Στην
υπόλοιπη πτήση δεν ξανασυναντηθήκαμε. Είχε κλειστεί μέσα στο δωμάτιό του και
βγήκε λίγο πριν προσγειωθούμε, τελείως αλλαγμένος… Τί στο καλό συμβαίνει με
αυτόν τον άνθρωπο...; Από τη μια στιγμή στην άλλη παθαίνει μετάλλαξη!
Για άλλη μια
φορά ήταν ο Έντουαρντ που πάντα γνώριζα, ντυμένος με ένα σκούρο κουστούμι, με
άσπρο πουκάμισο και χρωματιστή γραβάτα... Πιο εντυπωσιακός από ποτέ με την
ματιά του ήρεμη και σοβαρή για το υπόλοιπο της πτήσης μέχρι να προσγειωθούμε...
Τακτοποιούσε κάτι έγγραφα και δεν μου έδινε καθόλου σημασία... Πόσο περισσότερο
μπορεί να με εκνευρίσει αυτός ο άνθρωπος;;;
Μόλις
προσγειωθήκαμε, περίμενα βάση πρωτοκόλλου να φύγει... Εκείνος περνώντας από
δίπλα μου, μου πέταξε ένα μισοχαμόγελο και άρχισε να κατεβαίνει την σκάλα με
έναν αέρα που μου έκοψε τα ύπατα... Μπάσταρδε... από μένα θα την βρεις... αυτό
σου το εγγυώμαι!
Αφού μπήκε
μέσα στην λιμουζίνα του και το αυτοκίνητο ξεκίνησε, γύρισα στον προσωπικό μου
χώρο, άλλαξα και παίρνοντας την βαλίτσα μου στο χέρι άρχισα να κατεβαίνω την
σκάλα εντελώς εξουθενωμένη. Πέρασα τον απαραίτητο έλεγχο και πριν βγω από την
έξοδο του αεροδρομίου άκουσα μια φωνή πίσω μου να φωνάζει το όνομα μου κι έτσι
γύρισα με απορία για να δω ποιος με φώναζε.
«Δεσποινίς
Σουαν!» φώναζε ξέπνοη από το τρέξιμο μια μικροκαμωμένη κοπέλα, που την έβλεπα
πρώτη φορά.
«Ναι;»
«Είσαστε η
δεσποινίς Σουαν;» ρώτησε για επιβεβαίωση και της ένευσα.
«Σας ζητάνε
στον έλεγχο.»
«Ποιος με
ζητάει;» ρώτησα με περιέργεια και η απάντησή της με έστειλε αδιάβαστη.
«Εκ μέρους
του κύριου Καλεν!» Τί στο διάολο θέλει πάλι;, σκέφτηκα εφόσον το μυαλό μου πήγε
στον Έντουαρντ, αλλά για να μην δώσω άλλα δικαιώματα στο προσωπικό εδάφους, την
ακολούθησα μηχανικά.
Όταν έφτασα
στον έλεγχο είδα τον σεκιούριτι του κυρίου Καρλάηλ και τότε κατάλαβα ότι τα
πράγματα δεν ήταν καλά... Φτουυυυ! Πτήση στην πτήση;;; Πόσο πιο στραβά θα πάει
αυτή η μέρα;, αναλογίστηκα.
«Καλημέρα
Ζανό... Τι συμβαίνει;;;»
«Ο κύριος
Κάλεν θέλει να γυρίσεις στο Τζετ... Σε λίγο θα ξεκινήσουν για Λας Βέγγας.»
«Τώρα μόλις
γυρίσαμε από Παρίσι!» γκρίνιαξα εγώ εξουθενωμένα και εκείνος με κοίταξε με
αυστηρό ύφος. «Τέλος πάντων, πάμε...» είπα και σέρνοντας την βαλίτσα μου
ξεκίνησα για το Τζετ.
Φτάνοντας εκεί,
θυμήθηκα ότι όχι μόνο δεν φόραγα την στολή μου αλλά και ότι ήταν πολύ αργά για
να κάνω κάτι γι αυτό... Σίγουρα θα μου την έλεγε ο κύριος Κάλεν, αλλά τι άλλο
μπορούσα να κάνω τώρα...; Πράγματι, με το που ανέβηκα στο Τζετ ήταν το πρώτο
που παρατήρησε.
«Δεν έχεις
στολή εσύ;» ρώτησε αυστηρά με ένα αγριεμένο βλέμμα και έσπευσα να το σώσω.
«Με
συγχωρείτε κύριε Κάλεν... δεν πρόλαβα να αλλάξω... να σας φέρω κάτι πριν πάω να
ετοιμαστώ;»
«Φέρε μου
έναν καφέ.» απάντησε κοφτά.
«Μάλιστα
κύριε.» είπα αμέσως και έτρεξα προς την κουζίνα. Άφησα τη βαλίτσα μου στην
άκρη, ετοίμασα την καφετιέρα και περίμενα μέχρι να γίνει ο καφές για να του τον
σερβίρω.
Γυρίζοντας
στο σαλονάκι για να πάω τον καφέ στον κύριο Κάλεν, ο Έντουαρντ εκείνη την ώρα
έμπαινε ξανά στο Τζετ σε έξαλλη κατάσταση και από τα νεύρα του έπεσε σχεδόν
επάνω μου. αλλά Ευτυχώς πρόλαβα γρήγορα να γυρίσω τον δίσκο προς την άλλη
πλευρά, πριν χυθεί όλος ο καφές απάνω του.
«Πρόσεχε
λίγο!» μου πέταξε νευριασμένα την ώρα που ο δίσκος έπεσε στο πάτωμα με έναν εκκωφαντικό
ήχο. και Κοίταξα στο πάτωμα αποφεύγοντας την ματιά του για να μην πω τίποτα
πάνω στα νεύρα μου, ξεφυσώντας.
«Συγνώμη.»
είπα μέσα από τα δόντια μου ψιθυριστά και πέφτοντας στα γόνατα άρχισα να μαζεύω
τα σπασμένα.
«Τι να την
κάνω την συγνώμη σου...; Χάλια με έκανες!» κράτησα την ανάσα μου τρίζοντας τα
δόντια μου και συνεχίζοντας να μαζεύω τα σπασμένα δεν του έδωσα άλλη σημασία.
«Τι θα γίνει
με εκείνον τον καφέ;» πετάχτηκε ο πατέρας του λες και δεν είχε δει τι μόλις
είχε συμβεί και ήμουν στο τσακ να τους στείλω στον διάολο και ακόμα παραπέρα
και τους δύο μπας και με αφήσουν στην ησυχία μου, αλλά παίρνοντας μια ανάσα
κρατήθηκα και βάζοντας το επαγγελματικό μου χαμόγελο σηκώθηκα με τα σπασμένα
γυαλιά μαζεμένα στον δίσκο και τον κοίταξα ευγενικά.
«Έρχεται
αμέσως κύριε.»
«Κάν' τους
δυο!» πετάχτηκε και η μικρή τσουτσού την στιγμή που κάθισε απέναντι από τον
πατέρα του και τρίζοντας για άλλη μια φορά τα δόντια μου πήρα μια βαθιά ανάσα
και συνέχισα.
«Αμέσως
κύριε.» είπα με την επαγγελματική μου φωνή και γύρισα στην κουζίνα για να
ετοιμάσω τους καφέδες τους.
Αφού τους
σέρβιρα και μάζεψα και τα υπόλοιπα από το πάτωμα, επιτέλους πήγα στον προσωπικό
μου χώρο για να αλλάξω, αλλά όπως λέει και η παροιμία... «η καλή μέρα από το
πρωί φαίνεται»!... Και η δική μου μόνο καλή δεν ήταν! Ουφφφφ...!
Σε όλο το
ταξίδι η ένταση μεταξύ του Έντουαρντ και του πατέρα του ήταν τόσο μεγάλη που
όσο και διακριτική και να ήμουν, αυτό δεν έφτανε για να μην ακούω τους
διαπληκτισμούς τους... και απ' όσο κατάλαβα, ο λόγος αυτών των διαπληκτισμών
ήταν το ταξίδι του Έντουαρντ στο Παρίσι... Γι αυτό ο κακομοίρης έπαθε κρίση...,
σκέφτηκα και μέσα μου ένιωσα έναν πόνο να με διαπερνά.
Ποτέ δεν
είχε τύχει ξανά να ταξιδέψω και με τους δύο τους ταυτόχρονα και τώρα που συνέβη
αυτό, ευχόμουν να μην είχα δεχθεί ποτέ αυτήν την δουλειά! Ο Εντουαρντ μπροστά
στον πατέρα του ήταν ακόμα πιο χειρότερος από όσο τον είχα συνηθίσει. Ο πατέρας
του πάλι ήταν όπως πάντα ο ίδιος στενόμυαλος, ξεροκέφαλος, δερβέναγας που κάθε
φορά που τον κοίταζα, μου γύριζαν τα άντερα ανάποδα! Κατά μάνα κατά κύρη δεν
λένε; Πώς μετά ο Έντουαρντ να μην έχει τέτοια απαράδεκτη συμπεριφορά...; Ούφφφφ
και ξανά ουφφφφ...! Πότε θα τα βροντήξω και θα φύγω ιδέα δεν έχω! Και γιατί δεν
το κάνεις;;;...ρώτησε μια φωνούλα μέσα μου και έμεινα να κοιτώ έξω από το
παράθυρο το κενό... Έλα μου ντε...! της απάντησα και αναστέναξα τρίβοντας τον
σβέρκο μου κουρασμένα.
«Μη σε δει
έτσι...» ψιθύρισε μια φωνή πίσω μου και αναπήδησα από το ξάφνιασμα κλείνοντας
το στόμα μου,πριν αφήσω την στριγκλιά μου να βγει από μέσα μου. «Συγνώμη, δεν
ήθελα να σε ξαφνιάσω...» απολογήθηκε πάλι με ψιθυριστή φωνή πίσω μου ο
Έντουαρντ και γύρισα αργά την ματιά μου προς το μέρος του με απορία. Καθάρισε
την φωνή του και συνέχισε... «Δεν ακούς το κουδούνι; Μια ώρα το χτυπάω!» είπε
με έξαλλη φωνή και με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο μου έκλεισε το μάτι για να
καταλάβω ότι δεν το εννοούσε... Τι στο καλό;... Δεν πάει καλά ο άνθρωπος,
πρέπει να τον δει τρελογιατρός επειγόντως!
Είχα παγώσει
στην θέση μου κοιτάζοντάς τον σοκαρισμένη χωρίς να ξέρω τι να κάνω... Πώς στο
καλό πάντα κατάφερνε αυτός ο άνθρωπος να με κάνει να ξεχνάω την θέση μου, ποτέ
δεν το κατάλαβα! Με σκούντησε για να ξυπνήσω και κλείνοντας τα μάτια μου για να
ξαναβρώ την επαφή μου με το περιβάλλον, κούνησα το κεφάλι μου καθώς μιλούσα.
«Εεε...
συγνώμη με θέλατε κάτι;» έσκυψε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε στο αυτί.
«Όχι αλλά
έπρεπε να πω κάτι... Μη σε δει έτσι... Είναι ικανός να σε απολύσει.» σήκωσε την
ματιά του και πάλι σε μένα και τότε πήρα τα πάνω μου.
«Αμήν
Παναγιά μου και πότε...! Μπας και γλιτώσω από σας!» του αντιγύρισα ψιθυριστά
ενώ σταυροκοπιόμουν και μέσα στην ματιά του είδα ένα ξάφνιασμα να περνάει, αλλά
αμέσως το μάζεψε και γύρισε στην προηγούμενή του κατάσταση.
«Ο καφές μου
τελείωσε. Να φροντίσεις να τον ανανεώσεις!» είπε με σκληρή φωνή και
εξαφανίστηκε... Σίγουρα χρειάζεται έναν τρελογιατρό επειγόντως! Δεν πάει
καλά...καθόλου καλά!
Όταν
προσγειωθήκαμε στο Λας Βέγκας, τους περίμενα στην πόρτα μέχρι να κατέβουν και
μόλις μπήκανε στην λιμουζίνα τους έτρεξα να πάρω την βαλίτσα μου για να πάω στο
ξενοδοχείο και να ξεκουράσω για λίγο το κορμί μου. Είχα εξουθενωθεί σε τέτοιο
σημείο που δεν ένιωθα ούτε καν τα πόδια μου. Όμως πλησιάζοντας στην πόρτα είδα
τον Ντάνιελ, να με περιμένει.
«Ντανιέλ...;
Πώς και είσαι ακόμα εδώ;»
«Εσένα
περίμενα.»
«Εμένα
γιατί;»
«Για να σε
ενημερώσω ότι στις 8 το απόγευμα πετάμε για Ζυρίχη.»
«Τι;»
αναφώνησα ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια μου.
«Το μεγάλο
αφεντικό θέλει να είναι όλα έτοιμα...» είπε με έναν πόνο στην ματιά του που
δήλωνε το πόσο και ο ίδιος ήταν κουρασμένος και έριξα το κεφάλι μου πάνω στον
ώμο του βαριά.
«Δεν το
πιστεύω... δεν αντέχω άλλο... νιώθω ότι εδώ μέσα θα αφήσω τα κοκαλάκια μου!»
παραπονέθηκα.
«Πόσο σε
καταλαβαίνω...» μου είπε μέσα από τον αναστεναγμό του τρίβοντας την πλάτη μου
παρηγορητικά...
Κάποιος
καθάρισε την φωνή του και οι δύο αναπηδήσαμε ξαφνιασμένοι και γυρίσαμε προς την
μεριά που ακούσαμε την φωνή και τότε είδα να τον Έντουαρντ να είναι στην πόρτα
και να μας κοιτάει με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... Τι πρωτότυπο...! Θα υπάρξει
άραγε στιγμή που θα μπορέσω να καταφέρω επιτέλους να καταλάβω αυτόν τον
άνθρωπο;... συλλογίστηκα μια στιγμή αλλά δεν έκατσα να το σκεφτώ άλλο... Πήρα
τη βαλίτσα μου στο χέρι μου και άρχισα να προχωρώ προς το μέρος του κοιτώντας
τον με δολοφονική ματιά.
Εκείνος με
αγνόησε και κατευθύνθηκε προς το σαλονάκι...,αλλά μόλις έφτασα στην πόρτα με
σταμάτησε.
«Μπέλα;» με
φώναξε και γύρισα προς το μέρος του χωρίς να αλλάζω ύφος... Ο Ντανιέλ με
προσπέρασε και έφυγε διακριτικά αφήνοντάς μας μόνους και μόλις βγήκε από το
αεροπλάνο, ο Έντουαρντ συνέχισε... «Δεν θέλω να παραιτηθείς...» είπε με μια
υποψία πόνου στην φωνή του και έμεινα ξέπνοη να τον κοιτώ με το στόμα
ανοιχτό... Πόσο θέλει για να με τρελάνει αυτός ο άνθρωπος πια;
«Πόσα
πρόσωπα έχεις πια;» τον ρώτησα με θράσος και γέλασε στιγμιαία με τον ίδιο πόνο
που είχε και η φωνή του.
«Κοίτα...
ξέρω ότι σου έχουμε κάνει την ζωή κόλαση...»
«Και λίγα
λες!» τον διέκοψα αλλά εκείνος συνέχισε.
«...αλλά
είσαι η καλύτερη αεροσυνοδός που είχαμε ποτέ.» τελείωσε την φράση του και
έμεινα μαλάκας να τον κοιτώ.
«Ναι και
τώρα το έσωσες!» του πέταξα στα μούτρα και παίρνοντας την βαλίτσα στο χέρι μου
άρχισα να προχωρώ και πάλι προς την έξοδο.
«Μπέλα!» με
φώναξε πάλι και σταματώντας λίγο πριν την πόρτα περίμενα να ακούσω τι είχε να
μου πει χωρίς να γυρίζω προς το μέρος του... «Σε παρακαλώ...» είπε με την πιο
γλυκιά φωνή που είχα ακούσει ποτέ από το στόμα του και γύρισα να τον κοιτάξω
σοκαρισμένη... «Μην τα παρατήσεις...» συνέχισε με την ίδια γλυκιά φωνή
παρακλητικά και ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε χίλια
κομμάτια... Εκείνος περίμενε υπομονετικά την ανταπόκριση μου... Πήρα μια βαθιά
ανάσα και του απάντησα με το ίδιο σκληρό ύφος που μου είχε μιλήσει και εκείνος
σε όλο το ταξίδι.
«Δε σου
υπόσχομαι τίποτα.» αυτό για μια στιγμή τον τάραξε αλλά δεν άφησε τον εαυτό του
να τον ρίξει και συνέχισε το ίδιο τρυφερά.
«Τουλάχιστον
υποσχέσου μου ότι θα το ξανασκεφτείς...» παρακάλεσε και αναστέναξα... Γύρισα
προς την πόρτα και έφυγα χωρίς να του απαντήσω. Ποιος διάολο νομίζει ότι
είναι;... Παίζει καλά, καλά μαζί μου και μετά απαιτεί να τα ξεχάσω και να
συνεχίσω κάνοντας ότι δεν συμβαίνει τίποτα;;;... Όχι! Αυτό ήταν. Δεν πρόκειται
να κάτσω άλλο να μου φάνε την ζωή εδώ μέσα... Μόλις γυρίσω στην Νέα Υόρκη θα
παραιτηθώ... Χίλιες φορές με τον μισό μισθό που παίρνω τώρα, παρά αυτό.! Αυτοί
είναι τρελοί! Δεν πρόκειται να τους αφήσω να με τρελάνουν και εμένα... Τέλος,
ως εδώ ήταν!
Γυρίζοντας
στο Τζετ για να ξεκινήσω και πάλι την δουλειά μου πριν έρθει ο κύριος Κάλεν για
να φύγουμε ,διαπίστωσα ότι όλες οι παραγγελίες που είχα κάνει ήταν λάθος...
Έλεοοοοοοςςςς... πόσο πιο στραβά μπορεί να πάει αυτή η μέρα πια..;. Δεν αντέχω
άλλο...! Ήμουν στο τσακ να βάλω τα κλάματα, αλλά συγκρατήθηκα και αμέσως άρχισα
να παίρνω τηλέφωνο στις αποθήκες για να διορθώσουν το λάθος τους, αλλά εκείνοι
δεν το παραδέχονταν και με είχαν βγάλει από τα ρούχα μου... Μετά από αρκετή
ώρα, χωρίς να έχω βγάλει ακόμα άκρη, έξαλλη άρχισα να λογομαχώ με έναν
υπάλληλο.
«Δε με
νοιάζει ποιανού είναι το λάθος! Σε λίγο το Τζέτ του κυρίου Κάλεν θα απογειωθεί
και εγώ ακόμα δεν έχω την παραγγελία μου... Σου είπα ότι δεν με νοιάζει ποιανού
είναι το λάθος, να το διορθώσετε τώρα και σε πέντε λεπτά να έχω αυτά που σας
ζήτησα... Ακούς τι σου λέω;;;» μμμμμμ μούγκρισα κλείνοντας το τηλέφωνο και
σφραγίζοντας τα μάτια μου ούρλιαξα... «Πώς τολμάς να μου κλείνεις το τηλέφωνο
στην μούρη παλιοτόμαρο;;;» είπα πάνω στα νεύρα μου και ξαφνικά ένιωσα μια
παρουσία δίπλα μου και ξαφνιασμένη, άνοιξα απότομα τα μάτια μου και γύρισα προς
το μέρος του... Μόλις είδα τον κύριο Κάλεν πάγωσα και κοκκίνισα ολόκληρη...
«Σ...σ...συγνώμη» τραύλισα αλλά εκείνος μου χαμογέλασε ευγενικά. Τι στο καλό;;;
«Δεν
πειράζει Ιζαμπέλα... Μπορώ να μάθω τι συμβαίνει;»
«Μου φέρανε
λάθος παραγγελία και δεν το παραδέχονται...» είπα αυτόματα σοκαρισμένη με τον
απαλό τόνο της φωνής του.
«Δεν μπορείς
να κάνεις την δουλειά σου με αυτά που έχεις;» ρώτησε συνεχίζοντας να είναι
ήρεμος και πετάρισα τα μάτια μου με έκπληξη.
«Θα
προσπαθήσω να κάνω το καλύτερο...» τον διαβεβαίωσα και κατένευσε.
«Σε πέντε
λεπτά απογειωνόμαστε... Άφησέ το ως έχει, δεν πειράζει... Είμαι σίγουρος ότι θα
τα πας μια χαρά και με αυτά που έχεις!»
«Δεν θα σας
απογοητεύσω.»
«Είμαι
σίγουρος γι αυτό... Μπορεί να μην το δείχνω, αλλά πραγματικά με έχεις
εκπλήξει... Είσαι από τις καλύτερες αεροσυνοδούς που είχαμε ποτέ! Συνέχισε την
καλή δουλειά που κάνεις!» με ενθάρρυνε και έμεινα ξέπνοη να τον κοιτάω από το
σοκ... Κάποιος μου κάνει πλάκα δεν εξηγείται αλλιώς!
«Χαίρομαι
που πληρώ τις προσδοκίες σας κύριε.» του απάντησα και χαρίζοντάς μου ένα ζεστό
χαμόγελο συνέχισε.
«Θα μπορούσα
να έχω έναν καφέ σε παρακαλώ;»
«Φυσικά
κύριε... θα σας τον φέρω αμέσως» ανταποκρίθηκα και με το ίδιο ζεστό χαμόγελο
ακόμα στα χείλια του έφυγε και με άφησε μόνη μου. Ααα... θα με τρελάνουν...! Το
ορκίζομαι, αυτοί οι δύο θα με τρελάνουν για τα καλά!
Φυσικά μόλις
το αεροπλάνο απογειώθηκε, ο γνωστός πια Καρλάηλ Κάλεν είχε επιστρέψει και με
έτρεχε σαν τρελή... Φτάνοντας στην Ζυρίχη όμως, η έκπληξη μου ήταν
μεγαλύτερη... Για της επόμενες μέρες αλλάξαμε πέντε μέρη! Ζυρίχη...
Άμστερνταμ... Βρυξέλλες... Ζυρίχη... και τέλος πίσω στο Λας Βέγκας, μένοντας
μόνο για μισή μέρα σε κάθε πόλη, με αποτέλεσμα εγώ να έχω γίνει κομμάτια.
Μόλις πήγα
στο ξενοδοχείο που μας είχαν κρατήσει δωμάτιο, έφτασα κοντά στο κρεβάτι, έπεσα
απάνω του και δεν ξανασηκώθηκα... Από την εξάντληση δεν πρόλαβα ούτε τα
παπούτσια μου να βγάλω... Το Τζετ λαγκ με είχε αποτελειώσει!
Μετά από
μέρες... ώρες... λεπτά... θα σας γελάσω, κάποιος έξω από το δωμάτιό μου βάλθηκε
να ξηλώσει την πόρτα ουρλιάζοντας... Τι στο καλό;; Πήραμε φωτιά και δεν το κατάλαβα;;;...
Μέσα από τον ύπνο και την εξάντληση δεν καταλάβαινα τι έλεγε, αλλά η επιμονή
του κάτι με έκανε να σηκωθώ να ανοίξω, για να δω τι συμβαίνει.
«Τώρα!»
σίριξα μέσα από τα δόντια μου από τα νεύρα μου και τα χτυπήματα σταμάτησαν.
Έβαλα τα
πόδια μου να ακουμπήσουν βαριά πάνω στο πάτωμα και μόλις αντιλήφθηκα ότι τα
τακούνια μου ήταν πάνω στα πόδια μου, μούγκρισα από τον πόνο και με νωχελικές
κινήσεις τα έβγαλα για να νιώσω καλύτερα. Τα επίμονα χτυπήματα για άλλη μια
φορά ήρθαν να με κάνουν να συνειδητοποιήσω τι μου συμβαίνει... Τι στο καλό
γίνεται;... Και ποιος χτυπάει την πόρτα τόσο επίμονα;!
«Μπέλα
άνοιξε την πόρτα επιτέλους... Σε παρακαλώ είναι ανάγκη!» άκουσα την έξαλλη φωνή
του Έντουαρντ και έμεινα σοκαρισμένη για μια στιγμή να κοιτάω προς την πόρτα...
Τι στο καλό;... Ούτε εδώ δεν με αφήνει να ηρεμήσω αυτός ο άνθρωπος;;;
«Τώρα...!»
γκρίνιαξα και με δυσκολία σηκώθηκα και πήγα με αργά βήματα προς την πόρτα με
μισάνοιχτα ακόμα τα μάτια μου... Ευτυχώς πριν ξαπλώσω είχα αφήσει το πορτατίφ
ανοιχτό και έτσι είχε λίγο φως στο δωμάτιο.
Μισάνοιξα
ίσα-ίσα την πόρτα για να μην μπορέσει να μπει στο δωμάτιο και ακουμπώντας το
κεφάλι μου κουρασμένα πάνω στο πλαίσιό της έκλεισα τα μάτια και αναστέναξα.
«Πήρε φωτιά
το ξενοδοχείο;» τον ρώτησα με βαριά φωνή ακόμα από τον ύπνο και για μια στιγμή
εκείνος ακινητοποιήθηκε, αλλά είχα κλειστά τα μάτια και δεν μπορούσα να δω την
έκφραση του.
«Όχι!»
απάντησε με κομμένη την αναπνοή του.
«Έχουμε
κανένα έκτατο ταξίδι;» συνέχισα και απάντησε με τον ίδιο τόνο στην φωνή του.
«Όχι αλλά
πρέπει να σου μιλήσω... Σε παρακαλώ είναι ανάγκη!» είπε γρήγορα με αγωνία και
ξεφύσησα.
«Έχεις βάλει
στοίχημα με τον πατέρα σου ποιος θα με αποτελειώσει πρώτος;» τον ρώτησα
νωχελικά με ένα μεγάλο χασμουρητό χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου ακόμα και
εκείνος ξεφύσησε πάνω στο πρόσωπό μου και έμεινε για λίγο σκεπτικός χωρίς να
μου μιλάει.
«Μπορώ να
περάσω για λίγο;» ρώτησε πιο ήρεμα.
«Έχω
επιλογή;»
«Όχι!» είπε
πιο αποφασιστικά και αναστέναξα... Άφησα την πόρτα όπως ήταν και με μισάνοιχτα
ακόμη τα μάτια μου, γύρισα στο κρεβάτι και πέφτοντας επάνω του τράβηξα το
μαξιλάρι κοντά μου και βολεύτηκα καλύτερα για να συνεχίσω τον ύπνο μου
αγνοώντας τον... Άκουγα τα βήματά του μέσα στο δωμάτιο να πηγαινοέρχονται
νευριασμένα και λίγο πριν με πάρει και πάλι ο ύπνος ήρθε κοντά μου και κάθισε
στο κρεβάτι... Με ταρακούνησε ήρεμα και με μια γλυκιά φωνή άρχισε πάλι να μου
μιλά.
«Σε παρακαλώ
Μπέλα... μην ξανακοιμάσαι... πρέπει να ξυπνήσεις... σε παρακαλώ!» είπε
απεγνωσμένος και μουγκρίζοντας άρχισα να χτυπάω τα χέρια μου και τα πόδια μου
πάνω στο κρεβάτι.
«Τι θέλεις
πια από την ζωή μουυυυυυ;;;»
«Να σε
παντρευτώ...» απάντησε εκείνος και για μια στιγμή αυτό με ακινητοποίησε και
ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια μου τον κοίταξα σοκαρισμένη... Τι είπε μόλις
τώρα;;;... Όμως μόλις συνειδητοποίησα τα λόγια του δεν άντεξα άλλο και βάζοντας
το χέρι μου πάνω στην κοιλιά μου, άρχισα να ξεσπάω σε νευρικά γέλια. Εκείνος
πιάνοντας το κεφάλι του, έσκυψε μπροστά με απόγνωση και έμεινε για λίγο έτσι,
χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα νευρικά... Εγώ δεν μπορούσα άλλο να ελέγξω το
ξέσπασμα μου από τα νεύρα μου και την εξάντληση και όσο έβλεπε ότι δεν
σταματούσα, τόσο εκείνος γινόταν χειρότερα.
«Σε παρακαλώ
Μπέλα δεν κάνω πλάκα!» έκανε μια προσπάθεια γυρίζοντας και πάλι προς το μέρος
μου και μόλις είδα τον πόνο στην ματιά του προσπάθησα να σταματήσω αλλά μου
ήταν αδύνατον.
«Σε αυτήν
την περίπτωση...τράβα βγάλε τις άδειες, πάρε ένα νυφικό και ένα κουστούμι και
όταν είσαι έτοιμος έλα και ξύπνα με!» του πέταξα ειρωνικά και παίρνοντας πάλι
το μαξιλάρι μου στα χέρια μου, βολεύτηκα καλύτερα και έκλεισα τα μάτια μου για
να συνεχίσω τον ύπνο μου. Αυτό τον έκανε να ξεπεράσει τα όρια του.
Ξαφνικά με
πήρε στα χέρια του και βάζοντάς με πάνω στον ώμο του σαν πρόβατο που το πάνε
για σφαγή, με πήγε στο μπάνιο και αφού με άφησε να ακουμπήσω στα πόδια μου,
άνοιξε το κρύο νερό συγκρατώντας με πάνω του για να μην του ξεφύγω.
«Είσαι
τρελόςςςςςςςςςς... θέλεις να με πεθάνειςςςςς... τι σου έχω κάνει πια;;;»
ούρλιαζα και τον χτύπαγα όπου έβρισκα για να με αφήσει στην ησυχία μου αλλά
εκείνος δεν πτοήθηκε.
«Σε
παρακαλώ... είσαι η μόνη μου ελπίδα... σε παρακαλώωωω...! Κάνε μια προσπάθεια
να με ακούσεις... σε παρακαλώ!» έλεγε ξανά και ξανά και κάτι στην φωνή του με
έκανε να συνέλθω ξαφνικά και σταματώντας το ξέσπασμά μου τον κοίταξα
σοκαρισμένη. Τι στο καλό του συμβαίνει και είναι τόσο ταραγμένος...; Έτρεμε
ολόκληρος και αν δεν ήταν τόσο σκληρός όσο ξέρω ότι είναι, θα ορκιζόμουν ότι
είχε δάκρυα στα μάτια του, αλλά με το νερό να πέφτει επάνω μας, δεν μπορούσα να
είμαι και σίγουρη... Τον κοίταγα σαν χαζή, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω... Από το
σοκ δεν καταλάβαινα ούτε το νερό που πάγωνε την επιδερμίδα μου! Μέχρι που
άρχισα να κρυώνω και ανατριχιάζοντας έκλεισα τα μάτια για να συνέλθω παίρνοντας
μια βαθιά αναπνοή.
«Μπορούμε
τουλάχιστον να αλλάξουμε ρούχα πριν κρυώσουμε και οι δύο;» παρακάλεσα και
άνοιξα ξανά τα μάτια μου για να δω την αντίδραση του.
«Ναι...
ναι... φυσικά...» είπε νευρικά και κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω για να με
απελευθερώσει από το σφιχτό του κράτημα, έκλεισε την βρύση και παίρνοντας μια
μεγάλη πετσέτα την έτεινε προς το μέρος μου... «Συγνώμη Μπέλα δεν ήθελα...»
ξεκίνησε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισε χωρίς να με κοιτάει... «Θα πάω
να αλλάξω και...»
«Θα σε
περιμένω» συμπλήρωσα και με κοίταξε με ένα πληγωμένο ύφος και έφυγε πριν πει
τίποτα άλλο αφήνοντάς με μόνη μου. Δεν θα τον καταλάβω ποτέ αυτόν τον άνθρωπο,
το ορκίζομαι... δεν θα τον καταλάβω ποτέ.
Δεν πέρασε
πολλή ώρα και η πόρτα χτύπησε ξανά... Είχα προλάβει να αλλάξω και φορώντας μια
άνετη φόρμα και ένα τιραντένιο μπλουζάκι πήγα και άνοιξα . Εκείνος ήταν ακόμα
πιο νευρικός από πριν και με κοίταζε εξεταστικά... Μα τον θεό αυτός ο άνθρωπος
θα με τρελάνει... Πόσα πρόσωπα έχει πια;;;
Άνοιξα την
πόρτα περισσότερο και χωρίς να του μιλήσω έκανα χώρο για να περάσει. Εκείνος
φορώντας όπως πάντα ένα υφασμάτινο σκουρόχρωμο παντελόνι και ένα λευκό
πουκάμισο ήταν πιο όμορφος από ποτέ, αλλά δεν έκατσα εκείνη τη στιγμή να το
αναλύσω περισσότερο, γιατί ήθελα να κρατήσω την λογική μου καθαρή. Έμεινε στο
δωμάτιο όρθιος παρατηρώντας με και περνώντας από δίπλα του, πήγα και έκατσα
στην άκρη του κρεβατιού και τον κοίταξα νευριασμένα στα μάτια.
«Μπορώ να
μάθω τώρα τι παλαβομάρες έλεγες πριν... και τι στο διάολο θες πια από την ζωή
μου;» τον ρώτησα φαινομενικά ήρεμη πριν ξεσπάσω όλον μου τον εκνευρισμό μου από
την εξάντληση επάνω του. Εκείνος πέρασε το χέρι του νευρικά μέσα από τα μαλλιά
του, κοιτώντας για λίγο μακριά συγκεντρώνοντας τις σκέψεις του και αφού βρήκε
την δύναμη που χρειαζόταν μέσα του, ήρθε με αργά βήματα κοντά μου, γονάτισε
μπροστά μου και παίρνοντας τα χέρια μου μέσα στα δικά του, πήρε μια βαθιά
αναπνοή και με ήρεμη και παρακλητική φωνή άρχισε να μου μιλά κοιτώντας με βαθιά
μέσα στα μάτια.
«Ξέρω ότι
σου έχω κάνει την ζωή κόλαση και λυπάμαι γι αυτό... αλλά πρέπει να με
βοηθήσεις... σε ικετεύω... δεν ξέρω τι άλλο να κάνω...»
«Δεν
καταλαβαίνω... Να σε βοηθήσω πώς;»
«Πρέπει να
με παντρευτείς...» είπε μέσα από την αναπνοή του με δυσκολία, λες και ένας
κάκτος είχε σταθεί στον λαιμό του.
«Τι σόι
αρρωστημένο αστείο είναι αυτό;» τον ρώτησα με φρίκη προσπαθώντας να πάρω τα
χέρια μου από τα δικά του, αλλά εκείνος δεν έχασε την ψυχραιμία του και
συγκρατώντας, με περισσότερη δύναμη τα χέρια μου μέσα στα δικά του, με κοίταξε
απολογητικά στα μάτια.
«Έχεις δίκιο
να το σκέφτεσαι έτσι... Μάλλον έπρεπε να το πάρω από την αρχή...» απολογήθηκε
και κοιτώντας για λίγο κάτω, συγκέντρωσε και πάλι τις σκέψεις του και συνέχισε
κοιτώντας με σοβαρός στα μάτια... «Ο λόγος που πήγα στο Παρίσι ήταν για να
κλείσω μια μεγάλη δουλειά, αλλά μου είχαν στήσει παγίδα και δεν κατάφερα να την
πάρω... και ο πατέρας μου έγινε έξαλλος...» είπε κομπιάζοντας.
«Γι αυτό
μαλώνατε;» ρώτησα με απορία και κατένευσε πριν συνεχίσει.
«Το θέμα
είναι ότι για να σώσουμε την κατάσταση και να πάρουμε την δουλειά
πίσω...εκείνος με αναγκάζει να παντρευτώ την κόρη ενός συνεργάτη του για να
επέμβει εκείνος και να μπαλώσει ό,τι έκανα τέλος πάντων»
«Και πού
είναι το πρόβλημα;» ρώτησα ειρωνικά και με κοίταξε σκληρά πνίγοντας την
αυτόματη απάντησή του.
«Σε παρακαλώ
Μπέλα... πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό... κάνε μου την χάρη και προσπάθησε να
με ακούσεις για ένα λεπτό!»
«Προσπαθώ
αλλά δεν βοηθάς και πολύ την κατάσταση... Εγώ που κολλάω σε όλο αυτό;»
«Όπως είπα
και στην αρχή, ο λόγος που δεν κατάφερα να κλείσω την συμφωνία ήταν γιατί μου
είχαν στήσει παγίδα!»
«Δεν
καταλαβαίνω γιατί δεν το λες στον πατέρα σου και το λες σε μένα...»
«Νομίζεις
ότι δεν προσπάθησα;... Ό,τι και να του πω εκείνος είναι ανένδοτος... δεν ακούει
κουβέντα!»
«Δεν μπορώ
να σε καταλάβω... Εγώ που κολλάω σε όλο αυτό Έντουαρντ;»
«Χρειάζομαι
λίγο χρόνο για να αποδείξω ότι λέω την αλήθεια...να του αποδείξω ότι δεν ήταν
δικό μου λάθος για να καταφέρω να τους ξεσκεπάσω και να κλείσω την δουλειά,
ώστε να αποδείξω στον πατέρα μου ότι δεν ήταν δικό μου λάθος... Σε παρακαλώ
Μπέλα πέφτω στα πόδια σου δεν ξέρω τι άλλο να κάνω!»
«Καταλαβαίνεις
τι λες;» τον ρώτησα έξαλλη και σηκώθηκα όρθια εκνευρισμένη πηγαίνοντας προς την
μπαλκονόπορτα. Εκείνος αφού μου έδωσε λίγο το περιθώριο να αφομοιώσω τα λόγια
του, σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου.
Βάζοντας τα
χέρια του πάνω στους ώμους μου με ανάγκασε να γυρίσω προς το μέρος του και
έκανε άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια.
«Σε παρακαλώ
Μπέλα... βοήθησε με... δεν ξέρω τι άλλο να κάνω... είσαι η τελευταία μου
ελπίδα...»
«Γιατί
εμένα;... Τόσες ξέρεις...γιατί δεν το ζητάς από εκείνες;» τον ρώτησα
προσπαθώντας σκληρά να μην αφήσω τα λόγια του να με επηρεάσουν και επίσης για
να εμποδίσω τα δάκρυά μου να ξεχειλίσουν.
«Για πολλούς
λόγους...» είπε ήρεμα αποφεύγοντας την ματιά μου.
«Δεν
αρκεί...» του πέταξα και με ξανακοίταξε.
«Γιατί αυτός
ο γάμος πρέπει να γίνει σήμερα... τώρα... και γιατί δεν προλαβαίνω να βρω
άλλη!» είπε με το ίδιο ύφος που πάντα χρησιμοποιούσε όταν ήθελε να με πικάρει
και αυτό με έβγαλε από τα ρούχα μου. Τράβηξα άγρια τα χέρια του από πάνω μου και
γυρίζοντας την πλάτη μου, του είπα με τον ίδιο σκληρό τόνο που χρησιμοποίησε
και ο ίδιος:
«Λυπάμαι
αλλά είναι πολύ αυτό που μου ζητάς... Τράβα βρες καμία να την
αγοράσεις...σίγουρα θα κάνουν ουρά από έξω από το δωμάτιο σου!»
«Μπέλααα...»
είπε μέσα από τον αναστεναγμό του και με γύρισε πάλι προς το μέρος του με το
έτσι θέλω. Προσπάθησα να του ξεφύγω αλλά δεν με άφησε... «Συγνώμη...εντάξει...
δεν ήθελα να σε προσβάλλω»
«Αυτό
ακριβώς όμως κάνεις όλη αυτήν την ώρα!»
«Θα
προτιμούσες να σε κοροϊδέψω ή να σε γεμίσω ψέματα;»
«Αυτό δεν θα
άλλαζε την κατάσταση ξέρεις»
«Μπέλαααα...»
είπε μέσα από τα δόντια του κλείνοντας τα μάτια του... «Σε παρακαλώ... είσαι η
μόνη μου ελπίδα... Κάνε μου αυτήν την χάρη... σε παρακαλώ και από μένα θα έχεις
ό,τι θες!» με παρακάλεσε και πάλι ανοίγοντας τα μάτια του και αυτό με έκανε
ακόμα πιο έξαλλη.
«Θα
σταματήσεις να με προσβάλεις;;;» ούρλιαξα... «Επιτέλους για ποια με πέρασες;;;»
«Συγνώμη...
συγνώμη...» έλεγε ξανά και ξανά προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να ηρεμήσει
λίγο την έντασή του... «Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω, σε παρακαλώ» είπε με πόνο στα
μάτια και αναστέναξα... Όταν με παρακαλάει έτσι δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι μέσα
μου σπάει και δεν μπορώ να του το αρνηθώ.
«Καταλαβαίνεις
τι μου ζητάς να κάνω;;;» τον ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια μου με πείσμα.
«Σε παρακαλώ
πέφτω στα πόδια σου... ξέρω ότι ήμουν μεγάλο καθίκι απέναντι σου, αλλά σου
υπόσχομαι ότι θα κάνω ό,τι θες... Βοήθησέ με, σε ικετεύω, δεν ξέρω τι άλλο να
κάνω!» είπε απελπισμένος και έκλεισα τα μάτια μου για να συγκεντρωθώ τρίζοντας
τα δόντια μου... Ήμουν περισσότερο νευριασμένη με τον ίδιο μου τον εαυτό, που
δεν μπορούσα να του το αρνηθώ, παρά με εκείνον.
«Υπόσχεσαι
ότι δεν θα αλλάξει τίποτα στην ζωή μου;» τον ρώτησα χωρίς να ανοίγω τα μάτια
μου.
«Σε
ευχαριστώ!» είπε και τραβώντας με στην αγκαλιά του, άφησε την αναπνοή του να
βγει από μέσα του με ανακούφιση.
«Εεεεε!» του
είπα και με απελευθέρωσε σηκώνοντας τα χέρια του στον αέρα αμυντικά.
«Συγνώμη!»
απολογήθηκε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω για να μου αφήσει λίγο προσωπικό
χώρο και αναστέναξα.
«Δεν
τελείωσα!» είπα σκληρά και κούνησε το κεφάλι του περιμένοντας να συνεχίσω με
προσμονή... «Υπόσχεσαι ότι δεν θα το μάθει κανείς;»
«Αυτό δεν
γίνεται»
«Δεν εννοώ
του δικούς σου Έντουαρντ, αυτό είναι αυτονόητο... Εννοώ να μην διαρρεύσει στον
τύπο!»
«Αυτό νομίζω
ότι μπορώ να το κάνω» είπε χωρίς να είναι σίγουρος.
«Ορκίσου μου
Έντουαρντ! Δεν θέλω να το μάθεις κανείς!»
«Θα κάνω τα
αδύνατα δυνατά!» κατένευσε και συνέχισα.
«Και μου
ορκίζεσαι ότι θα με απαλλάξεις από αυτήν την κατάσταση το συντομότερο δυνατό;»
«Το πολύ σε
δύο μήνες θα είσαι ελεύθερη.» κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και κοιτάζοντας
για λίγο το πάτωμα, έβαλα το χέρι μου πάνω στο κεφάλι μου και πήρα μια βαθιά
ανάσα... Τι διάολο κάνω;;;
«Αυτά ήταν
μόνο;» ρώτησε εκείνος με απορία και σήκωσα και πάλι την ματιά μου προς το μέρος
του.
«Γιατί, τί
άλλο περίμενες;» τον ρώτησα ειρωνικά... «Για πιά στο διάολο με έχεις περάσει;;;
Στην περίπτωση που δεν το έχεις καταλάβει, εγώ δεν είμαι σαν της μετρέσες σου
και σίγουρα δεν εξαγοράζομαι!»
«Τότε γιατί
το κάνεις;» ρώτησε και έμεινα να τον κοιτώ με την ίδια απορία που είχε και η
ματιά του.
«Δεν έχω την
παραμικρή ιδέα... Πες ότι με έπιασες στον ύπνο» του είπα με ειλικρίνεια και
γέλασε για μια στιγμή, αλλά αμέσως σοβάρεψε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα με
κοίταξε με ευγνωμοσύνη στα μάτια.
«Δεν ξέρω
πως να σε ευχαριστήσω» κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και γύρισα προς το
παράθυρο κοιτώντας μακριά για να συγκεντρώσω και πάλι τις σκέψεις μου... Τι
διάολο πάω να κάνω;