Κοίταζα το εντυπωσιακό ταβάνι με μανία η ταπετσαρία είχε διάφορα σχέδια σε κύκλους μεγάλους και μέσα από αυτούς υπήρχαν άλλοι μικρότεροι, ένα κλαράκι με πρωτότυπα λουλούδια απεικονίζονταν πάνω από αυτούς . Αυτό μου απέσπασε για λίγο μόνο την προσοχή, αλλά πάλι επέστρεψα στο γνωστό θέμα που με έκαιγε...
Οι σκέψεις μου αδυνατούσαν να συντονιστούν... Χριστέ μου τι θα κάνω;... Αν το κρατήσω!... ένα ρίγος διαπέρασε όλο μου το κορμί και με έκανε να ανασηκωθώ από το κρεβάτι... Άφησα την ματιά μου για λίγο να περιπλανηθεί στον χώρο και για πρώτη φορά κοίταξα πραγματικά την κρεβατοκάμαρα που με είχε φέρει ο Έντουαρντ και έμεινα με το στόμα ανοιχτό... ήταν πραγματικά πολύ εντυπωσιακή.
Το κρεβάτι ήταν πολύ απλό... πάνω σε ένα ξύλινο άσπρο δάπεδο που σχημάτιζε γάμα και δημιουργούσε πλάτη...εκεί είχαν τοποθετήσει ένα μαύρο σκληρό στρώμα και από πάνω ήταν το κανονικό στρώμα με άσπρο κατωσέντονο και απαλό ροζ πανωσέντονο και μαξιλάρια... αριστερά και δεξιά υπήρχαν δύο πανέμορφα ασημένια λαμπατέρ δαπέδου που σχημάτιζαν λουλούδια... ενώ σε πιο μικρό μέγεθος υπήρχαν τα ίδια λαμπατέρ σε πιο ψηλό επίπεδο στον τοίχο... Πάνω από το κεφαλάρι υπήρχε ένα μικρό πλαίσιο για να ακουμπάς πράγματα και από πάνω ακριβώς ένας μεγάλο επιβλητικός πίνακας σε γκρι αποχρώσεις.
Το δάπεδο ήταν από σκούρο γκρι πλακάκι... ενώ οι τοίχοι ήταν άσπροι... Στο τέλος του κρεβατιού υπήρχε ένα στρογγυλό άσπρο χαμηλό τραπεζάκι με δύο άσπρε καρέκλες με μαύρα μαξιλάρια... και ο τοίχος... ήταν όλος πλαισιωμένος με μικρά ασύμμετρα παράθυρα που έμπαινε άπλετο φως... διάσπαρτα πάνω στον τοίχο ενώ στα ενδιάμεσα υπήρχαν εσοχές που σε άλλα είχαν βάλει διακοσμητικά και διάφορα βιβλία ενώ σε άλλα τα είχαν αφήσει άδεια.
Πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί με την απλότητα που κυριαρχούσε... ήταν τόσο μοντέρνο και ταυτόχρονα τόσο εντυπωσιακό... σηκώθηκα από το κρεβάτι και παρατήρησα ότι ήμουν ακόμα με το μπουρνούζι... η βαλίτσα μου δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο.. φαντάστηκα ότι θα την είχε πάει στην γκαρνταρόμπα και έτσι αποφάσισα να πάω προς τα εκεί για να βρω κάτι να φορέσω πριν κατέβω να τον βρω.
Για να πάω στο δωμάτιο γκαρνταρόμπα έπρεπε να περάσω πρώτα από την τουαλέτα και έτσι από περιέργεια μόλις μπήκα μέσα άρχισα να την κοιτώ... Ήταν πραγματικά το κάτι άλλο... με γκρι πάτωμα και άσπρους τοίχους που πίσω από την μπανιέρα και την ντουζιέρα είχαν τοποθετήσει τεράστιες διακοσμητικές πέτρες... με έπιπλα στο χρώμα του μαύρου ξύλου.
Προχώρησα προς το τέλος της τουαλέτας και μόλις άνοιξα την επόμενη πόρτα έμεινα με το στόμα ανοιχτό να κοιτώ το δωμάτιο – γκαρνταρόμπα σαν χαζή... Αυτό πάλι τι είναι αναρωτήθηκα και έκανα δύο δειλά βήματα προς τα μέσα.
Ένας τεράστιος χώρος απλωνόταν μπροστά μου που αριστερά και δεξιά μου υπήρχαν δύο τεράστιες κλειστές ντουλάπες με κάτι μαύρους διακόπτες μπροστά... Στην μέση του δωματίου... υπήρχε ένα στρογγυλό μεγάλο σκαμπό και ένα στρογγυλό περίεργο τραπεζάκι... ενώ στο τέλος του δωματίου υπήρχε ένα γυάλινο διαχωριστικό, το οποίο φαινόταν πίσω από την θέση που ήμουν... διάφορα μικρά και μεγάλα συρτάρια και πλαίσια... μέσα στα πλαίσια υπήρχαν πολλά πολλά κουτάκια... Χριστέ μου τι θα δουν πάλι τα ματάκια μου;... αναρωτήθηκα με απελπισία και αγνοώντας τις μεγάλες ντουλάπες πλησίασα προς το γυάλινο διαχωριστικό ελπίζοντας να βρω την βαλίτσα μου εκεί και να πάρω κατευθείαν από μέσα ότι χρειαζόμουν χωρίς να χρειαστεί να δω τι άλλο μου είχε ετοιμάσει η Άλις... αλλά για κακή μου τύχη η βαλίτσα μου δεν ήταν εκεί... και έτσι αναγκαστικά ξαναγύρισα στο κυρίως δωμάτιο για να ανοίξω τις τεράστιες ντουλάπες για να την βρω.
Πατώντας το κουμπί που βρήκα στην πρώτη ντουλάπα... εκείνη άνοιξε στα δύο και μια τεράστια σιδεριά άρχισε να με πλησιάζει... εγώ πίσωπάτησα για λίγο αλλά τελικά αυτό δεν έφτανε... εκείνο συνέχιζε να έρχεται καταπάνω μου και όσο και να το έσπρωχνα εκείνο δεν σταματούσε... Χριστέ μου που έμπλεξα... αναφώνησα μέσα μου με απελπισία και μόλις εκείνο σταμάτησε καλύπτοντας σχεδόν όλο το χώρο άρχισε να στριφογυρνάει γύρω γύρω με αργό ρυθμό.
Ο Χριστός και η Παναγία... αυτοί καλέ είναι τρελοί... τί είναι πάλι αυτό;... σκέφτηκα και πατώντας ένα κουμπί που βρήκα μπροστά μου το πάτησα και η στρογγυλή κρεμάστρα με τους τόνους ρούχων που είχε απάνω όλα κλεισμένα σε ειδικές θήκες τακτοποιημένα κατά χρώμα σταμάτησε και έμεινα να τα κοιτάω... Δεν τόλμαγα να αγγίξω κάποιο... ήμουν σίγουρη ότι θα άφριζα... Πηγαίνοντας προς το ντουλαπόφυλλο πάτησα πάλι το διακόπτη που είχα πατήσει και πριν και η μεγάλη σιδεριά άρχισε πάλι να μπαίνει προς τα μέσα.
Δοκίμασα άλλη μια φορά ελπίζοντας να μην με εκτοπίσει και πάλι τίποτα και μόλις πάτησα άλλον έναν διακόπτη έκανα στην άκρη και περίμενα να ανοίξει... αυτήν την φορά δεν πετάχτηκε τίποτα προς τα πάνω μου και παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα πήγα μπροστά στην ντουλάπα που είχε ανοίξει για να δω τι περιείχε μέσα... εντάξει τώρα τα έχασα τελείως... μια μεγάλη κατασκευή σαν σκάλα εμφανίστηκε μπροστά μου γεμάτη με ότι παπούτσια μπορεί να βάλει ο νους σας... Συγνώμη όλα αυτά τα φοράνε;... αναρωτήθηκα και μόλις το μάτι μου έπεσε σε ένα ζευγάρι φλατ σανδάλια τα πήρα στο χέρι μου και πατώντας και πάλι το κουμπί πάνω στην ντουλάπα την έκλεισα και αυτήν και δοκίμασα μια άλλη.
Αυτήν την φορά ήμουν πιο τυχερή... μόλις άνοιξε το δίφυλλο ντουλαπόφυλο υπήρχε μια εσοχή όπου μέσα υπήρχαν διάφορες βαλίτσες... και μια από αυτές ήταν και η δική μου... δεν το σκέφτηκα... την έγειρα στο πλάι και ανοίγοντας την πήρα την φόρμα μου και ένα σετ καθαρά εσώρουχα και αφού τα φόρεσα κίνησα να πάω να τον βρω.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο μου κοίταξα για λίγο γύρω μου... στον όροφο που ήμουν εγώ... υπήρχε στη μέση του σπιτιού ένα ορθογώνιο σχέδιο με κάγκελα από το υλικό του τζαμιού, γύρο από αυτό το ορθογώνιο υπήρχαν διάδρομοι όπου οδηγούσαν σε άλλες πόρτες που πρέπει να ήταν άλλα υπνοδωμάτια ενώ στα δεξιά υπήρχε μια τεράστια τζαμαρία... στο απέναντι σημείο από το σημείο υπήρχε ένα μεγάλο ασανσέρ όπου είχαμε ανέβει με τον Έντουαρντ όταν με έφερε στο δωμάτιο μου... και από την μεριά που ήμουν εγώ υπήρχε μια στρογγυλή σκάλα... από κάτω ακριβώς ήταν ο χώρος υποδοχής υπέθεσα... με ένα μεγάλο καναπέ και καρέκλες γύρω από δύο μικρότερα τραπεζάκια πάνω σε ένα άσπρο αφράτο χαλί.
Αποφάσισα να κατέβω από τις σκάλες και όταν έφτασα στο κάτω όροφο άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα... ήταν πραγματικά το κάτι άλλο.
Στα χρώματα του λευκού και του σουηδικού ξύλου μπροστά μου απλωνόταν η τραπεζαρία και ένα μικρό δεν θα το έλεγες σαλονάκι που χωριζόταν στην μέση από πέντε κολώνες.
Η τραπεζαρία τεράστια σε σχήμα τετράγωνο και λιτή στα χρώματα του άσπρου με δώδεκα καρέκλες να την πλαισιώνουν ενώ στο ταβάνι έκανε την εμφάνιση του ένα τεράστιο φωτιστικό και η θέα που είχε από την μεριά που ήμουν τώρα σε έκανε να νιώθεις ότι βρίσκεσαι πιο πολύ σε εξοχική κατοικία παρά σε σπίτι, αφού υπήρχαν πολλά σκάφη... ενώ κοντά στην μεγάλη τζαμαρία... υπήρχε ένα μεγάλο πιάνο με ουρά στα χρώματα του λευκού και μέσα σε βάζα υπήρχαν κατακόκκινα τριαντάφυλλα να κάνουν αντίθεση.
Από την άλλη στο σαλονάκι υπήρχαν μαύροι καναπέδες με τρία μικρά άσπρα οβάλ τραπεζάκια στο κέντρο... για την θέα τώρα τι να πω... Και οι δύο πλευρές του δωματίου ήταν πλαισιωμένες με τεράστιες τζαμαρίες που από την μια μεριά έβλεπες την απέναντι πλευρά του κτηρίου που ήταν οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού... όπως το γυμναστήριο... μια αίθουσα ψυχαγωγίας και άλλα δωμάτια που δεν φαινόντουσαν καλά από το σημείο που βρισκόμουν και δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχαν.
Το κτήριο χωριζόταν στα δύο με μια εντυπωσιακή πισίνα.
Ενώ από την άλλη πλευρά... η θέα σου έκοβε την ανάσα... Το σπίτι ήταν κτισμένο μπροστά από ένα ιδιωτικό λιμανάκι και μπροστά από την πρόσοψη του σπιτιού ήταν σταθμευμένο ένα τεράστιο και εντυπωσιακό γιοτ... Εντάξει... ο νεοπλουτισμός εδώ δεν λείπει.
Κούνησα το κεφάλι μου και άρχισα να πηγαίνω προς την απέναντι πλευρά ελπίζοντας να τον βρω... αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση πάντως σε αυτό το σπίτι ήταν ότι επικρατούσε η απόλυτη σιωπή... Ήταν λες και δεν υπήρχε κανείς μέσα σε αυτό... ήταν τόσο ανατριχιαστικό.
Φτάνοντας κοντά σε μία άλλη πόρτα άκουσα από μέσα μια κουτάλα να χτυπά πάνω σε μια κατσαρόλα και έλπιζα να είναι μέσα... Άνοιξα την πόρτα δειλά και μόλις η μυρωδιά από το φαγητό πλημύρισε όλες μου τις αισθήσεις κόντεψα να λιποθυμήσω... αλλά μόλις τον αντίκρισα μπροστά μου η ανάσα μου κόπηκε στην μέση και το φαγητό έγινε μια ανάμνηση.
Μπροστά από την κουζίνα τον βρήκα να μαγειρεύει μόνος του φορώντας μόνο ένα παντελόνι φόρμας... Η θεσπέσια του τριγωνική γυμνή του πλάτη γυάλιζε από τις σταγόνες ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί και μια σταγόνα που άρχισε να κατηφορίζει πάνω στην σπονδυλική του στήλη μου τράβηξε την ματιά και με έκανε να αναριγήσω ολόκληρη... ήταν τόσο σέξι που και μόνο κοιτώντας τον ένιωσα το εσώρουχο μου να νοτίζει... δάγκωσα τα χείλια μου και έπνιξα το βογκητό που με έπνιγε.
Απόλυτα αφοσιωμένος σε αυτό που έκανε δεν είχε πάρει είδηση ότι τον παρακολουθούσα κρυφά και πατώντας στις μύτες των ποδιών μου τον πλησίασα... Έβαλα απαλά τα χέρια μου πάνω στην μέση του και εκείνος αναπήδησε αλλά δεν τον άφησα να γυρίσει προς το μέρος μου... με την γλώσσα μου να περνά επάνω από την σπονδυλική του στήλη... άρχισα να γεύομαι την σταγόνα από τον ιδρώτα που μου είχε εξάψει την φαντασία και εκείνος ανατρίχιασε ολόκληρος.
Η κουτάλα που ανακάτευε πριν το φαγητό έπεσε από τα χέρια του... η ανάσα του κόπηκε στην μέση... και πιάνοντας το πλαίσιο του πάγκου συγκράτησε το σώμα του που άρχισε να τρέμει και βόγκηξε δυνατά ενώ τέντωσε το κορμί του... Εγώ δεν σταμάτησα εκεί.
Τα χέρια μου απαλά πάνω στο εκτεθειμένο του δέρμα άρχισαν να τον βασανίζουν... Περνώντας το ένα μου χέρι μπροστά άρχισα να χαράζω μια πύρινη πορεία πάνω στης γραμμές τον κοιλιακών του ενώ τα ακροδάχτυλα του άλλου μου χεριού βρίσκοντας το λάστιχο της φόρμας του πέρασαν από μέσα από την φόρμα και το εσώρουχο του και βρήκαν το αντικείμενο του πόθου μου και αμέσως έπιασαν δουλειά.
«Μπέλα» είπε πνιχτά μέσα από τα δόντια του την στιγμή που ένιωσα τον ερεθισμό του να πάλετε μέσα στην χούφτα μου και γέρνοντας το σώμα του μπροστά προσπάθησε με νύχια και με δόντια να συγκρατηθεί... αλλά εγώ ήθελα να τον κάνω να παραδοθεί και δεν σταμάτησα.
«Σσσς» είπα μόνο... και μόλις άρχισα πάλι να χαϊδεύω απαλά από πάνω προς τα κάτω και πάλι πίσω το έργο τέχνης του εκείνος άρχισε να τα χάνει.
«Μπέλα σε παρακαλώ» μούγκρισε... πνίγοντας μια κραυγή και βάζοντας το χέρι του πάνω στο δικό μου με σταμάτησε και αφού το έβγαλε απαλά από μέσα από την φόρμα του γύρισε ασθμαίνοντας προς το μέρος μου και η ματιά του με έκαψε... με έκανε να ξεχάσω μέχρι και το όνομα μου και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του άρχισα να τον φιλώ απαιτητικά ακουμπώντας το σώμα μου απόλυτα απάνω στο δικό του.
Ένα βογκητό βγήκε ταυτόχρονα από τα χείλια μας και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την μέση μου βαθαίνοντας το φιλί μας... αλλά το φιλί του με έκανε να νιώθω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά... Ενώ ένιωθα το πάθος του... ένιωθα και κάτι περισσότερο από αυτό... κάτι σαν μάχη να γίνεται μέσα του και αυτό με έκανε να παγώσω... Ανασήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα παραξενευμένη.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα ξέπνοα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να καλμάρει την ένταση του μου χάιδεψε απαλά το πρόσωπο.
«Δεν νομίζω ότι είναι συνετό στην κατάσταση σου» είπε όσο πιο απαλά μπορούσε ελπίζοντας να μην το πάρω στραβά αλλά εγώ δεν ήξερα πως να αντιδράσω σε αυτό.
«Γαμώ την κατάσταση μου γάμω» ξέσπασα και σπρώχνοντας τον από πάνω μου έκανα να φύγω αλλά εκείνος με σταμάτησε και με γύρισε προς την μεριά του κλειδώνοντας με μέσα στην αγκαλιά του.
«Μπέλα μου... μην το παίρνεις στραβά» προσπάθησε να με ηρεμήσει αλλά εγώ είχα ξεπεράσει τα όρια μου.
«Πως να μην το πάρω στραβά βρε Έντουαρντ... έχεις ιδέα τι γίνεται μέσα μου;... Οι ορμόνες έχουν χτυπήσει κόκκινο και αυτήν την στιγμή είμαι έτοιμη να εκραγώ και μόνο που σε βλέπω... και εσύ μου λες να μην το πάρω στραβά;» φώναξα και προσπάθησε να καταπνίξει το γέλιο του για να μην με κάνει χειρότερα.
«Κάνε λίγη υπομονή... δεν θα είναι έτσι για πάντα» είπε ήρεμα και αναστέναξα... αλλά έπνιξα την πρώτη απάντηση που μου ήρθε να του πετάξω για να μην τον πληγώσω περισσότερο.
«Τουλάχιστον αυτό τρώγετε…; ή να παραγγείλουμε κάτι απέξω;» τον ρώτησα εκνευρισμένα και εκείνος πετάχτηκε σαν ελατήριο και γυρίζοντας προς την κουζίνα πήρε μια καθαρή κουτάλα και άρχισε να ανακατεύει την σάλτσα.
«Πάλι καλά που το είπες... αλλιώς σίγουρα θα παραγγέλναμε απ’ έξω» είπε γελώντας και αναστενάζοντας άρχισα να κοιτώ τριγύρω για να αποσπάσω την προσοχή μου πριν του ξανά ορμήσω.
Η κουζίνα ήταν πραγματικά εκπληκτική... στα ίδια χρώματα του σαλονιού... με μαύρα έπιπλα να το διακοσμούν... Στο μεγάλο τραπέζι που υπήρχε στην μέση δεν υπήρχαν καρέκλες αλλά αυτό δεν αφαιρούσε την ομορφιά. Ήταν τεράστια και μέσα σε αυτήν την κουζίνα άνετα μπορούσαν να δουλέψουν πολλά άτομα ταυτόχρονα.
«Σου αρέσει;» ρώτησε καθώς με πλησίαζε με την κουτάλα στο χέρι.
«Σε αντιπροσωπεύει θα έλεγα... τουλάχιστον όσο έχω δει από το σπίτι μέχρι στιγμής... απλό λιτό και απέριττο» είπα και ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο ήρθε να με κάνει να τα χάσω... και να τον κοιτώ με κομμένη την ανάσα χωρίς να κουνιέμαι από την θέση μου... εκείνος καταλαβαίνοντας το έφερε την κουτάλα κοντά στο στόμα μου και με απέσπασε από τις βρώμικες σκέψεις που είχαν αρχίσει να ξεπηδούν στο μυαλό μου και τον κοίταξα ζαρώνοντας τα φρύδια μου θυμωμένα.
«Μην με κοιτάς εμένα έτσι μικρή ανάφτρα... ξέρω τι σκέφτεσαι και δεν πρόκειται να σου κάνω την χάρη... θες να δοκιμάσεις να μου πεις αν σου αρέσει;» είπε με ένα παιχνιδιάρικο ύφος και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τα παράτησα... δοκίμασα λίγο από την σάλτσα που είχε η κουτάλα και γούρλωσα τα μάτια μου από την έκπληξη... γλύφοντας λαίμαργα τα χείλια μου για να την απολαύσω περισσότερο.
«Να υποθέσω ότι είναι καλό;» ρώτησε και τσιμπώντας την μύτη μου γύρισε και πάλι προς την κουζίνα.
«Δεν ήξερα ότι μαγειρεύεις τόσο καλά» είπα και πήγα δίπλα του σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά στο στήθος.
«Δεν με ρώτησες ποτέ» απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του και αφού έκλεισε τα μάτια απομάκρυνε από τις φωτιές και τις δύο κατσαρόλες που είχε απάνω και πήγε προς το ψυγείο.
«Νόμιζα ότι σου μαγείρευε η οικονόμος σου»
«Μπα... η μαγειρική είναι το χόμπι μου... περνάω ώρες μέσα στην κουζίνα... το έχω κάτι σαν ψυχοθεραπεία... είναι παιδική συνήθεια βλέπεις»
«Δηλαδή;»
«Με την μητέρα μου μαγειρεύαμε μαζί... δεν άφηνε κανέναν άλλον να μαγειρέψει όσο ήταν στο σπίτι... και πάντα με άφηνε να την βοηθάω... και τις ώρες που μαγειρεύαμε μοιραζόμασταν τα πάντα μεταξύ μας»
«Πρέπει να ήταν ωραίες αναμνήσεις» σχολίασα και άλλο ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του.
«Οι καλύτερες» επιβεβαίωσε και αφού έπλυνε μερικά μαρούλια τα έβαλε σε ένα μπάγκο για να τα κόψει.
«Άσε με να το κάνω εγώ αυτό» παρακάλεσα αλλά κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Τόσο καιρό με περιποιείσαι εσύ... τώρα είναι σειρά μου» είπε χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι’ αυτό και ξεφύσησα δυνατά.
«Μην είσαι χαζός... εσύ έκανες το φαγητό... μπορώ να κάνω την σαλάτα» επέμενα αλλά το βλέμμα του με έκοψε... «Καλά καλά... δεν σε είπαμε και καμπούρη» του είπα βάζοντας τα χέρια μου μπροστά αμυντικά και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του ενώ συνέχιζε να κόβει την σαλάτα.
«Το πιάνο μέσα είναι διακοσμητικό στοιχείο;» ρώτησα για να αλλάξω κουβέντα και με κοίταξε με νόημα... «Τι;» ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω.
«Γιατί να έχω ένα τεράστιο πιάνω στην μέση του σαλονιού σαν διακοσμητικό στοιχείο;» ρώτησε με απορία.
«Α» απάντησα μόνο και κοίταξα πάλι γύρω μου νευρικά.
«Ξέρεις να παίζεις;» είπε με ενθουσιασμό στην φωνή του.
«Εγώ πιάνο... δεν πας καλά... από μακριά και αγαπημένοι» είπα με φρίκη και γελώντας με κοίταξε με απορία... «Προσπάθησε η μητέρα μου να με πείσει να μάθω... η δασκάλα έφυγε τρέχοντας από το σπίτι στο πρώτο κιόλας μάθημα» εξήγησα και ξεράθηκε στα γέλια.
«Τόσο καλά» σχολίασε και ένευσα.
«Χειρότερα δεν γίνεται... αλλά μου αρέσει να το ακούω... μου έπαιζε η μητέρα μου κλασικά κομμάτια όταν ήμουν μικρή και καθόμουν με τις ώρες και την άκουγα μαγεμένη... είχε μεγάλο ταλέντο... αλλά καθόλου υπομονή να μου μάθει... γι’ αυτό και κατέφυγε στην λύση της δασκάλας... φυσικά μετά το πρώτο μάθημα κατάλαβε ότι δεν έφταιγε εκείνη που ήμουν ανεπίδεκτη μαθήσεως» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου... και με κοίταξε για λίγο αλλά δεν μίλησε... έβαλε τα φρεσκοκομμένα λαχανικά μέσα σε ένα μεγάλο μπολ και αφού πρόσθεσε λίγο λάδι και λίγο ξύδι μπαλσάμικο τα ανακάτεψε και άρχισε να πλένει τα λερωμένα σκεύη που είχε χρησιμοποιήσει... πραγματικά ήταν το κάτι άλλο να τον βλέπεις.
«Συγνώμη η οικονόμος τι ακριβώς κάνει;»
«Το σκούπισμα... το σφουγγάρισμα... ξέρεις τώρα τα καθημερινά»
«Ξέχασες την αποστείρωση» τον πείραξα και γέλασε δυνατά.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Ξέρω και εγώ... έτσι όπως σε βλέπω δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μου έλεγες ότι το αποστειρώνεις σε καθημερινή βάση το σπίτι... είναι τόσο αστραφτερό που νομίζεις ότι δεν κατοικείτε καθόλου»
«Μου αρέσει να είμαι τακτικός... τόσο κακό είναι αυτό;» ρώτησε απαλά και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου σοβαρή... πραγματικά αυτή η ατμόσφαιρα είχε λίγο αρχίσει να με εκνευρίζει... ήταν λες και ήμασταν δύο ξένοι... να το πω πιο σωστά λες και ήταν ο μάγειρας μου και εγώ η κυρία που τον επέβλεπε.
«Έτοιμα» είπε με ικανοποίηση... και παίρνοντας δύο σουπλά στο χέρι πέρασε το χέρι του από την μέση μου και με παρέσυρε προς την μεγάλη τραπεζαρία.
«Έντουαρνττττ» γκρίνιαξα εγώ προσπαθώντας να τον σταματήσω... «Δεν θα πάθω τίποτα να κουβαλήσω κανένα πιάτο... μην γίνεσαι τόσο σπαστικός» συνέχισα αλλά εκείνος χωρίς να μου δίνει σημασία με έβαλε να κάτσω σε μια καρέκλα και αφού έβαλε τα σουπλά το ένα δίπλα στο άλλο με κοίταξε επιβλητικά.
«Μην το κουνήσεις από εδώ... αλλιώς δεν έχει επιδόρπιο» κουνώντας τον δείκτη του δαχτύλου του αυστηρά μπροστά στο πρόσωπο μου και εγώ ασυναίσθητα έγλυψα τα χείλια μου καταπίνοντας το σάλιο μου από την λιγούρα που μου προκάλεσε η λέξη επιδόρπιο.
«Έχει παγωτό;» ρώτησα με την αγωνία ενός μικρού παιδιού και με πείραξε περισσότερο.
«Αν κουνηθείς από εδώ δεν θα το μάθεις ποτέ» είπε και τσιμπώντας την μύτη μου έφυγε με ικανοποίηση.
«Δεν παίζεις τίμια» φώναξα για να με ακούσει.
«Δεν είπα ποτέ ότι θα το κάνω» απάντησε μέσα από την κουζίνα και σε χρόνο ντε τε... σέρβιρε το φαγητό και ήρθε και έκατσε δίπλα μου... γέμισε δύο μεγάλα νεροπότηρα με γάλα... Γάλα;;; που το θυμήθηκε αυτό;... και έτεινε το ένα προς το μέρος μου... τον κοίταξα με αηδιαστική γκριμάτσα.
«Σου έκοψαν το νερό;» τον ρώτησα και γέλασε δαγκώνοντας τα χείλια του.
«Πιες το... το χρειάζεται ο οργανισμός σου» τόνισε αυστηρά και τον αγριοκοίταξα.
«Θα το αναπληρώσω με το παγωτό» του απάντησα και άρχισα να τρώω χωρίς να το περιμένω... «Μμμμ... μαζί με το τυρί έχει πιο υπέροχη γεύση» σχολίασα και χαλαρώνοντας άφησε το ποτήρι πάνω στο τραπέζι και άρχισε να τρώει και εκείνος αφήνοντας το ασχολίαστο.
«Πάντα τόσο καταπιεστικός είσαι;» τον ρώτησα μετά από λίγο και με κοίταξε με απορία... «Ωωω μην με κοιτάς εμένα έτσι...» του είπα αυστηρά και αναστέναξε.
«Έχω οδηγίες από τον γιατρό που σε παρακολουθούσε στο νοσοκομείο» απολογήθηκε και συνέχισε να τρώει.
«Οι οποίες λένε;» ρώτησα και αφήνοντας το πιρούνι του στο πιάτο με κοίταξε σοβαρός.
«Υγιεινή διατροφή... πολύ γάλα... να μην σε αφήνω να χοροπηδάς σαν το κατσίκι από εδώ και από εκεί... να ξαπλώνεις την περισσότερη ώρα της ημέρας... και όχι σεξ» είπε και έμεινα να τον κοιτώ με ανοιχτό το στόμα.
«Καθόλου;» ρώτησα σοκαρισμένη.
«Να φανταστώ ότι η ερώτηση σου πάει στο σεξ;» με ρώτησε πίσω και κατένευσα... «Μέχρι να περάσει το πρώτο τρίμηνο τουλάχιστον» επιβεβαίωσε και ξεροκατάπια.
«Καθόλου;» επανέλαβα.
«Μπέλα χαλάρωσε... ένας μήνας είναι θα περάσει» είπε απλά και τότε έγινα έξαλλη.
«Ένας μήνας; Και το λες έτσι απλά; Ξέρεις τι είναι ένας μήνας;» τον ρώτησα σοκαρισμένη και κρατήθηκε για να μην ξεσπάσει πάλι σε τρανταχτά γέλια.
«30 μέρες;» ρώτησε πίσω και έπιασα τα μαλλιά μου και τράβηξα δυνατά.
«30 μέρες;...» αναφώνησα... «Πως σκατά θα περάσουν 30 μέρες» φώναξα κοιτώντας προς τα κάτω στο σημείο που είχε πάρει φωτιά από την στιγμή που τον είχα δει μέσα στην κουζίνα και βάζοντας το χέρι του πάνω στον ώμο μου με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Ηρέμησε μωρό μου... δεν είναι τόσο τραγικό» είπε ήρεμα για να με καθησυχάσει και τον κοίταξα με γουρλωμένα τα μάτια.
«Τραγικό;... Έντουαρντ καταλαβαίνεις τι λες;... Έχεις ιδέα τι υπεράνθρωπες προσπάθειες κάνω για να μην σου ορμήσω αυτήν την στιγμή;... Έχεις ιδέα πόσο μούσκεμα είμαι από την ώρα που σε είδα μέσα στην κουζίνα;... Και μου λες ότι δεν είναι τραγικό;» ρώτησα δύσπιστα και χαλαρώνοντας με κοίταξε με κατανόηση.
«Ούτε και για μένα είναι εύκολο καρδιά μου... αλλά σε παρακαλώ προσπάθησε να κάνεις μια προσπάθεια να ηρεμήσεις»
«Εντάξει» τελικά είπα και παίρνοντας ξανά το πιρούνι μου άρχισα να τρώω μπας και τουλάχιστον ικανοποιήσω μια από τις ορέξεις μου.
«Τελικά έχει παγωτό ή όχι;» τον ρώτησα και χαμογέλασε.
«Φράουλα... μπανάνα... στρατσιατέλα... την ίδια μάρκα που φάγαμε στις Μαλβίδες»
«Κάτι είναι και αυτό... τουλάχιστον θα έχω το υποκατάστατο μου» σχολίασα και τότε δεν άντεξε άλλο... και βάζοντας την πετσέτα που είχε στα πόδια του στο στόμα άρχισε να κακαρίζει σαν χαζός... και μην αντέχοντας άλλο τον μιμήθηκα και εγώ.