Ετικέτες

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Fly Away "29. Forgive Me"



Καθόμουν άδεια στο πάτωμα... οι σκέψεις μου δεν μπορούσαν να συντονιστούν... Τι διάολο θα κάνω τώρα;... Σε λιγότερο από έναν μήνα θα τον έχανα για πάντα... αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω;... Ο Καρλάιλ δεν θα μας αφήσει ποτέ να πάρουμε ανάσα... Mέσα σε μια μέρα και τον είχε κάνει ήδη τούρμπο... όταν γυρίσουμε δεν θέλω ούτε να φανταστώ τι συνέπειες μας περιμένουν γι’ αυτήν μας την ανταρσία... που να του πούμε κιόλας ότι δεν πρόκειται ποτέ να χωρίσουμε τι έχει να γίνει.

Έχωσα το κεφάλι μου μέσα στις χούφτες μου και προσπάθησα να βρω λίγη ψυχραιμία... για να αντιμετωπίσω την κατάσταση αλλά όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να ηρεμήσω με τίποτα... το μόνο που είχα ανάγκη ήταν η δική του αγκαλιά... αλλά όταν θα τον πλησίαζα θα έπρεπε να του δώσω και μια απάντηση... και αυτή η απάντηση ήταν μια... Άραγε θα μπορέσει ποτέ να με συγχωρέσει;

Με αργά βήματα τελείως εξαντλημένη έφτασα κοντά του... εκείνος καθόταν στα σκαλιά με την ματιά μακριά παγωμένος στην ίδια θέση... Έκατσα στο πάνω σκαλί από εκείνον και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το σώμα του πήρα μια βαθιά ανάσα ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του... Γυρίζοντας προς το μέρος μου, μου έδωσε ένα φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου και αναστέναξε.

«Θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις;» ρώτησα με πνιγμένη φωνή μέσα από τους λυγμούς μου και εκείνος κάνοντας τα χέρια του μπουνιές πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Εσύ θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις τι σημαίνεις για μένα;» ρώτησε πίσω πνιχτά... «Είσαι τα πάντα για μένα Μπέλα... Τα πάντα»  επανέλαβε.

«Έντουαρντ» παρακάλεσα και γύρισε προς το μέρος μου απότομα.

«Δεν είμαι σαν τον Μπλακ... Δεν θα σε έκλεινα ποτέ σε ένα χρυσό κλουβί» είπε σκληρά αυτό που τον έπνιγε.

«Το ξέρω καρδιά μου... αλλά ο πατέρας σου είναι χειρότερος από τον Μπίλι... και θα μας κάνει την ζωή κόλαση» απάντησα με ένα παράπονο.

«Μπέλα μην μου το κάνεις αυτό... ξέρεις ότι μαζί μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα πάντα» παρακάλεσε με παράπονο και ξεφύσησα.

«Δεν θα μας αφήσει ποτέ στην ησυχία μας» του είπα και έτριξε τα δόντια του κοιτώντας για λίγο μακριά ανασυγκροτώντας τις σκέψεις του.

«Δηλαδή αν δεν ήμουν ένας Κάλεν...» ξεκίνησε και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο μάγουλο του τον ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Δεν θα το σκεφτόμουν καν» του είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα κοιτώντας τον σοβαρά και αυτό τον τσάκισε περισσότερο... Δάγκωσε τα χείλια του με μανία αποφεύγοντας την ματιά μου και βγάζοντας τα χέρια μου από το σώμα του σηκώθηκε και άρχισε με γρήγορα βήματα να πηγαίνει προς το τζετ σκι... και χωρίς να με κοιτάξει εξαφανίστηκε και με άφησε πίσω να κοιτώ το κενό χωρίς ανάσα.

Πέρασε μια... δύο... τρεις... τέσσερις... πέντε... ώρες και τίποτα... Το τηλέφωνο του είχε πάρει φωτιά... τα e- mails έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο... και εγώ παρέμενα στην ίδια θέση να κοιτώ ακόμα το κενό χωρίς να κουνιέμαι από το ίδιο σημείο, χωρίς ανάσα.

Το μυαλό μου είχε μπλοκάρει... η καρδιά μου είχε χάσει τους χτύπους της και το κεφάλι μου κόντευε να εκραγεί... φοβόμουν τόσο πολύ για εκείνον... ένιωθα ότι κάτι κακό θα του συμβεί και δεν ήξερα τι να κάνω... μέχρι που το κινητό μου άρχισε να χτυπάει και σαν τρελή έτρεξα να πάω να το βρω ελπίζοντας να είναι εκείνος.

«Έντουαρντ» απάντησα ξέπνοα αμέσως χωρίς να κοιτάξω το καντράν και η φωνή της Άλις με έκανε να τα χάσω περισσότερο.

«Μπέλα... τι συμβαίνει;... που είναι ο Έντουαρντ;... γιατί δεν απαντάει στο κινητό του;... εσύ τι έχεις;» με βομβάρδιζε χωρίς ανάσα καταλαβαίνοντας από τον πανικό στην φωνή μου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Άλις... έφυγε» είπα σπαρακτικά και η αγωνία της έγινε μεγαλύτερη.

«Τι εννοείς ότι έφυγε;» ρώτησε πιο ήρεμα για να με κατευνάσει και κάθισα άδεια πάνω στο κρεβάτι υποβαστάζοντας το κεφάλι μου με το χέρι μου για να μπορέσω να βρω την αναπνοή μου για να καταφέρω να μιλήσω.

«Μαλώσαμε και έφυγε... δεν έχει πάρει το κινητό του μαζί του και δεν ξέρω τι να κάνω... Άλις φοβάμαι... φοβάμαι ότι κάτι κακό του έχει συμβεί... λείπει πέντε ώρες και δεν έχει δώσει σημεία ζωής» σπάραζα μέσα από τα αναφιλητά μου και η Άλις προσπάθησε να με καθησυχάσει.

«Μπέλα καταρχήν ηρέμησε»

«Πως να ηρεμήσω...» τσίριξα μέσα στην απελπισία μου... «Σου λέω ότι έφυγε... Άλις θα τρελαθώ... αν πάθει κάτι εξαιτίας μου το ορκίζομαι θα τρελαθώ» συνέχιζα να τσιρίζω μέσα από τα δάκρια μου και νιώθοντας ένα χέρι πάνω στον ώμο μου...τρόμαξα και γύρισα προς την άλλη μεριά.

«Έντουαρντ;» είπα χωρίς να το πιστεύω ότι ήταν πραγματικά εδώ και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του τον έσφιξα απάνω μου τόσο σφιχτά που λίγο ήθελε να τον πνίξω πάνω στον πανικό μου και άρχισα να ξεσπάω σε κλάματα ενώ σπαρταρούσα σαν το ψάρι.

«Σσσς... εδώ είμαι μωρό μου... μην μου κλαις» προσπάθησε να με καθησυχάσει... αλλά η αγωνία που με είχε καταβάλει όλη αυτήν την ώρα τώρα ξεσπούσε με μανία και μου ήταν αδύνατον να την φρενάρω.

«Σσσσς... καρδιά μου... συγνώμη που σε τρόμαξα... σε παρακαλώ συγχώρεσε με» προσπάθησε άλλη μια φορά και η φωνή της Άλις από το ακουστικό του τηλεφώνου με επανέφερε στην πραγματικότητα... αλλά δεν είχα κουράγιο να μιλήσω και φέρνοντας μπροστά το χέρι μου χωρίς να ξεκολλάω από την αγκαλιά του ,του το έδωσα να μιλήσει εκείνος.

«Έλα Άλις....... Ναι και εγώ σε αγαπώ... Να σε πάρω μετά;........ Οκ, οκ... θα τα πούμε μετά» είπε λίγο απότομα και κλείνοντας το κινητό το πέταξε πάνω στο κρεβάτι και τύλιξε τα χέρια του ξανά γύρω από την μέση μου και με συγκράτησε εκεί περιμένοντας υπομονετικά να ηρεμήσω.

«Μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό... το ακούς;... Ποτέ» του είπα μέσα από τα αναφιλητά μου και αφήνοντας ένα φιλί πάνω στον λαιμό μου αναστέναξε βαριά και άρχισε να τρίβει την πλάτη μου παρηγορητικά.

«Σου το υπόσχομαι καρδιά μου... Σε παρακαλώ ηρέμησε» παρακάλεσε και κατένευσα ενώ έπαιρνα βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω.

Με ανασήκωσε για λίγο για να με κοιτάξει... και σκουπίζοντας τα δάκρυα μου με κοίταξε με αγωνία μέσα στα μάτια.

«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου... όλος ο πόνος  που ένιωθα μέσα μου άρχισε να αντικατοπτρίζεται στην ματιά μου.

«Κόντεψα να τρελαθώ... Δεν ήξερα τι να κάνω» είπα με δυσκολία και αναστέναξε εξουθενωμένα.

«Συγχώρεσε με καρδιά μου... Χρειαζόμουν λίγο χρόνο για να μπορέσω να τα βρω με τον εαυτό μου» είπε απολογητικά και κατένευσα... «Μπέλα προσπάθησα σκληρά να το δεχτώ αλλά δεν μπορώ... Μου είναι αδύνατον να φανταστώ την ζωή μου χωρίς εσένα... είναι αβάσταχτο... αλλά δεν μπορώ να σε αναγκάσω να μείνεις μαζί μου... όμως θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα το ξανασκεφτείς... Δεν σου ζητώ να πάρεις μια απόφαση τώρα... μας μένει ένας μήνας... σε παρακαλώ πες μου ότι αυτό δεν είναι το τέλος... ορκίσου ότι θα το σκεφτείς πριν έρθει η μέρα που θα μας χωρίσουν με το έτσι θέλω... Σε παρακαλώ» είπε με πόνο στην ματιά του και νέα δάκρυα ήρθαν να αντικαταστήσουν τα σχεδόν στεγνά μου μάγουλα ενώ το σαγόνι μου άρχισε να τρέμει... αλλά δεν μπορούσα να του πω και όχι... Αρκέστηκα μόνο να κουνήσω θετικά το κεφάλι μου και εκείνος με έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας την πλάτη μου και πάλι παρηγορητικά.

«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα» είπα πνιχτά σφίγγοντας ξανά τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του για να τον κρατήσω κοντά μου και άφησε την αναπνοή του να βγει βίαια από μέσα του.

«Μου αρκεί να ξέρω ότι δεν είναι αυτό το τέλος» απάντησε μόνο και μείναμε στην ίδια θέση παρηγορώντας ο ένας τον άλλον με τα χάδια μας.

Οι μέρες περνούσαν σαν νερό... και το τελευταίο μας βράδυ ήρθε για να μας αποτελειώσει... Η ατμόσφαιρα μετά από εκείνο το επεισόδιο είχε βαρύνει αρκετά... η δουλειά που του έστελνε ο πατέρας του διπλασιάστηκε... αλλά εκείνος δεν τα παρατούσε... όσο και να τον πίεζαν εκείνος γινόταν πιο δυνατός... όσο και να έπεφτα εγώ ψυχολογικά τόσο εκείνος έκανε τα πάντα για να με εμψυχώσει και μέσα σε όλα αυτά... τα συμπτώματα της περιόδου ήρθαν να με αποτελειώσουν... Είχα γίνει κομμάτια... αλλά τουλάχιστον τα σημάδια του ερχομού της με έκαναν να πάρω μια ανάσα.

Καθόμουν μέσα στο τζακούζι της πίσω βεράντας βλέποντας μελαγχολικά τον ήλιο σιγά σιγά να σβήνει και μαζί του ένιωθα ότι έσβηνα και εγώ... Η ώρα του αποχαιρετισμού πλησίαζε και οι χτύποι τις καρδιά μου άρχισαν να λιγοστεύουν... Χριστέ μου τι θα κάνω;... δεν έχω αυταπάτες... με το που θα γυρίσουμε πίσω ο Καρλάιλ δεν πρόκειται να τον αφήσει να πάρει ανάσα... και όσο και να ξεκλέψει λίγα λεπτά και για εμάς τίποτα δεν θα είναι το ίδιο όπως πριν... Ήδη όλα έχουν αλλάξει... ακόμα και ο έρωτας μας έχει αλλάξει... και αυτό είναι ακόμα πιο αβάσταχτο.

Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την μέση μου και τα απαλά του χείλια σκόρπιζαν διάσπαρτα τρυφερά φιλιά πάνω στον λαιμό μου στέλνοντας ηλεκτρικά κύματα σε όλο μου το κορμί... Η ανάσα του ακανόνιστη γαργαλούσε το αυτί μου και τα δόντια του το δάγκωναν παιχνιδιάρικα.

«Τι σκέφτεται το μωράκι μου;» ρώτησε παιχνιδιάρικα και χαμογέλασα συνεσταλμένα.

«Λυκόφως ξανά... Άλλο ένα τέλος. Όσο τέλεια κι αν ήταν η μέρα, πάντα πρέπει να τελειώνει» αναστέναξα.

«Stephenie Meyer» συμπλήρωσε και κατένευσα... «Δεν είναι ανάγκη αυτό να είναι το τέλος... μπορεί κάλλιστα να είναι η αρχή... Η αρχή μιας υπέροχης ζωής» ανταπέδωσε και ασυναίσθητα έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τα δικά του για να τον συγκρατήσω μέσα στην αγκαλιά μου κλείνοντας τα μάτια μου αλλά δεν απάντησα και εκείνος βάζοντας το κεφάλι του πάνω στον ώμο μου δεν ξαναμίλησε.

Στο ταξίδι όσο πέρναγε η ώρα η κατάσταση μου χειροτέρευε περισσότερο... Τα ρούχα μου ασφυκτιούσαν απάνω μου και εγώ ήμουν έτοιμη να εκραγώ... όσο για την κρίση πανικού λόγο του κλειστού χώρου ερχόταν όλο και πιο απειλητικά να με πνίξει... Ένιωθα τον αέρα μου να λιγοστεύει και τα πνευμόνια μου όσο πέρναγε η ώρα να διαμαρτύρονται όλο και περισσότερο για λίγο φρέσκο αέρα... αλλά εγώ δεν ήξερα τι να κάνω για να βρω την ψυχραιμία μου να τον ανανεώσω.

Τα χέρια του Έντουαρντ με συγκράτησαν και με γύρισαν προς την μεριά του με αγωνία.

«Μπέλα τι σου συμβαίνει;...» ρώτησε τρομοκρατημένα και με κοίταξε εξεταστικά... «Χριστέ μου εσύ έχεις χάσει το χρώμα σου» συνέχισε και κλείνοντας με μέσα στην αγκαλιά του προσπάθησε να με ηρεμήσει.

«Δεν μπορώ να πάρω ανάσα» αναφώνησα και τότε τρελάθηκε περισσότερο... Με τράβηξε έξω από το κουζινάκι και μόλις βγήκαμε με πήρε στα χέρια του και με πήγε στην κρεβατοκάμαρα του για να με ξαπλώσει και να με ηρεμήσει.

«Ηρέμησε μωρό μου εγώ είμαι εδώ» έλεγε καθώς με άφηνε πάνω στο κρεβάτι και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο μέτωπο μου προσπάθησα να πάρω μια ανάσα αλλά γινόταν όλο και πιο δύσκολο.

«Πνίγομαι» είπα με δυσκολία.

«Τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;» ρώταγε με αγωνία.

«Βοήθησε με να βγάλω τα ρούχα μου... με πνίγουν» είπα με τρεμάμενη φωνή και τα χέρια του γρήγορα με απάλλαξαν απαλά από αυτά και αφού με έβαλε να ξαπλώσω με κλείδωσε στην αγκαλιά του.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί του και εισπνέοντας άπληστα το άρωμα του το άφησα να με κατευνάσει.

«Καλύτερα;» ρώτησε και κατένευσα.

«Συγνώμη που σε ανησύχησα... Πάντα το παθαίνω τέτοιες μέρες» του είπα απολογητικά και ανασηκώνοντας το κεφάλι μου για να με αντικρίσει με κοίταξε με απορία... «Περιμένω περίοδο...» εξήγησα.

«Τόσο χάλια το περνάς πάντα;» ρώτησε με ενδιαφέρον και αναστέναξα.

«Πιο χάλια δεν γίνεται...» επιβεβαίωσα και βάζοντας ξανά το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του άρχισα να παίρνω πάλι πιο ήρεμες αναπνοές για να συγκεντρωθώ... «Μπορεί να κρατάει τρεις μέρες αλλά μέχρι να περάσουν εγώ βλέπω τα ραδίκια ανάποδα»

«Ωωωω... μωρό μου λυπάμαι πάρα πολύ» είπε και μου έτριψε την πλάτη τρυφερά.

«Δεν βαριέσαι όλα μέσα στην ζωή είναι... Ελπίζω τουλάχιστον να έρθει γρήγορα να τελειώνω... γιατί πραγματικά θα εκραγώ»

«Τι αισθάνεσαι;»

«Είμαι ολόκληρη πρησμένη και με ενοχλούν τα πάντα... Το στήθος μου, η κοιλιά μου τα πάντα... Δεν αντέχω ούτε τα εσώρουχα που φοράω αυτή την στιγμή απάνω μου» είπα και τον ένιωσα να δαγκώνεται για λίγο.

«Ξέρεις αυτό δεν είναι πρόβλημα... μπορούμε να τα αφαιρέσουμε και αυτά»

«Έντουαρνττττ» γκρίνιαξα και γέλασε σιγανά.

«Συγνώμη... απλά ήθελα να σε πειράξω λίγο... για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα» απολογήθηκε και ανασηκώνοντας το κεφάλι μου τον κοίταξα βαθιά στα μάτια.

«Νομίζω ότι δεν είναι και άσχημη ιδέα τελικά» είπα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου και με κοίταξε με απορία σοβαρός.

«Είσαι σίγουρη;»

«Γιατί όχι...» ανασήκωσα τους ώμους μου... «Θα πεθάνω που θα πεθάνω τις επόμενες τρεις μέρες... ας το ευχαριστηθώ τουλάχιστον πριν έρθουν» είπα πιο αποφασιστικά και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο μάγουλο του τον έφερα πιο κοντά μου και ακουμπώντας τα χείλια μου πάνω στα δικά του αναστέναξε.

«Μπέλα... δεν θέλω να πονάς» είπε παρακλητικά και τον κοίταξα.

«Σε θέλω» είπα με πόνο στην ματιά μου... «Θέλω να με κάνεις δική σου» παρακάλεσα και αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε όλα του τα συναισθήματα και σφραγίζοντας τα χείλια μου, μου έκλεψε την τελευταία μου ανάσα και εγώ παραδόθηκα στα χέρια του ξέπνοα.

Τον βοήθησα να απελευθερωθεί από τα ρούχα του και μόλις μείναμε και οι δύο γυμνοί με κοίταξε μέσα στα μάτια απομακρύνοντας τα μαλλιά μου από το πρόσωπο μου απαλά και με φίλησε τόσο τρυφερά που αμέσως η καρδιά μου άρχισε να φτερουγίζει.

Ήταν τόσο τρυφερός... τόσο αισθησιακός που αναρίγησα... ένιωσα τον ερεθισμό του να με γεμίζει και όλη αυτή η πληρότητα με έκανε να δακρύσω.

«Σε πόνεσα;» με ρώτησε με αγωνία κοιτώντας με μέσα στα μάτια τρομοκρατημένος και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά με πείσμα ενώ με τα χέρια μου τον έφερνα πιο κοντά μου.

«Μην σταματάς... σε έχω τόσο ανάγκη» παρακάλεσα και αναστενάζοντας με γύρισε στο πλάι και κλείνοντας με μέσα στην αγκαλιά του απομάκρυνε τα δάκρυα μου με τα χείλια του και με την πιο απαλή και την πιο αργή κίνηση άρχισε πάλι να με κάνει δική του και κλειδώνοντας τα χέρια μου και τα πόδια μου γύρω από το κορμί του ακούμπησα απόλυτα απάνω του και του παραδόθηκα ολοκληρωτικά... ελπίζοντας να μην τελειώσει ποτέ.

«Σ’ αγαπάω» είπε με βαθιά φωνή και νέα δάκρυα ήρθαν να με κάνουν να διαλυθώ.

«Κάνε με δική σου» παρακάλεσα σπαρακτικά και φιλώντας τον λαιμό μου τρυφερά έκανε τις ωθήσεις του πιο γρήγορες και τεντώνοντας το κορμί μου άφησα τον εαυτό μου να απολαύσει αυτήν την μοναδική επαφή και μόλις ένιωσε την έκρηξη μου δεν άντεξε άλλο και κάνοντας τις ωθήσεις του ακόμα πιο γρήγορες με κατέκτησε με περισσότερο πάθος.

«Μπέλα... δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο» φώναξε ασθμαίνοντας μέσα από τα δόντια του προσπαθώντας με νύχια και με δόντια για να μην ξεσπάσει το πάθος του μέσα μου... «Πρέπει να βγω» φώναξε αγχωμένος επειδή δεν φόραγε προφυλακτικό και κλειδώνοντας τα χέρια μου και τα πόδια μου πιο σφιχτά γύρω του άρχισα να τον φιλώ πάνω στον λαιμό του παρασυρμένη από το πάθος μου... «Μπέλα... δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο»

«Μην σταματάς» παρακάλεσα νιώθοντας την έκρηξη μου να έρχεται με ορμή και πάλι για να με απογειώσει και με κοίταξε με απορία στα μάτια σταματώντας για μια στιγμή.

«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε ξέπνοα.

«Μην σταματάς» φώναξα και καλύπτοντας τα χείλια του με τα δικά μου με φίλησε με τέτοιο πάθος που τρελάθηκα... «Μην σταματάς» παρακάλαγα και βάζοντας το χέρι του πάνω στους γλουτούς μου έκανε τις ωθήσεις του πιο γρήγορες και νιώθοντας την έκρηξη του να καίει όλο τον εσωτερικό μου κόσμο... έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω και βόγκηξα δυνατά την στιγμή που εκείνος ούρλιαξε το όνομα μου ακουμπώντας το μέτωπο του πάνω στο στερνό μου.

«Μην σταματάς» παρακάλεσα και δεν μου το αρνήθηκε... και μόλις άρχισε να τρέμει από τον οργασμό που τον είχε ξεπεράσει ούρλιαξα το όνομα του και άφησα τον εαυτό μου να ξεπεράσει κάθε του όριο... τόσο πολύ που ο οργασμός μου με έκανε να ξεχάσω μέχρι και το όνομα μου.

Ξέπνοοι μείναμε ακίνητοι στην ίδια θέση προσπαθώντας να βρούμε ξανά τις ισορροπίες μας... Οι καρδιές μας είχαν σπάσει τα κοντέρ και οι αναπνοές μας ακανόνιστες χάιδευαν απαλά τα ιδρωμένα μας κορμιά... Κανείς από τους δύο μας δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει αυτήν την απόλυτη επαφή που είχαν τα κορμιά μας και χωρίς να πούμε τίποτα άλλο μείναμε έτσι για το υπόλοιπο ταξίδι... ξεχνώντας όλους τους άλλους γύρω μας.

Το σήμα προσγείωσης μας επανέφερε στην πραγματικότητα και με έναν αναστεναγμό ανασήκωσα το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω... εκείνος σοβαρός με μια αρχαία θλίψη να καλύπτει τα υπέροχα χαρακτηριστικά του μου έδωσε ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια και ανασηκώνοντας το κορμί του με άφησε να φύγω με έναν αναστεναγμό.

Σηκώθηκα και παίρνοντας τα ρούχα μου από το πάτωμα άρχισα να ντύνομαι γρήγορα έχοντας γυρισμένη την πλάτη μου σε εκείνον.

«Μπέλα είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία και γύρισα ξαφνιασμένη να τον κοιτάξω.

«Ναι γιατί;» απάντησα και με την ματιά του με ανάγκασε να κοιτάξω προς το σεντόνι και μόλις είδα την κηλίδα αίματος που είχε απάνω έμεινα αναποφάσιστη να την κοιτώ.

Από την μια ήθελα πετάξω από την χαρά μου που επιτέλους έκαναν την εμφάνιση τους από την άλλη ήθελα να κλειστώ μέσα σε ένα δωμάτιο και να κλάψω την μοίρα μου που για τις επόμενες μέρες δεν θα έβλεπα το φως της ημέρας από τους πόνους που ήμουν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα έκαναν την εμφάνιση τους... Πήρα μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξα χαμογελαστή ανασηκώνοντας τους ώμους μου.

«Τουλάχιστον προλάβαμε» είπα και με κοίταξε πιο ανήσυχος.

«Είσαι σίγουρα καλά;»

«Προς το παρόν ναι... μην ανησυχείς πάω να αλλάξω γρήγορα γιατί στο τέλος δεν θα προλάβω... Ντύσου και πήγαινε να προσδεθείς και θα έρθω και εγώ οκ;» του είπα και κατένευσε.

Τρέχοντας γύρισα στο προσωπικό μου χώρο και πιάνοντας την βαλίτσα μου την άνοιξα με γρήγορες κινήσεις και αφού έβγαλα καθαρό εσώρουχο και πήρα μια σερβιέτα από το νεσεσέρ μου... άλλαξα με γρήγορες κινήσεις και βάζοντας το εσώρουχο μου μέσα σε μια σακουλίτσα το έβαλα μέσα στην βαλίτσα και κλείνοντας την, την έβαλα στην θέση της και γύρισα κοντά στον Έντουαρντ... ακριβώς την στιγμή που ένιωσα το αεροπλάνο να χάνει ύψος... Έκατσα γρήγορα δίπλα του και ασφαλίζοντας την ζώνη μου του κράτησα το χέρι και του χαμογέλασα... εκείνος με κοίταξε εξεταστικά... ακόμα σφιγμένος.

«Ηρέμησε καρδιά μου... τρεις μέρες είναι θα περάσουν» είπα με έναν αναστεναγμό και έσφιξε το σαγόνι του.

«Δεν μου αρέσει που θα το περάσεις μόνη σου όλο αυτό»

«Δεν θα είναι η πρώτη φορά» ανασήκωσα τους ώμους μου... «Και να σου πω την αλήθεια το προτιμώ... Δεν θέλω να με δεις έτσι» είπα και χαμήλωσα την ματιά μου για να αποφύγω την δική του και εκείνος με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Θες να περάσω αργότερα να σου κάνω παρέα;» κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Όχι σήμερα... ίσως αύριο ή μεθαύριο που θα είμαι καλύτερα εντάξει;» παρακάλεσα και αφού το σκέφτηκε για λίγο τελικά συμφώνησε και μέχρι να προσγειωθούμε δεν είπαμε τίποτα άλλο.

Μόλις μπήκαμε στην τελική ευθεία έλυσα την ζώνη μου και πήγα να σηκωθώ.

«Τι μανία σε πιάνει κάθε φορά και δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι να σταματήσει το αεροπλάνο;» με ρώτησε και γέλασα δυνατά.

«Οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται... Μην φύγεις από την θέση σου μέχρι να σταματήσει το Τζετ» του είπα αυστηρά σαν να μάλωνα ένα δεκάχρονο παιδάκι και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.

ESCAPE POLH FANTASMA