Ετικέτες

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Πλασμένοι ο ένας για τον άλλο "6. Ραγισμένη καρδιά"

Έντουαρτ

Αυτό το σαββατοκύριακο ήταν το χειρότερο όλης της ύπαρξης μου. Απο την μια η Ρόζαλι όποτε έβρισκε την ευκαιρία μου έπιγε το μαχαίρι όλο και πιο βαθιά, απο την άλλη η Άλις να μου ζητάει να της δώσω χρόνο με έκανε να εκνευρίζομαι όλο και πιο πολύ. Τα αγόρια ήταν σε αδιάφορη στάση αλλά ακόμα και εκείνοι προσπαθούσαν με τον τρόπο τους να με κάνουν να την ξεχάσω. Η Έσμη επέμενε να κάνω τα πάντα για να την κερδίσω πίσω αν αυτό ήταν που θα με έκανε να νιώσω πιο καλά αλλά ο Καρλάη επέμενε να φύγουμε μακριά πιστεύοντας ότι αυτό θα με βοηθήσει να την ξεπεράσω.

Όλα καταλύγαν στο ίδιο σημείο, πάλι απο την αρχή να βασανίζομαι για εκείνη και εκείνη να με αγνοεί. Η καρδιά μου ένιωθα ότι απο στιγμή σε στιγμή θα σπάσει και κανείς δεν καταλάβαινε εκτός απο την Άλις το πόσο πονούσα και το πόσο απεγνωσμένα ήθελα να είμαι μόνο με εκείνη. Πέρασα τις περισσότερες ώρες στο ποτάμι να την περιμένω αλλά εκείνη ποτέ δεν φάνηκε.

Την Δευτέρα στην Βιολογία ήταν πιο ψυχρή και πιο απόμακρη απο ποτέ και αυτό με έκανε να σαστίσω περισσότερο αλλά δεν ήθελα να κάνω τα πράγματα χειρότερα και έτσι ποτέ δεν της είπα τίποτα.

«Μπέλα?»

«ναι?»

«που εξαφανίστηκες το Σάββατο? Σε περιμέναμε αλλά ο Τζεηκ είπε ότι δεν ένιωθες καλά και ανησυχήσαμε, είσαι καλύτερα τώρα»

«ναι ευχαριστώ» είπε και γύρισε μπροστά κρύβοντας τον εαυτό της απο μένα και πάλι πίσω απο τα μαλλιά της

«Μπέλα?» επέμενε ο Μαηκ

«είμαι καλύτερα Μάηκ πραγματικά» είπε εκείνη με πόνο στα μάτια και γύρισε πάλι μπροστά αγνοώντας μας

Στο διάλημα δεν εμφανίστηκε και ήθελα να πάω να την βρω αλλά η Άλις δεν με άφησε να φύγω

«δώστης λίγο χρόνο, θα βρεθείτε το απόγευμα στο λιβάδι» είπε και με άφησε άφωνο
Η ανάγκη μου να βρεθώ κοντά της ήταν μεγαλύτερη απο την διαβεβαίωση της Άλις αλλά τελικά υποχώρησα και έμεινα εκεί για να περιμένω η ώρα να περάσει και να την δω ξανά στο μάθημα των Ισπανικών.

Όταν έκατσα στην θέση μου εκείνη ακόμα δεν είχε έρθει και την στιγμή που ήμουν έτοιμος να πάω να την βρω μπήκε μαζί με την κυρία Γκοφ και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα, όμως εκείνη όταν έκατσε δίπλα μου συνέχισε να είναι το ίδιο ψυχρή και απόμακρη και αυτό μου έφερε μεγαλύτερη ανησυχία.

«Μπέλα, Έντουαρτ ...... είπε κάποια στιγμή η κυρία Γκοφ και γυρίσαμε ταυτόχρονα και την κοιτάξαμε ..... δεν μου έχετε παραδώσει ακόμα την εργασία που σας έχω βάλει» μέσα σε όλα την είχαμε ξεχάσει τελείως και γύρισα και την κοίταξα στα μάτια.

«μέχρι την Παρασκευή θα την έχετε» είπε εκείνη και γύρισε πάλι την ματιά της στο τετράδιο της

«το καλό που σας θέλω» είπε η κυρία Γκοφ και συνέχισε την διδασκαλία της.

Η Μπέλα δεν είπε τίποτα άλλο αλλά τώρα είχα την ελπίδα ότι όντως θα μπορούσε η Άλις να έχει δίκιο για το λιβάδι. Στην γυμναστική συνέχισε πάλι να με αγνοεί και έλπιζα ότι η Άλις στα αποδυτήρια θα μπορούσε να της μιλήσει και να αλλάξει λίγο την κατάσταση.

Στο σχόλασμα περίμενα να βγουν απο τα αποδυτήρια μαζί όπως έκαναν πάντα αλλά βγήκε μόνο η Άλις και την κοίταξα μέσα στα μάτια. Με πήρε απο το χέρι και αρχίσαμε να προχωράμε προς την έξοδο χωρίς να μιλάμε, οι σκέψεις της ήταν συνχισμένες και δεν με άφηνε να ακούσω τίποτα απο όσα είχαν συμβεί μέσα στα αποδυτήρια με την Μπέλα.

«μου είπε να την βρεις στο λιβάδι μέτα που θα μας αφήσεις στο σπίτι»

«μόνο αυτό?» την ρώτησα με δυσπιστία

«ότι χρειάζεται να μάθεις θα σου το πει εκείνη όταν βρεθείτε» είπε και άρχισε πάλι να απασχολεί το μυαλό της με διάφορα για να μην την προδώσει η σκέψη της.

Μόλις τους άφησα στο δρόμο του σπιτιού συνέχισα για να βγω στο μονοπάτι του λιβαδιού. Όταν έφτασα εκεί άφησα το αμάξι και έτρεξα γρήγορα να την βρω. Ήταν εκεί και έγραφε στο τετράδιο της πολύ γρήγορα, την πλησίασα και έκατσα κοντά της βάζοντας το χέρι μου απάνω στο δικό της για να την σταματήσω, γύρισε με κοίταξε και πήρε μια ανάσα.

«σε ένα λεπτό τελειώνω» είπε μόνο και διώχνοντας το χέρι μου απο το δικό της συνέχισε να γράφει την εργασία που μας είχε βάλει η κυρία Γκοφ.

«υποτίθεται ότι θα την κάναμε μαζί» της είπα ανάλαφρα

«δεν έχω τόσο χρόνο σε λίγο θα αρχίσουν να με αναζητούν ....... είπε και μου έδωσε το τετράδιο για να το διαβάσω ...... νομίζω ότι δεν χρειάζεται κάτι άλλο αλλά ρίξε και εσύ μια ματιά για να δεις αν είναι εντάξει» είπε χωρίς να με κοιτάει στα μάτια

«Μπέλα δεν με νοιάζει η εργασία»

«Έντουαρτ .... είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα ...... νομίζω ότι πρέπει να σκεφτείς καλύτερα την πρόταση του Καρλάη»

«τι?»

«θα έφευγα εγώ αλλά δεν μπορώ να το κάνω τώρα χωρίς εξηγήσεις και καταλαβαίνεις ότι δεν γίνετε να τους πω ότι έχει συμβεί μεταξύ μας»

«Μπέλα δεν μπορώ να φύγω μακριά σου»

«πρέπει να προσπαθήσεις Έντουαρτ, δεν μπορούμε να έχουμε μέλλον»

«Μπέλα αυτό που έγινε προχτές δεν ήταν τίποτα»

«έχεις δίκιο δεν ήταν τίποτα. Τίποτα, σε συγκρίσει με αυτό που θα περίμενα και τίποτα, σε συγκρίσει με αυτό που θα μπορούσε να συμβεί. Έντουαρτ οι κόσμοι μας δεν μπορούν να σμίξουν»

«Ανήκω σε σένα»

«Όχι! Δεν ανήκεις!»

«Δεν πρόκειται να φύγω»

«Έντουαρτ θέλω να φύγεις»

«Δεν με θέλεις πια?»

«Όχι! Όλα αυτά με κάνανε να καταλάβω το πόσο λάθος ήταν να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί απο τα συναισθήματα μου αλλά Έντουαρτ πρέπει να το καταλάβεις και εσύ ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν αλλάξουν τα πράγματα και ότι πάντα θα είμαστε εχθροί»

«Αυτό τ' αλλάζει όλα...πολύ» είπα και γύρισα απο την άλλη κοιτώντας μακριά προσπαθώντας με μεγάλο κόπο να κρύψω όλες μου τις σκέψεις

«Μπορώ να σε ελευθερώσω αν το επιθυμείς αλλά πρέπει να μου το ζητήσεις» είπε ξαφνικά χωρίς να με κοιτάει

«νόμιζα ότι δεν μπορείς να αντιστρέψεις τις καταστάσεις»

«όπως νόμιζα ότι και η Ομουτ θα έμενε πάντα στην ζωή αλλά μετά απο ότι έγινε με τον Τζεημς κατάλαβα οτί υπάρχει τρόπος»

«και ποιος είναι αυτός?»

«τι σημασία έχει? Αν το θέλεις μπορείς απλά να το ζητήσεις»

«Μπέλα ποτέ δεν θα καταφέρω να σε ξεχάσω»

«αν με αφήσεις να απελευθερώσω την καρδιά σου τότε θα μπορέσεις»

«αν αυτό είναι που θες» της είπα σηκώνοντας αδιάφορα τους όμως μου και την είδα να γυρίζει προς το μέρος μου με ψυχρό βλέμμα, τότε έβαλε το χέρι της πάνω στον λαιμό μου και ένιωσα και πάλι να καίγομαι, αργά με πλησίασε και άφησε τα χείλια της να ακουμπήσουν πάνω στο λαιμό μου στο σημείο που ήταν το χέρι της πριν και άρχισε να ρουφάει το αίμα μου, όταν σταμάτησε γύρισε και με κοίταξε στα μάτια

«όταν πας για κυνήγι θα νιώσεις καλύτερα» είπε μόνο και σηκώθηκε απο δίπλα μου, ένιωσα αμέσως την καρδιά μου άδεια και σαν να έσπασε τα κομμάτια της ένιωθα να με τρυπάνε σε όλο μου το κορμί

«Μπέλα» φώναξα και πήγα να σηκωθώ αλλά ένιωσα αδύναμος και έκατσα και πάλι κάτω βλέποντας την να απομακρύνεται απο κοντά μου, τότε άκουσα την σκέψη της Άλις και γύρισα προς το μέρος της.

«έλα να σε πάω να κυνηγήσεις στο σπίτι είναι όλα έτοιμα μόλις γυρίσουμε θα φύγουμε» την κοίταξα με πόνο στα μάτια

«το ήξερες έτσι?»

«είναι το καλύτερο και για τους δύο σας Έντουαρτ» είπε πληγωμένη

«κάνετε και οι δύο σας λάθος» της είπα παγερά αλλά την άφησα να με βοηθήσει να σηκωθώ.

*_*_*_*_*_*_*

Είχαν περάσει 4 μήνες απο τότε που την είδα για τελευταία φορά. Την ίδια μέρα φύγαμε για το Νταρτμουθ για να ξεκινήσουμε στο πανεπιστήμιο με την καινούργια χρονιά. Στην αρχή έμενα μαζί τους άλλα πολύ σύντομα όλο αυτό άρχισε να με πνίγει. Όλοι προσπαθούσαν να με πήσουν να συνεχίσω την ζωή μου και ότι όλο αυτό δεν μου έκανε καλό αλλά εγώ δεν μπορούσα να ξεχάσω, όλες μας οι στιγμές με είχαν στιγματίσει για πάντα.

Η ομορφιά της κάτω απο το φως του φεγγαριού τρυπούσε την μνήμη μου ξανά και ξανά, ήταν μια οπτασία που ποτέ δεν θα καταφέρω να ξεχάσω. Μετά τον πρώτο μήνα έφυγα και πήγα στην Βραζηλία μακριά απο όλους τους και κλείστηκα σε ένα μικρό δωμάτιο έχοντας απέναντι μου το άγαλμα του Χριστού να φαίνεται απο το δωμάτιο μου και να με σταυρώνει κάθε μέρα με την παρουσία του.

«Έντουαρτ άνοιξε την πόρτα» άκουσα την σκέψη της Ροζαλη να είναι κοντά, με πολύ κόπο πήγα στην πόρτα και την άνοιξα και περίμενα να εμφανιστεί.

«πως απο εδώ?» την ρώτησα μόλις μπήκε μέσα γυρίζοντας της την πλάτη

«είχαμε καιρό να ακούσουμε νέα σου και είπα να περάσω να σε δω, κακό είναι?»

«γιατί κάτι μου λέει ότι δεν ήρθες μόνο γι αυτό?»

«Έντουαρτττττ, ο Χριστός και η Παναγία πως ζεις εδώ?» είπε σοκαρισμένη βλέποντας τα χάλια του σπιτιού και τα δικά μου, αγνοώντας το σχόλιο μου.

«όπως θέλω ζω, τι θες?»

«ήρθα να σε πάρω και να πάμε πίσω στο σπίτι»

«και ποιον ρώτησες γι αυτό?»

«Έντουαρτ η Έσμη ετοιμάζει μια γιορτή για τα γενέθλια του Έμετ δεν νομίζω να την απογοητεύσεις»

«δεν έχω όρεξη για γιορτές» άφησε έναν αναστεναγμό και ήρθε και έκατσε δίπλα μου

«Έντουαρτ πρέπει να προχωρήσεις την ζωή σου»

«και γιατί αυτό?»

«πρέπει να το κάνεις Έντουαρτ όλα έχουν τελειώσει δεν πρέπει μια στιγμή να αφήσεις να σου καταστρέψει όλο το μέλλον σου»

«ξέρεις κάτι και δεν μου το λες?»

«η Μπέλα προχώρησε την ζωή της Έντουαρτ και πιστεύω ότι είναι καιρός να κάνεις και εσύ το ίδιο»

«τι εννοείς ότι προχώρησε την ζωή της?»

«παντρεύεται Έντουαρτ»

«τι?» είπα σοκαρισμένος

«συγνώμη που το μαθαίνεις απο μένα αλλά νομίζω ότι έχει τραβήξει πάρα πολύ όλο αυτό. Έλα σίκω να κάνεις ένα μπάνιο και να πάμε στο σπίτι όλοι μας περιμένουν»

«δεν πάω πουθενά, σίκω και φύγε δεν πρόκειται να έρθω»

«Έντουαρτ αρκετά, σήκω τώρα να γυρίσεις κοντά μας, δεν μπορείς να μένεις άλλο σε αυτήν την κατάσταση»

«όχι σου είπα δεν παώ πουθενά, σήκω και φύγε τώρα» της φώναξα έξαλλος

«Έντουαρτ» είπε εκείνη ψυχρά

«τώρα» της είπα και σηκώθηκα και την έσυρα προς την πόρτα

«αυτό θέλεις?»

«ναι» της είπα αυστηρά

«όπως θες αλλά να ξέρεις ότι δεν κάνεις καλά που ...»

«κάνω αυτό που γουστάρω και δεν θέλω ντάντεμα απο κανέναν σας» της είπα και την στιγμή που πέρασε την πόρτα της την έκλεισα στα μούτρα της και γύρισα πίσω στον καναπέ πιο πληγωμένος και πιο παγωμένος απο ποτέ.

Όλες οι στιγμές που είχαμε περάσει μαζί ξαναπέρασαν απο την μνήμη μου σαν ταινία και ένιωσα όλο μου το κορμί να σφαδάζει απο τον πόνο και την απόγνωση που ένιωθα εκείνη την στιγμή. πέρασαν άλλες δύο μέρες να είμαι ακίνητος στην ίδια θέση σκεπτόμενος μόνο εκείνη και το μόνο που ένιωθα ότι θα με λύτρωνε ήταν μόνο ο ίδιος ο θάνατος.

Χωρίς να το σκεφτώ σηκώθηκα έβαλα καθαρά ρούχα πήρα μαζί μου λεφτά και το διαβατήριο μου και πήγα στο αεροδρόμιο για να βγάλω εισιτήριο για την Ιταλία.

Σε όλο το ταξίδι υπήρχαν κλείσεις απο την Άλις και άρχισα να παίρνω διάφορες αποφάσεις για να την μπερδέψω για να μην καταλάβει ποιο είναι το πραγματικό μου σχέδιο και να την κάνω να καθυστερήσει το ταξίδι της για την Ιταλία, έλπιζα μόνο να μπορέσω να το ολοκληρώσω πριν προλάβει να έρθει για να μην μπλέξει και εκείνη.

Όταν έφτασα στην Ιταλία προτίμησα να πάω μέχρι την Βολτέρα με τα πόδια για να καθαρίσω το μυαλό μου και να ολοκληρώσω το σχέδιο μου πριν φτάσω στους Βολτόροι. Φτάνοντας κοντά όμως ήμουν ακόμα αναποφάσιστος αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν ικανό για να με σταματήσει απο την τελική απόφαση μου.

«καλημέρα Τζένα μπορώ να ζητήσω ακρόαση απο τον Άρον?»

«συγνώμη αλλά πρώτη φορά σας βλέπω ποιος είσαστε?»

«πες τον Άρο ότι τον ζητάει ο Εντουαρτ Καλεν δεν νομίζω ότι θα με αρνηθεί»

«μπορείτε να περιμένετε για λίγο εδώ»

«ναι» της είπα ψυχρά και περίμενα να με αφήσουν να πάω κοντά τους

Μπέλα

Όσο έβλεπα τον πόνο του Έντουαρτ με έκανε να τρελαίνομαι και ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω κάτι γι αυτό, σε μια στιγμή απελπισίας σκέφτηκα να πάρω την απόφαση να παντρευτώ τον Τζεήκ ελπίζοντας ότι αυτό θα έφτανε να κάνει την Άλις να δει κάποιο όραμα για να του το πει και να προχωρήσει την ζωή του νομίζοντας ότι έχω κάνει και εγώ το ίδιο αλλά την δική του αντίδραση γι αυτό δεν θα την περίμενα ποτέ.

Μόλις άκουσα τις σκέψεις του και όλες τις παραπλανητικές του αποφάσεις για να μπερδέψεις τα οράματα της Άλις, δεν το σκέφτηκα καθόλου, πήγα στην τράπεζα και σήκωσα όλες μου τις καταθέσεις που είχα μαζέψει για το πανεπιστήμιο και παίρνοντας το διαβατήριο που είχα βγάλει πριν χρόνια πήγα στο σπίτι μάζεψα δύο ρούχα και ξεκίνησα για να πάω στο αεροδρόμιο, ο Τζεηκ που είδε την βαλίτσα έτρεξε κοντά μου.

«Μπέλα που πας?»

«πρέπει να φύγω Τζεηκ και πρέπει να φύγω τώρα δεν έχω ώρα για εξηγήσεις»

«πας σε αυτόν έτσι?»

«Τζεήκ σε παρακαλώ» του είπα απελπισμένη, όλον αυτόν τον καιρό ήταν ο μόνος που μου στεκόταν και με όλο το μπλέξιμο που είχε γίνει με την Βικτώρια αναγκάστηκα να του πω την αλήθεια αλλά εκείνος μου υποσχέθηκε ότι δεν θα το πει πουθενά μόνο που δεν υπολόγιζε ότι μέσα σε όλα θα ερχόταν και η στιγμή της δικής του μεταμόρφωσης και απο την στιγμή που μπήκε στην αγέλη τότε όλα μου τα μυστικά τα έμαθε και η αγέλη.

Δεν μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν άσχημα και ιδικά ο Σαμ μου είχε πει ότι έκανα το καλύτερο που τους έδιωξα μακριά μας έστω και με αυτόν τον τρόπο. Εγώ όμως μόνο υπερήφανη δεν ένιωθα γι αυτό αλλά ποτέ δεν τους το έδειξα και συνέχισα να απομακρύνομαι όλο και περισσότερο απο κοντά τους αλλά πάντα τους υποστήριζα στις αποστολές τους με όποιο τρόπο μπορούσα και ήξερα.

«μην φύγεις Μπέλα όχι τώρα σε παρακαλώ κάντο για μένα»

«Τζεηκ αν δεν φύγω τώρα θα πεθάνει»

«και θα απελευθερωθείς απο αυτόν επιτέλους»

«Τζεηκ σε παρακαλώ» του είπα και πήρα το χέρι μου απο το δικό του τρομερά εκνευρισμένη μπαίνοντας στο φορτηγάκι μου

«Μπέλα συγνώμη το ξέρω ότι σε πονάει αυτό αλλά ξέρεις ότι είναι η αλήθεια μόνο έτσι θα μπορέσεις να τον ξεπεράσεις»

«δεν θα τον αφήσω να αφαιρέσει την ζωή του για μένα» του είπα αυστηρά και έκλεισα την πόρτα βάζοντας μπρος

«το ξέρεις ότι αν το μάθουν οι άλλοι ποτέ δεν θα σε συγχωρέσουν»

«τότε προσπάθησε να μην το σκέφτεσαι για να μην με προδόσεις»

«και τι ακριβός θα τους πω?»

«πες τους ότι ήρθες να με βρεις και είχα φύγει, θα δω τι θα τους πω όταν γυρίσω»

«θα γυρίσεις?»

«δεν ξέρω Τζεηκ πραγματικά δεν ξέρω αλλά αν όλα πάνε καλά ναι»

«να προσέχεις εντάξει?»

«εντάξει» του είπα και έβαλα όπισθεν και έφυγα
Στον δρόμο για το αεροδρόμιο είδα μια κλήση απο την Άλις

«Άλιςςςς» φώναξα απο την χαρά μου

«Μπέλα τι πας να κάνεις?»

«Άλις τι λες? Πως μπορείς να σκέφτηκες ότι θα τον άφηνα έτσι να τερματίσει την ζωή του για μια παρεξήγηση»

«τι? Μπέλα τι λες και πως ξέρεις που είναι και τι θα κάνει?»

«Άλις δεν τον απελευθέρωσα, δεν υπάρχει τρόπος να το κάνω»

«δηλαδή όλον αυτόν το καιρό ήξερες?»

«ναι .... είπα με πόνο ..... ήξερα γι αυτό προσπάθησα να σε παραπλανήσω για να νομίζει ότι προχώρησα την ζωή μου»

«τότε όλο αυτό στο λιβάδι»

«τον αποδυνάμωσα για να μην τρέξει πίσω μου και να νομίζει ότι τον είχα αφήσει ελεύθερο αλλά Άλις αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν πεθάνει κάποιος απο τους δύο μας»

«και τώρα τι κάνουμε»

«εγώ είμαι ήδη στον δρόμο για το αεροδρόμιο»

«θα έρθω μαζί σου»

«όχι Άλις θα το κάνω μόνη μου αλλά πρέπει να μου πεις που να πάω, μέσα απο τις σκέψης του δεν κατάλαβα και πολλά»

«θα σε βρω στο αεροδρόμιο της Ιταλίας απο εκεί θα πάμε μαζί»

«όχι Άλις σε παρακαλώ μην μπλέξεις και εσύ είναι δικό μου το λάθος άσε με να το διορθώσω εγώ, αν προλάβω» είπα πιο αδύναμα

«τι εννοείς αν προλάβεις»

«έχει ζητήσει ακρόαση και τώρα περιμένει να του απαντήσουν»

«τι????»

«Άλις μπαίνω στο αεροδρόμιο θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις έχω νεότερα» της είπα και τις έκλεισα το τηλέφωνο πιγένοντας να βγάλω εισιτήριο.

Όταν μπήκα στο αεροπλάνο ήμουν τόσο νευρικιά που δεν έκλεισα μάτι προσπαθώντας να είμαι συγκεντρωμένη στις σκέψεις του Έντουαρτ. Μέχρι στιγμής του είχαν αρνηθεί και αυτό ήταν το πρώτο μας καλό σημάδι αλλά οι σκέψεις που άλλαζε συνέχεια για το πως θα συνεχίσει με είχαν τρελάνει και με είχαν κάνει ακόμα πιο νευρικιά σε σημείο να θέλω να ουρλιάξω.

Φτάνοντας στην Ιταλία πήρα τηλέφωνο την Άλις και εμφανίστηκε μπροστά μου με μια κίτρινη πόρσε.

«μπες μέσα δεν έχουμε καιρό» είπε και την υπάκουσα αμέσως

«δεν μπορούσες να βρεις πιο φανταχτερό αμάξι» της φώναξα μπαίνοντας και πριν προλάβω να κλείσω την πόρτα έβαλε πρώτη και άρχισε να τρέχει σαν τρελή

«ήταν το πιο γρήγορο και σκέφτηκα ότι δεν θα σε πείραζε μια μικρή κλοπή σήμερα»

«όχι σήμερα» της είπα και πιάστηκα απο όπου μπορούσα για να ισορροπήσω

«Άλις γιατί φοράνε όλοι κόκκινα» την ρώτησα σαστισμένη βλέποντας μέσα απο τα μάτια του Έντουαρτ όλο τον κόσμο που είχε μαζευτεί μπροστά του

«σήμερα είναι η γιορτή του Αγίου Μάρκου, δεν είναι ειρωνεία?»

«δεν καταλαβαίνω»

«ο Άγιος Μάρκος είναι ο Μάρκος των Βολτόροι»

«Άλις δεν έχουμε χρόνο για ιστορία πρέπει να τον προλάβουμε είναι πολύ κοντά στο να βγει στον ήλιο»

«το ξέρω Μπέλα κάνω ότι μπορώ........καθώς μπήκαμε στην πόλη διάφοροι αστυνομικοί μας κλείσανε τον δρόμο ........ φύγε εσύ ξέρεις που θα τον βρεις?»

«τον βλέπω να είναι μπροστά σε μια πλατεία»

«ακολούθα τους οπαδούς και θα σε οδηγήσουν στην πλατεία»

«εσύ?»

«θα σας βρω μετά πρέπει να τον προλάβεις πριν ακούσει τις σκέψεις μου»

«εντάξει» είπα και βγαίνοντας απο το αμάξι άρχισα να τρέχω αργά με μεγάλη προσπάθεια για να μην προδοθώ.

Ο κόσμος μπροστά μου με εμπόδιζε σε κάθε μου βήμα άλλα εγώ τους έσπρωχνα χωρίς να δίνω σημασία στις φωνές τους, όταν έφτασα στο άνοιγμα που τον έβλεπα μέσα απο τις σκέψεις τους έπαθα σοκ. Ένιωθα ότι το όνειρο απο την βραδιά που είχα πάρει την απόφαση να αποπροσανατολίσω την Άλις ότι ζωντάνευε. Απο εκείνο βράδυ πάντα με στοίχειωνε το ίδιο όνειρο τον Έντουαρτ μπροστά στον κόσμο να λαμπυρίζει και να τον σκοτώνουν και αυτό με έκανε για μια στιγμή να σαστίσω. Τότε άρχισα να τρέχω πάλι προς το άνοιγμα με κομμένη την ανάσα παλεύοντας να μεταφέρω την σκέψη μου στον Έντουαρτ ελπίζοντας αυτό να είναι αρκετό για να τον σταματήσει.

«Έντουαρτ μην το κάνεις» του φώναζα μέσα απο την σκέψη μου και τον είδα για μια στιγμή να σαστίζει και να κοιτάει ανυπόμονα μέσα στο πλήθος αλλά ακόμα δεν μπορούσε να με δει και γύρισε το κεφάλι του απογοητευμένος να συνεχίσει να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει.

Για άλλη μια φορά νόμιζε ότι η φωνή μου στις σκέψεις του ήταν μόνο στην φαντασία του όπως πάντα πίστευε κάθε φορά που προσπαθούσα να τον λογικεύω όταν έκανε κάτι απερίσκεπτο για να με ακούσει. Έκλεισε τα μάτια του και ξεκουμπώνοντας το πουκάμισο του το άφησε να πέσει λίγο πριν το σκαλί που θα τον έβγαζε στον ήλιο που εκείνη την ώρα ήταν πολύ δυνατός για να προδοθεί και ενεργοποιήσει τα χέρια των απεσταλμένων του Άρο για να τον σκοτώσουν.

«εσύ το επέλεξες αυτό και είναι ο μόνος τρόπος για να σε κρατήσω κοντά μου» άκουσα να λέει και κλείνοντας σφιχτά τα μάτια του πήρε μια βαθιά ανάσα για να με ακούσει για άλλη μια φορά πριν κάνει το μεγάλο βήμα.

«όχιιιιι» του φώναξα δυνατά αλλά την φωνή μου την κάλυψε η καμπάνα που χτύπησε δυνατά την στιγμή που έφτασα στο συντριβάνι που μας χώριζε και απογοητευμένος που δεν με είχε ακούσει άπλωσε το πόδι του για να κάνει το τελευταίο βήμα που θα τον οδηγούσε στο φως.

Με ένα σάλτο μπήκα μέσα στο συντριβάνι αλλά επειδή υπήρχε αρκετός κόσμος που με κοίταζε ακόμα δεν μπορούσα να τρέξω για να τον φτάσω με μια αναπνοή και έτσι κράτησα όλη μου την ενέργεια και έτρεξα κοντά του με αργό ακόμα ρυθμό απλώνοντας το χέρι μου για να τον τινάξει η ενέργεια μου μακριά μόλις θα έφτανα κοντά του.

Ακούμπησε το πόδι του στο φως και πριν προλάβει να φέρει και το άλλο του πόδι μπροστά τον ακούμπησα στο μέρος της καρδιάς και απο τον ηλεκτρισμό και τον πόνο που ένιωσε τινάχτηκε πίσω πέφτοντας στο πάτωμα με δύναμη.

Κατευθείαν έτρεξα κοντά του και προσπάθησα να τον ηρεμήσω παίρνοντας τον στην αγκαλιά μου παλεύοντας να ηρεμήσω και τον πόνο που ένιωσα ταυτόχρονα εγώ.

«συγνώμη συγνώμη ..... του έλεγα απολογητικά προσπαθώντας να τον σηκώσω για να με δει ..... ήταν ο μόνος τρόπος για να σε εμποδίσω να το κάνεις» άνοιξε αργά τα μάτια του και με κοίταξε σαστισμένος

«Μπέλα?»

«σσς μην μιλάς θα περάσει αμέσως» του είπα και του χάιδεψα ήρεμα τα μαλλιά κοιτώντας τον στα μάτια

«Μπέλα τις θες εσύ εδώ?» είπε με απορία

«δεν μπορούσα να σε αφήσω να κάνεις αυτήν την κουταμάρα» του είπα και άρχισα να δακρύζω, με άρπαξε και με έβαλε στην αγκαλιά του

«μα εσύ δεν είπες»

«πρέπει να φύγουμε οι άλλοι είναι πολύ κοντά» του είπα και γύρισε προς την σκιά και καταλαβαίνοντας τι εννοώ με ένα σάλτο σηκώθηκε και παρασέρνοντας και εμένα με έβαλε πίσω απο το σώμα του για να με προστατέψει.

«κύριοι τελικά δεν θα χρειαστώ τις υπηρεσίες σας»

«Έντουαρτ πολύ χαίρομαι που τελικά αποφάσισες να μην οπλίσεις τα χέρια μας, ο Άρο μας ζήτησε να σε ξαναδεί στην περίπτωση που θα άλλαζες γνώμη» είπε ο πιο ψηλός κοιτώντας με καλά καλά

«πολύ καλά Μπέλα γιατί δεν πας έξω να απολαύσεις την γιορτή?»

«το κορίτσι θα έρθει μαζί μας»

«μόνο πάνω απο το πτώμα μου» είπε άγρια και τον κράτησα απο το χέρι για να μην κάνει καμία κουταμάρα

«Έντουαρτ» του ψιθύρισα και γύρισε και με κοίταξε

«σσς» είπε και γύρισε σε εκείνους και εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα η Άλις και έκατσε δίπλα του

«ελάτε κύριοι στο κάτω κάτω είναι γιορτή και δεν θα θέλατε να κάνουμε σκηνή άλλωστε είναι κυρίες παρούσες»

«αρκετά» ακούσαμε μια φωνή απο πίσω τους να λέει απαιτητικά πλησιάζοντας μας

«Τζεην» είπε ο Έντουαρτ και υποκλίθηκε προς αυτήν σε ένδειξη υποταγής και η Άλις έδειξε φανερά την αηδία που ένιωσε.

«ο Άρο με έστειλε για να δω γιατί αργείτε» είπε και γυρίζοντας πάλι προς την μεριά που είχε έρθει άρχισε να προχωράει δίνοντας μας την εντολή να την ακολουθήσουμε.
Εγώ γύρισα την ματιά μου προς την Άλις και ένιωσα το χέρι του Έντουαρτ να με τραβάει κοντά του.

«απλός κάνε ότι σου λέει» είπε και αρχίσαμε να τους ακολουθούμε

ESCAPE POLH FANTASMA