάχνω στις λίστες τον τραγουδιών μου κάποιο ξεσηκωτικό πακέτο τραγουδιών μπας και ηρεμήσω λίγο.
Αφού βρήκα κάτι που να μου αρέσει, έβαλα τα ακουστικά στ’ αυτιά μου και αφού πάτησα το play έβαλα ξανά την τσάντα μου πάνω στο τραπέζι και από πάνω το κινητό μου και συνέχισα να τρώω ενώ κουνιόμουν ασυναίσθητα στον ρυθμό της μουσικής αγνοώντας όλους τους άλλους. Ο Έντουαρντ μου έριξε μόνο μια ματιά και αφού χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του, γύρισε πάλι τη ματιά του προς τον πατέρα του που τον κάλεσε για να απαιτήσει την προσοχή του και εγώ συνέχισα να απολαμβάνω το πρωινό μου μακριά από όλους και από όλα, σαν να ήμουν μόνη μου αγνοώντας όλους τους άλλους.
«Έντουαρνττττ...» είπα απηυδισμένα.
«Τι;» ρώτησε και καλά αθώα.
«Με φαντάζεσαι να εμφανιστώ μπροστά στον πατέρα σου έτσι;;;» τον πείραξα και κοιτώντας το ταβάνι γέλαγε κουνώντας το κεφάλι του... «Ρούχα χρειάζομαι για να κατέβω κάτω, όχι εσώρουχα!» συνέχισα με μια παιδιάστικη γκριμάτσα και κοιτώντας με μέ μια λάγνα ματιά με άρπαξε στην αγκαλιά του και άρχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος που ξέχασα πώς αναπνέουν.
«Α... και να μην το ξεχάσω!» ψιθύρισε μέσα στο αυτί μου δαγκώνοντάς το με αυστηρή φωνή... «Να πεις στις μελισσούλες, να μην τολμήσουν να σε πλησιάσουν γιατί θα τις καθαρίσω μία-μία... Να τις πεις ότι το νέκταρ σου είναι όλο δικό μου... και δεν είμαι από τους ανθρώπους που μοιράζονται... το κατάλαβες;»
«Γίνεσαι λίγο κτητικός ή είναι ιδέα μου;» τον πείραξα και βάζοντας τα χείλια του πάνω στον λαιμό μου άρχισε να τον φιλάει με ένα βαθύ και ρουφηχτό φιλί και αμέσως όλο μου το σώμα αναρίγησε και ένα αγκομαχητό βγήκε από τα χείλη μου.
«Είναι... όλο... δικό μου!» τόνισε χωρίς να δέχεται αντίρρηση και δίνοντάς μου άλλο ένα πεταχτό φιλί στα χείλια με άφησε για να πάει να ετοιμαστεί γιατί έτσι όπως το πηγαίναμε δεν μας έβλεπα να πηγαίνουμε πουθενά.
Κατεβαίνοντας στην τραπεζαρία όλα τα βλέμματα γύρισαν αυτόματα απάνω μας. Ο Έντουαρντ μου έτριψε απαλά τον ώμο παρηγορητικά και εγώ γυρίζοντας προς το μέρος του, του χάρισα ένα πλατύ χαμόγελο για να του δείξω ότι όλα είναι καλά.
Μέσα στα βλέμματα των δικών του υπήρχε η ίδια απορία, αλλά το βλέμμα του Καρλάηλ ήταν όλα τα λεφτά... Μα τω Θεώ, ήθελα τόσο πολύ εκείνην την στιγμή να βγάλω το κινητό μου και να απαθανατίσω τη φάτσα του για να την έχω να γελάω, αλλά κρατήθηκα και μόλις ο Έντουαρντ μου κράτησε την καρέκλα για να κάτσω γύρισα την ματιά μου προς το τραπέζι και έκατσα με άνεση αφού πρώτα τους είχαμε και οι δύο καλημερίσει. Κανείς δεν ανταπέδωσε αυτήν την καλημέρα... Ολονών τα βλέμματα τώρα είχαν στραφεί προς τον Καρλάηλ... Τον κοιτάζανε με μια ανήσυχη ματιά περιμένοντας υπομονετικά το ξέσπασμά του που φυσικά δεν άργησε να έρθει.
«Μπορεί κάποιος να μου πει τι διάολο γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε με τραχιά φωνή μέσα από τα δόντια του σιγανά για να μη μας ακούσουν και γίνουμε πάλι ρεζίλι, κοιτώντας μας με μια δολοφονική ματιά.
«Ηρέμησε πατέρα... ένα πρωινό ήρθαμε να πάρουμε... γιατί το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα;» τον ρώτησε ο Έντουαρντ και ο Καρλάηλ περίμενε υπομονετικά τα γκαρσόνια που σέρβιραν το πρωινό μας να ξεμακρύνουν πριν συνεχίσει.
«Υποτίθεται ότι είχαμε συμφωνήσει να το κρατήσουμε κρυφό όλο αυτό το φιάσκο και όχι να το βγάλουμε σε κοινή θέα!» του γύρισε πίσω χωρίς να αλλάζει ύφος και προλαβαίνοντας τον Έντουαρντ απάντησα εγώ.
«Βλέπεις κανείς από τους δύο να φοράει βέρα;» τον προκάλεσα με μια απάθεια που έκανε όλο το πρόσωπό του να κοκκινίσει από το κακό του, ενώ παίρνοντας την πορτοκαλάδα μου στο χέρι απόλαυσα μια γερή γουλιά...
Ο Έντουαρντ από δίπλα μου κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μην γελάσει, ενώ οι υπόλοιποι παρεβρισκόμενοι ήμουν σίγουρη ότι μέσα τους θα έλεγαν... “Ωχ... άρχισαν πάλι... Γιατί δεν βάζει κάποιος σε αυτήν την κοπέλα ένα φίμωτρο επιτέλους να τελειώνουμε;;;” και άλλα τέτοια καλούδια που μου αναπτέρωναν το ηθικό και με έκαναν να παίρνω τα πάνω μου περισσότερο.
«Το γυρίσαμε και στον ενικό τώρα;» με ειρωνεύτηκε πίσω και στριφογύρισα τα μάτια μου... Χριστέ μου είναι τόσο ίδιοι ώρες ώρες!
«Ναι ξέχασα πρέπει να χρησιμοποιούμε και τον πληθυντικό αηδίας... στα μούτρα σας!» ανασήκωσε το φρύδι του φανερά ξαφνιασμένος όπως είχε κάνει και ο Έντουαρντ όταν του το είχα πετάξει και χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια που είχα πει και τότε, συνέχισα με πιο ψιλή κελαριστή φωνούλα πεταρίζοντας τα μάτια μου.
«Ωωω... κύριε Κάλεν... χίλια συγνώμη για την αυθάδειά μου...» και συνέχισα πιο σκληρά χωρίς να τον υπολογίζω... «Αλλά ειλικρινά μετά από όλα αυτά περιμένετε να με δείτε σαν κανένα ζώο που θα σκύψει το κεφάλι και θα φάει ό,τι του πασάρετε;;»
«Είσαι πάντα τόσο αυθάδεις με όλα σου τα αφεντικά;» έσκυψα προς το μέρος του Έντουαρντ και του ψιθύρισα στο αυτί...
«Όλοι οι Κάλεν έχετε την ίδια κασέτα;;;» ειρωνεύτηκα και ο Έντουαρντ δεν άντεξε άλλο και παίρνοντας την πετσέτα από τα πόδια του άρχισε να γελάει δυνατά φτύνοντας όπως-όπως την μπουκιά του μέσα σε αυτήν για να μην πνιγεί... Ο Καρλάηλ δε, ήταν έτοιμος να μου χιμήξει αλλά τι μπορούσε να κάνει μπροστά στα άγρυπνα βλέμματα τον γύρω μας που μας παρακολουθούσαν διακριτικά με μεγάλο ενδιαφέρον; Πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα πιο ήρεμα.
«Ακούστε κύριε Κάλεν... ήρθαμε να φάμε σαν άνθρωποι ένα πρωινό με την ησυχία μας... Μην το κάνετε τόσο μεγάλο θέμα... ένα πρωινό είναι και τίποτα παραπάνω... Ας ρίξουμε λίγο τους τόνους και ας το αφήσουμε να πάει από εκεί που ήρθε... Από αύριο και πάλι ο καθένας θα γυρίσει στην καθημερινότητά του και θα λήξει εδώ το θέμα... Ααα... και μην ξεχάσω...! Δεν είσαστε πλέον το αφεντικό μου και όσο για την απάντηση είμαι... ναι, είμαι αλλά μόνο με όσους το αξίζουν!» κατέληξα και εκείνος για λίγο έμεινε να μαζεύει τις σκέψεις του πιο ήρεμα για να μην ξεσπάσει νέος πόλεμος... αλλά όταν συνέχισε είχε την ίδια τραχιά φωνή.
«Δηλαδή θα μας κάνεις την χάρη να μας αδειάσεις την γωνιά;» ρώτησε ειρωνικά με δυσπιστία.
«Θα το είχα κάνει ήδη αν δεν είχα πρόβλημα με την ταυτότητα και το διαβατήριό μου!» του επιβεβαίωσα και με κοίταξε σοκαρισμένος... Κοίταξε για λίγο τον Έντουαρντ και πριν τον ρωτήσει ο Έντουαρντ του το επιβεβαίωσε.
«Ναι, λέει την αλήθεια.»
«Μάλιστα...» είπε τότε εκείνος και ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα το σκέφτηκε καλύτερα... «Τότε ας το υποστούμε για μια τελευταία φορά!» συνέχισε κυνικά και κάνοντάς του μια ειρωνική γκριμάτσα γύρισα στο πιάτο μου και δεν τους έδωσα ξανά άλλη σημασία.
Όλοι φαινομενικά γύρισαν στην καθημερινότητά τους και έπρατταν όπως θα έκαναν φαντάζομαι και κάθε μέρα, τρώγοντας και μιλώντας για τις δουλειές τους, ενώ οι γυναίκες του τραπεζιού λέγανε για τις καθημερινές τους ασχολίες: μαγαζιά... μανικιούρ πεντικιούρ...! Δεν άντεξα άλλο... πραγματικά ήθελα να ουρλιάξω...! Αυτό το τραπέζι απλά δεν υπήρχε...! Με μια βαριεστημένη κίνηση πήρα την τσάντα μου στα χέρια μου και αφού έβγαλα το κινητό μου άρχισα να ψάχνω στις λίστες τον τραγουδιών μου κάποιο ξεσηκωτικό πακέτο τραγουδιών μπας και ηρεμήσω λίγο.
Αφού βρήκα κάτι που να μου αρέσει, έβαλα τα ακουστικά στ’ αυτιά μου και αφού πάτησα το play έβαλα ξανά την τσάντα μου πάνω στο τραπέζι και από πάνω το κινητό μου και συνέχισα να τρώω ενώ κουνιόμουν ασυναίσθητα στον ρυθμό της μουσικής αγνοώντας όλους τους άλλους. Ο Έντουαρντ μου έριξε μόνο μια ματιά και αφού χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του, γύρισε πάλι τη ματιά του προς τον πατέρα του που τον κάλεσε για να απαιτήσει την προσοχή του και εγώ συνέχισα να απολαμβάνω το πρωινό μου μακριά από όλους και από όλα, σαν να ήμουν μόνη μου αγνοώντας όλους τους άλλους.