Μασουλάγαμε για λίγο σκεπτικοί αλλά εγώ δεν τα παράτησα και συνέχισα την κουβέντα μου από εκεί που την είχαμε διακόψει.
«Θα μου πεις τελικά ποιος είναι ο λόγος που δεν ήθελες αυτόν τον γάμο με τίποτα;» τον ρώτησα και χαμογέλασε πονηρά.
«Δεν τα παρατάς» διαπίστωσε και πίνοντας μια γουλιά από την κόκα κόλα του γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε σοβαρά... «Κοίτα... ανέχομαι πολλές μαλακίες που περισσότερο μπορώ να πω ίσως γιατί με συμφέρουν... αλλά να μοιράζομαι μαζί του και τις γκόμενες του... όχι αυτό δεν θα το ανεχόμουν ποτέ... ιδίως αυτή η γκόμενα να γίνει και γυναίκα μου» ανατρίχιασε ολόκληρος με αηδία και έμεινα με ανοιχτό το στόμα να τον κοιτώ.
«Δηλαδή το ήξερες;» με κοίταξε με νόημα ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι αποδοκιμαστικά... «Και γιατί δεν του το είπες παρά σκαρφίστηκες όλο αυτό»
«Προτιμούσα να το κρατήσω σαν άσο στο μανίκι μου για να του το κοπανήσω σε ώρα κρίσης» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του.
«Δεν έχει λογική» είπα περισσότερο στον εαυτό μου.
«Μπέλα... νομίζεις ότι για εκείνον αυτή η δικαιολογία θα ήταν αρκετή για να σταματήσει αυτόν τον γάμο;» ρώτησε δύσπιστα.
«Δεν ξέρω... πραγματικά δεν ξέρω τι να πω πια» είπα με έναν αναστεναγμό τρώγοντας λίγο από το κομμάτι της πίτσα μου αποφεύγοντας την ματιά του... «Πόσο καιρό το ήξερες;» τον ρώτησα μετά από μια σύντομη σιωπή... ξαφνικά μελαγχόλησε.
«Μια μέρα πριν γνωριστούμε» είπε κάτω από τον αναστεναγμό του χωρίς να με κοιτά και συνέχισε πριν απαντήσω σε αυτό... «Είχαμε βγει για επαγγελματικό δείπνο... και μέσα σε όλους τους παρευρισκόμενους ήταν και εκείνη – Την είχε φέρει για να μου την γνωρίσει...» διευκρίνισε κοιτώντας με με νόημα στα μάτια... «Εκείνη δεν άργησε να κάνει την κίνηση της... Μου την έπεφτε στην ψύχρα λες και ήμασταν μόνοι μας στο τραπέζι... και ενώ στην αρχή το διασκέδαζα πάρα πολύ... γελώντας από μέσα μου... από ένα σημείο και μετά κάτι δεν μου κόλλαγε με όλη αυτήν την συμπεριφορά της... Ήταν τόσο άνετη... είχε τόσο αέρα που κάτι μου έλεγε από ότι όλα αυτά ήταν προσχεδιασμένα... Όταν κάποια στιγμή επιτέλους με άφησε μόνο με τον πατέρα μου... τον ρώτησα στην ψύχρα αν ήταν δικό του τερατούργημα όλο αυτό και μου δήλωσε με δύο λόγια ότι είναι η μελλοντική μου γυναίκα και έμεινα μαλάκας να τον κοιτώ... Εκείνος βλέποντας το ξέσπασμα μου να έρχεται... για να το αποφύγει σηκώθηκε και έφυγε... Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι με έκανε να τον ακολουθήσω... και φτάνοντας στην είσοδο του διαδρόμου προς τις τουαλέτες τους είδα» είπε και με κοίταξε σταθερά στα μάτια περιμένοντας τις αντιδράσεις μου.
«Τους έπιασες να φιλιούνται;» ρώτησα ξέπνοα.
«Όχι... αλλά το βλέμμα της δεν με ξεγέλασε... Τον ξελόγιαζε απροκάλυπτα... και την στιγμή που τον τράβηξε προς τις γυναικείες τουαλέτες... για να μην κάνω τίποτα παρορμητικό έφυγα και γύρισα στο σπίτι τελείως αηδιασμένος από όλα αυτά... Εκείνος μετά από λίγο ήρθε να μου ζητήσει τον λόγο της εξαφάνισης μου και με συνοπτικές διαδικασίες τον πέταξα έξω από το σπίτι... και την επόμενη μέρα αναδιοργάνωσα το πρόγραμμα μου και μετέθεσα το ταξίδι μου που ήταν για την επόμενη βδομάδα την ίδια μέρα για να ξεφύγω λίγο από όλα αυτά... αλλά τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο και λίγο πολύ την πλήρωσες εσύ» είπε απολογητικά.
«Δεν καταλαβαίνω» είπα ειλικρινά.
«Ήμουν απαράδεκτος... ποτέ στην ζωή μου δεν έχω φερθεί τόσο άσχημα σε καμία γυναίκα... αλλά όλα γύρω μου είχαν μαυρίσει... είχα απελπιστεί... είχα ξεπεράσει κάθε προσωπικό μου όριο... Λίγο πολύ με τις εμπειρίες που είχα, είχα αρχίσει να γίνομαι μισογύνης... αλλά μετά από ότι συνέβη το προηγούμενο βράδυ...» κούνησε το κεφάλι του αρνητικά αποφεύγοντας το βλέμμα μου... «Δεν άντεξα άλλο... ήθελα απεγνωσμένα να ξεσπάσω στην πρώτη γυναίκα που θα έβρισκα μπροστά μου... Από την μια η αργοπορία από την άλλη όταν σε είδα που ήσουν το άκρος άωτο από αυτό που είχα ζητήσει... μου γύρισε το μάτι... και όταν μου είπες και ότι είσαι η καινούργια αεροσυνοδός...» τσίμπησε την μύτη του με τον αντίχειρα και τον δείκτη του και έμεινε για λίγο έτσι με κλειστά τα μάτια για να συγκεντρωθεί... «Λυπάμαι πάρα πολύ...» είπε με δυσκολία και αφήνοντας το πιάτο μου στην άκρη έβαλα τα χέρια μου πάνω στο πρόσωπο του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Ματάκια μου όμορφα... όλοι μπορούμε να παραφερθούμε πάνω σε στιγμές απόγνωσης... μην το παίρνεις τόσο κατάκαρδα» προσπάθησα αλλά κούνησε το κεφάλι του αρνητικά με πείσμα σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσια γραμμή και ξεροκαταπίνοντας συνέχισε.
«Ο λόγος που δεν σε άφησα να φύγεις ήταν γιατί μου το αρνήθηκες... Είχα απηυδήσει... δεν άντεχα να απορρίπτουν συνέχεια τα δικά μου θέλω... και θόλωσα... μαύρισε το μάτι μου... δεν ήξερα τι έκανα» είπε ενώ έσβηνε η φωνή του και με κοίταξε απολογητικά.
«Το ξέρω ματάκια μου... το καταλαβαίνω... Δεν χρειάζεται να απολογείσαι» του είπα με κατανόηση χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπο του με τους αντίχειρες μου και εκείνος αναστέναξε και κατένευσε και τον έκλεισα στην αγκαλιά μου βάζοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο στερνό μου ενώ του χάιδευα ήρεμα τα μαλλιά του για να χαλαρώσει.
«Γιατί προσπάθησες να με κρατήσεις;» ρώτησα με απορία και γέλασε σιγανά αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στο στερνό μου και ανασηκώνοντας το κορμί του με κοίταξε μέσα στα μάτια με νόημα... «Δεν τα παρατούσες... ήθελες να με κατακτήσεις» ανασήκωσε το φρύδι του παιχνιδιάρικα και γέλασα με το σκανδαλιάρικο του ύφος... «Και τα κατάφερες» συνέχισα εγώ και μου έδωσε ένα φιλί πάνω στα χείλια και αφού ίσιωσε το κορμί του και έβαλε άλλο ένα κομμάτι πίτσας στο πιάτο μου, το έτεινε προς το μέρος μου και βάζοντας άλλο ένα και στο δικό του συνέχισε να τρώει.
«Ήσουν ένα στοίχημα για μένα... με την καλή έννοια»
«Έχει και καλή έννοια αυτό;» τον ρώτησα ειρωνικά και χαμογέλασε περνώντας την γλώσσα του από τα χείλια του... «Σταμάτα να το κάνεις αυτό... αν δεν θες να σε φάω για ορεκτικό» τον προειδοποίησα και γέλασε πιο δυνατά βάζοντας το χέρι του μπροστά στο στόμα αλλά σοβαρεύοντας συνέχισε.
«Αλλά όσο πέρναγε ο καιρός τόσο χαιρόμουν που το έχανα... και εκεί που το είχα πάρει απόφαση να προχωρήσω μπροστά... ήρθες εσύ και τα ανέτρεψες όλα»
«Και όλα αυτά μόνο και μόνο γιατί είπα όχι;» ρώτησα δύσπιστα και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Το πρώτο ταξίδι μαζί σου το έχω ονομάσει... “Το τέλος της δυναστείας των Κάλεν”»
«Γιατί;» ρώτησα ξαφνιασμένη.
«Γιατί από εκείνην την μέρα δεν μπόρεσα ξανά να πάω με άλλη» είπε σοβαρός και έμεινα να τον κοιτώ σοκαρισμένη.
«Ποτέ;» ρώτησα δύσπιστα
«Ήμουν τις περισσότερες ώρες της ημέρας καυλωμένος εξαιτίας σου... αλλά όταν πήγαινα με κάποιαν για να σε βγάλω από το μυαλό μου... τίποτα» είπε και με κοίταξε με νόημα στα μάτια.
«Δεν σου σηκωνόταν;» ρώτησα και άρχισε να γελάει με το ύφος μου.
«Μου έπεφτε θες να πεις» διόρθωσε και δεν ήξερα τι να πω γι’ αυτό... μηχανικά έξυσα το κεφάλι μου και γυρίζοντας προς την άλλη μεριά άφησα το πιάτο πάνω στο τραπεζάκι αποφεύγοντας την ματιά του... «Τι έπαθες;» ρώτησε με περιέργεια και πραγματικά δεν ήξερα τι να πω ή τι να σκεφτώ γι’ αυτό που του συνέβη.
«Νομίζω ότι το παράκανα πάλι» είπα μέσα από την αναπνοή μου και παίρνοντας το νερό μου άρχισα να το πίνω λαίμαργα για να αποφύγω να απαντήσω... και εκείνος καταλαβαίνοντας το με έβγαλε από τι δύσκολη θέση... και μαζεύοντας τα πράγματα που υπήρχαν πάνω στο τραπέζι τα πήγε στην κουζίνα για να μου δώσει λίγο χρόνο για να ανασυγκροτηθώ.
«Τι θες να κάνουμε για να περάσει η ώρα;» φώναξε μέσα από την κουζίνα και το σκέφτηκα για λίγο και όταν γύρισε και έκατσε ξανά δίπλα μου τον κοίταξα μέσα στα μάτια... Όλη του η διάθεση είχε αλλάξει... πιο ήρεμος και πιο εκτυφλωτικός από ποτέ με όλη την ευτυχία που ένιωθε μέσα του να φωνάζει σε όλο του το πρόσωπο με κοίταζε με προσμονή.
«Λοιπόν;» ρώτησε ξανά και αμέσως ένιωσα ότι είχε απαλλαχτεί από ένα μεγάλο βάρος που ένιωθε μέσα του.
«Θες να μου παίξεις κάτι στο πιάνο;» ρώτησα δειλά.
Δεν ξέρω γιατί αλλά ξαφνικά ένιωσα μια νοσταλγία για το σπίτι μου... και εκείνην την στιγμή ήθελα απεγνωσμένα να κάνω κάτι που θα μπορούσα να κάνω εκεί και το πρώτο που μου ήρθε ήταν οι στιγμές που πέρναγα με τους δικούς μου... με την μητέρα μου να παίζει πιάνο και εμείς οι τρεις να καθόμαστε και να την ακούμε χωρίς να κάνουμε τίποτα άλλο... Μια σιωπηλή στιγμή που πάντα μας ένωνε με έναν μοναδικό τρόπο.
«Με μεγάλη μου χαρά» είπε και το εννοούσε... και αφού πήρε το χέρι μου μέσα στο δικό του με κατεύθυνε προς το πιάνο... με έβαλε να κάτσω στο σκαμπό και μόλις έκατσε δίπλα μου έβαλε τα χέρια του πάνω στα πλήκτρα.
«Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση;» είπε ανάλαφρα και το σκέφτηκα για λίγο.
«Ξέρεις το “The Sacrifice του Michael Nyman” από το σάουντρακ της ταινίας “The piano”;» μου χαμογέλασε πονηρά και αμέσως η γνωστή μελωδία που πάντα με μάγευε ενώ ταυτόχρονα με μελαγχολούσε άρχισε να πλημυρίζει τις αισθήσεις μου και κλείνοντας τα μάτια άρχισα να το απολαμβάνω ενώ κουνιόμουν ασυναίσθητα στον ρυθμό της μελωδίας.
«Σου αρέσει ο Michael Nyman;» ρώτησε και τον κοίταξα
«Δεν ξέρω την δουλειά του ιδιαίτερα... αλλά όταν είδα την ταινία αυτό το κομμάτι έμεινε για πάντα χαραγμένο μέσα μου... Παρόλο που με μελαγχολεί... με κάνει με κάποιον τρόπο όταν το ακούω να νιώθω ότι είμαι στο σπίτι μου» του είπα και στην ματιά του είδα κάτι να περνά αλλά δεν πρόλαβα να καταλάβω τι ήταν αυτό που σκέφτηκε εκείνην την στιγμή και εκεί που το τραγούδι έσβηνε ένα άλλο πήρε την θέση του και με έκανε ξανά να κλείσω τα μάτια μου για να το απολαύσω.
Ήταν τόσο γαλήνιο... τόσο ανάλαφρο που με παρέσερνε μαζί του και ασυναίσθητα με έκανε να δακρύσω.
«Δεν το έχω ξανακούσει... είναι τόσο όμορφο» σχολίασα και ένα θριαμβευτικό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του και τον ρώτησα με απορία... «Τι;»
«Δεν με ρώτησες πως λέγετε» είπε ενώ συνέχιζε να παίζει.
«Πως λέγετε;» τον ρώτησα και δάγκωσε για λίγο τα χείλια του.
«Bella’ s heart» είπε με την βελούδινη φωνή του και η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο.
«Εσύ το έγραψες αυτό;» τον ρώτησα ξέπνοα και κατένευσε.
«Την ημέρα που παντρευτήκαμε» επιβεβαίωσε και δεν ήξερα τι να πω... με κοίταξε για μια στιγμή και η ματιά του με έκαψε... με έκανε να σαστίσω και πριν καταλάβω την κίνηση του έγειρε κοντά μου και άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια μου.
«Σ’ αγαπώ» είπε με πάθος ενώ με κοίταξε ξανά με όλο την αγάπη που ένιωθε για μένα και τα πνευμόνια μου άρχισαν να διαμαρτύρονται για λίγο αέρα.
Πες το Μπέλα τι περιμένεις;... ρώταγε η φωνούλα μέσα μου και πήρα μια ανάσα.
«Σε ευχαριστώ» κατάφερα μόνο να πω με φωνή που έβγαινε σαν ψίθυρος από μέσα μου και αφήνοντας άλλο ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια μου γύρισε την ματιά του προς τα πλήκτρα.
Ηλίθια... αυτό σου είπα να πεις;... με επέπληξε η φωνούλα μέσα μου και κλείνοντας τα μάτια κούνησα το κεφάλι μου για να αναδιοργανώσω τις σκέψεις μου.
Γαμώτο γιατί είναι τόσο δύσκολο να το πω;... αναστέναξα και βάζοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του συνέχισα να ακούω την μουσική που έπαιζαν τα μαγικά του χέρια νιώθοντας εφορία και ολοκλήρωση.
Ναι ήμουν ακριβώς εκεί που ήθελα πάντα να είμαι... και δεν θα αφήσω κανέναν Καρλάιλ να το χαλάσει αυτό.
Τότε γιατί δεν το λες;... ρώτησε πάλι η φωνούλα και δάκρυσα... Θέλω λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσω... της απάντησα και δεν μου ξαναμίλησε.
«Είχες δίκιο για την γιαγιά σου» είπα ξαφνικά και τσιτώθηκε για μια στιγμή.
«Μπέλα τι σου είπε και σε αναστάτωσε;» ρώτησε αμέσως με αγωνία.
«Τίποτα» είπα αδιάφορα και με κοίταξε δύσπιστα.
«Τότε γιατί μάζευες τα δάκρυα σου όταν μπήκα στο σαλόνι;» ρώτησε.
«Γιατί μου είπε ότι με αγαπάς» είπα την φράση που με έκανε να δακρύσω και ζάρωσε τα φρύδια του με απορία.
«Αυτό το ήξερες ήδη» είπε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Ήταν το τρόπος που το είπε εκείνην την στιγμή»
«Δεν καταλαβαίνω» είπε και αναστέναξα.
«Με αποκάλεσε άγγελο... Πιστεύει τόσο πολύ σε μας» διευκρίνισα και κοιτώντας μακριά το σκέφτηκε για λίγο.
«Πες μου λίγα πράγματα για εκείνην» παρακάλεσα για να τον αποσπάσω από τις σκέψεις του και με κοίταξε για μια στιγμή... χωρίς να σταματάει να παίζει... Το δικό μου τραγούδι είχε πια τελειώσει και στην θέση του μια νέα ανάλαφρη μελωδία είχε πάρει την θέση της.
Ήταν τόσο εντυπωσιακό να τον βλέπω να παίζει... σχεδόν δεν κοίταζε τα πλήκτρα και όμως έπαιζε με τέτοια αρμονία που ένιωθες ότι εκείνος και το πιάνο ήταν ένα.
«Τι θες να μάθεις;» ρώτησε κοιτώντας πάλι τα πλήκτρα και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Πως γνωρίστηκε με τον παππού σου;» είπα το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό.
«Η γιαγιά μου με την ξαδέλφη της είχαν πάει να δουν στο σινεμά μια ταινία και ο παππούς μου καθόταν δίπλα της... Επεισοδιακή βραδιά» είπε χαμογελώντας και το συνέχισα.
«Ξέρεις ποια ταινία είδαν;»
«Μμμχχχμμμ... την “To Have and Have Not”»
«Πρέπει να ήταν πολύ ωραία ταινία» είπα περισσότερο στον εαυτό μου και εκείνος σταματώντας να παίζει γύρισε προς το μέρος μου με μια σπίθα στην ματιά του.
«Την έχεις δει;» ρώτησε.
«Όχι... έχω διαβάσει το βιβλίο» είπα και χαμογέλασε με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Θες να την δούμε;»
«Την έχεις;»
«Έλα» μου είπε και μόλις σηκώθηκε από το σκαμπό με τράβηξε μαζί τους προς την απέναντι μεριά του κτηρίου.
Ανοίγοντας μια πόρτα... άνοιξε τα φώτα και μπαίνοντας μέσα έμεινα με το στόμα ανοιχτό...
«Τι έχεις κάνεις εδώ;» ρώτησα με έκπληξη.
«Μετά την ιστορία της γιαγιάς μου είπα να μην παίξω με την τύχη μου... και αντί να πηγαίνω στον σινεμά... προτιμώ να απολαμβάνω εδώ τις ταινίες που μου αρέσουν μόνος μου ή και με καμία παρέα» είπε κλείνοντας μου το μάτι πειρακτικά αλλά δεν με ξεγέλασε ήμουν σίγουρη ότι το εννοούσε... Γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά.
Είχε φτιάξει ένα “Home Theater” που πολύ θα ζήλευαν... με ένα ημικύκλιο δερμάτινο καναπέ με ένα μικρό γυάλινο τραπεζάκι... και απέναντι από τον καναπέ... υπήρχε μια τεράστια κορνίζα με πανί... τα ηχεία δεν φαίνονταν πουθενά αλλά ήμουν σίγουρη ότι όταν άρχιζε η ταινία θα ένιωθα σαν να βρίσκομαι σε αίθουσα σινεμά.
«Ξέρεις... αυτό προδιαθέτει και άλλα πράγματα» είπα την στιγμή που έκατσα στον πιο αναπαυτικό καναπέ που είχα κάτσει ποτέ στην ζωή μου και με κοίταξε ανήσυχος... «Σινεμά – Ποπ κορν – Κόκα κόλα – Καραμέλες» είπα με νόημα και χαλαρώνοντας έκατσε δίπλα μου και με έκλεισε στην αγκαλιά του ενώ άρχισε να πατάει κάτι κουμπιά πάνω στο πιο περίπλοκο τηλεκοντρόλ που είχα δει ποτέ στην ζωή μου.
«Θέλει Ποπ κορν η γυναικάρα μου;» ρώτησε κοιτώντας την οθόνη για να ρυθμίσει την ταινία.
«Μμμμμμ... με παγωτό και σιρόπι σοκολάτας...» άρχισα να ξερογλείφομαι και εκείνος με κοίταξε σοκαρισμένος.
«Έλεος βρε Μπέλα... πως συνδυάζονται αυτά;» ρώτησε με φρίκη.
«Εύκολα... βάζεις σε ένα βαθύ μπολ το παγωτό και ρίχνεις τριγύρω τα ποπ κορν και από πάνω το σιρόπι σοκολάτας.... μμμμ... ποίημα» είπα και πέρασα την γλώσσα μου πάνω από τα χείλια μου και εκείνος κοίταξε για λίγο τα χείλια μου αποπροσανατολισμένος και αφού έκλεισε απότομα τα μάτια του γύρισε το κεφάλι του από την άλλη και σηκώθηκε πριν παρασυρθεί... Φαντάστηκα.
«Θα πάω να φτιάξω λίγο... θες τίποτα να πιείς;» ρώτησε περνώντας μηχανικά το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και βάζοντας την ταινία πάτησε το start και την άφησε να παίζει ενώ τα φώτα σταδιακά άρχισαν να χαμηλώνουν μέχρι που το μόνο φως που φέγγιζε ήταν αυτό απο την ταινία.
«Δεν θες να την δούμε μαζί;» ρώτησα και αφήνοντας το τηλεκοντρόλ στο τραπεζάκι χωρίς να με κοιτάξει έφυγε σαν κυνηγημένος...
Πραγματικά έχω αρχίσει να τον λυπάμαι... είναι τόσο πρωτόγνωρα όλα αυτά και για εκείνον όσο και για μένα... που δεν ξέρει πως να τα χειριστεί.
«Δεν θα αργήσω» είπε μόνο πριν κλείσει την πόρτα και με άφησε μόνη μου.
Ήταν τόσο περίεργα χωρίς εκείνον που αμέσως τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί μου σαν ασπίδα... Επέπληξα τον εαυτό μου για την ανοησία μου... όμως δεν μπορούσα να το αποφύγω... αυτή η περίεργη μοναξιά με τρύπησε βαθιά στην καρδιά μου και αμέσως ένιωσα τον πανικό μου να με πλησιάζει... Χωρίς να το σκεφτώ πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο και ανοίγοντας την πόρτα βγήκα από το δωμάτιο και έτρεξα πίσω του... Μόλις με άκουσε να πλησιάζω γύρισε προς το μέρος μου με αγωνία και με έπιασε από τα μπράτσα πριν εκτροχιαστώ πάνω στο σώμα του σταματώντας με.
«Μπέλα τι έπαθες;» ρώτησε τρομοκρατημένος και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το κορμί του, τον έσφιξα απάνω μου.
«Μην με αφήνεις μόνη μου» παρακάλεσα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα μου και με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού μου.
«Συγνώμη καρδιά μου... δεν το σκέφτηκα» είπε απολογητικά και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου... «Έλα να φτιάξουμε το περίεργο κατασκεύασμα σου μαζί» είπε πειραχτικά και χαλαρώνοντας γέλασα και με παρέσυρε μαζί του προς την κουζίνα.