Ετικέτες

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Fly Away "21. A New Day Has Come"



Μέχρι να φτάσουμε στο δωμάτιο του... κανείς από τους δύο μας δεν έβγαλε λέξη αλλά την στιγμή που έκλεισε την πόρτα πίσω του και με είδε να ξεμακραίνω από κοντά του δεν άντεξε άλλο και πιάνοντας με από το χέρι, με σταμάτησε και με γύρισε προς το μέρος του κοιτώντας με εξεταστικά... Περνώντας την απάντηση που αναζητούσε μέσα από την ματιά μου... σταμάτησε να αναπνέει και χωρίς να πει τίποτα άφησε το χέρι του να πέσει άψυχο πάνω στο σώμα του και σμίγοντας τα χείλια του με πείσμα κοίταξε για λίγο μακριά και με άφησε να συνεχίσω την πορεία μου χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Φτάνοντας στο δωμάτιο του έκλεισα απαλά την πόρτα και ακούμπησα την πλάτη μου βαριά πάνω σε αυτήν πήρα μια βαθιά ανάσα για να αφοπλιστώ με όλη την δύναμη που χρειαζόμουν για να κάνω αυτό που έπρεπε να είχα κάνει από την αρχή... Άνοιξα το φως και παίρνοντας την βαλίτσα μου από το πάτωμα... άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου... Δεν ήθελα να πάρω τίποτα δικό του... αλλά δεν ήθελα να τον κάνω να πονέσει περισσότερο... και έτσι αρκέστηκα μόνο να πάρω ότι πιο ελαφρύ και άνετο είχε διαλέξει για μένα η Άλις ελπίζοντας να με συγχωρέσει γι αυτό.

Βγάζοντας το δαχτυλίδι και τα σκουλαρίκια μου από τα αυτιά μου... τα έβαλα και πάλι στο ιδικό κουτάκι τους και αφού σφράγισα την βαλίτσα μου έβγαλα το φόρεμα και το άφησα πάνω στην καρέκλα που υπήρχε μπροστά από το έπιπλο καθρέφτη... έβγαλα και τα παπούτσια και έμεινα με τα εσώρουχα... Δεν ήθελα τίποτα άλλο να ακουμπήσει το σώμα μου πέρα από το δικό του σώμα... αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν εκείνος είχε το κουράγιο να με αποχαιρετήσει ή αν θα έφευγε από τώρα ώστε να μην με δει να φεύγω.

Γονάτισα πάνω στο κρεβάτι και αφού έκατσα στα πόδια μου πήρα το μαξιλάρι του στην αγκαλιά μου και ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω σε αυτό πήρα μια βαθιά ανάσα για να εισπνεύσω το άρωμα του.

«Θα μου λείψεις τόσο πολύ» ψιθύρισα και άφησα τα δάκρυα μου να τρέξουν πάνω στα καυτά μου μάγουλα και η ματιά μου άδεια και κενή έμεινε να κοιτά την ομορφιά των χρωμάτων που ξεπηδούσαν από τα διάφορα κτήρια χωρίς πραγματικά να τα κοιτώ... Στην αντανάκλαση του γυαλιού το μόνο που πραγματικά έβλεπα ήταν την δική του μάτια... Δύο σμαραγδένιες χάντρες να με κοιτούν με τέτοιο πόνο... που μου ράγιζαν την καρδιά μου.

«Ελπίζω κάποτε να με συγχωρέσεις» ψιθύρισα για άλλη μια φορά και κλείνοντας τα μάτια ακούμπησα το μαξιλάρι του στο πρόσωπο μου και δεν ξανακουνήθηκα.

Τα χέρια του απομάκρυναν το μαξιλάρι που κρατούσα στην αγκαλιά μου και γυρίζοντας προς την μεριά του, τον κοίταξα παρακλητικά... Εκείνος για άλλη μια φορά δεν είπε τίποτα... Με τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του και βάζοντας με να κάτσω πάνω στα πόδια του... τύλιξε το ένα του χέρι γύρω από το κορμί μου και με το άλλο βάζοντας το πάνω στο μάγουλο μου με παρότρυνε να ακουμπήσω πάνω στο γυμνό του στήθος.

Κανείς από τους δύο μας δεν είχε κουράγιο για άλλες κουβέντες... Τα λόγια είχαν πια στερέψει και οι ώρες του αποχωρισμού περνούσαν τόσο γρήγορα που οι ανάσες μας κάθε λεπτό που περνούσε γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες... αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση... Ήταν πολύ αργά να πάρουμε πίσω ότι μοιραστήκαμε... αλλά δεν μπορούμε να πάμε και πουθενά αλλού... Ήδη είναι πολύ βασανιστικό και για τους δύο μας... αν το συνεχίζαμε θα γινόταν ακόμα πιο δύσκολο... οπότε έπρεπε να τελειώσει εδώ... έπρεπε να τελειώσει τώρα.

Γιατί;;;... ούρλιαζα μέσα μου... Γιατί;;;

Γιατί είναι ένας Κάλεν... μου απάντησε η φωνή της λογικής και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τον εαυτό μου να γευτεί λίγο από τα χάδια του για να με κάνουν πιο δυνατή... και να με κάνουν να πάρω όσα περισσότερα μπορούσα μαζί μου ώστε να τα έχω γύρω μου.. στην καρδιά μου και στην ψυχή μου κλειδωμένα για πάντα φυλαγμένα σαν φυλακτό.

«Είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί... το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου» επανέλαβα τα λόγια του και την στιγμή που άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά μου εισπνέοντας άπληστα το άρωμα τους... Άφησα για άλλη μια φορά τα μάτια μου να ξεχειλίσουν ότι έπνιγε την ψυχή μου και έμεινα εκεί μέσα στην ζεστή του αγκαλιά να σφίγγω τα χέρια μου απάνω στα δικά του χέρια που με αγκάλιαζαν μέχρι το πρωί.

Ο ήχος από ξυπνητήρι με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου απότομα από το ξάφνιασμα και το εκτυφλωτικό φως που έμπαινε από το παράθυρο με έκανε να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου από τον πόνο που μου δημιούργησε... Δεν θυμάμαι πια στιγμή με είχε πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά του αλλά τώρα που ξύπνησα ήμουν μόνη... και κλείνοντας το ξυπνητήρι γύρισα προς την άλλη μεριά... Το δωμάτιο ήταν άδειο και πάνω στο μαξιλάρι του υπήρχε ένας φάκελος που έγραφε απάνω...

Σε ευχαριστώ για όλα... Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Με ένα υπέροχο καλλιγραφικό χαρακτήρα που ασυναίσθητα με έκανε να περάσω τα ακροδάχτυλα μου πάνω από αυτά... το πήρα στα χέρια μου και φέρνοντας το κοντά στο πρόσωπο μου εισέπνευσα το υπέροχο διακριτικό του άρωμα που είχε ποτιστεί ο φάκελος και αφού άφησα απάνω σε αυτό ένα απαλό φιλί... το άνοιξα από περιέργεια για να δω τι είχε βάλει μέσα... Μέσα σε αυτό υπήρχαν - τι άλλο να περίμενα - λεφτά και ένα γράμμα που έγραφε:

Είναι οι μισθοί των δύο επόμενων μηνών... Η δουλειά αν ακόμα την θες, είναι δική σου... Έδωσα εντολή να σε αποδεσμεύσουν από το ταξίδι του γυρισμού αλλά μπορείς να επιστρέψεις στα καθήκοντα σου από τα επόμενα ταξίδια.

Δώσε την κάρτα που θα βρεις μέσα στον φάκελο στον κισσέ των εισιτηρίων και θα σου δώσουν το εισιτήριο που σου έχω βγάλει για Νέα Υόρκη... Η πτήση σου φεύγει σε δύο ώρες προλαβαίνεις να πάρεις πρωινό... όσο για τα υπόλοιπα ρούχα θα σου τα στείλω εγώ μόλις γυρίσουμε... δεν δέχομαι αντίρρηση σε αυτό... είναι δικά σου... και αξίζεις πολλά περισσότερα από αυτά.

Καλό ταξίδι και ελπίζω να σε ξαναδώ στην επόμενη μου πτήση.

Είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί... το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου... μην το ξεχάσεις ποτέ.

ΥΓ1. Και εμένα θα μου λείψεις... Περισσότερο από όσο μπορείς να φανταστείς.

ΥΓ2. Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω... Δεν ξέρω τον λόγο που σε κάνει να θέλεις να μείνεις μακριά μου... αλλά ξέρω ότι είναι το ίδιο δύσκολο για σένα όσο και για μένα... και για να το κάνεις αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις άλλη επιλογή και το σέβομαι... Να ξέρεις όμως ότι φεύγοντας παίρνεις μαζί σου και ένα μεγάλο κομμάτι από την καρδιά μου... Θα είμαι πάντα εδώ για σένα... όποτε και όταν με χρειαστείς.

Για πάντα δικός σου
Έντουαρντ... μακάρι να ήταν διαφορετικά αλλά δεν είναι... Κάλεν.

Μέχρι να τελειώσω την ανάγνωση του γράμματος αυτού τα μάτια μου είχαν θολώσει και χρειάστηκε πολλές φορές να τα ανοιγοκλείσω ώστε να καταφέρω να το διαβάσω ολόκληρο... αλλά τα τελευταία του λόγια ήρθαν σαν μαχαιριά στην καρδιά μου και με λύγισαν... με έκαναν να κοπώ στα δύο και τότε δεν άντεξα άλλο και πέφτοντας πάνω στο μαξιλάρι του άρχισα να ξεσπώ όσα κρατούσα με τόσο κόπο μέσα μου.

Οι ώρες περνούσαν και εγώ έπρεπε να φύγω... δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερη σκέψη... έβαλα τα δυνατά μου και με γρήγορες κινήσεις σηκώθηκα αποφασιστικά... Κάνοντας ένα γρήγορο ντους, στέγνωσα τα μαλλιά μου με το σεσουάρ όπως όπως και χωρίς να βαφτώ ντύθηκα με τα ρούχα που είχα ετοιμάσει από το βράδυ, βάζοντας τα τεράστια γυαλιά μάσκα που είχαμε πάρει εχθές...


και κλείνοντας την πόρτα δεν κοίταξα ξανά πίσω μου.

Τα είχε κανονίσει όλα... με μια λιμουζίνα με πήγαν στο αεροδρόμιο και αφού κανόνισα το εισιτήριο μου μπήκα στο αεροπλάνο... πρώτη θέση... και περίμενα υπομονετικά να φύγω μακριά από το μαρτύριο μου.

Φτάνοντας όμως στο διαμέρισμα μου και για τις επόμενες δύο μέρες... τα πράγματα για μένα γίνανε χειρότερα... Καθισμένη στον καναπέ με αδειανό βλέμμα σηκωνόμουν από αυτό μόνο για τα απαραίτητα ενώ την υπόλοιπη μέρα το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αναμασάω ξανά και ξανά τις ίδιες σκέψεις μέσα στο μυαλό μου... με την ματιά του να με στοιχειώνει και να με κάνει ανίκανη να σκεφτώ τίποτα άλλο.

Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω... να πάρω όλα μου τα πράγματα και να φύγω μακριά από όλους και από όλα... και να γυρίσω πίσω στην ασφάλεια του πατρικού μου αλλά ούτε το σώμα ούτε το μυαλό μου αντιδρούσαν... Είχα μείνει παγωμένη στο ίδιο σημείο να μαζεύω τα δάκρυα μου ξανά και ξανά χωρίς να παίρνω μια απόφαση.

Κάποια στιγμή το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε και με έναν αναστεναγμό πήγα προς το ψυγείο να βρω κάτι για να το ξεγελάσω αλλά τίποτα από όσα έβλεπα μέσα σε αυτό δεν με ικανοποιούσε και κλείνοντας το γύρισα την ματιά προς την φρουτιέρα που ήταν άδεια... και τα παράτησα... Πήρα τα κλειδιά μου στα χέρια μου και βγαίνοντας από το διαμέρισμα μου κάλεσα στο ασανσέρ και κατέβηκα στο ισόγειο για να πάω προς το δωμάτιο τροφοδοσίας.

Εδώ πρέπει να τους παραδεχτώ... μπορεί να είναι απαράδεκτοι σαν εργοδότες ή να πω καλύτερα υπέρ απαιτητικοί... αλλά όσο αφορά την στέγη και την τροφοδοσία ήταν όλα πληρωμένα από εκείνους... και με αυτόν τον τρόπο ο μισθός μου έμενε σχεδόν άθικτος... Βέβαια είχα σκεφτεί ότι ίσως και να είναι ένας τρόπος για να μας χρυσώνουν το χάπι μαζί με τον αρκετά υψηλό μισθό που μας δίνουν, για να σκεφτόμαστε δύο και τρεις φορές καλύτερα την απόφαση μας να τους στείλουμε στο διάολο και να τους αφήνουμε σύξυλους ώστε να μην αλλάζουν κάθε τρις και λίγο προσωπικό... αλλά όλη αυτή η γενναιοδωρία από μέρους τους... δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητη.

Όσο για το διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου στο τι χρησίμευε... παρέμενε για όλους μας ένα αναπάντητο ερώτημα... Το είχα συζητήσει με τα παιδιά... αλλά ούτε εκείνα γνώριζαν τον λόγο που υπήρχε... και έτσι κανένας μας δεν το σχολίασε ξανά.

Αφού χαιρέτησα τον θυρωρό με ένα βεβιασμένο χαμόγελο... έβαλα το χέρι μου πάνω στο χερούλι της πόρτας και μόλις την άνοιξα έπεσα επάνω στον Ντανιέλ που εκείνην την ώρα έβγαινε και εκείνος με συγκράτησε από την μέση για να μην πέσω στο πάτωμα.

«Όπα σιγά... τόσο πολύ πεινάς;» με πείραξε αλλά εκείνην την στιγμή ένιωθα τόσο κομμάτια που αρκέστηκα να σκύψω το κεφάλι μου προς τα κάτω φεύγοντας διακριτικά από την αγκαλιά του ζητώντας του ψιθυριστά συγνώμη.

«Μπέλα είσαι καλά;» ρώτησε με εμφανή αγωνία και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κατένευσα δαγκώνοντας τα χείλια μου χωρίς να τον κοιτώ στα μάτια... «Μου είπε ο μικρός ότι δεν ήσουν πολύ καλά και ότι γι αυτό σε αποδέσμευσε από το ταξίδι του γυρισμού... αλλά δεν περίμενα ότι θα ήσουν τόσο χάλια... Τι σου συμβαίνει;» συνέχισε εκείνος με πραγματικό ενδιαφέρον τρίβοντας παρηγορητικά το μπράτσο μου και κοιτώντας το χέρι του παρατήρησα ότι φορούσε ακόμα την στολή του.

«Τώρα γυρίσατε;» τον ρώτησα πίσω αποφεύγοντας να του δώσω οποιαδήποτε άλλη απάντηση και μόλις σήκωσα την ματιά μου προς τα εκείνον... ο Ντανιέλ ξεφυσώντας τα παράτησε και δεν με πίεσε για τίποτα περισσότερο.

«Ναι πριν λίγο... και ήρθα να πάρω τίποτα για να γεμίσω το ψυγείο που είναι άδειο τόσο καιρό»

«Η γυναίκα σου δεν είναι εδώ;» ρώτησα με απορία... Τι γαϊδούρα θεέ μου... είμαι δύο μέρες εδώ και δεν έχω πάει να δω αν χρειάζεται τίποτα η κοπέλα... Ήταν στον μήνα της και σίγουρα θα χρειαζόταν βοήθεια... αλλά εγώ χαμένη μέσα στην μαυρίλα μου δεν σκέφτηκα κανέναν άλλον.

«Δεν τα έμαθες;» με ρώτησε πίσω με την ίδια απορία.

«Να μάθω τι;»

«Γεννήσαμε πριν δυο μέρες;» αυτό για λίγο με έκανε να γελάσω.

«Μαζί;» του γύρισα πίσω και γέλασε και εκείνος πιο πλατιά και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

«Ο μικρός με άφησε να γυρίσω και δεν φαντάζεσαι πως ένιωσα που κατάφερα να το αντέξω όλο αυτό μαζί της... Ήταν από τις πιο δυνατές και πιο υπέροχες στιγμές της ζωής μου»

«Και το μωρό;»

«Αγοράκι... αχ Μπέλα αν τον δεις θα τον ερωτευτείς... είναι τόσο όμορφος»

«Κουκουβάγια» τον πείραξα δίνοντας του ένα απαλό χτύπημα στο μπράτσο και γέλασε και εκείνος με ένα βλέμμα που εκδήλωνε όλη την ευτυχία που ένιωθε μέσα του... Πόσο τον ζήλευα γι αυτό... Μακάρι στα παιδιά να πάνε όλα καλά... τους αξίζουν πραγματικά τα καλύτερα γιατί είναι ένα από τα πιο υπέροχα και τα πιο ευλογημένα ζευγάρια που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου... Είναι στην κυριολεξία ο ένας για τον άλλον.

«Και πότε γυρνάνε;»

«Θα μείνει τον πρώτο μήνα στην μητέρα της μέχρι να βρει την βολή της με τον μικρό και μόλις χαλαρώσουμε με τα ταξίδια θα γυρίσει στο σπίτι και εγώ θα έχω την ευκαιρία να τους χαρώ περισσότερο» είπε με μια ανυπομονησία στην φωνή του... «Στο επόμενο ταξίδι θα είσαι μαζί μας... έτσι δεν είναι;» ρώτησε τώρα κάπως ανήσυχα και κοιτώντας με μέσα στα μάτια έψαχνε να βρει τις απαντήσεις του.

«Δεν ξέρω Ντανιέλ» είπα με ειλικρίνεια και τον κοίταξα παρακλητικά στα μάτια ζητώντας του σιωπηλά να μην με ρωτήσει τίποτα περισσότερο.

«Εσύ ξέρεις καλύτερα» είπε κάτω από τον αναστεναγμό του και χωρίς να πει τίποτα άλλο με αποδέσμευσε.

«Εγώ πάω να ξεκουραστώ λίγο για να πάω αργότερα να δω την Μελένια μου και τον μπόμπιρα» κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και καθώς άρχισε να πηγαίνει προς την έξοδο τον σταμάτησα.

«Ντανιέλ;»

«Ναι;»

«Πότε έχει προγραμματιστεί το επόμενο ταξίδι;»

«Την Παρασκευή φεύγουμε για Βρυξέλες με τον μικρό»

«Ο μικρός στης Βρυξέλες;» ρώτησα σοκαρισμένη και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

«Αυτό ξέρω μόνο» απάντησε εκείνος και συναίνεσα και εγώ την στιγμή που έφυγε και με άφησε μόνη μου.

Δύο μέρες... τέρμα τα ψέματα Μπέλα... πρέπει να πάρεις μια απόφαση τώρα... Αλλά τι να κάνω;... Τι πρέπει να κάνω;... βασάνιζα το εαυτό μου με ερωτήσεις αλλά εκείνος αρνιόταν να μου δώσει μια απάντηση... Ξεφύσησα και τα παράτησα... πήρα μερικά φρούτα στην αγκαλιά μου και μόλις ο Ντανιέλ έστειλε το ασανσέρ τροφοδοσία ξανά κάτω... τα έβαλα μέσα και πατώντας τον όροφο μου έκλεισα την πόρτα και έφυγα από εκεί.

Όταν μπήκα στο διαμέρισμα μου... πήγα στο ασανσέρ τροφοδοσίας... το ξεκλείδωσα και παίρνοντας ξανά τα φρούτα στην αγκαλιά μου τα έβαλα μέσα στον νιπτήρα και πριν ανοίξω την βρύση το κουδούνι της πόρτα χτύπησε και γυρίζοντας προς το μέρος της την κοίταζα σαν χαζή... Ποιος είναι τέτοια ώρα;... αναλογιστικά.

«Ποιος είναι;» ρώτησα χωρίς να κουνιέμαι από την θέση μου.

«Έχω μια παράδοση για την δεσποινίδα Ιζαμπέλ Σουν» απάντησε όποιος ήταν πίσω από την πόρτα και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βίαια από μέσα μου φαντάστηκα ότι θα ήταν τα ρούχα που είχα αφήσει στο δωμάτιο του Έντουαρντ και βαριεστημένα έπλυνα τα χέρια μου και σκουπίζοντας τα πήγα να ανοίξω την πόρτα αφού έκλεισα και κλείδωσα ξανά το ασανσέρ τροφοδοσίας.

Κοιτώντας από το ματάκι της πόρτα είδα έναν νεαρό αρκετά ψιλό που είχε γυρισμένη την πλάτη και διάβασα πάνω στην μπλούζα του που έλεγε “Florance” Τι στο κάλο;;;... σκέφτηκα αλλά τα παράτησα και ανοίγοντας την πόρτα εκείνος γύρισε προς την μεριά μου και έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ γουρλώνοντας τα μάτια μου ενώ το στόμα μου αυτόματα έπεσε στο πάτωμα από το ξάφνιασμα.

«Η δεσποινίς Σουαν;» ρώτησε εκείνος με ένα στραβό χαμόγελο να διαγράφετε στα υπέροχα χαρακτηριστικά του και έτεινε προς το μέρος μου μια τεράστια ανθοδέσμη και ένα βελούδινο κουτάκι από το πιο πανάκριβο και το πιο ξακουστό κοσμηματοπωλείο της Νέας Υόρκης... και κούνησα το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια μου για να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου... Δεν είναι δυνατόν... σίγουρα κάποιος μου κάνει πλάκα... λες να τρελάθηκα και να άρχισα να έχω και παραισθήσεις;... αναρωτήθηκα και ανοίγοντας ξανά τα μάτια μου άρχισα να τον κοιτώ από την κορυφή μέχρι τα νύχια... Εκείνος περίμενε υπομονετικά τις αντιδράσεις μου.

Ο Έντουαρντ Κάλεν... ο Έντουαρντ που γνωρίζω εγώ, ήταν ακριβός μπροστά μου φορώντας ένα πορτοκαλί τισερτ με μια κόκκινη κοντή βερμούδα με διχαλωτές σαγιονάρες ενώ στα μαλλιά του είχε βάλει ένα μαύρο καπέλο που είχε απάνω τα αρχικά NY... Εντάξει αυτό ξεπερνάει κάθε φαντασία.

«Τι... πως;» ξεκίνησα αλλά το σταμάτησα εκεί ανίκανη να ορθώσω μια ολοκληρωμένη φράση από το σοκ και εκείνος αναστενάζοντας άρχισε να μου εξηγεί.

«Αντί να πάω στο σπίτι... πήγα από το αγαπημένο μου ανθοπωλείο... είπα στην ιδιοκτήτρια του ότι χρειάζομαι έναν υπάλληλο της για να με βοηθήσει... και εκείνη με κοίταζε καλά καλά... αλλά μόλις της εξήγησα πόσο απελπισμένος είμαι, εκείνη δέχτηκε να με βοηθήσει και έτσι κανονίστηκαν όλα... πήγα με την Νατάσα»

«Νατάσα;» ειρωνεύτηκα ανασηκώνοντας το φρύδι μου με την ζήλια μου να αντικατοπτρίζεται στα χαρακτηριστικά μου και αυτό τον χαλάρωσε αμέσως και συνέχισε πιο άνετα και πιο περιπαικτικά.

«Ήμουν καλός πελάτης της» εξήγησε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του.

«Ήσουν;» συνέχισα εγώ χωρίς να αλλάζω ύφος και δαγκώνοντας τα χείλια του προσπάθησε να ελέγξει τον εαυτό του κοιτώντας για λίγο μακριά και μόλις πήρε μια βαθιά ανάσα γύρισε και πάλι την ματιά του προς τα μένα και συνέχισε.

«αφού κάναμε μια εντυπωσιακή είσοδο στο γνωστό στέκι μας... στο “For's Seasons” ώστε να είμαι σίγουρος ότι όλο και κάποιος παπαράτσι θα αποθανατίσει την στιγμή... πήγαμε στην σουίτα που είχα κλείσει και μόλις ήρθε το παιδί μετά λουλούδια... Αμέσως αλλάξαμε ρούχα και ο Τάηλερ με φυγάδεψε από την πίσω πόρτα» είπε κλείνοντας το μάτι και δεν άντεξα άλλο.

«Είσαι τρελός... Είσαι...» δεν μπορούσα να ολοκληρώσω την φράση μου... και αρπάζοντας τον από την μπλούζα τον τράβηξα απότομα μέσα στο διαμέρισμα και μόλις τον κάρφωσα πάνω στον τοίχο πέταξα από τα χέρια του ότι κρατούσε στο πάτωμα, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του... Πέταξα και το καπέλο του για να τον κοιτώ καλύτερα και συνέχισα με βαθιά φωνή αφήνοντας μέσα στην ματιά μου να ξεχειλίσει όλο το πάθος που μου είχε ξυπνήσει... «Τόσο σέξι» είπα και σφραγίζοντας το στόμα του πριν προλάβει να πει τίποτα άλλο, άρχισα να τον φιλώ τόσο απαιτητικά και τόσο παθιασμένα... που τον έκανα να βογκήξει μέσα στο στόμα μου και αμέσως βάθυνε το φιλί μας βάζοντας το ένα του χέρι μέσα στα μαλλιά μου ενώ με το άλλο του χέρι με κόλλησε πάνω στο σώμα του απόλυτα... Μόλις ένιωσα το πόσο ερεθισμένος είναι... ήταν η δική μου σειρά να βογκήξω και γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω για να πάρω μια βαθιά ανάσα εκείνος κατασπάραξε κάθε εκτεθειμένο σημείο του λαιμού μου στέλνοντας κύματα φωτιά σε όλο μου το σώμα και δεν άντεξα άλλο.

Αρπάζοντας τον από το χέρι άρχισα να τον τραβώ προς την κρεβατοκάμαρα αλλά εκείνος με σταμάτησε και γύρισα παραξενευμένη προς το μέρος του.

«Μια στιγμή... θέλω πρώτα να ανοίξεις το δώρο σου» είπε παρακλητικά.

«Είμαι σίγουρη ότι θα σου το φέρω στο κεφάλι... Μην μου το χαλάς τώρα» του γύρισα πίσω παρακλητικά και εκείνος χαμογέλασε και δαγκώνοντας τα χείλια του κούνησε το κεφάλι του αρνητικά... Άφησε το χέρι μου και σκύβοντας στο πάτωμα πήρε το βελούδινο κουτί στα χέρια του και το έτεινε προς το μέρος μου κοιτώντας με, βαθιά στα μάτια.

«Είμαι σίγουρος ότι θα το λατρέψεις... Σε παρακαλώ κάνε μου την χάρη» είπε και αναστέναξα στραβομουτσουνιάζοντας... Χωρίς να περιμένει ήρθε πιο κοντά μου και μου το έτεινε για άλλη μια φορά προσπαθώντας πολύ σκληρά να μην γελάσει... Αυτό με έκανε να πονηρευτώ και από περιέργεια τελικά το πήρα στα χέρια μου και μόλις το άνοιξα έμεινα με το στόμα ανοιχτό, γουρλώνοντας τα μάτια μου από την έκπληξη... Εκείνος ακόμα πάλευε με νύχια και με δόντια να βρει την ψυχραιμία να συγκρατηθεί για να μην ξεσπάσει.

«Ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν το μόνο δώρο που θα εκτιμούσες από μένα» είπε και τότε άρχισα να γελάω δυνατά και δεν άντεξε και εκείνος και με μιμήθηκε.

«Ένα κουτάκι προφυλακτικών;» ρώτησα δύσπιστα και ανασήκωσε τους ώμους του... «Μήπως υπονοεί περισσότερα από το προφανές;» συνέχισα και παίρνοντας μια ανάσα γύρισε την ματιά του για λίγο μακριά για να συγκεντρώσει τις σκέψεις του και όταν γύρισε ξανά προς το μέρος μου με κοίταξε σοβαρός στα μάτια και πιάνοντας μου τα χέρια άφησε την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του.

«Μπέλα... δεν έχεις ιδέα πόσο βασανιστικές ήταν αυτές οι δύο μέρες για μένα μακριά σου... αλλά δεν έχω κανένα δικαίωμα απάνω σου και πραγματικά προσπάθησα πολύ σκληρά να καταπνίξω τα θέλω μου για να σε αφήσω στην ησυχία σου όμως είναι πάνω από τις δυνάμεις μου... Όσο και να το προσπάθησα τελικά κατάλαβα ότι δεν μπορώ... απλά δεν μπορώ να είμαι μακριά σου... και αν το μόνο που θες από μένα είναι αυτό... θα το δεχτώ και θα συμβιβαστώ... αρκεί να μην σε χάσω τελείως»

«Πάλι συμβιβάζεσαι;» τον ρώτησα αυστηρά και πάγωσε.

«Έλεος βρε Μπέλα... δεν μπορώ να σε πιάσω πουθενά... τι άλλο θες να κάνω;... Όταν προσπάθησα με χίλιους τρόπους να σου δείξω πόσο σε θέλω κοντά μου, εσύ σηκώθηκες και έφυγες... Τώρα που σου λέω ότι συμβιβάζομαι να σε έχω με οποιονδήποτε τρόπο ικανοποιεί εσένα αρκεί να μην σε χάσω τελείως, μου την λες και από πάνω;... Πόσα θες πια να με τρελάνεις;» ρώτησε απηυδισμένος υψώνοντας τα χέρια του ψιλά με απελπισία κοιτώντας το ταβάνι.

«Δεν θα το μάθεις κανείς» απαίτησα και ξεφύσησε.

«Σου το ορκίζομαι»

«Ιδίως ο πατέρας σου»

«Τον έπεισα ότι τέλειωσε» μου έκλεισε το μάτι.

«Και δεν θα απαιτήσεις τίποτα περισσότερο»

«Τίποτα περισσότερο» επιβεβαίωσε.

«Πόσο χρόνο έχουμε;» ρώτησα και αναστέναξε με ανακούφιση.

«Όλο το βράδυ είναι δικό μας» απάντησε και κοίταξα πάλι προς το κουτί των προφυλακτικών και σκεφτική δαγκώνοντας τα χείλια μου το πήρα στα χέρια μου και δείχνοντας το, του είπα προκλητικά.

«Και είσαι σίγουρος ότι θα μας φτάσει;» δάγκωσε τα χείλια του και αφήνοντας ένα βογκητό έπεσε επάνω μου σαν αρπακτικό έτοιμο να με κατασπαράξει και κλειδώνοντας τα χέρια του γύρω από το κορμί μου κάλυψε τα χείλια μου με τα δικά του και με κατέκτησε με τέτοιο πάθος που λίγο ήθελα να λιποθυμήσω.

Δεν χάσαμε χρόνο και με βιαστικές κινήσεις αρχίσαμε να διώχνουμε όλα τα εμπόδια που υπήρχαν απάνω μας ώστε τα κορμιά μας για άλλη μια φορά να γίνουν ένα ενώ παραπατώντας, χτυπούσαμε τα κορμιά μας πάνω στους τοίχους και αγκομαχώντας χωρίς να σπάμε το φιλί μας προσπαθούσαμε να φτάσουμε μέχρι το δωμάτιο μου αλλά το πάθος μας ήταν τόσο μεγάλο που δεν αντέχαμε να κάνουμε βήμα παραπάνω.

Λίγο πριν φτάσουμε στο δωμάτιο... του φόρεσα ένα προφυλακτικό και εκείνος αμέσως με ανασήκωσε στην αγκαλιά του χωρίς να με αφήνει από το σφιχτό του κράτημα και χωρίς να αποχωρίζομαι τα χείλια του τύλιξα τα πόδια μου γύρω από το σώμα του... Εκείνος μπήκε αμέσως μέσα μου και σηκώνοντας το κεφάλι προς τα πάνω φώναξα δυνατά από την έξαψη που ένιωσα.

Οι κινήσεις του γρήγορες... βαθιές... απελπισμένες... κατακτούσαν το κορμί και την ψυχή μου και εγώ λύγιζα κάτω από αυτό το καυτό άγγιγμα και το κορμί μου σύγκορμο εξέφραζε όλη την φρενίτιδα που με είχε καταβάλει με κάθε τρόπο... ενώ τα ουρλιαχτά μου αντηχούσαν στους άδειους τοίχους κάνοντας αντίλαλο.

«Με καις...» ούρλιαξε... «Σε θέλω τόσο απελπισμένα που πονάω» συνέχισε με κομμένη ανάσα ξεσπώντας μέσα μου όλο τους το πάθος.

«Και εγώ μωρό μου» φώναξα ξέπνοα... και πέφτοντας απάνω του τα χείλια μου από δική τους πρωτοβουλία άρχισαν να ρουφούν και να γεύονται την καυτή και ιδρωμένη του επιδερμίδα με τέτοιο πάθος που εκείνος τρελάθηκε ακόμα περισσότερο... και ζουλώντας τα χέρια του πάνω στους γλουτούς μου έκανε τις ωθήσεις του πιο γρήγορες και η έκρηξη μου ήρθε να με από τελειώσει.

Ούρλιαξα δυνατά και την στιγμή που ένιωσε τα καυτά μου υγρά να ξεσπούν με μανία απάνω του... σίριξε σύγκορμος και βάζοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στην βάση του λαιμού μου με πήρε πιο δυνατά και πιο γρήγορα αφήνοντας τον εαυτό του να ξεσπάσει όλο το βάρος που τον πλάκωνε μέσα μου μουγκρίζοντας και βαριανασαινοντας από ικανοποίηση.

Μια κίνηση λίγο πιο πέρα από μας... με έκανε ξαφνιασμένη να γυρίσω το κεφάλι μου από την άλλη και μόλις είδα τον Γκουστάβο να μας κοιτά με γουρλωμένα μάτια πάτησα μια τρομοκρατημένη στριγκλιά που έκανε τον Έντουαρντ από το ξάφνιασμα να με συγκρατήσει πιο σφιχτά στην αγκαλιά του προστατευτικά ενώ γύριζε την ματιά του προς το μέρος που κοιτούσα και εγώ.

«Σ... σ...συγνώμη...» τραύλισε ο Γκουστάβο σοκαρισμένος σηκώνοντας τα χέρια του μπροστά αμυντικά ασθμαίνοντας ενώ έκλεινε τα μάτια του για να μην μας κοιτά.

«Δεν... δεν ήξερα... εννοώ... δεν ήθελα...» ο κακομοίρης δεν ήξερε πως να τα μπαλώσει από την αναστάτωση που ένιωσε και εγώ για μια στιγμή κοιτάχτηκα με τον Έντουαρντ στα μάτια.

«Άκουσα φωνές και νόμιζα...» συνέχιζε εκείνος... «Συγνώμη πραγματικά δεν ήξερα... είδα την πόρτα ανοιχτή και φοβήθηκα ότι κάτι έπαθε η Μπέλα... συγνώμη» απολογούταν και ο Έντουαρντ αναστέναξε βαθιά.

«Δεν είδες τίποτα» απαίτησε με σκληρή φωνή... και ο Γκουστάβο κατένευσε και προσπάθησε να αποδεσμεύσει τον εαυτό του.

«Σας το ορκίζομαι κύριε Κάλεν... δεν πρόκειται να το πω πουθενά... και πάλι συγνώμη» είπε τρομοκρατημένα και τότε ο Έντουαρντ του έδωσε την άδεια να φύγει.

«Άφησε μας τώρα μόνους και αν τολμήσεις να πεις τίποτα γι αυτό σου το ορκίζομαι ότι θα το πληρώσεις πολύ ακριβά» του είπε με μια φωνή που τρόμαξε ακόμα και μένα και τον κοίταξα στα μάτια και εκείνος βάζοντας το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου με τράβηξε κοντά του και με έβαλε να ακουμπήσω πάνω στον ώμο του παρηγορώντας με, τρίβοντας την πλάτη μου απαλά.

«Σας το ορκίζομαι κύριε Κάλεν δεν πρόκειται να το πω πουθενά» προσπάθησε να τον καθησυχάσει κρατώντας ακόμα τα μάτια του σφραγισμένα.

«Εντάξει σε πιστεύω... Εξαφανίσου τώρα και κλείσε και την πόρτα πίσω σου» συνέχισε ο Έντουαρντ χωρίς να αλλάζει ύφος και ο Γκουστάβο έκανε αμέσως μεταβολή και σχεδόν τρέχοντας έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Μόλις άκουσα την πόρτα να κλείνει ο Έντουαρντ πήρε μια ανακουφιστική ανάσα και με φίλησε απαλά πάνω στην βάση του λαιμού μου.

«Είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία και κατένευσα.

«Έλα να κάνουμε ένα μπανάκι να χαλαρώσουμε» συνέχισε απαλά και αφήνοντας με να ακουμπήσω τα πόδια μου στο πάτωμα πήρα μια βαθιά ανάσα και με ανάγκασε να τον κοιτάξω... «Δεν θα τολμήσει να πει τίποτα...» προσπάθησε να με καθησυχάσει αλλά εγώ σκεφτόμουν πέρα από αυτό... «Θα φροντίσω να κλείσει το στόμα του... και αν τολμήσει να σου πει τίποτα γι αυτό θέλω να μου το πεις αμέσως για να τον κανονίσω καταλλήλως» απαίτησε καταλαβαίνοντας τον λόγο της αναστάτωσης μου και ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του και εκείνος αμέσως τύλιξε και τα δικά του γύρω από το δικό μου κορμί και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου παρασέρνοντας με προς το μπάνιο.

ESCAPE POLH FANTASMA