Ετικέτες

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Η καρδιά ενός δράκου "1. Η ελπίδα"


«Μπέλααα» άκουσα την άγρια φωνή του κυρίου μου να με καλεί και αμέσως άρχισα να τρέμω απο τον φόβο αλλά χωρίς να έχω επιλογή άρχισα να τρέχω προς την κρεβατοκάμαρα του για να τον βοηθήσω...

«με φωνάξατε κύριε?» ρώτησα διστακτικά μόλις έφτασα στην πόρτα και εκείνος με κοίταξε άγρια απο την καρέκλα που καθόταν απέναντι μου και μου ένευσε

«κλείσε την πόρτα και έλα να με βοηθήσεις να ξεντυθώ» είπε με την ίδια άγρια φωνή του και αμέσως άρχισα να τρέμω περισσότερο

Έκλεισα την πόρτα αρχίζοντας να ανασαίνω πιο γρήγορα και με αργά βήματα έφτασα κοντά του.

«πρώτα τα παπούτσια» είπε απαιτητικά και κάθισα στο πάτωμα πάνω στα πόδια μου και άρχισα να του λίνω τα κορδόνια χωρίς να τον κοιτώ και εκείνος πήρε μια βαθιά αναπνοή

Μόλις του έβγαλα το πρώτο παπούτσι τέντωσε το κορμί του και με την άκρη του ματιού μου είδα να βάζει το χέρι του πάνω στον ερεθισμό του και να τον τρίβει απαλά και με κόπο έκρυψα τον λυγμό και τα δάκρυα που ερχόντουσαν απειλητικά να με πνίξουν...

«μπορείς να μου ξεκουμπώσεις τώρα το παντελόνι» είπε με βαθιά φωνή και ήξερα ακριβός τι θα επακολουθήσει και άρχισα να τρέμω περισσότερο αλλά χωρίς να έχω άλλη επιλογή άρχισα με τρεμάμενα χέρια να υπακούω την εντολή του.

Μόλις έλυσα τα κορδόνια που το συγκρατούσαν εκείνος δεν άντεξε άλλο απο την επιθυμία του για μένα και ενώ συγκράτησε το κεφάλι μου απο τα μαλλιά μου άρχισε να ξελύνει το εσώρουχο του με μανία. Τα δάκρυα μου έκαναν την εμφάνιση τους και εγώ είχα αρχίσει να κλαίω με λυγμούς παρακαλώντας τον σιωπηλά να μην το κάνει κοιτώντας τον στα μάτια.

«οοο έλα τώρα αφού ξέρω ότι σου αρέσει και εσένα» είπε αυτάρεσκα και κρατώντας τον ερεθισμό του στο χέρι του τον έβαλε βίαια να ακουμπήσει πάνω στα σφραγισμένα μου χείλια.

Άρχισε να τον τρίβει με μανία πάνω στα χείλια μου για να με αναγκάσει να τον δεχτώ αλλά εγώ κράταγα το στόμα μου σφραγισμένο και με κάθε τρόπο προσπαθούσα να ξεφύγω απο τα δεσμά του, όμως το δυνατό τράβηγμα στα μαλλιά μου με έκανε να βγάλω μια κραβγή και την στιγμή που είχα ανοίξει το στόμα μου για να φωνάξω εκείνος βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε και με το χέρι του με έφερε πιο κοντά του για να τον δεχτώ.

Άρχισε με μανία να κουνάει το κεφάλι μου μπρος πίσω απολαμβάνοντας το και εγώ ένιωθα ότι απο στιγμή σε στιγμή θα έκανα εμετό απο την αηδία που ένιωθα να μου διαπερνάει όλο μου το κορμί.

Πάλευα να ξεφύγω άλλα ήταν μάταιο και η απελπισία με είχε διαλύσει μέχρι που έβαλε τον ερεθισμό του απότομα πιο βαθιά στο στόμα μου και πόνεσα τόσο πολύ που έσφιξα ασυναίσθητα τα δόντια μου και τότε άρχισε να ουρλιάζει απο τον πόνο που ένιωσε και την στιγμή που άφησε το χέρι του απο τα μαλλιά μου βρήκα την ευκαιρία που ζητούσα και ξέφυγα απο εκείνον και με κόπο βρήκα την δύναμη να σηκωθώ και να αρχίζω να τρέχω.

Άκουγα τις φωνές του πίσω μου αλλά δεν θα το έβαζα κάτω όχι αυτήν την φορά. Πήρα στα χέρια μου την φούστα μου και έτρεχα με μανία χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Μπήκα μέσα στο δάσος και έτρεχα μακριά όσο πιο μακριά μπορούσα απο αυτό το μαρτύριο που με κυνηγούσε απο την ημέρα που είχα χάσει τους γονείς μου και αναγκάστηκα να δουλέψω στο σπίτι του για να έχω μια στέγη να κοιμηθώ.

Άρχισε να σκοτεινιάζει και εγώ δεν είχα ιδέα που βρίσκομαι, στην αρχή ένιωθα ότι έκανα συνέχεια κύκλους μέσα στο δάσος αλλά μετά άρχισα να αναγνωρίζω ένα μονοπάτι που οδηγούσε στον καταρράκτη και ξεκίνησα να το ακολουθώ.

Όταν έφτασα κοντά έκατσα απότομα κάτω και άρχισα να ψάχνω να βρω την αναπνοή μου. Δεν ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει και η κούραση με είχε καταβάλει. Ξάπλωσα στο απαλό χορτάρι και τότε άφησα όλη την οργή και την απελπισία να ξεχειλίσει ελεύθερα απο το κορμί μου ξεσπώντας με όποιον τρόπο μπορούσα μέχρι που στο τέλος με πήρε ο ύπνος κάτω απο το φως τον αστεριών.

Άνοιξα δειλά τα μάτια μου και προσπαθούσα να θυμηθώ γιατί είμαι εδώ μέχρι που η χθεσινή μέρα ήρθε και πάλι στην μνήμη μου και ένας πόνο διέλυσε το στήθος μου και κλαψούρισα απελπισμένα, όμως ήμουν πολύ διψασμένη και τρομερά αδύναμη για νέο ξέσπασμα και σκέφτηκα ότι εκείνην την στιγμή το μόνο που θα με λύτρωνε είναι το ορμητικό νερό του καταρράκτη να πάρει μακριά όλες τις βασανιστικές σκέψεις απο το μυαλό μου μακριά...

Σηκώθηκα όρθια και άρχισα να βγάζω το φόρεμα μου με μανία, το ένιωθα τόσο βρόμικο απάνω μου, όπως και όποιο άλλο σημείο είχε ακουμπήσει εκείνος και μένοντας με τα εσώρουχα μπήκα δειλά στο νερό.

Ήταν τόσο παγωμένο που μου κόπηκε το αίμα αλλά αυτό δεν ήταν ικανό για να με σταματήσει. Ήθελα με κάθε τρόπο να βγάλω απο πάνω μου όλη την αηδία που ένιωθα απο τα βρώμικα χέρια και τις σκέψεις του βασανιστή μου, που μπήκα με ένα σάλτο μέσα στο νερό και άρχισα να κολυμπάω προς τον καταρράκτη.

Όταν έφτασα κοντά βγήκα ένα βραχώδες σημείο και όταν έβαλα τα πόδια μου να ακουμπήσουν απάνω του σηκώθηκα όρθια και πλησίασα με αργά βήματα προς τα ορμητικά νερά.

Το νερό πάνω στο δέρμα μου με μαστίγωνε και με πόναγε αλλά ταυτόχρονα με λύτρωνε παίρνοντας μακριά όλη την αμαρτία και την αδικία που ένιωθα μέσα μου και αυτό με έκανε να χαμογελάσω για πρώτη φορά μετά απο πολύ καιρό...

Σήκωσα τα χέρια μου ψιλά και έγειρα πίσω το κεφάλι μου με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλια μου μέχρι την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα δύο χρυσομελί τεράστια μάτια να με κοιτάνε με απορία και πάγωσα.

Η ανάσα μου μάγκωσε στον λαιμό μου, το γέλιο μου πάγωσε στα χείλι και εγώ ασυναίσθητα κατεβάζοντας αργά τα χέρια μου προς το σώμα μου άρχισα να κάνω δειλά δειλά πίσω βήματα χωρίς να αφήνω απο την ματιά μου αυτά τα μάτια που με είχαν αιχμαλωτίσει.

Συνέχισα να κάνω πίσω βήματα με τον ίδιο αργό ρυθμό και τα μάτια αυτά με ακολούθησαν, όταν βγήκα απο τα ορμητικά νερά και συνέχισα να προχωρώ προς τα πίσω ελέγχοντας που τελειώνει ο βράχος ώστε μην πέσω στα βαθιά νερά είδα ένα τεράστιο κεφάλι δράκου να ξεπροβάλει μέσα απο το ορμητικό νερό του καταρράκτη και κράτησα την αναπνοή μου για να πνίξω την κραυγή που ερχόταν ορμητικά μέσα απο το στήθος μου αλλά ο δράκος συνέχισε να με κοιτάει και να με ακολουθεί σε κάθε μου βήμα φέρνοντας το κεφάλι του όλο και πιο κοντά μου χωρίς να με κοιτάει απειλητικά.

Στην ματιά του υπήρχε μόνο ένα γαλήνιο βλέμμα και θα ορκιζόμουν ότι ένας πόνος διαπέρασε αυτήν την ματιά που με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη.

Όταν έφτασα στο τέρμα του βράχου και κατάλαβα ότι η μόνη μου επιλογή ήταν να πέσω στο νερό για μια στιγμή στάθηκα ακίνητη και τον κοίταζα με περιέργεια.

«τι θα γίνει θα με φας ή θα με αφήσεις πρώτα να πεθάνω απο το κρύο?» του είπα με τρεμάμενη φωνή καθώς τα δόντια μου είχαν αρχίσει να τρίζουν απο το κρύο νερό που άρχιζε να στεγνώνει απάνω μου κάνοντας με να κρυώνω όλο και περισσότερο.

Το κεφάλι του δράκου με αργή και σταθερή κίνηση ήρθε πιο κοντά μου και κλείνοντας τα μάτια μου περιμένοντας την μοίρα μου ένιωσα την ζεστή του αναπνοή να με τυλίγει και να με κάνει να νιώσω όπως δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά στην ζωή μου.

Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και τον κοίταξα με απορία όμως ο δράκος δεν σταμάταγε να με ζεσταίνει με την ανάσα του και η φωτιά που σιγόκαιγε μέσα στον λαιμό του κάθε φορά που φύσαγε προς το μέρος μου άναβε περισσότερο και η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο γλυκιά και πιο ζεστή απο πριν.

Όλο μου το κορμί είχε συγκλονιστεί απο αυτήν την υπέροχη επαφή της ανάσας του πάνω στο δέρμα μου και ασυναίσθητα ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει τα μάγουλα μου. Ο δράκος βλέποντας το δάκρυ μου χαμήλωσε το κεφάλι του και το πέρασε γύρω απο το σώμα μου μένοντας ακίνητος.

Εγώ έμεινα να τον κοιτάω χωρίς να καταλαβαίνω τις προθέσεις του μέχρι που άκουσα τις φωνές και τα σκυλιά που ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά μας και άρχισα να τρέμω. Απο την μια ο δράκος που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβός ήθελε απο μένα, απο την άλλη το άκουσμα του όχλου που είχε βγει να με ψάξει με είχε κάνει να σαστίσω.

Πριν το καταλάβω ο δράκος με έσπρωξε με το κεφάλι του και με ανάγκασε να παίσω πάνω στον λαιμό του και ένιωσα το σώμα του να γίνεται ένα με τον αέρα και ανοίγοντας τα τεράστια φτερά του άρχισε να πετάει πάνω απο το νερό.

Μια στριγκλιά βγήκε αυθόρμητα απο το στόμα μου και έσφιξα τον λαιμό του με τα χέρια μου τόσο σφιχτά που αν ήταν άνθρωπος τώρα σίγουρα θα είχε πνιγεί αλλά ο δράκος δεν αντέδρασε και συνέχισε με την ίδια ορμή να πετάει όλο και πιο μακριά και όταν φτάσαμε στο τέλος του δάσους άρχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψιλά φτάνοντας κοντά στα σύννεφα.

Την στιγμή που το σώμα του άλλαξε στάση για να αρχίσει να πετάει προς τα πάνω τα χέρια μου γλίστρησαν και κουτρουβαλώντας πάνω στο σώμα του άρχισα να πέφτω στο κενό. Η ουρά του τυλίχτηκε γύρω απο την μέση μου χωρίς να σταματάει να πετάει και με συγκράτησε εκεί κάνοντας το κορμί του και πάλι έναν με τον άνεμο.

Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει η φωνή μου είχε κολλήσει στον λαιμό μου και ο αέρας στα πνευμόνια μου όλο και λιγόστευε μέχρι που το απόλυτο σκοτάδι ήρθε και με τύλιξε απαλά κοντά του και τότε παραδόθηκα σε αυτό, νικημένη....

Άνοιξα τα μάτια μου δειλά και βρισκόμουν στην ζεστή αγκαλιά ενός αγγέλου με χρυσομελή μάτια να με κοιτάνε με λατρεία μέσα στα μάτια χωρίς να μιλάει. Η ζεστή του ανάσα αγκάλιαζε και ζέστανε το πρόσωπο μου και με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη, η καρδιά μου άρχισε να ζεσταίνετε και να μαλακώνει και τα μάτια μου δεν μπορούσαν να δουν τίποτα άλλο εκτός απο αυτά τα μάτια που με τραβούσαν κοντά τους.

Τα χέρια του τρυφερά έτριβαν τα γυμνά μου μπράτσα και το πρόσωπο του άρχισε να με πλησιάζει χωρίς να αφήνει την ματιά μου. Αγάπη και πόθος σιγόκαιγε στην ματιά του καίγοντας όλες μου τις αισθήσεις κάνοντας με ανίκανη να του αντισταθώ.

Η ίδια αγάπη και ο ίδιος πόθος άρχισε να σιγοκαίει στην καρδιά μου και δειλά άρχισα να σηκώνω το χέρι μου για να ακουμπήσω το ζεστό αναψοκοκκινισμένο του μάγουλο για να το νιώσω να δω ότι είναι αληθινό. Με το άγγιγμα μου πήρε μια βαθιά ανάσα και ένιωσα ένα τρέμουλο να διαπερνάει όλο του το κορμί κλείνοντας σφιχτά τα μάτια.

Η ζεστασιά του έγινε πιο έντονη και η γλυκιά του ανάσα πιο ζεστή τύλιξε για άλλη μια φορά το πρόσωπο μου, ανοίγοντας τα μάτια του με κοίταξε πιο βαθιά μέσα στα μάτια μου και έγειρε το πρόσωπο του κοντά μου ακουμπώντας τα χείλια του πάνω στα δικά μου.

Μια φλόγα συγκλόνισε όλο μου το κορμί και του έδωσε ζωή, το φιλί του ξύπνησε την καρδιά μου και την έκανε να φτερουγίσει με τέτοιο τρόπο που ένιωθα ότι θα σπάσει, η φωτιά μέσα του γινόταν πιο έντονη και άρχισε να με καίει όλο και πιο πολύ, μέχρι που άφησε τα χείλια μου και άρχισε να κοιτάει μακριά και τότε όλα άλλαξαν.

Η φωνή του έγινε άγρια και απο μέσα του άκουγα να βγαίνουν απειλητικά γρυλίσματα που με έκαναν να ανατριχιάσω και να τρέμω απο φόβο, όμως εκείνος δεν με άφηνε απο την αγκαλιά του, με κράταγε προστατευτικά και με έσφιγγε στην αγκαλιά του σε σημείο να μου κόβει την ανάσα μου και τότε άρχισα να παλεύω να ξεφύγω και μόλις εκείνος το κατάλαβε σταμάτησε απότομα και με κοίταξε με πόνο στα μάτια δακρύζοντας.

«Έντι, τι κρύβεις εκεί???» άκουσα μια φωνή απο μακριά και το ίδιο γρύλισμα άκουσα να είναι πιο κοντά στα αυτιά μου και το ίδιο σφιχτό αγκάλιασμα άρχισε να με πνίγει μέχρι που έβγαλα μια κραυγή και άνοιξα έντρομη τα μάτια μου και είδα το σκοτάδι να με τυλίγει και μια φλόγα να σιγοκαίει δίπλα στο σώμα μου φεγγίζοντας ελάχιστα.

«Έντι άνοιξε τα φτερά σου να δω τι κρύβεις» είπε απαιτητικά η φωνή που είχα ακούσει και πριν και ένιωσα το σφίξιμο να χαλαρώνει και κοιτώντας καλύτερα γύρω μου κατάλαβα ότι ήμουν στην αγκαλιά του δράκου και τότε άρχισα να φωνάζω δυνατά...

«βοήθεια... σε παρακαλώ όποιος και να είσαι... βοήθησε με» έλεγα απελπισμένα και ένας λυγμός βγήκε μέσα απο τον λαιμό του δράκου και άνοιξε το φτερά του και τα χέρια του για να με απελευθερώσει απο τα δεσμά του και έτρεξα με μανία πάνω στην αγκαλιά του αγνώστου κλαίγοντας με λυγμούς...

«σσς δεν θα σου κάνει κακό, έχε μου εμπιστοσύνη» είπε ο άγνωστος και σήκωσα την ματιά μου σε εκείνον

«φαίνεσαι πολύ ταλαιπωρημένη... είπε καθώς με απομάκρυνε απο την αγκαλιά του μαλακά και βγάζοντας την κάπα του την πέρασε γύρω απο τους ώμους μου και με κοίταξε βαθιά στα μάτια με ευγένεια, η ματιά του ήταν τόσο καλοσυνάτη και τρυφερή που αμέσως με έκανε να νιώσω ασφάλεια και ζεστασιά κοντά του, το γρύλισμα του δράκου όμως με επανέφερε στην πραγματικότητα και ασυναίσθητα ένα ρίγος πέρασε την ραχοκοκαλιά μου και γύρισα έντρομη και τον κοίταξα.... ήρεμα Έντι την τρομάζεις, τι σε έχει πιάσει σήμερα???»

«τον ξέρεις?» γύρισα προς την μεριά του αγνώστου και τον ρώτησα σοκαρισμένη

«απο την ημέρα που γεννήθηκε... είπε χαμογελώντας ζεστά... δεν είχε σκοπό να σε πειράξει, σίγουρα θα υπάρχει λόγος που σε έφερε εδώ, γιατί δεν έχει ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο άλλη φορά»

«μάλλον ξέρω το γιατί...» είπα απολογητικά και χαμήλωσα το κεφάλι μου και ένα δάκρυ άρχισε να μουσκεύει τα μάγουλα μου

«είσαι αρκετά ταλαιπωρημένη, πάμε στο κάστρο να ηρεμήσεις και αν θέλεις μετά μου λες τι έχει συμβεί»

«στο κάστρο?» ρώτησα με απορία

«οο μα που είναι οι καλή μου τρόποι... είπε απολογητικά και κάνοντας υπόκλιση συνέχισε... είμαι ο πρίγκιπας Τζέηκοπ Μέισεν του μακρινού βασιλείου του Ρεντέριαν»

«τιμή μου που σας γνωρίζω... είπα και υποκλίθηκα και εγώ... δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω για την καλοσύνη σας» ο δράκος ξεφύσησε αποδοκιμαστικά και ο πρίγκιπας τον κοίταξε φευγαλέα αλλά δεν του έδωσε άλλη σημασία και γύρισε αμέσως την ματιά του σε μένα με το πιο ευγενικό του χαμόγελο

«η τιμή είναι όλη δική μου που σε γνωρίζω και σε παρακαλώ μην μου μιλάς στον πληθυντικό δεν είμαι και τόσο μεγάλος... χαμογέλασα και το βλέμμα του ζεστάθηκε... θα μου πεις το όνομα σου?»

«Μπέλα»

«Μπέλα λοιπόν πάμε πριν κρυώσεις για τα καλά???» κούνησα το κεφάλι μου και την στιγμή που με παρέσερνε έξω απο την περίεργη σπηλιά που ήταν τόσο μεγάλη που σε έπιανε η ανάσα σου απο το μέγεθος της, γύρισα και κοίταξα τον δράκο που με είχε σώσει απο τα νύχια του όχλου και τον ευχαρίστησα με την ματιά μου, εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι του και μέσα αυτήν θα ορκιζόμουν ότι είδα για μια στιγμή ένας πόνος να την διαπερνά αλλά ο Πρίγκιπας Τζέηκοπ με τράβηξε τόσο γρήγορα που δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη γι αυτό.

Όταν βγήκαμε απο την σπηλιά έμεινα με το στόμα ανοιχτό απο την ομορφιά και την απλότητα που με περιτριγύρισε και για μια στιγμή σταμάτησα για να θαυμάσω αυτό το μαγευτικό τοπίο.

«δεν είσαι απο εδώ?»

«όχι» είπα χωρίς να αφήνω την ματιά μου απο την ομορφιά που με είχε μαγέψει.

Ένα απέραντο άγριο γαλάζιο αγκάλιαζε τον τεράστιο βράχο που ήταν η σπηλιά και τα κύματα ήταν τόσο ορμητικά και με συνδυασμό τον αέρα που μαστίγωνε το πρόσωπο μου του έδινε τέτοια χάρη που σου έκοβε την ανάσα.

Ο πρίγκιπας Τζέηκοπ τύλιξε το χέρι του γύρω απο την μέση μου και άρχισε πάλι να με παρασέρνει προς το μονοπάτι που οδηγούσε απο την αντίθετη μεριά της σπηλιάς και με αργά βήματα άρχισα να τον ακολουθώ, όμως όταν αντίκρισα το τοπίο που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου έμεινα για άλλη μια φορά μαγεμένη απο την εκτυφλωτική ομορφιά που πλαισίωνε τον τεράστιο βράχο που ήταν πίσω μας.

Ένιωθα ότι βρισκόμουν σε ένα μέρος μαγικό, λευκό απο το χιόνι που έπεφτε απαλά στο πρόσωπο μου τα δέντρα ορθώνονταν μπροστά μας επιβλητικά και αγέροχα καλύπτοντας το τεράστιο κάστρο που ξεπρόβαλε πίσω απο αυτήν την ομορφιά.

Ο πρίγκιπας σταμάτησε μπροστά απο το άλογο του και αφού ανέβηκε πρώτος έσκυψε και με βοήθησε να κάνω και εγώ το ίδιο, όταν βρέθηκα πάνω στο άλογο του τύλιξε το ένα του χέρι γύρω μου και με το άλλο έκανε το άλογο να καλπάσει.

Ο κρύος αέρας μαστίγωνε τα μάγουλα μου και τα έκανε πιο κρύα αλλά η αίσθηση απάνω στο δέρμα μου μου θύμιζε την ανάσα του δράκου που αντίθετα ήταν τόσο ζεστή και στοργική που ένας αέρας ελευθερίας και γαλήνης τύλιξε την καρδιά μου και την έκανε να χτυπήσει δυνατά.

Ένας πόνος σύνθλιψε την καρδιά μου και όσο απομακρυνόμασταν απο εκείνον γινόταν όλο και πιο δυνατός λες και είχε συνδεθεί μαζί του και η απόσταση την έκανε να παγώνει και να αδειάζει.

Το καθησυχαστικό άγγιγμα του πρίγκιπα με επανέφερε στην πραγματικότητα και τότε κοίταξα την τεράστια πήλη που υψωνότανε μπροστά μας και τα έχασα. Τι δουλειά είχε μια κοπέλα σαν και εμένα σε ένα τέτοιο μέρος και μάλιστα τόσο ντροπιασμένη όπως ήμουνα εγώ? Τα δάκρυα μου για άλλη μια φορά έκαναν την εμφάνιση τους και τότε οι λυγμοί δεν άργησαν να με πνίξουν και ο πρίγκιπας με έσφιξε πιο κοντά του προσπαθώντας να με καθησυχάσει χωρίς να καταλαβαίνει αυτό μου το ξέσπασμα.

Σταμάτησε το άλογο του μπροστά απο την τεράστια πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου και άρχισα να τρέμω απο το κρύο και την απελπισία. Με πήρε στα χέρια του και με ανέβασε στην τεράστια και επιβλητική σκάλα, η ανάσα μου άρχισε να βγαίνει με κόπο και ένα δυνατός πόνος διαπέρασε όλο μου το κορμί τόσο πολύ που το απόλυτο σκοτάδι ήρθε να με απελευθερώσει.

Βρισκόμουν και πάλι στον καταρράκτη και έκλαιγα σπαρακτικά μέχρι που τα χέρια του αγγέλου που είχε έρθει και πριν στα όνειρα μου με αγκάλιασαν τρυφερά...

«πάντα θα είμαι εδώ για σένα» άκουσα την βελούδινη του φωνή καθώς σκούπιζε τα δάκρυα μου

«φοβάμαι μην σε χάσω» του ψιθύρισα και τότε άκουσα τις φωνές του όχλου να με φωνάζουν απειλητικά και άρχισα να τρέμω

Ο άγγελος μου με άρπαξε απο το χέρι και μαζί αρχίσαμε να τρέχουμε μακριά χωρίς να ξέρω την πορεία που ακολουθούσε... μέχρι που κάτι τον τράβηξε βίαια απο κοντά μου και τρομοκρατημένη τον έβλεπα να απομακρύνετε αιωρούμενος στον αέρα και μου κόπηκε η ανάσα... ήθελα να τον φωνάξω αλλά δεν είχα φωνή δεν ήξερα καν πως τον λένε... άρχισα να τρέχω προς το μέρος του αλλά κάθε φορά που τον πλησίαζα εκείνος απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ απο κοντά μου και ο πόνος της απελπισίας άρχισε να τρυπάει τόσο βαθιά την καρδιά μου που ένιωθα ότι θα σπάσει και θα γίνει κομμάτια...

Ένα ουρλιαχτό στ’ αυτιά μου με γύρισε στην πραγματικότητα και κοιτάζοντας γύρω μου το απόλυτο κρύο σκοτάδι άρχισα να αναπνέω γρήγορα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω που είμαι... σηκώθηκα απότομα απο το τεράστιο κρεβάτι και άρχισα να τρέχω... η καρδιά μου ακόμα δεν είχε σταματήσει να πονάει και ένιωθα την ίδια απώλεια που είχα να νιώσω απο τότε που είχα χάσει τους γονείς μου...

Έτρεχα χωρίς να ξέρω που πηγαίνω μέχρι που βρήκα μια τεράστια πόρτα και την τράβηξα με μανία για να την ανοίξω και να βγω έξω για να αναπνεύσω λίγο καθαρό αέρα... μόλις ακούμπησα το αφράτο χιόνι το αίμα μου πάγωσε και τα πέλματα μου άρχισαν να πονάνε αλλά η ελευθερία και ζωντάνια που ένιωσα με έκαναν να αρχίσω να τρέχω όλο και πιο μακριά ψάχνοντας μέσα στην παραζάλη μου να βρω τον άγγελο που με έκανε να νιώσω για πρώτη φορά στην ζωή μου τόσο ζωντανή...

Τα πάντα γύρω μου ήταν καλυμμένα με χιόνι και το κρύο είχε παγώσει την ανάσα μου αλλά εμένα το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βρω τον άγγελο, να νιώσω ότι δεν είναι μόνο ένα όνειρο... να νιώσω και πάλι την ελπίδα να με κάνει να ζεστάνω την καρδιά μου...

Φτάνοντας στην πύλη βρήκα τους φρουρούς να είναι παγωμένοι στην θέση τους με βαριά ρούχα και τα μάτια τους κλειστά... άνοιξα δειλά την πόρτα και κανείς απο τους δύο δεν γύρισε την ματιά του προς εμένα και αυτό μου έδωσε κουράγιο... πήρα με κόπο μια ανάσα και άρχισα πάλι να τρέχω προς το άγνωστο ελπίζοντας μέχρι που ο πόνος στα πόδια μου έγινε αφόρητος και απο την εξάντληση έπεσα πάνω στο χιόνι βαριά...

Όλο μου το κορμί που ήταν ήδη παγωμένο μόλις ακούμπησε πάνω στο χιόνι άρχισε να τρέμει και δεν είχα άλλη δύναμη να παλέψω... αφήνοντας με κόπο την ανάσα μου να βγει βίαια απο μέσα μου έκλεισα τα μάτια και παραδόθηκα στην παγωνιά να με πάρει κοντά της... μια ζεστή ανάσα κοντά στο πρόσωπο μου όμως δεν με άφησε να κλείσω τα μάτια μου και κοιτώντας με απορία προς τα πάνω ξανά είδα τα μάτια του αγγέλου μου να με κοιτάνε με αγωνία και δάκρυα κύλισαν στα μάτια μου...

Η ανάσα του αγγέλου έβγαινε πιο ζεστή και ένιωσα τα χέρια του να με τυλίγουν σηκώνοντας με απο το υγρό αφράτο χιόνι με τρυφερότητα προς την αγκαλιά του μέχρι που για άλλη μια φορά το σκοτάδι με αιχμαλώτισε αλλά αυτήν την φορά δεν με πήρε κοντά του...

Τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν στο λιγοστό φως που φέγγιζε μέσα απο το δέρμα του αγγέλου μου και τότε κατάλαβα ότι αυτό που με αγκαλιάζει δεν είναι ο άγγελος μου αλλά ο δράκος που με είχε σώσει και όπως και το πρωί έτσι και τώρα με είχε φυλακίσει στην αγκαλιά του για να ζεστάνει το ψυχρό μου κορμί για να με προστατέψει απο το κρύο.

Η ζεστασιά του δράκου έκανε το αίμα μου να τρέχει πιο γρήγορα και μια φλόγα πλημμύρισε όλες μου τις αισθήσεις κάνοντας τες να ξυπνήσουν... η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει και η ανάσα μου γινόταν όλο και πιο γρήγορη και τα συναισθήματα που με είχαν συνεπάρει για πρώτη φορά στην ζωή μου δεν ήξερα πως να τα εξηγήσω...

Ασφάλεια, ζεστασιά και τρυφερότητα είχαν πλημμυρίσει την καρδιά μου... αισθήματα που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ σε όλη μου την ζωή, τα ένιωσα μόνο με αυτήν την γλυκιά ζεστασιά αυτού του δράκου... σίγουρα πρέπει να τρελαίνομαι, σκέφτηκα και άρχισα να γελάω δυνατά και ένιωσα τον δράκο να κινείτε. Άνοιξε το ένα του φτερό και δειλά με κοίταξε προσέχοντας να μην με τρομάξει.

«σε ευχαριστώ... για δεύτερη φορά» του είπα γλυκά κοιτώντας τον στα μάτια και έφερα δειλά το χέρι μου μπροστά

Ο δράκος για μια στιγμή έμεινε ακίνητος αλλά αμέσως μετά έφερε το κεφάλι του πιο κοντά στο χέρι μου και τότε τον ακούμπησα δειλά στην κορυφή του κεφαλιού του και εκείνος έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα... όλη αυτή η σκηνή μου θύμισε τόσο πολύ το όνειρο που είχα δει το πρωί που ασυναίσθητα φέρνοντας τον άγγελο μου στην σκέψη μου με έκανε να δακρύσω που τελικά κατάλαβα ότι ήταν ένα όνειρο και όχι πραγματικότητα.

Άφησα το χέρι μου να πέσει στο σώμα μου και κατέβασα το κεφάλι μου προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρατήσω το ξέσπασμα της γνώσης και ο δράκος φύσηξε απαλά προς το πρόσωπο μου για να με κάνει να τον κοιτάξω και χαμογέλασα.

«τα έκανα θάλασσα... είπα απολογητικά... συγνώμη δεν ξέρω τι με έκανε να έρθω εδώ» είπα ψέματα και κοιτάζοντας τον είδα θλίψη να τον καταβάλει και πήρα μια ανάσα

«μάλλον καλό είναι να γυρίσω πίσω πριν παγώσω τελείως» είπα απρόθυμα, ήξερα ότι δεν ήταν σωστό να μείνω εδώ αλλά και δεν ήταν σωστό να φύγω έτσι ξαφνικά απο τον πρίγκιπα που προσφέρθηκε να με βοηθήσει με τόση ευγένεια αλλά απο την άλλη μια δύναμη όπως και στα όνειρα μου, με κράταγε εδώ σε αυτήν την περίεργη αγκαλιά που με έκανε να νιώθω τόσο ασφάλεια.

Ο δράκος άνοιξε και το άλλο του φτερό και για άλλη μια φορά έφερε τον κεφάλι του κοντά στο δικό μου και τυλίγοντας τον λαιμό του γύρω απο το κορμί μου με περίμενε για να ανέβω πάνω του... το σώμα μου με την επαφή του άρχισε ανεπαίσθητα να τρέμει αλλά πριν προλάβει να το καταλάβει ή περισσότερο να καταλάβω εγώ το γιατί, ανέβηκα πάνω στην ράχη του και κρατήθηκα σφιχτά.

«ελπίζω να μην παίσω πάλι» είπα χαμογελώντας και ένιωσα σαν να χαμογέλασε και εκείνος.

Έσφιξα τα χέρια και τα πόδια μου γύρω απο τον λαιμό του δυνατά και τότε άρχισε να πετάει... η αίσθηση του αέρα πάνω στο κορμί μου με έκανε να ανατριχιάσω, με έκανε να νιώσω τόσο ελεύθερη τόσο ζωντανή που με έκανε να γελάσω και ασυναίσθητα  την στιγμή που πέταγε σε ευθεία πορεία άνοιξα τα χέρια μου κλείνοντας τα μάτια και ίσιωσα το κορμί μου για να αφήσω όλον το αέρα να διαπεράσει το μοναδικό ύφασμα που αγκάλιαζε το κορμί μου.

Ο δράκος νιώθοντας την δική μου έξαψη άρχισε να πετάει με περισσότερη δύναμη και καθώς άρχισε να χτυπάει τα φτερά του πιάστηκα πάλι απο τον λαιμό του και του φώναξα με δύναμη

«πιο ψιλά» και τότε άρχισε να πετάει πιο απελευθερωμένος με τέτοια χάρη που με έκανε να νιώσω την δική του ευχαρίστηση να περνάει όλο του το κορμί να τον συγκλονίζει.

Ανέβαινε όλο και πιο ψιλά μέχρι που έφτασε κοντά στα σύννεφα και αφού ίσιωσε και πάλι το κορμί του άνοιξα τα χέρια μου και τα άπλωσα για να τα πιάσω, η αίσθηση του σύννεφου πάνω στην παλάμη μου ήταν πιο απαλή και απο πούπουλο τόσο μαγικό, τόσο εξωπραγματικό που άρχισα να νομίζω ότι και πάλι ονειρεύομαι.

Ένα τίναγμα στα φτερά του όμως με επανέφερε στην πραγματικότητα και πέφτοντας πάλι πάνω στο λαιμό του κλειδώνοντας τα χέρια μου γύρω του εκείνος έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να βουτάει στο κενό κάνοντας σβούρες γύρω απο τον εαυτό του.

Η ανάσα μου είχε κοπεί αλλά αντί αυτό να με τρομάζει εγώ ένιωθα όλο και πιο ζωντανή όλο και πιο ελεύθερη και μια κραυγή χαράς άρχισε να βγαίνει απο τα χείλια μου ζωντανεύοντας την απόλυτη σιωπή... την στιγμή που φτάναμε κοντά στο νερό με μια απότομη κίνηση έφερε το κορμί του παράλληλα με το αυτό και απο το φως του φεγγαριού που φέγγιζε πίσω μας είδα το είδωλο μας στο νερό και τα μάτια μου πετάρισαν και απο τον ενθουσιασμό μου άρχισα να χαϊδεύω τον λαιμό του δράκου και ένιωσα για μια στιγμή να χάνει την σταθερότητα του αλλά αμέσως μετά άρχισε πάλι να πετάει προς τον πύργο.

Όσο και να μην ήθελα να τελείωση ήξερα ότι έπρεπε να γυρίσω, αν και δεν ένιωθα να κρυώνω απο την ζεστασιά που ανέδυε το σώμα του σίγουρα αργά ή γρήγορα το κρύο θα φώλιασε μέσα μου και τότε θα γινόντουσαν τα πράγματα χειρότερα... μόλις έφτασε στην στέγη του πύργου προσγειώθηκε τόσο απαλά που δεν άκουσα τα πέλματα του να ακουμπούν το τοίχος.

Έφερε την ουρά του κοντά μου και κατάλαβα ότι είχε έρθει η στιγμή να κατέβω αλλά η καρδιά μου δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί και πέφτοντας πάλι πάνω στον λαιμό του, του ψιθύρισα με όλον τον ενθουσιασμό και την ζεστασιά που με έκανε να νιώθω.

«ήταν υπέροχο... σε ευχαριστώ που με έκανες να νιώσω για πρώτη φορά στην ζωή μου, ότι είμαι υπάρχω» άφησα ένα φιλί πάνω στον λαιμό του και χαϊδεύοντας τον απαλά άφησα τα χέρια μου απο τον λαιμό του και έπιασα απαλά την ουρά του, περνώντας το πόδι μου απο την άλλη μεριά και την στιγμή που έσυρα το κορμί προς τα κάτω είδα με την άκρη του ματιού μου ότι είχε γυρίσει το πρόσωπο του προς την μεριά μου και με κοίταγε με ένα αινιγματικό βλέμμα.

Έκλεισε για λίγο τα μάτια του χαμηλώνοντας απαλά το κεφάλι του σαν να μου έκανε υπόκλιση και ανοίγοντας τα μάτια του τύλιξε την ουρά του γύρω μου και με κατέβασε σιγά σιγά προς ένα μικρό μπαλκόνι χωρίς να αφήνει την ματιά του απο την δική μου.

Όταν με άφησε να πατήσω τα πόδια μου στο πάτωμα και ξετύλιξε την ουρά του απαλά απο την μέση μου αμέσως ένιωσα την ίδια απώλεια που ένιωθα και πριν να με τυλίγει και πριν φύγει του φώναξα.

«περίμενε... γύρισε την ματιά του σε μένα και έμεινε ακίνητος περιμένοντας να ακούσει αυτό που ήθελα του πω γέρνοντας το κεφάλι του απαλά στο πλάι... μου υπόσχεσαι ότι θα το ξανακάνουμε??... τον ρώτησα με κομμένη την ανάσα και βλέποντας να μου κουνάει το κεφάλι καταφατικά η καρδιά μου άρχισε και πάλι να χτυπάει δυνατά και του χαμογέλασα ζεστά... σε ευχαριστώωωω» φώναζα καθώς τον έβλεπα να φεύγει και κάνοντας μια σβούρα στον αέρα χάθηκε μακριά

Ένιωθα πάλι το κρύο να με τυλίγει και έτρεξα μέσα στο τεράστιο δωμάτιο και κλείνοντας την μπαλκονόπορτα έμεινα εκεί αναπολώντας όλη αυτήν την μαγεία που είχα μόλις νιώσει να συγκλονίζει όλο μου το είναι.....

ESCAPE POLH FANTASMA