Γύρισα στο προσωπικό μου χώρο και πιάνοντας την τσάντα μου άνοιξα το οργκανάιζερ μου για να σημειώσω την ημερομηνία πριν το ξεχάσω… Γυρίζοντας τις σελίδες η ημερομηνία της προηγούμενης περιόδου μου έκοψε τα πόδια... Χριστέ μου πως δεν το είχα πάρει είδηση αυτό;... Σύμφωνα με την ημερομηνία είχα δεκαπέντε μέρες καθυστέρηση... Τι στο καλό είναι τώρα αυτό;... εντάξει είχα καταλάβει ότι είχαν καθυστέρηση αλλά τόσο πολύ;... Αυτό με παραξένεψε και ψάχνοντας την τσάντα μου προσπάθησα να βρω το κουτάκι από το χάπι της επόμενης μέρας που είχα αγοράσει την ίδια μέρα που είχαμε πάθει το ατύχημα με τον Έντουαρντ και βρίσκοντας το, το άνοιξα για να διαβάσω τυχών παρενέργειες... πάντα κράταγα όλα τα κουτιά από τα χάπια που αγόραζα για τέτοιες στιγμές γιατί ήμουν και γκαντέμο... μια παρενέργεια να έχει ένα χάπι... εμένα θα με έπιανε αμέσως.
Ανοίγοντας το κουτί η έκπληξη που με περίμενε ήταν ακόμα μεγαλύτερη... η ταμπλέτα με το χάπι ήταν ακόμα μέσα στο κουτί άθικτη.
«Χριστέ μουυυυ... τι έκανα;» σχεδόν ούρλιαξα και έκλεισα το στόμα μου για να μην ακουστώ... Μα καλά πως ξέχασα να το πάρω;... σκέφτηκα και το χτύπημα στην πόρτα μου με έκανε να τα χάσω.
«Ένα λεπτό» φώναξα και άρχισα να μαζεύω όπως όπως τα πράγματα μου από τον πάγκο και μόλις τα έβαλα και πάλι μέσα στην τσάντα μου πήγα και άνοιξα την πόρτα.
«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Έντουαρντ με αγωνία κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω... «Εσύ φώναξες πριν;» ρώτησε ξανά και δαγκώθηκα γαμώτο μου ακούστηκα;
«Ναι... Δηλαδή όχι... εε.. όχι είμαι καλά... ετοίμαζα τα πράγματα μου» είπα νευρικά αποφεύγοντας την ματιά του και εκείνος με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Μπέλα τι συμβαίνει;» δαγκώθηκα και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βίαια τελικά του έκανα χώρο να περάσει και αφού έκλεισα την πόρτα πίσω μου γύρισα προς την μεριά του και τον κοίταξα απολογητικά στα μάτια.
«Ξέχασα να πάρω το χάπι της επόμενης μέρας... τότε που...» είπα με νόημα και παίρνοντας μια βαθιά κοφτή ανάσα κοίταξα από την άλλη για να αποφύγω την ματιά του και αναστέναξε ανακουφισμένος.
«Γι αυτό κάνεις έτσι;» με ρώτησε χαμογελώντας
«Έντουαρντ δεν είναι αστείο» αμύνθηκα και με κλείδωσε στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας την πλάτη μου παρηγορητικά.
«Βρε χαζούλα αφού σου ήρθε η περίοδος τι σημασία έχει πια;»
«Και αν δεν ερχόταν;» είπα και ένα ρίγος με διαπέρασε.
«Και η γιαγιά μου αν είχε καρούλια θα ήταν πατίνι...» με πείραξε πίσω και γέλασα... «Μην κάθεσαι και τρελαίνεσαι τσάμπα... δεν έγινε τίποτα... η περίοδος σου ήρθε, το θέμα έληξε εδώ» απάντησε απαλά για να με καθησυχάσει και κατένευσα... Είχε δίκιο στην τελική... τι σημασία έχει πια... αφού δεν υπάρχει ατύχημα όλα καλά.
«Αν και σε αυτήν την περίπτωση θα προτιμούσα να μην είχε έρθει» συνέχισε εκείνος και σηκώνοντας απότομα το κεφάλι προς τα πάνω τον κοίταξα με φρίκη στα μάτια και εκείνος άρχισε να γελάει δυνατά... Του έδωσα μια μπουνιά στον ώμο του και αυτό τον έκανε να γελάσει περισσότερο.
«Δεν είναι αστείο» σχεδόν τσίριξα και κλειδώνοντας με μέσα στην αγκαλιά του μου έδωσε ένα φιλί πάνω στον λαιμό μου και ξεφυσώντας τα παράτησα και τύλιξα και εγώ τα χέρια μου γύρω από το σώμα του.
«Να μου προσέχεις...» είπε με απαλή φωνή και με ανάγκασε να τον κοιτάξω τσιμπώντας απαλά με τα δάχτυλα του το σαγόνι μου... «Θα σε πάρω πιο αργά να δω πως είσαι εντάξει;» είπε και μου χάιδεψε το μάγουλο απαλά και εγώ κατένευσα και μόλις μου έδωσε ένα βαθύ φιλί στο στόμα άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Μόλις ο Έντουαρντ βγήκε από το δωματιάκι μου ο Γκουστάβο χτύπησε την πόρτα και γύρισα με απορία να τον κοιτάξω.
«Όλα καλά;» ρώτησε και κατένευσα... «Ήρθα να δω αν είσαι έτοιμη να φύγουμε... Τα παιδιά έχουν κατέβει και μας περιμένουν» εξήγησε.
«Σε ένα λεπτό θα έρθω» είπα και γυρίζοντας προς τον πάγκο πήρα την τσάντα μου στα χέρια μου και μέσα από τον καθρέφτη είδα τον Γκουστάβο να διστάζει για μια στιγμή κοιτώντας από την άλλη μεριά ανασυγκροτώντας της σκέψεις του... «Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησα και εκείνος αμέσως με κοίταξε και με δύο δρασκελιές ήρθε κοντά μου και με τα χέρια του πάνω στα μπράτσα μου με γύρισε προς το μέρος του και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.
«Μπέλα...» κόμπιασε και τον κοίταξα τρομοκρατημένα για μια στιγμή... τι τον έπιασε ξαφνικά;... «Ξέχασε τον Κάλεν... Πάρε το πρώτο αεροπλάνο που θα βρεις και φύγε μακριά του... Μην το συνεχίζεις άλλο αυτό»
«Δεν νομίζω ότι σε αφορά και πάρε τα χέρια σου από πάνω μου τώρα» είπα με άγρια φωνή αλλά εκείνος δεν έκανε πίσω.
«Μπέλα σε παρακαλώ... δεν το βλέπεις ότι όλο αυτό δεν οδηγεί πουθενά;... Φύγε από κοντά του όσο πιο γρήγορα μπορείς» επέμενε αυστηρά και τα πήρα στο κρανίο... Ποιος νομίζει ότι είναι;
«Γκουστάβο... πάρε τα χέρια σου από πάνω μου τώρα... πριν βάλω τις φωνές»
«Εγώ προσπάθησα» είπε μόνο και αφήνοντας με από το σφιχτό του κράτημα γύρισε την πλάτη του και έφυγε σαν κυνηγημένος... Τι στο καλό ήταν όλα αυτά;... αναρωτήθηκα αλλά δεν έδωσα άλλη σημασία και παίρνοντας την τσάντα μου από το πάτωμα και την βαλίτσα μου κίνησα να συναντήσω τους άλλους.
Σε όλη την διαδρομή ο Γκουστάβο κοίταζε έξω από το παράθυρο πολύ σφιγμένος χωρίς να με κοιτά... Ήταν τόσο παράξενος σήμερα... και αυτό για κάποιον λόγο άρχισε να μην μου αρέσει καθόλου... Κάποια περίεργη δύναμη με έκανε να νιώθω πολύ άβολα μαζί του και όταν φτάσαμε στο κτήριο μας ήθελα να τρέξω όσο μπορούσα μακριά του... αλλά με την βαλίτσα δεν μπορούσα να ανέβω πέντε ορόφους... και αναγκαστικά μπήκα μαζί τους μέσα στο ασανσέρ ελπίζοντας τουλάχιστον όταν θα μέναμε μόνοι μας να μην το συνεχίσει.
Μόλις κατέβηκε και ο Κερέμ ένας περίεργος ηλεκτρισμός απλώθηκε στην ατμόσφαιρα... “Ένας όροφος έμεινε Μπέλα... χαλάρωσε”... προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου αλλά την στιγμή που μου κάλυψε το στόμα και την μύτη με ένα μαντίλι άρχισα να πανικοβάλλομαι και χτυπώντας τα χέρια μου και τα πόδια μου προσπάθησα μάταια να τον ξεκολλήσω από πάνω μου.
«Εγώ σε προειδοποίησα» άκουσα την φωνή του σκληρή και την ώρα που προσπαθούσα να πάρω ανάσα ένιωσα τον αιθέρα να με πνίγει και όλα μαύρισαν.
Φωνές από μακριά άρχισαν να με ξυπνούν...
«Μπέλα άνοιξε την πόρτα ο Τάηλερ είμαι» άκουσα την φωνή του Τάηλερ από μακριά και ανοίγοντας έντρομη τα μάτια μου προσπάθησα να κουνηθώ αλλά ήταν αδύνατον... Ήμουν καθηλωμένη πάνω στον καναπέ με τα χέρια μου και τα πόδια μου δεμένα και πριν προλάβω να φωνάξω το χέρι του Γκουστάβο πάνω στο στόμα μου με ακινητοποίησε και με τον δείκτη του χεριού του μου έκανε νόημα να μην μιλήσω και τον κοίταξα με μια δολοφονική ματιά.
«Τα...» προσπάθησα να φωνάξω και το χαστούκι που μου έδωσε ο Γκουστάβο μου έκοψε την φράση στην μέση... Το χέρι του σφράγισε πιο άγρια το στόμα μου... Οι φωνές του Τάηλερ σταμάτησαν για μια μόνο στιγμή και μετά τον άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο.
«Κύριε Κάλεν δεν απαντά...... Όχι προτιμώ για την ασφάλεια σας να παραμείνετε στο αυτοκίνητο...... Κύριε Κάλεν θα το φροντίσω εγώ... θα πάω να πάρω τα δεύτερα κλειδιά από το θυρωρείο και θα μπω να ελέγξω το σπίτι... από ότι μου είπε την είδε να φεύγει με την βαλίτσα της...» οπότε είναι και ο θυρωρός στο κόλπο... διαπίστωσα και συνέχισα να ακούω την συνομιλία του Τάηλερ με τον Έντουαρντ... «.... Εντάξει θα ρίξω μια ματιά και θα σας ενημερώσω... μην φύγετε από το αυτοκίνητο» είπε στον Έντουαρντ και κλείνοντας άκουσα τα βήματα του γρήγορα στην σκάλα και μετά από λίγο το ασανσέρ να ανεβαίνει ξανά.
Κλειδιά ακούστηκαν και τα βήματα του Τάηλερ γρήγορα έψαχναν κάθε σπιθαμή του σπιτιού μου... Σε ποιον όροφο ήμαστε και ακούγονται τόσο καθαρά όλα αυτά;... αναρωτήθηκα αλλά έμεινα ακίνητη να περιμένω τον Γκουστάβο να με απελευθερώσει ξανά για να τον ρωτήσω... Μόλις ο Τάηλερ ενημέρωσε τον Έντουαρντ ότι δεν ήμουν μέσα στο σπίτι τον ακούσαμε να φεύγει... Ο Γκουστάβο περίμενε για λίγο ακόμα για να σιγουρευτεί ότι δεν θα γυρίσει και πριν με απελευθερώσει με κοίταξα αυστηρά.
«Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις... γιατί δεν ξέρω και εγώ τι θα κάνω συνεννοηθήκαμε;» είπε σκληρά αλλά εγώ δεν ανταποκρίθηκα... Έβγαλε το χέρι του πάνω από το στόμα μου αλλά ήταν σε εγρήγορση ώστε να το ξανακλείσει στην περίπτωση που θα τόλμαγα να ξαναβάλω τις φωνές.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησα αμέσως και εκείνος αναστέναξε.
«Δεν έχω άλλη επιλογή... Συγνώμη για όλα αυτά... προσπάθησα να σε προειδοποιήσω» εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό του κοιτώντας το πάτωμα νευρικά... «Είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία.
«Εσύ πως με βλέπεις;» του γύρισα πίσω και κατένευσε... «Να υποθέσω ότι είναι δουλειά του Καρλάιλ;» του χτύπησα νευριασμένα και με κοίταξε σοκαρισμένος.
«Του Καρλάιλ;...» είπε αυτόματα και μετά το σκέφτηκε πάλι...
«Ποιος σε έβαλε να το κάνεις αυτό Γκουστάβο;» εκείνος στην αρχή δεν ανταποκρινόταν και μαλακώνοντας την φωνή μου προσπάθησα να τον μεταπείσω... «Γκουστάβο... γιατί το κάνεις αυτό;... δεν φοβάσαι μην σε προδώσω;»
«Δεν νομίζω ότι η άλλη θα σε αφήσει να βγεις από εδώ μέσα» είπε παγωμένα και με κοίταξε απολογητικά στα μάτια.
«Η άλλη;» ρώτησα ξανά και περνώντας νευρικά το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του κοίταξε για λίγο μακριά δαγκώνοντας τα χείλια του.
«Τι σημασία έχει τώρα πια...» μονολόγησε στον εαυτό του και γύρισε πιο αποφασιστικά προς το μέρος μου... «Δεν ήθελα να σου κάνω κακό... προσπάθησα να σε προειδοποιήσω... με πιστεύεις έτσι δεν είναι;» ρώτησε με αγωνία και κατένευσα... «Όταν ήμασταν στο Λας Βέγκας... με πλησίασε μια θεογκόμενα και λίγο πολύ παρασύρθηκα... καταλαβαίνεις...» είπε με νόημα και κατένευσα και πάλι αφήνοντας τον να συνεχίσει... «Λίγο το ποτό λίγο το μεθυστικό της άρωμα θόλωσα και εκείνη με δόλιο τρόπο με έπεισε να παίξω στο καζίνο... έχασα πολλά λεφτά και εκείνη τώρα με εκβιάζει... Θα με κάνει να χάσω την δουλειά μου... Έχω παλέψει πολύ σκληρά για να έχω το όνομα και το κύρος που έχω στην δουλειά μου Μπέλα... δεν μου χαρίστηκε τίποτα και εκείνη πατάει πάνω σε αυτό και με εκβιάζει... μου είπε ότι αν δεν κάνω ότι μου πει εκείνη θα με καταστρέψει το καταλαβαίνεις;» είπε και αφήνοντας την ανάσα του να βγει βαριά από μέσα του έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στις χούφτες του και προσπάθησε να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία του.
«Συγχώρεσε με Μπέλα... δεν ήθελα ποτέ να σου κάνω κακό» είπε ξανά και καθώς το σκέφτηκα για λίγο τον πίεσα για να μου πει περισσότερα.
«Ποια σε έβαλε να το κάνεις αυτό;»
«Δεν ξέρω αν το όνομα της είναι πραγματικό... Σε εμένα συστήθηκε σαν Τάνια»
«Τάνια Ντενάλι;» ρώτησα ξέπνοα και το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Δεν είμαι σίγουρος...» είπε απολογητικά.
«Και ξέρεις γιατί το κάνει αυτό;»
«Σε ένα τηλεφώνημα που είχε εχθές την ώρα που κοιμόσουν...»
«Ήταν εδώ εχθές;» ρώτησα σοκαρισμένη.
«Ναι αλλά δεν ξύπναγες με τίποτα και αυτό της χάλασε τα σχέδια... είπε όμως ότι θα έρθει και σήμερα... Αλήθεια Μπέλα πάντα τόσες πολλές ώρες κοιμάσαι;... Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό... Προσπαθούσα να σε ξυπνήσω και δεν ανταποκρινόσουν με τίποτα... Αν δεν ανέπνεες θα ορκιζόμουν ότι είχες πεθάνει» είπε τρομοκρατημένα και χαμογέλασα.
«Είναι παρενέργεια από κάτι χάπια που παίρνω» απάντησα και με κοίταξε με απορία και ξεφύσησα... «Έχω κλειστοφοβία και κάνω ομοιοπαθητική... Όσο είμαι μέσα στο αεροπλάνο από την υπερένταση με κρατούν ήρεμη... αλλά μόλις ηρεμήσω με πιάνει λήθαργος και κοιμάμαι 20 με 24 ώρες περίπου» ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Συγνώμη έχεις κλειστοφοβία και έγινες αεροσυνοδός;» ρώτησε σοκαρισμένος και δάγκωσα τα χείλια μου.
«Μεγάλη ιστορία...» απάντησα μόνο αποφεύγοντας την ματιά του και δεν με πίεσε για τίποτα περισσότερο.
«Πεινάς θες να σου φτιάξω τίποτα να φας;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και τον κοίταξα σκεπτική.
«Μπορείς να με λύσεις σε παρακαλώ... δεν αντέχω να είμαι δεμένη» παρακάλεσα και το σκέφτηκε για λίγο.
«Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα κάνεις καμία βλακεία;» ρώτησε και κατένευσα.
Αφού με έλυσε για μια στιγμή σκέφτηκα να τον ακινητοποιήσω και να το σκάσω... αλλά η λογική μου είχε άλλη γνώμη... Ο Γκουστάβο ήταν διατεθειμένος να μιλήσει... γιατί να μην το εκμεταλλευτώ να πάρω όσες περισσότερες πληροφορίες μπορώ και μετά θα βρω τρόπο να το σκάσω;... σκέφτηκα και δεν έκανα καμία άλλη κίνηση.
«Μπορώ να πάω τουαλέτα;» τον ρώτησα και μόλις σηκώθηκε από τον καναπέ μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ.
«Στο διαμέρισμα σου είμαστε;» ρώτησα κοιτώντας για πρώτη φορά γύρω μου με απορία.
«Όχι στον τέταρτο» απάντησε εκείνος και πήγε προς την κουζίνα αλλά πάντα κοιτώντας προς το μέρος μου επιφυλακτικά... δεν με εμπιστευόταν ούτε εγώ εκείνον άλλωστε... «Η βαλίτσα σου είναι στο υπνοδωμάτιο αν χρειαστείς τίποτα» μου είπε και καθώς κατένευσα για άλλη μια φορά κίνησα προς τα μέσα.
Μόλις έβαλα την βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι την άνοιξα και το πρώτο που αντίκρισα ήταν το σακουλάκι με το λερωμένο από αίμα εσώρουχο που είχα φυλάξει πριν προσγειωθούμε και τότε η συνείδηση ήρθε αυτόματα και με αφύπνισε... Γαμώτο είναι και η περίοδος μου αυτήν την είχα ξεχάσει... σκέφτηκα και αυτόματα κοίταξα προς τα κάτω περιμένοντας να δω τα πάντα πλημμυρισμένα από το αίμα... μιας και που κάθε φορά που ερχόταν εγώ δεν προλάβαινα να αλλάζω σερβιέτα από την ακατάπαυστη ροή που είχα τις πρώτες δύο μέρες... αλλά για έναν περίεργο λόγο εγώ ήμουν καθαρή... τι στο καλό;... σκέφτηκα και αμέσως πήγα προς την τουαλέτα.
Τίποτα... απολύτως τίποτα... ούτε μια σταγόνα πάνω στην σερβιέτα... Όχι Χριστέ μου τι είναι πάλι αυτό;... σκέφτηκα τρομοκρατημένη και προσπάθησα να καλμάρω την ένταση μου παίρνοντας ήρεμες ανάσες... Οι δεκαπέντε μέρες καθυστέρηση δεν ήταν λίγες για να είναι απλά μια ανωμαλία... εντάξει δεν ήμουν πάντα σταθερή στον κύκλο μου... αλλά τόσες πολλές μέρες δεν είχαν ποτέ ξανά καθυστέρηση... Από την άλλη το χάπι που δεν το πήρα... Όχι, όχι, όχι σε παρακαλώ θεούλη μου κάνε να είναι μόνο μια ανωμαλία από το στρες των ημερών... σε παρακαλώ.
Παρακάλαγα μέσα μου ενώ τα πόδια μου λύγιζαν και μόλις το σώμα μου συγκρούστηκε με το πάτωμα έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου και το απόλυτο σκοτάδι ήρθε ξανά να με τυλίξει.
«Μπέλα... Μπέλα» άκουγα την τρομοκρατημένη φωνή του Γκουστάβου και πετάρισα τα μάτια μου νωχελικά... «Είσαι καλά; Τι έπαθες;» ρώταγε με αγωνία καθώς με βοηθούσε να ανασηκωθώ για να πάρω μια ανάσα.
«Δεν ξέρω» είπα καθώς έπιανα το κεφάλι μου για να το υποβαστάξω.
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε και κατένευσα.
«Μπορείς να με αφήσεις λίγο μόνη μου;» παρακάλεσα και αναστέναξε.
«Είσαι σίγουρη... είσαι πολύ χλωμή»
«Ναι θέλω να μείνω λίγο μόνη μου... Σε παρακαλώ» παρακάλεσα και εκείνος τελικά το δέχτηκε και σηκώθηκε για να φύγει... Όταν με άφησε μόνη μου σηκώθηκα με κόπο όρθια και βλέποντας το πρόσωπο μου στον καθρέφτη έπαθα σοκ... Τόσο ωχρή δεν νομίζω να είχα υπάρξει ξανά... Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου για να ηρεμήσω και με αργά βήματα γύρισα στο δωμάτιο... έβγαλα μια καθαρή αλλαξιά και γυρίζοντας στο μπάνιο έκανα ένα ζεστό ντους και άλλαξα.
Όταν άρχισα να πλησιάζω προς την κουζίνα με βαριά βήματα ο Γκουστάβο έτρεξε κατευθείαν κοντά μου για να με υποβαστάξει και με αργά βήματα με οδήγησε να κάτσω στο καναπέ που υπήρχε στην κουζίνα... Μου σέρβιρε ένα σάντουιτς που είχε φτιάξει για μένα και έκατσε στην καρέκλα απέναντι μου κοιτώντας με εξεταστικά.
«Πρέπει να φας κάτι... είσαι πολύ χάλια» σχολίασε και κατένευσα χωρίς να μιλήσω.
Όση ώρα έτρωγα κανείς μας δεν μίλαγε αλλά ο Γκουστάβο δεν χαλάρωνε στιγμή.
«Σε παρακαλώ σταμάτα να με κοιτάς έτσι» παρακάλεσα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα με κοίταξε απολογητικά.
«Συγνώμη αλλά με κατατρόμαξες... Είσαι καλά;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και κατένευσα και πάλι... δεν είχα κουράγιο για τίποτα άλλο.
Όταν έφαγα το σάντουιτς και ένιωσα τις δυνάμεις μου να επανέρχονται πήρα το ποτήρι με το νερό στα χέρι μου και πίνοντας μια γουλιά τον κοίταξα.
«Τελικά δεν μου είπες»
«Τι πράγμα;» ρώτησε εκείνος και με κοίταξε με απορία.
«Ξέρεις γιατί τα κάνει όλα αυτά;»
«Δεν τα παρατάς» δήλωσε και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Όπως είπες και εσύ τι σημασία έχει... αφού ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να με αφήσει να βγω από εδώ μέσα... Να σημειώσω ότι ήταν πολύ έξυπνο να χρησιμοποιήσετε τον τέταρτο όροφο για κρυψώνα... Ποιος θα σκεφτεί να ψάξει εδώ» γέλασε χαλαρώνοντας για λίγο και αφού έτριψε σπασμωδικά το πρόσωπο του με κοίταξε και πάλι απολογητικά.
«Πραγματικά λυπάμαι Μπέλα... δεν ήθελα ποτέ» προσπάθησε να απολογηθεί και κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά του έκοψα την φράση στην μέση.
«Καταλαβαίνω... Ο καθένας στην θέση σου το ίδιο θα έκανε» είπα απαλά κοιτώντας για λίγο μακριά.
«Δεν ξέρω πολλά να σου πω...» ξεκίνησε και γύρισα την ματιά του προς το μέρος του... «Άκουσα μόνο ένα τηλεφώνημα που έκανε όσο ήταν εδώ... αλλά δεν ξέρω τίποτα παραπάνω από αυτό» κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και τον άφησα να συνεχίσει... «Έλεγε σε κάποιον ότι δεν ξυπνούσες με τίποτα... και μετά του είπε να στείλει στον Έντουαρντ ένα μήνυμα όπως είχαν συνεννοηθεί»
«Αυτό μόνο;» ρώτησα και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
«Δεν είπε τίποτα άλλο μπροστά μου... έκλεισε το τηλέφωνο και μου είπε να μην το κουνήσω από εδώ και ότι θα έρθει πάλι σήμερα»
«Μάλιστα... ε τότε το μυστήριο δεν θα αργήσει να λυθεί» του είπα χαλαρά χαμογελώντας και αυτό τον σόκαρε για λίγο
«Πως μπορείς να είσαι τόσο ψύχραιμη;»
«Και τι άλλο θες να κάνω βρε Γκουστάβο... να αρχίσω να κλαίω και να οδύρομαι σαν καμιά γυναικούλα;... Αν χάσω την ψυχραιμία μου θα αλλάξει τίποτα;»
«Μάλλον έχει δίκιο... αλλά Μπέλα δεν έχεις ιδέα γιατί άνθρωπο μιλάμε... Αυτή ξεπερνάει κάθε φαντασία... Εδώ έχω αρχίσει να φοβάμαι για την ίδια μου την ζωή»
«Τότε γιατί δεν με βοηθάς να ξεφύγω;... Το ξέρεις ότι αν το κάνεις ο Έντουαρντ θα το εκτιμήσει πάρα πολύ» τόνισα και αναστέναξε.
«Λες να μην το σκέφτηκα;... αλλά δεν είναι τόσο εύκολο» είπε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του γυρίζοντας την ματιά του από την άλλη για να αποφύγει την δική μου.
«Είναι και ο θυρωρός στο κόλπο» είπα και με κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Πως το ξέρεις αυτό;»
«Δεν είμαι χαζή Γκουστάβο... Αν είπε στον Τάηλερ ότι έφυγα με την βαλίτσα μου... τι άλλο θες να υποθέσω;»
«Είσαι πραγματικά πολύ έξυπνη...» είπε με θαυμασμό... «Ειλικρινά Μπέλα αν μπορούσα να κάνω κάτι για να σε γλυτώσω...»
«Καταλαβαίνω» του είπα ειλικρινά και αναστενάζοντας κοίταξε και πάλι προς την τζαμαρία και δεν είπε τίποτα άλλο.
Μετά από μια σύντομη σιωπή αποφάσισα να αποσυρθώ στο δωμάτιο για να μπορέσω να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη πριν έρθει η Τάνια και με αποτελειώσει.
«Σκέφτομαι να πάω να ξαπλώσω... σε πειράζει να πάω στο δωμάτιο;» τον ρώτησα και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Όχι καθόλου» είπε και αφού σηκώθηκα έφυγα και κλείστηκα στην κρεβατοκάμαρα... Τι σκατά θα κάνω τώρα;... σκέφτηκα και πέφτοντας πάνω στο κρεβάτι άρχισα να σκέφτομαι τις επιλογές μου.