Ετικέτες

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Πλασμένοι ο ένας για τον άλλο "5. Επιπλοκές"

Εκείνη την στιγμή άρχισε να παλεύει να ξεφύγει αλλά ήξερα πολύ καλά ότι επειδή δεν θέλει να μου κάνει κακό δεν θα προσπαθούσε να με τινάξει με την ασπίδα της όπως την προηγούμενη φορά και ότι αργά ή γρήγορα θα τα παρατούσε και θα παραδινόταν στο φιλί μου.

Κάποια στιγμή άνοιξε το στόμα της για να πάρει μια αναπνοή και βρήκα την ευκαιρία για να την γευτώ. Έβαλα την γλώσσα μου μέσα στο στόμα της χωρίς να με νοιάζουν οι συνέπειες, χίλιες φορές να πέθαινα αυτήν την στιγμή παρά να την άφηνα να φύγει ξανά απο κοντά μου.

Όταν γεύτηκα την γεύση της όλο μου το κορμί ένιωθα να καίγεται και σιγά σιγά ο λαιμός μου άρχισε να φλέγεται και να ξεραίνετε σε σημείο να με κάνει να σφαδάζω απο τον πόνο. Την άφησα απο την αγκαλιά μου και πιάνοντας τον λαιμό μου έπεσα κάτω αρχίζοντας να ουρλιάζω.

«γιατί το έκανες αυτό?» την άκουσα να φωνάζει με δάκρυα στα μάτια παίρνοντας με στην αγκαλιά της.

Με έβαλε να ξαπλώσω ενώ εγώ συνέχιζα να σφαδάζω ήρθε και ξάπλωσε απο πάνω μου για να ζεστάνει το κορμί μου με το δικό της, έβαλε το χέρι της πάνω στην αρτηρία του λαιμού μου και η θερμότητα της με έκανε να πονέσω περισσότερο. Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος που με έκανε να νιώθω σαν να περνάω απο την αρχή την μεταμόρφωση μου.

Όταν ένιωσα στην φλέβα μου να ρέει το αίμα που είχε το σώμα μου πιο γρήγορα πλησίασε και με δάγκωσε αφήνοντας περισσότερο δηλητήριο να μπει στο σώμα μου και αυτό με έκανε να πονέσω περισσότερο τραντάζοντας όλο μου το κορμί. Μόλις με άφησε δάγκωσε το χέρι της και το έφερε κοντά στο στόμα μου.

«πιες το πριν να είναι αργά, είναι ο μόνος τρόπος για να σε σώσω» είπε αγχωμένη και το ακούμπησε στα χείλια μου.

Το αίμα της ήταν τόσο καυτό που με έκαψε αλλά ένιωθα τόσο στεγνός που δεν μπορούσα να το αρνηθώ όσο και να το ήθελα. Άρχισα να το ρουφάω με μανία και η γλύκα του με τρέλανε και θόλωσε το μυαλό μου, όταν άρχισε σιγά σιγά να ήρεμη ο πόνος πήρα στα χέρια μου το χέρι της και συνέχισα να ρουφάω το αίμα της με μεγαλύτερη μανία χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήξερα ότι έπρεπε να σταματήσω για να μην την σκοτώσω αλλά αυτό μου ήταν αδύνατον και μέχρι την στιγμή που ένιωσα την καρδιά της να σταματάει δεν μπορούσα να βρω τον τρόπο να το κάνω.

Την στιγμή που άφησε την τελευταία της πνοή και να έπεσε απάνω μου βαριά και άδεια άρχισα να συνειδητοποιώ την πράξη μου και με έκανε να σαστίσω. Απομάκρυνα το χέρι της απο το στόμα μου και την πήρα στην αγκαλιά μου, η θερμοκρασία της ήταν πιο κρύα απο την δική μου και τρελάθηκα.

«Μπέλα τι σου έκανα» άρχισα να φωνάζω και να την ταρακουνάω κρατώντας την ακόμα στην αγκαλιά μου και τότε είδα το ελάφι της να έρχεται κοντά μου και να βάζει την μουσούδα του πάνω στο μάγουλο της και να την ταρακουνάει.

Είχα μείνει ακίνητος σαν άγαλμα, δεν μπορούσα να πιστέψω όλα όσα είχαν συμβεί και για όλα αυτά έφταιγα εγώ.

«Έντουαρντ?......... άκουσα την φωνή της Άλις να μας πλησιάζει τρέχοντας σαστισμένη ......... τι έκανες???» είπε βλέποντας την Μπέλα νεκρή στην αγκαλιά μου

«δεν ξέρω Άλις δεν μπορούσα να σταματήσω»

«γιατί το έκανες αυτό?»

«εκείνη με έβαλε να το κάνω για να με σώσει»

«να σε σώσει?» είπε σαστισμένη

«την φίλησα και το δηλητήριο της άρχισε να με καίει και είπε ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να με σώσει»

«το ελάφι τι κάνει εδώ τόσο κοντά μας και γιατί δεν τρομάζει απο την παρουσία μας»

«είναι το ελάφι της Μπέλας ξέρει ότι δεν μπορούμε να του κάνουμε κακό»

«δεν καταλαβαίνω τίποτα ........ είπε κουνώντας το κεφάλι της απελπισμένα γυρίζοντας την ματιά της προς το ελάφι ......... Έντουαρντ μην κουνιέσαι ...... είπε ξαφνικά και γύρισα και εγώ την ματιά μου προς το ελάφι για να δω τι ήταν εκείνο που την ξάφνιασε ..... νομίζω ότι προσπαθεί να την επαναφέρει..........είπε πιο ψιθυριστά για να μην το τρομάξει..... την κοίταξα με αγωνία μέσα στα μάτια ελπίζοντας ότι θα μου έδινε ένα θετικό σημάδι, καταλαβαίνοντας όμως την ερώτηση που της έκανα βουβά κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη ...... όχι δεν μπορώ να την δω ακόμα» είπε και γύρισα πάλι την ματιά μου στο ελάφι ελπίζοντας να δω ένα σημάδι απο εκείνο.

Το ελάφι εκείνη την στιγμή έκατσε στο έδαφος και έβαλε το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο στήθος της, η θερμότητα του με έκαψε ήταν ακριβώς η ίδια θερμότητα που είχα νιώσει και πριν απο το σώμα της Μπέλας και αυτό μου έδωσε μια ελπίδα ότι μπορεί η Άλις τελικά να είχε δίκιο.

Η θερμοκρασία της Μπέλας στην αγκαλιά μου παρέμενε η ίδια αλλά για μια στιγμή ένιωσα το κορμί της να τινάζετε και εκείνη την στιγμή το κεφάλι της έπεσε προς τα πίσω ακουμπώντας το πάνω στο σώμα του ελαφιού, γύρισα την ματιά μου πάλι στην Άλις και εκείνη κούνησε πάλι το κεφάλι της αρνητικά.

Και οι δύο είχαμε μείνει ακίνητοι χωρίς ανάσα να βλέπουμε τις εξελίξεις σαστισμένοι χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι ελπίζοντας μόνο το ένστικτο μας να μην έχει κάνει λάθος.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και το σώμα της Μπέλα άρχισε να ανεβάζει θερμοκρασία και κάποια στιγμή ξαφνικά άκουσα έναν χτύπο απο την καρδιά της και ένιωσα μια ζεστασιά στην δική μου καρδιά. Ήταν τόσο παράξενο λες και με κάποιο τρόπο οι καρδιές μας είχαν συντονιστεί. Όσο η καρδιά της ήταν κενή και παγωμένη το ίδιο ήταν και η δική μου καρδιά τώρα που η καρδιά της άρχισε και πάλι να χτυπά η δική μου ένιωθα να ζεσταίνετε και να αντιδρά σε κάθε της χτύπο.

Γύρισα και κοίταξα την Άλις με ανακούφιση και τότε άκουσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα και να ανοίγει τα μάτια της.

«Μπέλα» της είπα με αγωνία και εκείνη άρχισε να βρίσκει και πάλι τους κανονικούς της ρυθμούς γύρισε το κεφάλι της προς τον λαιμό του ελαφιού και άρχισε να ρουφάει το αίμα του για να βρει και πάλι τις δυνάμεις της.

Η Άλις είχε μείνει ακίνητη να την κοιτάει «θα γίνει καλά» είπε με ανακούφιση και έκατσε κάτω με έναν αναστεναγμό. Όταν το ελάφι στράγγιξε απο το αίμα του γύρισε την ματιά της σε μένα

«βοήθησε με να σηκωθώ» είπε και αμέσως ήρθε η Άλις να απομακρύνει το ελάφι απο πάνω της, όταν σηκώθηκε πήγε κοντά του και κάνοντας αυτό που την είχα δει να κάνει εκείνη την ημέρα επανέφερε το ελάφι και το φίλησε στην μουσούδα του ευχαριστώντας το, όταν το άφησε να φύγει γύρισε την ματιά της σε μας.

«Μπέλα είσαι καλά?» ρώτησε η Άλις με αγωνιά πριν πω οτιδήποτε

«μην ανησυχείς για μένα»

«είσαι καλά έρχομαι εδώ και σε βρίσκω νεκρή και μου λες να μην ανησυχώ για σένα?»

«Άλις έχω αρχίσει να πιστεύω ότι δεν υπάρχει τρόπος να πεθάνω και αν υπάρχει δεν νομίζω ότι θα είναι με ευκολία»

«Μπέλα συγνώμη δεν σκέφτηκα τι έκανα εκείνη την στιγμή» είπα μετανιωμένος που την είχα φέρει σε τόσο δύσκολη θέση

«σου είπα απο την αρχή να μην το κάνεις» είπε και έβαλε τα χέρια της στο κεφάλι απιβδισμένα και έκατσε κάτω στο έδαφος προσπαθώντας να ελέγξει τον εαυτό της.

«δεν καταλαβαίνεις» έκανα μια προσπάθεια για να της εξηγήσω αλλά έκοψε την φράση μου στην μέση

«όχι Έντουαρντ εσύ δεν καταλαβαίνεις τις συνέπειες»

«τις συνέπειες?» είπαμε ταυτόχρονα με την Άλις με απορία

«θυμάσαι τι σου είχα πει για το ελάφι?»

«ναι» είπα αλλά ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω τι σχέση είχε αυτό με μένα

«και ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις τι εννοώ?»

«όχι» είπα σαστισμένος απο το σοκ που είχα πάθει από όλο αυτό που είχε συμβεί

«Έντουαρντ ...... είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια απογοητευμένη ...... απο την στιγμή που ήπιες απο το αίμα μου και εγώ απο το δικό σου έχουμε συνδεθεί και δεν μπορώ να κάνω τίποτα πλέον για να το αντιστρέψω»

«Μπέλα πότε θα καταλάβεις ότι αυτό έχει συμβεί απο την ημέρα που σε γνώρισα»

«γιατί δεν καταλαβαίνεις? Δεν είναι το ίδιο Έντουαρντ και δεν εννοώ αυτό» είπε και έβαλε πάλι τα χέρια της στο κεφάλι απιβδισμένη

«Μπέλα τι προσπαθείς να μας εξηγήσεις?» είπε πιο ήρεμα η Άλις, γύρισε και την κοίταξε δακρυσμένη

«ότι θα είναι δεμένος για πάντα απάνω μου Άλις και ότι νιώθει εκείνος θα το νιώθω και εγώ όσο μακριά μου και να είναι, εκείνος δεν θα με νιώθει όπως εγώ αλλά τώρα δεν θα μπορεί να μείνει πλέον μακριά μου, όπως δεν μπορεί να μείνει μακριά μου και το ελάφι. Με λίγα λόγια οι ζωές μας έχουν δεθεί για πάντα και τώρα» είπε και πάγωσε για μια στιγμή κοιτώντας προς την μεριά του δάσους σοκαρισμένη.

«Μπέλα τι συμβαίνει?» την ρώτησα και πήγα κοντά της

«έρχονται εδώ»

«ποιοι?»

«οι δικοί σας....... είπε και σηκώθηκε απότομα, εκείνη την στιγμή ήρθε κοντά μας πάλι το ελάφι της Μπέλας και έτρεξε κοντά του χαϊδεύοντας το κεφάλι του κλείνοντας τα μάτια ...... πρέπει να με βοηθήσεις ..... του είπε και το κοίταξε μέσα στα μάτια ...... το ξέρω ότι είσαι κουρασμένη αλλά δεν θα τα καταφέρει μόνη της η Σπίριτ σε παρακαλώ δεν πρέπει να συναντηθούν ακόμα ..... οδήγησε τους βόρεια και θα έρθω να σας βρω ....... το ξέρω ότι μυρίζω σαν και εκείνους γι αυτό θα πάω απο τον καταρράκτη, φύγε τώρα και θα βρεθούμε εκεί εντάξει? ........ σε ευχαριστώ» είπε και το έδιωξε με ένα χάδι και γύρισε προς τα μας

«μπορείς και την ακούς?» είπα σοκαρισμένος

«δεν έχω χρόνο να σας εξηγήσω, οι δικοί σας θα είναι εδώ απο λεπτό σε λεπτό πηγαίνετε κοντά τους και φύγετε απο την Νότια μεριά του δάσους και γυρίστε πίσω, είναι πολύ αναστατωμένοι και μάλλον έχουν καταλάβει ότι κάτι έχει συμβεί»

«πως τα ξέρεις όλα αυτά?» την ρώτησε η Άλις

«όχι τώρα Άλις, ελάτε αύριο την ίδια ώρα εδώ και σας υπόσχομαι ότι θα σας εξηγήσω» είπε παρακλητικά και μας κοίταξε μέσα στα μάτια, εγώ με την Άλις γυρίσαμε και κοιταχτήκαμε και άκουσα εκείνη την στιγμή την σκέψη της «πάμε να τους ηρεμήσουμε μάλλον ο Τζας κατάλαβε την ανησυχία μου»

«η Άλις έχει δίκιο» είπε η Μπέλα και γυρίσαμε και την κοιτάξαμε και οι δύο

«ακούς την σκέψη της?» είπα εγώ σαστισμένος

«μπορώ να ακούσω ότι ακούς εσύ» είπε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια

«Έντουαρντ πάμε να φύγουμε είναι πολύ κοντά» είπε η Άλις και με έπιασε απο το χέρι

«εντάξει» είπα και αφού την κοίταξα άλλη μια φορά γύρισα και έτρεξα με την Άλις για να τους προλάβουμε

Μπέλα

Γιατί έπρεπε να το κάνει αυτό... φώναζα ξανά και ξανά μέσα μου καθώς έτρεχα για να βρω τον Σαμ που είχε βγει για να με βρεί. Όταν έφτασα κοντά του με κοίταζε περίεργα στα μάτια

«Σαμ τι δουλειά έχεις εδώ? ..... τον ρώτησα με ψέφτικη έκπληξη. Κούνησε την μουσούδα του νευρικά και άφησε μια αναπνοή ..... έλα πάμε σπίτι γιατί θα ανησυχεί και η Εμιλι» του είπα και τον χάιδεψα παιχνιδιάρικα στην κορυφή του κεφαλιού του.

Την άλλη μέρα το πρωί είχα πάει πιο νωρίς στην τάξη και ζωγράφιζα αδιάφορα πάνω στο τετράδιο μου ακούγοντας της ανησυχίες του Έντουαρντ και με έκαναν πιο νευρική. Τι θα κάνουμε τώρα? Σκεφτόμουν δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι και είναι τόσο δύσκολο να νιώθω και να ακούω τις σκέψεις του και να μην μπορώ να κάνω τίποτα για να αντιστρέψω όλο αυτό. Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί όσο και να το θέλουμε και οι δύο.

Την στιγμή που μπήκε στην τάξη σκεφτόταν «θα μου μιλήσει άραγε σήμερα ή θα συνεχίσει την ίδια στάση» ακούγοντας το αυτό δεν μπορούσα να μην γελάσω αλλά κράτησα με κόπο το χαμόγελο μου βάζοντας το χέρι μου μπροστά αλλά δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Πέρασε απο πίσω μου και την στιγμή που έκατσε με καλημέρισε με την σκέψη του αλλά και πάλι δεν γύρισα να τον κοιτάξω.

«αυτό σημαίνει ότι δεν θα μου μιλάς πια?» είπε με ειρωνεία πάλι με την σκέψη του

«αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί» του απάντησα εγώ με την σκέψη μου και κοκάλωσε

«άκουσα την σκέψη σου» είπε και τον ένιωσα να είναι τόσο χαρούμενος λες και μόλις του είχα χαρίσει ένα μεγάλο δώρο

«ναι αλλά μην περιμένεις να την ακούς συχνά»

«γιατί?»

«είναι πολύ εξαντλητικό για μένα και αν το παρακάνω θα με πάρει ο ύπνος στο θρανίο» του είπα και γελάσαμε σιωπηλά ταυτόχρονα

«γιατί είπες πριν να είμαστε πιο προσεκτικοί?» γύρισα τον κοίταξα για μια στιγμή και μετά γύρισα την ματιά μου πίσω στον Μαηκ.

«Μαηκ?»

«ναι?»

«ο Τζεηκ μου είπε να σας πω ότι το φαγητό αύριο θα το φέρουμε κατά της 8 αλλά αν θέλετε μπορείτε να έρθετε πιο νωρίς να ανάψουμε φωτιές και να κάνουμε σερφινκ πριν το φαγητό και μπορούμε να κάνουμε και βόλτα στο ποτάμι να σας δείξω τις σπηλιές που έχει εκεί, θα είναι πολύ ωραία»

«δεν ήξερα ότι κάνεις και εσύ σέρφινκ»

«είναι δυνατόν να ζω στο Λαπους και να μην εκμεταλλεύομαι τα μεγάλα κύματα»

«δεν σου φαίνεται»

«γιατί?»

«δεν κρυώνεις?» γέλασα αλλά το άφησα ασχολίαστο κουνόντας το κεφάλι και γύρισα μπροστά δίνοντας του την τελευταία απάντηση

«τώρα κατάλαβες γιατί πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί?»

«και θα είσαι όλη μέρα μαζί τους?» άκουσα πάλι την σκέψη του και γέλασα με τον τόνο ζήλιας που ένιωσα να τον τρυπά. Αλλά δεν του είπα τίποτα άλλο.

Εκείνη την στιγμή άκουγα μέσα απο την σκέψη του Έντουαρτ τον Μαηκ που πάλευε να βρει έναν τρόπο για να μου πει για τον χορό και την στιγμή που ο Μαηκ με σκούντηξε έχοντας πια βρει το θάρρος για να μου το πει, ένιωσα τον Έντουαρτ να παγώνει και να είναι έτοιμος να αντιδράσει προσδίδοντας την ζήλια που ένιωσε. Γύρισα μαλακά και επίτηδες τον χτύπησα στο πόδι και γύρισε να με κοιτάξει

«ωχ συγνώμη .... είπα αδιάφορα και γύρισα την ματιά μου στον Μαηκ .... τι συμβαίνει?» ρώτησα αδιάφορα τον Μαηκ και είδα στα μάτια του ακόμα την αμηχανία του

«να ήθελα να σου πω και κάτι ακόμα»

«πες μου» του είπα μαλακά

«η Τζεσικα μου ζήτησε να την συνοδεύσω στο χορό»

«αυτό είναι υπέροχο» του είπα με ενθουσιασμό αλλά εκείνος σάστισε περισσότερο

«εεεε δεν δέχτηκα ακόμα»

«γιατί έκανες κάτι τέτοιο?»

«να σκεφτόμουν μήπως είχες σκοπό να μου ζητήσεις εσύ»

«νομίζω ότι δεν είναι σωστό να αφήνεις την Τζέσικα να περιμένει»

«έχεις καλέσει κάποιον άλλον?» είπε δείχνοντας με τα μάτια του τον Έντουαρτ

«όχι Μαηκ δεν πρόκειται να πάω στον χορό»

«γιατί?»

«δεν θα είμαι εδώ εκείνη την ημέρα»

«κρίμα, ίσως μια άλλη φορά»

«ίσως» είπα και γύρισα μπροστά γιατί εκείνη την στιγμή άκουσα τον κύριο Μολινα να μπαίνει μέσα στην τάξη

«αν σου ζητήσω και εγώ να πάμε στον χορό μαζί θα απέρριπτες και εμένα?» άκουσα την σκέψη του Έντουαρντ και δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό

«εννοείτε» του είπα ψιθυριστά

«γιατί?» γύρισα και τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου

«λες να περάσει απαρατήρητο ένας βρυκόλακας να χορεύει με μια λύκαινα?» του είπα κοροϊδευτικά

«μάλλον όχι» είπε απογοητευμένος και δεν ξαναείπε τίποτα άλλο μέχρι το τέλος της ώρας

Τις υπόλοιπες δύο ώρες είχα απο την μια τον Μαηκ να με ζαλίζει με την αυριανή συνάντηση στο Λαπους και απο την άλλη την Τζέσικα να μου λέει πόσο απογοητευμένη ήταν που δεν δέχτηκε ο Μαηκ την πρόσκληση της και είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι γιατί το δικό μου μυαλό ήταν μίλια μακριά και δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, είχα όμως την ελπίδα ότι την τελευταία ώρα στα Αγγλικά θα μπορούσα να μιλήσω λίγο με την Άλις και αυτό μου έδινε κουράγιο.

Όταν φτάσαμε στην καφετέρια και μπήκαμε στην ουρά οι σκέψεις της Τζεσικα είχαν γυρίσει στον Έντουαρντ και πριν προλάβει εκείνος να τις απωθήσει κατάφερα να ακούσω τις πραγματικές της σκέψεις για εκείνον και την ζήλια που ένιωθε για μένα βλέποντας το ενδιαφέρον του προς το πρόσωπο μου και αυτό με έκανε να νιώσω τόσο άσχημα, που όλο αυτόν τον καιρό μου έκανε και καλά την φίλη αλλά στην πραγματικότητα με είχε πάντα απο κοντά για να πλησιάζει τον Μαηκ.

Ήμουν στην ουρά για το ταμείο κρατώντας τον δίσκο μου και ήθελα τόσο πολύ να της τον φέρω στο κεφάλι απο την αηδία που ένιωσα για όλες αυτές τις σκέψεις, όμως την στιγμή που προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου ένιωσα τα παγωμένα χέρια του Τζέημς να με αγκαλιάζουν και τα δόντια μου να μπήγονται στον λαιμό μου και να αφήνουν δηλητήριο στο αίμα μου που με έκανε να καώ.

Απο τον πόνο που ένιωσα ένα δάκρυ κύλησε απο τα μάτια μου και ο δίσκος έπεσε απο τα χέρια μου κάνοντας μεγάλο θόρυβο.

«Μπελα τι έπαθες?» είπε με φανερή αγωνία ο Μαηκ πιάνοντας μου το χέρι

«πρέπει να φύγω» είπα μέσα απο τα δόντια μου και γύρισα προς την πόρτα, όταν όμως έπιασα το χερούλι ένιωσα την δεύτερη του δαγκωματιά να απλώνει περισσότερο δηλητήριο στο αίμα μου και ο πόνος που ένιωσα με έκανε να λυγίσω και να πέσω στο πάτωμα ουρλιάζοντας. Όλοι τρέξανε καταπάνω μου για να δουν τι είχε συμβεί και με την άκρη του ματιού μου είδα την Άλις που προσπαθούσε να συγκρατήσει τον Έντουαρντ για να μην προδοθούμε.

«Άλιςςςς» φώναξα απελπισμένα ελπίζοντας να μπορέσει να με βοηθήσει.

«Μπέλα τι συμβαίνει?» είπε εκείνη τρομοκρατημένη καθώς ήρθε απο πάνω μου.

«πρέπει να με πάρεις απο εδώ σε παρακαλώ βοήθησε με» της είπα απελπισμένα

«Εντουαρντ μην μας ακολουθήσεις» του ψιθύρισα για να με ακούσει μόνο εκείνος

«θα έρθω μαζί σας» τον άκουσα με πείσμα να σκέφτεται την ώρα που με σήκωνε η Άλις απο το πάτωμα

«σε παρακαλώ μην κάνεις τα πράγματα πιο δύσκολα»τον παρακάλεσα ψιθυριστά χωρίς να τον κοιτάζω και εκείνος έδωσε τα κλειδιά του στην Άλις και την άφησε να με βγάλει απο την πόρτα πηγαίνοντας με προς το αυτοκίνητο. Όταν με άφησε στην πόρτα και μπήκαμε μέσα γύρισε και με κοίταξε την στιγμή που έβαλε μπρος.

«θα μου πεις τι συμβαίνει?»

«ο Τζέημς δαγκώνει την Ομουτ για να με προκαλέσει»

«δηλαδή νιώθεις ότι εκείνη?»

«ναι» είπα και διπλώθηκα στα δύο καθώς ένιωσα το δάγκωμα του για άλλη μια φορά

«γιατί δεν μπορώ να δω τι θα κάνεις?»

«δεν μπορείς να με δεις όταν ενεργοποιώ την ασπίδα, πάρε τον δρόμο προς το σπίτι σας και μόλις περάσεις το μονοπάτι σας κόψε ταχύτητα για να σου πω που θα αφήσεις το αυτοκίνητο»

«Μπέλα τι έχεις σκοπό να κάνεις? ..... με ρώτησε και γύρισα να την κοιτάξω στα μάτια ..... κατάλαβα ... είπε μόνο και γύρισε πάλι μπροστά .... εγώ πως μπορώ να σε βοηθήσω»

«μείνε στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να σταματήσεις τον Έντουαρντ να έρθει κοντά μου»

«πιστεύεις ότι θα μας ακολουθήσει?»

«είναι ήδη πίσω μας» μέχρι εκείνη την στιγμή με την ταχύτητα που έτρεχε είχαμε φτάσει κοντά στο σπίτι τους και την καθοδήγησα που να σταματήσει. Όταν πάρκαρε το αμάξι βγήκα έξω και χωρίς να κοιτάξω πίσω μου άρχισα να τρέχω προς την Ομουτ που μέχρι εκείνη την στιγμή είχε εξασθενήσει.

Φτάνοντας κοντά της ο Τζέημς έβαλε το χέρι του απάνω στην καρδιά της και άρχισε να χώνει τα δάχτυλα του μέσα στο κρέας της, ο πόνος ήταν αφόρητος αλλά δεν τα έβαλα κάτω, όρμισα απάνω του και τον απομάκρυνα απο κοντά της προσπαθώντας να βρω πάλι την αναπνοή μου για να συγκεντρωθώ και να τον αντιμετωπίσω.

«είχα δίκιο τελικά» είπε με δηλητήριο στην φωνή του και τον κοίταξα στα μάτια τρίζοντας τα δόντια μου μαζεύοντας στο στόμα όσο περισσότερο δηλητήριο μπορούσα για να τον κάψω.

Την στιγμή που χήμιξε απάνω μου έβαλα το αριστερό μου χέρι στο λαιμό του και το δεξί στην καρδιά του και το κάψιμο που ένιωσε απο το άγγιγμα μου το έκανε να πέσει κάτω στο έδαφος ουρλιάζοντας, πριν προλάβει να αντιδράσει έσκυψα κοντά στο στόμα του και άφησα να τρέξει όλο το δηλητήριο που είχα μαζέψει, μέσα στο στόμα του και με το αριστερό μου χέρι του κράτησα το στόμα του κλειστό για να μην προλάβει να το φτύσει.

Όλο του το κορμί άρχισε να τραντάζετε απο τον πόνο άλλα εγώ δεν τον άφηνα ακόμα, όταν ένιωσα την παρουσία του Έντουαρντ και της Άλις πίσω μου γύρισα και τους κοίταξα. Και άφησα τον Τζέημς απο τα χέρια μου για να κάνω το μαρτύριο του πιο βασανιστικό καθώς χωρίς την ζεστασιά μου ο θάνατος του θα γινόταν πιο αργός.

Πήγα κοντά στην Ομουτ και έσκυψα κοντά της, η καρδιά της είχε ήδη εξασθενήσει και το δηλητήριο ήταν πολύ κοντά να την αποτελειώσει. Έβαλα το χέρι μου στην κορυφή της κεφαλή της και την πλησίασα.

«άσε με να πάρω τον πόνο» την παρακάλεσα και με κοίταξε στα μάτια.

«άσε με να φύγω» ένιωσα να μου λέει και άρχισα να δακρύζω

«σε παρακαλώ μη με αφήνεις» είπα κλαίγοντας και ένιωσα να αφήνει την τελευταία της αναπνοή. Τότε έσκυψα κοντά της και δίνοντας της ένα φιλί την απελευθέρωσα κλαίγοντας με λυγμούς απάνω στο κορμί της και ένιωσα τα χέρια του Έντουαρντ να με αγκαλιάζουν.

«μην με ακουμπάς φύγε απο εδώ» του φώναξα και τραβήχτηκα απο κοντά του.

«Μπέλα σε παρακαλώ» είπε εκείνος και έκανε άλλη μια προσπάθεια να με πλησιάσει.

«θες να δεις τι θα πάθαινες εχθές εσύ? Θες να δεις γιατί πάντα θα είμαστε εχθροί?» του είπα εγώ δυνατά και απομακρύνθηκα απο κοντά του, πηγαίνοντας πίσω στον Τζέημς που όλη αυτήν την ώρα ούρλιαζε στο έδαφος και τρανταζόταν απο τον πόνο.

Όταν τον πλησίασα έβαλα και πάλι το χέρι μου στην καρδιά του και αυτό τον έκανε να πονέσει περισσότερο, πλησίασα το στόμα του και κρατώντας του ανοιχτό έριξα περισσότερο δηλητήριο για να τον αποτελειώσω. Αφού το κράτησα κλειστό για να μην το φτύσει συγκεντρώθηκα και έδωσα περισσότερο ενέργεια στο χέρι μου για να επιταχύνω την διαδικασία.

Σιγά σιγά το κορμί του άρχισε να λιώνει μέχρι που έγινε στάχτη και τότε τον άφησα και γύρισα την ματιά μου σε εκείνους που όλην αυτήν την ώρα είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό να με κοιτάνε.

«γύριστε πίσω και φύγετε απο το δάσος, η Βικτόρια είναι απέναντι και μας κοιτάει»

«δεν σε αφήνω μόνη σου εδώ»

«Έντουαρντ ξέχασε με»

«ποτέ» Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια άγρια και έτριξα τα δόντια μου.

«ξέ .. χα .. σε .. με» του επανάλαβα και σηκώθηκα όρθια απειλητικά

«Έντουαρντ πάμε να φύγουμε» είπε η Άλις που κατάλαβε ότι ήμουν εκτός ορίων απο όλο τον πόνο και απώλεια που είχα βιώσει εκείνη την στιγμή. εκείνος γύρισε και την κοίταξε στα μάτια με πόνο

«δεν πάω πουθενά» της είπε και τράβηξε το χέρι του απο το δικό της

«Έντουαρντ άφησε την να θρηνήσει» του είπε πιο ήρεμα

«η Βικτόρια είναι κοντά αν δε φύγετε τώρα θα το μετανιώσετε» είπα και τους προσπέρασα για να γυρίσω στο Λαπους μέσα απο το δάσος χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.

ESCAPE POLH FANTASMA