Αφού είχα κατασπαράξει και το δεύτερο πιάτο από το θεσπέσιο φαγητό που είχε ετοιμάσει συν τα τρία τέταρτα της σαλάτας, άφησα το πιρούνι πάνω στο πιάτο, έκατσα βαριά στην πλάτη της καρέκλας και έπιασα το στομάχι μου βαρυγκομαχωντάς.
«Ουφ έσκασα... μάλλον το παράκανα λίγο» είπα καθώς έφερνα την πετσέτα μπροστά στο στόμα μου για να καταπνίξω το ρέψιμο που ερχόταν απειλητικό να με κάνει ρεζίλι. Όχι ότι δεν είχα γίνει ήδη αρκετά, αφού όλη αυτήν την ώρα έτρωγα σαν γουρούνι.
«Σου ξέφυγε μια πιρουνιά» με πείραξε κοιτώντας τις δύο πένες που είχαν μείνει πάνω στο πιάτο μου και αφού του έκανα μια ειρωνική γκριμάτσα πήρα το πιρούνι και τσιμπώντας τις δυο πένες που είχαν μείνει στο πιάτο μου τις έβαλα στο στόμα και άρχισα να της μασουλάω επιδεικτικά.
«Πάντα τόσο πολύ τρως ή σου άνοιξε η όρεξη τώρα;» είπε με νόημα για να μην πει την απαγορευμένη λέξη και με κάνει πάλι τούρμπο.
«Τι φοβάσαι... μην γίνω καμία τετράφυλλη ντουλάπα και το υπόλοιπο της ζωής μου το περνάω πάνω σε έναν καναπέ γκρινιάζοντας όλη μέρα πετώντας σου παντόφλες στο κεφάλι για να περνάω την ώρα μου;» του γύρισα το πείραγμα και κοιτώντας το ταβάνι γέλασε δυνατά κουνώντας το κεφάλι του απηυδισμένα.
«Να φανταστώ ότι δεν υπάρχει χώρος για το επιδόρπιο;» ρώτησε πιο σοβαρά τη στιγμή που σηκώθηκε να μαζέψει τα άδεια πιάτα χωρίς να με κοιτά αποφεύγοντας να σχολιάσει τα προηγούμενά μου λόγια.
«Πάντα υπάρχει χώρος για παγωτό... μην πας να ξεφύγεις. Το υποσχέθηκες»
«Μπέλα θα κάνεις εμετό με τόσο φαγητό...» αναφώνησε και με κοίταξε σοκαρισμένος.
«Προτιμάς να σε βουτήξω όπως είσαι και να σε πάρω τώρα στο πάτωμα;» τον ρώτησα και αμέσως συγκράτησε τα πιάτα στο χέρι του και με γρήγορα βήματα πήγε προς την κουζίνα για να μου φέρει το παγωτό μου σαν κυνηγημένος. Ήταν σίγουρος ότι ήμουν ικανή να το κάνω αν καθόταν λίγο παραπάνω και δεν το διακινδύνευε. Έτσι, το φόβο μου να έχεις!, σχολίασα μέσα μου και πήγα και έκατσα σε έναν αναπαυτικό καναπέ στο σαλόνι και μαζεύοντας τα πόδια κοντά στο σώμα μου, άφησα τις φτέρνες μου να ακουμπήσουν στην άκρη του καναπέ βγάζοντας τα παπούτσια μου και έγειρα το κεφάλι μου στην πλάτη της πολυθρόνας και έκλεισα για λίγο τα μάτια μου για να χαλαρώσω.
Γαμώτο είναι τόσο δύσκολο με τον Έντουαρντ να τριγυρνάει στα πόδια μου και εγώ να πρέπει να συγκρατηθώ... αναστέναξα... απλά είναι τόσο αβάσταχτο.
«Τι σκέφτεται πάλι αυτό το υπέροχο και πονηρό μυαλουδάκι;» με ρώτησε τη στιγμή που έκατσε δίπλα μου και χαμογέλασα ανοίγοντας μόνο το ένα μου μάτι για να τον κοιτάξω.
«Και που ξέρεις ότι σκέφτομαι κάτι πονηρό;» τον προκάλεσα και ανασήκωσε τα δύο του φρύδια παιχνιδιάρικα.
«Πάντα δαγκώνεις τα χείλια σου όταν οι σκέψεις σου αρχίζουν να παρασύρονται» δήλωσε και τα παράτησα.
«Γαμώτο... ποτέ δεν θα καταφέρω να το σταματήσω αυτό» απάντησα και απλώνοντας το χέρι μου του πήρα το μπολ με το παγωτό από το χέρι του και χωρίς να αλλάζω στάση έβαλα μια μεγάλη ποσότητα στο απελπιστικά μικρό κουταλάκι που μου είχε φέρει και βάζοντάς το στο στόμα μου άρχισα να μουγκρίζω με ικανοποίηση κλείνοντας και πάλι τα μάτια μου... αναστενάζοντας.
«Ποίημα...» σιγομουρμούρισα και τον ένιωσα να γελάει σιγανά.
«Δεν μου είπες...» είπα συνεχίζοντας να τρώω ενώ εκείνος έπαιζε με μια αδέσποτη μπούκλα που είχε ξεφύγει από την ελαφριά κοτσίδα που είχα πιάσει τα μαλλιά μου.
«Τι πράγμα;» ρώτησε με έναν αναστεναγμό. Ήμουν σίγουρη ότι και εκείνος ήταν στην ίδια κατάσταση με μένα, αλλά προσπαθούσε με πολύ κόπο να το καταπνίξει.
«Το δωμάτιο που με πήγες πριν είναι το δικό σου;» ρώτησα ενώ έβαλα άλλη μια μεγάλη κουταλιά στο στόμα και τον κοίταξα.
«Όχι... το δικό μου είναι το διπλανό...» γούρλωσα τα μάτια από την έκπληξη αλλά πριν πω οτιδήποτε άλλο συνέχισε εκείνος... «Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να έχεις το δικό σου χώρο για να νιώθεις πιο άνετα» εξήγησε και το σκέφτηκα για λίγο.
«Δηλαδή θα κοιμόμαστε ξεχωριστά;» ξαναρώτησα και πλησιάζοντάς με, χάιδεψε απαλά με τα ακροδάχτυλα του τις γωνίες του προσώπου μου αποφεύγοντας τη ματιά μου.
«Νομίζω ότι θα είναι το καλύτερο και για τους δύο μας, μέχρι τουλάχιστον να σταματήσουν οι απαγορεύσεις» είπε με νόημα και γυρίζοντας το πρόσωπό μου στην ευθεία κοίταξα για λίγο το παγωτό μου και ξαφνικά μου ήρθε μια αναγούλα.
«Μάλλον το παράκανα» είπα αποπροσανατολισμένη περισσότερο στον εαυτό μου και κατεβάζοντας τα πόδια μου στο πάτωμα πήγα να κάνω την κίνηση να το αφήσω στο τραπεζάκι που ήταν μπροστά μου αλλά εκείνος δε με άφησε.
Βάζοντας το χέρι του αυτόματα πάνω στον ώμο μου με συγκράτησε στην πλάτη του καναπέ ενώ παίρνοντας ταυτόχρονα απότομα το μπολ από το χέρι μου το έβαλε με μια γρήγορη κίνηση πάνω στο τραπεζάκι.
«Έντουαρνττττ» σύριξα μέσα από τα δόντια μου εκνευρισμένη και με κοίταξε με απορία... «Δεν είμαι ανάπηρη ξέρεις!» συνέχισα κοιτώντας τον ακόμα νευριασμένα και εκείνος τρίβοντας το πρόσωπό του σπασμωδικά με κοίταξε απολογητικά.
«Μπέλα δεν είπε κανείς ότι είσαι ανάπηρη... απλά πρέπει λίγο να προσέχεις» παρακάλεσε και αυτό με έκανε ακόμα πιο έξαλλη.
«Να προσέχω τι; Μην κουνηθώ και σπάσω τα αυγά;» ρώτησα έξαλλη ενώ ταυτόχρονα έδιωχνα τα χέρια του από πάνω μου γιατί δεν άντεχα ούτε να με αγγίζει. Είχα ξεφύγει τελείως... το ένιωθα... το έβλεπα σε κάθε μου λέξη και κίνηση αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το φρενάρω όλο αυτό. Είχε αρχίσει όλη αυτή η κατάσταση να με πνίγει και δεν ήξερα πώς αλλιώς να αντιδράσω. Δεν ήθελα να του φέρομαι άσχημα, αλλά με τις πράξεις του δε μου έδινε άλλη επιλογή.
Εκείνος καταλαβαίνοντας την σύγχυση που επικρατούσε μέσα μου, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου αγνοώντας τα σπρωξίματά μου και μόλις με έβαλε απαλά να κάτσω πάνω στα πόδια του με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
«Μάλλον ήρθε η ώρα να πούμε μερικά πραγματάκια» δήλωσε χωρίς να δέχεται αντίρρηση πάνω σε αυτό και έτριξα τα δόντια μου με πείσμα, αλλά το σφιχτό του κράτημα δε μου έδινε το δικαίωμα να ξεφύγω και έτσι αναστενάζοντας τα παράτησα και χωρίς να πω τίποτα άλλο τον άφησα να συνεχίσει.
«Καταλαβαίνω ότι σου έχουν έρθει τα πάνω κάτω... Ξέρω ότι δε σου είναι εύκολο όλο αυτό, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι όσο δεν παίρνεις την τελική σου απόφαση... όσο αυτό το μικρό πλασματάκι είναι ακόμα μέσα σου...» είπε ενώ χάιδευε απαλά και ευλαβικά την κοιλιά μου... «...είναι υποχρέωση και τον δύο μας να το προστατεύουμε με οποιονδήποτε τρόπο. Κάνε μια προσπάθεια να το δεις λίγο πιο ώριμα και όταν πάρεις την τελική σου απόφαση τότε κάν’ τη πράξη... Αλλά μέχρι τότε, προσπάθησε σε παρακαλώ να μην είσαι τόσο απερίσκεπτη όσον αφορά αυτό το θέμα» είπε και με αφόπλισε. Τον κοίταζα στα μάτια σοκαρισμένη... γαμώτο είχε τόσο δίκιο.
«Ο γιατρός είπε ότι είμαστε πολύ τυχεροί που δεν είχε την ίδια κατάληξη με το άλλο μωρό. Το ότι είναι γερό και άντεξε όλα αυτά που πέρασες... δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να παίζουμε με τη μοίρα του μόνο και μόνο γιατί στάθηκε τυχερό»
«Έχεις δίκιο...» είπα ξεψυχισμένα αποφεύγοντας τη ματιά του τελείως ντροπιασμένη που φέρθηκα τόσο απερίσκεπτα και δεν το σκέφτηκα καθόλου... «Δεν σκέφτηκα» συνέχισα με έναν αναστεναγμό και βάζοντας το χέρι του πάνω στο μάγουλό μου με ανάγκασε να ακουμπήσω πάνω στον ώμο του και χωρίς να σταματά να με ακουμπά χάιδευε απαλά το πρόσωπό μου με τον αντίχειρά του ενώ έδινε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στα μαλλιά μου. Αυτόματα τα μάτια μου έκλεισαν και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τύλιξα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό του... Είχα τόσο ανάγκη αυτήν την αγκαλιά.
«Πες μου ειλικρινά... ποιος είναι ο λόγος που δεν θες να το κρατήσεις...;» είπε με βαθιά και ήρεμη φωνή και αντανακλαστικά τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν. Γαμώ της ορμόνες μου γαμώ... πότε θα σταματήσει αυτή η βρύση επιτέλους;
«Αν...» αναστέναξα και καθαρίζοντας το λαιμό μου προσπάθησα πιο ήρεμα... «Αν το κρατήσω...» ξαναπροσπάθησα αλλά οι λυγμοί που έπνιγαν την φωνή μου δεν βοήθησαν και πολύ.
«Φοβάσαι ότι αν το κρατήσεις θα μείνεις κλεισμένη για πάντα μέσα σε αυτό το σπίτι;» με βοήθησε εκείνος και γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω τον κοίταξα με πληγωμένο ύφος και εκείνος αμέσως άρχισε να απομακρύνει τα δάκρυα από τα μάτια μου.
«Βρε χαζούλα... πώς μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα χαμογελώντας μου.
«Θες να μου πεις ότι αν τέλος πάντων δεχτώ όλη αυτήν την κατάσταση... θα με αφήσεις να συνεχίσω να είμαι αεροσυνοδός;»
«Νόμιζα ότι αυτό το είχες αποκλείσει μόνη σου...» μου υπενθύμισε τα λόγια που του είχα πει την πρώτη φορά, όταν ανέφερα τους λόγους που δεν ήθελα τις δεσμεύσεις.
«Ακριβώς...» επιβεβαίωσα.
«Δηλαδή για σένα η μόνη δουλειά που μπορείς να κάνεις είναι αυτή της αεροσυνοδού; Δεν έχεις σκεφτεί ποτέ να συνεχίσεις τις σπουδές σου;» με ρώτησε ξαφνικά και με αφόπλισε. Πραγματικά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό... Μετά την φυγή μου από το Χάρβαρντ, τις σπουδές μου τις είχα διαγράψει τελείως.
«Όχι δεν το είχα σκεφτεί» απάντησα ειλικρινά και απέφυγα την ματιά του.
«Είναι κρίμα ένα τόσο έξυπνο μυαλουδάκι να μείνει ανεκμετάλλευτο, δεν νομίζεις;» με ρώτησε ενώ με ανάγκασε να τον κοιτάξω και πάλι στα μάτια.
«Δεν ξέρω Έντουαρντ... αυτό το μέλλον για μένα...» δεν με άφησε να συνεχίσω.
«Μπέλα... δεν δίνουν στον οποιοδήποτε υποτροφία στο Χάρβαρντ και οι βαθμοί σου αλλά και όλη η δουλειά που έκανες στο πρώτο έστω και λειψό εξάμηνο που ήσουν εκεί, απέδειξαν περίτρανα τις σκληρές προσπάθειες που κατέβαλες για να τους αποδείξεις ότι είχαν δίκιο που σε επέλεξαν. Μην αφήνεις στην άκρη αυτήν την προοπτική για μια άτυχη στιγμή!» παρακάλεσε σοβαρός και έμεινα να τον κοιτώ για λίγο σκεπτική.
«Τα είχες όλα προμελετημένα, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησα καχύποπτη και ξεφύσησε. Αμέσως το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς. Η ξαφνική του αμηχανία μου δήλωνε καθαρά ότι είχα δίκιο... Άνοιξα το στόμα μου και τα μάτια μου διάπλατα από την συνειδητοποίηση και προσπάθησα να ξεκολλήσω από πάνω του αλλά εκείνος με συγκράτησε σταθερή και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
«Δεν είχες ποτέ σκοπό να με αφήσεις πραγματικά να φύγω. Ακόμα χειρότερα δεν είχες ποτέ σκοπό να μου δώσεις διαζύγιο;» συνέχισα ξέπνοα τις κατηγορίες μου και με κοίταξε προειδοποιητικά στα μάτια αλλά εγώ δεν του έδωσα σημασία και συνέχισα.
«Και όλα αυτά που συνέβησαν; Η Άλις με τα ψώνια...το ταξίδι που και καλά ήταν για δουλειές... Αν δεν σε ήξερα τόσο, θα ορκιζόμουν ότι και η απαγωγή ήταν στο κόλπο... αλλά ξέρω ότι δεν ευθύνεσαι γι αυτό» είπα με ειλικρίνεια και αναστέναξε.
«Πάλι καλά που το αναγνωρίζεις και πιστεύεις ότι δεν ευθύνομαι εγώ για την απαγωγή;» δήλωσε πληγωμένος με δηλητήριο στην φωνή του.
«Όμως παραδέχεσαι ότι όλα τα υπόλοιπα ήταν βάση σχεδίου;» του είπα πιο σκληρά και βάζοντας τα χέρια μου πάνω στο στήθος του προσπάθησα άλλη μια φορά να ξεκολλήσω από πάνω του, αλλά δε με άφησε.
«Προσπάθησες να με μυήσεις, έτσι δεν είναι; Προσπάθησες να με κάνεις σαν τα μούτρα σας;» φώναζα έξαλλη ενώ νέα δάκρυα άρχισαν να μου θολώνουν τα μάτια και με έκαναν ανίκανη να μπορώ να κοιτάξω γύρω μου. Εκείνος ακινητοποιώντας το σώμα μου με το ένα του χέρι και τα χέρια μου πάνω στο στήθος του, με το άλλο με κοίταξε σταθερά στα μάτια και το επιβεβαίωσε.
«Ναι... προσπάθησα να σε μυήσω σε αυτή τη ζωή ελπίζοντας να σου αρέσει και να δεχτείς να μείνεις μαζί μου, αλλά δεν ήξερα...και όταν κατάλαβα ότι δεν θα πετύχω τίποτα με αυτό σε άφησα να φύγεις για να το σκεφτείς πιο ώριμα. Όταν όμως έμαθα, ήρθα ξανά να σε βρω για να σε διαβεβαιώσω ότι δεν πιστεύω τίποτα από όλες αυτές τις ψευτιές που λέγονται γύρω από το όνομά σου... Προσπάθησα να σε μάθω... να σε δω... να σε διαβάσω και σε κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλια σου με έκανες να σε ερωτεύομαι ακόμα περισσότερο... με έκανες να καταλάβω πόσο ίδιοι είμαστε και αυτό δυνάμωνε την θέλησή μου να σε κρατήσω με οποιονδήποτε τρόπο κοντά μου. Αλλά εσύ δε μου έδινες το περιθώριο να σου δείξω τα συναισθήματά μου και έτσι σκέφτηκα ότι αν με δεις όπως είμαι... όπως πραγματικά είμαι ανεπηρέαστος από όλα τα άλλα που με περιβάλλουν, ίσως αυτό να ήταν αρκετό για να σε κάνει να δεις πόσο άδικο έχεις να με απορρίπτεις! Οι Μαλβίδες είναι το αγαπημένο μου μέρος... όταν θέλω να αναπνεύσω πάντα πάω εκεί για να ξεφύγω έστω και για λίγο και όταν μου είπες ότι είναι και το δικό σου αγαπημένο μέρος... όταν μου είπες ότι ο λόγος που σε κάνει να τον αγαπάς είναι γιατί το συνδυάζεις με την αγαπημένη μου ταινία... όταν μου είπες ότι το όνειρό σου είναι...» δεν μπόρεσε να συνεχίσει κοίταξε για λίγο μακριά δαγκώνοντας τα χείλια του για να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του και γυρίζοντας πάλι πιο ήρεμος προς το μέρος μου συνέχισε πιο μαλακά.
«Εννοούσα και εννοώ την κάθε λέξη που σου είπα. Είσαι η γυναίκα της ζωής μου... είσαι ό,τι ζήτησα από τη ζωή και πολλά περισσότερα από αυτό. Σ’ αγαπάω Μπέλα... όταν εξαφανίστηκες κόντεψα να τρελαθώ... δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω. Όταν άκουσα τη φωνή σου στο τηλέφωνο δεν έχω ιδέα πώς κρατήθηκα και δεν έκανα κακό στον εαυτό μου που εξαιτίας μου βρισκόσουν σε αυτήν την θέση... Αλλά να με απορρίπτεις μόνο και μόνο γιατί είμαι ένας Κάλεν απλά δεν το δέχομαι! Αν αυτήν τη στιγμή μου έλεγες ότι δεν νιώθεις τίποτα για μένα, αν αυτήν τη στιγμή μου έλεγες ότι με σιχαίνεσαι και ότι δεν θες να με ξαναδείς ποτέ στα μάτια σου γιατί με μισείς για όσα έχεις υποστεί εξαιτίας μου, εγώ ο ίδιος θα άνοιγα αυτήν την πόρτα και θα σε άφηνα να φύγεις. Αλλά όχι... δεν το κάνεις... Όλες σου οι πράξεις όλες σου οι κινήσεις μου δηλώνουν πόσο αβάσταχτο είναι και για σένα να με χάσεις και δεν με ξεγελάς... Γι αυτό και εγώ έχω πάρει τις αποφάσεις μου και δεν πρόκειται να κάνω πίσω ό,τι και να κάνεις!» δήλωσε και έμεινα ξέπνοη και τρομοκρατημένη να τον κοιτώ.
«Οι οποίες είναι;» κατάφερα με κόπο να πω πνιχτά και αναστέναξε χαϊδεύοντας ήρεμα το πρόσωπό μου για να με καθησυχάσει.
«Το μόνο που με νοιάζει είναι να είμαστε μαζί... Αν δεν μπορείς να με ακολουθήσεις εσύ... θα σε ακολουθήσω εγώ όπου και να πας» είπε απαλά επιβεβαιώνοντας τα λόγια που είπε ο πατέρας μου όταν μου εξιστορούσε τι είχε συμβεί μεταξύ του Έντουαρντ και του Καρλάιλ.
Νέα δάκρυα άρχισαν να ξεχειλίζουν και ξεροκαταπίνοντας προσπάθησα να μιλήσω αλλά δεν τα κατάφερα και πολύ καλά.
«Και ο πατέρας σου;»
«Αν δεν μας αφήσει στην ησυχία μας τότε θα καταφύγουμε στο τελευταία μου σχέδιο» τον κοίταξα με απορία και συνέχισε... «Θα ψάξω να βρω ένα νησί που δεν υπάρχει στον χάρτη... θα σκηνοθετήσω ένα ναυάγιο και θα σε πάρω να ζήσουμε οι δύο μας στο νησί μακριά από όλους και από όλα... μόνο οι δύο μας... Θα φτιάξω μια καλύβα με φοινικόφυλλα και θα ζήσουμε με ότι μας προσφέρει η φύση... Εντάξει εγώ θα τρώω που και που και κανένα ψαράκι αλλά εσύ προετοιμάσου να ζήσεις την υπόλοιπη σου ζωή μόνο με φρούτα» είπε πειράχτηκα και έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτώ.
«Θα το κάνεις αυτό για μένα;» ρώτησα μέσα από τους λυγμούς μου ενώ τα δάκρυα πια έτρεχαν ανεξέλεγκτα πάνω στα μάγουλα μου και εγώ ήμουν ανίκανη να τα σταματήσω.
«Μπορώ να κάνω τα πάντα για σένα Μπέλα... Αρκεί να το θέλεις και εσύ» είπε σοβαρός σκουπίζοντας τα δάκρυά μου και ανασηκώνοντας το κορμί μου τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του σφιχτά και άρχισα να ξεσπάω σε κλάματα τραντάζοντας όλο μου το κορμί και εκείνος προσπάθησε να με καθησυχάσει αλλά εγώ είχα ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια μου και δεν μπορούσα να το σταματήσω και εκείνος αποφάσισε να με αφήσει να το ξεπεράσω μόνη μου τρίβοντας μόνο την πλάτη μου ήρεμα.
Το κουδούνι χτύπησε και με έμεινα παγωμένη να σκουπίζω τα δάκρυά μου σπασμωδικά.
«Θες να πας απάνω να ηρεμήσεις;» με ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι δεν ήθελα να με δει κανείς σε αυτήν την κατάσταση και καθώς κατένευσα με βοήθησε να σηκωθώ. Μόλις άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες εκείνος πήγε να ανοίξει την πόρτα.
Φτάνοντας στην πόρτα του δωματίου μου με κοίταξε και αφού του χαμογέλασα συνεσταλμένα μπήκα μέσα αλλά την ώρα που άκουσα την φωνή του έμεινα πίσω από την πόρτα χωρίς να την κλείνω τελείως για να ακούσω ποιος είναι.
«Γιαγιά... τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή;»
«Αγόρι μου είσαι καλά;...» άκουσα μια μπάσα φωνή γεμάτη αγωνία και μετά από μια παύση συνέχισε... «Η Ρενέ μου είπε τι συμβαίνει και σκέφτηκα να έρθω να δω αν είστε καλά»
«Μμμμ» μουρμούρισε με πίκρα ο Έντουαρντ και η γιαγιά του συνέχισε.
«Μην την αποπαίρνεις γιε μου... ξέρεις πόσο σε σκέφτεται και πόσο ήθελε να είμαι κοντά σου αυτές τις στιγμές... αλλά ο άλλος της έβαλε βέτο» τον ενημέρωσε εκείνη και έγινε άλλη μια παύση.
«Έλα μέσα... μην στέκεσαι στην πόρτα» της πρότεινε αφήνοντας ασχολίαστη την προηγούμενή τους κουβέντα και άκουσα να ξεμακραίνουν.
Δεν ήταν στην φύση μου να κρυφακούω, αλλά για έναν περίεργο λόγο κάτι μου κίνησε την περιέργεια και ανοίγοντας την πόρτα πήγα στο πρώτο πλατύσκαλο και αφού έκατσα έκανα σταυροπόδι και συνέχισα να ακούω την κουβέντα τους.
«Δεν μου είπες όμως πώς είσαι εσύ; Το κορίτσι το ξεπέρασε καθόλου;»
«Ομολογώ ότι είναι λίγο περίεργη η κατάσταση μεταξύ μας...αλλά νομίζω ότι θα το ξεπεράσουμε πολύ γρήγορα» είπε με πόνο στη φωνή του και μετά από μια παύση η γιαγιά του συνέχισε.
«Και το μωρό; Είναι αλήθεια ότι είναι έγκυος;»
«Ναι είναι... Το μωρό είναι καλά... ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι δεν διατρέχει κίνδυνο... αν και πιστεύει ότι ήταν μεγάλη τύχη που κατάφερε να κρατηθεί ζωντανό μετά από όλα αυτά»
«Μάλλον ήρθε για να μείνει!» του είπε εκείνη με μια ζωηράδα στη φωνή της, αλλά δεν μπορούσα να δω την αντίδραση του Έντουαρντ.
«Τι συμβαίνει γιε μου... γιατί είσαι τόσο απογοητευμένος;» συνέχισε η γιαγιά του με αγωνία και η απάντηση του Έντουαρντ μου έκοψε τα πόδια.
«Δεν είμαι σίγουρος αν θα το κρατήσει...» τον άκουσα να λέει πνιχτά με τρόμο στην φωνή του και πάγωσα αντανακλαστικά.
«Εσύ θες να το κρατήσει...» διαπίστωσε η γιαγιά του με σιγουριά στη φωνή της. «Αλλά εκείνη όχι...» συνέχισε και έκανε μια παύση... «Το ξέρει πόσο την αγαπάς;» τον ρώτησε αλλά ο Έντουαρντ δεν απάντησε. Φαντάστηκα ότι θα ένευσε ή κάτι τέτοιο... «Και εκείνη σε αγαπάει;» τον ρώτησε και από την νευρικότητά μου το πόδι μου χτύπησε επάνω στο σταθερό μου πόδι και το διχαλωτό μου σανδάλι εκσφενδονίστηκε και άρχισε να πέφτει με θόρυβο πάνω στην σκάλα κουτρουβαλώντας.
Δάγκωσα το χέρι μου για να πνίξω την κραυγή μου από την έκπληξη και αμέσως μετά άκουσα τα γρήγορα βήματα του Έντουαρντ να έρχονται προς το μέρος μου. Μόλις με πλησίασε κόκκινη σαν το παντζάρι από την ντροπή μου και την αμηχανία μου, τον κοίταξα απολογητικά. Εκείνος χαμογέλασε ανακουφισμένος και δίνοντάς μου το χέρι του με βοήθησε να σηκωθώ και με κλείδωσε στην αγκαλιά του.
«Θες να τη γνωρίσεις;» ψιθύρισε στο αυτί μου για να μη με φέρει σε δυσκολότερη θέση και ανασήκωσα τους ώμους μου σαν απάντηση. Μου έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στον κρόταφο μου και με βοήθησε να κατέβω. Στα μισά της σκάλα πήρε το παπούτσι μου στο χέρι και αφού με βοήθησε να το φορέσω με κράτησε από το χέρι και κατεβήκαμε μαζί στον κάτω όροφο για να γνωρίσω τη γιαγιά του. Η αμηχανία μου είχε φτάσει στο απροχώρητο... ήμουν σίγουρη ότι δεν θα κατάφερνα να ορθώσω λέξη μετά από αυτό.
«Γιαγιά να σου γνωρίσω την Μπέλα» είπε με βαθιά φωνή από συγκίνηση σαν να προσφωνούσε το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο του, δίνοντάς μου να καταλάβω για άλλη μια φορά ότι αυτό ήμουν πραγματικά για εκείνον. «Μπέλα να σου γνωρίσω τη γιαγιά μου Μαρίνα» συνέχισε και απλώνοντας το χέρι περίμενα να το αποδεχθεί, αλλά η αντίδραση της γιαγιάς του με παραξένεψε και έμεινα σοκαρισμένη για λίγο να την κοιτώ χωρίς να κατεβάζω το χέρι μου.
«Επιτέλους να και μια φυσιολογική κοπέλα. Έχει δίκιο ο Καρλάιλ να σε χαρακτηρίζει με τα χειρότερα λόγια... τώρα καταλαβαίνω την αντίδρασή του» είπε και κατεβάζοντας το χέρι μου μηχανικά άρχισα να κοιτώ μια εκείνην και μια τον Έντουαρντ σαστισμένη.
«Η μέρα και η νύχτα» μου υπενθύμισε ο Έντουαρντ συνωμοτικά αλλά η γιαγιά του έσπευσε να το διορθώσει πριν το παρεξηγήσω.
«Όσο περισσότερο μου παινεύει κάποια “καλή” νύφη για τον Έντουαρντ τόσο την αντιπαθώ πριν καν την γνωρίσω» εξήγησε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία... «Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω καλή μου» είπε πιο απαλά με ειλικρίνεια και πλησιάζοντάς με χωρίς προειδοποίηση με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της και με άφησε ξέπνοη από την διαχυτικότητά της.
«Και εγώ» είπα με κόπο χωρίς ανάσα και ο Έντουαρντ καταλαβαίνοντας την νευρικότητά μου έσπευσε να την συνετίσει.
«Γιαγιά!» είπε με νόημα και εκείνη αφήνοντάς με από τη σφιχτή της αγκαλιά με πήρε από το χέρι και με τράβηξε με το ζόρι προς τον καναπέ για να καθίσω. Αφού έκατσα, κάθισε και εκείνη δίπλα μου και με κοίταξε καλά-καλά.
«Ααα... θα σε μαλώσω... δε μου τρως αρκετά... ή μήπως άρχισαν από τώρα οι εμετοί και δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα»
«Γιαγιά...» είπε πάλι ο Έντουαρντ μέσα από τα δόντια του και αφού ξεφύσησε έκατσε δίπλα μου στο μπράτσο του καναπέ και συνέχισε... «Αν έβλεπες τι καταβροχθίζει θα ήσουν υπερήφανη για εκείνην!» εκείνη γούρλωσε τα μάτια της και με κοίταξε με περιέργεια. ΟΚ που είναι η έξοδος κινδύνου; Αν γλύτωσα από τον Καρλάιλ είμαι σίγουρη ότι από αυτήν δεν την γλυτώνω.
Η γιαγιά του Έντουαρντ ήταν μια επιβλητική γύρω στα 85 γυναίκα με μπλε μάτια που έλαμπαν από ζωή και σπιρτάδα με βαμμένα μελί μαλλιά πιασμένα σε έναν περίτεχνο κότσο, με λίγα παραπανίσια κιλά και με άψογο και κομψό ντύσιμο, λίγο πιο κοντή από μένα. Ήταν τόσο καλοστεκούμενη και τόσο αγέρωχη που έβαζε κάτω ακόμα και έναν 20άρη με ένα της και μόνο βλέμμα. Είχε δίκιο όταν έλεγε ο Έντουαρντ ότι αν δεν τη γνώριζα δεν θα καταλάβαινα ποτέ.
«Μάλλον τότε θα είναι το σκαρί της...» σχολίασε σκεπτική... «Καλό αυτό... σιχαίνομαι τις γυναίκες που είναι μονίμως στη δίαιτα και από όλη αυτήν την πείνα είναι μονίμως με μια ξινή μούρη στο πρόσωπο από την έλλειψη» μου έκλεισε το μάτι και ο Έντουαρντ γέλασε δυνατά. Αυτό για λίγο την αφόπλισε και τον κοίταξε έντονα, αλλά δεν το σχολίασε προς στιγμήν.
«Η γιαγιά μου είναι η κλασική Ελληνίδα γιαγιά...» μου εξήγησε και τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω... «Αν δεν φάει το εγγόνι και δεύτερο πιάτο φαγητό δεν σταματάει να το ταΐζει. Έκανα χρόνια να αφαιρέσω από πάνω μου τα περιττά κιλά που μου φόρτωσε γιατί πίστευε ότι ήμουν πετσί και κόκαλο» είπε και ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του και γύρισα προς τη γιαγιά του και την κοίταξα.
«Είσαστε από την Ελλάδα;» ρώτησα και κοίταξε για λίγο γύρω της.
«Όλοι μαζί ή εγώ μόνο;» με ρώτησε πειραχτικά πίσω και την κοίταξα με απορία. Ειλικρινά αυτή η γυναίκα είναι το κάτι άλλο... «Ναι καλή μου γεννήθηκα στην Ελλάδα... Ήρθα σε έναν θείο μου για διακοπές και τελικά η μοίρα μου με έκανε να μείνω μόνιμα στην Αμερική... Δεν το μετάνιωσα ποτέ... με τον παππού του Έντουαρντ περάσαμε αξέχαστες στιγμές» επιβεβαίωσε και δεν ήξερα τι να πω γι αυτό.
«Έντουαρντ δεν πας να μας βάλεις κάτι να πιούμε; Στέγνωσε ο στόμας μου» είπε εκείνη και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Σίγουρα ήθελε να με ξεμοναχιάσει... «Πόσο πεθύμησα μια φρεσκοστημένη πορτοκαλαδίτσα από τα χεράκια σου. Θες και εσύ γλυκιά μου;» με ρώτησε αλλά πριν απαντήσω συνέχισε... «Κάν’ τες δύο... σίγουρα το μωράκι μας θέλει να πάρει δυνάμεις» είπε τρίβοντας την κοιλιά μου παιχνιδιάρικα και έμεινα να κοιτάω το χέρι της πάνω στην κοιλιά μου σοκαρισμένη.
«Θα σας φτιάξω αμέσως» είπε ο Έντουαρντ και γυρίζοντας προς το μέρος του προσπάθησα να το παρακαλέσω με το βλέμμα μου να μην φύγει, αλλά ήταν ήδη αργά. Εκείνος είχε ήδη φύγει από δίπλα μου.
Μόλις η πόρτα της κουζίνας έκλεισε πίσω του, η γιαγιά του με γύρισε προς το μέρος της και με κοίταξε επιβλητικά.
«Και τώρα οι δύο μας» είπε αυστηρά και έμεινα τρομοκρατημένη να την κοιτώ... Χριστέ μου που είναι η έξοδος κινδύνου;;;