Η πόρτα άνοιξε και ένας χαρούμενος, αρκετά νεαρός σε ηλικία γιατρός με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλια του, μπήκε μέσα και έμεινα να τον κοιτώ τρομοκρατημένη. Από την ακινησία μου ο πατέρας μου κατάλαβε το λόγο της νευρικότητάς μου και προσπάθησε να με καθησυχάσει.
«Ηρέμησε καρδιά μου δεν θα σε πειράξει... είναι ο γυναικολόγος που σε παρακολουθεί» εξήγησε και τον κοίταξα έντρομη στα μάτια.
«Αυτό τώρα το είπες για καλό;» τον ρώτησα έξαλλη και εκείνος γέλασε σιγανά.
«Περάστε κύριε Έλνοντερ... δεν θα σας πετάξει έξω»
«Νομίζεις» του απάντησα εγώ και κοίταξα προς το γιατρό με μια δολοφονική ματιά, αλλά εκείνος προφανώς ήταν ενημερωμένος για τις αντιδράσεις που είχα προς τους γιατρούς και χωρίς να αποχωρίζεται το μεγάλο του χαμόγελο με πλησίασε με σίγουρα και αργά βήματα.
«Κυρία Κάλεν...» ξεκίνησε αλλά αμέσως του έκοψα τη φόρα.
«Κεριά και λιβάνια! Μπέλα με λένε... Μπέλα! Και σε καμία περίπτωση Κάλεν...» άφρισα.
«Μπέλα... ήρθα να δω πώς τα πας» συνέχισε ήρεμα και ερχόμενος κοντά μου στάθηκε δίπλα από το κρεβάτι μου.
«Είμαι μια χαρά και θέλω να φύγω από εδώ μέσα το συντομότερο... θέλω να πάμε στο σπίτιιιι!» παρακάλεσα τον πατέρα μου χωρίς να αποχωρίζομαι την αγκαλιά του και εκείνος αναστέναξε.
«Καρδιά μου όμορφη άσε το γιατρό να κάνει την δουλειά του»
«Δεν θέλω να με αγγίξει κανείς... Θέλω να φύγω τώρα» φώναξα και έσφιξα τα χέρια μου περισσότερο γύρω από το σώμα του πατέρα μου και εκείνος έτριψε την πλάτη μου παρηγορητικά.
«Ηρέμησε σε παρακαλώ, δεν κάνει καλό στην κατάστασή σου να εκνευρίζεσαι» προσπάθησε ο πατέρας μου και αυτό με έκανε πιο έξαλλη.
«Στην κατάστασή μου; Μπαμπά καταλαβαίνεις τι λες...; Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα... δεν το θέλω μέσα μου... θέλω να το πάρουν τώρα... θέλω να φύγωωωω!» ούρλιαζα και βάζοντας το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του άρχισα να ξεσπώ σε κλάματα και ο πατέρα μου δεν ήξερε τι να πει.
«Μπέλα δεν ξέρεις τι λες... μην παίρνεις τέτοιες αποφάσεις παρορμητικά... προσπάθησε να ηρεμήσεις και να το ξανασκεφτείς πιο ήρεμα σε παρακαλώ» προσπάθησε ο πατέρας μου να με συνετήσει αλλά εγώ τα είχα τελείως χαμένα και δεν ήξερα ούτε τι να κάνω αλλά ούτε πως να αντιδράσω σε όλα αυτά που μου συνέβαιναν.
«Καταλαβαίνεις τι λες;» ούρλιαξα κοιτώντας τον στα μάτια... «Καταλαβαίνεις τι μου λες;...» επανέλαβα... «Αν το κρατήσω μετά θα τελειώσουν όλα... αν το κρατήσω μετά θα με κλείσουν πάλι στο χρυσό κλουβί... Πώς μπορείς να το λες αυτό; Πώς μπορείς να μου ζητάς κάτι τέτοιο; Χριστέ μου ο χειρότερός μου εφιάλτης επαναλαμβάνεται!» έλεγε ακατάπαυστα και ο πατέρας προσπαθούσε να με παρηγορήσει χωρίς αποτέλεσμα.
«Μπορείτε να μας αφήσετε για λίγο μόνους μας;» άκουσα τη φωνή του Έντουαρντ από την πόρτα και σηκώνοντας το κεφάλι μου απότομα τον κοίταξα τρομοκρατημένη. Συνειδητά έσφιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του πατέρα μου για να μη με αφήσει μόνη μαζί του.
«Μπέλα λογικεύσου... να σου μιλήσει θέλει μόνο» επενέβη ο πατέρας μου και κοιτώντας τον άρχισα να κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα... «Μπέλα μου δώσε του μια ευκαιρία να σου πει αυτό που θέλει... και μετά μπορείς να αποφασίσεις τι είναι καλό για σένα και τι όχι» συνέχισα να κουνώ το κεφάλι μου αρνητικά με πείσμα ενώ παράλληλα έγερνα πάνω στο στερνό του παρακαλώντας τον βουβά να μη με αφήσει από την αγκαλιά του.
«Μπέλα... καταλαβαίνω ότι αυτή η εγκυμοσύνη σε τρομοκρατεί - ο πατέρας σου με έχει ενημερώσει σχετικά - αλλά νομίζω ότι είναι καλό να τον ακούσεις. Μην αφαιρέσεις μια ζωή χωρίς πρώτα να το σκεφτείς» με παρακάλεσε ήρεμα ο γιατρός και τον κοίταξα για μια στιγμή.
«Μπέλα...» είπε ο πατέρας μου αναγκάζοντάς με να το κοιτάξω... «Άφησε τον να σου μιλήσει» είπε πιο ήρεμα και η ανάσα μου άρχισε να γίνεται ακανόνιστη. Δεν μπορούσα να πάρω μια απόφαση... το μόνο που ήθελα ήταν να σηκωθώ επάνω και να αρχίσω να τρέχω για να ξεφύγω από όλους και από όλα. Ένιωθα τόσο τρομοκρατημένη από όλα αυτά... «Δώσ’ του μια ευκαιρία» παρακάλεσε και πάλι και με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού μου. Κατένευσα μην έχοντας εμπιστοσύνη στη φωνή μου.
Ο πατέρας μου με άφησε ήρεμα να ξαπλώσω και αφού μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, έκανε νόημα στο γιατρό και μαζί βγήκαν από το δωμάτιο. Είχα τόσο μεγάλη υπερένταση που δεν είχα κουράγιο να κοιτάξω τον Έντουαρντ. Εκείνος ήρθε δίπλα μου και αφού έκατσε πάνω στο κρεβάτι, απαλά κράτησε το χέρι μου μέσα στο δικό του και με το άλλο του χέρι πάνω στο μάγουλό μου με ανάγκασε να γυρίσω τη ματιά μου στη δική του. Γυρίζοντας προς τη μεριά του τον κοίταξα με πόνο στα μάτια.
«Κανείς δεν πρόκειται να σε κλείσει σε χρυσό κλουβί και αν θες πραγματικά να το ρίξεις... δεν θα σε εμποδίσω να το κάνεις... Αλλά σε παρακαλώ... μην κάνεις τίποτα παρορμητικά... δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί»
«Είναι τόσο πολύ όλο αυτό για μένα» είπα πνιχτά μέσα από τα δάκρυα που άρχισαν πάλι να ξεχειλίζουν και εκείνος έσπευσε να τα απομακρύνει από τα μάγουλά μου.
«Σ’ αγαπάω Μπέλα... δεν θέλω να σε χάσω... και θα κάνω τα πάντα... ό,τι μου ζητήσεις... προκειμένου να σε δω και πάλι να μου χαμογελάς... Δεν πρόκειται να σε πιέσω για τίποτα... το μόνο που θέλω είναι να το σκεφτείς ήρεμα πριν πάρεις την τελική σου απόφαση»
«Είναι τόσο πολύ για μένα» επανέλαβα με τρεμάμενη φωνή και εκείνος με έκλεισε στην αγκαλιά του και με χάιδεψε παρηγορητικά στην πλάτη και τα μαλλιά για να ηρεμήσω.
«Ο πατέρας μου, μου είπε ότι είχε έρθει ο Καρλάιλ» είπα ξαφνικά και απομακρύνθηκα για λίγο από την αγκαλιά του για να τον κοιτάξω και αμέσως μου απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπο χωρίς να με αντικρίζει.
«Τι συνέβη;» τον ρώτησα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, την άφησε να βγει βίαια από μέσα του και με κοίταξε στα μάτια με πόνο.
«Εσύ τι λες να συνέβη;» με ρώτησε πίσω και του χάιδεψα το πρόσωπο απαλά.
«Σου έχει κάνει την ζωή κόλαση» διαπίστωσα και αναστέναξε.
«Και λίγα λες... αλλά δεν θα του περάσει» είπε με πείσμα ζαρώνοντας τα φρύδια του κοιτώντας για λίγο μακριά.
«Και με την Τάνια τι έγινε;» ανασήκωσε τους ώμους του.
«Θα πάρει αυτό που της αξίζει» δήλωσε χωρίς να μου πει τίποτα περισσότερο και εγώ επέμεινα.
«Δηλαδή;»
«Πίασανε τον Γκουστάβο στο αεροδρόμιο την ώρα που προσπάθησε να βγει από τη χώρα και εκείνος τα ομολόγησε όλα» με ενημέρωσε και μια ανησυχία με έπιασε για την τύχη του Γκουστάβο και έσπευσα να τον βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορούσα όπως έκανε και εκείνος για μένα.
«Τον Γκουστάβο; Έντουαρντ όχι... σε παρακαλώ δεν φταίει εκείνος... Προσπάθησε να με βοηθήσει... μην του κάνετε κακό... Τον εκβίαζε... Με άφησε να φύγω» έλεγα πανικόβλητη και βάζοντας τα ακροδάχτυλά του πάνω στα χείλια μου με ανάγκασε να σταματήσω και πήρα μια ανάσα κοιτώντας τον έντρομη ακόμα στα μάτια.
«Δεν αλλάζει αυτό που έκανε...» είπε με σκληρή φωνή που δήλωνε ότι αν τον είχε αυτήν τη στιγμή στα χέρια του σίγουρα θα τον είχε σαπίσει στο ξύλο, μην πω ότι θα ήταν νεκρός... «Αλλά αν εσύ καταθέσεις υπέρ του τότε ίσως και μειωθεί η ποινή του» με καθησύχασε δηλώνοντάς μου ότι σέβεται οποιαδήποτε ενέργειά μου προς το πρόσωπό του και ότι δεν θα με σταματήσει να το κάνω αν το θελήσω.
«Έντουαρντ, σε παρακαλώ δεν έφταιγε εκείνος... αν δεν ήταν εκείνος τώρα δεν θα ήμουν εδώ» τον παρακάλεσα και περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του το σκέφτηκε για λίγο.
«Καλώς...θα δω τι θα κάνω γι αυτό... μη σε απασχολούν τώρα αυτά» προσπάθησε να κλείσει την κουβέντα εδώ αλλά εγώ δε σταμάτησα.
«Πώς ήξερες ότι ήταν ο Γκουστάβο;» επέμεινα και αναστέναξε απηυδισμένα αλλά τελικά μου απάντησε.
«Μετά το τηλεφώνημα του Ντανιέλ... η αστυνομία πήρε αποτυπώματα από τον τέταρτο όροφο... και...»
«Πως ξέρατε ότι εκεί με κρατούσε;» τον διέκοψα και χαμογέλασε συνεσταλμένα που δεν μπορούσα να δω το προφανές.
«Βρήκαμε την πόρτα σπασμένη...» εξήγησε και συνέχισε... «Και όλα τα άλλα ήρθαν μόνα τους»
«Και τον πατέρα μου εσύ τον ειδοποίησες;» τον ρώτησα και κατένευσε.
«Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να το μάθει από μένα παρά από τον τύπο ή μέσω κάποιου συναδέλφου του. Σε αυτό το σημείο να σημειώσω ότι είχε δίκιο για την πανοπλία... Αφού γλύτωσα από τα χέρια του πάλι καλά να λέω... Ούτε ο Τάηλερ δεν μπορούσε να τον κάνει καλά!» αστειεύτηκε και γέλασα δυνατά και εκείνος με κοίταξε θλιμμένα.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα και μου χάιδεψε το πρόσωπο απαλά.
«Μου έλειψε τόσο πολύ αυτό το χαμόγελο» είπε με βαθιά φωνή και ανοίγοντας τα χέρια μου τα τύλιξα γύρω από τον λαιμό του και έβαλα το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του. Η καρδιά του κόντευε να διαλύσει το στήθος του και τα χέρια του απαλά με συγκρατούσαν κοντά του.
«Συγνώμη που σε στεναχώρησα» είπα απολογητικά και εκείνος αναστέναξε απηυδισμένος.
«Πώς το κάνεις πάντα αυτό;» ρώτησε με παράπονο και ανασηκώνοντας το κεφάλι μου τον κοίταξα με απορία.
«Ποιο;»
«Μπέλα μου, πέρασες τόσα εξαιτίας μου και μου ζητάς και συγνώμη;...» κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κοιτώντας για λίγο προς τα κάτω αναστενάζοντας... «Θα με συγχωρήσεις ποτέ;» ρώτησε καθώς με αντίκρισε και πάλι και κοιτώντας τον με πόνο στα μάτια κάλυψα τα χείλια του με τα δικά μου και εκείνος αμέσως το δέχτηκε και πήρε μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα χωρίς να σταματά να με φιλά.
«Σ’ αγαπώ Μπέλα... αν σε χάσω...» έλεγε πνιχτά ανάμεσα από τα φιλιά μας... «Δεν θα το αντέξω... Σ’ αγαπάω τόσο πολύ...» συνέχιζε να λέει και φυλακίζοντάς με μέσα στην αγκαλιά του άρχισε πάλι να με χαϊδεύει παρηγορητικά.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Παρόλο που η αιμορραγία είχε σταματήσει, πριν συνέλθω από την νάρκωση με κράτησαν για άλλες δύο μέρες προληπτικά μέσα στο νοσοκομείο. Μετά από μεγάλες μάχες και πείσματα τελικά κατάφεραν να με πείσουν να με εξετάσει ο γιατρός και το μωρό ήταν μια χαρά. Μου εξήγησαν ότι όταν με έφεραν στο νοσοκομείο είχε μια μικρή αποκόλληση, αλλά και εκείνη πριν φύγω είχε εξαλειφθεί και πλέον είχε ξεφύγει τελείως τον κίνδυνο. Επιπλέον τα χάπια που έπαιρνα για να καταπολεμήσω τις φοβίες μου δεν επηρέαζαν το μωρό, οπότε μόλις βεβαιώθηκαν ότι δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο με άφησαν να φύγω.
Η ώρα της αναχώρησής μου είχε έρθει και μόνο που σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να πάω να μείνω με τον Έντουαρντ στο σπίτι του μέχρι να βρουν την Τάνια για να είμαι ασφαλής, μου ερχόταν να τσιρίξω... Άλλοι ομηρικοί καυγάδες από εκεί, αλλά στο τέλος ο πατέρας μου κατάφερε να με πείσει και τελικά το πήρα απόφαση. Άλλωστε ο Έντουαρντ με διαβεβαίωσε ότι ήταν αποκλειστικά για τη δική μου ασφάλεια και ότι θα ήμουν ελεύθερη να φύγω όποτε εγώ ήθελα να το κάνω... Όχι ότι το έλεγε με ελαφριά την καρδιά του αλλά τουλάχιστον το εννοούσε. Ποτέ δεν θα με πίεζε να κάνω κάτι που δεν θα ήθελα και αυτό τουλάχιστον με καθησύχαζε... όχι όμως ότι δεν με τρομοκρατούσε κιόλας.
«Είσαι έτοιμη;» με ρώτησε ο Έντουαρντ την ώρα που μπήκε στο δωμάτιο και γύρισα προς την μεριά του. Στη ματιά μου φαινόταν καθαρά πόσο τρομοκρατημένη ένιωθα για όλα αυτά. Αρκέστηκα να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου δαγκώνοντας τα χείλια μου και εκείνος ήρθε αμέσως και με φυλάκισε στην αγκαλιά του για να μου δώσει δύναμη.
«Μέχρι να την πιάσουν καρδιά μου... σου το ορκίζομαι» επανέλαβε για χιλιοστή φορά το λόγο που το έκανα αυτό και κατένευσα. Μου έδωσε ένα βαθύ φιλί στο στόμα και κρατώντας με από την μέση πήρε την βαλίτσα μου με το άλλο του χέρι και άρχισε να με παρασέρνει προς την έξοδο. Με είχαν προειδοποιήσει για τον τύπο που είχε μαζευτεί για να διασφαλίσει την αποκλειστικότητα και ότι ήταν έξω και μας περίμενε για να απαθανατίσει τη στιγμή.
Μόλις μπήκαμε στην ασφάλεια της λιμουζίνας ο Έντουαρντ μου έβγαλε το καπέλο και τα γυαλιά και με κλείδωσε ξανά στην αγκαλιά του. Έβαλα το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του και εκείνος άρχισε να μου τρίβει το μπράτσο παρηγορητικά, ενώ μου έδινε διάσπαρτα φιλιά πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου χωρίς να μιλά.
Η χρυσή πύλη του σπιτιού του ήταν ανοιχτή για μας, ενώ δύο φρουροί απ’ έξω αριστερά και δεξιά από την πύλη κοιτούσαν τριγύρω επιβλητικά έτοιμοι να διώξουν οποιονδήποτε παπαράτσι εμφανιζόταν για να μην απαθανατίσουν τη στιγμή. Ήμουν σίγουρη ότι από εδώ και πέρα όλο και κάποιος από δαύτους θα βρίσκονταν κοντά μου όπου και να πήγαινα. Μπορεί ο Έντουαρντ να κάλυψε τα πάντα αλλά το όνομά μου για δεύτερη φορά είχε αμαυρωθεί και τέτοια σκάνδαλα οι παπαράτσι δεν τα άφηναν έτσι εύκολα.
Κοιτώντας προς τα πίσω είδα την χρυσή πύλη να κλείνει και το σώμα μου ασυναίσθητα άρχισε να τρέμει ενώ την κοιτούσα έντρομη με κομμένη την ανάσα. Ο Έντουαρντ με ανάγκασε να τον κοιτάξω και χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου απαλά μίλησε τρυφερά.
«Κλείνει μόνο για όσους θέλουν να προσπαθήσουν να σε πλησιάσουν... όχι για σένα» με διαβεβαίωσε και κατένευσα αλλά αυτό δεν έφτασε για να με καθησυχάσει. Αυτόματα η ματιά μου και πάλι γύρισε προς την πύλη και ο Έντουαρντ με ανάγκασε και πάλι να τον κοιτάξω... «Μόνο μέχρι την πιάσουν» τόνισε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κατένευσα άλλη μια φορά και με φίλησε στο μέτωπό μου.
Ο Τάηλερ άνοιξε την πόρτα από τη μεριά μου και μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να βγω. Τον κοίταξα για μια στιγμή και τελικά τα παράτησα... Του έδωσα το χέρι μου και τη στιγμή που βγήκα ο Έντουαρντ ακολούθησε πίσω μου και πιάνοντάς με από την μέση με παρέσυρε με γρήγορα βήματα μέσα στο σπίτι για να μη μας πιάσει κανένας φακός από κανέναν παπαράτσι.
Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω μου αναπήδησα και κοίταξα πίσω μου με κομμένη την ανάσα.
«Έλα να σε πάω στο δωμάτιό σου να ξεκουραστείς» μου είπε ήρεμα ο Έντουαρντ και παίρνοντας την βαλίτσα από το πάτωμα έβαλε ξανά το χέρι του πάνω στη μέση μου και με οδήγησε προς το εσωτερικό του σπιτιού. Από το άγχος και την ένταση που είχα, είχα καρφώσει τα μάτια μου στο πάτωμα και δεν κοιτούσα γύρω μου και εκείνος παραμένοντας σιωπηλός μου έδινε το χρόνο να συνηθίσω στην ιδέα.
Όταν με έβαλε μέσα σε ένα υπνοδωμάτιο, άφησε την βαλίτσα στο πάτωμα και με άφησε να μπω μέσα.
«Θες να ξαπλώσεις;» με ρώτησε νευρικά. Δεν ήξερε τι να κάνει... τα είχε χάσει τελείως μαζί μου... Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Θέλω να κάνω ένα μπάνιο να βγάλω αυτήν την απαίσια μυρωδιά από πάνω μου» είπα και χαμογελώντας μου βεβιασμένα ήρθε κοντά μου και πηγαίνοντας προς την πόρτα που ήταν απέναντί μου την άνοιξε και με παρέσυρε προς τα μέσα.
«Ό,τι χρειαστείς είναι μέσα στο ντουλαπάκι και ρούχα έχει στην γκαρνταρόμπα. Η Άλις φρόντισε γι αυτό» είπε απολογητικά και κατένευσα καταλαβαίνοντας τι εννοούσε.
«Αν χρειαστείς τίποτα φώναξέ με εντάξει;» ρώτησε και κατένευσα άλλη μια φορά... δεν είχα κουράγιο να μιλήσω... μου έδωσε ένα φιλί στον κρόταφο και με άφησε μόνη.
Έξυσα το κεφάλι μου νευρικά και αφού έβγαλα τα ρούχα μου, άνοιξα το νερό και μπήκα μέσα στην μπανιέρα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει... αλλά εγώ ακόμα δεν κατάφερνα να χαλαρώσω... όμως το νερό άρχισε να κρυώνει και εγώ έπρεπε να βγω.
Φορώντας το μπουρνούζι στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη και τη στιγμή που πήγα να δέσω την ζώνη μου η ματιά μου έπεσε πάνω στην κοιλιά μου και ασυναίσθητα έβαλα το χέρι μου πάνω της και άρχισα να την χαϊδεύω απαλά. Το απαλό άρωμα της κολόνιας του Έντουαρντ με τύλιξε και σηκώνοντας τη ματιά μου προς τον καθρέφτη τον είδα να με κοιτάζει με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα χωρίς να με πλησιάζει.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα κοιτώντας τον με το βλέμμα ενός πληγωμένου κουταβιού και πλησιάζοντάς με διστακτικά, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και βάζοντας το ένα του χέρι απαλά πάνω από το δικό μου, αναστέναξε ενώ ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο δικό μου κοιτώντας με σταθερά και σοβαρά μέσα από τον καθρέφτη.
«Δες το σαν ευκαιρία να μας φέρει πιο κοντά» είπε παρακλητικά με τη βελούδινη φωνή του και πήρα μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα.
«Αυτό...» άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου... «...αυτό είναι τόσοοο»
«Τρομακτικό... Το ξέρω» συναίνεσε δηλώνοντας ανοιχτά το πόσο τον τρομοκρατούσε και τον ίδιο αυτή η ιδέα, όμως δεν την απέρριπτε.
«Τρομακτικό;;; Απλά τρομακτικό; Αυτό είναι χειρότερο από σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Είναι χειρότερο από την πιο σκληρή ταινία θρίλερ που έχω δει ποτέ στη ζωή μου... Είναι χειρότερο!» ξέσπασα και ακουμπώντας τα χέρια μου πάνω στο νιπτήρα έκλεισα τα μάτια μου και λύγισα το κορμί μου μπροστά προσπαθώντας πολύ σκληρά να βρω την αναπνοή μου που είχε χαθεί. Ο πανικός δεν θα αργούσε να έρθει για να με αποτελειώσει.
«Δεν ξέρω αν μπορώ... Δεν ξέρω» συνέχισα τη στιγμή που ένιωσα να τα δάκρυά μου να ξεχειλίζουν πάνω στα καυτά μου μάγουλα. Με μια απαλή κίνηση με ανασήκωσε και με γύρισε προς την μεριά του και αγκαλιάζοντάς με τρυφερά άρχισε να μου τρίβει την πλάτη παρηγορητικά.
«Δεν θα σε πιέσω να κάνεις τίποτα που δεν θες. Απλώς ήθελα μόνο να ξέρεις και τη δική μου σκέψη πάνω σε αυτό, αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι και να αποφασίσεις» είπε απαλά και σηκώνοντας τη ματιά μου προς το μέρος του, τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω τίποτα πάνω σε αυτό.
«Έλα να ξαπλώσεις για να ηρεμήσεις. Θα πάω να ετοιμάσω κάτι για να φάμε και όταν είναι έτοιμο θα έρθω να σε πάρω να πάμε κάτω, εντάξει;» κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και αφού με έβαλε να ξαπλώσω, με σκέπασε απαλά και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί πάνω στα χείλια μου και με άφησε για λίγο μόνη για να τα βρω με τον εαυτό μου.
Χριστέ μου τι θα κάνω; Είναι τόσο... τόσο πολύ όλο αυτό για μένα... τόσο πολύ... ούρλιαζα μέσα μου και νέα δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους και παίρνοντας στην αγκαλιά μου το δεύτερο μαξιλάρι που υπήρχε πάνω στο κρεβάτι, έβαλα το πρόσωπό μου πάνω σε αυτό και άρχισα να ξεσπάω.