Ετικέτες

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Fly Away "7. Left outside Alone"






Σηκώθηκα επάνω με έναν αναστεναγμό και κοίταξα την βαλίτσα μου που κείτονταν ακόμα στο πάτωμα με διασκορπισμένα τα ρούχα μου εδώ και εκεί... Γονάτισα και αναποδογυρίζοντάς την άρχισα να κοιτώ τα ρούχα που είχαν διασωθεί από την χθεσινή αναταραχή. Ευτυχώς τα περισσότερα που είχαν μείνει μέσα στην βαλίτσα ήταν ακόμα διπλωμένα και ατσαλάκωτα. Με μια γρήγορη ματιά βρήκα ένα απαλό ριχτό φόρεμα σε ίσια γραμμή που σταματούσε λίγο πάνω από το γόνατο, το πήρα στα χέρια μου και αφήνοντάς το πάνω στο κρεβάτι, έτρεξα στο μπάνιο παίρνοντας μαζί μου και το νεσεσέρ μου... Έπλυνα το πρόσωπο μου με το ειδικό σαπούνι ντεμακιγιάζ, βούρτσισα τα δόντια μου με γρήγορες κινήσεις και γυρνώντας στο δωμάτιο ντύθηκα σε χρόνο ντε τε... Γύρισα στον καθρέφτη της τουαλέτας, πέρασα με ένα μαύρο αιλάινερ και μάσκαρα στα μάτια μου για να τα τονίσω και αφού έβαλα ένα κοραλλί λιπγκλος, κοίταξα για λίγο τον εαυτό μου στον καθρέφτη... Όλη η εξάντληση από τα απανωτά ταξίδια ακόμα ήταν εμφανής στο πρόσωπό μου, αλλά δεν είχα χρόνο να κάνω κάτι τώρα, γι αυτό και έτσι τα παράτησα.

Γύρισα στο δωμάτιο και την στιγμή που άρχισα να φορώ τα μαύρα ψηλοτάκουνα παπούτσια μου, παρατήρησα ότι έλειπαν από το χέρι μου η βέρα και το δαχτυλίδι.

«Όχι ρε πούστη μου!» αναφώνησα και άρχισα να κοιτώ γύρω μου με αγωνία... «Πού διάολο είναι τώρα αυτά;» συνέχισα και καθώς σηκώθηκα από το κρεβάτι, άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα... Πηγαίνοντας προς τα εκεί την άνοιξα και συνέχισα να ψάχνω με αγωνία σπιθαμή προς σπιθαμή το πάτωμα μήπως καταφέρω και τα βρω.

«Τι έπαθες;» ρώτησε με περιέργεια ο Έντουαρντ την ώρα που μπήκε μέσα και χωρίς να σταματάω να ψάχνω του εξήγησα εκνευρισμένα.

«Δεν βρίσκω την βέρα και το δαχτυλίδι!»

«Και γιατί ψάχνεις στο πάτωμα;» συνέχισε τις απορίες του και στριφογυρίζοντας τα μάτια μου συνέχισα να ψάχνω χωρίς να τον κοιτώ.

«Πάνω στα νεύρα μου τα πέταξα και δεν έχω ιδέα πού προσγειώθηκαν...» εξήγησα και το γνωστό πειραχτικό του γέλιο έκανε και πάλι την εμφάνιση του.

«Να βοηθήσω;» προσφέρθηκε και εκείνην την στιγμή βρήκα την βέρα.

«Βρήκα την βέρα!» αναφώνησα και καθώς την έβαζα στο δεξί μου χέρι, συνέχισα να ψάχνω για το δαχτυλίδι... Σίγουρα θα ήταν κάπου εκεί κοντά.

«Στο αριστερό την φοράνε!» με διόρθωσε και τον κοίταξα με απορία... «Την βέρα... την φοράνε στο αριστερό χέρι!» με διόρθωσε και πάλι.

«Ααα...» αναφώνησα και κοιτώντας το χέρι μου την έβγαλα με βίαιη κίνηση και την πέρασα στο αριστερό... «Καλύτερα έτσι;» τον ειρωνεύτηκα και συνέχισα να ψάχνω.

«Άσε με να σε βοηθήσω...» είπε πιο απαλά τώρα και την στιγμή που έκανε την κίνηση να με πλησιάσει, βρήκα το δαχτυλίδι και σκύβοντας στο πάτωμα το πήρα στο χέρι μου και το κοίταξα σαν χαζή... Εχθές πάνω στην αναμπουμπούλα δεν του έδωσα καθόλου σημασία αλλά βλέποντάς το τώρα μου έκοψε την ανάσα... Η βέρα ήταν ένας απλός χρυσός συνηθισμένος χαλκάς, που έπνιγε με μανία το δάχτυλο μου, αλλά αυτό... αυτό ήταν πραγματικά ένα έργο τέχνης!


Στην πρόσοψη υπήρχε ένα εντυπωσιακό τεράστιο διαμάντι σαν ανάποδο τρίγωνο, που έμοιαζε με ασπίδα έτοιμη να προστατέψει την καρδιά και την ψυχή της τυχερής γυναίκας που θα το φορούσε και που το συγκρατούσαν τρεις στρογγυλές γωνίες... Λαμποκοπούσε μέσα στο αχνό φως κάνοντας νερά από χρυσοκίτρινο χρώμα… Επιβλητικό και συνάμα λεπτεπίλεπτα δουλεμένο.

Πάνω από την πολύτιμη πέτρα περνούσαν καμπυλωτές ραβδώσεις χρυσού, αγκαλιάζοντάς την... ενώ στην κάτω δεξιά πλευρά, το δαχτυλίδι ήταν διακοσμημένο με μια στρώση από αστραφτερά λευκά στρόγγυλα πετράδια και στον δακτύλιο σχηματίζονταν διάφορα άνισα ανάγλυφα σχέδια… Φαινόταν πανέμορφο, σχεδόν παραμυθένιο... Πραγματικά δεν είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου τίποτα παρόμοιο!

«Απίστευτο...!» αναφώνησα χωρίς να το καταλάβω και η φωνή του με επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Σου αρέσει;» ρώτησε δύσπιστα και γύρισα προς το μέρος του.

«Είναι...» ξεκίνησα να λέω αφηρημένη και κοίταξα το δαχτυλίδι για άλλη μια φορά... «Έργο τέχνης!» συνέχισα με γουρλωμένα μάτια.

«Είναι της γιαγιάς μου... με αυτό το δαχτυλίδι της έκανε πρόταση γάμου ο παππούς μου... ξέρεις πώς πάνε αυτά... η γιαγιά μου το έδωσε στον πατέρα μου για να το δώσει στην “εκλεκτή”...» είπε με αηδία σχηματίζοντας αποσιωπητικά στον αέρα και τον κοίταξα σοκαρισμένη με ανοιχτό το στόμα χωρίς να ξέρω τι να πω. Συνέχισε αγνοώντας το ύφος μου... «Και τώρα η μητέρα μου το έδωσε σε μένα για να το δώσω και εγώ με την σειρά μου στην μέλλουσα νύφη... μην ξεράσω!» στριφογύρισε τα μάτια του με αηδία, αλλά εγώ δεν έδωσα τόσο σημασία στην έκφρασή του όσο στα λόγια που είχε μόλις ξεστομίσει.

«Δεν μπορώ να το δεχθώ...» είπα ακόμα σοκαρισμένη από όλα αυτά και κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά, το έτεινα προς το μέρος του.

«Δεν έχεις επιλογή... μπορείς να μου το επιστρέψεις όταν τελειώσει αυτό το πανηγύρι!» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του σαν να μην τον ένοιαζε και τόσο το θέμα.

«Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό το δαχτυλίδι έτσι δεν είναι;» τον ρώτησα και εκείνος με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του με φρίκη.

«Δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσω ποτέ, ξέρεις... Γι αυτό μπορείς να το χαρείς όσο θέλεις... ακόμα και να το κρατήσεις αν σου αρέσει τόσο πολύ... λίγο με νοιάζει...» απάντησε το ίδιο αδιάφορα και αναστέναξα.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να το κρατήσω...» δήλωσα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου και το κοίταξα άλλη μια φορά... «Τουλάχιστον ξέρεις πού πρέπει να το φορέσω;» ρώτησα σοβαρά με απορία και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του εύθυμα. Ήρθε κοντά μου, πήρε το χέρι μου στο δικό του... και αφού έβγαλε την βέρα από το δάχτυλά μου, πέρασε το δαχτυλίδι και ξαναέβαλε την βέρα μπροστά από το δαχτυλίδι χωρίς να με κοιτάει. «Είσαι σίγουρος ότι δεν το κάνεις συχνά αυτό;» τον ρώτησα με απορία και τότε ξεκαρδίστηκε στα γέλια και έβαλε το χέρι του πάνω στο πρόσωπο του για να μπορέσει να ηρεμήσει.

«Πώς το κάνεις αυτό;» ρώτησε με απελπισία.

«Ποιο;» τον ρώτησα εγώ χωρίς να καταλαβαίνω.

«Εκεί που είμαι έτοιμος να εκραγώ από ό,τι με πνίγει... εκεί με κάνεις να ξεχνώ ό,τι με βασανίζει με μια σου και μόνο ατάκα!»

«Είναι έμφυτο...!» του απάντησα εγώ ανασηκώνοντας τους ώμους μου και δεν άντεξε άλλο... Λύγισε μπροστά βάζοντας το χέρι του πάνω στην κοιλιά του και τραντάχτηκε ολόκληρος από τα γέλια. Εγώ έμεινα στην ίδια θέση να τον κοιτώ απηυδισμένα... «Δεν πάμε πριν το μετανιώσω;» τον χτύπησα εκεί ακριβώς που τον πονούσε για να συνέλθει και αμέσως αυτό έπιασε. Στύλωσε και πάλι το θεϊκό του κορμί. Μπέλα δεν βοηθάς...συγκεντρώσου... ! Και κοιτώντας με σοβαρά στα μάτια, κατένευσε και μου έκανε χώρο για να περάσω μπροστά του.

Βγαίνοντας από το ασανσέρ και βλέποντας από την τζαμαρία του εστιατορίου όλο το πλήθος που ήταν μαζεμένο στο τραπέζι που καθόταν ο πατέρας του, μου κόπηκαν τα πόδια και φρέναρα απότομα. Ο Έντουαρντ γύρισε προς το μέρος μου με απορία μπαίνοντας μπροστά μου... Είχε καταλάβει πολύ καλά τι μου είχε συμβεί και μπαίνοντας μπροστά μου με κάλυψε με το σώμα του για να μην το αντιληφθούν και οι υπόλοιποι που είχαν το βλέμμα τους στραμμένο επάνω μας.

«Είσαι τρελόςςς!» αναφώνησα κοιτώντας τον τρομοκρατημένη στα μάτια... «Ποιοι είναι όλοι αυτοί;» τον ρώτησα και κοιτάζοντας για λίγο γύρω του για να δει μην μας παρακολουθεί κανείς, έσκυψε προς το μέρος μου.

«Σε παρακαλώ συγκεντρώσου... και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου πριν μας ακούσει κανείς!» είπε αυστηρά και αυτό με έκανε πιο έξαλλη και χαμηλώνοντας την φωνή μου συνέχισα μιλώντας μέσα από τα δόντια μου.

«Υποτίθεται ότι δεν θα το μάθαινε κανείς!» του πέταξα νευριασμένα και πήρε μια βαθιά αναπνοή για να καλμάρει την ένταση του.

«Είναι τα παρ ολίγον πεθερικά μου μαζί με την κλώσα τους... που έχουν έρθει για το προξενιό!» είπε μηδίαζοντας πιο ήρεμα απολογητικά.

«Και οι υπόλοιποι;»

«Ο θείος μου με την θεία μου και τα ξαδέλφια μου... ο θείος μου είναι συνέταιρος του πατέρα μου... έχουν μαζί την εταιρία!»

«Πας καλά Χριστιανέ μου... πού με πας, στα δόντια του λύκου;;... ο πατέρας σου θα με λιντσάρει!» του είπα τρέμοντας και ένα χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλια του.

«Μπορεί να δαγκώνει αλλά δεν θα κάνει τίποτα περισσότερο από αυτό!» είπε και γέλασε με την έκφραση μου περισσότερο.

«Γιατί δεν τράβηξα την σκανδάλη όταν είχα την ευκαιρία;» είπα απελπισμένη και γελώντας περισσότερο, ήρθε δίπλα μου και πιάνοντάς με από την μέση συνέχισε να με τραβάει προς την τραπεζαρία με καθόλου ανταπόκριση από μέρους μου...σχεδόν σέρνοντάς με στο πάτωμα.

«Εδώ τα έβαλες με δύο αδίστακτους αεροπειρατές... εδώ θα κωλώσεις;» ρώτησε δύσπιστα.

«Πίστεψέ με... αυτήν την στιγμή θα προτιμούσα να ήμουν κάτω από την απειλή όπλου του ίδιου του Μπιλ Λάντεν, παρά αυτό!» του είπα με τρόμο στην φωνή μου και μου έτριψε παρηγορητικά την πλάτη.

«Απλά χαμογέλα και άσε όλα τα υπόλοιπα σε μένα...» πέρασα στο πρόσωπό μου το επαγγελματικό μου χαμόγελο και γυρίζοντας προς το μέρος του, είπα απειλητικά κάτω από την αναπνοή μου:

«Είσαι νεκρός!»

«Πίστεψέ με... χίλιες φορές νεκρός από τα χέρια σου παρά παντρεμένος!»

«Να σου υπενθυμίσω ότι είσαι ήδη παντρεμένος ή τσάμπα θα χαλάσω το σάλιο μου;» του γύρισα πίσω και με κοίταξε με φρίκη.

«Είμαι πολύ τυχερός που με σιχαίνεσαι και θα δεχθείς να με χωρίσεις πολύ σύντομα!»

«Και λίγα λες!» του απάντησα και την στιγμή που έβαλε το χέρι του στην πόρτα για να την ανοίξει είπα μέσα από τον αναστεναγμό μου... «Δέυτε τελευταίων ασπασμών...!» και εκείνος γέλασε δυνατά ανίκανος να συγκρατήσει το ξέσπασμα του και με έσπρωξε προς τα μέσα απαλά για να περάσω πρώτη. «Γέλα τώρα που μπορείς γιατί μόλις τελειώσουμε από εδώ θα σε σκοτώσω κακομοίρη μου... με το ίδιο σου το όπλο!» τον απείλησα και αυτό τον έκανε πιο ευδιάθετο.

«Ευτυχώς για μένα που το έχω πάντα άδειο... γιατί σε έχω ικανή να το κάνεις.» τον κοίταξα σοκαρισμένη στα μάτια, αλλά πριν προλάβω να πω κάτι η φωνή του πατέρα του μου έκοψε οποιανδήποτε αντίδραση.

«Έντουαρντ... Ιζαμπέλα;» είπε το όνομά μου ερωτηματικά με έκπληξη.

«Καλημέρα σας!» απάντησε ο Έντουαρντ πρώτος παίρνοντας τον λόγο με ήρεμη φωνή. «Συγνώμη που σας κάναμε να περιμένετε.» συνέχισε και τραβώντας με κοντά του, έβαλε και τα δύο του χέρια πάνω στους ώμους μου, βάζοντάς με να σταθώ μπροστά του σαν αντικείμενο προς πώληση που το παρουσιάζουν πριν την δημοπρασία και συνέχισε χαλαρά να κάνει τις συστάσεις.

«Να σας συστήσω... από εδώ είναι η Ιζαμπέλα Σουαν.»

«Μπέλα!» διόρθωσα μέσα από τα δόντια μου.

«Συγνώμη... Μπέλα Σουάν...» διόρθωσε και συνέχισε ατάραχος... «Μπέλα να σου συστήσω... από εδώ είναι η μητέρα μου Έσμε... τον πατέρα μου φυσικά τον ξέρεις... ο θείος μου Τζέησον... η θεία μου Ερμιόνη... τα ξαδέλφια μου Έμετ με την σύζυγό του Ρόζαλη... και Άλις με τον σύζυγό της Τζάσπερ... και από εδώ είναι ένας πολύ καλός μας συνεργάτης και χρόνια φίλος... ο κύριος Αρίον Ντενάλι με τα της συζύγου του Έλεσμη και την φίλτατη κόρη τους Τάνια.»

«Χαίρω πολύ.» είπα με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει κουνώντας το κεφάλι μου σε κάθε προσφώνηση σε ένδειξη χαιρετισμού, μιας και κανείς δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί ή έστω να τείνει το χέρι του προς το μέρος μου για χειραψία.

Ο πατέρας του είχε φτάσει στα όρια του, αλλά μπροστά στους άλλους δεν τον έπαιρνε να κάνει τίποτα και αυτό είμαι σίγουρη ότι Έντουαρντ το ήξερε πάρα πολύ καλά, γι αυτό και διάλεξε αυτήν την στιγμή για να με παρουσιάσει μπροστά τους ως σύζυγό του... Μπλιάχχχ... Ούτε να την σκέφτομαι δεν θέλω αυτήν την λέξη... Μπάσταρδε, θα μου το πληρώσεις ακριβά αυτό... σου το ορκίζομαι!

«Η Μπέλα είναι η σύζυγος μου.» είπε τελικά μετά από όλες τις συστάσεις και όλοι με γουρλωμένα μάτια γύρισαν την ματιά τους προς το μέρος μου... Πού είναι η έξοδος κινδύνου;;; Χριστέ μου την βλέπω την δουλειά...δεν πρόκειται να βγω από εδώ μέσα ζωντανή.

Ο πατέρας του μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξε εκατό χιλιάδες χρώματα, η μητέρα του κοίταζε μια προς το μέρος μας και μια προς το μέρος του συζύγου της εντελώς σοκαρισμένη,  οι υπόλοιποι δε, δεν είχα ιδέα τι κάνανε αφού εγώ είχα καρφώσει την ματιά μου στο πάτωμα ευχόμενη να ανοίξει η γη να με καταπιεί... Γιατί στο διάολο δέχτηκα να το κάνω όλο αυτό;

«Τι σόι αρρωστημένο αστείο είναι αυτό;» ρώτησε με τραχιά φωνή ο πατέρας του και ο Έντουαρντ του απάντησε τόσο ήρεμα και τόσο φυσικά που παραξένεψε και εμένα την ίδια.

«Κανένα αστείο πατέρα... με την Μπέλα έχουμε καιρό σχέση και σκεφτήκαμε να την προχωρήσουμε... και τι ποιο καλύτερη στιγμή από αυτήν, αφού βιάζεσαι τόσο να με αποκαταστήσεις!» του είπε με δηλητήριο στην φωνή του και γύρισα σοκαρισμένη και τον κοίταξα στα μάτια με ανοιχτό το στόμα. Είσαι απίστευτος... Το ορκίζομαι είσαι νεκρός...! Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;;;... ούρλιαζα μέσα μου και εκείνος χαμογελώντας μου, έγειρε προς το μέρος μου και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο ψιθυρίζοντάς μου.

«Να είναι πειστική...»

«Καρλάηλ τι πράγματα είναι αυτά...» ακούσαμε την έξαλλη φωνή του Αρίον και γυρίσαμε ενστικτωδώς προς το μέρος του για να τον κοιτάξουμε... «Απαιτώ εξηγήσεις... δεν μπορείς να παίζεις έτσι μαζί μου!»

«Ηρέμησε Αρίον σε παρακαλώ. Είμαι σίγουρος ότι θα λυθεί το θέμα... και πολύ σύντομα μάλιστα!» τόνισε κοιτώντας μας με νόημα στα μάτια και κάνοντάς μας ρητό ότι δεν θα δούμε ξανά το φως της ημέρας αν πρώτα δεν πάρουμε διαζύγιο.

«Δεν υπάρχει τίποτα για να λύσουμε μπαμπά... Την Μπέλα την αγαπώ και δεν πρόκειται να την χωρίσω... αν αυτό εννοείς...!» τον ειρωνεύτηκε... «...Ό,τι και να κάνεις!» έκλεισε την φράση του και ο Αρίον πετώντας την πετσέτα του πάνω στο τραπέζι σηκώθηκε όρθιος φανερά εκνευρισμένος.

«Πάμε να φύγουμε από εδώ!» είπε στην οικογένειά του και αυτόματα μητέρα και κόρη σηκώθηκαν λες και ήταν προγραμματισμένες και άρχισαν να τον ακολουθούν προς την έξοδο. Όλη αυτήν την ώρα από το άγχος μου, δεν είχα παρατηρήσει και τόσο καλά τα πρόσωπα κανενός παρευρισκομένου, αλλά την ώρα που η Τάνια πέρναγε από μπροστά μου καρφώνοντας την ματιά της επάνω μου κοιτώντας με μέ φανερό μίσος,  δεν μπόρεσα να την αγνοήσω.

Η κοπέλα ήταν σαν μοντέλο... Τόσο ψηλή, σχεδόν στο ύψος του Έντουαρντ και επιβλητική που σου έκοβε την ανάσα μόνο με μια ματιά. Με έκανε να νιώσω τόσο λίγη, που σχεδόν ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν από την ματιά της... Γιατί αντιδρούσε τόσο πολύ σε αυτόν τον γάμο...; Άλλωστε και αυτή είναι μια μπάρμπη σαν και όλες τις άλλες που κουβαλάει στα ταξίδια του κατά καιρούς...! Τώρα τι πείσμα τον έπιασε και την απέρριψε δεν μπορώ να τον καταλάβω... Ιδίως σε σύγκριση με μένα... Άστα να πάνε. Απλά δεν υπάρχει σύγκριση...! Φου μου κάνει και εξανεμίζομαι!

Μόλις εκείνοι έφυγαν, ο Έντουαρντ λες και δεν έτρεχε τίποτα με παρότρυνε να κάτσω στην καρέκλα που υπήρχε μπροστά μου και μόλις έκατσα, έκανε και εκείνος το ίδιο δίπλα μου. Τα γκαρσόνια σε χρόνο μηδέν άρχισαν να μαζεύουν τα μισογεμάτα πιάτα και στην θέση τους μας έφεραν από μια πιατέλα με ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου, μαζί με καφέ και πορτοκαλάδα. Ο Έντουαρντ ατάραχος χωρίς να περιμένει τίποτα, πήρε τον καφέ του και άρχισε να τον απολαμβάνει. Το υπόλοιπο τραπέζι είχε μείνει άφωνο να τον κοιτά σοκαρισμένο και εγώ στην μέση ξέπνοη δεν ήξερα πώς να αντιδράσω.

«Πόσο ηλίθιος είσαι πια;» έσπασε ξαφνικά την σιωπή του ο πατέρας του και εγώ κοίταξα το πιάτο μου αποφεύγοντας την οποιαδήποτε επαφή με τις ματιές των γύρω μου με έναν βαρύ αναστεναγμό,  προσπαθώντας πολύ σκληρά να βρω ξανά την αυτοκυριαρχία μου.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί ταράζεσαι πατέρα... Εχθές μου έκανες ρητό ότι ήθελες να παντρευτώ... ε παντρεύτηκα! Τώρα τι πρόβλημα έχεις;» τον ρώτησε με αυθάδεια και τον κοίταξα σοκαρισμένη. Από πού πήγαζε όλη αυτή η αυτοπεποίθηση;;;... Στο τελευταίο ταξίδι... ούτε μια λέξη δεν μπορούσε μπροστά του να ορθώσει σωστά και τώρα τον αντιμετώπιζε στα ίσια! Δεν μπορώ να το καταλάβω... πραγματικά δεν μπορώ!

«Σου είπα να παντρευτείς με την Τάνια... όχι με την πρώτη που θα σου κάτσει!» αυτά του τα λόγια με έκαναν αυτόματα να γυρίσω προς το μέρος του... Ε αυτό πάει πολύ...! Δεν θα κάτσω έτσι αμέτοχη να με προσβάλουν πατέρας και γιος μόνο και μόνο γιατί έτσι τους συμφέρει.

«Κύριε Κάλεν... δεν σας επιτρέπω!» του πέταξα νευριασμένη και ο Έντουαρντ σφίγγοντας το χέρι μου προσπάθησε να με κάνει να το βουλώσω, αλλά εγώ είχα ξεπεράσει πια τα όρια μου.

«Έννοια σου και θα έρθει και η δική σου η σειρά... προς το παρόν βούλωστο και μην επεμβαίνεις στα προσωπικά μας!» μου γύρισε και αυτό έφτασε για να με κάνει να βγω από τα ρούχα μου.

«Αρκετά...» φώναξα ενώ σηκώθηκα όρθια, αλλά ο Έντουαρντ πιάνοντας το χέρι μου με ανάγκασε να κάτσω στην καρέκλα κοιτώντας με επιβλητικά στα μάτια προειδοποιητικά... «Μην τολμήσεις...» τον προειδοποίησα και γύρισα προς τον πατέρα του αγνοώντας το σφιχτό του κράτημα.

«Δεν ξέρω ποιο είναι το πρόβλημα σας και ούτε και με ενδιαφέρει να το μάθω, αλλά λίγο εσύ, λίγο ο γιος σου με έχετε φέρει στο αμήν... Ποιοι νομίζετε ότι είσαστε για να μου φέρεστε με αυτόν τον τρόπο... επειδή έχετε λεφτά;;;... Να τα πάρετε και να βάλετε εκεί που ξέρετε τα λεφτά σας και τα καλά σας... Μια ζωή δυστυχισμένοι θα μείνετε να τρώτε τα τομάρια σας... διαζύγιο θες κύριε Κάλεν... αύριο στο βγάζω εγώ και ας πάει να κουρεύεται ο γιος σου!»

«Τότε να θεωρήσω ότι το πρόβλημα λύθηκε!» είπε ειρωνικά κοιτώντας τον Έντουαρντ και εκείνος έπεσε βαρύς στην καρέκλα του περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του απελπισμένος.

«Όχι τόσο γρήγορα...» του γύρισα εγώ πριν προλάβει ο Έντουαρντ να μιλήσει και με κοιτάξανε όλοι καλά καλά.

«Πες το ποσό να τελειώνουμε... έχουμε και δουλειές που εκκρεμούν κοπέλα μου!» γέλασα δυνατά με ένα σατανικό γέλιο κουνώντας το κεφάλι μου.

«Δεν περίμενα τίποτα καλύτερο... αλλά δεν εννοούσα αυτό!» του είπα κοιτώντας τον με θράσος στα μάτια.

«Και τι εννοούσες τότε;» με ειρωνεύτηκε εκείνος με την σειρά του και ο Έντουαρντ έμεινε ξέπνοος και σοκαρισμένος να με κοιτάει.

«Έδωσα μια υπόσχεση και είμαι από τους ανθρώπους που κρατούν τον λόγο τους... άσε τον Έντουαρντ να σου αποδείξει ότι στο Παρίσι του στήσανε παγίδα... και μόλις το κάνει θα είναι ελεύθερος από μένα να ξανακάνει την ζωή του όπως γουστάρει... μέχρι τότε... ξέχνα το!»

«Τι;» ρώτησε σοκαρισμένος με φρίκη και κοίταξε τον Έντουαρντ επιβλητικά.

«Μην κοιτάς τον Έντουαρντ... με μένα μιλάς τώρα!» του είπα απαιτώντας την προσοχή του και με κοίταξε σοκαρισμένος στα μάτια

«Ποια νομίζεις ότι είσαι;» με ρώτησε με δηλητήριο στην φωνή του.

«Εγώ ξέρω πολύ καλά ποια είμαι κύριε Κάλεν και δεν αφήνω κανέναν να με ποδοπατάει επειδή έτσι του γουστάρει... λοιπόν για να τελειώνουμε... θα του δώσετε την ευκαιρία που ζητάει ναι ή όχι;»

«Και αν πω όχι;»

«Τότε θα με φορτωθεί για πάντα!» ανασήκωσα τους ώμους μου και ο Έντουαρντ επιτέλους ξεκόλλησε και βρήκε την μιλιά του.

«Έχει δίκιο η Μπέλα... την έμπλεξα σε ένα άσχημο παιχνίδι ελπίζοντας να την βγάλω καθαρή... δεν υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ καμία Τάνια για να κερδίσουμε την υπόθεση της Μπαρλενορμαν... Μου έστησαν παγίδα και είναι εύκολο τους ξεσκεπάσω... δώσε μου δύο μήνες και μπορώ να σου το αποδείξω,  αν δεν τα καταφέρω τότε κάνε ό,τι καταλαβαίνεις... την Μπέλα να την αφήσεις ήσυχη δεν φταίει σε τίποτα... εγώ τα έκανα όλα!»

Ο πατέρας του Έντουαρντ είχε βγει πια από τα ρούχα του. Το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από το κακό του και αν μπορούσε αυτήν την στιγμή, θα έβγαζε σίγουρα καπνούς από τα αυτιά του... Ο συνέταιρος και θείος του Έντουαρντ, Τζέησον, έσπασε επιτέλους την σιωπή του και πήρε για πρώτη φορά τον λόγο.

«Καρλάηλ... έχει δίκιο το παιδί... δεν μπορείς να του επιβάλεις έναν γάμο μόνο και μόνο για να σώσεις την υπόθεση της Μπάρλενορμαν. κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τα μπαλώσουμε... Έντουαρντ είσαι σίγουρος ότι μπορείς να τους ξεσκεπάσεις;» τον ρώτησε ήρεμα και παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα ο Έντουαρντ, πήρε τα πάνω του και άρχισε να μιλάει για όσα είχαν συμβεί. Δεν καταλάβαινα τίποτα από την συζήτηση τους, αλλά από το ύφος του Καρλάηλ κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα έλεγε ο Έντουαρντ, μόνο που εκείνος την προηγούμενη φορά που προσπαθούσε ο Έντουαρντ να του τα πει δεν είχε ακούσει κουβέντα από τον γιο του. Τελειώνοντας τον μονόλογό του ο Έντουαρντ,  ο ξάδελφός του πήρε τον λόγο.

«Θείε έχει δίκιο ο Έντουαρντ. Δεν είναι δύσκολο να τους ξεσκεπάσουμε και πιστεύω ότι αν βοηθήσουμε όλοι μαζί, ίσως καταφέρουμε να ξαναμπούμε στο κόλπο πολύ πιο γρήγορα!» ο Καρλάηλ έμεινε για λίγο σκεπτικός. Η μητέρα του Έντουαρντ τον κοίταζε παρακλητικά στα μάτια, αλλά δεν τόλμαγε να βγάλει άχνα... Απελπισμένη ξανά, πήρα τον λόγο ελπίζοντας να μην τα κάνω χειρότερα.

«Δώστε του την ευκαιρία να σας το αποδείξει. Αν δεν ήταν ικανός δεν θα τον στέλνατε εξαρχής να κλείσει την δουλειά... Από την στιγμή που το κάνατε είμαι σίγουρη ότι ξέρετε πόσο ικανός είναι και ας μην το παραδέχεστε μπροστά του...»

«Μην παρατραβάς το σκοινί...!» προειδοποίησε με δολοφονική ματιά και σήκωσα αμυντικά και τα δύο χέρια μου ψηλά.

«Ό,τι ήταν να πω το είπα!» είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα μου, πήρα την τσάντα μου στο χέρι μου και ξανακοίταξα προς τον Καρλάηλ... «Ελπίζω να με αποδεσμεύσετε σύντομα.» του είπα και χωρίς να περιμένω καμία ανταπόκριση έφυγα από εκεί μέσα πριν πνίξω κανέναν από τα νεύρα μου.

Μόλις μπήκα στο δωμάτιο, πήρα την βαλίτσα μου από το πάτωμα και άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου για να σηκωθώ και να φύγω από εδώ το συντομότερο δυνατόν. Δεν υπήρχε περίπτωση μετά από όλο αυτό να κάτσω μέρα παραπάνω. Ευτυχώς είχα μαζέψει αρκετά χρήματα στην άκρη από την προηγούμενή μου δουλειά. Επιπλέον, το σπίτι που έμενα τους δύο αυτούς μήνες, μου το παρείχαν εκείνοι, καθώς και τα έξοδά μου ήταν όλα πληρωμένα, οι δύο μου μισθοί ήταν σχεδόν ανέπαφοι στην τράπεζα ακόμα και μόλις θα επέστρεφα στην Νέα Υόρκη, θα μάζευα και όλα τα υπόλοιπά μου πράγματα και για αρχή θα πήγαινα στην γιαγιά μου μέχρι να δω τι θα κάνω. Ελπίζω μετά από όλο αυτό να μην μου κλείσουν και όλες οι πόρτες στις υπόλοιπες αεροπορικές εταιρίες..., αναλογίστηκα. Τι σκεφτόμουν ήθελα να ήξερα, την ώρα που εναντιώθηκα στον έναν από τους πιο ισχυρούς άντρες της Αμερικής...! Ελπίζω τουλάχιστον ο Έντουαρντ να μην μου την φέρει τώρα και να μην τον αφήσει να μου το κάνει αυτό. Αλλά και πάλι τι ξέρω για εκείνον...τίποτα..., αναστέναξα σκεπτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA