Ετικέτες

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Πλασμένοι ο ένας για τον άλλο "2. Κρυφά Μυστικά"

Έντουαρντ

Σήμερα ήμουν τόσο εκνευρισμένος που δεν είχα όρεξη να πάω για κυνήγι με τους υπόλοιπους και έτσι σκέφτηκα να πάω να κυνηγήσω μόνος μου στον βιότοπο που ήταν κοντά στο σπίτι για να ξεχαστώ με τις σκέψεις μου.

Όλη η εβδομάδα πέρασε τόσο εκνευριστικά, με την παρουσία της Μπελας κάθε τρεις και λίγο να μου κλειδώνει την σκέψη. Απο την μια η απαίσια μυρωδιά της απο την άλλη η σιωπηλή της σκέψη με έκαναν να θέλω να τα παρατήσω και να φύγω μακριά απο όλα αυτά, όμως η Άλις που πάντα προέβλεπε τις κινήσεις μου τελευταία στιγμή με έκανε να αλλάζω γνώμη.

Εκεί που κυνηγούσα μια περίεργη καινούργια μυρωδιά μου κέντρισε το ενδιαφέρον, ήταν η πιο γλυκιά μυρωδιά που είχα μυρίσει ποτέ στην ζωή μου αλλά για έναν περίεργο λόγο δεν με έκανε να την επιθυμώ για να την γευτώ. Πλησίασα αθόρυβα και τότε την είδα να είναι μέσα στο νερό και να κολυμπάει με τόσο χάρη. Το χρώμα της επιδερμίδα της με το φως του φεγγαριού έπαιρνε μια ασημί απόχρωση, πάντα ήταν διαφορετική απο όλη την φυλή αλλά η μυρωδιά της ήταν τόσο ίδια με εκείνους μα συνάμα και τόσο διαφορετική που πάντα για μας ήταν ένα μυστήριο.
Τώρα που ήταν μέσα στο νερό απαλλαγμένη απο όλα της τα ρούχα η μυρωδιά της δεν είχε σχέση με αυτήν που μύριζα τόσο καιρό και αυτό μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον γι αυτήν να μάθω τι ακριβώς ήταν τελικά αυτό το περίεργο πλάσμα που απο την ημέρα που είχαμε έρθει στο Φορκς μου τριβέλιζε το μυαλό αλλά με κόπο απωθούσα.

Μέχρι στιγμής δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου γιατί την περισσότερη ώρα ήταν κάτω απο το νερό και έτσι έμεινα ακίνητος χωρίς να αναπνέω πάνω στο δέντρο να την παρατηρώ. Κάποια στιγμή ένα ελάφι πήγε κοντά της και άρχισε να πίνει νερό, μόλις το αντιλήφθηκε άρχισε να πηγαίνει κοντά του με έναν υπέροχο και ρευστό τρόπο προσέχοντας να μην το τρομάξει μιλώντας του απαλά με μια ήρεμη και μελωδική φωνή.

«σσσς σε ευχαριστώ που ήρθες» την άκουσα να του λέει και μαγεύτηκα κοιτώντας μέσα στα σοκολατένια της μάτια.

Τέντωσε το χέρι της βγαίνοντας απο το νερό και η θέα του κορμού της με έκανε να ανατριχιάσω, ήταν σαν νεράιδα του φεγγαριού που ακτινοβολούσε κάτω απο το φως του και το νερό που κυλούσε απάνω στο κορμί της ήταν σαν μικροσκοπικά αστέρια που λαμπύριζαν κάνοντας την να φεγγοβολάει.

Το ελάφι την πλησίασε και έβαλε την μουσούδα του πάνω στο χέρι της και εκείνη το πλησίασε απαλά χαϊδεύοντας το κεφάλι του, όλη η σκηνή αυτή ήταν τόσο μαγική που με έκανε να νιώσω τόσο απαίσια που εγώ θα ήμουν μετά ο εκτελεστής αυτού του ζώου.

Όταν έφτασε στον λαιμό του έβαλε το χέρι της πάνω στην παλλόμενη φλέβα του και έκλεισε τα μάτια της νιώθοντας τον παλμό της καρδιά του και σκύβοντας απαλά απάνω του άρχισε να το δαγκώνει και να ρουφάει το αίμα του. Αυτό με σόκαρε και με έκανε να πάρω μια απότομη ανάσα που εκείνη αμέσως αντιλήφθηκε και
να βρει από που είχε έρθει ο ήχος. Σταμάτησα να αναπνέω και έμεινα ακίνητος ελπίζοντας να την ξεγελάσω αλλά δεν τα κατάφερα, έπεσε πάλι στο νερό αφήνοντας το ελάφι να πέσει απο τα χέρια της και άρχισε να κολυμπάει προς την αντίθετη μεριά για να φτάσει στο Λαπους αλλά για μια στιγμή σταμάτησε και γύρισε πάλι προς το μέρος μου κοιτάζοντας με. Μπορεί να με δει? Αναρωτήθηκα και έμεινα για άλλη μια φορά ακίνητος χωρίς αναπνοή για να μην προδοθώ.

Πήρε μια ανάσα και κούνησε το κεφάλι της, γύρισε άλλη μια φορά την ματιά της προς τα μένα και άρχισε να γυρίζει πίσω. Όταν έφτασε στο ελάφι πήγε κοντά του και έβαλε το χέρι της πάνω στην καρδιά του, πλησίασε το στόμα του, φύσηξε απαλά μέσα του και το έκλεισε με το άλλο της το χέρι, έγειρε προς το μέρος που το είχε δαγκώσει και πριν και αφού τον δάγκωσε για άλλη μια φορά είδα μπροστά στα μάτια μου το ελάφι να τινάζετε και ταυτόχρονα η καρδιά του άρχιζε να καλπάζει. Το άφησε ελεύθερο και αφού του έδωσε ένα φιλί στο κεφάλι το ευχαρίστησε και εξαφανίστηκε πάλι μέσα στο νερό.

εγω ειχα μεινει αφωνος και δεν μπορουσα να πιστεψω στα ματια μου! ειχε πράγματι γινει ολο αυτό ή το φαντάστικα? Απο την μία το στράγγιξε και απο την άλλη το επανέφερε, αυτό όμως που πραγματικά με είχε σοκάρει ήταν η ταχύτητα της, ήμουν ο πιο γρήγορος στην οικογένεια μου αλλά ακόμα και εκείνη την μέρα που είχα πιάσει την μυρωδιά της στο λιβάδι δεν κατάφερα να την πλησιάσω.

Τώρα περισσότερο μπερδεμένος απο ποτέ καθόμουν και σκεφτόμουν τι μυστήριο πλάσμα θα μπορούσε να είναι αυτή η κοπέλα, θα μίλαγα σίγουρα με τον Καρλάηλ μήπως γνώριζε τίποτα γι αυτήν αλλά ήμουν σίγουρος ότι ακόμα και εκείνος δεν θα μπορούσε να ξέρει πολλά.

«τι να σου πω Έντουαρντ πραγματικά μένω έκπληκτος με όλα αυτά που μου λες........είπε σοκαρισμένος μετά τα όσα του είπα για την Μπέλα .......... είσαι σίγουρος ότι επανέφερε το ελάφι?»

«Καρλάηλ θα έπαιζα ποτέ με ένα τέτοιο θέμα? Σου είπα όταν το ελάφι έπεσε απο τα χέρια της η καρδιά του είχε σταματήσει και ήταν σχεδόν στραγγισμένο απο αίμα και όταν το δάγκωσε για δεύτερη φορά η καρδιά του άρχισε να καλπάζει σαν τρελή και το ζώο τιναζόταν ολόκληρο σαν να είχε πάθει ηλεκτροσόκ»

«τι να σου πω παιδί μου πολύ μυστήρια πράγματα»

«λες οι λύκοι να μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο?»

«δεν νομίζω Έντουαρντ καταρχάς οι λύκοι δεν πίνουν αίμα ίσως καμιά φορά να τρώνε ζώα όταν έχουν την μορφή του λύκου αλλά να πίνουν αίμα πρώτη φορά το ακούω»

«και είναι και το άλλο»

«ποιο άλλο?»

«η μυρωδιά της δεν είχε καμία σχέση με το πως την μύριζα πριν»

«αυτό μπορεί να οφείλετε στα ρούχα Έντουαρντ μην ξεχνάς ότι μένει μαζί τους και γι αυτό και μυρίζει σαν και αυτούς, τώρα η μυρωδιά της πως ήταν?»

«περισσότερο ανθρώπινη αλλά και πιο γλυκιά ταυτόχρονα, πραγματικά δεν μπορώ να βρω έναν τρόπο για να τον χαρακτηρίσω, ίσως θα μπορούσα να την πω περισσότερο λουλουδάτη»

«μάλιστα άρα δεν πρέπει να είναι απόγονος τους όπως νομίζουν οι ίδιοι»

«και τι μπορεί να είναι δηλαδή?»

«πραγματικά δεν ξέρω Έντουαρτ αλλά και τι δεν θα έδινα να είχα λίγο απο το αίμα της για να το ερευνήσω»

«μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ»

«ίσως εκτός και αν έρθει κάποια στιγμή στο νοσοκομείο»

«δεν νομίζω να συμβεί αυτό αλλά και να συμβεί είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται ποτέ να σε αφήσει να την πλησιάσεις»

«όχι ότι έχεις άδικο αλλά ποτέ δεν ξέρεις»

Μπέλα

Εχθές το βράδυ είμαι σίγουρη ότι ήταν εκείνος και με κοιτούσε άλλα δεν μπορούσα να φύγω αφήνοντας το ζώο νεκρό ακόμα και ξέροντας ότι αυτό θα με πρόδιδε, στο κάτω κάτω ήμουν ένα μυστήριο πλάσμα σαν και αυτούς σαν και τους προγόνους μου που ζούμε μαζί. Το να πίνω αίμα για μένα δεν ήταν τόσο απαραίτητο για το διαιτολόγιο μου και δεν το έκανα ποτέ χωρίς λόγο, όμως αυτό μου έδινε δύναμη και με έκανε να ελέγχω καλύτερα τις αισθήσεις μου και λόγο της σημερινής συνάντησης μου με την Άλις ένιωθα ότι το είχα ανάγκη για να νιώθω πιο δυνατή στην περίπτωση που θα ήθελε να μου την φέρει.

Η ζωή μου στο Λαπους ήταν περίεργη και παρόλο που ποτέ δεν με ξεχωρίζαν απο εκείνους πάντα ένιωθα ότι για κάποιο περίεργο λόγο στην ουσία ποτέ δεν άνηκα εδώ, όμως δεν ήμουν αχάριστη, όλα αυτά τα χρόνια μου πρόσφεραν απλόχερα την ζεστασιά και την αγάπη τους και έτσι ποτέ δεν αποκάλυψα αυτήν μου την ανάγκη σε κανέναν τους γιατί πάντα με έκανε να νιώθω περίεργα, αφού καμία ιστορία απο όσες είχα ακούσει δεν φανέρωνε κανένα λυκάνθρωπο να πίνει αίμα με την ανθρώπινη μορφή του. Ακόμα και σαν λυκάνθρωποι ποτέ δεν πήνανε αίμα όπως εγώ.

Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να ετοιμαστώ για να παώ στο Πορτ Άντζελες, ήμουν τόσο νευρική που έβαλα ότι βρήκα μπροστά μου και πήγα στο γκαράζ του Τζέηκ για να πάρω το φορτηγάκι μου που μου είχε υποσχεθεί ότι σήμερα θα μου το έδινε για τις μετακινήσεις μου.

«καλημέρα Τζέηκ»

«καλημέρα ομορφούλα πως είσαι?»

«Τζέηκ νομίζω ότι θα πρέπει να σταματήσεις να με λες έτσι ξέρεις ότι θα μπορούσα να είμαι γιαγιά σου αν είχα την κατάλληλη εμφάνιση»

«χαχαχα ναι γιαγιά ότι πεις» είπε ξεσπώντας στα γέλια

«δεν αστειεύομαι»

«καλά καλά ότι πεις, έλα να το δεις σίγουρα θα έχεις αγωνία»

«ναι πραγματικά θα μου λύσει τα χέρια»

«που θα πας σήμερα?»

«στο Πορτ Άντζελες»

«πως και έτσι»

«σκέφτηκα να ρίξω μια ματιά σε ρούχα»

«εσύ θα πας για να δεις ρούχα» με κοίταξε καχύποπτα και κοκκίνισα

«γιατί δεν κάνει?» τον πείραξα εγώ ελπίζοντας να μην το συνεχίσει, δεν ήμουν ποτέ καλή στα ψέματα και τώρα με την νευρικότητα μου σίγουρα θα καταλάβαινε ότι κάτι έτρεχε

«πως κοπέλα είσαι και εσύ»

«ναι 65 χρονών»

«σταμάτα πια να βλέπεις τον εαυτό σου με το πόσο χρονών είσαι»

«και πως αλλιώς θέλεις να τον δω βρε Τζέηκ με το πως φαίνομαι?»

«ακριβώς»
«και θα αλλάξει τίποτα?»

«θα αλλάξει πάρα πολλά πίστεψε με»

«μπορώ τώρα να δω το φορτηγάκι μου σε παρακαλώ» του είπα τρομερά εκνευρισμένη
αλλάζοντας κουβέντα γιατι ήξερα πολύ καλα που θα καταλήξει

«οκ πάμε» είπε και μπήκε μέσα στο γκαραζ

«ουυαααουυυ Τζέηκ το έκανες σαν καινούργιο»

«σου αρέσει?»

«φυσικά και το ρωτάς?»

«δεν πάει όμως πάνω απο 60»

«δεν με πειράζει καθόλου είναι μια χαρά»

«οκ τότε καλό δρόμο να έχεις» είπε και έκανε να φύγει απογοητευμένος απο την προηγούμενη μας κουβέντα

«Τζέηκ?» τον σταμάτησα εγώ

«ναι?»

«σε ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα όσα κάνεις για μένα»

«δεν κάνει τίποτα» είπε και έφυγε μακριά μου

Μπήκα μέσα στο φορτηγάκι και έβαλα μπρος, η μηχανή έκανε έναν εκκωφαντικό ήχο και γέλασα με την καρδιά μου, όμως δεν με ένοιαζε τίποτα γιατί επιτέλους θα μπορούσα να έχω ένα όχημα να μετακινούμε χωρίς να υποχρεώνομαι κάθε τρεις και λίγο στον Τζέηκ να με πηγαίνει σε μέρη που δεν μπορούσα να πάω με τα πόδια όπως ήταν το σχολείο και κάθε φορά που έβλεπα την προθυμία του Τζέηκ για ότι και να του ζητούσα η καρδιά μου πληγωνόταν γιατί έβλεπα στον βλέμμα του οτί εκείνος είχε αισθήματα για μένα και δεν μπορούσα να τον αφήσω να το κάνει αυτό
Εγω ποτε δεν θα μπορουσα να τον δω σαν κατι περισσοτερο από τον καλυτερο μου φιλο.

Όταν έφτασα στο σημείο συνάντησης άφησα το φορτηγάκι μου λίγο πιο πάνω και μπήκα μέσα στο μαγαζί μετά τα ρούχα κοιτώντας γύρω μου, η Άλις δεν ήταν πουθενά. Άρχισα να κοιτάω τα ρούχα αδιάφορα και τότε άκουσα την φωνή της να με καλεί.

«πάρε ένα ρούχο και έλα στο δοκιμαστήριο» άκουσα να μου λέει ψιθυριστά.
Άρπαξα το πρώτο που βρήκα μπροστά μου και πήγα κοντά της, εκείνη μόλις την πλησίασα με άρπαξε απο το χέρι και με έβαλε αμέσως μέσα

«Άλις δεν καταλαβαί......»

«σσσσς με ακολούθησε γιατί ψυλλιάστικε ότι κάτι του κρύβω»

«ποιος?»

«μην πεις το όνομα του γιατί θα το καταλάβει»

«δεν καταλαβαίνω τίποτα» είπα απελπισμένα

«δεν έχω πολύ καιρό οπότε άκου. Ξέρω ότι θα σου φανεί περίεργο αλλά μπορώ και βλέπω το μέλλον»

«το ξέρω αυτό» είπα διστακτικά κατεβάζοντας την ματιά μου στο πάτωμα

«ώστε μας ακούς» διαπίστωσε χαρούμενη λες και ήταν το καλύτερο νέο που είχε ακούσει

«δεν θύμωσες με αυτό?» την ρώτησα καχύποπτα

«όχι γιατί να θυμώσω μήπως εμείς το ίδιο δεν κάνουμε?» είπε και μου έκλεισε το μάτι

«και θα τους το πεις?»

«όχι δεν με συμφέρει ακόμα προτιμώ να τους το πεις εσύ»

«πάλι σε χάνω»

«άκου πέρσι δεν έδινα και πολύ βάση σε σένα και πραγματικά λυπάμαι που στην αρχή σε αντιμετώπιζα όπως και οι υπόλοιποι...... είπε μετανιωμένη ........ αλλά μετά απο ένα όραμα που είδα άρχισα να σε βλέπω με άλλο μάτι»

«μην νιώθεις άσχημα καταλαβαίνω το γιατί»

«όχι δεν καταλαβαίνεις Μπέλα, οι προκαταλήψεις δεν έχουν σχέσει με αυτά»

«τι εννοείς?»

«στο όραμα μου
σας είδα μαζί»

«τι?» είπα πιο δυνατά και μου έκλεισε το στόμα

«σσσσς αν καταλάβει ότι σου μίλησα θα αντιδράσει και θα τα κάνουμε χειρότερα»

«Άλις»

«αααααα άσε με να σου πω και μετά βγάλε ότι συμπεράσματα θες εντάξει?»

«όπως θες» είπα παραδίδοντας τα όπλα

«στο όραμα μου είσασταν στο λιβάδι αλλά επειδή ήταν κοντά δεν τον άφησα να το δει, άρα πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα αλλάξει η ζωή σας αλλά δεν θέλω να του πω τίποτα πριν το καταλάβει ο ίδιος, αυτό που θέλω να ξέρω είναι εσύ πως νιώθεις γι αυτόν» την κοίταξα στα μάτια αναποφάσιστη

«κοίτα Άλις μπορεί το όραμα σου να σημαίνει πολλά άλλα απο την άλλη μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα, εγώ με τον Έντουαρντ?»

«δεν μου απαντάς»

«τι θες να σου απαντήσω Άλις βλέπεις πως κάνει όταν είμαι κοντά του πως μπορείς να πιστεύεις ότι όλη αυτή η αηδία που νιώθει για μένα θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει, καταρχήν δεν αντέχει καν την μυρωδιά μου»

«όχι πια»

«τι εννοείς όχι πια?»

«σε είδε εχθές στην λίμνη»

«το ξέρω και?»

«Μπέλα απο ότι λέει ο ίδιος μυρίζεις διαφορετικά όταν δεν φοράς αυτά τα απαίσια ρούχα»

«ευχαριστώ» της είπα και γέλασα με το ύφος της

«αλλού είναι το θέμα και μην γελάς, εσύ πως νιώθεις γι αυτόν?» μου κόπηκε στην μέση το γέλιο και γύρισα την ματιά μου αλλού δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου ακόμα αναποφάσιστη

«δεν ξέρω» είπα ψέματα

«κοίτα με στα μάτια και πες μου» επέμενε εκείνη

«η αλήθεια είναι οτι δεν μου είναι αδιάφορος άλλα Άλις κατά μια έννοια είμαστε εχθροί πως μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ μας?»

«είσαι σίγουρη ότι είσαι απόγονος των σκύλων?»

«Άλιςςςςς»

«συγνώμη»

«πραγματικά για όλους μας είναι ένα μυστήριο, δεν ξέρω ποιοι είναι οι γονείς μου και όταν με βρήκε ο Έφραιμ με κράτησε κοντά του χωρίς ποτέ να τον νοιάζει αυτό»
«ο ποιος?»

«ο Έφραιμ Μπλακ τον ξέρεις?»

«αυτός δεν είναι που έκανε την συνθήκη με την οικογένεια μου?»

«ναι»

«Μπέλα πόσο χρονών είσαι?» κοκκίνισα και για πρώτη φορά ένιωσα τόσο άσχημα γι αυτό

«65» είπα δειλά και γύρισα να αντικρίσω την ματιά της

«πόσο?»

«65»

«δεν καταλαβαίνω τίποτα,πως γίνετε αυτό?»

«απο τους θρύλους ξέρω ότι όταν κάποιος απο την φυλή μας μεταμορφώνετε, σε όποια ηλικία και να βρίσκετε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα λόγο της μεταμόρφωσης αναπτύσετε μέχρι την ηλικία της ενηλικίωσης και μένει εκεί μέχρι να απαρνηθεί την μεταμόρφωση και να αφήσει τον εαυτό του να γεράσει κανονικά. Σε εμένα αυτό το στάδιο έγινε απο την ημέρα που γεννήθηκα άλλα ποτέ μου δεν κατάφερα να μεταμορφωθώ»

«δηλαδή σε ποια ηλικία ενηλικιώθηκες?»

«απο τα 7 μου χρόνια είμαι έτσι όπως με βλέπεις τώρα»

«και πάντα έμενες εδώ?»

«ναι αλλά μέχρι και πέρσι εκτός την φυλή μου δεν ήξερε κανείς άλλος για μένα»

«και πως κατάφερες να κρατηθείς τόσα χρόνια στην αφάνεια»

«εκτός απο το Λαπους και τα γύρω δάση δεν πήγαινα ποτέ σε μέρη που θα μπορούσαν να με δουν οι κάτοικοι του Φόρκς»

«αυτό πραγματικά θα πρέπει να ήταν απελπισία»

«όχι και τόσο δεν έχω παράπονο δεν ήταν και τόσο άσχημα»

«μια στιγμή αν είσαι 65 τότε όταν ήταν οι δικοί μου ήταν εδώ»

«ήμουν 5 χρονών όταν έφυγαν απο το Φόρκς»

«και πως δεν σε ξέρουν?»

«ο Εφραίμ πάντα με έκρυβε καλά για να μην με ανακαλύψουν αλλά εγώ είχα καταφέρει και τους είχα δει»

«τους ήξερες δηλαδή απο τότε?»

«ναι»

«και τον .........?» είπε πονηρά και με κοίταξε μέσα στα μάτια ερευνητικά για να δει οποιοδήποτε σημάδι

«ναι» είπα τελικά με έναν αναστεναγμό και εκείνη άρχισε να ξεφωνίζει χαμηλόφωνα χτυπώντας παλαμάκια

«το ήξερα το ήξερα όταν σε έβλεπα ότι σε πονάγανε τα λόγια του»

«Άλιςς σε παρακαλώ μην πεις τίποτα σε κανέναν γι αυτά, ειλικρινά νιώθω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ αλλά σε παρακαλώ μην με προδώσεις»

«είσαι χαζή δεν υπάρχει περίπτωση»

«γιατί τα κάνεις όλα αυτά?» ρώτησα με πραγματική περιέργεια

«γιατί ξέρω ότι θα γίνουμε οι καλύτερες φίλες»

«τι? πως? Οι άλλοι?»

«μην σε νοιάζει γι αυτούς στην αρχή μπορεί να τσινήσουν αλλά μετά θα τους καταφέρουμε» είπε και με πήρε στην αγκαλιά της κάνοντας με μια σβούρα

«Άλιςςςς» είπα γελώντας

«συγνώμη συγνώμη είμαι τόσο χαρούμενη»

«καλά σε συγχωρώ» είπα και γέλασα με το ύφος της

«Μπέλα?»

«ναι?»

«αν με δεις αδιάφορη και απόμακρη»

«ξέρω μην ανησυχείς θα το κάνεις για να μην προδοθείς σωστά?»

«ναι αν και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό θα πρέπει να το κάνω μέχρι να μπουν τα πράγματα στην θέση τους. Τώρα πάρε αυτό και πήγαινε πριν αρχίσει να υποψιάζεται τίποτα και καρφωθούμε, ευτυχώς έχει απορροφηθεί στο τραγούδι που ακούει και δεν έχει καταλάβει ότι είσαι εδώ αλλά σίγουρα θα σε δει να βγαίνεις»

«Άλις δεν έχω λεφτά μαζί μου για ψώνια»

«είναι δώρο απο μένα το έχω ήδη πληρώσει»

«όχι σε παρακαλώ δεν μπορώ να το δεχτώ»

«και προτιμάς να καρφωθούμε?»

«καλά αλλά θα σου το χρωστάω»

«ναι ναι πήγαινε τώρα και όπως είπαμε»

«τι είπαμε?»

«αααα να μου έχεις εμπιστοσύνη και όλα θα πάνε καλά»

«εντάξει, Άλις?»

«ναι?»

«σε ευχαριστώ»

«όχι ακόμα» είπε και μου έκλεισε το μάτι σπρώχνοντας με προς τα έξω κάνοντας νόημα στην κοπέλα που ήταν στο ταμείο για την σακούλα που κράταγα.

Βγήκα έξω τελείως αποπροσανατολισμένη και κοίταγα γύρω μου διακριτικά για να τον βρω. Η Άλις είχε δίκιο, καθόταν στο αυτοκίνητο του με τα μάτια κλειστά κουνόντας το χέρι του στον ρυθμό της μουσικής. Το φορτηγάκι μου ήταν δύο αυτοκίνητα πιο μπροστά απο το δικό του και έτσι αναγκαστικά πέρασα απο μπροστά του, για να μην προδοθώ δεν γύρισα την ματιά μου σε εκείνον αλλά όταν ξεκλείδωσα το αυτοκίνητο και μπήκα μέσα τον κοίταξα απο τον καθρέφτη. Η ματιά του ήταν καρφωμένη απάνω μου και αυτό με έκανε να αισθανθώ περίεργα, μια ελπίδα άρχισε μέσα μου να γεννιέται αλλά φοβόμουν να το παραδεχτώ, έτσι έβαλα μπρος και έφυγα χωρίς να καθυστερώ.

ESCAPE POLH FANTASMA