Music Playlist at MixPod.com
Εξηγούσα στον Σαμ και όλη την φυλή όσα έγιναν και ταυτόχρονα άκουγα να κάνει ο Έντουαρντ με την Άλις το ίδιο στους δικούς τους και μου ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρωθώ και να αντιμετωπίσω όλες τις φωνές ταυτόχρονα και με είχε πιάσει απελπισία.
«αρκετά» φώναξα σε μια στιγμή και γύρισαν όλοι και με κοιτάξανε στα μάτια
«αυτή είναι η αλήθεια είτε την πιστεύετε είτε όχι. Απο την στιγμή που με αποδέχτηκε ο Έφραιμ γνωρίζοντας όλη την αλήθεια για μένα δεν καταλαβαίνετε ότι πότε δεν είχα σκοπό να σας κοροϊδέψω?»
«και γιατί δεν μας τα είπες πιο νωρίς Μπέλα?» είπε με πόνο ο Μπίλι
«γιατί δεν μπορούσα να σας τα πω, κατάλαβε την θέση μου Μπίλι. Ακόμα και τώρα που με γνωρίζετε τόσο καλά και πάλι αμφιβάλετε για μένα, τι θα γινόταν αν σας τα έλεγε πιο πρίν??»
«πολλά»
«όχι Μπίλι δεν θα άλλαζε τίποτα και πάλι την ίδια αντιμετώπιση θα είχατε γιατί η προκατάληψη για σας πάει μπροστά και μετά έρχονται όλα τα άλλα»
«και τι σκοπεύεις να κάνεις??»
«δεν ξέρω, θα δούμε πρώτα τι θα κάνουμε με την Βικτώρια και μετά θα δω τι θα κάνω»
«μετά απο όλα αυτά περιμένεις να τους συμπαρασταθούμε κι όλας??»
«Μπίλι σου λέω ότι στο Φορκς, στο μέρος που αγαπάς και προστατεύεις με όλη σου την ψυχή έρχεται ένας στρατός απο βρυκόλακες και εσύ μου μιλάς για αντιπαλότητες?»
«τουλάχιστον θα μπορέσουμε να πολεμήσουμε κάποιους βρυκόλακες» πετάχτηκε ο Τζέηκ και σκάλισε την φωτιά
«σκεφτήτε το καλά αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με μένα άλλα ούτε με εκείνους έχει να κάνει με όλους μας, μην αφήνετε τις προκαταλήψεις να σας παρασύρουν,σας παρακαλώ»
«εντάξει ..... θα το σκεφτούμε» είπε ο Μπίλι
«μην ξεχνάς Μπίλι ότι είμαι ακόμα η Άλφα και για την αγέλη αποφασίζω εγώ και η εντολή μου είναι ότι θα πολεμήσουμε ότι και να γίνει. Όσο αφορά εμένα αν μετά απο αυτό θεωρήται ότι δεν έχω πια θέση ανάμεσα σας τότε θα την παραδώσω στον επόμενο και δεν θα απαιτήσω τίποτα άλλο απο εσάς, μέχρι τότε όμως δεν θα αφήσω κανέναν και τίποτα να καταστρέψει αυτόν τον τόπο για αντιπαλότητες»
«τον τόπο ή τον έρωτα της ζωής σου» είπε ο Τζέηκ με ειρωνία
«και τα δύο» του απάντησα ψυχρά και σηκώθηκα και έφυγα πηγαίνοντας προς την αγαπημένη μου ακτή για να ηρεμήσω.
Έντουαρντ
Τόσα συναισθήματα το ένα πάνω στο άλλο, προδοσία, πόνος, μίσος, αγάπη, με είχαν κάνει κουβάρι, ήθελα να πάρω φόρα και να γκρεμίσω ένα ολόκληρο δάσος απο τα νεύρα μου. Ένιωθα να πνίγομαι τόσα ψέματα γιατί??? Γιατί???
Άρχισα να τρέχω χωρίς προορισμό, η ανάσα μου είχε κοπεί και εκεί που άρχισα και πάλι να κοιτάω μπροστά είδα το ξέφωτο να απλώνετε μπροστά μου με τόση χάρη.
Σήμερα είχε και πάλι πανσέληνο, όλο το σκηνικό μου θύμιζε εκείνη, να βγαίνει απο το νερό και να αγκαλιάζει το ελάφι με τόση χάρη αλλά όλη αυτή την μαγεία και την ζεστασιά τα μηδένισε και πάλι τα ψέματα της.«Γιατιιιιιι?» Ούρλιαξα και έπεσα με τα γόνατα πάνω στην άμμο χτυπώντας τις γροθιές μου δυνατά και η άμμος σκορπίστηκε παντού αφήνοντας στο έδαφος δύο μεγάλες λακούβες.
Το ήσυχο περπάτημα του ελαφιού που πέρναγε απο πίσω μου με έκανε να σηκώσω το κεφάλι μου.
«όχι άλλα ψέματα Μπέλα....... της είπα και εκείνη άφησε με δύναμη την ανάσα της να βγει βίαια απο την μύτη της, έβγαλα το πουκάμισο μου και γυρίζοντας το κορμί μου προς εκείνη το πήρα στο χέρι μου και τις το έτεινα για να το πάρει, με κοίταξε στα μάτια αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να το πάρει .... σε παρακαλώ» είπα και άφησα στην ματιά μου να εκδηλωθεί όλος ο πόνος που ένιωθα για όλα οσα είχα βιώσει.
Ήρθε κοντά μου και χαμήλωσε την μουσούδα της προς το πρόσωπο μου και η ζεστή της ανάσα με έκανε να ανατριχιάσω. Αλλάζοντας μορφή πήρε το πουκάμισο στα χέρια της και εγώ γύρισα μπροστά μέχρι να το φορέσει.
«πως κατάλαβες ότι ήμουν εγώ?» με ρώτησε απαλά
«δεν παθαίνουν ταχυπαλμία πολλά ελάφια όταν με κοιτάνε» της απάντησα στον ίδιο τόνο και γέλασε απαλά
«τουλάχιστον έλυσες ένα μυστήριο» είπε και γύρισα και την κοίταξα στα μάτια και με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο.
Άπλωσα το χέρι μου και την έφερα κοντά μου βάζοντας την να καθίσει πάνω στα πόδια μου, εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά μου και έβγαλε έναν αναστεναγμό ακουμπώντας το μάγουλο της στο στήθος μου και την έσφιξα πιο κοντά μου χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της.
«γιατί Μπέλα τουλάχιστον πες μου αυτό»
«δεν θέλω να σε χάσω, χίλιες φορές να ξέρω ότι είσαι μακριά μου και καλά παρα να είσαι δίπλα μου και να ξέρω ότι κινδυνεύει η ζωή σου» άλλος ένας αναστεναγμός της έκοψε την φράση της στην μέση
«όσο ήμουν μακριά σου με ένιωσες μια μέρα καλά?»
«όχι, αλλά τουλάχιστον ήσουν ζωντανός»
«για πόσο?»
«δεν ξέρω Έντουαρντ δεν ξέρω τίποτα πια» είπε και αφού ανασηκώθηκε χωρίς να φεύγει απο τα πόδια μου έπιασε το κεφάλι της και ακούμπησε τον αγκώνα της στα γόνατα της αφήνοντας άλλον έναν αναστεναγμό.
«τόσο χάλια το πήραν?»
«περίμενες κάτι καλύτερο? Τους έκρυβα την αλήθεια τόσα χρόνια, λογικό δεν είναι να νιώσουν προδομένοι? Όσο καλά και να με ξέρουν δεν τους είναι εύκολο να δεχτούν ότι τόσα χρόνια είχαν για Άλφα μια εχθρό»
«τόσα χρόνια? Δηλαδή το ήξερες»
«απο την ημέρα που γεννήθηκα» συμπλήρωσε τα λόγια μου
«και δεν τους το είπες ποτέ?»
«μόνο ο Εφραιμ ήξερε όλη την αλήθεια» είπε και εστίασε την ματιά της μακριά αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει
«και σε δέχτηκε γι αυτό που ήσουν»
«και απαίτησε την ημέρα που πέθαινε να του αφαιρέσω την ζωή για να γίνω εγώ Αλφα γιατί ήξερε ότι κάποια στιγμή θα γινόταν αυτό»
«πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για σένα» της είπα και την φώλιασα και πάλι στην αγκαλιά μου
«δεν φαντάζεσαι πόσο, αλλά δεν ήταν πιο χειρότερο απο την αφαίρεση της ζωής της ίδιας μου της μητέρας»
«γιατί την σκότωσες?»
«δεν γεννήθηκα με φυσιολογικό τρόπο Έντουαρντ και ουσιαστικά την σκότωσα δύο φορές»
«δεν καταλαβαίνω»
«όταν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της κάποια στιγμή ένιωσα να πνίγομαι και με τα χέρια μου και με τα δόντια μου άρχισα να της ξεσκίζω την κοιλιά για να πάρω ανάσα, όταν βγήκα και με κράτησε ο Άρο στην αγκαλιά του εκείνη ούρλιαζε απο τον πόνο που ένιωθε αλλά δεν τα παρατούσε και του ζήτησε να με πάρει στην αγκαλιά της και εκείνος με έδωσε σε εκείνη, όταν με κράτησε στην αγκαλιά της μύριζα το αίμα της και το μυαλό μου θόλωσε απο την δίψα που είχα και όπως με κρατούσε.....» έκλεισε τα μάτια σβήνοντας την φωνή της
«μην κατηγορείς τον εαυτό σου Μπέλα, δεν ήξερες τι έκανες, με τόσο αίμα ήταν λογικό να λειτουργήσει το ένστικτο σου»
«και πάλι αυτό δεν δικαιολογεί ότι έκανα»
«Μπέλα σε παρακαλώ μην το λες αυτό? Ήσουν μόνο ένα μωρό»
«και η δίψα μου ήταν ανεξέλεγκτη αλλά και πάλι έπρεπε να ξέρω τι κάνω Έντουαρντ, η αγάπη της για μένα ξεπερνούσε τα όρια σε αντίθεση με του Άρο που με έβλεπε σαν έπαθλο. Ξέρεις γιατί αποφάσισε να κάνει παιδί μαζί της? ... με κοίταξε στα μάτια και κούνησα το κεφάλι αρνητικά .... γιατί δεν μπορουσε να ακούσει τις σκέψεις της. Το πιστεύεις? Αυτό έφτασε να καταλαγιάσει την δίψα του για το αίμα της και να την κάνει δικιά του» αμέσως με έπιασε νευρικότητα στα λόγια της και για μια στιγμή σάστισα
«δεν καταλαβαίνω γιατί δεν σε πήρε μαζί του»
«γιατί δεν τον άφησα να με πάρει»
«πως?»
«η μητέρα μου λόγο του ότι ήταν άνθρωπος το χάρισμα της περιοριζόταν μονο στην σκέψη, όταν πέρασε σε μένα όμως το χάρισμα αυτό απελευθερώθηκε και όταν με πήρε στην αγκαλιά του για να με πάρει μακριά της εγώ αντέδρασα και χωρίς να το καταλάβω τον τίναξα με την ασπίδα, εκείνος άνοιξε τα χέρια του και έπεσα πάνω σε έναν βράχο σπάζοντας τον αυχένα μου ..... γύρισε την ματιά της σε μένα και χαμογέλασε θλιμμένα .... όταν κατάλαβε ότι ήμουν νεκρή με παράτησε όπως ήμουν και έφυγε»
«γι αυτό δεν ήξερε τίποτα για σένα μέχρι που είδε τις ομοιότητες μέσα απο τις μνήμες μου»
«ναι αλλά εσύ δεν είχες δει το σημάδι μου και γι αυτό προσπάθησε να σε καθυστερήσει με την ελπίδα ότι θα έρθω να σε σώσω για να με δει απο κοντά ... τόσα χρόνια έκρυβα την ύπαρξη μου απο εκείνον και απο όλους του είδους σας για να μην ανακαλύψει ποτέ ότι είμαι ζωντανή»
«και μέσα σε μια στιγμή τα κατέστρεψα όλα» ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα
«κάποια στιγμή θα γινόταν μην κατηγορείς τον εαυτό σου γι αυτό, πως θα μπορούσες να το ξέρεις?»
«μετά τι έκανες??» την ρώτησα γιατί δεν ήθελα να με παρηγορήσει για την πράξη μου αυτήν
«σύρθηκα πάλι πίσω στην μητέρα μου και κούρνιασα στο άψυχο κορμί της ακίνητη περιμένοντας»
«περιμένοντας τι?»
«δεν ξέρω απλά καθόμουν εκεί και περίμενα μέχρι που η Ομούτ ήρθε κοντά μου, τότε η μυρωδιά της με τρέλανε δεν εχω ιδέα πως έπεσα απάνω της, την μια στιγμή το σκέφτηκα και την επόμενη ήμουν στον λαιμό της και έπινα το αίμα της με μανία, όταν στέρεψε απο το αίμα της και η καρδιά της έσβησε ένιωθα ακόμα τόσο διψασμένη που άρχισα με τα χέρια μου να την χτυπάω λες και μου έφταιγε για όλα όσα ένιωθα,εκείνη την στιγμή και πάνω στην παραζάλη μου άρχισα πάλι να την δαγκώνω δυνατά απλώνοντας το δηλητήριο μου στις φλέβες της και τότε λες και η μοίρα συνωμότησε ώστε να μάθω τις δυνατότητες μου την πρώτη μέρα της ζωής μου, το χέρι μου έμεινε στην καρδιά της και εκείνη τινάχτηκε και σηκώθηκε απάνω, την κοίταζα σαστισμένη και ξαφνικά άρχισα να ακούω τις σκέψεις της, εκείνη νιώθοντας τον πόνο που ένιωθα και την αδικία μέσα μου με λυπήθηκε και μου υποσχέθηκε ότι πάντα θα είναι κοντά μου και θα με προσέχει»
«και ο Εφραίμ πότε σε βρήκε?»
«μετά απο μερικές μέρες»
«και σε πήρε κοντά του αμέσως?»
«όχι δεν μπορούσε να με πλησιάσει κανένας τους αλλά ερχόταν κάθε μέρα και κοίταζε αν είμαι καλά και μου μιλούσε συνέχεια,εγώ ήμουν εκείνη την εποχή σκέτο αγρίμι αλλά αυτό δεν τον έκανε να τα παρατήσει και κάποια μέρα τον άφησα να με κρατήσει αγκαλιά και από τοτε δεν με ξανά άφησε,με πήγε στο Λαπούς και μου δίδαξε ότι ήξερε,όταν άρχισα να μιλάω του είπα τα πάντα και εκείνος αντί να με διώξει ή να με σκοτώσει όπως θα περίμενε κανείς με αγάπησε με όλη του την ψυχή και με κράτησε κοντά του σαν να ήμουν πραγματική του κόρη.»
«γιατί αποφάσισε να παρατήσει την λυκήσια του ζωή?»
«όταν πέθανε η γυναίκα του δεν άντεξε την απώλειά της και άφησε τον εαυτό του να γεράσει, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τον μίσησα γι αυτό»
«γιατί?»
«γιατί εκείνος είχε την επιλογή ενω εγώ όχι και αυτό με πόνεσε πολύ, ιδίως όταν μου ζήτησε να του τερματίσω εγώ την ζωή του για να με προστατέψει»
«να σε προστατέψει απο τι?»
«ξέραμε και οι δύο ότι κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα η αλήθεια θα ξεσκεπαζόταν και ο μόνος τρόπος για να με προστατέψει ήταν να γίνω εγώ Άλφα απο την στιγμή που το γονίδιο δεν πέρασε στον Μπίλι»
«ο Μπίλι δεν έγινε ποτέ Λύκος?»
«όχι αλλά εγώ μπορούσα να πάρω μορφές οπότε ήταν η μόνη λύση για να τους πείσουμε ότι εγώ είχα το γονίδιο»
«γι αυτό και οι Κουαλαγιούτ σε προστάτευαν απο τα μάτια των ανθρώπων γιατί ήξεραν ότι ένας λύκος δεν γερνάει ποτέ»
«όχι ο λόγος που δεν εμφανίστηκα εγώ στους ανθρώπους ήταν απο τον φόβο μου να μην τους κάνω κακό και σιγά σιγά πέρασα στους Κουαλαγιούτ αυτό που είπες πριν σαν αιτιολογία»
«και σε εκείνους πως κατάφερες να μην ορμίσεις?»
«Έντουαρντ ξέρεις πολύ καλά πως μυρίζει το αίμα τους, άφησα τον Εφραίμ να με πάρει κοντά του μόνο γι αυτόν τον λόγο γιατί το αίμα τους μου προκαλούσε αποστροφή και ήταν ο μόνος τρόπος για μένα να ξεπεράσω την δίψα μου για το αίμα»
«και πως άντεχες να μυρίζεις όλην την ώρα αυτήν την μυρωδιά» είπα και σούφρωσα την μύτη μου για να την πειράξω
«είσαι πολύ κακός ... είπε και γέλασε για μια στιγμή ... όλα με τον καιρό συνηθίζονται» τελείωσε την φράση της ανασηκώνοντας τους ώμους της
«γιατί ήθελες να τους βοηθήσεις να μας σκοτώσουν?»
«δεν σας ήξερα τότε, την πρώτη φορά που σας είδα ήταν την ημέρα που με κυνηγήσατε»
«με ωραίο τρόπο γνωριστήκαμε» χαμογέλασε
«ναι πράγματι, οι δυο από τους τρεις άντρες της ζωής μου με σκότωσαν με τον ίδιο τρόπο ... πήρα μια ανάσα και κοίταξα προς την άλλη μεριά και ένιωσε αμέσως άσχημα ... συγνώμη δεν έπρεπε να το πω αυτό»
«δεν έχεις άδικο .... μετά γιατί ήρθες να με βρεις?»
«δεν ήξερα ότι θα ήσουν εκεί, το λιβάδι ήταν πάντα το αγαπημένο μου μέρος απο τότε που άρχισα να περιπλανιέμαι μόνη μου αλλά λόγο της απαγόρευσης πάντα πήγαινα σαν ελάφι»
«και δεν φοβόσουν?»
«θέλησες ποτέ να με σκοτώσεις?»
«όχι είναι η αλήθεια αλλά πάντα μου έκανε εντύπωση»
«γιατί ποτέ δεν κατάφερες να με μυρίσεις, πάντα έλεγχα την φορά του ανέμου και αν καταλάβαινα οτι ο αέρας γύριζε έφευγα πριν πιάσεις την μυρωδιά μου»
«αυτό είναι αλήθεια αλλά περισσότερο απωθούσε την σκέψη μου να σε σκοτώσω το βλέμμα σου»
«τι εννοείς?»
«ήταν πάντα τόσο πονεμένο που σε λυπόμουν»
«δεν το είχα καταλάβει αυτό»
«πως και έχεις το όνομα swan και όχι Μπλακ?»
«swan είναι το όνομα μου και όχι το επίθετο μου»
«δεν καταλαβαίνω»
«θα έχεις ακούσει ότι οι ινδιάνοι τα παλιά χρόνια δίνανε ονόματα ανάλογα με τα χαρακτηριστικά σου»
«ναι»
«ο Εφραίμ όταν με βρήκε ήμουν μέσα στην λίμνη και κολυμπούσα έτσι με το που με είδε του ήρθε κατευθείαν αυτό το όνομα»
«swan >Κύκνος<»
«bloody swan για την ακρίβεια»
«ματωμένος κύκνος?»
«ναι γιατί παρόλο που έκανα μπροστά τους την άγρια για να μην με πλησιάσουν πάντα μέσα στα μάτια μου ο Εφραιμ έβλεπε τον πόνο μου και έτσι μου έδωσε αυτό το όνομα»
«και το Ιζαμπέλα?»
«αυτό το διάλεξα εγώ, έπρεπε να έχω ένα πιο συνηθισμένο όνομα στο σχολείο οπότε μια μέρα που ψάχναμε με τον Τζέηκ για ονόματα έπεσε η ματιά μου σε αυτό και απο τότε μου κόλλησε, στο Λαπους ακόμα να το συνηθίσουν όλοι οι παλιοί με φωνάζουν Σουάν και οι νέοι Μπέλα, έχει πολύ πλάκα, ή τουλάχιστον είχε»
«σε διώξανε?» την ρώτησα νιώθοντας τον πόνο στην φωνή της
«όχι»
«τότε γιατί είπες είχε»
«γιατί τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο»
«και τι θα κάνεις?»
«δεν ξέρω... είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της ... προς το παρόν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια επίθεση, μετά θα δω τι θα κάνω»
«θα μας βοηθήσουν?»
«όπως είπα και πριν δεν έχουν επιλογή»
«και θα το δεχτούν έτσι εύκολα?»
«Έντουαρντ δεν θα το κάνουν για σας»
«δεν περιμένω να το κάνουν για μας αλλά πίστευα ότι δεν θα σε αφήσουν να παραμείνεις Άλφα μετά απο όλα αυτά»
«αν δεν παραιτηθώ μόνη μου θα πρέπει ο επόμενος να διεκδικήσει την θέση προκαλώντας με σε μάχη»
«και ο επόμενος είναι ο Σαμ?»
«όχι είναι ο Τζέηκ ο γιος του Μπίλι» την κοίταξα στα μάτια
«και θα το κάνει?» την ρώτησα αγχωμένος
«Έντουαρντ εκτός του ότι ξέρει ότι είναι χαμένη μάχη, πιστεύεις ότι ο Τζέηκ όσο πληγωμένος και να είναι θα μπορούσε να μου επιτεθεί?»
«σε αγαπάει» διαπίστωσα και η γνώση αυτή με πόνεσε
«ναι» είπε και χαμήλωσε την ματιά της
«και θα συνεχίσεις να είσαι Άλφα και μετά?»
«όχι τους το είπα ότι μετά την επίθεση θα τους την παραδώσω»
«γιατί?»
«γιατί δεν μου αξίζει αυτή η θέση Έντουαρντ και ποτέ δεν θέλησα να την σφετεριστώ αλλά τώρα δεν μου δίνουν άλλη επιλογή δεν μπορώ να το αφήσω στην τύχη του και ήδη το συμβούλιο έχει αρνηθεί»
«και πως το πήραν όταν το απαίτησες?»
«δεν τους άφησα την επιλογή απλά τους το ανακοίνωσα»
«φαντάζομαι τι θα άκουσες»
«σε σύγκριση με αυτά που περίμενα ήταν καλύτερα» είπε αλλά δεν με έπεισε και της έτριψα το χέρι και το μάγουλο για να την παρηγορήσω και άφησε έναν αναστεναγμό
«γιατί με έδιωξες Μπέλα?»
«σου είπα τον λόγο»
«για να με προστατέψεις απο την Βικτώρια?»
«όχι»
«τότε απο τι?»
«όταν ήμασταν στα αποδυτήρια με την Άλις την έβαλα να δει τον μέλλον μας γιατί ήμουν τόσο αναποφάσιστη που και εγώ δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω»
«ήσουν αναποφάσιστη γιατί?»
«το Σάββατο ήρθε και με βρήκε ο Λόρεντ και μου είπε το σχέδιο της Βικτώριας και δεν ήξερα αν ήταν καλό να σας το πω ή τελικά να σας πίσω να φύγετε»
«γιατί δεν μου είπε τίποτα η Άλις?»
«γιατί δεν της το είπα»
«και το όραμα της?»
«εκείνη δεν κατάφερε να δει τίποτα εγώ όμως αυτό που είδα» είπε και άρχισε να κουνάει απελπισμένα το κεφάλι της
«Μπέλα τι είδες?» επέμενα εγώ
«σας είδα να είσαστε στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και παντού υπήρχε φωτιά»
«όταν λες μας είδες?»
«εννοώ όλη σου την οικογένεια Έντουαρντ» την έσφιξα πιο κοντά μου και της έδωσα ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της
«και πίστεψες ότι αυτό θα γινόταν αν μας άφηνες να μείνουμε για να αντιμετωπίσουμε την Βικτώρια?»
«στην αρχή ναι αλλά μετά που γυρίσαμε απο την Ιταλία είχα καταλάβει ότι είχα κάνει λάθος»
«γιατί?» την ρώτησα με απορία αναγκάζοντας την να με κοιτάξει
«γιατί δεν ήξερα για τους Βολτούροι Έντουαρντ και αυτοί που ήταν στο όραμα φοράγανε μαύρους χιτώνες»
«εννοείς ότι οι Βολτούροι?»
«δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ήταν τόσο γρήγορο το όραμα που δεν πρόλαβα να καταλάβω πολλά» είπε και δάκρυσε κοιτώντας με μέσα στα μάτια
«μη μου κλαις καρδιά μου σε παρακαλώ» της είπα παρακλητικά και έγειρε το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου και πέρασε το χέρι της γύρω απο τον λαιμό μου
«δεν θέλω να σε χάσω» είπε και ξέσπασε με λυγμούς
Την άκουγα να κλαίει και μου σπάραζε την καρδιά, προσπάθησα να την ηρεμήσω αλλά είχε φτάσει πια στα όρια της, μετά απο όλα αυτά ήταν λογικό να θέλει να ξεσπάσει όμως εγώ δεν άντεχα να την βλέπω να κλαίει και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της την ανάγκασα να με κοιτάξει.
Μόλις σήκωσε την ματιά της στην δική μου με κόπο προσπάθησε να σταματήσει τους λυγμούς της που την πνίγανε και έσκυψα αργά και την φίλησα στο μέτωπο της και την στιγμή που τη έγειρα πιο πίσω για να την κοιτάξω άπλωσε το χέρι της και το έβαλε στο μάγουλο μου.
Την κοίταζα μέσα στα μάτια και εκείνη τότε άρχισε να έρχεται πιο κοντά μου, αν και ακόμα δεν ήμουν σίγουρος για τις συνέπειες του φιλιού μας εκείνη την στιγμή την είχα τόσο ανάγκη που ακόμα και αν κάποιος μου έλεγε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο μας φιλί και πάλι θα το απαιτούσα.
Μηδένισα την απόσταση και άρχισα να την φιλάω με πάθος και εκείνη αμέσως ανταποκρίθηκε με το ίδιο πάθος τυλίγοντας και τα δύο της χέρια γύρω απο τον λαιμό μου φέρνοντας όλο της το κορμί πιο κοντά μου