Μετά από αρκετές ώρες ένιωσα κάποιον να με σκουντάει , γύρισα ξαφνιασμένη προς την άλλη μεριά ξέπνοη.
«Συγνώμη δεν ήθελα να σε τρομάξω... σε πήρε ο ύπνος» είπε ο Γκουστάβο απολογητικά και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά έκατσα πιο αναπαυτικά πάνω στο κρεβάτι.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα πιάνοντας το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να εκραγεί... από την ένταση.
«Σε λίγο θα έρθει εκείνη και πρέπει να σε δέσω» είπε διστακτικά και αναστέναξα.
«Έλα πάμε να τελειώνουμε και με αυτό... είμαι πολύ περίεργη να δω τι έχει να μου πει»
«Πως μπορείς να είσαι τόσο ψύχραιμη;» ξέσπασε και με κοίταξε δύσπιστα.
«Ετοιμάσου να σοκαριστείς με αυτά που έχεις να μάθεις» του απάντησα μόνο και μόλις ανακάθισα στο κρεβάτι εκείνος με ανάγκασε να τον ξανακοιτάξω απαιτώντας με την ματιά του να του απαντήσω... «δεν είναι η πρώτη φορά που με απαγάγουν Γκουστάβο... αυτός είναι και ο λόγος που έχω κλειστοφοβία... και ο μεγαλύτερος λόγος που έγινα αεροσυνοδός... ήθελα να ξεφύγω από όλους και από όλα... σου είπα είναι μεγάλη ιστορία»
«Που πας και μπλέκεις;» σχολίασε και γέλασα.
«Έλα ντε» του απάντησα και σηκώθηκα από το κρεβάτι και πηγαίνοντας στο σαλόνι έκατσα στον καναπέ... «Μόνο μην μου κλείσεις το στόμα... το δέσιμο μπορώ να το αντέξω για λίγο αν μου κλείσεις το στόμα όμως δεν σου εγγυώμαι ότι δεν θα πάθω κρίση πανικού»
«Μήπως να πάρεις κανένα χάπι από αυτά που παίρνεις;» ρώτησε την ώρα που άρχισε να τυλίγει την ταινία γύρω από τα πόδια μου.
«Δεν νομίζω ότι θα βοηθήσει και πολύ αυτήν την στιγμή» αναστέναξα και συνέχισε με τα χέρια μου.
«Βάλ’ τα πίσω από την πλάτη» είπε και τον υπάκουσα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και η πόρτα ξεκλείδωσε και στο κατώφλι της εμφανίστηκε η Τάνια με μια μαύρη περούκα και τεράστια γυαλιά που κάλυπταν το μισό της πρόσωπο.
«Μπα μπα μπα... τι βλέπω;... η ωραία κοιμωμένη ξύπνησε;» ειρωνεύτηκε και κλείνοντας την πόρτα. Έβγαλε τα γυαλιά της και έκατσε απέναντι μου.
«Ναι και περιμένει τον πρίγκιπα να έρθει να την σώσει» της γύρισα πίσω και ο Γκουστάβο με κοίταξε προειδοποιητικά αλλά δεν μίλησε.
«Βλέπω ότι ο Καρλάιλ δεν ήταν υπερβολικός στις πληροφορίες που μου έδωσε» διαπίστωσε.
«Να υποθέσω ότι έχεις τις ευχές του για όλο αυτό;» προσπάθησα να την ψαρέψω.
«Μην είσαι ηλίθια... μπορεί να είναι ότι είναι... αλλά δολοφόνος δεν υπήρξε ποτέ»
«Αντίθετα με σένα που το έχεις κάνει επάγγελμα σωστά;» της γύρισα πίσω και γέλασε δυνατά.
«Από που το συμπέρανες αυτό;»
«Με έχεις για χαζή;... αν απήγαγες εμένα για να εκβιάσεις τον Έντουαρντ... τότε μετά τον γάμο σας σίγουρα θα έρθει η σειρά του... να φανταστώ ότι όλα γίνονται για να σταματήσεις την υπόθεση του Παρισιού;» έριξα άδεια για να πιάσω γεμάτα και εκείνη το επιβεβαίωσε.
«Είσαι πολύ πιο έξυπνη από όσο νομίζει ο Καρλάιλ... πραγματικά με εκπλήσσεις» μπίνκο.
«Tον τελευταίο καιρό όλο αυτό μου λένε» της απάντησα και έμεινε να με κοιτάει για λίγο σκεπτική.
«Από που πηγάζει όλη αυτή η αυτοπεποίθηση;;;» ρώτησε με περιέργεια.
«Και γιατί είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω σε αυτό;» της γύρισα πίσω μηδίζοντας και γέλασε αυτάρεσκα.
«Βλέπω ο Μπλάκ μαζί σου έκανε πολύ καλή δουλειά... κρίμα που το έσκασες... θα κάνατε τέλειο ζευγάρι οι δύο σας» ειρωνεύτηκε χτυπώντας νευρικά την γόβα της στο πάτωμα σαν να έχανε την υπομονή της.
«Βλέπω ότι δεν άργησες να το μάθεις» χλευάστηκα. Πλέον ήταν κοινό ‘’μυστικό’’, αν μπορεί να το θέση κάποιος έτσι για κάτι κρυφό κάθε προσπάθεια μυστικότητας είχε χαθεί.
«Φυσικά» είπε με αυτοκυριαρχία στην φωνή της προσπαθώντας να με φοβίσει.
«Τι ακριβός θες από μένα Τάνια;» ρώτησα με ένα τόνο απορίας στην φωνή μου.
«Α τίποτα το σπουδαίο καλή μου... ένα τηλεφωνηματάκι στον λατρεμένο σου σύζυγο να του επιβεβαιώσεις ότι είσαι ζωντανή και μόλις μας παραδώσει τα έγγραφα...» κόμπιασε για λίγο σαν να σκεφτόταν κάτι « Τότε αποχαιρέτα για πάντα την ζωή» συνέχισε την απειλή.
«Και για ποιον λόγο θα πρέπει να συνεργαστώ;»
«Γιατί αν δεν το κάνεις τότε ο αγαπητός μας Έντουαρντ θα έχει την ίδια κατάληξη με σένα» είπε ψυχρά εννοώντας το.
«Και τότε εσύ θα χάσεις τα πάντα» της αντιγύρισα πίσω με το ίδιο ύφος αλλά δεν τα παράτησε.
«Τα πάντα;...» ρώτησε κουνώντας απογοητευμένη αρνητικά το κεφάλι της... «Λίγο με νοιάζει ο μικρός... άλλωστε μου βγήκε πιο έξυπνος από όσο θα τον ήθελα... αλλά και πάλι αν δεν μου κάτσει ο γιος θα μου κάτσει ο πατέρας... Είναι απαίσιος στο κρεβάτι αλλά τι να το κάνεις... για έναν δύο μήνες το πολύ μπορώ να το αντέξω και αυτό» είπε κυνικά και αυτό με προβλημάτισε για λίγο.
«Φέρε το τηλέφωνο να τελειώνουμε» είπα αποφασιστικά και βγάζοντας το κινητός της πάτησε μερικά πλήκτρα και βάζοντας μια συσκευή αλλοίωσης της φωνής μπροστά από το στόμα της περίμενε τον Έντουαρντ να απαντήσει.
«Εγώ είμαι πάλι... η λατρεμένη σου σύζυγος θέλει να σου μιλήσει» του είπε μόνο και μόλις έκατσε δίπλα μου έβαλε το ακουστικό στο αυτί μου και με κοίταξε προειδοποιητικά.
«Έντουαρντ;» είπα ήρεμα και εκείνος έπνιξε ότι ήταν έτοιμος να πει.
«Καρδιά μου είσαι καλά;» ρώτησε προσπαθώντας να καταπνίξει την αγωνία του.
«Ναι μην ανησυχείς... με πήρε εχθές ο ύπνος από τα χάπια και δεν μπόρεσαν να με ξυπνήσουν... εσύ πως είσαι;» τον ρώτησα και για λίγο έμεινε σκεπτικός... πρέπει να είχε αφοπλιστεί από την ηρεμία που διέκρινε στην φωνή μου.
«Καλά» απάντησε αφηρημένα με τις σκέψεις του να τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός.
«Έντουαρντ;» είπα και πήρε μια βαθιά ανάσα... «μην συμβιβαστείς» ολοκλήρωσα μόνο και η Τάνια τράβηξε το ακουστικό και δεν πρόλαβα να ακούσω την απάντηση του.
«Αύριο το πρωί θα σε πάρω τηλέφωνο για να σου πω που να παραδώσεις τα έγγραφα» του είπε η Τάνια με το ειδικό μηχάνημα αλλοίωσης φωνής και μόλις του το έκλεισε μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι που με έκανε να πέσω πάνω στον καναπέ.
«Νόμιζα ότι ενδιαφερόσουν για την ζωή του» με ειρωνεύτηκε και σηκώθηκε από δίπλα μου... δεν της απάντησα... «Φεύγω... εσύ όπως είπαμε... μην το κουνήσεις ρούπι από εδώ... αν θες να διασκεδάσεις είναι όλη δική σου...» απευθύνθηκε στον Γκουστάβο κτητικά. «Μόλις πάρω τα έγγραφα στα χέρια μου θα έρθω για να τελειώσω μαζί της... Μην τολμήσεις να κάνεις καμία χαζομάρα γιατί αλλιώς θα την ακολουθήσεις και εσύ» του είπε με μια δολοφονική ματιά και φορώντας πάλι τα τεράστια γυαλιά ηλίου της που κάλυπταν σχεδόν το μισό της πρόσωπο έφυγε κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της και μας άφησε μόνους μας.
«Είσαι τρελή;» αναφώνησε ο Γκουστάβο μόλις ακούσαμε την πόρτα του ασανσέρ να κλείνει.
«Χαλάρωσε Γκουστάβο... και λύσε με» του είπα αυστηρά και αναστέναξε.
«Δεν υπάρχει περίπτωση δεν σε εμπιστεύομαι... τι πήγες και έκανες;... Χριστέ μου που βρήκες την δύναμη να τα πεις όλα αυτά;... και για να καταλάβω είσαι παντρεμένη με Έντουαρντ;... και ο Μπλάκ ποιος σκατά είναι πάλι;» είχε βγει εκτός εαυτού... πραγματικά άρχισα να τον λυπάμαι... έτρεμε σαν το φύλο ο κακομοίρης από τον φόβο του.
«Γκουστάβο καταρχήν ηρέμησε σε παρακαλώ... δεν πρόκειται να κάνει τίποτα μέχρι να του παραδώσει τα έγγραφα... και ελπίζω να του κόψει και να καταλάβει ποια κρύβεται πίσω από όλα αυτά... αλλιώς κάνε τον σταυρό σου και παρακάλα να την βγάλεις καθαρή... πράγμα που δεν το πιστεύω» του είπα και αυτό τον έκανε χειρότερα.
«Που έμπλεξα Χριστέ μου... τι θα κάνω τώρα;» έλεγε κάνοντας χιλιόμετρα πάνω κάτω στο σαλόνι συγκρατώντας το κεφάλι του με τα χέρια του... ήταν τρομερά απελπισμένος.
«Γκουστάβο σύνελθε σε παρακαλώ... ο πανικός δεν βοηθάει σε αυτές τις περιπτώσεις» του είπα σκληρά και γύρισε σοκαρισμένος να με κοιτάξει στα μάτια.
«Φυσικά μιλάει η έμπειρη... πας καλά κοπέλα μου... εδώ δήλωσε καθαρά ότι αύριο θα γυρίσει να σε αποτελειώσει και εσύ... εσύ... Χριστέ μου από ποιον πλανήτη έχεις κατέβει;» σχεδόν τσίριξε και με γρήγορα βήματα πήγε στο υπνοδωμάτιο και κλείστηκε μέσα για να καλμάρει τα νεύρα του...
Όπως ήμουν πεσμένη πάνω στον καναπέ... δεμένη χειροπόδαρα, δεν μπόρεσα να ξανασηκωθώ και τα παράτησα... Κάνε θεέ μου να κατάλαβε τι εννοώ... σκέφτηκα και έκλεισα τα μάτια μου για να καλμάρω την ένταση μου πριν έρθει ο πανικός να με κάνει να τα χάσω.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και άκουσα τον Γκουστάβο να μιλάει με κάποιον στο τηλέφωνο...
«Πότε;..... Που;.... Τώρα;.... Εντάξει εντάξει... θα κατεβαίνω» τον άκουσα να λέει και ευθύς αμέσως εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτα.
«Είδες τι έκανες τώρα;» σχεδόν τσίριξε και παίρνοντας την ταινία που είχε τυλίξει τα χέρια μου και τα πόδια μου στο χέρι έκοψε ένα κομμάτι και πήγε να μου κλείσει το στόμα.
«Γκουστάβο όχι... μην...» πήγα να τον σταματήσω αλλά εκείνος ήδη είχε προλάβει να με φιμώσει.
«Συγνώμη αλλά δεν έχω άλλη επιλογή... ο Έντουαρντ είναι κάτω και κάνει ερωτήσεις στους υπόλοιπους για σένα» είπε και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.
«Μμμμ...μμμμ....μμμμ» μούγκριζα κουνώντας το κεφάλι μου για να μου βγάλει την ταινία να του μιλήσω αλλά εκείνος χωρίς να με ξανακοιτάξει σηκώθηκε και έφυγε.
“Πες του την αλήθεια βρε ηλίθιε... αν του την πεις θα μας βγάλει και τους δυο από εδώ” έλεγα από μέσα μου ενώ έκλαιγα και χτυπιόμουν από την απελπισία που με είχε πιάσει... Τι ηλίθιος θεέ μου... δεν θα σκεφτεί να το κάνει είμαι σίγουρη... σκέφτηκα και ξέσπασα χτυπώντας τα πόδια από τα νεύρα μου πάνω στον καναπέ με αποτέλεσμα να γλιστρήσω και να πέσω στο πάτωμα.
Ένας πόνος στην κοιλιά μου με διέλυσε και φέρνοντας τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες για να τον ηρεμήσω χωρίς αποτέλεσμα... Αμέσως ανάμεσα στα πόδια μου ένιωσα μια καυτή υγρασία και κοιτάζοντας προς τα κάτω είδα το παντελόνι μου που άρχισε να νοτίζει από το αίμα που ένιωθα να ρέει... Ωραία εσύ μου έλειπες τώρα... σχολίασα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα προσπάθησα να ανασηκωθώ αλλά όπως με είχε δεμένη δεν τα κατάφερα και ξανά προσγειώθηκα και πάλι στο πάτωμα.
Ο πόνος αφόρητος αλλά το μυαλό δούλευε πυρετώδες... Με μια γρήγορη ματιά κοίταξα γύρω μου και μόλις είδα το τραπεζάκι του σαλονιού μπροστά μου αμέσως άρχισα έρποντας και κουτρουβαλώντας να πηγαίνω κοντά του... Αφού ίσιωσα το κορμί μου ανασήκωσα τα πόδια μου και άρχισα να το χτυπάω με αυτά... προσπάθησα να το ανασηκώσω για να το αφήσω απότομα στο πάτωμα για να κάνει περισσότερο θόρυβο αλλά δεν τα κατάφερα και αρκέστηκα μόνο να το χτυπάω με δύναμη με τα πόδια μου μετακινώντας το με θόρυβο... ελπίζοντας κάποιος να το ακούσει.
Φτάνοντας στην άλλη άκρη του σαλονιού δεν είχε γίνει τίποτα... μόλις είδα το λαμπατέρ δαπέδου σύρθηκα με το σώμα μου στο πάτωμα για να πάω κοντά του και δίνοντας του μια το έκανα πέσει στο πάτωμα και μόλις εκείνο έπεσε έκανε ένα εκκωφαντικό θόρυβο και τα γυαλιά άρχισαν να εκσφενδονίζονται παντού... Γύρισα το πρόσωπο μου από την άλλη αλλά τα γυαλιά πρόλαβαν και τραυμάτισαν την επιδερμίδα μου σε όλα τα εκτεθειμένα σημεία που υπήρχαν αλλά και κόβοντας το ύφασμα των ρούχων μου με τραυμάτισαν και στο υπόλοιπο σώμα.
Και πάλι δεν έγινε τίποτα... ο πόνος στην κοιλιά μου και η ροή του αίματος έγιναν χειρότερα και εξαντλημένη πια τα παράτησα και μαζεύοντας τα πόδια μου και πάλι κοντά στο σώμα μου... άρχισα να ξεσπάω σε κλάματα χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα άλλο.
Ο Γκουστάβο δεν άργησε να έρθει... και μόλις μπήκε μέσα ήρθε με φόρα έτοιμος να μου χιμήξει για τον πανικό που είχα προκαλέσει... αλλά βλέποντας τα αίματα πάγωσε και με κοίταξε πανικόβλητος.
«Είσαι τρελή;;;... Τι πήγες και έκανες;;;» είπε ανασηκώνοντας με και την στιγμή που έβγαλε την ταινία από το στόμα του απάντησα κατάλληλος.
«Είσαι ηλίθιος... είσαι τόσο ηλίθιος» φώναξα μέσα από τα αναφιλητά μου ενώ προσπαθούσα να συγκρατήσω με νύχια και με δόντια τα βογκητά του πόνου που με είχαν διαλύσει.
«Μπέλα πας καλά;... τι θα μπορούσα να του πω μπροστά σε όλους τους άλλους... αν πάρει είδηση ο θυρωρός ότι έχουμε κάνει κόμμα θα μας σκοτώσει επιτόπου... δεν αστειεύεται» είπε τρομοκρατημένα και με κοίταξε με νόημα στα μάτια και ξεσπώντας άρχισα να κλαίω πιο δυνατά.
«Έλα ηρέμησε τώρα... μόνη σου το είπες... τον να τα χάσουμε τώρα δεν βοηθάει... έλα σε παρακαλώ προσπάθησε να ηρεμήσεις... κάτι θα βρούμε να κάνουμε μέχρι αύριο... ο Έντουαρντ το πήρε το μήνυμα» είπε και τον κοίταξα στα μάτια.
«Ρώταγε αν είχε έρθει καμία γυναίκα με τα χαρακτηριστικά της Τάνιας από εδώ» είπε με νόημα και πήρα μια ανάσα... «καλύτερα;» ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά χωρίς να μπορέσω να μιλήσω ακόμα... «έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς... είσαι μέσα στα αίματα» είπε με έναν αναστεναγμό... και αφήνοντας με από το σφιχτό του κράτημα άρχισε να με λύνει.
Μόλις με πήγε στο μπάνιο με άφησε να κάτσω πάνω στην λεκάνη και με κοίταξε εξεταστικά...
«Μπέλα εσύ αιμορραγείς πάρα πολύ... και το χρώμα σου είναι ακόμα πιο άσπρο από πριν... είσαι σίγουρα καλά;» κούνησα και πάλι το κεφάλι μου αρνητικά και σκούπισα τα δάκρια μου ασθμαίνοντας, προσπαθώντας πολύ σκληρά να συνέλθω αλλά ο πόνος στην κοιλιά μου δεν βοηθούσε την κατάσταση.
«Τι μπορώ να κάνω εγώ;» ρώτησε με αγωνία και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα του ζήτησα να πάει σε ένα φαρμακείο για να μου πάρει τα ειδικά παυσίπονα που έπαιρνα κάθε φορά που μου ερχόταν η περίοδος μου και με κοίταξε εξεταστικά.
«Σίγουρα θα είσαι καλά μόνη σου;» ρώτησε με αγωνία και κατένευσα.
«Μην ανησυχείς το έχω συνηθίσει... πάντα έτσι το περνάω» κατένευσε και αφού μου χάιδεψε παρηγορητικά τον ώμο μου έφυγε και με άφησε μόνη μου.
Κοίταξα για λίγο γύρω μου και αναστέναξα... παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή... σηκώθηκα και πήγα με μεγάλο κόπο στο δωμάτιο οι δυνάμεις μου είχαν αρχίσει να με εγκαταλείπουν... Άνοιξα την βαλίτσα και αφού πήρα μια καθαρή αλλαξιά και σερβιέτες γύρισα ξανά στο μπάνιο και μπήκα κάτω από το ντουζ για να ξεβγάλω από πάνω μου το αίμα και αφού σκουπίστηκα ντύθηκα ξανά και πήγα προς το σαλόνι.
Ήμουν μόνη μου σκέφτηκα και αμέσως άρχισα να κοιτώ γύρω μου... δοκίμασα να ανοίξω την πόρτα τίποτα... ήταν κλειδωμένη... Ηλίθιε Γκουστάβο... ηλίθιε... τσίριξα μέσα μου και νέα δάκρυα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους ενώ ένα οξύς πόνος ήρθε και πάλι να με λυγίσει... Μόλις ανασήκωσα την ματιά μου είδα τον μεγάλο καναπέ που ήταν κοντά στην πόρτα και δεν το σκέφτηκα... με όση δύναμη είχα άρχισα να τον τραβάω και μόλις σφήνωσε την πόρτα έβαλα και τον σύρτη και την αλυσίδα για να σιγουρευτώ ότι και να γυρίσουν αυτό θα του καθυστερήσει περισσότερο και πήγα προς την κουζίνα.
Η μόνη διέξοδος του σπιτιού ήταν το ασανσέρ τροφοδοσίας... που για καλή μου τύχη ήταν αθόρυβο... Αλλά χωράω εγώ εκεί μέσα;... και άντε πες και χώρεσα θα είμαι τυχερή να είναι ανοιχτή η κάτω πόρτα;... αναστέναξα και τα παράτησα... Αν δεν δοκιμάσω δεν θα μάθω ποτέ... σκέφτηκα και άρχισα να τον κάνω πράξη.
Ευτυχώς για μένα... μετά χίλια ζόρια τελικά χώρεσα αλλά η πόρτα;... Πάτησα το κουμπί για τον ισόγειο αλλά τίποτα... αν δεν κλείσω την πόρτα δεν πρόκειται να κατέβει... Γαμώ τα συστήματα τους γαμώ... έβρισα και αφού έβγαλα τα πόδια μου έξω κατέβηκα και πάλι από το ασανσέρ και άρχισα να ψάχνω τα συρτάρια για να βρω κάτι για να με βοηθήσει να κλείσω την πόρτα αλλά δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να με βοηθήσει.. Ασυναίσθητα άνοιξα το ψυγείο και είδα πάνω στο χαρτί που ήταν τυλιγμένο το τυρί και τα αλλαντικά ένα λαστιχάκι και τότε άστραψε στο μυαλό μου μια ιδέα και παρακάλαγα μέσα μου να πετύχει.
Πήρα όλα τα λαστιχάκια από τις συσκευασίες που βρήκα και αφού τα ένωσα μεταξύ τους... έβαλα την μια άκρη απο τα λαστηχάκια πάνω στο κλειδί και περνώντας την άλλη άκρη από τον καρπό μου ξανά προσπάθησα να μπω μέσα στο ασανσέρ... Την στιγμή που άκουσα κλειδιά πάνω στην πόρτα τρομοκρατήθηκα αλλά δεν έχασα την ψυχραιμία μου... Με γρήγορες κινήσεις μπήκα μέσα στο ανσανσερ τροφοδοσίας και την στιγμή που έβαλα μέσα στριμωχτά και τα πόδια μου τράβηξα το χέρι μου... Η πόρτα έκλεισε και το ασανσέρ άρχισε να κατεβαίνει... Έβγαλα το λαστιχάκι από το χέρι μου και περίμενα υπομονετικά να φτάσει στο ισόγειο προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να κατευνάσω τον εαυτό μου πριν ο πανικός της κλειστοφοβίας με καταβάλει... Μόλις το ασανσέρ σταμάτησε προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα αλλά ήταν σφηνωμένη... Γαμώ την τύχη μου γαμώ... έβρισα από μέσα μου και βάζοντας όση δύναμη μου είπε απομείνει στα πόδια άρχισα να την χτυπώ όπως όπως αλλά ο χώρος ήταν τόσο περιορισμένος που δεν μπορούσα να πάρω φόρα και δεν γινόταν τίποτα... Πάτησα ξανά τον πάνω όροφο ελπίζοντας ο Ντανιέλ να είναι εκεί.
Σταματώντας στον όροφο του η γυναίκα του πέταξε μια στριγγλιά και έτρεξε να μου ανοίξει.
«Μπέλα τι έπαθες; Γιατί μπήκες στο ασανσέρ;» άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις ενώ με βοηθούσε να βγω από το ασανσέρ και ο Ντανιέλ έτρεξε κοντά μας.
«Μπέλα είσαι καλά; Τι συμβαίνει... ο μικρός ήταν εδώ και σε έψαχνε»
«Το ξέρω» αναστέναξα και πιάνοντας την κοιλιά μου πήρα μια βαθιά ανάσα για να ελέγξω τον πόνο και ο Ντανιέλ και η Μελένια με βοήθησαν να κάτσω... «πρέπει να φύγω από εδώ... δεν έχω χρόνο να σας εξηγήσω... μπορείς να πας κάτω να ανοίξεις το πορτάκι του ασανσέρ της τροφοδοσίας για να μπορέσω να φύγω;» τον ρώτησα και με κοίταξε παραξενευμένος... «ο θυρωρός θα με σκοτώσει αν με δει» του είπα με νόημα και ο Ντανιέλ και η Μελένια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σοκαρισμένοι... «μην ανησυχείτε δεν κινδυνεύετε... εμένα θέλουν» τους καθησύχασα και ο Ντανιέλ έτριψε τον σβέρκο του νευρικά.
«Θα κατέβω κάτω να σου ανοίξω... σίγουρα μπορείς να μπεις πάλι μέσα στο ασανσέρ;... Μπέλα είσαι πολύ χάλια»
«Δεν έχω άλλη επιλογή Ντανιέλ... αν δεν φύγω τώρα θα με σκοτώσουν» είπα με πόνο στην ματιά μου και κατένευσε.
«Θα πάρω τον μικρό να τον ενημερώσω»
«Όχι ακόμα... πάρ’ τον αφού φύγω... δεν θέλω να έρθει τώρα και να κάνει τα πράγματα χειρότερα»
«Όπως νομίζεις... εσύ ξέρεις καλύτερα» είπε και έφυγε για να πάει στο ισόγειο.
Με την βοήθεια της Μελένια μπήκα ξανά στο ασανσέρ και την στιγμή που πάτησα το κουμπί του ισογείου εκείνη με κοίταξε με αγωνία.
«Μπέλα σίγουρα θα τα καταφέρεις;... εσύ αιμορραγείς και το χρώμα σου είναι τόσο χλωμό...»
«Δεν θέλω να σας μπλέξω Μελένια... πρέπει να φύγω πριν με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου» εκείνη κατένευσε και κοιτώντας με με κατανόηση έκλεισε την πόρτα του ασανσέρ και εκείνο ξεκίνησε.
Μέσα σε όλα τα άλλα ο πανικός της κλειστοφοβίας ερχόταν απειλητικά να με τσακίσει αλλά δεν το έβαζα κάτω... Μόλις έφτασα στο ισόγειο ο Ντανιέλ αμέσως άνοιξε την πόρτα και με βοήθησε να βγω... πήρα μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Ο θυρωρός δεν είναι μπροστά κάπου πρέπει να πήγε... αλλά εγώ καλού κακού κλείδωσα την πόρτα για να μην μπει κανείς... έλα να σε βοηθήσω να βγεις από την πίσω πόρτα» είπε και τον σταμάτησα.
«Ντανιέλ όχι... δεν θέλω να σε μπλέξω σε όλα αυτά... σε παρακαλώ έχεις γυναίκα και παιδί... πήγαινε κοντά τους και καλού κακού φύγετε από εδώ για δύο τρεις μέρες μέχρι να τους πιάσουν» τον παρακάλεσα και μόλις το σκέφτηκε για λίγο κατένευσε και αναστέναξε.
«Θα είσαι σίγουρα καλά;»
«Το παλεύω Ντανιελ ,το παλεύω» είπα με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει και τρίβοντας το ώμο μου παρηγορητικά έκανε να φύγει.
Ξεκλείδωσε την πόρτα και κοιτώντας γύρω του μου έκανε σήμα ότι δεν ήταν κανείς τριγύρω και έφυγε... Έμεινα για λίγο αναποφάσιστη αλλά τελικά αποφάσισα να βγω από την πίσω πόρτα που ήταν για τις παραλαβές... Ευτυχώς τα κλειδιά ήταν απάνω... Να και κάτι καλό.. σκέφτηκα και ανοίγοντας την πόρτα άρχισα να τρέχω χωρίς να το σκεφτώ... Μόλις βγήκα στον δρόμο ένα αυτοκίνητο προκειμένου να μην με πατήσει έκανε ελιγμό και με προσπέρασε ενώ ένα ταξί σταμάτησε ακριβός μπροστά στα πόδια μου με τα λάστιχα του να τρίζουν πάνω στην άσφαλτο.
«Είσαι τρελή κοπέλα μου» τσίριξε ο οδηγός βγάζοντας το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και πριν αντιδράσει έτρεξα και άνοιξα την πόρτα του αλλά πριν προλάβω να μπω η φωνή του Γκουστάβου με έκανε να παγώσω.
«Μπέλα;» φώναξε ενώ με κοίταγε έντρομος... τον κοίταξα παρακλητικά στα μάτια και εκείνος μόλις κοίταξε πρώτα γύρω του να δει αν ήταν κανένας από τους δικούς της... κούνησε το κεφάλι του καταφατικά... και έτρεξε και εκείνος προς το δικό του αυτοκίνητο... μπήκα μέσα στο ταξί και τσίριξα.
«Φύγε τώρα... αλλιώς θα μας σκοτώσουν» ο ταξιτζής με κοίταζε σοκαρισμένος... «Αν θες την ζωή σου ξεκίνα τώρα» του είπα μέσα από τα δόντια μου και σανιδώνοντας το ταξί πέταξε μακριά από την κόλαση μου.
«Κοπελιά είσαι καλά;... εσύ αιμορραγείς» είπε με τρόμο στα μάτια του.... «Θα σε πάω σε νοσοκομείο... δεν θα με πάρεις εσύ στον λαιμό σου»
«Όχι, όχι σε νοσοκομείο... έχεις κινητό;» τον ρώτησα και εκείνος αμέσως άνοιξε το ντουλαπάκι και μόλις το πήρε στα χέρια του το έτεινε προς το μέρος μου... «Μην σταματήσεις για κανέναν λόγο... βλέπεις να μας ακολουθεί κανείς;» τον ρώτησα καθώς πληκτρολογούσα τον αριθμό του Έντουαρντ και εκείνος άρχισε να κοιτάει σε όλους τους καθρέπτες.
«Ναι;» απάντησε ο Έντουαρντ νευριασμένα μέσα από τα δόντια του.
«Έντουαρντ» είπα με μια ανάσα για να καλμάρω τον πόνο που μου μείωνε τις αντοχές μου.
«Μπέλα... Μπέλα που είσαι;... Με πήρε ο Ντανιέλ»
«Είμαι σε ένα ταξί... τους ξέφυγα αλλά δεν ξέρω αν μας ακολουθούν» του είπα και εκείνος άρχισε να μιλάει σε κάποιους που ήταν κοντά του.
«Ηρέμησε καρδιά μου όλα θα πάνε καλά... δώσε μου τον οδηγό να του μιλήσω και προσπάθησε να ηρεμήσεις εντάξει;» είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε για να με καθησυχάσει.
«Εντάξει» είπα με δυσκολία και έτεινα το κινητό ξανά στον οδηγό και εκείνος με κοίταξε με απορία.. «Θέλει να σου μιλήσει» εξήγησα και παίρνοντας το κινητό το έβαλε στο αυτί του ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ξεφύγει από την κίνηση που είχαμε βρει μπροστά μας.
«Μάλιστα...... Όχι αιμορραγεί και από όσο μπορώ να καταλάβω πρέπει να πονάει πάρα πολύ... κύριε Κάλεν πρέπει να την πάω σίγουρα σε κάποιο νοσοκομείο... το χρώμα της είναι πολύ ωχρό δεν νομίζω ότι θα κρατήσει για πολύ ακόμα........ Μάλιστα θα είμαι εκεί όσο πιο γρήγορα μπορώ...... θα τα πούμε εκεί» είπε και έκλεισε το κινητό...
Εγώ δεν είπα τίποτα... με νύχια και με δόντια προσπάθησα να κρατηθώ αλλά το σκοτάδι ήδη είχε αρχίσει να έρχεται καταπάνω μου απειλητικά... όμως δεν το έβαζα κάτω... Αν δεν έβλεπα τον Έντουαρντ δεν θα παραδινόμουνα... Ανάσες Μπέλα ανάσες... λίγο ακόμα έμεινε... ανάσες... έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου για να πάρει κουράγιο και μόλις το ταξί σταμάτησε η πόρτα μου άνοιξε και τότε τον είδα.
«Μπέλα» είπε εκείνος και όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει εξανεμίστηκαν και το σκοτάδι ήρθε να με καλύψει.
«Μπέλα μην τα παρατάς... άνοιξε τα μάτια σου... είμαι εδώ» έλεγε μέσα από τους λυγμούς του ενώ τα ζεστά του χέρια τυλιγόντουσαν στον σώμα μου σαν ασπίδα... «Μπέλα μου σ’ αγαπώ... μην τα παρατάς» παρακάλαγε και προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου “και εγώ σ’ αγαπώ” ούρλιαζα μέσα μου... αλλά καμία λέξη δεν έβγαινε από τα χείλια μου... “και εγώ σ’ αγαπώ” είπα με παράπονο και τότε τα πάντα νέκρωσαν.