Ο Φράνσις ήξερε ότι
έπρεπε να σταματήσει, το ήξερε αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Όσο εκείνη του
ανταποκρινότανε τόσο εκείνος ήθελε να το παρατείνει όσο περισσότερο μπορούσε.
Μα τι κάνω;… ούρλιαζε
μέσα του. Είναι μόνο δέκα χρονών, δέκα χρονών άπειρη και καθόλου έτοιμη…
συνέχιζε να υπενθυμίζει στον εαυτό του αλλά αντί αυτό να είναι αρκετό για να
σταματήσει τόσο περισσότερο πάλευε να την διεκδικήσει.
Ήξερε ότι η Μάριαν
ήταν απρόβλεπτη. Πόσες και πόσες φόρες δεν είχε κάνει πράγματα που δεν άρμοζαν
στην ηλικία της και έπρεπε να καταλάβει ότι το να την καλέσει στο κρεβάτι του
ήταν το χειρότερο λάθος αλλά τώρα ήταν αργά για να το σταματήσει. Ήταν το ίδιο
άπειρος με εκείνη, ίσως να είχε δει πράγματα που δεν θα έπρεπε καν να ξέρει
στην ηλικία του αλλά ο ίδιος δεν τα είχε δοκιμάσει ποτέ, δεν είχε δοκιμάσει τις
αντοχές του και αυτές οι αντοχές έρχονταν τώρα τον προδώσουν.
«Εεε, Φράνσις…;» είπε
η Μάριαν διστακτικά μόλις τα χείλια του Φράνσις απελευθέρωσαν τα δικά της για
να εξερευνήσουν τον λαιμό της ενώ το χέρι του πέρναγε κάτω από την νυχτικιά της
αγγίζοντας το απαλό δέρμα του στήθους της και την σκληρή της ρόγα.
«Χριστέ μου»
αναφώνησε πνιγμένα ο Φράνσις καθώς πεταγόταν σαν ελατήριο από πάνω της ενώ
καθώς ανακάθισε πάνω στο στρώμα έφερε τα πόδια του κοντά στο στήθος, ακούμπησε
τους αγκώνες πάνω στα γόνατα και κλείνοντας το πρόσωπο του μέσα στα δύο του
χέρια προσπαθούσε να ξαναβρεί την λογική του.
«Σου το είπα να
κοιμηθείς γιατί δεν το έκανες;» την κατηγόρησε εξοργισμένος περισσότερο με τον
εαυτό του και παρά με εκείνη.
«Θες να φύγω;» ρώτησε
πικραμένη και με την ιδέα ότι θα μπορούσε να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ο
Φράνσις γύρισε προς την μεριά της, την ανασήκωσε από το στρώμα και αρπάζοντας
την στην αγκαλιά του έβαλε το κεφάλι του να ακουμπήσει πάνω στο δικό της.
«Συγνώμη, συγνώμη…
σου το ορκίζομαι δεν θα το ξανακάνω αλλά μην φύγεις, όχι τώρα» την παρακάλεσε
και η Μάριαν ξαφνιασμένη από την αντίδραση του δεν ήξερε πώς να αντιδράσει η
ίδια.
«Εντάξει δεν θα φύγω,
τώρα μπορείς να σταματήσεις να με τρομάζεις;» τον παρακάλεσε με την σειρά της
και ο Φράνσις έκανε πιο πίσω το πρόσωπο του για να μπορέσει να την κοιτάξει
εξονυχιστικά.
«Έκανα κάτι που δεν
έπρεπε; Κάτι που σε πλήγωσε ή σε τρόμαξε;» την ρώτησε με αγωνία και η Μάριαν
κούνησε το κεφάλι της τρεμάμενα αρνητικά.
«Όχι είμαι καλά»
προσπάθησε να τον διαβεβαιώσει αλλά δεν τον έπεισε.
«Αχ Μάριαν σου ζητώ συγνώμη…»
επανέλαβε και καθώς την φώλιασε ξανά στην αγκαλιά του πήρε μια βαθιά ανάσα για
να καλμάρει τους χτύπους της καρδιά του.
«Συγνώμη που είμαι
τόσο χαζός» μουρμούρισε ξανά με τόσο πόνο που η Μάριαν ήθελε να κάνει κάτι
οτιδήποτε για να μπορέσει να τον ηρεμίσει αλλά πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι η
πόρτα άνοιξε διάπλατα χωρίς καμία προειδοποίηση.
Βγάζοντας μια κραυγή
έκπληξης έπιασε τα σκεπάσματα και τα έφερε μέχρι τον λαιμό της ενώ ο Φράνσις
γύριζε όλο οργή για να αντικρίσει το ψυχρό βλέμμα της μητέρας του.
«Τι κάνεις εδώ;»
απαίτησε να μάθει και η μητέρα του ανασήκωσε τα φρύδια της με έκπληξη.
«Εγώ;» τον ρώτησε και
κοίταξε προς την Μάριαν. «Βλέπω δεν άφησες την ευκαιρία να πάει χαμένη έτσι;»
την ρώτησε με τόσο δηλητήριο στην φωνή της που η Μάριαν την κοίταξε χωρίς να
καταλαβαίνει τι εννοεί.
«Ποια ευκαιρία… τι
εννοείται;» την ρώτησε μπερδεμένη.
«Κωνσταντίν» φώναξε η
βασίλισσα για απάντηση και η Μάριαν με τον Φράνσις αντάλλαξαν ένα βλέμμα όλο
απορία την στιγμή που ο Κωνσταντίν μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε δίπλα στην
βασίλισσα.
«Για πες και στον γιο
μου όσα μου είπες» τον πρόσταξε και ο Κωνσταντίν γύρισε το σακατεμένο του
πρόσωπο προς τον Φράνσις.
«Τα είδε όλα…» του
είπε με υπονοούμενο.
«Το ξέρω και;» του
απάντησε ο Φράνσις.
«Και μετά μου ζήτησε…
με ικέτεψε» τόνισε. «Να της δήξω πώς να μπορεί να σε γιατρεύει» κατέληξε και το
αίμα της Μάριαν ανέβηκε στο κεφάλι της.
«Ψεύτη…» του φώναξε
εξαγριωμένη.
«Άφησε τον να
τελειώσει» την παρακάλεσε ο Φράνσις βάζοντας το χέρι του μπροστά της ώστε να
μην κάνει καμία κίνηση να σηκωθεί.
«Και εσύ την
βοήθησες;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον ο Φράνσις και ο Κωνσταντίν κοίταξε προς την
Μάριαν.
«Έκανα ότι καλύτερο
μπορούσα» είπε ενώ κοίταζε με νόημα την Μάριαν στα μάτια.
«Πως τολμάς παλιό
ψεύτη… αλλά δεν φταίει κανείς άλλος εγώ φταίω που σου γλύτωσα την ζωή» του
έφτυσε στην μούρη.
«Πως του έσωσες την
ζωή;» ρώτησε ο Φράνσις και η Μάριαν μαγκώθηκε.
«Δεν τον σκότωσα
σωστά;» απάντησε στην ερώτηση με ερώτηση για να γλυτώσει χρόνο.
«Μου είπες ψέματα»
διαπίστωσε ο Φράνσις και η Μάριαν άρχισε να απελπίζεται.
«Φράνσις σου το
ορκίζομαι δεν έγινε όπως τα λέει, δεν με ακούμπησε καν» προσπάθησε να τον
πείσει.
«Μα δεν είπα ότι σε
ακούμπησα εγώ… εσύ ήσουν αυτή που ήσουν τόσο πρόθυμη να ακουμπήσεις εμένα και
το έκανες με τόση επιτυχία» χλεύασε.
«Ψέματα» φώναξε η
Μάριαν και την στιγμή που ανασήκωσε τα σκεπάσματα για να ξεσπάσει την οργή της
επάνω του, ο Φράνσις κάρφωσε την ματιά του στο κόκκινο σημάδι που είδε πάνω στο
σεντόνι και αντανακλαστικά την τράβηξε πίσω πριν το δει και κανένας άλλος.
«Άφησε με…» αντέδρασε
η Μάριαν ενώ πάλεψε να του ξεφύγει.
«Μάριαν…» είπε
προειδοποιητικά.
«Μα λέει ψέματα…»
ούρλιαξε απελπισμένη. «Ποτέ δεν τον άγγιξα» συνέχισε με τα δάκρυα της να
ξεχειλίζουν ακατάπαυστα από τα μάτια της.
«Ηρέμισε εγώ σε
πιστεύω» την διαβεβαίωσε και μόλις γύρισε να τον κοιτάξει προσπάθησε να
ηρεμίσει αλλά η βασίλισσα δεν ήταν διατεθειμένη να καταθέσει τα όπλα.
«Αλλά δεν έχει και
τόση σημασία» συμπλήρωσε τα λόγια του και ο Φράνσις την κοίταξε προειδοποιητικά.
«Τι εννοείς;» την
ρώτησε σκληρά.
«Τι άλλο πέρα από το
ότι φαίνεται ότι χρειάζεται πειθαρχεία και μάλιστα πριν είναι αργά» του γύρισε
εκείνη σκληρά.
«Η Μάριαν δεν
πρόκειται να πάει πουθενά» της δήλωσε.
«Αν στα δέκα της σε
έχει μαγέψει έτσι όταν φτάσει στα είκοσι τι πρόκειται να σου κάνει;» τον
προκάλεσε.
«Να την αφήσεις ήσυχη
με ακούς; Η Μάριαν δεν είναι ούτε μάγισσα ούτε πλανεύτρα όπως υπονοείς» της
είπε ο Φράνσις και Κωνσταντίν άρχισε να κρυφογελάει.
«Αυτό να το πεις και
στην Κένα» απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση του Φράνσις ο Κωνσταντίν και ο
Φράνσις κοίταξε την Μάριαν.
«Για τον θεό… δεν
έκανα τίποτα» είπε απελπισμένη.
«Και η γλώσσα που
μίλαγες κάθε φορά πριν συμβεί κάτι; Το δέντρο που μίλησες και σου είπε τα
μυστικά του» το τράβηξε ο Κωνσταντίν και η Μάριαν ήθελε να ανοίξει η γη και να
την καταπιεί.
«Ήταν Γαέλικα ηλίθιε»
του χτύπησε στην μούρη. «Και δεν μίλαγα στο δέντρο…».
«Τότε που;» απαίτησε
να μάθει η βασίλισσα.
«Σε ένα πνεύμα»
μουρμούρισε ηττημένα.
«Τι πράγμα;» αναφώνησε
ο Φράνσις και τον κοίταξε απολογητικά.
«Τώρα καταλαβαίνεις
γιατί είναι απαραίτητο να απομακρυνθεί από αυτό το κάστρο, τουλάχιστον μέχρι να
σιγουρευτούμε ότι έχει απαλλαγεί τελείως από αυτές τις εμμονές και τα δαιμόνια»
είπε θριαμβευτικά η βασίλισσα και ο Φράνσις ένιωσε την ανάγκη να την
προστατέψει.
«Όχι θα μείνει εδώ…»
ξεκίνησε να λέει αλλά ο Κωνσταντίν τον σταμάτησε.
«Γιατί δοκίμασες το
γλυκό και δεν μπορείς να μείνεις μακριά του αδελφέ;» του κάρφωσε και ο Φράνσις
κοίταξε τον αδελφό του δολοφονικά.
«Φυσικά και όχι»
αντέδρασε η Μάριαν που δεν είχε ακόμα ιδέα γιατί πράγμα μίλαγαν τα δύο αδέλφια
μεταξύ τους μέσα από τα υπονοούμενα τους. «Φράνσις πες τους» απαίτησε η Μάριαν
και καθώς ο Φράνσις ξεφύσησε απηυδισμένα η μητέρα του πήρε αμέσως το μήνυμα.
«Σήκωσε την από το
κρεβάτι» απαίτησε από τον Κωνσταντίν.
«Μπορώ να το κάνω και
μόνη μου» του είπε διώχνοντας τα χέρια του Κωνσταντίν πριν εκείνα καταφέρουν να
την αγγίξουν.
«Δεν είναι αυτό που
φαίνεται» προσπάθησε ο Φράνσις να σταματήσει το κακό αλλά ήταν αργά. Όλοι όσοι
ήταν μέσα σε αυτό το δωμάτιο είχαν ήδη βγάλει τα συμπεράσματα τους.
«Τι δεν είναι αυτό
που φαίνεται;» ρώτησε η Μάριαν παραξενευμένη και μόλις ο Φράνσις σήκωσε το
σκέπασμα και είδε το αίμα που είχε πάνω στο σεντόνι η Μάριαν πάνιασε τελείως.
«Τι είναι αυτό;»
αναφώνησε σοκαρισμένη.
«Μην μου πεις ότι
ήταν τόσο μικρός που δεν τον κατάλαβες» χλεύασε ο Κωνσταντίν ενώ άρχισε να γελά
με την ψυχή του.
«Σκάσε ηλίθιε, δεν
έγινε τίποτα» προσπάθησε να τον σταματήσει ο Φράνσις.
«Τα γεγονότα άλλα
λένε» πήρε τον λόγο η βασίλισσα και χωρίς να χάνει χρόνο συνέχισε. «Δώστε της
μια κάπα και οδηγήστε την στην άμαξα» διέταξε τους φρουρούς και ο Φράνσις με
την Μάριαν αντάλλαξαν ένα βλέμμα γεμάτο φρίκη.
«Όχι, δεν θα πάει
πουθενά» απαίτησε ο Φράνσις ενώ
κατεβαίνοντας από το κρεβάτι προσπάθησε να τους σταματήσει.
«Εσύ…» τον σταμάτησε
η μητέρα του μπαίνοντας μπροστά του. «Όταν πάρεις το στέμμα μπορείς να διατάζεις
όποιον θες… μέχρι τότε όμως θα υπακούς στις δικές μου διαταγές. Το κατάλαβες;»
«Άντε παράτα με» της
είπε με αηδία καθώς την έσπρωχνε στο πλάι και προσπάθησε να τρέξει πίσω από
τους φρουρούς για να τους σταματήσει αλλά ο Κωνσταντίν στάθηκε μπροστά στην
πόρτα και του έφραξε τον δρόμο.
«Δεν το νομίζω
αδελφούλη» του είπε κουνώντας τον δίκτυ του αριστερά και δεξιά.
«Κάνε στην άκρη
Κωνσταντίν» του ζήτησε προειδοποιητικά και εκείνος για απάντηση σταύρωσε τα
χέρια στο στήθος και περίμενε τις δικές του αντιδράσεις.
Με τα νεύρα του να
χτυπάνε κόκκινο, ο Φράνσις έβγαλε μια άγρια στριγκλιά και προσπάθησε να
επιτεθεί στον αδελφό του. Εκείνος πιο γρήγορος του έριξε μια τόσο δυνατή
μπουνιά στο πρόσωπο που τον έκανε να σωριαστεί στο πάτωμα.
«Πάρ’ τον στον
‘πύργο’ και πες τους να τον κρατήσουν εκεί για πέντε μέρες με μόνο νερό και
ψωμί και αυτό μια φορά την ημέρα» διέταξε η βασίλισσα τον Κωνσταντίν και γύρισε
προς το γιος της.
«Εμείς θα τα πούμε
αφού καταφέρεις να ξαναβρείς την σωστή θερμοκρασία στο σώμα σου» του είπε
απειλητικά και πετώντας την ρόμπα του που είχε πάρει πάνω από το κρεβάτι του πάνω
στο στερνό του γύρισε την πλάτη της και έφυγε από δωμάτιο του.
«Γιατί στο διάολο το
κάνεις αυτό;» ρώτησε τον Κωνσταντίν.
«Λυπάμαι αδελφούλη
μου δεν είναι κάτι προσωπικό απλά πρέπει να εξασφαλίσω το μέλλον μου» του είπε
ο Κωνσταντίν και καθώς του πρόσφερε το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί
ο Φράνσις το χτύπησε με το δικό του και σηκώθηκε όρθιος μόνος του.
«Ξέρεις που την
πάνε;» τον ρώτησε καθώς φόραγε την ρόμπα του.
«Στο μοναστήρι του
Άγιου Πέτρου» του απάντησε εκείνος ενώ τον βοηθούσε να φορέσει την ρόμπα του
και ο Φράνσις γύρισε απότομα προς την μεριά του.
«Όχι εκεί… δεν μπορεί
να πάει εκεί» του είπε απελπισμένος.
«Έχεις δέκα λεπτά…
προλαβαίνεις;» του είπε με νόημα και ο Φράνσις χωρίς να χάνει καιρό έτρεξε προς
την κρυφή πόρτα με όλη την δύναμη της ψυχής του.
~*~*~*~*~*~
Μόλις η Μάριαν
βρέθηκε στο κρύο τύλιξε την κάπα γύρω της και προσπάθησε να σταματήσει το
τρέμουλο της. Η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ κοιτώντας την με πόνο στα μάτια άρχισε να της
τρίβει παρηγορητικά τους ώμους.
«Σου υπόσχομαι ότι
στην άμαξα θα είναι πιο ζεστά» της είπε μαλακά αλλά η Μάριαν δεν ένιωσε
παρηγοριά στα λόγια της.
Τι σημασία είχε η
ζεστασιά όταν την ξερίζωναν από εκείνον. Ποιος ξέρει που την πήγαιναν, πόσο
καιρό θα έκανε να γυρίσει και εκείνος; Εκείνος όταν γύριζε θα είχε τα ίδια
συναισθήματα με τώρα ή θα την μισούσε που του έκρυψε την αλήθεια. Και αυτό το
αίμα τι σήμαινε; Εντάξει ήταν πιο τολμηρός από τις άλλες φορές αλλά το σώμα του
ήταν δίπλα από το δικό της όχι επάνω της ή δεν χρειάζεται να είναι επάνω της;
Δεν είχε ιδέα και σίγουρα τώρα δεν είχε και σημασία.
Όλα είχαν τελειώσει
και το χειρότερο ήταν ότι δεν αναγκαζόταν να αποχωριστεί μόνο εκείνον,
αναγκαζόταν να αποχωριστεί και τον μοναδικό της σύντροφο, το βιβλίο της που της
έδινε τόσο παρηγοριά και κουράγιο όταν ήταν απελπισμένη όπως τώρα αλλά δεν
τόλμαγε να το εκμυστηρευτεί ούτε στην μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ ήταν σίγουρη ότι αν το
μάθαινε η βασίλισσα θα της το έκαιγε. Τουλάχιστον ο Φράνσις θα της το φύλαγε
μέχρι να γυρίσει;
~*~*~*~*~*~
«Μάριανννν» φώναξε απελπισμένος
ο Φράνσις μόλις βγήκε στο προαύλιο και είδε την άμαξα της Μάριαν μαζί με τους
φρουρούς που ήταν μπροστά και πίσω από την άμαξα πάνω στα άλογα τους.
«Μάριανννν» συνέχισε
να φωνάζει ενώ έτρεχε πάνω στα χαλίκια με τα γυμνά του πόδια και το κρύο να του
κόβει την ανάσα.
«Μάριαννν» έκανε μια
τελευταία απελπισμένη προσπάθεια καθώς τα γόνατα του άγγιζαν τα χαλίκια και
έκλεινε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του για να το στηρίξει καθώς χωρίς ντροπή
άρχισε να ξεσπά σε κλάματα.
Είχε αποτύχει… έπρεπε
να την προστατέψει και εκείνος δεν έκανε τίποτα για να τους εμποδίσει. Μα πως
μπορούσε να ήταν τόσο δειλός… πως;
«Έκανες ότι έπρεπε να
κάνεις, τώρα άφησε την να φύγει και μην στεναχωριέσαι παλικάρι μου, θα γυρίσει»
άκουσε την φωνή του παππού του να του λέει ενώ το κρύο του άγγιγμα στον ώμο του
έκανε το κρύο ακόμα πιο αφόρητο.
«Γιατί δεν μου είπες
ότι της μιλούσες;» τον ρώτησε σηκώνοντας το κεφάλι για να τον αντικρίσει στα
μάτια. Η λευκή του αύρα τρεμούλιασε από τον αέρα που λυσσομανούσε αλλά η αύρα
του παππού του παρέμενε ακίνητη.
«Γιατί δεν ήρθε η ώρα
να μάθει το ποιος είμαι ακόμα» του είπε εκείνος ενώ του έκανε νόημα να σηκωθεί.
«Δεν μπορείς να τους
αφήσεις να την πάνε εκεί» του είπε απελπισμένος. «Πρέπει να κάνεις κάτι… εσύ
μπορείς να τους προλάβεις» του ζήτησε ικετευτικά.
«Θα κάνω κάτι αλλά
μόνο όταν θα έρθει η ώρα, προς το παρόν εσύ γύρνα πίσω και μην ξεχνάς τις
υποσχέσεις σου» τον συμβούλευσε και ο Φράνσις ένοιωσε να απελπίζετε
περισσότερο.
«Παππού» διαμαρτυρήθηκε.
«Το βιβλίο της το
έχεις ακόμα;» τον ρώτησε.
«Ναι είναι κάτω από
το κρεβάτι μου γιατί;» τον ρώτησε παραξενευμένος.
«Κρατάει καλή
συντροφιά τα κρύα βράδια του χειμώνα» του είπε με νόημα και πριν προλάβει ο
Φράνσις να τον σταματήσει εκείνος εξαφανίστηκε.
~*~*~*~*~*~
Η Μάριαν μέσα στην
άμαξα προσπάθησε να ζεστάνει το κορμί της με τα σκεπάσματα που της είχε δώσει η
υπηρέτρια που συνόδευε εκείνη και την δασκάλα της σε αυτό το ταξίδι αλλά όσο
και να προσπαθούσε να σταματήσει το χτύπημα στα δόντια της δεν το κατάφερνε.
«Μα δεν μπορούμε
επιτέλους να κάνουμε έστω μια στάση για να την ντύσουμε; Θα πεθάνει από το κρύο
μέχρι να φτάσουμε» φώναξε η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ γεμάτη απελπισία προς τον φρουρό
που είχε έρθει στο πλάι της άμαξας μετά από απαίτηση της.
«Διαταγές της
βασίλισσας» είπε μόνο ο φρουρός και πριν του απαντήσει η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’
εκείνος πήγε κατευθείαν στην θέση του.
«Να βράσω και της
διαταγές της και όλα» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και η Μάριαν άνοιξε τα
μάτια της με έκπληξη.
«Συγνώμη πριγκίπισσα
αλλά δεν μπορώ άλλο να σε βλέπω να υποφέρεις. Μακάρι να υπήρχε τρόπος να πάρω
μερικά από τα ρούχα σου για να σε ντύσουμε αλλά οι άτιμοι τα έχουν πίσω στην
άμαξα» της είπε απολογητικά και η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά
διαβεβαιώνοντας την πως δεν την πειράζει άλλωστε τι άλλο να έκανε και εκείνη.
«Ξέρεις που πάμε;»
είπε με δυσκολία ενώ τα δόντια της κοπανάγανε άγρια μεταξύ τους.
«Στο μοναστήρι του
Αγίου Πέτρου».
«Που;» αναφώνησε
γεμάτη φρίκη.
«Μην ταράζεσαι
πριγκίπισσα μου, θα είμαι και εγώ μαζί σου, δεν θα είσαι μόνη» προσπάθησε να
την καθησυχάσει η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ αλλά η Μάριαν είχε ήδη τρομοκρατηθεί τόσο
πολύ που της ερχόταν να ουρλιάξει.
«Σε παρακαλώ όχι, όχι
μην τους αφήσεις να με πάνε εκεί» την παρακάλεσε πέφτοντας στα πόδια της και η
μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ ταυτόχρονα με την υπηρέτρια κοκάλωσαν από την έκπληξη τους.
«Σε παρακαλώ
Σελζινάρ, σε παρακαλώ» έλεγε απαρηγόρητη η Μάριαν και η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ χωρίς
να ξέρει τι να κάνει τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα της Μάριαν για να
προσπαθήσεις να την ηρεμίσει.
«Σε παρακαλώ
πριγκίπισσα μου μην κλαις» της ζήτησε πνιγμένα με τα μάτια της να είναι έτοιμα
να δακρύσουν.
«Θα κάνω ότι θες, δεν
θα σε παρακούσω ξανά αλλά σε ικετεύω σταμάτησε τους, βοήθησε με» της ζητούσε απελπισμένη
και μόλις η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ έβαλε τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο της για να
της σκουπίσει τα δάκρυα η Μάριαν αντανακλαστικά προσπάθησε να την σταματήσει
αλλά χωρίς να το υπολογίσει έπιασε τους καρπούς της.
Οι σκηνές που έβλεπε
τώρα μπροστά της της έκοβαν την ανάσα. Καθώς η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ έτρεχε με
δυσκολία πάνω στο υγρό χορτάρι φωνάζοντας το όνομα της, ένα βέλος την διαπέρασε
από την πλάτη και μόλις η μύτη του βγήκε μέσα από το στομάχι της εκείνη έπεσε
στα γόνατα.
«Τρέξε παιδί μου
τρέξε…» φώναξε και το τελευταίο που είδε ήταν εκείνη να πέφτει με τα μούτρα στο
έδαφος και το λεπτό χιόνι να αγγίζει την κάπα της και να λιώνει.
«Μαντάμ ‘Ο μοντιέ’…»
είπε ξαφνικά κάνοντας πιο πίσω ενώ κοίταξε έξω από το παράθυρο της άμαξας.
«Μαντάμ ‘Ο μοντιέ’» επανέλαβε και η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ την κοίταξε θιγμένη.
«Συγνώμη;» είπε με το
αυστηρός της ύφος σαν να μην είχε καταλάβει καλά.
«Αυτό είναι…»
αναφώνησε και η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ αντάλλαξε μια ματιά με την υπηρέτρια.
«Είσαι η μαντάμ ‘Ο
μοντιέ’ μα πως δεν το είχα συνδυάσει τόσο καιρό» συνέχισε το παραλήρημα της η
Μάριαν ενώ γονατισμένη ακόμα μπροστά από την δασκάλα της έπιανε τα χέρια της
και της τα κούναγε για να κερδίσει την προσοχή της.
«Συγνώμη πριγκίπισσα
μου γι’ αυτό που θα σας ρωτήσω αλλά είσαστε καλά; Είσαστε σίγουρα καλά;» την
ρώτησε παγωμένα ενώ την κοιτούσε σαν να έβλεπε μπροστά της έναν παράφρονα.
«Δεν καταλαβαίνεις;»
την ρώτησε απελπισμένη.
«Η ιστορία Σελζινάρ…
η ιστορία που σου διηγήθηκα με την μαντάμ ‘Ο μοντιέ’» της είπε με νόημα και η
Σελζινάρ κατένευσε αλλά χωρίς να καταλαβαίνει ακόμα.
«Τι με την ιστορία;»
την ρώτησε μπερδεμένη.
«Την ζούμε Σελζινάρ…
την ζούμε τώρα» της είπε με το πρόσωπο της να λάμπει με ελπίδα και η μαντάμ ‘Ο
μοντιέ’ χαϊδεύοντας της το μαλλί έβαλε το μέτωπο της να ακουμπήσει πάνω στο
δικό της.
«Αχ κακόμοιρο μου
παιδί»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου