Music Playlist at MixPod.com
Τα χείλια της πάνω στα δικά μου ήταν ένα πύρινο σίδερο που μου έκαιγε όλες μου τις αισθήσεις, η γεύση των χειλιών της ήταν τόσο γλυκιά σαν αίμα ανθρώπου που με μαγνήτιζε και με έκανε να θέλω να τα γευτώ όλο και περισσότερο.
Τα χείλια μας ενωμένα ακολουθούσαν την ίδια πορεία και γινόντουσαν ένα. Γύρισε όλο της το κορμί προς το μέρος μου και το άφησε να ακουμπήσει απάνω μου για να νιώσω την ζεστασιά της και ανατρίχιασα ολόκληρος, ακόμα και με το ύφασμα ανάμεσα μας δεν μπορούσα να μην νιώσω την θερμότητα της να κάνει τις φλέβες μου να ρέουν πιο γρήγορα το λιγοστό αίμα που υπήρχε μέσα στο στερημένο απο κυνήγι κορμί μου.
Άνοιξε απαλά τα χείλια της και πέρασε την γλώσσα της απαλά πάνω στα δικά μου χείλια και αυτόματα άνοιξαν και τα δικά μου και άφησα την γλώσσα μου να αγγίξει απαλά την δική της, ένιωσα την ανατριχίλα που διαπέρασε την σπονδυλική της στήλη και βάζοντας το χέρι μου στον αυχένα της γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι έβαλα την γλώσσα μου μέσα στο στόμα της για να την γευτώ και έκανε και εκείνη το ίδιο μπλέκοντας τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά μου.
Η ανάγκη μας να νιώσει ο ένας τον άλλο ξεπερνούσε τα όρια της σκέψης τόσο πολύ που μας έκανε να αφήσουμε όλες μας τις ανησυχίες πίσω για να ζήσουμε αυτήν την μοναδική εμπειρία που τόσο πολύ λαχταρούσαμε.
Όταν ένιωσα την ανάσα της να κόβετε σταμάτησα το φιλί μας και την απομάκρυνα απαλά για να δω το υπέροχο πρόσωπο της, η ματιά της ήταν τόσο ζεστή γεμάτη πόθο για μένα και το χρώμα των ματιών της ήταν μια κόκκινη απόχρωση της φωτιάς που σιγόκαιγε την δική μου.
Το πρόσωπο της ήταν τόσο φωτεινό στην απόχρωση του φεγγαριού που έλαμπε αυτήν την μαγική νύχτα. Η αύρα της ήταν σαν να είχε βγει από το σώμα της και την έκανε να ακτινοβολεί κόβοντας μου την ανάσα.
Πέρασε το χέρι της απαλά πάνω απο το μάγουλο μου με έναν αναστεναγμό και έκλεισα τα μάτια φυλακίζοντας το χέρι της με το δικό μου, όταν άνοιξα τα μάτια μου την είδα να μου χαμογελά και φέρνοντας το χέρι της πιο κοντά μου πέρασα ξυστά την μύτη μου απο τον καρπό της για να νιώσω το άρωμα της να μου πλημμυρίσει τις αισθήσεις μου.
Έκλεισε τα μάτια γέρνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω και πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησα ένα απαλό φιλί πάνω ακριβώς στην φλέβα που παλλόταν τόσο γρήγορα που μου θόλωνε το μυαλό.
Άνοιξε τα μάτια της και ήρθε πιο κοντά μου αφήνοντας ένα πεταχτό φιλί πάνω στα χείλια μου ψιθυρίζοντας πάνω σε αυτά ακουμπώντας τα ελάχιστα «μην φοβάσαι είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο», την κοίταξα μέσα στα μάτια αναποφάσιστος λόγο της δίψας μου για εκείνη και πέρασε για άλλη μια φορά το ελεύθερο της χέρι απαλά πάνω στο πρόσωπο μου αγγίζοντας το ελάχιστα.
Το άγγιγμα της ήταν τόσο τρυφερό που ένιωθα κάθε κύτταρο που ακουμπούσε αυτομάτως να ζωντανεύει και να παίρνει πάλι την ανθρώπινη μορφή του. Πλησίασε για άλλη μια φορά κοντά στα χείλια μου και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω της άρχισα πάλι να την φιλάω με περισσότερο πάθος.
Όλα σε μια στιγμή άλλαξαν και ένιωσα ότι η αμμουδιά είχε πάρει λίγο απο την φλόγα που μας σιγόκαιγε και ένιωσα να καίγομαι ολόκληρος, για μια στιγμή η Μπέλα άφησε ένα γελάκι και σηκώνοντας τα μάτια της ψηλά τα έκλεισε και φαινόταν σαν να συγκεντρώνετε σε κάτι.
Αστραπές που φαινόντουσαν απο μακρυά έκαναν την αμμουδιά να φωτίζετε στιγμιαία και σύννεφα κάλυψαν των ουρανό γύρω μας κάνοντας την ατμόσφαιρα πιο μεθυστική σε συνδυασμό με τις βροντές που ερχόντουσαν να συμπληρώσουν την ακουστική γύρο μας κάνοντας το τοπίο να παίρνει ζωή αλλά το πιο παράξενο απο όλα ήταν ότι το φεγγάρι παρέμενε ακόμα τόσο λαμπερό και τόσο φωτεινό.
Η πρώτες σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν απάνω στο πρόσωπο της και παρέμεναν σε αυτό σαν μικρά μικρά διαμαντάκια που την έκαναν να αστράφτει. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν αληθινό, η μαγεία της στιγμής με είχε αποπροσανατολίσει, η Μπέλα σήκωσε τα χέρια ψηλά απολαμβάνοντας την αίσθηση της βροχής επάνω της και εγώ την κοίταζα μαγεμένος.
Όταν γύρισε την ματιά της σε μένα όλο της το πρόσωπο έλαμπε και το χαμόγελο της με τύφλωσε, οι λέξεις είχαν κολλήσει στον λαιμό μου, πως μπορούσα να πω ή να περιγράψω όλα όσα ένιωθα εκείνη την στιγμή? τα λόγια θα ωχριούσαν μπροστά στα συναισθήματα μου.
«το κορίτσι που θα φέρει την βροχή έλεγε ο μύθος μας» είπε κοιτώντας με στα μάτια χαμογελώντας
«εσύ το έκανες αυτό?»
«μμμχχχμμμ»
«απίστευτο» είπα μόνο και γέλασε δαγκώνοντας τα χείλια της και άφησε το κεφάλι της πάλι να πέσει προς τα πίσω ανοίγοντας τα χέρια της για να νιώσει τις στάλες της βροχής να παίζουν στο κορμί της.
Ένα απαλό αεράκι τάραξε τα βρεγμένα της μαλλιά και οι σταγόνες απο την βροχή που είχαν απάνω έμοιαζαν με αστέρια που έβγαιναν απο αυτά και λαμπύριζαν στο φως του φεγγαριού ολόγυρα της. Αν είχα καρδιά σίγουρα τώρα θα προσπαθούσε να βγεί από το στήθος μου.
Με κοίταξε βαθιά χαμηλώνοντας το χέρι της πάνω στο μέρος της καρδιά μου και με πλησίασε χωρίς ακόμα να με ακουμπά, έγειρε το πρόσωπο της πάνω στο δικό μου και πέρασε ξυστά την μύτη της απο την βάση του λαιμού μου και την ένιωθα που απολάμβανε το άρωμα μου όπως είχα κάνει πριν εγώ σε εκείνη.
Το ανεπαίσθητο άγγιγμα της έκανε το δηλητήριο να αναβλύσει στο στόμα μου και πριν αντιδράσω άρχισε πάλι να με φιλάει με περισσότερο πάθος γεύοντας το. Η σμίξει των δηλητηρίων μας πήρε μια διαφορετική γεύση που όμοια της ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα γευτώ ποτέ στην ζωή μου.Το κορμί μου άρχισε σιγά σιγά να παίρνει την δική της θερμοκρασία και με έκανε να νιώσω πιο ζωντανός ακόμα και από όταν ήμουν άνθρωπος. Στο άγγιγμα της η καρδιά μου αντέδρασε και την ένιωσα να φτερουγίζει. Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα με απορία.
«δεν μπορώ να την ζωντανέψω αλλά μπορώ να της δώσω παλμό για λίγο» είπε και κλείνοντας τα μάτια ακούμπησε την παλάμη της στην καρδιά μου και την ένιωσα και πάλι να χτυπά.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η καρδιά μου είχε παλμό. Έκλεισα τα μάτια και έγειρα πίσω το κεφάλι γελώντας απο ευτυχία. Ήμουν και πάλι ζωντανός με όλες μου τις αισθήσεις να με πλημμυρίζουν και δάκρυσα απο την νοσταλγία που ένιωσα εκείνη την στιγμή.
Ήρθε κοντά μου και με τα χείλια της κράτησε κάθε δάκρυ που είχε ξεφύγει. Άνοιξα τα μάτια μου και την πήρα στην αγκαλιά μου χώνοντας το κεφάλι μου μέσα στα μαλλιά της. Εκείνη μπορούσε να νιώσει κάθε συναίσθημα που ένιωθα εγώ, μπορούσε να ακούσει κάθε σκέψη που έκανα όλη αυτήν την ώρα και ήθελα τόσο να τα νιώσω και εγώ.
Ακούγονταςτην παράκληση μου απελευθέρωσε τον εαυτό της και με άφησε να νιώσω όλη της την αγάπη που ένιωθε για μένα και αυτό έκανε την καρδιά μου να συντονιστεί με την δική της που κάλπαζε τόσο γρήγορα που ήταν λες και ήθελε να βγει μέσα απο το κορμί της.
Κράτησα το πρόσωπο της στο χέρι μου και κοιτώντας την βαθιά στα μάτια της είπα αυτό που ήθελα να της πως απο την πρώτη στιγμή που την είδα να μου χαμογελά.
Κράτησα το πρόσωπο της στο χέρι μου και κοιτώντας την βαθιά στα μάτια της είπα αυτό που ήθελα να της πως απο την πρώτη στιγμή που την είδα να μου χαμογελά.
«είσαι ότι πιο σημαντικό υπάρχει στην ζωή μου, είσαι ο λόγος της ίδιας μου της ύπαρξης»
«δεν θα αφήσω κανέναν να σε αγγίξει ακόμα και αν αυτό μου κοστίσει την ίδια μου την ζωή»
«Μπέλα»
«σσσς .... είπε βάζοντας το χέρι της πάνω στα χείλι μου ... η ζωή σου για μένα είναι πιο σημαντική απο την δική μου και όσο ζω δεν θα αφήσω κανέναν να σε πλησιάσει»
Την έσφιξα κοντά μου και εκείνη παίρνοντας το χέρι της απο την καρδιά μου το πέρασε γύρω απο τον λαιμό μου και άφησε να ακουμπήσει το κεφάλι της απαλά πάνω στον ώμο μου. Η καρδιά μου χωρίς την επαφή της άρχισε πάλι σιγά σιγά να χάνει τους παλμούς της μέχρι που για άλλη μια φορά έσβησε.
«δεν μπορώ να το κρατήσω για πολύ» είπε απολογητικά με πόνο στην φωνής της
«ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις» της είπα αφήνοντας ένα φιλί στον λαιμό της και σήκωσε το κεφάλι της για να με αντικρίσει.
«έλα μαζί μου»
«που?»
«θα δεις» είπε και σηκώθηκε πάνω ξεκουμπώνοντας το πουκάμισο της
«Μπέλα που πάμε?» την ρώτησα εγώ με αγωνία και εκείνη γύρισε και μου χαμογέλασε
Πέταξε το πουκάμισο στην αμμουδιά και μπήκε με ένα σάλτο στο νερό και αφού έβγαλα τα ρούχα μου την ακολούθησα και εγώ. Μόλις μπήκα στο νερό για άλλη μια φορά ήταν αφύσικα ζεστό για το σώμα μου αλλά αυτό που ήταν πιο εκπληκτικό ήταν η ίδια.
Κάτω απο το νερό με το φως του φεγγαριού ήταν μια οπτασία, το κορμί της φέγγιζε σε ασημί χρώμα και οι κινήσεις της ήταν τόσο ρευστές που ήταν λες και η ίδια ήταν ένα με το νερό, την πλησίασα και γύρισε προς το μέρος μου δίνοντας μου το χέρι της, το κράτησα στο δικό μου και ήρθε κοντά μου, με φίλησε πεταχτά στα χείλια και αφού άφησε τα χέρια μας άρχισε να κολυμπάει σαν δελφίνι ακολουθώντας μια πορεία που δεν είχα ξαναδεί.
Όταν φτάσαμε στα βράχια ανέβηκε στην επιφάνεια να πάρει μια ανάσα και εγώ έμεινα να την περιμένω, γύρισε κοντά μου χαμογελώντας μου και με προσπέρασε πηγαίνοντας πιο βαθιά. Την ακολούθησα και όταν έφτασε σε ένα άνοιγμα έσμιξα τα φρύδια μου με απορία και εκείνη γέλασε και πέρασε κάτω απο μια μικρή τρύπα που αν δεν την πρόσεχες δεν θα καταλάβαινες ποτέ ότι ήταν άνοιγμα.
Όταν περάσαμε απο την άλλη μεριά βγήκαμε σε μια σπηλιά που όμοια της δεν είχα δει ποτέ μου. Βγήκε στην επιφάνεια του νερού και με κοίταξε στα μάτια.
«σου αρέσει?»
«είναι απίστευτο» είπα μαγεμένος απο την ατμόσφαιρα και την μυρωδιά της αλμύρας που μου πλημμύρισε όλο μου το είναι
«έλα» μου είπε και άρχισε να κολυμπάει προς την μικρή ακτή της σπηλιάς.
«πως έχει τόσο φως ενώ έξω είναι σκοτάδι?» είπα με απορία όταν πήγα κοντά της κοιτώντας ακόμα γύρο μου, ήρθε πίσω απο την πλάτη μου και απλώνοντας το χέρι της μου έδειξε την μικρή σχισμή που υπήρχε στο πιο ψηλό σημείο της σπηλιάς.
«αυτό είναι το μοναδικό άνοιγμα που έχει αυτή η σπηλιά και όσο φως υπάρχει έξω απο αυτήν μπαίνει ακριβώς απο εκείνη την σχισμή και κάνει αντικατοπτρισμό στους κρυστάλλους απο το αλάτι που έχουν σχηματιστεί πάνω στα βράχια» μου είπε δείχνοντας ταυτόχρονα τους κρυστάλλους που ήταν γύρω μας.
Τα χρώματα ήταν εξωπραγματικά, είχαν την απόχρωση του πάγου και το ασημί του φεγγαριού και ο κάθε κρύσταλλος ξεχωριστά γύρω του σχημάτιζε ακτίνες λες και υπήρχε απο πίσω του κάποιο κρυμμένο φως.
«είναι πραγματικά εκπληκτικό αλλά ωχριεί μπροστά στην δική σου ομορφιά» της είπα χαμογελώντας της και μου χαμογέλασε και εκείνη αγγίζοντας απαλά το πρόσωπο μου
«εδώ δεν μπορεί να μας βρει κανείς» είπε με βαθιά φωνή και έσβησε την απόσταση που μας χώριζε αφήνοντας απαλά τα χείλια της πάνω στα δικά μου.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω της και ανταποκρίθηκα σε αυτό το φιλί με όλην την δύναμη της ψυχής μου και εκείνη με ακολούθησε χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου. Η αναπνοές μας γίνανε πιο γρήγορες και εκείνη με παρέσυρε πάνω στην άμμο, λύγισα τα πόδια μου και ξάπλωσα το κορμί της πάνω στην άμμο φέρνοντας όλο μου το κορμί να ακουμπήσει πάνω στο δικό της.
Άφησα τα χείλια της και άρχισα να την φιλάω πάνω στο λαιμό απολαμβάνοντας όλη την γλυκιά της γεύση περνώντας την γλώσσα μου απαλά πάνω στο δέρμα της που ήταν τόσο μαλακό και την ένιωσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα ευχαρίστησης.
Όταν γύρισα και πάλι στα χείλια της έβαλε και τα δύο της χέρια πάνω στο πρόσωπο μου και άρχισε να με φιλάει με περισσότερο πάθος για να με παροτρύνει να συνεχίσω, τότε άρχισα να εξερευνώ το σώμα της με το χέρι μου και εκείνη στο άγγιγμα μου ανατρίχιαζε και τέντωνε το κορμί της αφήνοντας που και που βαθιούς αναστεναγμούς πάνω στα χείλια μου.
«κάνε με δικιά σου» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια αφήνοντας να δω όλο το πάθος που ένιωθε και άρχισα πάλι να την φιλάω και εκείνη άρχισε να με εξερευνεί με τα χέρια της.
Όλο μου το σώμα πήρε φωτιά και ένιωθα και πάλι το αίμα στις φλέβες μου να πάλλεται γρήγορα και όλο μου το κορμί να ζωντανεύει, αφήνοντας τα χείλια της άρχισα πάλι να την φιλάω πάνω στο λαιμό χωρίς να σταματώ να την αγγίζω σε κάθε σπιθαμή του κορμιού της.
Ήμασταν ο πάγος και η φωτιά στην μέση μιας μικρής όασης που παλεύαμε να ενώσουμε τις ψυχές μας και να της κάνουμε μια. Πέρναγα τα χείλια μου πάνω απο κάθε πόντο του κορμιού της για να μείνει για πάντα χαραγμένο στην μνήμη μου και εκείνη ανταποκρινόταν σε κάθε μου φιλί και με τις κινήσεις της και τους σιγανούς της αναστεναγμούς μου έδειχνε πόσο απολάμβανε το κάθε μου άγγιγμα.
Όταν έφτασα κοντά στην φλόγα της η ζεστασιά της μου θόλωσε το μυαλό και ένιωθα σαν να με καλεί να βρεθώ κοντά της για να ζεστάνει το άψυχο και ψυχρό κορμί μου. Πέρασα απαλά την γλώσσα μου πάνω απο καυτή της σάρκα και την είδα να τεντώνει όλο της κορμί πνίγοντας έναν αναστεναγμό και αυτό με έκανε να χάσω το μυαλό μου.
Συνέχισα με τον ίδιο ρυθμό να γεύομαι και να εξερευνώ τον εσωτερικό της κόσμο μέχρι που ένιωσα ότι δεν άντεχα άλλο μακριά απο την ζεστασιά της και έτσι άρχισα πάλι να την φιλάω σε όλο της το σώμα πλησιάζοντας την. Όλο της το κορμί ήταν ακόμα πιο ζεστό και το άγγιγμα της έφερε έναν ηλεκτρισμο σε όλο μου το κορμί που με συγκλόνισε.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω μου και εγώ πέρασα το χέρι μου απο τον γλουτό της μέχρι το γόνατο και το σήκωσα να ακουμπήσει πάνω στην μέση μου αφήνοντας το σώμα μου να ακουμπήσει απαλά το δικό της. Άφησα τον ανδρισμό μου να μπει μέσα στην ζεστασιά της και ταυτόχρονα και οι δύο τεντώσαμε τα κορμιά μας απο την έκσταση που νιώσαμε.
Η καρδιά της άρχισε να καλπάζει πιο γρήγορα και οι αναπνοές μας πλέον είχαν γίνει επικίνδυνα γρήγορες σε σημείο να θολώσει το μυαλό μας απο την ηδονή. Ξεκίνησα αργά να κινούμε και βάζοντας τα χέρια της πάνω στο αυχένα μου άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε βαθιά μέσα στα δικά μου, έχανα το μυαλό μου, έχανα την γη κάτω απο τα πόδια μου, προσπαθούσα να θυμηθώ που ήμουν και δεν τα κατάφερνα.
Το μόνο που ένιωθα ήταν εκείνη η φλόγα να λαμπαδιάζει τα κορμιά μας και να τα κάνει ένα, φωτιά και πάγος που έσμιξαν και έγιναν μια βροχή απο συναισθήματα. Την έσφιξα πιο κοντά μου και εκείνη άρχισε να με φιλάει με πάθος αφήνοντας της αισθήσεις της να πλημμυρίσουν τις δικές μου.
Όταν άρχισα να νιώθω πως ένιωθε εκείνη για μένα έχασα την επαφή με την πραγματικότητα και άρχισα να ζω σε έναν κόσμο που υπήρχε μόνο στα όνειρα μου. Το στόμα μου άρχισε να ξεραίνεται και ο λαιμός μου σιγά σιγά να με καίει και αυτό με επανέφερε στην πραγματικότητα γιατί δεν ήθελα να παρασυρθώ και να της κάνω κάνω κακό.
Όμως τα συναισθήματα ήταν τόσα δυνατά που δεν ήξερα που άρχιζε η λογική και που τελείωνε η φαντασία. Η Μπέλα καταλαβαίνοντας την σύγχυση που υπήρχε μέσα στο μυαλό μου, μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά για να με καθησυχάσει και πάνω στα χείλια μου ψιθύρισε απαλά.
«δεν πειράζει ..... την κοίταξα στα μάτια σταματώντας για μια στιγμή και χαϊδεύοντας το μάγουλο μου ήρθε πιο κοντά μου και άρχισε πάλι να με φιλάει φέρνοντας με πιο κοντά της .... μην σταματάς τώρα» είπε και με το χέρι της με καθοδήγησε για να πάω κοντά στον λαιμό της.
Άρχισα και πάλι να κινούμε φιλώντας την πάνω στην φλέβα που παλλόταν τρελά και θόλωσε το μυαλό μου, η λογική μου όμως ήταν αναποφάσιστη και την στιγμή που πήγα να σηκώσω και πάλι το κεφάλι μου με συγκράτησε με το χέρι της και με ανάγκασε πάλι να ακουμπήσω πάνω στον λαιμό της.
Εκείνη την στιγμή ένιωθα την μυρωδιά της και την θερμότητα της να αυξάνεται και αυτό με έκανε να χάσω κάθε ίχνος λογικής που μου είχε απομείνει. Άρχισα πάλι να την φιλάω πάνω στον λαιμό της με περισσότερο πάθος και έκανα της ωθήσεις μου πιο γρήγορες, εκείνη τέντωσε τον λαιμό της πίσω και άρχισε να αναστενάζει πιο βαθιά.
Η φλέβα της πάνω στα χείλια μου παλλόταν επικίνδυνα και μου ήταν πλέον αδύνατον να της αντισταθώ αλλά και πάλι αντιστεκόμουν με όση δύναμη μου είχε απομείνει, μέχρι την στιγμή που ένιωσα την καυτή της λάβα να με αγκαλιάζει και τότε όλα θόλωσαν.
Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και γυρίζοντας στο πλάι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω απο τον λαιμό μου και έφερε το κορμί της να ταιριάξει απόλυτα πάνω στο δικό μου και εγώ συγκρατώντας την απο τους γλουτούς άρχισα να κάνω τον ρυθμό μου πιο γρήγορο ενώ ταυτόχρονα χωρίς να καταλάβω πως έμπηξα τα δόντια μου πάνω στην φλέβα που τόση ώρα με προκαλούσε.
Η Μπέλα βγάζοντας μια κραυγή έχωσε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά μου και συγκράτησε το κεφάλι μου για να μην σταματήσω. Το αίμα της έρεε μέσα στις φλέβες μου ζεσταίνοντας το κάθε κύτταρο του κορμιού μου.
Το πιο γλυκό το πιο ζεστό αίμα που είχα δοκιμάσει ποτέ στην ζωή μου, που αν ήξερα ότι υπήρχε θα γύριζα όλη την γη σπιθαμή προς σπιθαμή για να το βρώ με οποιοδήποτε κόστος,τώρα μαζί με την ψυχή αυτού του κοριτσιού ήταν δικό μου και με έκανε να θέλω να το φυλακίσω για πάντα στην αγκαλιά μου.
Άλλη μια κραυγή της Μπέλας με επανέφερε στην πραγματικότητα και σταμάτησα να ρουφάω το αίμα της για να μην την χάσω για δεύτερη φορά όπως εκείνη την ημέρα που με είχε σώσει απο το δηλητήριο της. Άφησα ένα φιλί πάνω στον λαιμό της και έγειρα πάνω της κρατώντας την στην αγκαλιά μου πιο σφιχτά και άρχισα να αφήνω τον εαυτό μου να απελευθερωθεί.
Ο πάγος και η φωτιά πλέον είχαν γίνει ένα και οι αισθήσεις μας και οι αναπνοές μας ήταν τόσο συντονισμένες που ένιωθα ότι ήμασταν ένα κορμί και όχι δύο. Μου τράβηξε απαλά το μαλλί για να αντικρίσω την ματιά της και με φίλησε για άλλη μια φορά με τέτοιο πάθος που γύρισα και πάλι στο όνειρο απολαμβάνοντας την αίσθηση της μαγείας που μας περιέβαλε.
Οι κινήσεις μας έχαν γίνει πιο γρήγορες καθώς και οι αναπνοές μας και πολύ γρήγορα την ένιωσα να σπαρταράει στην αγκαλιά μου αφήνοντας ελεύθερα τα βογκητά να βγουν από τα μεθυστικά της χείλια, δεν άντεχα όλο αυτό το βάρος που με έπνιγε και με μια κραυγή άφησα τον εαυτό μου να ξεχειλίσει μέσα στην απόλυτη ηδονή.
Η κραυγές τις Μπέλας ήταν βαθιές και η αναπνοή της και η καρδιά της πλέον είχαν γίνει τόσο γρήγορες που με έκαναν για μια στιγμή να ανησυχήσω, όταν μείωσα τον ρυθμό μου συγκράτησα το κεφάλι της με το χέρι μου και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
Νιώθοντας τον φόβο μου για εκείνη μου χαμογέλασε απαλά και άφησε το κεφάλι τις να πέσει απαλά πάνω στο στερνό μου προσπαθώντας παράλληλα να βρει και πάλι τους ρυθμούς της, σφίγγοντας τα χέρια της γύρω απο το κορμί μου. Άφησα ένα φιλί πάνω στα βρεγμένα της μαλλιά παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή και άρχισα να της χαϊδεύω απαλά την πλάτη της ακουμπώντας το μάγουλο μου πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της.
«δεν θα σε αφήσω ποτέ να φύγεις ξανά απο την αγκαλιά μου»
«δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα εδώ»
«δεν είναι κακή ιδέα» γέλασε απαλά
«και θα αφήσουμε τις οικογένειες μας μόνες τους?»
«ακόμα και τώρα μετά την απόρριψη τους δεν μπορείς να μην τους βλέπεις οικογένεια σου» διαπίστωσα
«είναι οικογένεια μου Έντουαρντ»
«επειδή σε μεγαλώσανε?»
«όχι επειδή η μητέρα μου ήταν απόγονος τους»
«τι?» είπα και την ανάγκασα να με κοιτάξει
«ο πατέρας της ήταν λευκός και δεν την αποδέχτηκαν ποτέ λόγο του χρώματος της γι αυτό και ζούσε μέσα στα δάση όπου την βρήκε ο Αρον»
«δηλαδή έχεις και το αίμα τους?»
«όχι όμως το γονίδιο τους, αν δεν έπινα το αίμα του Εφραιμ δεν θα μεταμορφωνόμουν ποτέ»
«και το ξέρουν αυτό οι δικοί σου?»
«όχι»
«γιατί δεν τους το είπες?»
«γιατί θέλω να με αποδεχτούν γι αυτό που είμαι και όχι γιατί τυχαίνει να είμαι μέλος και των δύο πλευρών»
«τι ήταν αυτό που είπες πριν για τον μύθο?»
«το κορίτσι που θα φέρει την βροχή?»
«ναι»
«οι πρόγονοι μας πολλά χρόνια πριν είχαν βγάλει έναν μύθο που έλεγε ότι ένα κορίτσι που θα φέρει την βροχή θα αλλάξει όλη την ιστορία, τίποτα παραπάνω»
«και πιστεύεις ότι αυτό το κορίτσι είσαι εσύ?»
«δεν ξέρω .... ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα ... ο Εφραιμ το πίστευε και γι’αυτό ήταν αρχικά που ήθελε πάση θυσία να με πάρει κοντά του»
«και μετά τι άλλαξε?»
«ένιωσε και εκείνος την ίδια αδικία που ένιωθα και εγώ μέσα μου και με αγάπησε σαν να είμαι πραγματικό του παιδί, ήταν πολύ ανοιχτόμυαλος για την εποχή του και άφηνε πάντα τις προκαταλήψεις σε δεύτερη μοίρα σε αντίθεση με τους υπολοίπους»
«μου θυμίζει πολύ τον Καρλάηλ»
«μμμχχχμμμ μοιάζανε πολύ οι απόψεις τους γι αυτό και συμφώνησε τόσο εύκολα μαζί του όταν του μίλησε, κάποτε μου είπε ότι στην ματιά του είδε τον εαυτό του»
«μακάρι να τον γνώριζα καλύτερα»
«μακάρι ... είπε αφήνοντας έναν αναστεναγμό να βγει βίαια απο μέσα της ... αλλά αυτό δεν θα γίνει ποτέ»
«μμμμ.... είπα αφήνοντας άλλο ένα φιλί πάνω στα μαλλιά της και βάζοντας το χέρι μου στο μάγουλο της την ανάγκασα να με κοιτάξει ... έλα μαζί μου στο σπίτι»
«δεν μπορώ Έντουαρντ, αν εξαφανιστώ θα κάνω τα πράγματα χειρότερα»
«θέλω να σε έχω στην αγκαλιά μου όλο το βράδυ»
«ξέρεις μπορεί να είμαι και εγώ σαν και εσάς αλλά δεν μπορώ να αποφύγω της ανθρώπινες αδυναμίες»
«τι εννοείς?»
«εννοώ ότι αν μείνω λίγο περισσότερο θα με πάρει ο ύπνος»
«τότε μείνε» της είπα και εκείνη γέλασε ρίχνοντας το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου
«θα τα πούμε το πρωί στο σχολείο» είπε πιο αποφασιστικά και τύλιξε τα χέρια της γύρω μου
«στο σχολείο?» είπα με απορία
«Έντουαρντ το ότι μας περιμένει στο κατώφλι μια μεγάλη μάχη δεν είναι λόγος για να αφήσουμε όλη την υπόλοιπη ζωή πίσω μας, ούτε να κάτσουμε μέσα σε τέσσερις τοίχους να την περιμένουμε, άλλωστε το ότι ξέρουμε το σχέδιο της Βικτώριας δεν σημαίνει ότι ξέρουμε και πότε θα το υλοποιήσει, μέχρι τότε γιατί να μην κάνουμε την ζωή μας πιο φυσιολογική»
«δεν έχεις άδικο»
«ένας μήνας έμεινε γιατί να τον αφήσουμε να πάει χαμένος»
«τουλάχιστον τώρα θα μου μιλάς?» είπα παραπονιάρικα και γέλασε πάλι
«ναι τώρα δεν έχουμε λόγο να κρυβόμαστε» είπε τρίβοντας την πλάτη μου για να με καθησυχάσει
«και θα γυρίσεις στο Λαπους έτσι?» είπα τρώγοντας με η ζήλια μου στην σκέψη και μόνο ότι κάποιος μπορεί να την δει και σήκωσε την ματιά της στην δική μου ανασηκώνοντας τα φρύδια της κοροϊδευτικά
«γιατί όταν με είδες την πρώτη φορά στην ακτή πως ήμουν?»
«ναι αλλά τώρα είναι διαφορετικά» επέμενα εγώ
«Έντουαρντ .... είπε και γέλασε τραντάζοντας το κορμί της .... λες να είμαι τόσο απελευθερωμένη ώστε να γυρίζω μπροστά στους άλλους γυμνή?»
«τότε?»
«αφήνω τα ρούχα μου στον καταρράκτη»
«ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως εξαφανίστηκες εκείνη την ημέρα»
«και ούτε θα μάθεις» μου είπε παιχνιδιάρικα και στραβομουτσούνιασα
«δεν θα μου πεις?» είπα με ψεύτικη έκπληξη και γέλασε με την έκφραση μου
«όχι αλλά μπορώ να σου δείξω μια μέρα αν το θες, αρκεί να μου ορκιστείς ότι δεν θα το μάθει κανείς»
«τότε θα περιμένω να μου δείξεις, οι δικοί σου το ξέρουν αυτό το μέρος?»
«όχι ούτε αυτήν την σπηλιά, εδώ έρχομαι όταν θέλω να σκεφτώ»
«πραγματικά είναι μαγικό αυτό το μέρος πως το ανακάλυψες?» γύρισε το κεφάλι της για να μου κρύψει την ματιά της αφήνοντας έναν αναστεναγμό και μετά την ξαναγύρισε προς τα μένα
«έλα θα σου δείξω» είπε και σηκώθηκε μπαίνοντας πάλι στο νερό
Την ακολούθησα και βγαίνοντας απο την σπηλιά κολύμπησε παράλληλα με τον βράχο και τότε είδε έναν σκελετό μισοκαλυμμένο με άμμο και κατάλαβα ότι θα πρέπει να ήταν η μητέρα της που είχε παρασυρθεί απο τα ρεύματα σε αυτό το σημείο. Μόλις πέρασε απο πάνω της άλλαξε κατεύθυνση στο κορμί της και άρχισε πάλι να κολυμπάει προς την μεριά της ακτής. Όταν βγήκαμε στην επιφάνεια με κοίταξε στα μάτια και αφού άφησε ένα πεταχτό φιλί στα χείλια μου άρχισε να κολυμπάει στην αντίθετη κατεύθυνση λέγοντας μου πριν μπει πάλι στο νερό.
«θα σε δω το πρωί» και εξαφανίστηκε
Γύρισα στην ακτή που ήταν και πάλι ήρεμη με το φεγγάρι απο πάνω μου και τα αστέρια να φεγγοβολούν και έβαλα τα ρούχα μου κοιτώντας προς το μέρος που είχε φύγει μένοντας εκεί να κοιτάω το ήρεμο νερό ακίνητος.