Ετικέτες

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Fly Away "43. Πως να σ' αφήσω"




Είχα τόσο αγωνία να την δω και να της μιλήσω που δεν έδωσα καθόλου σημασία στο σπίτι... ωστόσο αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι όλο το σπίτι ήταν περιτριγυρισμένο από μεγάλες τζαμαρίες όπως ακριβός ήταν και το σπίτι του Έντουαρντ... Ηλιόλουστο... ζεστό και αέρινο όπως ακριβός ήταν και εκείνη και ο Έντουαρντ.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω» είπε αμέσως και αμέσως με κλείδωσε στην αγκαλιά της με τρυφερότητα και αγάπη και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το κορμί της αμέσως ένιωσα ότι βρισκόμουν ξανά στην αγκαλιά της αγαπημένης μου γιαγιάς που την είχα χάσει τόσο νωρίς και πάντα στην σκεφτόμουν με αγάπη.

«Και εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Μαρίνα» της είπα με ειλικρίνεια και η Άλις πίσω μας ξερόβηξε και η Μαρίνα γέλασε με την καρδιά της.

«Έλα εδώ βρε παραπονιάρα... ξέρεις ότι δεν σε ξεχωρίζω» της επέπληξε τρυφερά και την έκλεισε στην αγκαλιά της και η Άλις την έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο... Η αγάπη που μοιραζόντουσαν ξεχείλιζε τριγύρω τους.

«Ελάτε να καθίσουμε στον κήπο έχει υπέροχη μέρα σήμερα» είπε η Μαρίνα και μόλις βγήκαμε έξω έπαθα πλάκα.

Ένα υπέροχο κιόσκι με αναρριχόμενα λουλούδια ήταν στην μέση της μεγάλης έκτασης με διαδρόμου από λουλούδια που δεν ξεπέρναγαν το ύψος των αστραγάλων μου... Μέσα στο κιόσκι υπήρχε ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι με σκαλισμένα πόδια που το στήριζαν πολλά όμοια αναρριχόμενα λουλούδια ίδια με αυτά που μας κάλυπταν από τις ακτίνες του ήλιου... και γύρω είχε έξη ξύλινες καρέκλες με το ίδιο ακριβός σκάλισμα... Ήταν τόσο παραμυθένιο.

«Θα πιείτε κάτι;» ρώτησε η Μαρίνα μόλις κάτσαμε και εγώ απάντησα αυτόματα.

«Οτιδήποτε άλλο εκτός από χυμό πορτοκάλι» με το που το είπα δάγκωσα τα χείλια μου και εκείνη άρχισε να γελάει δυνατά... Την κοίταξα απολογητικά και μόλις μου τσίμπησε το μάγουλο όπως θα έκανε η γιαγιά μου... άρχισα να γελάω και εγώ χαλαρώνοντας.

«Τι έχασα;» ρώτησε η Άλις και μόλις γύρισα προς το μέρος της, της εξήγησα και άρχισε να γελάει και εκείνη.

«Τι θα λέγατε για παγωμένο τσάι;» ρώτησε τότε η Μαρίνα και εγώ και οι Άλις ταυτόχρονα το δεχτήκαμε και μόλις έφυγε η κοπέλα που μας περίμενε υπομονετικά για να μας εξυπηρετήσει έφυγε η Μαρίνα μπήκε κατευθείαν στο ψητό.

«Λοιπόν;... πως μπορώ να βοηθήσω;» ρώτησε και για λίγο κοίταξα την Άλις και εκείνη με παρότρυνε να της πω τα πάντα κοιτώντας με με νόημα στα μάτια... Με μια ανάσα της είπα όσα είχα πει και στην Άλις και μόλις σταμάτησα να μιλώ η Μαρίνα άρχισε να γελάει δυνατά κρατώντας την κοιλιά της... Εγώ κοίταξα την Άλις με αγωνία αλλά εκείνη μου έκλεισε το μάτι και δεν μίλησε.

Η κοπέλα με τα ροφήματα μας εμφανίστηκε και μόλις τα άφησε πάνω στο περίτεχνο τραπέζι και μας άφησε ξανά μόνες μας η Μαρίνα σοβάρεψε και με κοίταξε μέσα στα μάτια παίρνοντας το χέρι μου μέσα στα δύο δικά της ροζιασμένα και ταλαιπωρημένα από τον χρόνο χέρια και μου μίλησε με την πιο απαλή και την πιο βελούδινη φωνή που έχω ακούσει ποτέ άνθρωπο να μιλάει.

«Ήμουν σίγουρη ότι τον αγαπούσες τόσο βαθιά... και με κάνεις τόσο ευτυχισμένη...» αναστέναξε... «Τώρα μπορώ να φύγω ήσυχη» πρόσθεσε και άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα.

«Σε παρακαλώ...» ξεκίνησα αλλά εκείνη με διέκοψε.

«Πόσο νομίζεις ότι θα μπορέσω να ζήσω καλή μου... ήδη είμαι 85 χρονών και ο Έντουαρντ μου, μου λείπει τόσο πολύ...» είπε με μια νοσταλγία στην φωνή της και συνέχισε... «Δεν θέλω να αγχώνεσαι για τίποτα... ιδίως όσο αφορά τον γιό μου... Αυτό το παιδί... από την κοιλιά ακόμα με παίδευε...» αναστέναξε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της... «Εσύ να σκέφτεσαι μόνο το αγόρι μας και το μικρός μας φασολάκι...» συνέχισε τρίβοντας απαλά την κοιλιά μου... «Και όλα τα άλλα άστα απάνω μου... Σύμφωνη;» ρώτησε αυστηρά και κοίταξα για λίγο την Άλις.

«Σύμφωνη...» είπα με σιγουριά... «Αλλά θέλω να σας ζητήσω άλλη μια χάρη»

«Τι καλή μου;» είπε αμέσως η Μαρίνα και κοκκινίζοντας κοίταξα για λίγο κάτω.

«Δεν είμαι συνηθισμένη σε αυτά... και σκεφτόμουν... ήθελα» δυσκολεύτηκα και αναγκάζοντας με να την κοιτάξω... η Μαρίνα σήκωσε το κεφάλι μου βάζοντας τον δίχτυ του χεριού της κάτω από το σαγόνι μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Σκεφτόμουν ότι αφού δεν μπορώ να του το πω... πρέπει με κάποιον τρόπο να το δείξω... δεν ξέρω όμως τίποτα από αυτά... Ίσως κάποιο δείπνο ή κάτι τέτοιο;» ρώτησα ελπίζοντας να μου δώσουν μια λύση και η Μαρίνα και η Άλις ανταλλάζοντας ματιές άρχισαν να γελάνε μαζί μου.

«Χαίρομαι που σας διασκεδάζω άλλα πνίγομαι εδώ πέρα... Λίγη βοήθεια;» είπα θιγμένη και η Μαρίνα κλείνοντας με στην αγκαλιά της μου έτριψε παρηγορητικά την πλάτη μου και αναστέναξα.

«Μην ανησυχείς καλή μου και όλα θα πάνε καλά... εμείς γιατί είμαστε εδώ;» ρώτησε και με ανάγκασε να την κοιτάξω και κατένευσα... «Τα γενέθλια μου είναι την άλλη εβδομάδα... αλλά δεν θέλουμε να κάνουμε το αγόρι μας να σκάσει μέχρι τότε... Άλις τι λες; Προλαβαίνεις να τα κανονίσεις όλα να κάνουμε το πάρτι το Σάββατο;» την ρώτησε και η Άλις την κοίταξε με φρίκη.

«Και πότε θα προλάβω;» ρώτησε σοκαρισμένη.

«Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις μια χαρά» είπα με ταυτόχρονα εγώ και η Μαρίνα με θαυμασμό και ξαφνιασμένες κοιταχτήκαμε για μια στιγμή.

«Αν δεν ταιριάζατε....» σχολίασε η Άλις και γελάσαμε ταυτόχρονα και εκείνη την στιγμή χτύπησε το κινητό μου και είδα ότι ήταν ο Έντουαρντ.

«Ο Έντουαρντ» είπα αυτόματα και η Μαρίνα πριν απαντήσω είπε γρήγορα.

«Πες του ότι θα σε κρατήσω για φαγητό» είπε δίχως να δέχεται αντίρρηση γι αυτό και σηκώθηκα και απομακρύνθηκα για λίγο από κοντά τους για να του μιλήσω πιο άνετα.

«Ναι;» ρώτησα και η φωνή του έφτασε στα αυτά μου και με έκανε να δαγκωθώ από την έξαψη που μου προκάλεσε... "Γαμώτο πότε θα σταματήσει αυτό;"... ρώτησα τον εαυτό μου... "Αχχ εύχομαι ποτέ"... μου απάντησε και συναίνεσα και εγώ.

«Καρδιά μου όμορφη τι κάνεις;» με ρώτησε και αναστέναξα και άκουσα το σιγανό του χαμόγελο που προσπάθησε με πολύ κόπο να το κρύψει.

«Καλά...» απάντησα για λίγο αποπροσανατολισμένα... «Δεν θα πιστέψεις που είμαστε» συμπλήρωσα αμέσως με ενθουσιασμό.

«Στην γιαγιά μου;» ρώτησε και γούρλωσα τα μάτια μου.

«Άλις...» είπα μέσα από τα δόντια μου... «Μα καλά πότε πρόλαβε;» τον ρώτησα και έτρεξε να το σώσει.

«Βλαντιμ» είπε και χτύπησα το μέτωπο μου με την παλάμη μου.

«Φυσικά το βουβάλι» ψιθύρισα.

«Πως τον είπες;» ρώτησε διασκεδάζοντας το και χαλαρώνοντας αναστέναξα.

«Βουβάλι... μα καλά πιο τεράστιο δεν βρήκες να βάλεις δίπλα μου;... Όταν είναι κοντά μου νιώθω σαν νάνος» είπα με παράπονο.

«Ψυχή μου εσύ...» μουρμούρισε... «Αν δεν σου αρέσει...» πήγε να πει αλλά τον διέκοψα.

«Όχι... όχι μια χαρά είναι το παιδί... απλά τεράστιος» προσπάθησα να τα μπαλώσω... δεν ήθελα να χάσει την δουλειά του εξαιτίας μου.

«Μην ανησυχείς καρδιά μου... δεν θα χάσει την δουλεία του» με διαβεβαίωσε νιώθοντας το άγχος μου και έμεινα σοκαρισμένη με την διαπίστωση το πόσο καλά με ξέρει.

«Τέλος πάντων...» είπα κουνώντας το κεφάλι μου για να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου... «Εσύ τι κάνεις;» ρώτησα με ενδιαφέρον και αναστέναξε.

«Τώρα που σε ακούω είμαι καλά» απάντησε διπλωματικά.

«Τόσο χάλια;» ρώτησα και έκανε μια παύση.

«Δεν έχεις ιδέα... αλλά άστα αυτά... εσύ περνάς καλά;»

«Υπέροχα...» είπα ενθουσιασμένη εννοώντας το.

«Πολύ χαίρομαι καρδιά μου... να δώσεις ένα φιλί στην γιαγιά μου από μένα» συμπλήρωσε και αμέσως θυμήθηκα αυτό που μου είπε πριν η Μαρίνα.

«Έντουαρντ;»

«Τι είναι ψυχή μου;» ρώτησε και αναστέναξα... "Ένα απλό ναι δεν του φτάνει;"... "Σκάσε"... με επέπληξε αμέσως η φωνούλα μέσα μου... "Επειδή εσύ δεν μπορείς να τα εκφράσεις δεν θα του απαγορέψεις να εκφράζεται εκείνος και για τους δύο σας"... "Εντάξει... Εντάξει"... της απάντησα και συνέχισα πιο ήρεμα.

«Η γιαγιά σου με κάλεσε για μεσημεριανό μπορώ να μείνω;» τον ρώτησα και για λίγο δεν απάντησε... «Έντουαρντ;» τον ρώτησα ξανά παραξενεμένη.

«Με ρωτάς;» ρώτησε δύσπιστα και το σκέφτηκα για λίγο.

«Όχι...» του απάντησα και γέλασε... «Σε ενημερώνω... ότι θα κάτσουμε να φάμε μαζί με την Άλις και θα γυρίσουμε όποτε τελειώσουμε» είπα κάπως υπερβολικά αυστηρά πειράζοντας τον και εκείνος καταλαβαίνοντας το – είμαι σίγουρη χαμογελώντας – μίλησε πιο χαλαρά.

«Να κάτσεις όσο θέλεις καρδιά μου... αρκεί να περνάς καλά»

«Περνάω πάρα πολύ καλά... η Μαρίνα είναι όλα τα λεφτά» επιβεβαίωσα και γέλασε.

«Εγώ σου τα έλεγα... εσύ δεν με πίστευες» είπε νόημα.

«Είχες δίκιο» του απάντησα και μείναμε για λίγο σιωπηλοί.

«Πρέπει να σε κλείσω μωράκι μου» ακούστηκε ελαφρώς απογοητευμένος σαν να ήθελε να μιλήσει κι άλλο μαζί μου άλλα δεν είχε χρόνο.

«Εντάξει» είπα για να τον αποδεσμεύσω αλλά δεν το έκλεισε.

«Μπέλα;»

«Ναι;» απάντησα με ανυπομονησία.

«Σ’ αγαπώ» είπε και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.

Δεν ήξερα πως να απαντήσω σε αυτό... ήθελα να του το πω και εγώ ήθελα να του το ανταποδώσω αλλά από το τηλέφωνο;... σκέφτηκα και αναστέναξα... τρεις μέρες Μπέλα δεν είναι πολλές... τρεις μέρες.

«Φιλάκια» του απάντησα τελικά μου τα ανταπέδωσε και εκείνος και κλείσαμε το τηλέφωνο... αλλά εγώ παρέμεινα για λίγο στην ιδία θέση... Τρεις μέρες Μπέλα κάνε εξάσκηση μην τα θαλασσώσει... σε τρεις μέρες θα το πεις... μέρα παραπάνω.

Όλη η υπόλοιπη μέρα πέρασε τόσο όμορφα τόσο ανάλαφρα που θα μπορούσα να το κάνω κάθε μέρα και να μην το βαρεθώ ποτέ... Με την Άλις και την Μαρίνα μιλάγαμε ακατάπαυστα σαν να γνωριζόμασταν χρόνια και ένιωθα τόσο οικεία μαζί τους.

Η Μαρίνα κάποια στιγμή άρχισε να μας λέει διάφορες ιστορίες από τα παιδικά χρόνια της Άλις και του Έντουαρντ και μέσα από τις δικές της διηγήσεις έμαθα πράγματα που ο Έντουαρντ μου τα έκρυψε το προηγούμενο βράδυ επιμελώς... κάνοντας με να καταλάβω για ακόμα μια φορά πόσο μετριόφρων ήταν και το πόσο δεν του αρέσει να παινεύεται για τον εαυτό του... Και για άλλη μια φορά ήμουν τόσο υπερήφανη για εκείνον... και ένιωσα τόσο τυχερή που αυτός ο μοναδικός άνθρωπος ήταν όλος δικός μου.

Γυρίζοντας αργά το απόγευμα στο σπίτι με την Άλις πριν βγω από το αμάξι γύρισα και την κοίταξα με ειλικρίνεια στα μάτια.

«Άλις;»

«Τι είναι καλή μου;» ρώτησε με απορία.

«Σε ευχαριστώ πολύ για όλα... χωρίς εσένα» κούνησε αρνητικά το κεφάλι της αλλά εγώ συνέχισα έτσι κι αλλιώς... «Ποτέ δεν είχα μια πραγματική φίλη στην ζωή μου... και η φιλία που μου προσφέρεις σημαίνει τόσα πολλά για μένα» της είπα και αμέσως με έκλεισε στην αγκαλιά της.

«Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε γνώρισα... είναι τιμή μου να σε θεωρώ φίλη μου... Είσαι πραγματικά ξεχωριστό πλάσμα Μπέλα... μην αμφιβάλεις ποτέ γι’ αυτό»

«Σε ευχαριστώ» είπα συγκινημένη και έσπευσα να σκουπίσω τα δάκρυα που είχαν ξεχειλίσει από τα μάτια μου... «Και εσύ είσαι ξεχωριστή» της ανταπέδωσα εννοώντας το και με φίλησε στο μάγουλο... της ανταπέδωσα το φιλί και μόλις άνοιξα την πόρτα με σταμάτησε.

«Αύριο έχουμε τρεξίματα... μην σε πάρει πάλι ο ύπνος» είπε αυστηρά... Ναι η Άλις που όλοι γνωρίζουμε είχε γυρίσει.

«Μάλιστα κυρία μου» απάντησα πειραχτικά κάνοντας στρατιωτικό χαιρετισμό και γέλασε δυνατά.

«Θα τα πούμε» φώναξε την ώρα που έκλεισα την πόρτα και εγώ την χαιρέτισα και έβαλε μπρος και έφυγε.

Κοίταξα την μεγάλη πόρτα και αναστέναξα... Πάρ' το απόφαση... αυτό είναι το σπίτι σου πια... με επέπληξε ξανά η φωνούλα και κάνοντας το πρώτο βήμα το πήρα απόφαση και μπήκα μέσα.

Μόλις έφτασα στο σαλόνι – τραπεζαρία φώναξα το όνομα του αλλά δεν πήρα απάντηση.

Κοιτώντας λίγο γύρω μου τον είδα από το τζάμι να είναι στο γυμναστήριο του και να δίνει μπουνιές με μανία πάνω στον σάκο του μποξ και αναστέναξα... Από το σημείο που ήμουν φαινόταν τόσο πιεσμένος... οι μπουνιές που έδινε πάνω στο σάκο ήταν τόσο δυνατές που ο σάκος μετακινιόταν με φόρα και γύριζε πάλι προς το μέρος του... αναστέναξα... "Τι του έκανε πάλι;"... αναρωτήθηκα και κοιτώντας γύρω μου άρχισα να ψάχνω έναν τρόπο για να τον κάνω να νιώσει καλύτερα αλλά δεν ήξερα τι να κάνω... μέχρι που θυμήθηκα τον τρόπο που με κοίταζε όταν μου είχε ζητήσει να του μαγειρέψω και δεν το σκέφτηκα για πολύ.

Άφησα την τσάντα μου πάνω στο τραπέζι για να την δει και να καταλάβει ότι είμαι εδώ και μόλις κλείστηκα στην κουζίνα άρχισα δουλειά.

Από τα φαγητά που του σέρβιρα στα ταξίδια είχα παρατηρήσει ότι ήταν λάτρης του κοτόπουλου... και ψάχνοντας στο ψυγείο ευχόμουν να έχει... Βρήκα στην κατάψυξη μερικά μπουτάκια και απογοητεύτηκα... Πότε θα καταφέρουν να ξεπαγώσουν σκέφτηκα και γυρίζοντας προς την εξώπορτα πήγα προς το βουβάλι και ανοίγοντας την πόρτα εκείνος γύρισε προς την μεριά μου παραξενεμένος.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» του είπα και κατένευσε... Θα ακούσω άραγε ποτέ την φωνή του;... Την ημέρα της κρίσης μου είχε μιλήσει και σε μένα και την Άλις αλλά ήμουν πολύ μακριά για να δώσω σημασία εκείνην την στιγμή... αλλά από εκείνην την ημέρα και μετά δεν μίλησε ξανά... ανταποκρινόταν πάντα με νεύματα.

«Θέλω λίγο φρέσκο κοτόπουλο ξέρεις ποιος κάνει τα ψώνια;»

«Θα το αναλάβω εγώ» μου ανταποκρίθηκε με μια μελωδική βαθιά και υπέροχη φωνή και έμεινα με ανοιχτό το στόμα να τον κοιτώ με έκπληξη.

«Θα θέλατε κάτι άλλο;» ρώτησε και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου το χαμήλωσα και μόλις τον ευχαρίστησα έκλεισα την πόρτα και γύρισα στην κουζίνα... Ποιος να το πίστευε... το βουβάλι όχι μόνο μίλησε αλλά η φωνή του δεν είχε καμία σχέση με το παρουσιαστικό του... "Λες γι αυτό να μην μιλά;"... αναρωτήθηκα αλλά τα παράτησα και άρχισα να πιάνω δουλειά με τα λαχανικά που ήξερα ότι τα λάτρευε.

Αχχχ ελπίζω να μην αργήσει... ευχήθηκα μέσα μου καθώς έστρωνα τις ψιλοκομμένες ντομάτες με ένα μεγάλο κουτάλι πάνω από τα υπόλοιπα λαχανικά για να τα βάλω να ψηθούν και μόλις ένιωσα δύο χέρια να ακουμπούν στην μέση μου τσίριξα τρομαγμένη και αναπήδησα.

«Σσσσς... καρδιά μου εγώ είμαι» είπε ο Έντουαρντ για να με καθησυχάσει και μόλις πήρα μια βαθιά ανάσα γύρισα προς το μέρος του και έπεσα πάνω στο στήθος του ασθμαίνοντας.

«Μην μου το κάνεις αυτό ξανά» παρακάλεσα και τυλίγοντας τρυφερά τα χέρια του γύρω από το κορμί μου μου έδωσε ένα φιλί πάνω στα μαλλιά μου.

«Συγνώμη καρδιά μου... σου μίλησα αλλά προφανώς δεν με άκουσες»

«Μάλλον οι σκέψεις μου με είχαν απορροφήσει» είπα απολογητικά και μόλις με ανάγκασε να τον κοιτάξω μου έδωσε ένα φιλί στα χείλια.

«Τι σκεφτόταν το πανέξυπνο μυαλουδάκι μου;» ρώτησε παιχνιδιάρικα και η αλήθεια τον αφόπλισε.

«Είπα στο βουβ... εεε... στον Βλαντίμ ότι χρειάζομαι φρέσκο κοτόπουλο και ευχόμουν να το φέρει γρήγορα για να το ετοιμάσω»

«Αυτό σου είχε αποσπάσει τόσο πολύ τις σκέψεις;» ρώτησε δύσπιστα και κατένευσα.

«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη... αλλά τελικά θα πρέπει να περιμένεις λίγο περισσότερο» απολογήθηκα και χαμογέλασε με ένα πλατύ χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει.

«Δεν πειράζει... αρκεί η σκέψη» μου είπε απαλά και με φίλησε άλλη μια φορά και η πόρτα χτύπησε διακόπτοντας μας.

«Περάστε» είπε αυτόματα ο Έντουαρντ αγκαλιάζοντας με τρυφερά και ο Βλαντίμ έκανε την εμφάνιση του.

«Πάνω στην ώρα» αναφώνησα και αφήνοντας τον Έντουαρντ τον πλησίασα και πήρα την σακούλα που κράταγε από τα χέρια του... «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ... ελπίζω να μην σε έβαλα σε μεγάλο κόπο» απολογήθηκα και μου χαμογέλασε... Χριστέ μου το βουβάλι χαμογέλασε.

«Υποχρέωσης μου κυρία» ανταποκρίθηκε αμέσως.

«Γκμχχ.. ναι» είπα και κοίταξα για λίγο τον Έντουαρντ... «Πειράζει να με λέει Μπέλα;» τον παρακάλεσα και ο Έντουαρντ χαμογελώντας ανασήκωσε τους ώμους του... «Μπορείς να μην με λες κυρία;» τον ρώτησα παρακλητικά και εκείνος κοίταξε τον Έντουαρντ.

«Όπως επιθυμείτε Μπέλα»

«Ο Χριστός και η Παναγία» αναφώνησα... «Μπέλα βρε Βλαντίμ... και σίγουρα χωρίς πληθυντικό» τον επέπληξα και αναστέναξε.

«Όπως επιθυμείς» είπε τελικά καταθέτοντας τα όπλα και ο Έντουαρντ τον αποδέσμευσε και μόλις βγήκε από την κουζίνα πήγα κατευθείαν στον νιπτήρα και να πιάσω δουλειά αλλά μόλις μου ήρθε η μυρωδιά από το ωμό κοτόπουλο αναγούλιασα και έκανα λίγο πίσω και κοίταξα τον Έντουαρντ.

«Σε πειράζει να το κάνεις εσύ αυτό;» παρακάλεσα και χαμογελώντας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ήρθε κοντά μου να βοηθήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA