Έντουαρτ
Όλος αυτός ο μήνας για μένα ήταν ένα μαρτύριο, απο την μια να βλέπω την Μπέλα να μου συμπεριφέρεται απόμακρα και απο την άλλη να βλέπω την φιλία της με την Άλις να γίνετε όλο και πιο δυνατή με έκανε να τρελαίνομαι. Τις ζήλευα τόσο πολύ που μπορούσαν να έχουν όλη αυτήν την καλή σχέση και αυτό με έκανε τις περισσότερες φορές να έχω πολύ άσχημη συμπεριφορά προς την Άλις αλλά εκείνη πάντα με καταλάβαινε και ποτέ δεν έπαιρνε άσχημα ότι και να της έλεγα.
«δώστης λίγο χρόνο θα δεις θα αλλάξει γνώμη» μου έλεγε πάντα και ήθελα να την πιστέψω αλλά όταν μετά ένιωθα την ψυχρότητα της με έκανε πάλι να γυρίζω στις παλιές μου σκέψεις.
Σήμερα η Άλις με είχε προειδοποιήσει ότι ο κύριος Μολίνα θα έκανε ανάλυση του αίματος μας για να βρούμε την ομάδα αίματος και έτσι ενώ έφερα τους υπόλοιπους στο σχολείο εγώ έμεινα στο αυτοκίνητο για να ακούσω μουσική μέχρι να τελειώσει η πρώτη ώρα.
Κάποια στιγμή άκουσα το φορτηγάκι της Μπέλας να έρχεται και την κοίταζα μέσα απο τον καθρέφτη να τρέχει για να προλάβει την πρώτη ώρα και μια δύναμη με έκανε να την προειδοποιήσω γι αυτό.
«Μπέλα» της φώναξα και γύρισε προς την μεριά μου
«Έντουαρντ, τι κάνεις εδώ?»
«Ο κύριος Μολίνα θα μας κάνει ανάλυση αίματος σήμερα για να βρούμε την ομάδα που ανήκουμε»
«και τι φοβάσαι ότι δεν θα μπορέσεις να συγκρατηθείς» είπε κοροϊδευτικά γελώντας
«εντάξει το ότι έχω επιβάλλει τον εαυτό μου να έχει διαφορετικές προτιμήσεις δεν νομίζεις ότι είναι παρακινδυνευμένο να μπω σε τέτοιο πειρασμό? Άλλωστε τι δείγμα μπορώ να δώσω εγώ?» της είπα στο ίδιο ύφος και αυτό την έκανε να γελάσει περισσότερο
«έλα σε καλύπτω εγώ» είπε και έκανε να φύγει για να προλάβει να μπει έγκαιρα στην τάξη
«Μπέλα» φώναξα εγώ μην ξέροντας τι να κάνω
«έλα φοβητσιάρη θα σε βγάλω έγκαιρα και δεν θα καταλάβει κανείς τίποτα»
Σαν μαγεμένος άρχισα να την ακολουθώ χωρίς να είμαι σίγουρος γι αυτό που κάνω. Σίγουρα απο όλες τις πλευρές αυτή η κίνηση ήταν παρακινδυνευμένη αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ στο κάλεσμα της και έτσι μπήκαμε μαζί στην αίθουσα ακριβώς την στιγμή που έμπαινε και ο κύριος Μολίνα.
«πάρε μια βαθιά αναπνοή και κράτα την μέχρι να με δεις να λιποθυμάω, πες στον κύριο Μολίνα να με πας στην νοσοκόμα και μετά θα είσαι ελεύθερος» είπε και μου έκλεισε το μάτι
«Μπέλα είσαι σίγουρη?»
«μην μου πεις ότι φοβάσαι»
«δεν φοβάμαι άλλα τρέμω μην κάνω καμιά χαζομάρα»
«μην ανησυχείς δεν θα σε αφήσω να κάνεις τίποτα»
«και τι αίμα θα δώσω εγώ?»
«έχουν περάσει δύο μέρες απο το τελευταίο σου κυνήγι οπότε έχεις αρκετό αίμα στον οργανισμό σου»
«πως το ξέρεις αυτό?» με κοίταξε γελώντας
«δεν έχει σημασία τώρα αυτό κάνε αυτό που σου λέω και όλα θα πάνε καλά» είπε κεφάτα και γύρισε την ματιά της μπροστά
Την στιγμή που ο κύριος Μολίνα μας μοίρασε τις διαφάνειες που θα βάζαμε την σταγόνα απο το αίμα μας η Μπέλα μου ζήτησε να της δώσω το χέρι μου και εγώ γύρισα και την κοίταξα με απορία.
«μην κάνεις σαν μωρό δεν θα καταλάβεις το τσίμπημα» είπε γελώντας και γέλασα και εγώ και της το έδωσα χωρίς να της μιλήσω για να μην χάσω την αναπνοή που κράταγα για να μην μυρίζω το φρέσκο αίμα.
Εκείνη το πήρε στα χέρια της και κρατώντας μου το ένα δάχτυλο έκλεισε τα μάτια της και φαινόταν σαν να συγκεντρώνεται σε κάτι. Εκείνη την στιγμή ένιωσα το δάχτυλο μου να θερμαίνετε και το άγγιγμα της με έκαψε τόσο πολύ που ένιωθα ότι το δάχτυλο μου ήταν και πάλι ανθρώπινο παρά μαρμαρωμένο όπως ήταν όλο μου το σώμα.
Μετά απο λίγο ήρθε ο κύριο Μολίνα για να πάρει τα δικά μας δείγματα και το άφησε διακριτικά κάνοντας μου νόημα να το δώσω σε εκείνον για να το τρυπήσει, την στιγμή που είδα την σταγόνα απο το δάχτυλο μου να στάζει τα έχασα δεν μπορούσα να πιστέψω πως μπορεί να είχε γίνει αυτό. Εκείνη αμέσως άρχισε το θέατρο και έπιασε το κεφάλι της κλείνοντας τα μάτια.
«κύριες Μολίνα?» είπε αδύναμα
«Μπέλα είσαι καλά»
«δεν νομίζω» είπε και είδα το σώμα της να αρχίζει να γέρνει προς τα κάτω και τελευταία στιγμή την συγκράτησα για να μην πέσει στο πάτωμα
«Έντουαρντ βοήθησε της σε παρακαλώ να πάει στην νοσοκόμα»
«μάλιστα κύριε Μολίνα» είπα αμέσως εγώ και σηκώθηκα να την βοηθήσω
«μείνε μαζί της όσο χρειαστεί» είπε εκείνος με αγωνία
«μην ανησυχείτε γι αυτό» του είπα εγώ και την έβγαλα έξω απο την τάξη όσο μπορούσα πιο γρήγορα για τι είχα μείνει απο αέρα και χρειαζόμουν επειγόντως να τον ανανεώσω πριν μιλήσω. Όταν βγήκαμε έξω άφησε το χέρι της και ήρθε δίπλα μου
«έπρεπε να δεις το ύφος σου όταν σου τρύπαγε το χέρι» είπε και ξέσπασε σε βουβά γέλια για να μην μας πάρουν μυρωδιά οι άλλοι μέσα στην τάξη
«καλό το αστείο αλλά γιατί τρύπησα μόνο εγώ το χέρι μου?»
«με έχεις για χαζή? Δεν δίνω ποτέ το αίμα μου σε κανέναν»
«γιατί?..... δεν απάντησε και άρχισε να προχωράει προς την καφετέρια ..... Μπέλα?» της είπα και την σταμάτησα
«τι θες?»
«που πας?»
«υποτίθεται στην νοσοκόμα»
«θα έρθω μαζί σου»
«όπως θες» μου είπε εκνευρισμένα και γύρισε την πλάτη της και άρχισε πάλι να απομακρύνετε απο μένα, πολύ γρήγορα όμως την έφτασα και την κοίταξα στα μάτια
«γιατί σε ενοχλεί τόσο πολύ να μιλάς για σένα?»
«Έντουαρντ ειλικρινά τι σημασία έχει πως γίνονται ή γιατί γίνονται όλα αυτά. Πάντα θα είμαι ένα περίεργο φαινόμενο της φύσης γιατί θα πρέπει σώνει και ντε να μάθω το γιατί. Έκανα πάρα πολλά χρόνια να αποδεχθώ τον εαυτό μου και πίστεψε με δεν ήταν κάτι εύκολο, βλέπω τους πάντες να προχωράνε και εγώ παραμένω κολλημένη εδώ, πιστεύεις ότι και να μάθω τον λόγο θα αλλάξει κάτι? Ποτέ δεν θα καταφέρω να έχω μια κανονική ζωή οπότε γιατί να την κάνω πιο περίπλοκη?»
«ίσως όμως αν μάθεις περισσότερα»
«αρκετά, δεν θα κάτσω να ακούσω τίποτα άλλο και όσο αφορά το αίμα που έδωσες μην ανησυχείς ο κύριος Μολίνα δεν θα καταφέρει να εξετάσει τίποτα απο αυτό γιατί μέχρι να βγούμε έξω θα είχε ξεραθεί και έτσι δεν θα καταφέρει ούτε την ομάδα αίματος να δει»
«πως τα ξέρεις όλα αυτά»
«έλεος Έντουαρντ κατάλαβε το δεν πρόκειται να σου πω τίποτα άλλο» είπε και άρχισε να πηγαίνει στην νοσοκόμα πιο γρήγορα
Όταν φτάσαμε στο ιατρείο άρχισε πάλι να κάνει την ζαλισμένη αφού κάτσαμε για λίγο εκεί μέχρι να της περάσει ζητήσαμε άδεια για την υπόλοιπες ώρες εκείνη για να γυρίσει σπίτι και εγώ για να την πάω με ασφάλεια και βγήκαμε πάλι έξω. Όταν φτάσαμε όμως στο αυτοκίνητο της δεν ήθελα να την αφήσω να φύγει έτσι απλά.
«που πας?»
«σπίτι» είπε αδιάφορα
«δεν νομίζω τόσο εύκολα»
«Έντουαρντ σε παρακαλώ δεν έχω όρεξη για παιχνιδάκια»
«παιχνιδάκια? Δεν άκουσες που έδωσα την υπόσχεση μου να σε γυρίσω με ασφάλεια πίσω?» αυτό την έκανε να ξεσπάσει στα γέλια
«ναι γιατί είμαι ζαλισμένη απο την θέα του αίματος σου» είπε γελώντας ακόμα
«έχουμε μια ευκαιρία να έχουμε μισή μέρα δική μας μην την σπαταλάς με το να γυρίσεις στο Λαπους» την παρακάλεσα και εκείνη πήρε μια βαθιά αναπνοή και αφού το σκέφτηκε για μια στιγμή γύρισε πάλι την ματιά της σε μένα
«και τι προτείνεις να κάνουμε?»
«γιατί δεν πάμε στο λιβάδι που σε είχα βρει την πρώτη φορά, θα πρέπει να σου έχει λείψει πάρα πολύ εκείνο το μέρος»
«και είσαι σίγουρος ότι δεν θα είναι πρόβλημα?»
«εννοείς για την συνθήκη?»
«φυσικά»
«έλα βρε Μπέλα μην λες χαζά, ποιος θα μας πει τίποτα»
«είσαι σίγουρος ότι όλοι θα το δουν έτσι?»είπε ειρωνικά και κατάλαβα αμέσως πως αναφερόταν στην Ροζαλι
«άστο απάνω μου»
«όπως νομίζεις» είπε και γύρισε πάλι να πάει στο φορτηγάκι της
«που πας πάλι»
«δεν μπορώ να το αφήσω εδώ»
«ναι αλλά με αυτό θα φάμε την μισή μέρα στην διαδρομή, πάμε με το δικό μου και την ώρα που θα γυρίσουμε να πάρουμε τα παιδιά θα σε γυρίσω να το πάρεις»
«και δεν θα κινήσουμε υποψίες αν με δουν να γυρίζω?»
«δεν έχεις άδικο σε αυτό, εσύ τι προτείνεις να κάνουμε?»
«έχω ένα μέρος που το κρύβω και μετά πάω με τα πόδια, θα βρεθούμε εκεί»
«δεν θες να έρθω μαζί σου?»
«και πως θα γυρίσεις?»
«σωστά..... είπα και με βαριά καρδιά την άφησα και πήγα στο αυτοκίνητο μου ...... Μπέλα?» γύρισα και της είπα πριν μπει
«θα είμαι εκεί πριν απο σένα» είπε γελώντας και μπήκε μέσα
«αυτό θα το δούμε» της είπα και μπήκα μέσα γελώντας σαν μικρό παιδί και αφού έβαλα μπρος άρχισα να τρέχω με μανία ελπίζοντας να φτάσω πριν απο εκείνη.
Σε όλο τον δρόμο με είχε πιάσει τέτοια αγωνία που ένιωθα ότι αν είχα παλμό αυτήν την στιγμή η καρδιά μου θα μπορούσε να μου διαλύσει το στήθος. Όταν έφτασα στο τέρμα του δρόμου άφησα το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω τόσο γρήγορα που τα πόδια μου ίσα που πατούσαν την γη, όταν έφτασα όμως εκείνη ήταν ήδη εκεί ξαπλωμένη στο γρασίδι και χαμογελούσε.
Κάτω απο τις ακτίνες του ήλιου ήταν τόσο εκτυφλωτική που μου έκοψε την ανάσα, το δέρμα της ήταν τόσο άσπρο αλλά και τόσο διάφανο που μπορούσα να δω τις φλέβες της να πάλλονται και αυτό με έκανε να τρελαίνομαι περισσότερο, όμως το δικό της δέρμα δεν λαμπύριζε όπως το δικό μου και αυτό με έκανε να νιώσω λίγη νευρικότητα για το πως θα με έβλεπε εμένα.
«γιατί στέκεσαι εκεί?» με ρώτησε καθώς έβλεπε ότι ήμουν διστακτικός, πήρα μια ανάσα και μπήκα στο λιβάδι για να βρεθώ κοντά της πλησιάζοντας την πολύ αργά.
Όταν έκατσα δίπλα της ξάπλωσε πάλι στο γρασίδι και έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας της ηλιαχτίδες που παίζανε πάνω στο υπέροχο πρόσωπο της με ένα μεγάλο χαμόγελο.
«μου έχει λείψει τόσο πολύ αυτό το μέρος, πριν έρθετε εσείς πέρναγα ώρες εδώ διαβάζοντας κάποιο βιβλίο»
«και εγώ όταν ήμαστε στο Φορκς περνάω τις περισσότερες ώρες μου εδώ μακριά απο όλους για να ηρεμήσω»
«το ξέρω»
«πως το ξέρεις?»
«σε έβλεπα όταν ήμουν μικρή που ερχόσουν εδώ»
«και πως δεν σε κατάλαβα ποτέ?»
«άλλο ένα άλυτο μυστήριο» είπε γελώντας
«δεν θα μου πεις?»
«δεν αποκαλύπτω ποτέ τα μυστικά μου»
«δεν παίζεις τίμια»
«πρέπει να είναι πολύ βασανιστικό να ακούς όλη την ώρα όλες αυτές τις φωνές» είπε αλλάζοντας την συζήτηση
«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο»
«και δεν μπορείς να της απωθήσεις?»
«τις περισσότερες φορές τα καταφέρνω αλλά όχι πάντα, ιδίως όταν οι σκέψεις αφορούν εμένα»
«δηλαδή?»
«όταν κάποιος σκέφτεται το όνομα μου η σκέψη μου γυρίζει αυτόματα σαν κάποιος να έχει πει το όνομα μου δυνατά έτσι δεν μπορώ να το αποφύγω»
«και ακούς πολύ μακριά?»
«όχι περιορίζετε σε μερικά χιλιόμετρα, ευτυχώς» γέλασε με το ύφος μου
«έχεις σκεφτεί ποτέ πως θα ήταν η ζωή σου αν δεν είχες αυτό το χάρισμα?»
«νομίζω πιο φυσιολογική» είπα αδιάφορα
«δηλαδή υπάρχουν και φορές που εύχεσαι να μην το είχες?»
«ναι αλλά γιατί με ρωτάς?»
«έτσι κουβέντα να γίνετε»
«δεν το νομίζω περισσότερο το ρωτάς για σένα έτσι δεν είναι?» γύρισε την ματιά της απότομα και με κοίταξε βαθιά στα μάτια
«μάλλον έχεις δίκιο»
«υπάρχουν φορές που σκέφτεσαι να μπορούσες να είσαι πιο φυσιολογική?»
«δεν ξέρω, περισσότερο θα έλεγα ότι υπάρχουν φορές που θα προτιμούσα να ήμουν πιο ανθρώπινη»
«γιατί αυτό?» σήκωσε την ματιά της στα σύννεφα και έμεινε έτσι για μια στιγμή
«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο εύχομαι να μπορούσα και εγώ να γεράσω όπως οι υπόλοιποι, το να ξέρω ότι όποιον αγαπώ κάποια στιγμή θα τον χάσω και εγώ θα μείνω πίσω κολλημένη στην ίδια κατάσταση ........ κούνησε το κεφάλι της σμίγοντας τα χείλια της με πόνο ........... και να μην μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό»
«καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά τι εννοείς»
«γι αυτό αποφάσισα να φύγω μακριά απο όλα, όταν έχασα τον Εφραιμ που για μένα ήταν σαν πατέρας μου έχασα την γη κάτω απο τα πόδια μου αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι δεν πρέπει να δένομαι με κανέναν τόσο πολύ γιατί όλα θα έχουν την ίδια κατάληξη και έτσι με τον καιρό άρχισα να νιώθω ότι δεν ανοίκω κοντά τους, όμως δεν είμαι αχάριστη, όλη η ζεστασιά και η αγάπη που μου δίνουν δεν μπορώ ποτέ να την αγνοήσω και να μην είμαι ευγνώμων σε αυτούς, γι αυτό και δεν αντέχω όλες αυτές τις προκαταλήψεις και τον ρατσισμό που βλέπω προς το πρόσωπο τους. Αν τους γνωρίσεις όπως τους γνωρίζω εγώ τότε μόνο θα καταλάβεις το πόσο υπέροχοι άνθρωποι είναι και το μόνο που ζητάνε είναι να κρατούν ασφαλείς τους ανθρώπους που αγαπούν απο τα πλάσματα που τους έχουν βασανίσει όλα αυτά τα χρόνια»
«και εμείς το κάνουμε πιο δύσκολο»
«υπάρχει ιστορία πίσω τους Έντουαρντ που δεν μπορούν να την αγνοήσουν μόνο και μόνο γιατί εσείς αναπτύξατε συνείδηση και αλλάξατε τρόπο ζωής»
«δεν μπορώ να ξέρω την ιστορία τους αλλά ξέροντας το είδος μας δεν τους αδικώ»
«σε πόνεσα πολύ?» είπε ξαφνικά μετά απο λίγη ώρα σιωπής
«πότε?»
«εννοώ την ημέρα με τον Τζέημς»
«εντάξει δεν μπορώ να πω ότι ήταν ευχάριστο»
«δεν πρόλαβα να σε προειδοποιήσω αλλά δεν είχα αρκετή δύναμη και για τους δύο σας και ήμουν σίγουρη ότι αν δεν τον έπιανα εκείνη την στιγμή σήμερα θα του έλειπε κάποιο κομμάτι» είπε γελώντας
«να ρωτήσω πως το έκανες αυτό ή να πάω στην επόμενη ερώτηση» την πείραξα και γέλασε
«δεν ξέρω πως λειτουργεί απλά είναι χρήσιμο όταν θέλω να προστατέψω κάποιον και έχω καταφέρει με μεγάλο κόπο να το κάνω αλλά αν δεν έχω πιει αίμα δεν έχω πολύ δύναμη για να προστατέψω περισσότερους απο έναν και μόνο με την επαφή»
«δεν μπορείς να το κάνεις απο απόσταση»
«όχι προσπάθησα να το κάνω άλλα είναι πολύ εξαντλητικό και έτσι το παράτησα»
«ο Καρλαηλ λέει ότι είσαι ασπίδα και μάλλον είναι και ο λόγος που δεν μπορώ να ακούσω τις σκέψεις σου»
«ασπίδα?»
«ναι έτσι λέγετε κάποιος όταν έχει ένα χάρισμα σαν το δικό σου αλλά αυτό που κάνεις με το χέρι είναι διαφορετικό...... γέλασε περισσότερο ..... τι?»
«δεν μπορείς να μαντέψεις τι έκανα?»
«όχι για να είμαι ειλικρινής»
«δώσε μου το χέρι σου» είπε και σηκώθηκε κοιτώντας με στα μάτια
«θα αρχίσω να τραντάζομαι πάλι» είπε μισό αστεία μισό σοβαρά
«όχι απλά θα καταλάβεις τι κάνω, μόνο αν σου το κάνω στην καρδιά θα πονέσεις όπως ο Τζέημς» της το έδωσα διστακτικά και την κοίταζα μέσα στα μάτια
Μόλις το πήρε έβαλε την χούφτα της πάνω στην δική μου και έκλεισε τα μάτια, τότε αμέσως ένιωσα την παλάμη μου να ζεσταίνετε και αυτό με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος. Με έκανε να νιώσω τόσο ζωντανός που λίγο ακόμα θα ορκιζόμουν ότι η καρδιά μου θα άρχιζε να χτυπάει και πάλι. Μόλις έβγαλε το χέρι της απο το δικό μου το έβαλε να ακουμπήσει πάνω στο μάγουλο μου.
«βλέπεις πόσο ζεστό είναι?»
«ναι απίστευτο»
«αν το κάνω στην καρδιά σου και βάλω περισσότερη ενέργεια θα προσπαθήσει και πάλι να χτυπάει αλλά επειδή είναι παγωμένη σε σας αρχίζει να σπάει και αυτό σας προκαλεί μεγάλο πόνο, ενώ σε έναν άνθρωπο ή ένα ζώο το επαναφέρει»
«όπως επανέφερες εκείνη τη φορά το ελάφι?»
«ακριβώς»
«ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως γίνετε αυτό» γέλασε και κούνησε το κεφάλι της ξαπλώνοντας πάλι στο γρασίδι
«δεν ξέρω Έντουαρντ μακάρι να μπορούσα να σου το εξηγήσω πως γίνεται αυτό αλλά η αλήθεια είναι ότι ούτε και εγώ ξέρω το πως και το γιατί μπορώ να κάνω ότι κάνω»
«οι δικοί σου δεν έχουν καμία εξήγηση για όλα αυτά?»
«δεν τους έχω πει τα πάντα αλλά και αυτά που ξέρουν για εκείνους είναι πρωτόγνωρα»
«γιατί δεν τους τα έχεις πει?»
«νομίζω ότι καλό είναι να πηγαίνεις οι δικοί σου θα σε περιμένουν»
«είμαι σίγουρος ότι η Άλις θα τους έχει ειδοποιήσει για το που βρίσκομαι»
«και είμαι σίγουρη ότι θα έχεις μεγάλη μουρμούρα γυρίζοντας σπίτι» δεν μπορούσα να αρνηθώ σε αυτό
«θα σε δω το βράδυ?»
«δεν ξέρω αν θα έρθω»
«σε παρακαλώ» της είπα και εκείνη σηκώθηκε και γύρισε να με κοιτάξει
«δεν σου υπόσχομαι τίποτα» είπε μόνο και άρχισε να τρέχει προς την μεριά που είχα έρθει εγώ πριν
Όταν γύρισα στο σχολείο η Άλις ήταν μες την καλή χαρά και το χαμόγελο της είχε κολλήσει στο στόμα της η Ροζαλι απο την άλλη αν μπορούσε να με σκοτώσει με το βλέμμα της θα το είχε κάνει ήδη τα αγόρια δε ήταν τελείως στον κόσμο τους.
«τι έγινε αδελφούλη» είπε η Άλις δίνοντας μου ένα φιλί στο μάγουλο την στιγμή που έκατσε δίπλα μου
«καλά» είπα αδιάφορα και άρχισα να γυρίζω το αυτοκίνητο στην αντίθετη κατεύθυνση για να πάω προς το σπίτι
«ξέρεις ότι εξαιτίας σου έσπασε την συνθήκη» είπε η Ροζαλι με φαρμάκι στο στόμα της
«έλεος Ροζαλι με τον Έντουαρντ ήταν όχι μόνη της» είπε ο Έμετ και μου έδωσε ένα μπάτσο στο μπράτσο
«καλά» είπε και γύρισε την ματιά της έξω απο το παράθυρο αρχίζοντας την μουρμούρα με την σκέψη της για να με εκνευρίσει, εγώ όμως ένιωθα τόσο καλά που ακόμα και αυτό μου προκαλούσε γέλιο
«τι καλά θα βρεθείτε πάλι το βράδυ» είπε η Άλις ξαφνικά χτυπώντας παλαμάκια και απο εκείνη την στιγμή ένιωσα ότι μου χαρίσανε όλον τον κόσμο στα πόδια μου.
Όλο το απόγευμα κύλησε τόσο αργά που άρχισε να με εκνευρίζει όμως με το που σκοτείνιασε έτρεξα να βρεθώ στο ίδιο σημείο που πάντα την περίμενα κάθε βράδυ.
Όταν έφτασα έκατσα στο ίδιο δέντρο που καθόμουν πάντα περιμένοντας να την δω. Όταν είδα όμως να λείπει το ελάφι που πάντα την περίμενε μαζί με μένα τα έχασα γιατί για μια στιγμή νόμιζα ότι δεν θα έρθει ή ότι είχε έρθει πιο νωρίς και το είχε διώξει επίτηδες, όμως τα λόγια της Άλις με έκαναν να την περιμένω για άλλη μια φορά.
Σήμερα είχε πανσέληνο και όλο το σκηνικό ήταν μαγικό. Το σεληνόφως έκανε όλο το μέρος να μοιάζει ότι είχε βγει απο άλλη διάσταση και τα χρώματα όλα είχαν ασημί απόχρωση, το νερό ήταν γαλήνιο και η αντανάκλαση απο το φεγγάρι το έκανε σαν να έβγαινε απο παραμύθι.
Κάποια στιγμή είδα το νερό να ταράζετε και ένιωσα όλο μου το κορμί να τραντάζεται απο την προσμονή. Εκείνη δεν έβγαινε απο το νερό αλλά η καρδιά της που κάλπαζε με τράβαγε κοντά της. Πριν βγει απο το νερό κατέβηκα απο το δέντρο με ένα σάλτο και βρέθηκα στην άκρη του νερού για να την συναντήσω.
Αργά και βασανιστικά ανέβηκε στην επιφάνεια και είδα τα μάτια της να λάμπουν χαμογελαστά, της χαμογέλασα και εγώ και ήρθε κοντά μου χωρίς να βγαίνει απο το νερό.
«δεν θα μπεις είναι πολύ ωραία»
«γιατί όχι» της είπα χαμογελώντας και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου για να βρεθώ κοντά της.
Όταν μπήκα στο νερό η θερμοκρασία του νερού ήταν πιο ζεστή απο το φυσιολογικό και αυτό με παραξένεψε, όμως δεν είπα τίποτα και πήγα κοντά της. Η νευρικότητα στην ατμόσφαιρα ήταν τόσο εκνευριστική που έπρεπε να κάνω κάτι για να την σπάσω.
«τι λες παραβγαίνουμε?» ρώτησε εκείνη γελώντας πριν προλάβω να της προτείνω το ίδιο εγώ.
«θα σε αφήσω να πας πρώτη» είπα πειράζοντας την και εκείνη άρχισε να κολυμπάει σαν δελφίνι αφήνοντας με πίσω.
Άρχισα να την ακολουθώ και έφτασα με μεγάλη ευκολία δίπλα της και τότε άρχισε να κολυμπάει πιο γρήγορα για να μην την φτάσω αλλά επειδή εκείνη έπρεπε να παίρνει ανάσες μου έδινε το προβάδισμα να την φτάνω ώσπου στο τέλος την κράτησα απο την μέση και την έφερα στην επιφάνεια.
Γέλασε με την καρδιά της μέσα στην αγκαλιά μου και όπως τραντάζονταν τα κορμιά μας ενωμένα ένιωθα τόσο ολοκληρωμένος. Η ζεστή της αγκαλιά μου ξύπναγε όλες μου τις αισθήσεις και όταν το ένιωσε σταμάτησε να γελάει και με κοίταξε σοβαρά στα μάτια.
Άρχισα να την πλησιάζω και αμέσως γύρισε το κεφάλι της απο την άλλη
«μην το κάνεις αυτό» είπε και απαλά έβγαλε τα χέρια μου απο την πλάτη της και άρχισε να απομακρύνετε απο κοντά μου.
«Μπέλα μην φεύγεις» την παρακάλεσα και γύρισε να με κοιτάξει.
Στα μάτια της υπήρχε πόνος και αυτό έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί, άρχισε να κολυμπάει προς την ακτή και την ακολούθησα, όταν βγήκε απο το νερό έκατσε εκεί ακριβώς που έσκαγε το κύμα και μάζεψε τα πόδια της κοντά στο στήθος της βάζοντας το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στα γόνατα της κοιτάζοντας μακριά. Όταν έφτασα κοντά της έκατσα δίπλα της και την κοιτούσα χωρίς να καταλαβαίνω.
«δεν μπορώ να σε αφήσω να με φιλήσεις χωρίς να σου κάνω κακό» είπε δίνοντας μου την απάντηση στην ερώτηση που έβλεπε στα μάτια μου.
«δεν καταλαβαίνω πως μπορείς να μου κάνεις κακό?» πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε να με κοιτάξει
«το δηλητήριο μου θα σε κάψει» είπε και έμεινα να την κοιτάζω σαστισμένος
«Μπελα απο την πρώτη μέρα που σε είδα δεν μπορώ να σε βγάλω απο το μυαλό μου, είσαι το πιο υπέροχο και το πιο μυστήριο πλάσμα που έχω γνωρίσει σε όλη μου την ζωή, δεν μπορώ πια να σε αγνοώ»
«και εγώ σε περίμενα 60 χρόνια αλλά δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό»
«τι? εννοείς ότι» κούνησε το κεφάλι της γυρίζοντας την ματιά της πάλι στο νερό
«όταν φύγατε πήρες μαζί σου την καρδιά μου και πάντα σε περίμενα να γυρίσεις, γι αυτό δεν έφυγα πιο νωρίς, όμως τότε δεν ήξερα τι μπορούσα να κάνω και τι όχι, γι αυτό όταν έμαθα ότι θα γυρίσεις ζήτησα απο τον Μπίλι να με αφήσει να πάω να σπουδάσω κάπου για να μην συναντηθούμε, όμως για να φύγω θα έπρεπε να φοιτήσω πρώτα στο λύκειο του Φορκς. Όταν έβλεπα τις αντιδράσεις σου πέρσι και στην αρχή αυτής της χρονιάς είχα την ελπίδα ότι ποτέ δεν θα γυρίσεις να με κοιτάξεις και ότι πάντα θα σε απωθούσε η ιδέα ότι είμαι μια απο τους Κουαλαγιουτ όμως μέρα με την ημέρα όλα σου τα λόγια με πλήγωναν όλο και πιο πολύ»
«συγνώμη που άφησα τον εγωισμό μου να σε πληγώσει τόσο, όμως ήταν η αντίδραση που μου έβγαινε στην προσπάθεια μου να σε απωθήσω απο το μυαλό μου που ήταν μονίμως με την σκέψη σου»
«μην μου ζητάς συγνώμη, εγώ έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτική και να μην σε αφήσω να με δεις εκείνο το βράδυ γιατί ήξερα ότι αν θα μύριζες πως πραγματικά μυρίζω τότε ίσως και να με έβλεπες διαφορετικά»
«μην το ξαναπείς ποτέ αυτό, ακόμα και αν η μυρωδιά σου ήταν όπως σε μυρίζω με τα ρούχα τους, δεν νομίζω ότι θα άντεχα πολύ καιρό μακριά σου. Μπέλα δεν με νοιάζει πως μυρίζεις η καρδιά μου σου ανήκει απο την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα αλλά ήμουν πολύ εγωιστής για να το παραδεχτώ»
«μην το λες αυτό» είπε και έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια της για να μου κρύψει τον πόνο που ένιωθε
«αυτή είναι η αλήθεια και δεν μπορώ πλέον να την αγνοώ» κούνησε το κεφάλι της απελπισμένα
«δεν το καταλαβαίνεις? Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί»
«γιατί όχι Μπέλα?»
«γιατί δεν θέλω να σου κάνω κακό»
«και εγώ δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου» της είπα και γέρνοντας κοντά της της άφησα ένα φιλί στον ώμο της, πήρε μια κοφτή ανάσα και ένιωσα την καρδιά της να πηγαίνει πιο γρήγορα απο πριν
«πρέπει να φύγω» είπε και πήγε να σηκωθεί αλλά εγώ δεν την άφησα
«σε παρακαλώ Μπέλα σε περίμενα τόσα χρόνια μην φεύγεις τώρα»
«είναι λάθος Έντουαρτ κατάλαβε το κανείς δεν θα δεχτεί αυτήν την σχέση»
«δεν με νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι με νοιάζει μόνο πως νιώθεις εσύ»
«ξέρεις πως νιώθω»
«το ξέρω?» γύρισε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια και πέρασα απαλά το χέρι μου απάνω στο πρόσωπο της με την αναστροφή του χεριού μου και έκλεισε τα μάτια της.
«πρέπει να φύγω» είπε πάλι και σηκώθηκε και σηκώθηκα και εγώ ταυτόχρονα με εκείνη σταματώντας την.
«δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις ποτέ ξανά»
«δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό Έντουαρτ σε παρακαλώ άφησε με να φύγω»
«όχι» είπα με πείσμα και κλειδώνοντας την στην αγκαλιά μου άρχισα να την φιλάω.