«εεε μεγάλε που ονειροπολείς πάλι???» άκουσα την φωνή του Έμετ και πετάρισα τα μάτια μου
«πουθενά, απλά βαριέμαι αφόρητα»
«όχι για πολύ γιατί σε λίγο θα έχεις πολύ δουλειά να κάνεις»
«μμμμμ?» μουρμούρισα περίεργος χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο που το είπε αυτό και εκείνος σκουντώντας με απαλά έδειξε με την ματιά του προς την πόρτα που εκείνη την στιγμή άνοιγε.
Γύρισα την ματιά μου προς την κατεύθυνση που μου έδειξε αδιάφορα και όταν είδα εκείνην να μπαίνει κοκάλωσα στην θέση μου και άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα.
Μόλις μπήκε στο πλαίσιο της πόρτας τα μάτια μου τυφλώθηκαν και ένιωσα ότι το μυαλό μου μπήκε πάλι στην σφαίρα της φαντασία και ξαναζούσα την ίδια ονειροπόληση που είχα και πριν.
Το πρόσωπο της δεν φαινόταν απο το φως που την πλαισίωνε και ένιωσα ότι είναι η ίδια οπτασία που έβλεπα στις ονειροπολήσεις μου τις τελευταίες μέρες και έμεινα μαγεμένος να την κοιτάω μέχρι που έκλεισε η πόρτα και όλο το φως απο πίσω της μειώθηκε και φάνηκε το πρόσωπο της πιο καθαρά.
Είχε μείνει στην ίδια θέση ακίνητη κοιτώντας έντονα την ματιά μου και στιγμιαία είδα τα μάτια της να ζεσταίνονται και να γίνονται χαμογελαστά όμως παρέμενε σοβαρή να με κοιτάει με την ίδια ένταση.
«εεεε μεγάλε πάλι ονειροπολείς?... άκουσα τον Έμετ πάλι να με επαναφέρει και άφησα απρόθυμα την ματιά της για να τον αντικρίσω... μάλλον πρέπει να σου βρούμε καμία γιατί μου φαίνεται ότι τα 109 χρόνια αγαμίας έχουν αρχίσει να σε χτυπάνε στα νεύρα» είπε με την σκέψη του και πριν προλάβει να δει κανείς την κίνηση μου του έδωσα μια στον σβέρκο και άρχισε να γελάει δυνατά και αυτό με εκνεύρισε περισσότερο αλλά σταμάτησα να του δίνω σημασία.
Γύρισα απο την άλλη μεριά για να την ψάξω με την ματιά μου, τώρα πια όλες οι σκέψεις των παιδιών που ήταν σε αυτήν την αίθουσα ήταν στραμμένη σε αυτό το παράξενο κορίτσι που μπήκε στην ζωή μου για να την αναστατώσει και με κόπο προσπάθησα να απομακρύνω όλες αυτές τις σκέψεις που μου έφερναν περισσότερο εκνευρισμό για να καταφέρω να συγκεντρωθώ στην δική της σκέψη που μου είχε εξάψει την περιέργεια, για να μάθω περισσότερα για εκείνην.
Την βρήκα να κάθετε στο πιο απομακρυσμένο σημείο της αίθουσας μόνη της να διαβάζει ένα βιβλίο και σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν εύκολο. Οι σκέψεις της ήταν συγκεντρωμένες σε αυτό το βιβλίο άρα το μόνο που χρειαζόταν να κάνω για να καταλάβω πια είναι η δική της σκέψη ήταν να διαβάσω τον τίτλο του βιβλίου και μέσα απο τα λόγια του να καταλάβω ότι ήταν οι δικές της σκέψεις αυτές που θα ερχόντουσαν στην δεύτερη μου ακοή.
Το βιβλίο ήταν ένα απο τα αγαπημένα μου “Songs of the Dying Earth” μια ανθολογία αφιέρωμα στον Jack Vance. Τι περίεργη επιλογή βιβλίου? Σκέφτηκα και άρχισα να συγκεντρώνομαι σε εκείνην για να καταφέρω να κλέψω κάτι απο τις σκέψεις της.
«περίεργο δεν ακούω τίποτα» είπα απορροφημένος στις σκέψεις μου ψιθυριστά και μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στα χείλια της χωρίς να αφήνει την ματιά της απο το βιβλίο
«τι έπαθες εσύ?» ρώτησε η Ρόζαλι και με κοίταξε εξονυχιστικά
«δεν μπορώ να ακούσω τις σκέψεις της καινούργιας» της είπα ακόμα προσπαθώντας να καταλάβω το γιατί.
«ίσως γιατί δεν έχεις ακούσει ακόμα την φωνή της» προσπάθησε να με καθησυχάσει η Άλις
«μπορεί» είπα σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου και καρφώνοντας την ματιά μου πάλι σε εκείνη προσπάθησα για άλλη μια φορά αλλά πάλι τίποτα.
Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν και αιχμαλώτισαν η μια την άλλη, δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα απο την σκέψη της αλλά αυτό που με έκανε να εκνευριστώ περισσότερο ήταν ότι το ίδιο ίσχυε και για την ματιά της.
Ήταν τόσο παράξενο αυτό το κορίτσι που μου προκαλούσε την περίεργια να την διαβάσω με οποιοδήποτε τρόπο και ήξερα ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο αν καταφέρω να της μιλήσω αλλά πως?
Το κουδούνι χτύπησε και την είδα να παίρνει την ματιά της για να μαζέψει τα πράγματα της, μπροστά της το τραπέζι ήταν άδειο αλλά η τσάντα της γεμάτη με βιβλία που τα περισσότερα απο όσο μπορούσα να διακρίνω απο την θέση που ήμουν δεν είχαν σχέση με το σχολείο, βιβλιοφάγος, σκέφτηκα και για κάποιο λόγο αυτό με έκανε να χαμογελάσω.
Έκλεισε την τσάντα της και με έναν αργό και ρευστό τρόπο άρχισε να προχωράει προς της αίθουσες, κάτι με έκανε να την ακολουθήσω για να δω ποιο είναι το επόμενο της μάθημα αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο εγώ παρέμενα στην ίδια θέση λες και το σώμα μου είχε σταματήσει να ακολουθεί τις εντολές του εγκεφάλου μου.
«δεν θα πας στο μάθημα σου?»
«έχω γυμναστική και βαριέμαι να πάω σήμερα» είπα στην Άλις και χαρίζοντας μου ένα γλυκό χαμόγελο έφυγε μαζί με τα αδέλφια μου για να πάνε στο επόμενο τους μάθημα.
«μην ξεχάσεις ότι ο κύριος Μολίνα θα κάνει ανάλυση αίματος σήμερα» είπε η Άλις με την σκέψη της καθώς απομακρυνόταν
«δεν το ξεχνάω» της είπα ψιθυριστά
«θα μας περιμένεις?» με ρώτησε πάλι με την σκέψη της
«ναι» της απάντησα και έφυγε
Καθόμουν μόνος στην ίδια θέση και έφερνα ξανά στο μυαλό μου την ίδια ονειροπόληση που είχα και πριν απο λίγο, χωρίς να ξέρω τον λόγο.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και η ανάγκη μου για λίγο ύπνο με είχε κάνει τον τελευταίο καιρό να κάνω ονειροπολήσεις εκεί που οι βαρετές ίδιες μέρες μου,τρύπαγαν την μοναξιά μου και με κάνανε να θέλω να ουρλιάξω.
Όμως τις τελευταίες μέρες η ίδια ονειροπόληση με εκείνο το παράξενο κορίτσι που η μυρωδιά της είναι πιο δυνατή απο οποιαδήποτε μυρωδιά που είχα μυρίσει ποτέ στην ζωή μου, είχε τρυπώσει και με βασάνιζε τόσο πολύ που ορκιζόμουν ότι αν συνεχιζόταν η ίδια κατάσταση ήμουν ικανός να κινήσω γη και ουρανό για να την βρω.
«πουθενά, απλά βαριέμαι αφόρητα»
«όχι για πολύ γιατί σε λίγο θα έχεις πολύ δουλειά να κάνεις»
«μμμμμ?» μουρμούρισα περίεργος χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο που το είπε αυτό και εκείνος σκουντώντας με απαλά έδειξε με την ματιά του προς την πόρτα που εκείνη την στιγμή άνοιγε.
Γύρισα την ματιά μου προς την κατεύθυνση που μου έδειξε αδιάφορα και όταν είδα εκείνην να μπαίνει κοκάλωσα στην θέση μου και άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα.
Μόλις μπήκε στο πλαίσιο της πόρτας τα μάτια μου τυφλώθηκαν και ένιωσα ότι το μυαλό μου μπήκε πάλι στην σφαίρα της φαντασία και ξαναζούσα την ίδια ονειροπόληση που είχα και πριν.
Το πρόσωπο της δεν φαινόταν απο το φως που την πλαισίωνε και ένιωσα ότι είναι η ίδια οπτασία που έβλεπα στις ονειροπολήσεις μου τις τελευταίες μέρες και έμεινα μαγεμένος να την κοιτάω μέχρι που έκλεισε η πόρτα και όλο το φως απο πίσω της μειώθηκε και φάνηκε το πρόσωπο της πιο καθαρά.
Είχε μείνει στην ίδια θέση ακίνητη κοιτώντας έντονα την ματιά μου και στιγμιαία είδα τα μάτια της να ζεσταίνονται και να γίνονται χαμογελαστά όμως παρέμενε σοβαρή να με κοιτάει με την ίδια ένταση.
«εεεε μεγάλε πάλι ονειροπολείς?... άκουσα τον Έμετ πάλι να με επαναφέρει και άφησα απρόθυμα την ματιά της για να τον αντικρίσω... μάλλον πρέπει να σου βρούμε καμία γιατί μου φαίνεται ότι τα 109 χρόνια αγαμίας έχουν αρχίσει να σε χτυπάνε στα νεύρα» είπε με την σκέψη του και πριν προλάβει να δει κανείς την κίνηση μου του έδωσα μια στον σβέρκο και άρχισε να γελάει δυνατά και αυτό με εκνεύρισε περισσότερο αλλά σταμάτησα να του δίνω σημασία.
Γύρισα απο την άλλη μεριά για να την ψάξω με την ματιά μου, τώρα πια όλες οι σκέψεις των παιδιών που ήταν σε αυτήν την αίθουσα ήταν στραμμένη σε αυτό το παράξενο κορίτσι που μπήκε στην ζωή μου για να την αναστατώσει και με κόπο προσπάθησα να απομακρύνω όλες αυτές τις σκέψεις που μου έφερναν περισσότερο εκνευρισμό για να καταφέρω να συγκεντρωθώ στην δική της σκέψη που μου είχε εξάψει την περιέργεια, για να μάθω περισσότερα για εκείνην.
Την βρήκα να κάθετε στο πιο απομακρυσμένο σημείο της αίθουσας μόνη της να διαβάζει ένα βιβλίο και σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν εύκολο. Οι σκέψεις της ήταν συγκεντρωμένες σε αυτό το βιβλίο άρα το μόνο που χρειαζόταν να κάνω για να καταλάβω πια είναι η δική της σκέψη ήταν να διαβάσω τον τίτλο του βιβλίου και μέσα απο τα λόγια του να καταλάβω ότι ήταν οι δικές της σκέψεις αυτές που θα ερχόντουσαν στην δεύτερη μου ακοή.
Το βιβλίο ήταν ένα απο τα αγαπημένα μου “Songs of the Dying Earth” μια ανθολογία αφιέρωμα στον Jack Vance. Τι περίεργη επιλογή βιβλίου? Σκέφτηκα και άρχισα να συγκεντρώνομαι σε εκείνην για να καταφέρω να κλέψω κάτι απο τις σκέψεις της.
«περίεργο δεν ακούω τίποτα» είπα απορροφημένος στις σκέψεις μου ψιθυριστά και μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στα χείλια της χωρίς να αφήνει την ματιά της απο το βιβλίο
«τι έπαθες εσύ?» ρώτησε η Ρόζαλι και με κοίταξε εξονυχιστικά
«δεν μπορώ να ακούσω τις σκέψεις της καινούργιας» της είπα ακόμα προσπαθώντας να καταλάβω το γιατί.
«ίσως γιατί δεν έχεις ακούσει ακόμα την φωνή της» προσπάθησε να με καθησυχάσει η Άλις
«μπορεί» είπα σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου και καρφώνοντας την ματιά μου πάλι σε εκείνη προσπάθησα για άλλη μια φορά αλλά πάλι τίποτα.
Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν και αιχμαλώτισαν η μια την άλλη, δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα απο την σκέψη της αλλά αυτό που με έκανε να εκνευριστώ περισσότερο ήταν ότι το ίδιο ίσχυε και για την ματιά της.
Ήταν τόσο παράξενο αυτό το κορίτσι που μου προκαλούσε την περίεργια να την διαβάσω με οποιοδήποτε τρόπο και ήξερα ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο αν καταφέρω να της μιλήσω αλλά πως?
Το κουδούνι χτύπησε και την είδα να παίρνει την ματιά της για να μαζέψει τα πράγματα της, μπροστά της το τραπέζι ήταν άδειο αλλά η τσάντα της γεμάτη με βιβλία που τα περισσότερα απο όσο μπορούσα να διακρίνω απο την θέση που ήμουν δεν είχαν σχέση με το σχολείο, βιβλιοφάγος, σκέφτηκα και για κάποιο λόγο αυτό με έκανε να χαμογελάσω.
Έκλεισε την τσάντα της και με έναν αργό και ρευστό τρόπο άρχισε να προχωράει προς της αίθουσες, κάτι με έκανε να την ακολουθήσω για να δω ποιο είναι το επόμενο της μάθημα αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο εγώ παρέμενα στην ίδια θέση λες και το σώμα μου είχε σταματήσει να ακολουθεί τις εντολές του εγκεφάλου μου.
«δεν θα πας στο μάθημα σου?»
«έχω γυμναστική και βαριέμαι να πάω σήμερα» είπα στην Άλις και χαρίζοντας μου ένα γλυκό χαμόγελο έφυγε μαζί με τα αδέλφια μου για να πάνε στο επόμενο τους μάθημα.
«μην ξεχάσεις ότι ο κύριος Μολίνα θα κάνει ανάλυση αίματος σήμερα» είπε η Άλις με την σκέψη της καθώς απομακρυνόταν
«δεν το ξεχνάω» της είπα ψιθυριστά
«θα μας περιμένεις?» με ρώτησε πάλι με την σκέψη της
«ναι» της απάντησα και έφυγε
Καθόμουν μόνος στην ίδια θέση και έφερνα ξανά στο μυαλό μου την ίδια ονειροπόληση που είχα και πριν απο λίγο, χωρίς να ξέρω τον λόγο.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και η ανάγκη μου για λίγο ύπνο με είχε κάνει τον τελευταίο καιρό να κάνω ονειροπολήσεις εκεί που οι βαρετές ίδιες μέρες μου,τρύπαγαν την μοναξιά μου και με κάνανε να θέλω να ουρλιάξω.
Όμως τις τελευταίες μέρες η ίδια ονειροπόληση με εκείνο το παράξενο κορίτσι που η μυρωδιά της είναι πιο δυνατή απο οποιαδήποτε μυρωδιά που είχα μυρίσει ποτέ στην ζωή μου, είχε τρυπώσει και με βασάνιζε τόσο πολύ που ορκιζόμουν ότι αν συνεχιζόταν η ίδια κατάσταση ήμουν ικανός να κινήσω γη και ουρανό για να την βρω.
σημείωση: πατήστε το play απο την μπάρα και όχι απο την οθόνη για να ακούσετε όλα τα τραγούδια, αν σταματήσει στο πρώτο τραγούδι πατήστε το δεξί βελάκι και τα τραγούδια θα συνεχίσουν κανονικά
Music Playlist at MixPod.com
Αποφάσισα να πάω στο αμάξι να ακούσω λίγη μουσική για να χαλαρώσω ώσπου μια νέα μουσική με έκανε να σταματήσω λίγο πριν βγω απο την τραπεζαρία και περίμενα με κομμένη την ανάσα για να ακούσω την φωνή του παιδιού που θα ξεκινήσει να τραγουδάει.
"The Truth Beneath The Rose"
Give me strength to face the truth
The doubt within my soul
No longer I can justify
The bloodshed in his name
Is it a sin to seek the truth, the truth beneath the rose?
Pray with me so I will find the gate to Heaven's door
I believed it would justify the means
It had a hold over me
Blinded to see
The cruelty of the beast
Here is the darkest side of me
(Forgive me my sins)
The veil of my dreams
Deceived all I have seen
Forgive me for what I have been
(Forgive me my sins)
Ακούγοντας την ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί και ένιωσα ότι μπήκα ξανά στο όνειρο και η φωνή της με καλούσε να πάω κοντά της.
Σαν υπνωτισμένος ακολούθησα την φωνή της και φτάνοντας στην πόρτα έμεινα να την κοιτάζω σαν τυφλός που βρήκε το φως του.
Pray for me 'cause I have lost my faith in holy wars
Is paradise denied to me 'cause I can't take no more?
Has darkness taken over me
Consumed my mortal soul?
All my virtues sacrificed
Can Heaven be so cruel?
I believed it would justify the means
It had a hold over me
(Forgive me my sins)
Blinded to see
The cruelty of the beast
Here is the darkest side of me
(Forgive me my sins)
The veil of my dreams
Deceived all I have seen
Forgive me for what I have been
(Forgive me my sins)
I'm hoping, I'm praying
I won't get lost between two worlds
For all I've seen,
The truth lies in between
Give me the strength to face the wrong that I have done
Now that I know
The darkest side of me
How can blood be your salvation
And justify the pain
That we have caused throughout the times
Will I learn what's truly sacred
Will I redeem my soul
Will truth set me free
Κάθε στίχος ήταν λες και είχε γραφτεί για μένα.
Κάθε λέξη ξεχωριστά ήταν κάθε συναίσθημα που διαπερνούσε όλο μου το κορμί.
(Forgive me my sins)
Blinded to see
The cruelty of the beast
Here is the darkest side of me
(Forgive me my sins)
The veil of my dreams
Deceived all I have seen
Forgive me for what I have been
(Forgive me my sins)
Κάθε νότα που έβγαινε απο μέσα της την έκανε να γίνεται πιο φωτεινή και η ματιά της απορροφούσε κάθε μου κίνηση κάθε μου βλέμμα που με έκανε να νιώσω ότι το τραγούδαγε μόνο για μένα.
«απίστευτο.... αναφώνησε η κυρία Ζανέτα και σηκώθηκε απο την θέση της και άρχισε να την χειροκροτάει δακρυσμένη... δεν μπορώ να πιστέψω πως ένα τόσο μικρό κορίτσι μπορεί να γράψει ένα τόσο εκπληκτικό τραγούδι... αυτή το έχει γράψει αυτό? Σκέφτηκα έντονα και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου... αλλά και τα λόγια... κούνησε το κεφάλι της με θαυμασμό... αν και είναι λίγο σκοτεινά είναι λες και έχεις ζήσει κάθε συναίσθημα που περιγράφεις και το τραγούδι ότι είναι γραμμένο για την ίδια σου την ζωή» εκείνη χαμογέλασε απαλά και περνώντας την ματιά της πρώτα απο μένα κοίταξε έντονα την κυρία Ζανέτα και της μίλησε απαλά
«καταλαβαίνω ότι δεν είναι στο ύφος που θέλετε για την παράσταση που θα ανεβάσετε αλλά σκέφτηκα ότι με αυτό το τραγούδι θα μπορέσετε να ακούσετε όλο το εύρος της φωνής μου»
«πραγματικά έχω μείνει εκστασιασμένη» μόνο εσύ??? Σκέφτηκα και γέλασα σιωπηλά
«σας ευχαριστώ πάρα πολύ»
«τις επόμενες μέρες θα σας ενημερώσω για το πρόγραμμα και απο την άλλη βδομάδα θα αρχίσουμε τις πρόβες εντάξει?»
«μάλιστα» είπαν όλοι μαζί και άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα τους για να φύγουν απο την αίθουσα.
«κυρία Ζανέτα?» είπα μπαίνοντας στην αίθουσα και πήγα κοντά της
«ναι?» είπε με απορία
«παίζω καλό πιάνο και ξέρω ότι στην παράσταση θα χρειαστείτε μουσικούς, θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος?»
«η ακρόαση για τους μουσικούς είναι την άλλη βδομάδα, αν θέλεις μπορείς να δηλώσεις συμμετοχή»
«φυσικά και θα δηλώσω, σας ευχαριστώ πάρα πολύ» της είπα με το πιο σαγηνευτικό μου χαμόγελο και την ώρα που γύρισα να φύγω είδα πάλι την ματιά της να με διαπερνά.
Τα μάτια της όπως και η φωνής της μιλούν μέσα στην ψυχή μου. Όπως οι στίχοι της πριν έτσι και η αύρα της με μαγνήτιζε αλλά τι θα μπορούσα να της πω, πως θα μπορούσα έτσι απλά να την πλησιάσω? Θα μπορούσα να την συγχαρώ για το ταλέντο της αλλά μετά τι?
Την στιγμή που ξεκίνησε για να βγει απο την αίθουσα αποφάσισα να την πλησιάσω, όμως την στιγμή που πέρασε απο δίπλα μου χαιρετώντας την κυρία Ζανέτα πάγωσα. Η μυρωδιά της πλημμύρισε της αισθήσεις μου και με έκανε να τρελαθώ.
Ήταν το πιο γλυκό, το πιο εύγευστο άρωμα που είχα μυρίσει ποτέ στην ζωή μου καλύτερο ακόμα και απο αυτό των ονείρων μου.
Σάστισα, το τέρας μέσα μου γρύλιζε και μου υπενθύμιζε την παρουσία του που είχα θάψει όλα αυτά τα χρόνια. Γιατίιιιιι??? Ούρλαζα μέσα μου ακίνητος στην ίδια θέση να την κοιτώ να είναι τόσο δίπλα μου, μέχρι που η ματιά της αιχμαλώτισε την δική μου.
Τα μάτια της φωτεινά ανεξιχνίαστα δεν πρόδιδαν καθόλου φόβο μπροστά στην δολοφονική ματιά μου. Τα συναισθήματα που με διαπερνούσαν με έκαναν να θέλω να σβήσω την απόσταση και να την κάνω να λιώσει μέσα στα χέρια μου σιγά σιγά απολαμβάνοντας το μοναδικό αίμα που θα ικανοποιήσει όλες μου τις αισθήσεις.
«θα σε έχουμε μαζί μας στην παράσταση?» είπε απαλά και η ανάσα της άγγιξε το το πρόσωπο μου και έκλεισα τα μάτια για να συγκεντρωθώ για να μην κάνω το επόμενο βήμα που θα μου κατάστρεφε την ίδια μου την ζωή.
Όλες οι θυσίες, όλες οι προσπάθειες θα πήγαιναν χαμένες μόνο σε μια στιγμή απελπισίας και λαχτάρας. Λαχτάρα γι αυτήν την ζωή που ήθελα να τερματίσει στα ίδια μου τα χέρια για να με κάνει να νιώσω την ικανοποίηση που τόσα χρόνια με μανία καταπολεμούσα με όλο μου το είναι.
«σου συμβαίνει κάτι?» με ρώτησε απαλά και ένιωσα να έρχεται πιο κοντά μου
Είναι τρελήηηηηη. Ούρλιαζα μέσα μου και ανοίγοντας τα μάτια μου την είδα να με κοιτάει με αγωνία και ενδιαφέρον.
Η ζεστασιά του κορμιού της με τράβαγε κοντά της, την ήθελα σαν τρελός, έχανα το μυαλό μου και η αίθουσα δεν έλεγε να αδειάσει. Τρελαινόμουνα και το ήξερα ότι αυτή θα ήταν η καταστροφή μου.
«φαίνεσαι σαν να υποφέρεις, χρειάζεσαι κάτι?» ναι εσένα, γρύλισε μέσα μου το τέρας
Σκάσεεεε. Του φώναξα με αγωνία και προσπάθησα να βγω απο όλο αυτόν τον εφιάλτη που μου τριβέλιζε το μυαλό. Έκανε άλλο ένα βήμα κοντά μου σηκώνοντας το χέρι της προς το μέρος μου και τότε όλα σκοτείνιασαν, το τέρας μέσα μου άρχισε να χαμογελά και εγώ ήθελα να τρέξω, να φύγω μακριά απο όλο αυτό το βασανιστήριο που με προκαλούσε.
Γιατί δεν φεύγει μακριά μου όπως και οι υπόλοιποιιιιιιι. Φώναζα μέσα μου και την κοίταζα τρομοκρατημένος.
«έλα να σε πάω έξω να πάρεις λίγο καθαρό αέρα... είπε και πάλι απαλά... φαίνεται σαν να σου έχει κοπεί η ανάσα» το τέρας για άλλη μια φορά άρχισε να χαμογελά.
Να με πάει έξω... τέλεια ευκαιρία εκεί τουλάχιστον δεν θα υπάρχουν μάρτυρες σκέφτηκα... μιας που θέλει αυτή να είναι η μοίρα της γιατί να μην της κάνω το χατίρι.... γέλασα.
Κούνησα το κεφάλι ανίκανος να βγάλω μιλιά και έβαλε το χέρι της πάνω στον αγκώνα μου και με έκαψε ολόκληρο. Το στήθος μου άρχισε να συσπάτε απο τον πόνο, ο λαιμός μου άρχισε να καίγεται όλο και πιο πολύ απο την δίψα και το δηλητήριο είχε γεμίσει το στόμα μου έτοιμο για την δική του ικανοποίηση.
Φτάνοντας στην πόρτα, η λογική δεν έλεγε να γυρίσει και το τέρας άρχισε να γρυλίζει απειλητικά, ήμουν ένα βήμα πριν την καταστροφή και μόλις άνοιξε η πόρτα όλα αλλάξαν.
Ο καθαρός αέρας που πλημμύρισε τα πνευμόνια μου με επανέφερε στην πραγματικότητα και για ένα δευτερόλεπτο γύρισε η λογική που τόση ώρα επιζητούσα.
Έφυγα μακριά της και άρχισα να προχωρώ προς το πάρκιν με την λογική και την επιθυμία να συγκρούωντε μέσα μου.
Εκείνη παρέμενε στην θέση της κοιτώντας με αγωνία στα μάτια και την στιγμή που πήγε να κάνει ένα βήμα για να έρθει κοντά μου άρχισα πια να ξεσπάω
«φύγε απο κοντά μου επιτέλους, γιατί με βασανίζεις?????»
«αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα?» ρώτησε με πόνο στην φωνή της και γύρισα την ματιά μου και αιχμαλώτισα την δική της.
Είναι δυνατόν αυτά τα λόγια να την πλήγωσαν τόσο πολύ? Γιατί?
«συγνώμη... είπα απολογητικά προσέχοντας να αναπνέω απο την μεριά που φυσούσε ο αέρας ώστε να μην πιάσω πάλι την μυρωδιά της και γυρίσω πάλι στην ίδια τρέλα... θα μπορούσες μήπως να με αφήσεις μόνο μου?» είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και εκείνη ένευσε και μπήκε πάλι μέσα.
Έκατσα στο αυτοκίνητο έχοντας βάλει την μουσική δυνατά ελπίζοντας αυτό να βοηθήσει να καλύψει όλες τις άλλες σκέψεις.
Ένιωθα να πνίγομαι, ήθελα να βάλω φτερά στα πόδια μου και να φύγω, να φύγω μακριά της. Η μυρωδιά της, το αραχνοΰφαντο δέρμα της, οι φλέβες που παλλόντουσαν σε γρήγορο ρυθμό μαζί με την μοναδική μελωδία της καρδιά της μου είχαν πάρει το μυαλό και με έκαναν να την θέλω σαν τρελός.
Τα τελευταία 60 χρόνια είχα απαρνηθεί την θέληση του ανθρώπινου αίματος και με πολύ κόπο και θυσίες βρήκα την δύναμη και βγήκα νικητής.
Μια στιγμή μόνο μια ανάσα έφτασε να καταστρέψει όλα όσα είχα καταφέρει και αυτό δεν θα της το συγχωρούσα ποτέ μου. Την μισώ, με όλη την δύναμη της ψυχής μου, γι αυτό που μου κάνει.
Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στο άκουσμα της γλυκιάς μελωδίας της μουσικής που έπαιζε στο cd player μου ελπίζοντας να βρω και πάλι τις ισορροπίες μου μέχρι που η οπτασία απο την πρωινή μου ονειροπόληση ήρθε ακόμα μια φορά για να με αποτελειώσει.
Ποια είσαι? Γιατί με βασανίζεις? Ούρλιαζα μέσα μου ανίκανος να ανοίξω τα μάτια ώστε να διαλύσω την εικόνα της.
Ο χειρότερος σου εφιάλτης... άκουσα μια φωνή μέσα μου να λέει και τότε άκουσα την μελωδική της φωνή να με μαγεύει και να με καλεί κοντά της.
Άνοιξα απότομα τα μάτια μου για να ξεφύγω απο αυτήν την φαντασίωση και τότε την είδα να περνάει απο μπροστά μου χωρίς να με κοιτάει, το κάλεσμα απο την οπτασία του ονείρου μου συνέχιζε να αντηχεί στα αυτά μου καλώντας με να την ακολουθήσω και στην αρχή νόμιζα ότι αυτό το κάλεσμα έβγαινε απο αυτό το κορίτσι, όμως παρατηρώντας την καλύτερα είδα ότι δεν τραγούδαγε εκείνη.
Το κάλεσμα συνεχιζόταν κάνοντας το μυαλό μου να θολώσει και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να ακολουθώ το κορίτσι που έμπαινε, χωρίς να καταλάβει ότι την ακολουθώ, προς το δάσος.
Μόλις συνειδητοποίησα τι κάνω πάγωσα στην θέση μου προσπαθώντας με μεγάλη αγωνία να βγω απο το όλη αυτήν την τρέλα και να καταφέρω να βρω και πάλι τα λογικά μου.
Το να βρεθώ μαζί της μόνος μέσα στο δάσος με κανέναν μάρτυρα κοντά μου θα ήταν το χειρότερο λάθος της ζωής μου. Το τέρας γρύλισε για άλλη μια φορά απο ικανοποίηση και με έκανε να τρέξω μακριά της απο τον φόβο και την απελπισία που με έκανε να νιώθω.
«αααα... ααα... ααα...» άκουσα πάλι το τραγούδι της οπτασίας του ονείρου μου να με καλεί και η ανάσα μου άρχισε να γίνεται πιο γρήγορη, τα πόδια μου πια δεν με υπάκουαν και εγώ άρχισα να τρελαίνομαι.
Έπεσα βαρής στο έδαφος με τα γόνατα και πιάνοντας το κεφάλι μου άρχισα να φωνάζω... γιατί με βασανίζεις... γιατί δεν με αφήνεις ήσυχό...
Ξαφνικά μια περίεργη σιωπή απλώθηκε γύρω μου, δεν κουνιόταν ούτε ένα φύλλο απο τα δέντρα, τα πουλιά και όλα τα ζώα του δάσους είχαν φύγει μακριά, ο αέρας είχε κοπάσει και τα σύννεφα μαζεύτηκαν απειλητικά απο πάνω μου έτοιμα να ρίξουν το δάκρυ που εγώ δεν μπορούσα να αφήσω για να ανακουφίσει την άψυχη καρδιά μου και να κλάψει αντί για μένα.
Πήρα μια ανάσα και όλα μέσα μου γαλήνευσαν, τα μάτια μου πλανήθηκαν στο απέραντο πράσινο χωρίς να ξέρουν τι είναι αυτό που θέλανε να δουν, μέχρι που μια αγωνία ήρθε και φώλιασε μέσα μου και με έκανε να θέλω να την βρω να βεβαιωθώ ότι εκείνη είναι καλά.
Σηκώθηκα απάνω και οσφρίζοντας το χώρο γύρω μου άρχισα να ακολουθώ τα ίχνη της μέχρι που αυτά χάθηκαν λίγο πιο έξω απο το μονοπάτι. Πως είναι δυνατόν να εξαφανίστηκε μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, πως μπορεί τα ίχνη της να σταματούν εδώ?
«με παρακολουθείς?» άκουσα την γελαστή φωνή της και γύρισα προς την μεριά που την είχα ακούσει και την είδα να κάθετε με μια άνεση πάνω σε ένα ψηλό κλαδί και πιάστηκε η ψυχή μου, πως κατάφερε να ανέβει εκεί πάνω???
«για να πω την αλήθεια σε ακολούθησα»
«γιατί?»
«ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά, ξέρεις δεν είναι και τόσο ασφαλές να γυρίζεις μόνη σου μέσα στο δάσος» ιδίως όταν εγώ είμαι κοντά, ήθελα να συμπληρώσω και χαμογέλασε
«φοβάσαι για μένα» διαπίστωσε και στα μάτια της διέκρινα μια λάμψη αλλά αμέσως σοβάρεψε
«είναι κρίμα να χαθεί άδικα μια τέτοια φωνή»
«μόνο γι αυτό?» είπε δύσπιστα και χαμογέλασα
«τι σε έφερε στο Φορκς?» την ρώτησα χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω την περιέργεια μου και άρχισα να ανεβαίνω αργά στο δέντρο που ήταν απέναντι απο αυτό που καθόταν εκείνη.
«νομίζω ότι αυτό το ξέρεις ήδη»
«το ξέρω, πως?»
«άκουσες το τραγούδι μου»
«μη μου πεις ότι ο λόγος που σε έφερε εδώ ήταν αυτός που άκουσα στους στίχους του τραγουδιού σου» την κοίταξα δύσπιστα
«γιατί όχι?»
«δεν θα πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε μια τόσο αγνή ματιά να είναι αμαρτωλή»
«εσύ καλύτερα από όλους, θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν είμαστε πάντα αυτό που φαινόμαστε»
«και γιατί ειδικά εγώ?»
«τι ήταν αυτό που σε τράβηξε να ακούσεις αυτό το τραγούδι?»
«η φωνή σου» είπα αμέσως την σκέψη μου
«και τι ήταν αυτό που σε έκανε να το ακούς με τόση αφοσίωση?»
«τα λόγια του τραγουδιού σου... ένιωθα ότι μιλάγανε για μένα» είπα σιγανά περισσότερο απευθυνόμενος σε μένα παρά σε εκείνην απορροφημένος στην ανάμνηση του τραγουδιού της.
«τότε καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ»
«και εσύ πως ξέρεις ότι δεν είμαι αυτό που φαίνομαι?» χαμογέλασε απαλά και γύρισε την ματιά της προς τα πάνω χωρίς να μου απαντήσει.
«δεν καταλαβαίνω πια αμαρτία μπορεί να έχεις διαπράξει» πέταξε το τετράδιο που κράταγε στην αγκαλιά της προς το μέρος μου
«ίσως αυτό θα σε κάνει να καταλάβεις καλύτερα» στο τετράδιο που μου έδωσε είχε στίχους ενός τραγουδιού που είχε γράψει και κατάλαβα πως πονάει για έναν έρωτα που δεν έχει
«αγάπησες... είπα δυνατά την σκέψη μου και γύρισε και με κοίταξε.... δεν νομίζω ότι αυτό να είναι αμαρτία»
«είναι η μεγαλύτερη»
«γιατί?»
«πόθησα κάτι που δεν μου άνηκε» γέλασα
«δεν νομίζω ότι είναι κακό να ποθείς κάποιον που έχεις αγαπήσει τόσο βαθιά, όπως μπορώ να καταλάβω απο τους στίχους σου»
«για μένα είναι»
«και σε στείλανε εδώ για να τον ξεχάσεις?» γύρισε την ματιά της προς τα πάνω γελώντας και όλος της το πρόσωπο φωτίστηκε και μάγεψε το βλέμμα μου
«όχι, εγώ τους έπεισα να με αφήσουν να έρθω εδώ»
«γιατί?» γύρισε την ματιά της αργά προς το μέρος μου με ένα νοσταλγικό χαμόγελο και με κοίταξε βαθιά στα μάτια
«θα πάω που θα πάω στην κόλαση, γιατί να μην το κάνω σωστά»
«δεν καταλαβαίνω»
«ήρθα για να τον βρω και να τον διεκδικήσω» ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε να την ζηλέψω τόσο πολύ...
«και τον βρήκες?»
«νομίζω ότι είναι καλό να πηγαίνουμε σιγά σιγά, γιατί σίγουρα η πείνα σου θα σε έχει τρελάνει μέχρι τώρα» είπε αλλάζοντας κουβέντα αλλά τι ήξερε για την δική μου πείνα ή δίψα να πω καλύτερα που όντως με είχε εξοντώσει όλη αυτήν την ώρα με αυτήν την υπέροχη μυρωδιά τόσο κοντά μου.
«εσένα όχι?» γέλασε απαλά
«όχι, έχω ήδη φάει»
«πότε?... μου έδειξε το βιβλίο της και ταυτόχρονα το έβαλε στην τσάντα της κλείνοντας την για να κατέβει απο το δέντρο.... δεν εννοούσα την πνευματική σου πείνα»
«για μένα είναι πιο σημαντική απο την σωματική» γέλασα και τότε την είδα που ετοιμάστηκε να κατέβει απο το δέντρο και μου κόπηκε η αναπνοή, ήμασταν αρκετά ψηλά για το ανθρώπινο σώμα της που αν πήδαγε απο αυτό το ύψος σίγουρα θα έσπαζε κάποιο κόκαλο και με έπιασε μια αγωνία για να την βοηθήσω, όμως πως μπορούσα να το κάνω χωρίς να προδοθώ, ή ακόμα χειρότερα χωρίς να της κάνω κακό?
Δίνοντας λίγη ώθηση έφυγε απο το κλαδί και προσγειώθηκε στα πόδια της με μια ρευστή και ομαλή κίνηση που τα πόδια της ίσα που ακούστηκαν όταν ακούμπησαν στο έδαφος.
Έμεινα να την κοιτάζω μαγεμένος χωρίς να μπορώ να πιστέψω πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να πάθει κάτι.
«θα έρθεις?» με ρώτησε και άρχισε να πηγαίνει προς το μονοπάτι.
Την στιγμή που δεν με κοίταζε με ένα σάλτο κατέβηκα απο το δέντρο και με αργά βήματα άρχισα να την ακολουθώ μαγεμένος, είχε τόση χάρη τόση απλότητα που δεν έμοιαζε με τίποτα με όσα έχω δει στην ζωή μου.
«πάντως γράφεις υπέροχα, οι στίχοι σου μιλούν στην καρδιά αυτού που τα διαβάζει»
«γιατί είναι απο την καρδιά βγαλμένα»
«τώρα το έγραψες?»
«όχι το έγραψα όταν τον αντίκρισα για πρώτη φορά» αυτό έφερε άλλον έναν πόνο στην καρδιά μου, πόσο την ζήλευα που είχε βρει το άλλο της μισό
«και η μελωδία του πως είναι?» ρώτησα με περιέργεια
«δεν έχει μελωδία»
«δεν έχεις βρει κάποια ακόμα?»
«θα ήθελες να μου προτείνεις εσύ κάποια?»
«εγώ?»
«γιατί όχι, αν άκουσα καλά παίζεις καλό πιάνο, οπότε....»
«όποιος ξέρει μουσική δεν σημαίνει ότι ξέρει και να γράφει»
«είμαι σίγουρη ότι θα βρεις την κατάλληλη γι αυτό το τραγούδι» είπε και φτάνοντας στο αυτοκίνητο της άνοιξε την πόρτα πέταξε μέσα την τσάντα και γύρισε προς το μέρος μου
«θα βάλω τα δυνατά μου» της απάντησα και μου χαμογέλασε
«με την ησυχία σου»
«το τετράδιο?» την ρώτησα και της το έτεινα για να το πάρει
«μπορείς να το κρατήσεις και να μου το δώσεις όταν ολοκληρώσεις την μελωδία του» είπε και μπήκε μέσα στο αμάξι
«θα τα πούμε μάλλον αύριο» είπα μελαγχολικά
«αύριο» είπε και εκείνη και κλείνοντας την πόρτα έβαλε μπρος την μηχανή και έφυγε.
«καταλαβαίνω ότι δεν είναι στο ύφος που θέλετε για την παράσταση που θα ανεβάσετε αλλά σκέφτηκα ότι με αυτό το τραγούδι θα μπορέσετε να ακούσετε όλο το εύρος της φωνής μου»
«πραγματικά έχω μείνει εκστασιασμένη» μόνο εσύ??? Σκέφτηκα και γέλασα σιωπηλά
«σας ευχαριστώ πάρα πολύ»
«τις επόμενες μέρες θα σας ενημερώσω για το πρόγραμμα και απο την άλλη βδομάδα θα αρχίσουμε τις πρόβες εντάξει?»
«μάλιστα» είπαν όλοι μαζί και άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα τους για να φύγουν απο την αίθουσα.
«κυρία Ζανέτα?» είπα μπαίνοντας στην αίθουσα και πήγα κοντά της
«ναι?» είπε με απορία
«παίζω καλό πιάνο και ξέρω ότι στην παράσταση θα χρειαστείτε μουσικούς, θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος?»
«η ακρόαση για τους μουσικούς είναι την άλλη βδομάδα, αν θέλεις μπορείς να δηλώσεις συμμετοχή»
«φυσικά και θα δηλώσω, σας ευχαριστώ πάρα πολύ» της είπα με το πιο σαγηνευτικό μου χαμόγελο και την ώρα που γύρισα να φύγω είδα πάλι την ματιά της να με διαπερνά.
Τα μάτια της όπως και η φωνής της μιλούν μέσα στην ψυχή μου. Όπως οι στίχοι της πριν έτσι και η αύρα της με μαγνήτιζε αλλά τι θα μπορούσα να της πω, πως θα μπορούσα έτσι απλά να την πλησιάσω? Θα μπορούσα να την συγχαρώ για το ταλέντο της αλλά μετά τι?
Την στιγμή που ξεκίνησε για να βγει απο την αίθουσα αποφάσισα να την πλησιάσω, όμως την στιγμή που πέρασε απο δίπλα μου χαιρετώντας την κυρία Ζανέτα πάγωσα. Η μυρωδιά της πλημμύρισε της αισθήσεις μου και με έκανε να τρελαθώ.
Ήταν το πιο γλυκό, το πιο εύγευστο άρωμα που είχα μυρίσει ποτέ στην ζωή μου καλύτερο ακόμα και απο αυτό των ονείρων μου.
Σάστισα, το τέρας μέσα μου γρύλιζε και μου υπενθύμιζε την παρουσία του που είχα θάψει όλα αυτά τα χρόνια. Γιατίιιιιι??? Ούρλαζα μέσα μου ακίνητος στην ίδια θέση να την κοιτώ να είναι τόσο δίπλα μου, μέχρι που η ματιά της αιχμαλώτισε την δική μου.
Τα μάτια της φωτεινά ανεξιχνίαστα δεν πρόδιδαν καθόλου φόβο μπροστά στην δολοφονική ματιά μου. Τα συναισθήματα που με διαπερνούσαν με έκαναν να θέλω να σβήσω την απόσταση και να την κάνω να λιώσει μέσα στα χέρια μου σιγά σιγά απολαμβάνοντας το μοναδικό αίμα που θα ικανοποιήσει όλες μου τις αισθήσεις.
«θα σε έχουμε μαζί μας στην παράσταση?» είπε απαλά και η ανάσα της άγγιξε το το πρόσωπο μου και έκλεισα τα μάτια για να συγκεντρωθώ για να μην κάνω το επόμενο βήμα που θα μου κατάστρεφε την ίδια μου την ζωή.
Όλες οι θυσίες, όλες οι προσπάθειες θα πήγαιναν χαμένες μόνο σε μια στιγμή απελπισίας και λαχτάρας. Λαχτάρα γι αυτήν την ζωή που ήθελα να τερματίσει στα ίδια μου τα χέρια για να με κάνει να νιώσω την ικανοποίηση που τόσα χρόνια με μανία καταπολεμούσα με όλο μου το είναι.
«σου συμβαίνει κάτι?» με ρώτησε απαλά και ένιωσα να έρχεται πιο κοντά μου
Είναι τρελήηηηηη. Ούρλιαζα μέσα μου και ανοίγοντας τα μάτια μου την είδα να με κοιτάει με αγωνία και ενδιαφέρον.
Η ζεστασιά του κορμιού της με τράβαγε κοντά της, την ήθελα σαν τρελός, έχανα το μυαλό μου και η αίθουσα δεν έλεγε να αδειάσει. Τρελαινόμουνα και το ήξερα ότι αυτή θα ήταν η καταστροφή μου.
«φαίνεσαι σαν να υποφέρεις, χρειάζεσαι κάτι?» ναι εσένα, γρύλισε μέσα μου το τέρας
Σκάσεεεε. Του φώναξα με αγωνία και προσπάθησα να βγω απο όλο αυτόν τον εφιάλτη που μου τριβέλιζε το μυαλό. Έκανε άλλο ένα βήμα κοντά μου σηκώνοντας το χέρι της προς το μέρος μου και τότε όλα σκοτείνιασαν, το τέρας μέσα μου άρχισε να χαμογελά και εγώ ήθελα να τρέξω, να φύγω μακριά απο όλο αυτό το βασανιστήριο που με προκαλούσε.
Γιατί δεν φεύγει μακριά μου όπως και οι υπόλοιποιιιιιιι. Φώναζα μέσα μου και την κοίταζα τρομοκρατημένος.
«έλα να σε πάω έξω να πάρεις λίγο καθαρό αέρα... είπε και πάλι απαλά... φαίνεται σαν να σου έχει κοπεί η ανάσα» το τέρας για άλλη μια φορά άρχισε να χαμογελά.
Να με πάει έξω... τέλεια ευκαιρία εκεί τουλάχιστον δεν θα υπάρχουν μάρτυρες σκέφτηκα... μιας που θέλει αυτή να είναι η μοίρα της γιατί να μην της κάνω το χατίρι.... γέλασα.
Κούνησα το κεφάλι ανίκανος να βγάλω μιλιά και έβαλε το χέρι της πάνω στον αγκώνα μου και με έκαψε ολόκληρο. Το στήθος μου άρχισε να συσπάτε απο τον πόνο, ο λαιμός μου άρχισε να καίγεται όλο και πιο πολύ απο την δίψα και το δηλητήριο είχε γεμίσει το στόμα μου έτοιμο για την δική του ικανοποίηση.
Φτάνοντας στην πόρτα, η λογική δεν έλεγε να γυρίσει και το τέρας άρχισε να γρυλίζει απειλητικά, ήμουν ένα βήμα πριν την καταστροφή και μόλις άνοιξε η πόρτα όλα αλλάξαν.
Ο καθαρός αέρας που πλημμύρισε τα πνευμόνια μου με επανέφερε στην πραγματικότητα και για ένα δευτερόλεπτο γύρισε η λογική που τόση ώρα επιζητούσα.
Έφυγα μακριά της και άρχισα να προχωρώ προς το πάρκιν με την λογική και την επιθυμία να συγκρούωντε μέσα μου.
Εκείνη παρέμενε στην θέση της κοιτώντας με αγωνία στα μάτια και την στιγμή που πήγε να κάνει ένα βήμα για να έρθει κοντά μου άρχισα πια να ξεσπάω
«φύγε απο κοντά μου επιτέλους, γιατί με βασανίζεις?????»
«αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα?» ρώτησε με πόνο στην φωνή της και γύρισα την ματιά μου και αιχμαλώτισα την δική της.
Είναι δυνατόν αυτά τα λόγια να την πλήγωσαν τόσο πολύ? Γιατί?
«συγνώμη... είπα απολογητικά προσέχοντας να αναπνέω απο την μεριά που φυσούσε ο αέρας ώστε να μην πιάσω πάλι την μυρωδιά της και γυρίσω πάλι στην ίδια τρέλα... θα μπορούσες μήπως να με αφήσεις μόνο μου?» είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και εκείνη ένευσε και μπήκε πάλι μέσα.
Έκατσα στο αυτοκίνητο έχοντας βάλει την μουσική δυνατά ελπίζοντας αυτό να βοηθήσει να καλύψει όλες τις άλλες σκέψεις.
Ένιωθα να πνίγομαι, ήθελα να βάλω φτερά στα πόδια μου και να φύγω, να φύγω μακριά της. Η μυρωδιά της, το αραχνοΰφαντο δέρμα της, οι φλέβες που παλλόντουσαν σε γρήγορο ρυθμό μαζί με την μοναδική μελωδία της καρδιά της μου είχαν πάρει το μυαλό και με έκαναν να την θέλω σαν τρελός.
Τα τελευταία 60 χρόνια είχα απαρνηθεί την θέληση του ανθρώπινου αίματος και με πολύ κόπο και θυσίες βρήκα την δύναμη και βγήκα νικητής.
Μια στιγμή μόνο μια ανάσα έφτασε να καταστρέψει όλα όσα είχα καταφέρει και αυτό δεν θα της το συγχωρούσα ποτέ μου. Την μισώ, με όλη την δύναμη της ψυχής μου, γι αυτό που μου κάνει.
Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στο άκουσμα της γλυκιάς μελωδίας της μουσικής που έπαιζε στο cd player μου ελπίζοντας να βρω και πάλι τις ισορροπίες μου μέχρι που η οπτασία απο την πρωινή μου ονειροπόληση ήρθε ακόμα μια φορά για να με αποτελειώσει.
Ποια είσαι? Γιατί με βασανίζεις? Ούρλιαζα μέσα μου ανίκανος να ανοίξω τα μάτια ώστε να διαλύσω την εικόνα της.
Ο χειρότερος σου εφιάλτης... άκουσα μια φωνή μέσα μου να λέει και τότε άκουσα την μελωδική της φωνή να με μαγεύει και να με καλεί κοντά της.
Άνοιξα απότομα τα μάτια μου για να ξεφύγω απο αυτήν την φαντασίωση και τότε την είδα να περνάει απο μπροστά μου χωρίς να με κοιτάει, το κάλεσμα απο την οπτασία του ονείρου μου συνέχιζε να αντηχεί στα αυτά μου καλώντας με να την ακολουθήσω και στην αρχή νόμιζα ότι αυτό το κάλεσμα έβγαινε απο αυτό το κορίτσι, όμως παρατηρώντας την καλύτερα είδα ότι δεν τραγούδαγε εκείνη.
Το κάλεσμα συνεχιζόταν κάνοντας το μυαλό μου να θολώσει και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να ακολουθώ το κορίτσι που έμπαινε, χωρίς να καταλάβει ότι την ακολουθώ, προς το δάσος.
Μόλις συνειδητοποίησα τι κάνω πάγωσα στην θέση μου προσπαθώντας με μεγάλη αγωνία να βγω απο το όλη αυτήν την τρέλα και να καταφέρω να βρω και πάλι τα λογικά μου.
Το να βρεθώ μαζί της μόνος μέσα στο δάσος με κανέναν μάρτυρα κοντά μου θα ήταν το χειρότερο λάθος της ζωής μου. Το τέρας γρύλισε για άλλη μια φορά απο ικανοποίηση και με έκανε να τρέξω μακριά της απο τον φόβο και την απελπισία που με έκανε να νιώθω.
«αααα... ααα... ααα...» άκουσα πάλι το τραγούδι της οπτασίας του ονείρου μου να με καλεί και η ανάσα μου άρχισε να γίνεται πιο γρήγορη, τα πόδια μου πια δεν με υπάκουαν και εγώ άρχισα να τρελαίνομαι.
Έπεσα βαρής στο έδαφος με τα γόνατα και πιάνοντας το κεφάλι μου άρχισα να φωνάζω... γιατί με βασανίζεις... γιατί δεν με αφήνεις ήσυχό...
Ξαφνικά μια περίεργη σιωπή απλώθηκε γύρω μου, δεν κουνιόταν ούτε ένα φύλλο απο τα δέντρα, τα πουλιά και όλα τα ζώα του δάσους είχαν φύγει μακριά, ο αέρας είχε κοπάσει και τα σύννεφα μαζεύτηκαν απειλητικά απο πάνω μου έτοιμα να ρίξουν το δάκρυ που εγώ δεν μπορούσα να αφήσω για να ανακουφίσει την άψυχη καρδιά μου και να κλάψει αντί για μένα.
Πήρα μια ανάσα και όλα μέσα μου γαλήνευσαν, τα μάτια μου πλανήθηκαν στο απέραντο πράσινο χωρίς να ξέρουν τι είναι αυτό που θέλανε να δουν, μέχρι που μια αγωνία ήρθε και φώλιασε μέσα μου και με έκανε να θέλω να την βρω να βεβαιωθώ ότι εκείνη είναι καλά.
Σηκώθηκα απάνω και οσφρίζοντας το χώρο γύρω μου άρχισα να ακολουθώ τα ίχνη της μέχρι που αυτά χάθηκαν λίγο πιο έξω απο το μονοπάτι. Πως είναι δυνατόν να εξαφανίστηκε μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, πως μπορεί τα ίχνη της να σταματούν εδώ?
«με παρακολουθείς?» άκουσα την γελαστή φωνή της και γύρισα προς την μεριά που την είχα ακούσει και την είδα να κάθετε με μια άνεση πάνω σε ένα ψηλό κλαδί και πιάστηκε η ψυχή μου, πως κατάφερε να ανέβει εκεί πάνω???
«για να πω την αλήθεια σε ακολούθησα»
«γιατί?»
«ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά, ξέρεις δεν είναι και τόσο ασφαλές να γυρίζεις μόνη σου μέσα στο δάσος» ιδίως όταν εγώ είμαι κοντά, ήθελα να συμπληρώσω και χαμογέλασε
«φοβάσαι για μένα» διαπίστωσε και στα μάτια της διέκρινα μια λάμψη αλλά αμέσως σοβάρεψε
«είναι κρίμα να χαθεί άδικα μια τέτοια φωνή»
«μόνο γι αυτό?» είπε δύσπιστα και χαμογέλασα
«τι σε έφερε στο Φορκς?» την ρώτησα χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω την περιέργεια μου και άρχισα να ανεβαίνω αργά στο δέντρο που ήταν απέναντι απο αυτό που καθόταν εκείνη.
«νομίζω ότι αυτό το ξέρεις ήδη»
«το ξέρω, πως?»
«άκουσες το τραγούδι μου»
«μη μου πεις ότι ο λόγος που σε έφερε εδώ ήταν αυτός που άκουσα στους στίχους του τραγουδιού σου» την κοίταξα δύσπιστα
«γιατί όχι?»
«δεν θα πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε μια τόσο αγνή ματιά να είναι αμαρτωλή»
«εσύ καλύτερα από όλους, θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν είμαστε πάντα αυτό που φαινόμαστε»
«και γιατί ειδικά εγώ?»
«τι ήταν αυτό που σε τράβηξε να ακούσεις αυτό το τραγούδι?»
«η φωνή σου» είπα αμέσως την σκέψη μου
«και τι ήταν αυτό που σε έκανε να το ακούς με τόση αφοσίωση?»
«τα λόγια του τραγουδιού σου... ένιωθα ότι μιλάγανε για μένα» είπα σιγανά περισσότερο απευθυνόμενος σε μένα παρά σε εκείνην απορροφημένος στην ανάμνηση του τραγουδιού της.
«τότε καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ»
«και εσύ πως ξέρεις ότι δεν είμαι αυτό που φαίνομαι?» χαμογέλασε απαλά και γύρισε την ματιά της προς τα πάνω χωρίς να μου απαντήσει.
«δεν καταλαβαίνω πια αμαρτία μπορεί να έχεις διαπράξει» πέταξε το τετράδιο που κράταγε στην αγκαλιά της προς το μέρος μου
«ίσως αυτό θα σε κάνει να καταλάβεις καλύτερα» στο τετράδιο που μου έδωσε είχε στίχους ενός τραγουδιού που είχε γράψει και κατάλαβα πως πονάει για έναν έρωτα που δεν έχει
«αγάπησες... είπα δυνατά την σκέψη μου και γύρισε και με κοίταξε.... δεν νομίζω ότι αυτό να είναι αμαρτία»
«είναι η μεγαλύτερη»
«γιατί?»
«πόθησα κάτι που δεν μου άνηκε» γέλασα
«δεν νομίζω ότι είναι κακό να ποθείς κάποιον που έχεις αγαπήσει τόσο βαθιά, όπως μπορώ να καταλάβω απο τους στίχους σου»
«για μένα είναι»
«και σε στείλανε εδώ για να τον ξεχάσεις?» γύρισε την ματιά της προς τα πάνω γελώντας και όλος της το πρόσωπο φωτίστηκε και μάγεψε το βλέμμα μου
«όχι, εγώ τους έπεισα να με αφήσουν να έρθω εδώ»
«γιατί?» γύρισε την ματιά της αργά προς το μέρος μου με ένα νοσταλγικό χαμόγελο και με κοίταξε βαθιά στα μάτια
«θα πάω που θα πάω στην κόλαση, γιατί να μην το κάνω σωστά»
«δεν καταλαβαίνω»
«ήρθα για να τον βρω και να τον διεκδικήσω» ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε να την ζηλέψω τόσο πολύ...
«και τον βρήκες?»
«νομίζω ότι είναι καλό να πηγαίνουμε σιγά σιγά, γιατί σίγουρα η πείνα σου θα σε έχει τρελάνει μέχρι τώρα» είπε αλλάζοντας κουβέντα αλλά τι ήξερε για την δική μου πείνα ή δίψα να πω καλύτερα που όντως με είχε εξοντώσει όλη αυτήν την ώρα με αυτήν την υπέροχη μυρωδιά τόσο κοντά μου.
«εσένα όχι?» γέλασε απαλά
«όχι, έχω ήδη φάει»
«πότε?... μου έδειξε το βιβλίο της και ταυτόχρονα το έβαλε στην τσάντα της κλείνοντας την για να κατέβει απο το δέντρο.... δεν εννοούσα την πνευματική σου πείνα»
«για μένα είναι πιο σημαντική απο την σωματική» γέλασα και τότε την είδα που ετοιμάστηκε να κατέβει απο το δέντρο και μου κόπηκε η αναπνοή, ήμασταν αρκετά ψηλά για το ανθρώπινο σώμα της που αν πήδαγε απο αυτό το ύψος σίγουρα θα έσπαζε κάποιο κόκαλο και με έπιασε μια αγωνία για να την βοηθήσω, όμως πως μπορούσα να το κάνω χωρίς να προδοθώ, ή ακόμα χειρότερα χωρίς να της κάνω κακό?
Δίνοντας λίγη ώθηση έφυγε απο το κλαδί και προσγειώθηκε στα πόδια της με μια ρευστή και ομαλή κίνηση που τα πόδια της ίσα που ακούστηκαν όταν ακούμπησαν στο έδαφος.
Έμεινα να την κοιτάζω μαγεμένος χωρίς να μπορώ να πιστέψω πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να πάθει κάτι.
«θα έρθεις?» με ρώτησε και άρχισε να πηγαίνει προς το μονοπάτι.
Την στιγμή που δεν με κοίταζε με ένα σάλτο κατέβηκα απο το δέντρο και με αργά βήματα άρχισα να την ακολουθώ μαγεμένος, είχε τόση χάρη τόση απλότητα που δεν έμοιαζε με τίποτα με όσα έχω δει στην ζωή μου.
«πάντως γράφεις υπέροχα, οι στίχοι σου μιλούν στην καρδιά αυτού που τα διαβάζει»
«γιατί είναι απο την καρδιά βγαλμένα»
«τώρα το έγραψες?»
«όχι το έγραψα όταν τον αντίκρισα για πρώτη φορά» αυτό έφερε άλλον έναν πόνο στην καρδιά μου, πόσο την ζήλευα που είχε βρει το άλλο της μισό
«και η μελωδία του πως είναι?» ρώτησα με περιέργεια
«δεν έχει μελωδία»
«δεν έχεις βρει κάποια ακόμα?»
«θα ήθελες να μου προτείνεις εσύ κάποια?»
«εγώ?»
«γιατί όχι, αν άκουσα καλά παίζεις καλό πιάνο, οπότε....»
«όποιος ξέρει μουσική δεν σημαίνει ότι ξέρει και να γράφει»
«είμαι σίγουρη ότι θα βρεις την κατάλληλη γι αυτό το τραγούδι» είπε και φτάνοντας στο αυτοκίνητο της άνοιξε την πόρτα πέταξε μέσα την τσάντα και γύρισε προς το μέρος μου
«θα βάλω τα δυνατά μου» της απάντησα και μου χαμογέλασε
«με την ησυχία σου»
«το τετράδιο?» την ρώτησα και της το έτεινα για να το πάρει
«μπορείς να το κρατήσεις και να μου το δώσεις όταν ολοκληρώσεις την μελωδία του» είπε και μπήκε μέσα στο αμάξι
«θα τα πούμε μάλλον αύριο» είπα μελαγχολικά
«αύριο» είπε και εκείνη και κλείνοντας την πόρτα έβαλε μπρος την μηχανή και έφυγε.