Ο ήλιος καθώς ξεμακραίναμε άρχισε να δύει και τα χρώματα που έπαιρνε ο ουρανός ήταν τόσο φαντασμαγορικά... με τα σύννεφα να δημιουργούν μια ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα με το απέραντο γαλάζιο να απλώνετε μπροστά μας και το πορτοκαλί και το μωβ του ουρανού να κάνει αντίθεση και να σε μαγεύει.
Ο Έντουαρντ πιο ανάλαφρος από ποτέ... συνέχιζε να δαμάζει με έναν περίσσιο ενθουσιασμό τα κύματα και την στιγμή που αρχίσαμε να φτάνουνε κοντά σε μια αμμουδιά έκοψε ταχύτητα και το θέαμα που αντίκρισα μπροστά μου μου έκοψε την ανάσα...
Στην μέση της μοναχικής αμμουδιάς υπήρχε μια μικρή τέντα από φοινικόφυλα και από κάτω υπήρχε μια μικρή εξέδρα με ένα τραπέζι απάνω και γύρω γύρω πολλά πολλά μαξιλάρια αντί για καρέκλες... γύρω από αυτήν την εξέδρα υπήρχαν πολλές γυάλες με κεριά και τρεις ψιλές δάδες να ολοκληρώνουν το σκηνικό και με το εκπληκτικό πορτοκαλί χρωματισμό που ανέδυαν τα κεριά το έκαναν εξωπραγματικό... Παράδεισος...
«Σου αρέσει;» ρώτησε την στιγμή που κατέβηκε και εκείνος από το τζετ σκι... ερχόμενος κοντά μου.
«Είναι...» είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό... «Εξωπραγματικό» κατάφερα να πω και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από την μέση μου, μου έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου και με παρέσυρε προς το τραπέζι... Το περίεργο της υπόθεσης είναι ότι δεν υπήρχε κανένας άλλο κοντά μας... από την άλλη λίγο πιο δίπλα από το τραπέζι υπήρχε ένας πάγκος με τσίγκινα σκεύη φαγητού από κάποιο κέτερινγκ.
Μόλις με έβαλε να κάτσω στην μια μεριά φροντίζοντας πρώτα να στρώσει έτσι τα μαξιλάρια ώστε να κάθομαι απάνω τους και όχι πάνω στο ξύλινο πλαίσιο πήρε το κρασί που ήταν πάνω στο τραπέζι και μου το έδειξε.
«Θα μου κάνεις παρέα;» ήξερε ότι δεν μου αρέσει ιδιαίτερα το αλκοόλ και ότι πίνω σπάνια... ιδίως κρασί αλλά σήμερα είπα να κάνω μια εξαίρεση... Κατένευσα και μόλις το άνοιξε μου έβαλε λίγο στο ποτήρι μου για να το δοκιμάσω.
«Μμμμ... εξαιρετικό» είπα και μου χαμογέλασε με ικανοποίηση... γέμισε και τα δύο ποτήρια μας αλλά δεν έκατσε κάτω και αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
«Τους τελευταίους τρεις μήνες με περιποιείσαι εσύ... σήμερα σκέφτηκα να αντιστρέψω λίγο τις καταστάσεις» απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση μου κλείνοντας μου το μάτι... και παίρνοντας έναν κατάλογο στο χέρι του μου τον έτεινε για να διαλέξω από το μενού.
«Πες μου τι δεν σου αρέσει και τα άλλα άστα απάνω μου» συνέχισε και κουνώντας το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά άνοιξα τον κατάλογο και άρχισα να τον διαβάζω.
«Εκτός τα θαλασσινά... όλα τα άλλα είναι καλά» είπα και του έδωσα τον κατάλογο πίσω.
«Επιστρέφω αμέσως... μην τολμήσεις να το κουνήσεις ρούπι από εδώ» απείλησε με αυστηρό ύφος και γέλασα δυνατά.
«Και να πάω που;» του απάντησα και τσιμπώντας το σαγόνι μου παιχνιδιάρικα, μου χαμογέλασε και κίνησε προς τον πάγκο με τα φαγητά... πήρε μια μεγάλη πιατέλα και ανοίγοντας τα καπάκια άρχισε να την γεμίζει με ότι μπορεί να βάλει ο νους σας... αφού μου σέρβιρε την γεμάτη πιατέλα... γέμισε και άλλη μια για τον ίδιο και έκατσε δίπλα μου... πήρε το ποτήρι του στο ένα του χέρι και μόλις τον μιμήθηκα με κοίταξε μέσα στα μάτια βαθιά με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη που μου έκοψε την ανάσα.
«Σε τι θες να πιούμε;» ρώτησε και το σκέφτηκα για λίγο.
«Τι θα έλεγες να πιούμε στα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα»
«Στα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα» επανέλαβε απόλυτα ικανοποιημένος χαμογελώντας πιο φωτεινά και μόλις τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό μου το άφησε πάνω στο τραπέζι και παίρνοντας το πιρούνι του στο χέρι του με κοίταξε μόνο για μια στιγμή και μαζί αρχίσαμε να τρώμε για λίγο σιωπηλοί.
«Σου αρέσει;» ρώτησε με μια αγωνία στην φωνή του και τον κοίταξα χαμογελώντας.
«Μμμχχχμμμ... είναι όλα υπέροχα... σε ευχαριστώ» είπα με βαθιά ειλικρινή φωνή και μελαγχόλησε μόνο για μια στιγμή αλλά αμέσως άλλαξε ύφος και ευδιάθετα μου απάντησε.
«Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα» αναστέναξε και κρατώντας το χέρι μου μέσα στα δικά του το φίλησε ευλαβικά και συνεχίζοντας να τρώμε άνοιξε μια ανέμελη κουβέντα.
Συζητήσαμε για πολλά πράγματα... αλλά περισσότερο επικεντρώθηκε στα ενδιαφέροντα μας... στις ταινίες... στα βιβλία... ιδιαίτερα στα βιβλία... και σε διάφορα άλλα πράγματα που κάναμε στην καθημερινότητα μας τις ελεύθερες ώρες μας... Βρήκαμε τόσα κοινά στοιχεία που πραγματικά με εξέπληξε... Τόσο ίδιοι... αναστέναξα και για λίγο έμεινε να με κοιτάει.
«Θες επιδόρπιο;» ρώτησε ελπίζοντας να με αποσπάσει από τις σκέψεις μου καθώς είδε να μελαγχολώ και κατένευσα.
«Έχει παγωτό;» ρώτησα με μια παιδιάστικη γκριμάτσα και εκείνος χαμογέλασε αυτάρεσκα.
«Φράουλα... μπανάνα και στρατσιατέλα;» ρώτησε και έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Πως το ήξερες;» ρώτησα ξέπνοα.
«Ο υπεύθυνος της τροφοδοσίας σας... τον τελευταίο καιρό δεν προλαβαίνει να ανανεώνει τις συγκεκριμένες γεύσεις... και το υπέθεσα» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του.
«Δεν μένω μόνο εγώ στο κτήριο ξέρεις» του γύρισα πίσω και καλά θιγμένα.
«Ναι αλλά μόνο εσύ είσαι η πιο λιχούδα από τους τέσσερις σας... Απορώ τόσο που τρως που το βάζεις;» ρώτησε πειράζοντας με και κοκκινίζοντας κοίταξα προς την άλλη μεριά.
«Κάποιος φροντίζει να καίω όλες τις θερμίδες που παίρνω» του γύρισα πίσω και παίρνοντας το κρασί στο χέρι μου απέφυγα την ματιά του και εκείνος γέλασε σιγανά.
«Μμμμ... προσωπικό γυμναστή εεε;;... και δεν φοβάσαι μην ζηλέψει ο άντρας σου;» συνέχισε το πείραγμα και τον κοίταξα.
«Ο άντρας μου... καλά θα κάνει να μην λείπει τόσο πολύ... αλλιώς ας πρόσεχε» του γύρισα πίσω το πείραγμα του και εκείνος αμέσως σοβάρεψε... δεν του άρεσε και πολύ αυτό... αν και ήξερε ότι δεν το εννοούσα έτσι όπως το είπα... «Άλλωστε και εσύ το είπες μόνος σου» του υπενθύμισα.
«Μάλλον έχεις δίκιο» απάντησε σοβαρός... και σηκώθηκε για να μαζέψει τα πιάτα ώστε να φέρει το παγωτό.
«Έντουαρντ... πλάκα έκανα» προσπάθησα να τον λογικεύσω για να μην χαλάσουμε πάλι την βραδιά μας με ηλίθια πείσματα και αναστέναξε ενώ κατένευσε και δεν είπε τίποτα άλλο... Ώρες ώρες πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τι τον πιάνει.
Μόλις γύρισε με δύο μπολ γεμάτα μέχρι επάνω... έκατσε ξανά δίπλα μου και το ύφος του όλο είχε και πάλι αλλάξει... ήταν πιο ζεστό και πιο παιχνιδιάρικο.
«Ελπίζω να σου αρέσει» είπε και παίρνοντας το κουτάλι του έβαλε λίγο από το παγωτό του και μου το πρόσφερε... Γέρνοντας πιο κοντά του άνοιξα το στόμα κλείνοντας τα μάτια ασυναίσθητα και αντί για το παγωτό αυτό που γεύτηκα ήταν η γλώσσα του που διείσδυσε μέσα στο στόμα μου και δεν έχασα ευκαιρία... Το χέρι μου τυλίχτηκε γύρω από τον λαιμό του και φέρνοντας τον κοντά μου βάθυνα το φιλί μας χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου... Μόλις άκουσα το πιρούνι να προσγειώνετε πάνω στο τραπέζι ένιωσα τα χέρια του να με τυλίγουν και δεν ήθελα τίποτα άλλο.
«Έτσι όπως το πάμε δεν νομίζω να καταφέρουμε να φάμε το παγωτό» σιγομουρμούρισε με βαθιά φωνή από την έξαψη πάνω στα χείλια μου και γέλασα σιγανά.
«Δεν φταίω εγώ αν με προκαλείς» τον πείραξα ανοίγοντας τα μάτια μου και η μόλις αντίκρισα την δική του μου έκαψε κάθε λογική... Πέρασε το χέρι του σε όλη την επιφάνεια του προσώπου μου και με άφησε από το σφιχτό του κράτημα για να απολαύσω το παγωτό μου.
«Μμμμμ... εξαιρετικό... από τα καλύτερα που έχω φάει σε αυτό το μέρος»
«Έχεις ξαναέρθει στις Μαλβίδες;» ρώτησε με ενδιαφέρον και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά ενώ συνέχιζα λαίμαργα να τρώω το παγωτό μου.
«Είναι η έβδομη φορά που έρχομαι... είναι το αγαπημένο μου μέρος... όταν έβρισκα κενή πτήση έκανα τα αδύνατα δυνατά να με βάλουν σε αυτήν... Έχω περάσει απίστευτες στιγμές εδώ... φυσικά αυτή δεν μοιάζει με καμία άλλη... αλλά και το δωμάτιο ξενοδοχείου δεν με χάλαγε»
«Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το μέρος που σε μαγεύει τόσο;»
«Το ότι μου θυμίζει πολύ την ταινία η "Γαλάζια λίμνη"... πάντα όταν έρχομαι εδώ κάνω σενάρια με το μυαλό μου ότι βρίσκω τον δικό μου Richard και κλεβόμαστε και ζούμε την υπόλοιπη ζωή μας σε ένα σπιτάκι σαν και αυτό που μου νοίκιασες ζώντας μόνο με ότι βρίσκουμε στην φύση... Εκείνος μπορεί να φάει και κανένα ψάρι... εγώ όμως με βλέπω να την βγάζω μόνο με φρούτα» σαρκάστηκα και γέλασα μόνη μου αλλά αμέσως πάγωσα μόλις κοίταξα την ματιά του και έμεινα ξέπνοη να τον κοιτώ... «Τι συμβαίνει;» ρώτησα με αγωνία και κοίταξε για λίγο μακριά πριν με ξανακοιτάξει.
«Όταν πηγαίναμε ταξίδια με το πλοίο όλοι μαζί... πάντα έκανα σενάρια ότι το πλοίο ναυαγούσε και έμενα μόνο εγώ η μητέρα μου και η δική μου Emmeline και φανταζόμουν ότι ζούσα το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί τους μακριά από όλους και από όλα σε ένα νησάκι που δεν υπήρχε πάνω στον χάρτη... ώστε να μην μπορέσει ποτέ να μας ξαναβρεί» είπε σοβαρός και κοιτώντας τον με πόνο στα μάτια του χάιδεψα απαλά το μάγουλο του και πετώντας τα μαξιλάρια που μας χώριζαν πήγα κοντά του... εκείνος δεν μετακινήθηκε καθόλου.
Έκατσα πάνω στα πόδια του αντικριστά του και μόλις τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου τον φυλάκισα στην αγκαλιά μου και άρχισα να του χαϊδεύω ήρεμα τα μαλλιά του ενώ σκόρπιζα διάσπαρτα φιλιά πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του... Πως μπορεί να είμαστε τόσο ίδιοι;... ρώτησα με παράπονο τον εαυτό μου αλλά πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο ο Έντουαρντ σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε να με φιλάει τόσο απαιτητικά που μου έκοψε την ανάσα.
Αμέσως τα σώματα μας πήραν φωτιά και τα χέρια μας προσπάθησαν να μας απαλλάξουν από ότι χώριζε τα κορμιά μας από το να γίνουν ένα... τα χείλη του πάνω στον λαιμό μου ρουφούσαν και γεύονταν την αλμυρή από την θάλασσα επιδερμίδα μου και τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του τον έφερνα πιο κοντά μου ζητώντας περισσότερα... Χριστέ μου πόσο τον έχω ανάγκη... πόσο τον αναζητώ.
Με μια γρήγορη κίνηση τράβηξε το τραπέζι και το έκανε να αναποδογυρίσει πάνω στην άμμο χωρίς να αποχωρίζεται τα χείλια μου και ξαπλώνοντας με πάνω στο δροσερό ξύλο συνέχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος που βόγκηξα τεντώνοντας το κορμί μου για να το ακουμπήσω πάνω στο δικό του... Τα χείλια του βρήκαν την μια μου ρόγα και άρχισαν να την πιπιλίζουν τόσο ερωτικά που έκανε όλο μου το κορμί να αναριγήσει... οι ρόγες μου αμέσως σκλήρυναν και μόλις ένιωσα τον ερεθισμό του πάνω στην φλόγα μου σκληρό και παλλόμενο βόγκηξα δυνατά και άρχισα να τρίβομαι απάνω του... τα ρούχα που είχαν απομείνει απάνω μας με ενοχλούσαν και από την ανυπομονησία μου φώναξα χωρίς να το καταλάβω.
«Έντουαρντ... δεν αντέχω άλλο... σε θέλω μέσα μου τώρα»
«Και εγώ μωρό μου...» έλεγε με βαθιά φωνή από το πάθος του χωρίς να σταματάει να γεύεται και να δαγκώνει απαλά τις ρόγες μου εναλλάξ... «Και εγώ» φώναξε... και βάζοντας τα χέρια του πάνω στο σορτσάκι μου το κατέβασε μαζί με το μαγιό μου ενώ τα χείλια του κατηφόριζαν προς την κοιλιά μου στέλνοντας κύματα φωτιάς σε όλο μου το κορμί.
Φτάνοντας στο χνούδι μου άνοιξε τα πόδια μου και μόλις ένιωσα την γλώσσα του πάνω στην κλειτορίδα μου φώναξα δυνατά ανασηκώνοντας τους γοφούς μου για να του δώσω καλύτερη πρόσβαση και συγκρατώντας με από τους γλουτούς μου με κράτησε σταθερή και με έκανε με έναν μοναδικό τρόπο δική του... Ασθμαίνοντας προσπάθησα να συγκρατήσω τις ορμές μου αλλά μου ήταν αδύνατον... ο τρόπος που με κατακτούσε με έκανε να ξεπερνώ κάθε μου όριο και τα δάχτυλα του με έφταναν όλο και πιο κοντά στο να εκραγώ.
«Έντουαρντ» τσίριξα ξέπνοα.
«Πες μου μωρό μου...» παρακάλεσε.
«Σε θέλω τόσο πολύ που τρελαίνομαι» φώναξα ενώ το σώμα μου τρανταζόταν από τα αλλεπάλληλα ηλεκτροφόρα κύματα που έστελνε σε όλο μου το κορμί... «Κάνε με δική σου» παρακάλεσα κλαψουρίζοντας και δεν ήθελε τίποτα άλλο.
Για άλλη μια φορά με κατέκτησε με μεγαλύτερο πάθος με την γλώσσα του και τα δάχτυλα του και μόλις όλο μου το πάθος ξέσπασε με ορμή πάνω στα δάχτυλά του εκείνος μούγκρισε από ικανοποίηση και ρούφηξε άπληστα του καυτούς χυμούς μου κάνοντας με να ξεπεράσω τον ίδιο μου τον εαυτό.
«Δεν αντέχω άλλο...» φώναξα ενώ τρανταζόμουν ολόκληρη... «Κάνε με δική σου» παρακάλεσα για άλλη μια φορά και αφήνοντας με μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να βγάλει από πάνω του ότι μας χώριζε... έβαλε ένα προφυλακτικό και με γέμισε ως τα βάθη της ύπαρξης μου με μια γρήγορη άλλα απαλή κίνηση και την στιγμή που ο ερεθισμός του ακούμπησε το τέρμα μου άλλη μια δεύτερη έκρηξη μου μας έκανε να ουρλιάξουμε ταυτόχρονα.
«Είσαι η γυναίκα της ζωής μου...» φώναξε σπαρακτικά... «Είσαι ότι πάντα ονειρευόμουν... η δική μου Emmeline» συνέχισε και πριν σκεφτώ τα λόγια του κάλυψε τα χείλια μου με τα δικά του και με παρέσυρε στον πιο ερωτικό στον πιο καυτό και στον πιο ξέφρενο χορό της ζωής μου... κάνοντας με να ξεχνάω όλα τα άλλα.
Τα κορμιά μας συγχρονισμένα ξεσπούσαν όλο το πάθος που μας είχε καταβάλει και τα χέρια μας χάριζαν απλόχερα τα χάδια που είχε ανάγκη η καρδιά μας για να μας απογειώσει.
«Κάνε με δική σου» παρακαλούσα και εκείνος δεν μου το αρνιόταν... και χωρίς να αποχωρίζεται τα χείλια μου σήκωσε τα πόδια μου ψηλά και τον ένιωσα να μπαίνει πιο βαθιά και βάζοντας το χέρι του πάνω στην μέση μου έκανε τις ωθήσεις του πιο γρήγορες στέλνοντας με στον έβδομο ουρανό... «Χριστέ μου το ορκίζομαι με τρελαίνεις» φώναξα και συγχρονίζοντας τις κινήσεις μου με τις δικές του άφησα τον εαυτό μου να εκφραστεί και την στιγμή που ένιωσε την έκρηξη μου για άλλη μια φορά να ξεσπά απάνω του με μανία σήκωσε το κεφάλι του κλείνοντας τα μάτια του για να συγκεντρωθεί βογκώντας δυνατά.
«Ωωω Χριστέ μου είναι τόσο...» φώναξε τρέμοντας ολόκληρος... «Τόσο...» επανέλαβε προσπαθώντας να κρατηθεί λίγο περισσότερο... «Μπέλα δεν αντέχω άλλο» τσίριξε και βρίσκοντας τα χείλια μου τα σφράγισε με τα δικά του και κατακτώντας με με όλο του το είναι με παρέσυρε στην δύνη των συναισθημάτων που ένιωθε και εκεί απάνω που ήρθε η δική του έκρηξη να με αποτελειώσει ούρλιαξα μέσα μου χωρίς να το εξωτερικεύσω ταυτόχρονα με εκείνον.
«Ω Χριστέ μου... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ τόσο πολύ που τρελαίνομαι» πάγωσα και ανοίγοντας τα μάτια μου έντρομη από την έκπληξη έμεινα με κομμένη την ανάσα να τον κοιτώ την στιγμή που και εκείνος σταματώντας τις κινήσεις του έμεινε ξέπνοος να με κοιτάει με τον ίδιο τρόμο που αντικατοπτριζόταν στην ματιά μου... περιμένοντας τις δικές μου αντιδράσεις.
Τι ήταν αυτό;... Πως φτάσαμε ως εδώ;... Γιατί;... Τι;... Χριστέ μου δεν μπορώ να κάνω ούτε μια λογική σκέψη... Τι είπα μόλις τώρα;... Τι είπε εκείνος;
«Μπέλα;» ρώτησε απαλά χαϊδεύοντας ήρεμα το πρόσωπο μου αλλά εγώ ήμουν ακόμα ανίκανη να αντιδράσω... «Μωρό μου συγνώμη παρασύρθηκα... δεν κατάλαβα πως μου ξέφυγε... σε παρακαλώ μην φρικάρεις» προσπαθούσε να με καθησυχάσει αλλά εγώ ακόμα δεν μπορούσα να βρω τον δρόμο για τον γυρισμό... «Μπέλα σε παρακαλώ πες κάτι... έχεις αρχίσει να τρομάζεις» παρακάλεσε άλλη μια φορά και κλείνοντας τα μάτια μου πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να ηρεμήσω αλλά δεν ήξερα το πως.
Πως σκατά άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί... γιατί το άφησα να εξελιχτεί έτσι;
«Μπέλα μου;» πάλευε να με επαναφέρει αλλά τα δάκρυα που άρχισαν να ξεχειλίζουν από τα μάτια μου τον έκαναν να ανησυχήσει περισσότερο.
«Θέλω να γυρίσουμε πίσω» κατάφερα μόνο να πω με κόπο χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου και αφήνοντας την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του με απαλές κινήσεις σηκώθηκε από πάνω μου και μου άφησε το ελεύθερο να κάνω αυτό που ήθελα χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Με χέρια που έτρεμαν και θολά μάτια που δεν έλεγαν να σταματήσουν να δακρύζουν προσπάθησα να ντυθώ με όση δύναμη μου είχε απομείνει χωρίς να τον κοιτώ από τον φόβο μου μην προδοθώ... Δεν ήθελα να το καταλάβει... φοβόμουν τόσο πολύ... Το μόνο που ήθελα ήταν να τρέξω να κρυφτώ να χαθώ από προσώπου γης και να αφήσω τον εαυτό μου να ξεσπάσει και να ξεφύγει από όλη αυτήν την κατάσταση... Πως σκατά άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί;... Τι θα κάνω τώρα;... ούρλιαζα μέσα μου ξανά και ξανά... και εκείνος καταλαβαίνοντας την σύγχυση που επικρατούσε μέσα μου δεν έλεγε τίποτα για να μην με κάνει χειρότερα.
«Έτοιμη;» ρώτησε την ώρα που πέρασα την μπλούζα μου πάνω από το κεφάλι μου και χωρίς να μιλάω κατένευσα δαγκώνοντας τα χείλια μου με μανία ενώ πάλευα να μαζέψω τα δάκρυα μου που έτρεχαν ανεξέλεγκτα πάνω στο πρόσωπο μου.
Ανεβήκαμε και πάλι πάνω στο τζετ σκι και πριν το καταλάβω είχαμε γυρίσει πίσω στο καλυβάκι μου... μόλις εκείνος έσβησε την μηχανή και το ακινητοποίησε κατέβηκα με γρήγορες κινήσεις και άρχισα να τρέχω προς το εσωτερικό του.
«Μπέλα...» φώναξε εκείνος αλλά δεν σταμάτησα... Μπαίνοντας μέσα έκλεισα την μπαλκονόπορτα για να μην με ακολουθήσει και χωρίς να κοιτώ αν ήταν ακόμα εκεί... έπεσα πάνω στο κρεβάτι και ξέσπασα ότι με βάραινε χωρίς να κουνηθώ ξανά από εκεί.
Απαλά χάδια και τρυφερά φιλιά πάνω στα μαλλιά μου άρχισαν να με ξυπνούν και τρομαγμένη πετάχτηκα και γύρισα προς την άλλη μεριά.
«Ηρέμησε μωρό μου... εγώ είμαι» προσπάθησε να με καθησυχάσει και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βίαια έπεσα και πάλι πάνω στα μαξιλάρια και γυρίζοντας από την άλλη πλευρά έκλεισα ξανά τα μάτια μου και αναστέναξα.
«Πως είσαι;» ρώτησε με αγωνία καθώς τύλιγε διστακτικά το χέρι του γύρω από το σώμα μου... δεν απάντησα και αναστέναξε βαριά... «Είσαι ακόμα θυμωμένη;» προσπάθησε άλλη μια φορά αλλά και πάλι δεν ανταποκρίθηκα... «Μπέλα σε παρακαλώ... μην μου το κάνεις αυτό» παρακάλεσε εκείνος και με γυρίσε προς την μεριά του αλλά εγώ δεν άνοιγα τα μάτια μου ακόμα... φοβόμουν τόσο πολύ να αντικρίσω την ματιά του... ένιωθα ότι αν το έκανα θα καταλάβαινε τα πάντα και αυτό δεν θα το άντεχα.
«Σε παρακαλώ καρδιά μου άνοιξε τα ματάκια σου... σου το ορκίζομαι δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άσχημα... δεν ξέρω πως μου ξέφυγε» έκανε άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια και τα παράτησα... Χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου χώθηκα μέσα στην αγκαλιά του και ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του αναστέναξα τυλίγοντας το χέρι μου γύρω από το σώμα του αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα άλλο.
Τι θα μπορούσα να πω;... Πως θα μπορούσα να τον αντικρίσω ξανά γνωρίζοντας ότι είχα ξεπεράσει όλα τα προσωπικά μου όρια;... Πως θα άντεχα να τον κοιτάξω στα μάτια;... Με αυτές τις σκέψεις ο ύπνος άρχισε να με ξαναπαίρνει και εκείνος άρχισε να αγχώνετε περισσότερο... τον ένιωσα που με μετακινούσε απαλά ενώ τα ακροδάχτυλα του χάιδευαν τρυφερά τις γωνίες του προσώπου μου... Μούγκρισα μέσα από τον ύπνο μου και τραβώντας το χέρι του από πάνω μου προσπάθησα να ξανακοιμηθώ... Το είχα τόσο ανάγκη.
«Μπέλα μου... ξύπνα καρδιά μου... ξέρεις πόσες ώρες κοιμάσαι;» είπε εκείνος απαλά αλλά δεν με ξεγέλασε... είχε ξεπεράσει τα όρια του και η αγωνία του αντικατοπτριζόταν σε κάθε του κίνηση και σε κάθε του λέξη που έβγαινε από τα χείλια του.
«Μμμμμμ» μούγκρισα πεισματάρικα και γυρίζοντας του την πλάτη μου προσπάθησα να συνεχίσω τον ύπνο μου αλλά εκείνος δεν με άφηνε.
«Μπέλα ειλικρινά έχεις αρχίσει να με ανησυχείς... άνοιξε τα μάτια σου»
«Θα με αφήσεις επιτέλους να κοιμηθώ;» τσίριξα χτυπώντας τα χέρια μου και τα πόδια μου με πείσμα πάνω στο στρώμα και αναστέναξε...
«Κοιμάσαι πάνω από είκοσι ώρες καρδιά μου... αυτό δεν είναι φυσιολογικό» παρακάλεσε εκείνος και έκανε άλλη μια προσπάθεια να με γυρίσει προς το μέρος του.
«Άσε με επιτέλους να κοιμηθώ... Τι σου έχω κάνει και με βασανίζεις έτσι;» συνέχισα εγώ πεισματικά και τότε δεν άντεξε... Με πήρε στα χέρια του και με πήγε μέχρι το μπάνιο και αφού με άφησε μέσα στην μπανιέρα άνοιξε το νερό και προσπάθησε να με ξυπνήσει.
«Είσαι τρελόςςςςςςςς;;;;» τσίριζα και χτυπιόμουν προσπαθώντας να ξεφύγω από τα δεσμά του αλλά εκείνος δεν τα παρατούσε.
«Μπέλα σύνελθε... δεν είναι φυσιολογικό να κοιμάσαι τόσες ώρες» είπε εκείνος με πείσμα και την στιγμή που τον κοίταξα με μια δολοφονική ματιά έκλεισε το νερό και με κοίταξε πιο ήρεμα.
«Φέρε μου την τσάντα μου» απαίτησα χωρίς να αλλάζω ύφος και εκείνος με κοίταξε με απορία... «Θα καταλάβεις όταν την φέρεις» του απάντησα στην ανείπωτη ερώτηση που έβλεπα στα μάτια του και ξεφυσώντας σηκώθηκε και πήγε να την βρει για να μου την φέρει.
Εγώ δεν κουνήθηκα καθόλου από την θέση μου και μόλις με πλησίασε άρπαξα την τσάντα μου από το χέρι του και άρχισα να ψάχνω τα πράγματα μου... μόλις βρήκα το μπουκαλάκι με τα χάπια μου του το πέταξα στην μούρη.
«Διάβασε τις παρενέργειες» του είπα σκληρά και αφήνοντας την τσάντα να παίσει στο πάτωμα μάζεψα τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου τύλιξα τα χέρια μου γύρω από αυτά και έβαλα το κεφάλι μου πάνω στα γόνατα μου προσπαθώντας να καλμάρω την ένταση μου για να μην τα κάνω χειρότερα.
«Γιατί τα χρειάζεσαι αυτά τα χάπια;» ρώτησε με απορία και αναστέναξα.
«Έχω κλειστοφοβία... και μου μειώνουν την κρίση πανικού που παθαίνω όταν κλείνει η πόρτα του αεροπλάνου» του είπα και εκείνος έμεινε σιωπηλός.
«Είσαι περίπτωση...» είπε ενώ καθόταν στο πάτωμα δίπλα μου και γυρίζοντας το κεφάλι μου τον κοίταξα στα μάτια.
«Θα έκανα τα πάντα προκειμένου να πετάω» του είπα με πόνο στην φωνή και μου χάιδεψε ήρεμα τα βρεγμένα μου μαλλιά κοιτώντας με, με κατανόηση... ενώ κατένευσε σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή.
«Να φανταστώ ότι όλα αυτά είναι κατάλοιπα μετά την απαγωγή σου;» ρώτησε και γυρίζοντας ξανά την ματιά μου μπροστά ακούμπησα το σαγόνι μου πάνω στα γόνατα μου και κατένευσα.
«Κοίτα Μπέλα... ειλικρινά λυπάμαι πάρα πολύ για χθες... Δεν ξέρω τι με έπιασε και το εξωτερίκευσα... δεν ήθελα να σε φρικάρω... αλλά είναι η αλήθεια... και όσο και να προσπαθώ να το πνίξω μέσα μου για να μην σε τρομάξω... τόσο τρελαίνομαι...» έβαλε το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω... τα δάκρυα μου άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους και εκείνος βλέποντας τα αναστέναξε... «Υποσχέθηκα να μην ζητήσω τίποτα περισσότερο... αλλά δεν μπορώ να απαρνηθώ τα συναισθήματα μου για σένα... Είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί... και απλά θέλω να το ξέρεις» είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και κλείνοντας τα μάτια μου κατένευσα μην έχοντας εμπιστοσύνη στην φωνή μου και αναστενάζοντας μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο μου...
«Θες να σε αφήσω μόνη σου;» ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι ήθελα λίγο χρόνο με τον εαυτό μου και κατένευσα για άλλη μια φορά... «Εντάξει...» συναίνεσε και αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου πήρε μια βαθιά ανάσα... «Σ’ αγαπώ» είπε μέσα από την αναπνοή του και χωρίς να περιμένει τίποτα άλλο σηκώθηκε και έφυγε κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του χωρίς να με ξανακοιτάξει.
Έβαλα τα χείλια μου να ακουμπήσουν πάνω στο μπράτσο μου και ψιθυρίζοντας έπνιξα τις λέξεις που ένιωθα να ξεπηδούν από μέσα μου.
«Και εγώ βρε μπουμπούνα... Και εγώ» και άφησα για άλλη μια φορά τον εαυτό μου να ξεσπάσει... κλαίγοντας βουβά.