Ετικέτες

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Fly Away "6. Way Me?"




«Δεν θέλω να σε αποκόψω από τις σκέψεις σου, αλλά πρέπει να ετοιμαστείς για να φύγουμε.» είπε και γύρισα απότομα προς το μέρος του.

«Nα ετοιμαστώ;» ρώτησα με φρίκη

«Eχεις δει πολλές νύφες να παντρεύονται με φόρμα;» μου γύρισε πίσω ειρωνικά και έσμιξα τα χείλια μου με πείσμα για να μην του πω τίποτα άλλο και πήγα προς την βαλίτσα μου, που ήταν ακόμα στο πάτωμα, νευριασμένη... Παίρνοντάς την στα χέρια μου, την έβαλα επάνω στο κρεβάτι, την άνοιξα και κάθισα κοιτώντας τα ρούχα μου αναποφάσιστη.

«Εσύ έτσι θα έρθεις;» τον ρώτησα για να δω τι θα φορέσω.

«Θα βάλω και σακάκι και μια γραβάτα...»

«Δηλαδή επίσημο ένδυμα!» γκρίνιαξα ξεφυσώντας και εκείνος έπνιξε το γέλιο του βήχοντας επίτηδες.

«Τί να βάλω τώρα;» μίλησα στον εαυτό μου πιάνοντας το κεφάλι μου, με απελπισία.

«Γιατί δεν βάζεις αυτό που φόραγες όταν φύγαμε από το Παρίσι;» ρώτησε και γύρισα προς το μέρος του σμίγοντας τα φρύδια μου με απορία.

«Τόσο επίσημο;» ρώτησα απελπισμένη και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Ααα και μην ξεχάσω... Στις φωτογραφίες πρέπει να είσαι πειστική!» είπε και τον κοίταξα με απορία.

«Πειστική εννοώντας;»

«Πρέπει να δείχνουμε ερωτευμένοι...!» είπε γελώντας με το ύφος μου και έμεινα να τον κοιτάω ακόμα σοκαρισμένη.

«Πας καλά...; Πώς διάολο θα το κάνω αυτό...;  Χριστέ μου τι πάνω να κάνω;» ούρλιαξα πιάνοντας το κεφάλι μου.

«Δεν έχουμε καιρό για δεύτερη σκέψη.» δήλωσε αυστηρά και εγώ τα πήρα περισσότερο.

«Έχω όμως χρόνο να το μετανιώσω!» του γύρισα πίσω εκνευρισμένη και εκείνος με κοίταξε σοκαρισμένος.

«Όχι... όχι... όχι... το υποσχέθηκες... Τώρα ντύσου γρήγορα να φύγουμε πριν μας πάρει το ξημέρωμα.» είπε ερχόμενος κοντά μου και σκαλίζοντας την βαλίτσα μου, έβγαλε το φόρεμα που είχα πάρει από το Παρίσι, το έριξε πάνω στο κρεβάτι και γυρίζοντας προς το μέρος μου, έβαλε τα χέρια του πάνω στο μπλουζάκι μου... Τον σταμάτησα πισωπατώντας και ουρλιάζοντας.

«Τί νομίζεις ότι κάνεις;;;» είπα βάζοντας τα χέρια μου μπροστά για να τον εμποδίσω, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να το μετανιώσεις... Το υποσχέθηκες!» είπε σκληρά και την στιγμή που με πλησίασε ξανά, τον σταμάτησα για άλλη μια φορά.

«Αυτό δε σημαίνει ότι θα υπάρχει τίποτα παραπάνω από αυτό!» του δήλωσα με την ίδια σκληρότητα στην φωνή μου, που είχε και η δική του και με κοίταξε με ένα ειρωνικό ύφος.

«Δεν είχα σκοπό να κάνω τίποτα παραπάνω... Τώρα ντύσου να φύγουμε...σε λίγο θα είναι όλοι εδώ!»

«Κάνε πίσω!» τον προειδοποίησα πισωπατώντας.

«Μπέλαααα!» είπε απελπισμένος και σταμάτησε βάζοντας το χέρι του μέσα στα μαλλιά του για να καλμάρει την ένταση του.

«Θα ντυθώ! Οκ;... Αλλά κάνε πίσω» συνέχισα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τελικά κατένευσε και μου άφησε λίγο χώρο για να μπορέσω να κινηθώ και παίρνοντας το φόρεμα στο χέρι μου κίνησα να πάω στο μπάνιο για να αλλάξω. Εκείνος δεν είπε τίποτα άλλο, για να μην κάνει την κατάσταση χειρότερη.

Βγαίνοντας από το μπάνιο, πήγα και πάλι προς την βαλίτσα μου και αφού πήρα στα χέρια μου το νεσεσέρ μου, έκατσα στον καθρέφτη που είχε το δωμάτιο και άρχισα να βάφομαι. Εκείνος καθόταν μπροστά από το παράθυρο κοιτώντας μακριά χωρίς να λέει τίποτα... Ήταν τόσο σφιγμένος που ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να εκραγεί... Γιατί συμφώνησα;;;  ρωτούσα ξανά και ξανά τον εαυτό μου, αλλά δεν έπαιρνα καμία απάντηση.

«Θες να φας τίποτα πριν....» είπε σταματώντας την φράση του με νόημα... Ούτε την λέξη δεν μπορούσε να πει.

«Όχι,  προτιμώ να έχω άδειο στομάχι.» του γύρισα πίσω εκνευρισμένα και γυρίζοντας προς το μέρος μου, σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και με κοίταξε περιπαιχτικά... Ναι, είχε γυρίσει ο Έντουαρντ.

«Μπορώ να μάθω το γιατί;»

«Για να αποφύγω κανένα δυσάρεστο ατύχημα... την ώρα που θα λέω το δέχομαι!» τον ειρωνεύτηκα κοιτώντας τον μέσα από τον καθρέφτη καθώς έβαζα το ρουζ και εκείνος γέλασε σιγανά περνώντας την γλώσσα του από τα χείλια του κοιτώντας για λίγο μακριά.

«Σίγουρα δεν θέλουμε να μας συμβεί κάτι τέτοιο!» ανταπέδωσε.

«Δε σου το υπόσχομαι...» του είπα αφήνοντας την αηδία μου να εκφραστεί στο πρόσωπο μου και εκείνος έτριψε το πρόσωπό του κουρασμένα, ακόμα γελώντας.

«Έτοιμη;» ρώτησε μόλις είδε να βάζω τα καλλυντικά μου στην θέση τους και αναστέναξα.

«Δεν θα το έλεγα, αλλά πάμε να φύγουμε πριν σκεφτώ τι πάω να κάνω...γιατί μόλις το συνειδητοποιήσω, να είσαι σίγουρος ότι θα το μετανιώσω.» Σε αυτήν μου την δήλωση, εκείνος αμέσως βρέθηκε σε εγρήγορση... και πλησιάζοντάς με μέ γρήγορο βήμα, με πήρε από το χέρι και άρχισε να με σέρνει προς την πόρτα. «Εεε... χαλάρωσε!» του είπα εγώ προσπαθώντας να ελευθερώσω το χέρι μου από το κράτημά του.

«Τι έγινε πάλι;» ρώτησε έξαλλος και γύρισε προς την μεριά μου.

«Έχεις δει πολλές νύφες ξυπόλητες;» τον ειρωνεύτηκα και εκείνος κοιτώντας τα πόδια μου, πήρε μια βαθιά ανάσα και με άφησε από το κράτημά του για να πάρω τα παπούτσια μου από την βαλίτσα.

«Πώς τα χωράς όλα αυτά τα πράγματα σε μια μόνο βαλίτσα;»

«Θες να το αναλύσουμε τώρα αυτό;» του γύρισα και γέλασε ξανά χαλαρώνοντας.

«Πρέπει να το παραδεχθείς πάντως... Είμαστε το πιο παράξενο δίδυμο στην ιστορία!»

«Προτιμώ να μην το σκέφτομαι τώρα αυτό.» τον προειδοποίησα και σοβάρεψε αμέσως.

«Μετά από σας...» είπε σαν τζέντλεμαν και κρατώντας την πόρτα έκανε στην άκρη για να περάσω... Πήρα το κλειδί-κάρτα του δωματίου μου και την τσάντα μου και προχώρησα προς το μέρος του με βαρύ βήμα. Τον κοίταξα ανέκφραστη για μια στιγμή, ακόμα αναποφάσιστη και αφού πήρα μια βαθιά ανάσα, τελικά πέρασα το κατώφλι της πόρτας και δεν κοίταξα πίσω μου. Γιατί το κάνω αυτό;;;... ρώτησα άλλη μια φορά τον εαυτό μου απελπισμένη, όμως για άλλη μια φορά καμία απάντηση δεν πήρα.

Ο Τάηλερ μας περίμενε έξω από την λιμουζίνα και μόλις με είδε με κοίταξε εξεταστικά. Του χαμογέλασα θλιμμένα και χωρίς να πω κουβέντα, μπήκα μέσα και έκατσα στο παράθυρο καρφώνοντας την ματιά μου έξω από αυτό σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος. Κανείς από τους δύο μας δεν έλεγε κουβέντα... Ήμασταν και οι δύο χαμένοι στις δικές μας σκέψεις...κοιτούσαμε τον κόσμο που διασκέδαζε ο καθένας με τον δικό του τρόπο και συγχρονισμένα και οι δύο αφήσαμε έναν βαρύ αναστεναγμό... Γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του με απορία και το ίδιο ταυτόχρονα με μένα έκανε και εκείνος... Και πάλι δεν είπαμε τίποτα... κοιτιόμασταν στα μάτια με την ίδια απορία να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό μας, χωρίς κανένα άλλο συναίσθημα... Μόλις η λιμουζίνα ακινητοποιήθηκε και άκουσα την πόρτα να ανοίγει, η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο και αμέσως άρχισε να χτυπάει σαν τρελή σε σημείο να διαλύσει το στήθος μου. Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος που έκανε το κορμί μου να παραλύσει. Ο Έντουαρντ έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου και εγώ το κοίταζα σαν χαζή... Γιατί το κάνω αυτό;... ρώτησα με παράπονο για άλλη μια φορά τον εαυτό μου.

«Μπέλα;» είπε το όνομα μου απαλά και τον κοίταξα με τρόμο στα μάτια.

«Γιατί το κάνω αυτό;» εξωτερίκευσα την σκέψη μου ελπίζοντας να μου δώσει εκείνος την απάντηση που αναζητούσα και με κοίταξε με πόνο στα μάτια.

«Αυτό προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω...» είπε μέσα από τον αναστεναγμό του και χαμήλωσε το χέρι του ηττημένος... «Συγνώμη Μπέλα...» είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και με απελευθέρωσε από την ματιά του... «Έχεις δίκιο... είναι πολύ για σένα όλο αυτό...» είπε και έπεσε βαρύς στο κάθισμα κοιτώντας το ταβάνι.

«Μου υπόσχεσαι ότι θα με απαλλάξεις από αυτό;» τον ρώτησα με αγωνία και γύρισε την ματιά του αργά προς το μέρος μου.

«Το συντομότερο δυνατό...» μου επιβεβαίωσε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γύρισα και πάλι την ματιά μου κοιτώντας μακριά έξω από το παράθυρο και πριν αλλάξω γνώμη, πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα. Άνοιξα την πόρτα και πήδηξα έξω από το αυτοκίνητο χωρίς να τους περιμένω και κλείνοντας την πόρτα με δύναμη έκανα το γύρω του αυτοκινήτου και πήγα και στάθηκα δίπλα του.

«Το πολύ δύο μήνες.» τον προειδοποίησα.

«Το πολύ...» μου επιβεβαίωσε.

«Και δεν θα το μάθει κανείς.» συνέχισα και μου χαμογέλασε συγκρατημένα.

«Αν συνεχίσουμε να στεκόμαστε για πολλή ώρα εδώ, δεν σου το εγγυώμαι αυτό...» είπε συνωμοτικά και κοιτώντας γύρω μου, του έδωσα το χέρι μου και εκείνος πριν ξεκινήσει, το κράτησε σφιχτά στα δικά του και το φίλησε απαλά χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά μου.

«Θα σου το χρωστάω για όλη μου την ζωή.» είπε μόνο και βάζοντας το χέρι του στην μέση μου με παρέσυρε προς το εκκλησάκι.

Αφού τελείωσε με τα διαδικαστικά ήρθε και πάλι κοντά μου... Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω... Φοβόμουν τόσο πολύ ότι θα το μετανιώσω... Χαμένη μέσα στις σκέψεις μου δεν κατάλαβα ότι ήρθε η στιγμή που θα έπρεπε να πω δέχομαι και ο Έντουαρντ με σκούντησε απαλά.

«Μμμ;» είπα με απορία κοιτώντας γύρω μου και ο Έντουαρντ με κοίταξε με νόημα στα μάτια.

«Συγνώμη τι είπατε;» ρώτησα ακόμα στον κόσμο μου και ο ιερέας έκρυψε με κόπο το γελάκι του.

«Δέχεσαι να πάρεις τον Έντουαρντ Κάλεν;»

«Ααααααα...! Ναι!» είπα απευθείας και τώρα ήταν σειρά του Έντουαρντ να κρατηθεί για να μην γελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε και πολύ καλά. Τον κοίταξα θυμωμένα στα μάτια και δαγκώνοντας τα χείλια του γύρισε πάλι την ματιά του μπροστά για να τελειώνουμε με όλη αυτήν την κωμωδία.

Η ώρα της κρίσης. Δυστυχώς έπρεπε να βγάλουμε και πειστήρια, όταν ήρθε κοντά μου για να βγάλουμε τις περιβόητες φωτογραφίες. Με κοίταξε αμήχανα και ξεροκαταπίνοντας είπε με νόημα.

«Μην ξεχάσεις να είσαι πειστική...»

«Και πώς ακριβώς γίνεται αυτό;» τον ειρωνεύτηκα.

«Για να είμαι ειλικρινής... είχα την ελπίδα ότι σε αυτό το κομμάτι εσύ θα ήξερες περισσότερα από μένα...»

«Τώρα έδεσες!» του πέταξα και γέλασε στριφογυρίζοντας τα μάτια του και κοιτώντας προς τα πάνω πριν συνεχίσει.

«Δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ σου;» με ρώτησε με προσποιητή φρίκη δύσπιστα.

«Όχι.» του είπα με ειλικρίνεια ανασηκώνοντας τους ώμους μου.

«Επιτέλους βρήκαμε και ένα κοινό σημείο!» συνέχισε γελώντας.

«Ναι, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν βοηθάει και πολύ.» του γύρισα εκνευρισμένη και σοβάρεψε.

«Έχεις δίκιο...» είπε με έναν αναστεναγμό περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του... «...και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε και αναστέναξα κοιτώντας γύρω μου ασυναίσθητα.

Εκείνη τη στιγμή έπεσε το μάτι μου σε ένα ζευγάρι που είχε αγκαλιαστεί, χαμένο στο δικό του κόσμο... Κοιτιόντουσαν στα μάτια με τέτοια λατρεία ο ένας για τον άλλον που έκανε την καρδιά σου να σπάει σε χίλια κομμάτια και μόνο που τους  κοίταζες... Γύρισα προς την μεριά του Έντουαρντ και εκείνος προς την δική μου και μόλις οι ματιές μας συναντηθήκανε είπαμε ταυτόχρονα:

«Μπααααα...» κουνώντας αρνητικά και οι δύο με πείσμα το κεφάλι μας με φρίκη.

«Ναι, αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε...» είπα εγώ και συναίνεσε.

«Τουλάχιστον μπορούμε να προσπαθήσουμε.» είπε σμίγοντας τα φρύδια του με απελπισία.

«Άντε να το κάνουμε και αυτό...» ανταπέδωσα απηυδισμένα και ήρθε πιο κοντά μου... Τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου και εγώ γύρω από τον λαιμό του και κοιταχτήκαμε στα μάτια με την ίδια απορία.

«Είσαι σίγουρος ότι θα πετύχει ;» τον ρώτησα και χαμογέλασε.

«Η νεκροψία θα δείξει» είπε και έριξα το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του.

«Χριστέ μου τι σου έκανα και με βασανίζεις τόσο;» είπα απελπισμένη και ο Έντουαρντ άρχισε να τραντάζεται στα γέλια. Σήκωσα το κεφάλι μου θιγμένη, αλλά μόλις η ματιά του κλειδώθηκε στην δική μου, εκείνος αμέσως σοβάρεψε και αναστενάζοντας με κοίταξε με το ίδιο βλέμμα που με κοίταζε και όλες τις άλλες φορές πριν κάνουμε έρωτα και έμεινα ξέπνοη να τον κοιτώ χωρίς να μπορώ να κάνω καμία λογική σκέψη. Ένα φλας άστραψε και πετάρισα τα μάτια μου από το ξάφνιασμα.

«Άλλη μια παρακαλώ!» είπε ο φωτογράφος και γυρίζοντας και οι δύο προς το μέρος του τον αφήσαμε να κάνει την δουλειά του.

Στο αυτοκίνητο επικρατούσε και πάλι η ίδια σιωπή και οι δύο χαμένοι μέσα στον δικό μας κόσμο να κοιτάμε τον έξω κόσμο μέχρι που εκείνος έσπασε πρώτος την σιωπή του.

«Πεινάς;» γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του.

«Νομίζω ότι τώρα μπορώ να φάω κάτι...!» του είπα πειράζοντάς τον και αμέσως εκείνος τσίμπησε και το συνέχισε.

«Τελικά δεν ήταν και τόσο φριχτό.»

«Όπως το βλέπει κανείς... Αυτά πρέπει να τα φοράω συνέχεια;» τον ρώτησα δείχνοντας με την ματιά μου το δαχτυλίδι και την βέρα που είχε πάρει ο Τάηλερ για την περίσταση.

«Μόνο όσο θα είμαστε μαζί με τους δικούς μου... Μετά μπορείς να κάνει ό,τι θες.» συναίνεσα και η ματιά μου έπεσε πάνω στον φάκελο με τις φωτογραφίες.

«Δεν θα τις δεις;» ρώτησε ακολουθώντας την ματιά μου.

«Είμαι σίγουρη ότι είναι φριχτές... οπότε όχι!»

«Τί θες να φας;» γύρισε την ερώτηση πάλι στο φαί και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κοίταξα πάλι έξω από το παράθυρο.

«Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη προτίμηση...» απάντησα και χάθηκα πάλι στον δικό μου κόσμο, μέχρι που το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο Έντουαρντ μου έτεινε και πάλι το χέρι του για να με βοηθήσει να βγω. Τον κοίταξα για μια στιγμή και αφού του έδωσα το χέρι μου βγήκα από το αυτοκίνητο.

Συνειδητοποιώντας ότι είχαμε γυρίσει πίσω στο ξενοδοχείο, λίγο πριν φτάσουμε στην τραπεζαρία τον σταμάτησα και γύρισε με απορία προς το μέρος μου.

«Ξέρεις κάτι... τελικά δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να φάω... προτιμώ να πάω στο δωμάτιο μου να ξεκουραστώ...»

«Μπέλα κοιμάσαι πάνω από 24 ώρες, σίγουρα πρέπει να φας κάτι!»

«Τί;» τον ρώτησα παγωμένη μην μπορώντας να συνειδητοποιήσω τα λόγια του.

«Γυρίσατε εχθές το απόγευμα και από τότε δεν έχεις βγει από το δωμάτιό σου... και αν κρίνω από την εμφάνιση που σε βρήκα δεν πρέπει να κοιμάσαι από την στιγμή που γυρίσατε...» έβαλα το χέρι μου πάνω στο μέτωπο μου και αναστενάζοντας κοίταξα για λίγο γύρω μου χωρίς να ξέρω τον λόγο.

«Το Τζετ λαγκ με διέλυσε...» είπα απορροφημένη στις σκέψεις μου.

«Λογικό ήταν...» είπε παρηγορητικά και γύρισα ξανά προς το μέρος του.

«Δεν έχει σημασία... θέλω να πάω να ξαπλώσω.» συνέχισα με πείσμα και τελικά το δέχτηκε.

«Όπως νομίζεις... Το πρωί θα έρθω να σε πάρω να κατέβουμε μαζί για πρωινό.» δήλωσε χωρίς να δέχεται αντίρρηση και συναίνεσα μηχανικά χωρίς να πω κάτι άλλο... Τί διάολο σκεφτόμουν όταν το δέχτηκα;;;... ρώτησα τον εαυτό μου αλλά εκείνος ακόμα αρνιόταν να μου δώσει οποιαδήποτε απάντηση.

Γύρισα προς το ασανσέρ, κάλεσα την καμπίνα και έμεινα μπροστά από τις κλειστές πόρτες περιμένοντάς το... Εκείνος ήρθε αμέσως δίπλα μου και περίμενε μαζί με μένα.

«Εσύ δεν θα φας;» τον ρώτησα με απορία.

«Έχεις ιδέα τι ώρα είναι;» μου γύρισε πίσω και τον κοίταξα εκνευρισμένη στα μάτια.

«Μου έδωσες το περιθώριο να καταλάβω τι μου γίνεται;;;» γέλασε με την έκφραση μου και γύρισε πάλι την ματιά του προς την πόρτα του ασανσέρ, που εκείνη τη στιγμή άνοιγαν οι πόρτες του και με παρέσυρε μέσα απαλά.

«Σίγουρα σε έπιασα στον ύπνο.» είπε σαν να έδινε μιαν απάντηση στον εαυτό του και αναστέναξα.

«Αυτό ξαναπές το!» του επιβεβαίωσα και μέχρι να φτάσουμε στον όροφό μου δεν ξαναείπαμε τίποτα άλλο.

Όταν άνοιξαν οι πόρτες άρχισα να προχωρώ προς τον διάδρομο χωρίς να κοιτάξω πίσω μου για να τον δω.

«Στις 8 θα περάσω να σε πάρω...» είπε αλλά δεν γύρισα να του δώσω καμία απάντηση.

Φτάνοντας έξω από το δωμάτιό μου έβαλα την κάρτα στην εσοχή και άνοιξα την πόρτα... Μόλις μπήκα μέσα και είδα τα διάσπαρτα ρούχα και την βαλίτσα στο κρεβάτι αναστέναξα.

Τώρα όλο αυτό συνέβη στην πραγματικότητα;;; αναρωτήθηκα και έμεινα για λίγο ακόμα ακουμπισμένη στην πόρτα να κοιτώ το δωμάτιο, άδεια. Τι ώρα είναι;;; ξανασκέφτηκα και ανοίγοντας την τσάντα μου έβγαλα έξω το κινητό μου και το άνοιξα για να δω την ώρα όπως και το αν είχα καμία κλήση. Μόλις συνειδητοποίησα ότι ήταν 3 η ώρα τα ξημερώματα, έβγαλα μια στριγκλιά...! Ο Χριστός και η Παναγία! Τον μπάσταρδο...με έπιασε στον ύπνο...! Σίγουρα αυτή είναι η αιτία που δέχτηκα, αλλά τώρα είναι αργά για πισωγυρίσματα.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και τα παράτησα. Πέταξα στο πάτωμα την βαλίτσα και ό,τι άλλο υπήρχε πάνω στο κρεβάτι και αφού έπεσα όπως ήμουν πάνω σε αυτό, έβγαλα τα παπούτσια μου και διπλώθηκα σε μία μπάλα φέρνοντας τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου. Η ματιά μου έπεσε πάνω στο χέρι μου που ακόμα φορούσε την βέρα και το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει... Τα έβγαλα με βίαιο τρόπο από το δάχτυλό μου και αφού τα πέταξα όπου νά ‘ναι μέσα στο δωμάτιο, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τον εαυτό μου να χαλαρώσει... Δεν πέρασε πολύ ώρα και αποκοιμήθηκα ξανά.

Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα με έκαναν να αναπηδήσω... Τι στο καλό;;;... έπιασα το κεφάλι μου και πάλεψα σκληρά να θυμηθώ πού ήμουν αυτήν την φορά.

«Θα ανοίξεις την πόρτα επιτέλους;» άκουσα την έξαλλη φωνή του Έντουαρντ και σαν ντεζαβού ήρθαν όλα τα γεγονότα ξανά στην μνήμη μου και έμεινα να κοιτώ την πόρτα με απορία. Τελικά συνέβη πραγματικά; Ή τα ονειρεύτηκα όλα αυτά...; σκέφτηκα αλλά η έξαλλη φωνή του καθώς και τα επίμονα χτυπήματα στην πόρτα, με απέσπασαν από τις σκέψεις μου.

«Τώρααα...» μούγκρισα μέσα από τα δόντια μου και με νωχελικές κινήσεις σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα. Την άνοιξα ίσα-ίσα κοιτώντας τον με δολοφονική ματιά... Εκείνος ξεφύσησε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

«Πήρε φωτιά το ξενοδοχείο;» τον ρώτησα όπως και εχθές και εκείνος με κοίταξε σκληρά στα μάτια.

«Νόμιζα ότι ήμουν σαφής. Σου είπα ότι 8 η ώρα θα έρθω να σε πάρω... Γιατί είσαι ακόμα έτσι;»

«Ίσως γιατί κοιμόμουν;» του γύρισα πίσω βάζοντας νωχελικά το κεφάλι μου πάνω στο πλαίσιο της πόρτας, αφήνοντας το χασμουρητό μου να καλύψει τα μισά μου λόγια.

«Το ορκίζομαι... εσύ θα με τρελάνεις!»

«Το εύχομαι!» του απάντησα και άλλο ένα χασμουρητό μου, κάλυψε ό,τι άλλο ήθελα να του πετάξω στα μούτρα.

«Τι θα γίνει τώρα, εδώ θα την βγάλουμε;... Οι άλλοι έχουν μαζευτεί κάτω και μας περιμένουν.» συνέχισε αυστηρά και τον κοίταξα κοροϊδευτικά στα μάτια.

«Δεν είναι σωστό να τους κάνεις να περιμένουν... τράβα να τους κάνεις παρέα!»

«Μπέλααα...» ούρλιαξε μέσα από τα δόντια του με τα μάτια του να πετάνε σπίθες από θυμό και πιάνοντας την πόρτα, την άνοιξε για να μπορέσει να περάσει κάνοντάς με να παραπατήσω, αλλά πριν προλάβω να πέσω, με συγκράτησε από το μπράτσο μου και με έσυρε προς το κρεβάτι.

«Τώρα μείνε εκεί και μην κουνηθείς!» απείλησε με τραχιά φωνή και έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ... Σοβαρολογεί;;;... Πάει καλά;;... Ποιος νομίζει ότι είναι;;;

«Ποιος διάολο σου έδωσε το δικαίωμα να μου φέρεσαι έτσι;» του πέταξα θυμωμένα και έκανα να σηκωθώ, άλλα τα χέρια του βρέθηκαν αμέσως στα μπράτσα μου και με ακινητοποίησε ρίχνοντάς με μέ δύναμη πάνω στο κρεβάτι.

Έριξε το σώμα του πάνω στο δικό μου και με κοίταξε με μια δολοφονική ματιά που με έκανε για μια στιγμή να τα χάσω. Δεν πάει καλά...δεν πάει καθόλου καλά...! Χριστέ μου πού έμπλεξα;;;

«Άκου να σου πω... συμφώνησες να με βοηθήσεις...σου έδωσα τελευταία στιγμή το δικαίωμα να κάνεις πίσω και δεν το έκανες... Τώρα τι προσπαθείς να κάνεις;»

«Δεν πας καλά! Σίγουρα πρέπει να σε δει κάποιος ειδικός!» έτριξε τα δόντια του και αν είναι δυνατόν, το ύφος του αγρίεψε περισσότερο.

«Σήκω τώρα και ετοιμάσου! Δεν θα το ξαναπώ! Το κατάλαβες;» ούρλιαξε μέσα στα αυτιά μου και αυτόματα τα έκλεισα με τα χέρια μου για να αντέξω την ένταση της φωνής του.

«Αλλιώς τι;» του γύρισα πίσω και μούγκρισε με μια αγριεμένη φωνή τραντάζοντας όλο του το κορμί, αλλά τελικά δεν έκανε τίποτα άλλο που θα μπορούσε να απειλήσει την ζωή μου.

Κράτησε την αναπνοή του κλείνοντας τα μάτια του για να συγκεντρωθεί και μόλις την άφησε έφυγε από πάνω μου και με άφησε πάνω στο κρεβάτι να τον κοιτώ σαν χαζή.

«Τί θες από μένα Μπέλα;» ρώτησε ξαφνικά μόλις έφτασε στο παράθυρο χωρίς να γυρίζει προς το μέρος μου.

«Εγώ τί θέλω ή εσύ;» τον ρώτησα ξαφνιασμένη και γύρισε προς το μέρος μου.

«Δεν σε καταλαβαίνω καθόλου...» είπε κουνώντας το κεφάλι του με απελπισία... «...πόσα πρόσωπα έχεις πια;» με ρώτησε προσπαθώντας πολύ σκληρά να ηρεμήσει τον εκνευρισμό του.

«Σε αντίθεση με σένα, εγώ είμαι αυτό που βλέπεις... Δεν έχω ούτε εκατό πρόσωπα ούτε τίποτα άλλο!» του πέταξα έξαλλη και έσφιξε τα χέρια του σε μπουνιές και κοίταξε για λίγο μακριά σμίγοντας σε μία ίσια γραμμή τα χείλια του με πείσμα.

«Έχουν μαζευτεί όλοι κάτω και περιμένουν να με στήσουν στον τοίχο!» είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα... και μόλις την άφησε ήρεμα να βγει από μέσα του γύρισε πάλι το πρόσωπο του προς το μέρος μου.

«Θα μπορούσες σε παρακαλώ να με συνοδεύσεις;» με ρώτησε με τα λόγια του να βγαίνουν από μέσα του διακεκομμένα και με δυσκολία.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησα με την σειρά μου και ένα θλιμμένο χαμόγελο κάλυψε τα χαρακτηριστικά του κοιτώντας το πάτωμα.

«Σε παρακαλώ Μπέλα!» επανέλαβε και ανασηκώθηκα απαλά στο κρεβάτι και έμεινα να τον κοιτώ λίγο ακόμα... χωρίς να λέω τίποτα.

Σήκωσε αργά τα μάτια του προς το μέρος μου και με κοίταξε παρακλητικά... Καμία κουβέντα δεν έβγαινε από τα υπέροχα σαρκώδη χείλη του... Όχι τώρα Μπέλα... Συγκεντρώσου... Άσε τα χείλη του ήσυχα! Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη κλείνοντας τα μάτια μου για να καθαρίσω τις σκέψεις μου και αναστέναξα.

«Σε πέντε λεπτά θα είμαι έτοιμη. Πρέπει να φοράω κάτι συγκεκριμένο;» τον ρώτησα ήρεμα χωρίς να τον κοιτώ και εκείνος με ένα γρήγορο βήμα ήρθε, γονάτισε μπροστά μου και με το δείκτη του χεριού του με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» τον κοίταζα με απορία. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε να μου πει.

«Ποιο;» ρώτησα με την ίδια απορία ακόμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου και αναστέναξε.

«Γιατί με βοηθάς;... Σου φέρομαι με τον χειρότερο τρόπο... γιατί δεν με στέλνεις στον διάολο;» με ρώτησε με αγωνία και έμεινα λίγο ακόμα να τον κοιτώ, κάνοντας ακριβώς την ίδια ερώτηση και στον εαυτό μου. Αλλά εκείνος για μια ακόμη φορά αρνιόταν να μου απαντήσει.

«Δεν έχω ιδέα...» είπα τελικά μέσα από τον αναστεναγμό μου κοιτώντας μακριά. Και αυτό ήταν η αλήθεια. Γιατί τον ανέχομαι;... Γιατί δεν τον στέλνω στο διάολο να τελειώνουμε επιτέλους;

«Μπορείς να με αφήσεις για λίγο μόνη μου;» του είπα χωρίς να τον κοιτώ ακόμα... «Σε πέντε λεπτά θα είμαι έτοιμη.» υποσχέθηκα και γύρισα προς το μέρος του... Εκείνος κατένευσε χωρίς να με κοιτά και αφού σηκώθηκε, βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του ήρεμα.

ESCAPE POLH FANTASMA