Αφού
τελείωσα τα λαχανικά τα έβαλα στον φούρνο και παίρνοντας την πιατέλα με τα
περισσεύματα από το τυρί και την ντομάτα στάθηκα στον πάγκο και έμεινα εκεί να
τον παρατηρώ να ετοιμάζει το κοτόπουλο μασουλώντας.
Τα μαλλιά
του ήταν μούσκεμα ακόμα από το ντουζ που είχε κάνει και το τιραντένιο στενό του
φανελάκι του διέγραφε την τέλεια και καλοσχηματισμένη του πλάτη... Οι κινήσεις
του έκαναν κάθε του μυ να πάλετε και ο τουρλωτός και σφριγηλός του κωλαράκος
κουνιόταν με τον ρυθμό που έδιναν τα χέρια του καθώς καθάριζε και έπλενε
σχολαστικά το κοτόπουλο... Αχχχ Χριστέ μου τι μου κάνει αυτός ο άνθρωπος;;;...
αναστέναξα... είναι τόσο ταλαντούχος, τόσο υπέροχος τόσο τέλειος σε όλα... Πως
μπορώ εγώ να σταθώ δίπλα του;... σκέφτηκα και ξαφνικά μελαγχόλησα.
«Τι συμβαίνει;»
με ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου και ξαφνιάστηκα.
«Μμμμ;»
ρώτησα με απορία.
«Γιατί
μελαγχόλησες;» διευκρίνισε και τότε άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου
κοιτώντας το πιάτο μου.
«Είμαι
τελείως άχρηστη... ένα φαί είπα να κάνω και πάλι εσύ μαγειρεύεις» είπα
απογοητευμένη.
«Εσύ έκανες
τα λαχανικά...» μου υπενθύμισε και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Χαράς το
κατόρθωμα» απάντησα στον ίδιο τόνο και ξεφύσησε.
«Μπέλα
μου... μόνο άχρηστη δεν είσαι...» προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να μου αλλάξει
την διάθεση και άλλαξε συζήτηση γιατί ήταν σίγουρος ότι δεν μπορούσε να μου
αλλάξει γνώμη... Σκατά πόσο καλά με ξέρει πια αυτός ο άνθρωπος... ιδίως αν
αναλογιστείς ότι δεν του έχω μιλήσει σχεδόν καθόλου για μένα.
«Αλήθεια τι
είναι αυτό που ετοίμασες;»
«Στην Ελλάδα
το λένε “Μπουρέκι” δεν ξέρω αν υπάρχει αντίστοιχο πιάτο εδώ για να σου το
παρομοιάσω... είναι πατάτες και κολοκύθια κομμένα σε λεπτές ροδέλες...
δυόσμο... τυριά και από πάνω ντομάτα ψιλοκομμένη ή τριμμένη... εγώ την προτιμώ
ψιλοκομμένη»
«Χωρίς
φύλο;» ρώτησε με περιέργεια και τον κοίταξα για μια στιγμή.
«Το έχεις
ξαναφάει;» απόρησα.
«Το έφτιαχνε
η γιαγιά μου είναι πεντανόστιμο... αλλά εκείνη το έκανε σαν πίτα» διευκρίνισε
και έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Από ποιο
μέρος της Ελλάδας είναι η γιαγιά σου;» ρώτησα και με κοίταξε με απορία.
«Δεν σου
είπε;»
«Όχι ξέχασα
να την ρωτήσω»
«Είναι από
την Κρήτη»
«Χανιώτισσα;» ρώτησα με ενθουσιασμό.
«Ναι...
έχεις πάει;»
«Ήταν οι
καλύτερες διακοπές της ζωής μου... Είχαμε μια εβδομάδα κενό εκείνη
την περίοδο και η συνάδελφος μου με πήγε στο πατρικό της που είναι στην Ελλάδα
για ένα ταξιδάκι αναψυχής το είχαμε ανάγκη...
αλλά δεν κάτσαμε και πολύ... γυρίσαμε μέσα σε μια βδομάδα τις περισσότερες
ομορφιές της Κρήτης...» αναστέναξα... «Άλλο να σου το περιγράφω και άλλο να το
βλέπεις μόνος σου... απλά ποίημα...» κοίταξα για λίγο μακριά με νοσταλγία και
όταν γύρισα την ματιά μου σε εκείνον τον έπιασα να με κοιτάει με το ζωηρό του
χαμόγελο... «Τι;» ρώτησα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του ενώ γύρισε προς τον
μπάγκο να συνεχίσει την προετοιμασία του κοτόπουλου.
«Εσύ έχεις
πάει;» τον ρώτησα και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά... «Να κανονίσουμε να πάμε
καμία φορά... το πεθύμησα αυτό το μέρος... νιώθω ότι έχουν περάσει χρόνια από
την τελευταία φορά που το επισπεύτηκα... είμαι σίγουρη ότι θα το λατρέψεις»
«Είμαι
σίγουρος γι αυτό...» είπε και στην φωνή του ένιωσα ότι κάτι άλλο υπονοούσε αλλά
δεν έδωσα σημασία σε αυτό.
«Αλήθεια
βρήκατε αντικαταστάτρια μου;» ρώτησα και ξαφνικά πάγωσε.
«Ναι... και
μάλιστα ο πατέρας μου την βρήκε πολύ ενδιαφέρον» είπε ειρωνικά και τον κοίταξα
με απορία.
«Ενώ εγώ δεν
ήμουν;» τον ρώτησα χωρίς να πιάνω την πραγματική έννοια στα λόγια του... γύρισε
και με κοίταξε με νόημα... «Τι;» ρώτησα χωρίς να μπορώ να καταλάβω.
«Μπέλα
συγκεντρώσου»
«Δεν
καταλαβαίνω» είπα ειλικρινά και αναστέναξε.
«Ένας λόγος
που δεν πλησίαζα τις συναδέλφους σου ήταν γιατί ήμουν σίγουρος ότι είχαν
δοκιμαστεί πρώτα από τον πατέρα μου» είπε με νόημα και άνοιξα διάπλατα το στόμα
και τα μάτια από έκπληξη.
«Εννοείς ότι
ο Καρλάιλ...» η φωνή μου έσβησε και συνέχισε να με κοιτά σταθερά στα μάτια...
«Αυτό κι αν είναι...» αναφώνησα και κοίταξα και πάλι την πιατέλα μου και
παίρνοντας ένα τυρί το έβαλα στο στόμα και συνέχισα... «Γι’ αυτό με ρώταγες αν
με πλησίασε ποτέ;» τον ρώτησα και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά... «Όχι
πραγματικά μου κάνει εντύπωση αυτό... εκτός από μια φορά που με παίνεψε, με
μένα ήταν κέρβερος... Πως ήσουν εσύ;... βάλε δύο και τρεις φορές χειρότερος»
του είπα σοβαρή και με κοίταξε σκεπτικός... «Τι σκέφτεσαι;»
«Μου κάνει
πραγματικά εντύπωση... δεν το συνηθίζει» είπε σοβαρός και ανασήκωσα τους
ώμους μου.
«Έτυχε» είπα
αδιάφορα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν είμαι
σίγουρος... Τέλος πάντων... πες μου πως τα πέρασες εσύ;» είπε για να αλλάξουμε
κουβέντα και άρχισα ακατάπαυστα να του λέω πως τα πέρασα με την Άλις και την
Μαρίνα αποφεύγοντας να του αναφέρω για τα πιο ιδιαιτέρα που μοιραστήκαμε.
«Φαντάζομαι...»
σχολίασε αναφερόμενος στις ιστορίες που μοιράστηκε η Μαρίνα μαζί μας... «Ελπίζω
να μην σου έδειξε και το άλμπουμ φωτογραφιών»
«Ποιο
άλμπουμ;.... Ααα σίγουρα θα της το ζητήσω όταν ξαναπάω» τον πείραξα και με
κοίταξε με φρίκη.
«Δεν χάνεις
τίποτα» προσπάθησε αλλά το έχει κάψει.
«Άστο και
δεν το σώζεις... Θα είναι το πρώτο πράγμα που θα της ζητήσω όταν την ξαναδώ...
Μμμμ τώρα που το σκέφτομαι θα είναι λίγο δύσκολο την επόμενη αλλά την
μεθεπόμενη σίγουρα»
«Γιατί;»
ρώτησε με απορία.
«Το Σάββατο
μας κάλεσε στα γενέθλια της»
«Το
Σάββατο;... Το επόμενο εννοείς;»
«Όχι αυτό...
Το μετέθεσε» διευκρίνισα και καλά αδιάφορα και μόλις έπλυνε τα χέρια του γύρισε
προς το μέρος μου και με κοίταξε εξεταστικά.
«Τι
ετοιμάζεται;» ρώτησε απροκάλυπτα δηλώνοντας ανοιχτά ότι μας υποψιάζεται.
«Σαν τι να
ετοιμάζουμε;» ρώτησα αθώα και ζάρωσε τα φρύδια του αλλά δεν το συνέχισε... Θα
προσπαθούσε να το μάθει από αλλού ήμουν σίγουρη... Ελπίζω η Άλις να κρατήσει
τον λόγο της και να μην μιλήσει.
«Έτοιμο και
αυτό» δήλωσε και αφού ρύθμισε την θερμοκρασία και την ώρα ήρθε κοντά μου και
έκλεψε ένα τυράκι από την πιατέλα μου.
«Θα σου
κόψει την όρεξη» προειδοποίησε και ξεφύσησα απελπισμένα.
«Μακάρι να
γινόταν αυτό... έχει καταντήσει αηδία... όλη μέρα ή θα μασουλάω ή θα κατουράω»
είπα κάνοντας μούτρα και γέλασε δυνατά... «Ναι γέλα... Γέλα τώρα που μπορείς
γιατί αν καταντήσω σαν το βουβ... εεε... τον Βλαντίμ θα ψάχνεις την πόρτα να
φύγεις ή μάλλον θα την ανοίξεις και θα με πετάξεις απ’ έξω» είπα με έναν αναστεναγμό
κοιτώντας χαμηλά και εκείνος αμέσως με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Νομίζει ότι
τόσο εύκολα θα ξεφύγεις από μένα;» ρώτησε αυστηρά και αναστέναξα ανακουφισμένα.
«Όχι;» αναρωτήθηκα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του... «Ε τότε να μην έχω τύψεις...»
είπα και παίρνοντας ένα τυράκι το έβαλα στο στόμα και άρχισα να το τρώω
λαίμαργα και εκείνος με έκλεισε στην αγκαλιά του και με φίλησε στο μέτωπο.
«Φάε καρδιά
μου» είπε πειραχτικά.
«Αν έβλεπες
τι έφαγα στην γιαγιά σου δεν νομίζω ότι θα το έλεγες με την ίδια ελαφριά
καρδιά... Χριστέ μου είχες δίκιο... δεν είναι μόνο ότι θέλει να φας δύο
πιάτα... αλλά το κάθε πιάτο είναι τόσο γεμάτο που με το που το βλέπεις και μόνο
χορταίνεις»
«Έφαγες δυο
πιάτα;»
«Αφού δεν
ξέρασα πάλι καλά να λες... Έκανα μια ώρα να ξεφουσκώσω»
«Θα της πω
να μην σε πιέζει άλλη φορά» είπε και με κοίταξε στα μάτια χαϊδεύοντας το
πρόσωπο μου.
«Ποιος σου
είπε ότι μου τα υπέβαλε» τον ρώτησα και τότε δεν άντεξε άλλο και βάζοντας το
μέτωπο του πάνω στο δικό μου γέλασε κουνώντας το κεφάλι του.
«Τι θα κάνω
εγώ με εσένα;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του και αναστέναξα.
«Υπομονή;»
ρώτησα και κοιτώντας με στα μάτια σοβαρός μου έδωσε ένα βαθύ φιλί και μόλις με
απελευθέρωσε με έπιασε από την μέση και άρχισε να με τραβάει προς τα έξω.
«Έχω αρκετή
δουλειά που δεν μπορώ να την αφήσω... θες να μου κάνεις παρέα;» είπε
απολογητικά μόλις μπήκαμε στο σαλόνι και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Αν δεν σε
ενοχλώ» του είπα και χαμογελώντας με παρέσυρε προς το γραφείο του που ήταν
δίπλα από το γυμναστήριο του.
Όταν μπήκαμε
μέσα έπαθα πλάκα....
Ήταν λες και
έβγαινε απο άλλη πραγματικότητα... τόσο ανοιχτό... τόσο φωτεινό τόσο
εξωπραγματικό... Αριστερά και δεξιά του δωματίου υπήρχαν τεράστιες βιβλιοθήκες
με ότι βιβλίο βάζει ο νους σου που στην μέση των ραφιών υπήρχαν και παράθυρα
για να περνάει το φως... ενώ απέναντι από την είσοδο υπήρχε μια τεράστια
τζαμαρία που έβλεπε στην θάλασσα και δίπλα στο παράθυρο υπήρχε μια αναπαυτική
καρέκλα με ένα φωτιστικό δαπέδου για να μπορείς να διαβάζεις και να
ονειροπολείς.
Το γραφείο
του το είχε φτιάξει σε ένα χαμηλότερο επίπεδο στην μέση του δωματίου...
Αριστερά είχε βάλει το γραφείο του που είχε απάνω δύο υπολογιστές και στα δεξιά
έναν αναπαυτικό άσπρο καναπέ με πολλά μαξιλάρια που άνετα μπορούσες να
ξαπλώσεις και να χωρέσεις ολόκληρος.
Όλο το
γραφείο ήταν σε λευκό χρώμα ενώ το πάτωμα σε μαύρο και έκανε τέλεια αντίθεση.
«Απίστευτο...»
αναφώνησα και με κοίταξε για λίγο.
«Σου
αρέσει;»
«Μμμχχχμμμ...
έχεις τόσα βιβλία...» μουρμούρισα και πλησίασα τις τεράστιες βιβλιοθήκες του
ρουφώντας αυτόματα τους τίτλους από τις ράχες τους.
«Ήμουν
σίγουρος ότι αυτό θα γινόταν το αγαπημένο σου μέρος» σχολίασε και ήρθε κοντά
μου... «Θα στρωθώ λίγο τώρα για να είμαι ελεύθερος μετά οκ;» είπε και
γυρίζοντας προς το μέρος του εκείνος τύλιξε αμέσως τα χέρια του γύρω από το
σώμα μου... «Μμμμ... λίγο δύσκολο αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» μουρμούρισε
πάνω στα χείλια μου και μόλις μου έδωσε ένα βαθύ φιλί έφυγε και πήγε στον
υπολογιστή του... άνοιξε τον χαρτοφύλακα του και βγάζοντας ότι χρειαζόταν από
μέσα άρχισε αμέσως δουλειά ενώ εγώ συνέχιζα να κοιτάω τα αμέτρητα βιβλία του.
Έπιασα ένα
βιβλίο στο χέρι μου και μόλις διάβασα τον τίτλο αναφώνησα.
«Δεν το
πιστεύω ότι το έχεις αυτό!» είπα και με κοίταξε.
«Ποιο;»
ρώτησε και του έδειξα το βιβλίο.
«"Ραμσής,
Τόμος Α΄ - Ο γιος του φωτός" του ΖΑΚ ΚΡΙΣΤΙΑΝ... Ήθελα να το πάρω όταν θα
γυρίζαμε από το Παρίσι αλλά έμεινε στην ιστορία» είπα γελώντας και γέλασε μαζί
μου.
«Είναι
ενδιαφέρον» συναίνεσε και πήγα κοντά του ξαπλώνοντας στον καναπέ και μόλις το
άνοιξα ξεχάστηκα πραγματικά μέσα στις σελίδες του μαγεμένη τόσο πολύ που όταν
χτύπησε το τηλέφωνο του αναπήδησα.
«Πες μου
Βλαντίμ» απάντησε εκείνος στην κλήση. Μόλις άκουσε αυτό που του είπε ο Βλαντίμ
ξεφύσησε τρίβοντας τα μάτια του με μανία... «Πες του να περάσει και έρχομαι»
του είπε και κλείνοντας το τηλέφωνο γύρισε προς το μέρος μου... «Είναι εδώ ο
πατέρας μου» είπε και γούρλωσα τα μάτια.
«Θα σε
περιμένω εδώ» του είπα και κατένευσε.
Πήρε μια
βαθιά ανάσα και μόλις σηκώθηκε ήρθε κοντά μου και μου έδωσε ένα βαθύ φιλί.
«Δεν θα
αργήσω» μου υποσχέθηκε και έφυγε με βαριά βήματα.
Έμεινα για
λίγο να κοιτώ την κλειστή πόρτα και δεν άντεξα άλλο... Μπορεί να μην συνήθιζα
να κρυφακούω αλλά μου είχε κινήσει την περιέργεια να μάθω τι τον ήθελε... από
την στιγμή που όλο το πρωί ήταν μαζί.
Σηκώθηκα
απάνω και πήγα αποφασιστικά στο κυρίως σπίτι από τον πάνω όροφο για να μην με αντιληφτούν...
Αφού δεν χάθηκα να γελάμε πάλι καλά να λέω... Μόλις άνοιξα μια πόρτα και
κατάλαβα ότι ήμουν στον διάδρομο που οδηγεί στις κρεβατοκάμαρες μας... έβγαλα
τα παπούτσια και κίνησα προς την σκάλα... έκατσα στο πρώτο πλατύσκαλο και
γυρίζοντας το σώμα μου στα πλάγια ακούμπησα την πλάτη μου στον γυάλινο τοίχο
της σκάλα και ασυναίσθητα τύλιξα τα χέρια μου γύρω από την κοιλιά μου
προστατευτικά σαν ασπίδα... λες και ήθελα να προστατέψω το μωρό μου από το
μίσος και τις αγριοφωνάρες του Καρλάιλ που έκαναν αντίλαλο μέσα στο σπίτι
προσπαθώντας να μεταπείσουν τον Έντουραντ να με χωρίσει.
«Ποιος είσαι
εσύ που θα μου πεις τι είναι καλό για μένα και τι όχι;» τσίριξε ο Έντουαρντ
εξοργισμένος.
«Είμαι ο
πατέρας σου και μόνο εγώ ξέρω τι είναι το καλύτερο για σένα»
«Και κατά
την γνώμη σου το καλύτερο για μένα είναι να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια με
την γκόμενα σου;... Ή μήπως έχεις την αυταπάτη ότι δεν το ήξερα»
«Αυτή σου
βάζει λόγια;... Σου τα λέει όλα αυτά γιατί φοβάται μην χάσει το βυζί;» ρώτησε τρομερά εκνευρισμένος.
«Μην
προσπαθείς να το αρνηθείς πατέρα γιατί σας είδα... Το ίδιο βράδυ που μου την
γνώρισες... την είδα να κωλοτρίβεται απάνω σου και μετά να σε σέρνει από την
μύτη προς τις γυναικείες τουαλέτες... και όσο αφορά την Μπέλα μην τολμήσεις να
την ξαναβάλεις στο στόμα σου πριν το απολυμάνεις με χλωρίνη γιατί θα σε
τσακίσω» άφρισε ο Έντουαρντ και για λίγο έγινε μια παύση και ο Καρλάιλ
φαντάζομαι με την ουρά στα σκέλια συνέχισε πιο δυναμικά αλλάζοντας στρατηγική
αλλά πλέον ότι και να έκανε είχε ήδη κλειστεί στην φάκα.
«Ήρθα να σε
ενημερώσω ότι το συμβούλιο ομόφωνα αποφάσισε να σου αφαιρέσει την θέση του
διευθυντή διακίνησης των πλοίων» είπε και άλλη μια παύση έγινε.
«Τι;...
Κάνατε συμβούλιο εν αγνοία μου και χωρίς την παρουσία μου πήρατε μια τέτοια απόφαση
χωρίς να με αφήσετε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου;» ρώτησε σοκαρισμένος ο
Έντουαρντ και σφίχτηκε η καρδιά μου.
«Δεν υπήρχε
τίποτα που θα μπορούσες να κάνεις... Εξαιτίας σου χάθηκαν πολλά λεφτά και αν
δεν ήταν ο Έμετ να σώσει την κατάσταση τώρα τα πράγματα θα ήταν χειρότερα»
«Ο Έμετ
έσωσε την κατάσταση...» είπε ειρωνικά με δηλητήριο στην φωνή του... «Και ποιος
νομίζεις ότι τον καθοδηγούσε;.... Ή θεωρείς τώρα που είναι μόνος του ότι θα
μπορέσει να κάνει κάτι σωστά;»
«Ο Έμετ
απέδειξε την αξία του... εσύ κοίτα τι θα κάνεις γιατί σε λίγο θα σου στερήσουν
και τις άλλες δύο θέσεις που έχεις... Ίσως είναι για καλύτερα... αν σε γυρίσουν
πάλι στην θέση του παιδιού για όλες τις δουλειές ίσως τελικά βάλεις μυαλό και
καταλάβεις ότι αυτό το πορνίδιο...» η φράση του σταμάτησε στην μέση και από το
άγχος μου μην κάνει καμία βλακεία ο Έντουαρντ και πιαστεί μαλλί με μαλλί με τον
πατέρα του σηκώθηκα απάνω και τρέχοντας προς την πόρτα στις μύτες των ποδιών
μου έβαλα τα παπούτσια μου και κοπάνησα την πόρτα δυνατά.
Περπάταγα σταθερά κάνοντας επίτηδες βαριά τα βήματα μου για να καταλάβουν ότι πήγαινα
προς το μέρος τους και όταν κατέβηκα την σκάλα τους βρήκα τον έναν στην ανατολή
και τον άλλον στην δύση... Μόλις με είδε ο Έντουαρντ ήρθε κοντά μου και με
έκλεισε ευλαβικά στην αγκαλιά του δίνοντας μου ένα φιλί στο μέτωπο.
«Συγνώμη δεν
ήθελα να σας διακόψω... αλλά το φαγητό θα καεί αν δεν πάω να το κλείσω»
απολογήθηκα κοιτώντας μόνο τον Έντουαρντ και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Θα το κλείσω
εγώ...» ξεκίνησε αλλά τον διέκοψα χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπο του.
«Δεν
χρειάζεται καρδιά μου... θα πάω εγώ και μετά θα βγω μια βόλτα στον κήπο για να
σας αφήσω μόνους» ο Έντουαρντ κατένευσε αποφεύγοντας την ματιά μου.
Με κάθε
τρόπο ήθελα να τον κατευνάσω και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα τρυφερά να τον φιλώ
στο στόμα και εκείνος αμέσως μου το ανταπέδωσε δείχνοντας μου ανοιχτά πόσο
ανάγκη το είχε.
«Μην
αργήσεις... το μωράκι σου πεινάει» του είπα τρυφερά βάζοντας το χέρι του να
ακουμπήσει πάνω στην κοιλιά μου και εκείνος κλείνοντας τα μάτια του πήρε μια
βαθιά ανάσα και το σαγόνι του άρχισε να τρέμει... όταν άνοιξε τα μάτια του είδα
να υπάρχει μέσα σε αυτά όλο το πείσμα και η δύναμη που χρειαζόταν για να
συνεχίσει και χαμογελώντας μου με το αγαπημένο μου στραβό χαμόγελο άφησε ένα
πεταχτό φιλί πάνω στα χείλια μου και με συνόδευσε προς την πόρτα της κουζίνας.
«Δεν θα
αργήσω αγάπη μου... κάνε μια βόλτα και θα έρθω να σε βρω σε λίγο» είπε με βαθιά
φωνή και μου άνοιξε την πόρτα.
«Βλέπω σε
έχει βάλει καλά μέσα στο βρακί της» δεν άντεξε ο Καρλάιλ και σχολίασε και
γυρίζοντας προς το μέρος του τον κοίταξα ειρωνικά.
«Αυτό είναι
το καλό με μένα... έχω βρακί να τον βάλω μέσα... δεν περιμένω να μου το
αγοράσει σε αντίθεση με τις άλλες που πρώτα τον βάζουν να τους το αγοράσει
και μετά προσπαθούν να τον βάλουν μέσα»
Πριν
προλάβει να αντιδράσει ο Καρλάιλ ο Έντουαρντ με έβαλε μέσα στην κουζίνα
κλείνοντας την πόρτα πίσω του και φυλακίζοντας με μέσα στην αγκαλιά του άρχισε
να με φιλά με πάθος... Τα γόνατα μου λύγισαν και έμεινα ξέπνοη να γεύομαι τα
καυτά του φιλιά.
«Μμμμ»
μουρμούρισα... «Μάλλον πρέπει να κάνεις λίγο πιο γρήγορα... τώρα πεινάει και η
μαμά» είπα με υπονοούμενο και γέλασε.
«Σ’ αγαπώ»
είπε με πάθος πάνω στα χείλια μου, μου έσκασε άλλο ένα φιλί και εξαφανίστηκε
πριν παρασυρθούμε.
Έκλεισα τους
φούρνους πριν τα φαγητά ξεροψηθούν και βγαίνοντας από την μπαλκονόπορτα άρχισα
να περιπλανιέμαι στον κήπο... αλλά τα λόγια του Καρλάιλ με είχαν κάνει να
σκάσω... Ήταν τόσο άδικο.
Περνώντας
μπροστά από τον Βλαντίμ ξαφνικά με έπιασε μια τρελή επιθυμία να δω τον
Τάηλερ... είχα να τον δω από χθες και ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά... μετά
τα όσα συνέβησαν.
«Βλαντίμ...
ξέρεις αν είναι εδώ ο Τάηλερ;» τον ρώτησα και κατένευσε... «Ξέρεις που μπορώ να
τον βρω;» τον ρώτησα και πάλι και με κοίταξε περίεργος... «Ξέρεις θα βοηθούσε
περισσότερο αν μου έλεγες τι σκέφτεσαι, έτσι όπως με κοιτάζεις δεν μπορώ να
καταλάβω τι θες να μου πεις» τον πείραξα και χαμογέλασε.
«Δεν είμαι
σίγουρος αλλά νομίζω ότι βγήκε για να πάει να φάει... μισό λεπτό να το τσεκάρω»
είπε τελικά και πατώντας ένα πλήκτρο πάνω στο περίεργο μαραφέτι του άρχισε να
συνομιλεί με κάποιον.
«Είναι στο
δωμάτιο του» μου είπε τελικά και συνέχισα να τον κοιτώ.
«Το οποίο
είναι;» τον ρώτησα και με κοίταξε πάλι... «Έλεος βρε αγόρι μου μίλα κανονικά με
το να με κοιτάς δεν καταλαβαίνω τι θες να μου περάσεις»
«Νομίζεις
ότι είναι συνετό να πας στο δωμάτιο του;» ρώτησε και αναστέναξα.
«Αν ήθελα να
κάνω κάτι μαζί του θα σε ρώταγα που είναι το δωμάτιο του για να το καρφώσεις
στον Έντουαρντ;...» του γύρισα πίσω θιγμένη... «Μπορείς να μου πεις που είναι ή
να διακόψω πάλι την συνομιλία του Έντουαρντ με του πατέρα του για να ρωτήσω τον
ίδιο» τον ρώτησα θυμωμένα και αναστέναξε.
«Θα σε πάω
εγώ» είπε τελικά καταθέτοντας τα όπλα και με οδήγησε σε ένα μικρό συγκρότημα
που υπήρχε πίσω από το κυρίως σπίτι όπου ήταν τα διαμερίσματα των μόνιμων
υπαλλήλων που δεν το είχα προσέξει μέχρι στιγμής και όταν βρεθήκαμε έξω από το
διαμέρισμα του Τάηλερ του χτύπησε την πόρτα και περιμέναμε μέχρι να μας
ανοίξει.
«Μπέλα τις
θες εδώ;» ρώτησε ο Τάηλερ με έκπληξη μόλις με είδε και γύρισα προς το
βουβάλι... που μάλλον πρέπει να τον μετονομάσω σε βόδι.
«Όταν φύγει
ο Καρλάιλ ενημέρωσε τον Έντουαρντ που είμαι για να μην με ψάχνει» του είπα και
εκείνος κατένευσε και έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο και γύρισα προς τον
Τάηλερ.
«Που τον
πετήχατε αυτόν;» είπα στριφογυρίζοντας τα μάτια μου με απελπισία αλλά ο Τάηλερ
δεν έδωσε σημασία σε αυτό.
«Μπέλα τι
θες εδώ;...» ρώτησε ξανά και αναστέναξα.
«Ήθελα να δω
πως είσαι... μετά τα χθεσινά νιώθω τόσο άσχημα» του είπα απολογητικά και
ξεφύσησε τρίβοντας την μύτη του σκεπτόμενος.
«Μπέλα κακός
ήρθες εδώ... καλύτερα να γυρίσεις στο σπίτι» είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και
τον κοίταξα δύσπιστα.
«Γιατί
φοβάσαι μην σε βιάσω;» τον ρώτησα μεταξύ σοβαρού και αστείου και έκανε μια
ειρωνική γκριμάτσα.
«Τέλος
πάντων... είμαι μια χαρά και όσο για τα χθεσινά δεν έγινε τίποτα μην το
σκέφτεσαι» είπε και μου χαμογέλασε συγκαταβατικά.
«Δεν θα μου
πεις να περάσω;» ρώτησα και με κοίταξε για μια στιγμή.
«Δεν τα
παρατάς» δήλωσε και κοίταξε για λίγο γύρω του.
«Έλεος βρε
Τάηλερ... ήθελα λίγο να σε δω που είναι το κακό;» του είπα και αναστέναξε.
«Δεν το
βλέπουν όλοι έτσι ξέρεις» είπε με νόημα και αναστέναξα.
«Από την
στιγμή που είμαι καθαρή δεν έχω να φοβηθώ κανέναν και προπάντων να δώσω
λογαριασμό σε κανέναν... Θα μου πεις να περάσω ή να φύγω;» ρώτησα νευριασμένη
και τελικά κάνοντας πιο πίσω μου έκανε χώρο να περάσω και άφησε την πόρτα ανοιχτή
πίσω του.
«Ξέρεις ότι
παρακολουθούν το σπίτι παπαράτσι... αν βγει καμία φωτογραφία σου να μπαίνεις
στο διαμέρισμα μου ξέρεις τι έχει να γίνει;» με ρώτησε μόλις ήρθε δίπλα μου και
μου έδειξε τον καναπέ για να καθίσω.
«Αν δουν και
τον Έντουαρντ να μπαίνει σε λίγο τίποτα» του απάντησα εγώ αλλά το σκέφτηκα για
λίγο... «Αυτό γιατί δεν μου το είπε κανείς;» ρώτησα και ανασήκωσε τους ώμους
του ενώ έκατσε στον απέναντι καναπέ από μένα.
«Θες να
πιείς τίποτα;» ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Θέλω να
μιλήσουμε» του είπα σοβαρά και με κοίταξε με απορία.
«Για ποιο
πράγμα;»
«Θέλω να μου
πεις όσα ξέρεις από τις συζητήσεις που έχουν γίνει μπροστά σου για όσα αφορούν
τον Έντουαρντ και την εταιρία τους» είπα σοβαρά και με κοίταξε με γουρλωμένα
μάτια.
«Δεν πας
καλά... γιατί δεν ρωτάς τον ίδιο;»
«Γιατί ξέρω
ότι δεν θα μου πει... Τάηλερ σε παρακαλώ... ψάχνω να βρω έναν τρόπο να τον
βοηθήσω αλλά αν δεν ξέρω τι γίνετε δεν ξέρω το πως»
«Μπέλα
ξέρεις πολύ καλά ότι εγώ δεν ανακατεύομαι σε αυτά»
«Και εσύ
ξέρεις πολύ καλά ότι δεν φεύγω από εδώ αν δεν μου πεις» του δήλωσα με βλέμμα
που δεν έπαιρνε αντίρρηση και αναστέναξε.
«Τι θες να
μάθεις;» είπε καταθέτοντας τα όπλα και τον έβαλα να μου πει οτιδήποτε είχε
ήξερε για όλα αυτά.
Τελειώνοντας
τον μονόλογο του αναστέναξα και σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος κοίταξα
για λίγο μακριά.
«Πολύ
δύσκολο» σιγομουρμούρισα και άκουσα την φωνή του Έντουαρντ πίσω μου.
«Ποιο είναι
πολύ δύσκολο;» ρώτησε και γυρίζοντας το σώμα μου προς τα πίσω χτύπησα τον
καναπέ και του έκανα νόημα για να έρθει να κάτσει μαζί μου.
«Για σένα
λέγαμε...» του είπα αμέσως και ο Τάηλερ με τον Έντουαρντ ανταλλάξανε ματιές...
«Ωωωω ελάτε τώρα σταματήστε τα πείσματα... Αν ρώταγα εσένα δεν θα μου έλεγες...
από την άλλη ο Τάηλερ ενδιαφέρετε για σένα και θέλει να βοηθήσει... μην του
κρατάς κακία» είπα και την στιγμή που έκατσε δίπλα μου με κοίταξε με απορία.
«Να βοηθήσει
πάνω σε τι;» ρώτησε και αναστέναξα.
«Άκουσα όσα
σου είπε ο πατέρας σου και ήθελα να μάθω όσα αφορούν την εταιρία... πως λειτουργείς
και τα λοιπά... και επειδή ήμουν σίγουρη ότι δεν θα μου έλεγες ούτε τα μισά
παρακάλεσα τον Τάηλερ να μου πει όσα ξέρει για να βρούμε μια λύση»
«Μπέλα σε
ικετεύω αρκετά έχεις στο κεφάλι σου μην το φορτώνεις με περισσότερα» είπε και
πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.
«Σε
απείλησε... ή εγώ ή όλα τα άλλα σωστά;» διαπίστωσα και με κοίταξε για μια
στιγμή αλλά αμέσως μετά κατένευσε.
«Μπέλα δεν
με νοιάζουν όλα αυτά»
«Με νοιάζουν
όμως εμένα... δεν πάλευες όλα αυτά τα χρόνια για να τα χάσεις για μία γκόμενα
Έντουαρντ... αυτό δεν θα το δεχτώ ποτέ... Ή θα παλέψουμε μαζί... ή ξέχνα με...
εγώ δεν μένω λεπτό εδώ μέσα ξέροντας ότι είμαι η αιτία της καταστροφής σου» του
δήλωσα αυστηρά και αναστέναξε.
«Και τι
προτείνεις να κάνω δηλαδή;» είπε με μια δόση ειρωνείας στην φωνή του και ο
Τάηλερ ξερόβηξε.
«Νομίζω ότι
είναι καλύτερο να σας αφήσω...» ξεκίνησε και τον κοίταξα αυστηρά.
«Κάτσε κάτω
εσύ» του είπα αλλά το σκέφτηκα για λίγο... «ή μάλλον σήκω... με άδειο στομάχι
κανείς δεν λειτουργεί και εγώ πεινάω σαν λύκος... Μπρος πάμε στο σπίτι να φάμε
και συνεχίζουμε εκεί»
«Εμένα τι με
θες;» ρώτησε με περιέργεια ο Τάηλερ και τον κοίταξα... «Το βό... εεε.. ο
Βλαντίμ είπε ότι ετοιμαζόσουν να βγεις για φαγητό... εμείς ψήσαμε ένα κάρο
φαγητό και θέλω να με βοηθήσεις να μην το φάω όλο και γίνω σαν και εκείνον»
«Εκείνον;»
ρώτησε και ο Έντουαρντ γέλασε.
«Άστο...
πάμε τώρα πριν αρχίσω να τρώω τα έπιπλα» είπα και χωρίς να τους περιμένω κίνησα
προς την πόρτα και κοίταξα για λίγο πίσω... «Θα έρθετε;» ρώτησα καθώς τους
κοίταζα να ανταλλάσουν ματιές χωρίς να μιλάνε και αφού κατένευσαν και οι δύο
τελικά με ακολούθησαν... Ο Έντουαρντ τύλιξε το χέρι του γύρω από την μέση μου
και εγώ βάζοντας το μάγουλο μου να ακουμπήσει πάνω στο στερνό του του έτριψα το
στήθος με το χέρι μου για να τον ηρεμήσω.
Μόλις φάγαμε
για λίγο αμίλητη έφερα ξανά την κουβέντα στο θέμα της δουλειάς του.
«Τι είναι
αυτό που σε κάνει να μην θες την προεδρία;» τον ρώτησα και με κοίταξε με νόημα
στα μάτια.
«Νομίζω ότι
αυτό σου το έχω εξηγήσει ήδη» είπε και με κοίταξε σταματώντας να τρώει.
«Ναι αλλά
τώρα χάνοντας την μια έδρα είσαι στο ίδιο επίπεδο και σαν να ήσουν πρόεδρος πια
η διαφορά;» ρώτησα και αναστέναξε.
«Εγώ
καλύτερα να σας αφήσω» είπε ο Τάηλερ και αφήνοντας την πετσέτα του πάνω στο
τραπέζι πήγε να σηκωθεί αλλά δεν τον άφησα.
«Κάτσε κάτω
εσύ... δεν τελείωσες ακόμα» του είπα αυστηρά και με κοίταξε απηυδισμένα.
«Όρε
πείσμα... απορώ πως σε ανέχεται» είπε αμέσως και δαγκώθηκε μόλις είδε το βλέμμα
του Έντουαρντ.
«Κόφτε το
και οι δύο τώρα...» είπα νευριασμένα και ο Έντουαρντ αναστέναξε.
«Ποιο είναι
το σκεπτικός σου;» ρώτησε υποψιασμένος.
«Ο Τάηλερ
κάνει παρέα τις ελεύθερες ώρες του με τα άλλα μπραβάκια τον δικών σου» του είπα
με νόημα και με κοίταξε για λίγο... «Έχεις να μάθεις πολλά κουτσομπολιά» του
είπα και του έκλεισα το μάτι... «Εγώ έσκασα... πάω να ξαπλώσω όταν τελειώσετε
έλα να με βρεις στο δωμάτιο σου» του είπα και φιλώντας τον στο στόμα τους άφησα
μόνους πριν βγουν από το σοκ και αρχίσουν να αντιδρούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου